Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Βρόμικος ρεαλισμός

 


 

 

 

Συγγραφείς της τάσης

του βρόμικου ρεαλισμού

 

 

(ΤΖΟΝ ΤΣΙΒΕΡ, ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ, ΡΕΙΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ, ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΟΡΝΤ, ΤΟΜΠΑΙΑΣ ΓΟΥΛΦ, ΠΕΔΡΟ ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΟΣ)

 

֎

 

 

 

Ο βρόμικος ρεαλισμός είναι μία τάση που έχει τις ρίζες του στο έργο του Χέμινγουεϊ –πολλοί Αμερικανοί λογοτέχνες έχουν, κατά καιρούς, δηλώσει πως επηρεάστηκαν από το έργο του–, και παρότι αντιδρούν αρκετοί μελετητές και κριτικοί της λογοτεχνίας για την ύπαρξή ή μη ύπαρξη αυτής της τάσης –το βασικό επιχείρημά τους είναι πως αν υπάρχει βρόμικος ρεαλισμός, τότε θα πρέπει να υπάρχει και καθαρός και ποιος ορίζεται ως τέτοιος, και με ποια κριτήρια– φαίνεται τελικώς πως υφίσταται, με εμφανή χαρακτηριστικά στη γραφή των συγγραφέων που την ακολουθούν: τραχιά γραφή, λιτή έκφραση, απουσία υψηλών και πολύπλοκων νοημάτων ή περίτεχνης λογοτεχνικής διατύπωσης, ήρωες όχι πάντα ελκυστικοί, ενίοτε αμόρφωτοι ή παρακμιακοί, δηλαδή αντιήρωες, αμερικανική επαρχία (αλλά και μεγαλουπόλεις), περιπλάνηση (ή, το αντίστροφό της, εγκλεισμός), και συχνή αθυροστομία ή βωμολοχία. Θεσσαλονικείς λογοτέχνες που συμπορεύτηκαν στο έργο τους μ’ αυτήν την τάση, ο Αντώνης Σουρούνης και ο Γιώργος Κάτος.

 

 

 

 

 

ΤΖΟΝ  ΤΣΙΒΕΡ

(1912-1982)

 

 

ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

 

 

Τζον Τσίβερ, Φάλκονερ, μυθιστόρημα, μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτης, 2014

Φραντς Κάφκα, Η ετυμηγορία, διήγημα, επίμετρο-χρονολόγιο Καρολίνα Μέρμηγκα, Μελάνι, 2014

 

 

    Καθένας ζει πίσω από κάγκελα

    που κουβαλάει μέσα του.

    Φραντς Κάφκα

   

 

Τι ενώνει τον, εκ των κορυφαίων Ευρωπαίων λογοτεχνών, Φραντς Κάφκα με τον Αμερικανό πεζογράφο Τζον Τσίβερ; Ίσως, φαινομενικά, ελάχιστα πράγματα, αφού και οι δύο έζησαν σε άλλες εποχές και σε άλλες ηπείρους. Ίσως, όμως, και πάρα πολύ περισσότερα από όσα φαντάζεται κάποιος ανυποψίαστος αναγνώστης. Ο Τσίβερ γεννήθηκε το 1912, τη χρονιά που ο Κάφκα έγραφε την Ετυμηγορία του – νά ένα κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσά τους. Κάφκα και Τσίβερ έζησαν και οι δυο βασανισμένες ζωές – ο πρώτος πεθαίνει νεότατος, ψυχικά διαταραγμένος και με τη φυματίωση να έχει προσβάλει σχεδόν όλο το σώμα του (και τον λάρυγγά του), δίχως να μπορέσει να συμφιλιωθεί ποτέ του με τον πατέρα του. Ο Τσίβερ πεθαίνει από καρκίνο στα εβδομήντα του, περνώντας πολλά προβλήματα υγείας λόγω του αλκοολισμού του (κλείστηκε και σε κέντρο αποτοξίνωσης το 1975) με μόνιμο συμπότη του τον εξίσου σπουδαίο διηγηματογράφο Ρέιμοντ Κάρβερ (επίσης αλκοολικό και με τσακισμένη οικογενειακή ζωή) και ζώντας μεγάλες οικογενειακές καταρρεύσεις και προβλήματα.

Άλλο κοινό σημείο τους, ο σεβασμός που έτρεφε μια πλειάδα σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων στον, προγενέστερο εκείνων, Κάφκα, στην τραγικότητα της ζωής του οποίου (ιδωμένη μέσα από τα βιβλία του) αναγνώριζαν τον ίδιο τους τον εαυτό – όλοι οι σύγχρονοι μεγάλοι Αμερικανοί συγγραφείς νιώθουν δέος απέναντι στον Κάφκα, ο Φίλιπ Ροθ μάλιστα (ίσως ο τελευταίος των πολύ σπουδαίων) σε πρόσφατα τυπωμένο στα ελληνικά βιβλίο με δοκίμιά του (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, εκδ. Πόλις, 2014), εξαίρει σε συγκεκριμένο κείμενο την λογοτεχνική αξία του Φραντς Κάφκα. Το σημαντικότερο σημείο σύγκλισης όμως του Κάφκα με τον Τσίβερ είναι η βαθιά αίσθηση του εγκλεισμού, της φυλάκισης στα κάγκελα της ψυχής και της ζωής, αυτό το πνιγηρό, ωστόσο εξαιρετικά δημιουργικό από λογοτεχνικής άποψης, αίσθημα της απομόνωσης σε κάποιο κελί, είτε μιας πραγματικής ή μιας φανταστικής φυλακής όπως ο Τσίβερ, είτε κάτω από την επιρροή ενός δεσμοφύλακα πατέρα που εξουσιάζει και συνθλίβει την προσωπικότητα του γιου του, όπως συνέβη με την περίπτωση του Κάφκα, στην Ετυμηγορία του.

 

 

Η ευτυχία του Τσίβερ

 

Ας ξεκινήσουμε από τον πιο σύγχρονο των δύο, τον Τζον Τσίβερ, και το μυθιστόρημά του Φάλκονερ. Είναι το δεύτερο βιβλίο του Τσίβερ που μεταφράζεται στα ελληνικά – προηγήθηκε η εξαιρετική συλλογή διηγημάτων Ο κολυμβητής, και άλλες ιστορίες που τυπώθηκε από τον «Καστανιώτη», το 2013. Για την ιστορία, ο Κολυμβητής γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία το 1968, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ στον ρόλο ενός κολυμβητή πισινών, ο οποίος κολυμπώντας από πισίνα σε πισίνα θα ανακαλύψει όλη την τραγικότητα και την πίκρα μιας κοινωνίας που δεν παρείχε κανένα αίσθημα ελπίδας και καμία λύτρωση στους ανθρώπους. Επανέρχομαι στο Φάλκονερ. Για να γράψεις πειστικά για τη ζωή στη φυλακή, θα πρέπει, κάποια στιγμή της ζωής σου, να υπήρξες έγκλειστος (εδώ, ας θυμηθούμε και την περίπτωση του Γιώργου Κάτου, με τη συλλογή του Τα καλά παιδιά, για την οποία γίνεται λόγος σε άλλη ανάρτηση). Οι λογοτέχνες, βέβαια, είναι νομοταγείς και κόσμιοι χαρακτήρες, οπότε μάταιος ο κόπος. Από την άλλη, ένας φυλακισμένος, σπανίως να εκδηλώσει λογοτεχνικές αρετές για να καταγράψει την εμπειρία του, γιατί αν έγραφε, κατά κανόνα δεν θα ήταν παραβατικός. Αυτή η δυσαρμονία που προκύπτει, αυτό το προβληματικό δίπολο ανάμεσα σε «φυλακή» και «λογοτεχνία», λύνεται μόνο αν σε λένε Τζον Τσίβερ. «Φάλκονερ» είναι το όνομα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος όπου φυλακίζεται ο Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, καθηγητής πανεπιστημίου και ηρωινομανής, εθισμένος στη μεθαδόνη, για τον φόνο του αδελφού του. Οι δεσμοφύλακές του καθημερινά τού κάνουν τον βίο αβίωτο, ενώ συναντά και συναναστρέφεται με ποικίλους βίαιους, διαταραγμένους ή αλλοπρόσαλλους συγκρατούμενούς του. Κατά διαστήματα, στη φυλακή, επισκέπτεται τον Φάραγκατ η σύζυγός του, η Μάρσια, η οποία τον αντιμετωπίζει με ανάμικτα συναισθήματα αηδίας, κυνισμού, αγάπης, αφοσίωσης και απαξίωσης. Οι μνήμες από τα παιδικά του χρόνια αλλά και από τον διαταραγμένο γάμο του έρχονται βασανιστικά στον νου του ήρωα μέσα στην κόλαση της φυλακής. Παρόλα αυτά, ο Φάραγκατ δίνει μια μεγάλη μάχη, πρωτίστως με τον εαυτό του, για να διαφυλάξει την ανθρωπιά του και την αξιοπρέπειά του μέσα στην ανελέητη βαρβαρότητα της φυλακής, όπου είναι κλεισμένος. Το Φάλκονερ θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, ενώ ο Σολ Μπέλοου σχολίασε σχετικά: «Σκληρό, κομψό, αγνό. Αναντικατάστατο για κάποιον που ειλικρινά επιθυμεί να κατανοήσει τι συμβαίνει στις ψυχές των ανθρώπων στην Αμερική». Το Φάλκονερ του Τσίβερ, που ανήκει στη λογοτεχνική κατηγορία των βιβλίων του «βρόμικου ρεαλισμού», είναι ένα βαθιά βιωματικό βιβλίο. Ο Τσίβερ έζησε έγκλειστος σε Κέντρο αποκατάστασης για το αλκοόλ, είχε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα με τη σύζυγό του, έναν ταραχώδη γάμο, η σχέση με τον αδελφό του ήταν καθοριστική για τη ζωή του (ο βιογράφος του, Μπλέικ Μπέιλι, άφησε υπαινιγμούς ακόμη και για αιμομικτική σχέση), ενώ πάλευε, όπως και ο Φάραγκατ του βιβλίου, να ξεπεράσει την ομοφυλοφιλία του. Πέρα από όλα αυτά όμως, το Φάλκονερ, αντιπροσωπεύει και εκφράζει τον εγκλεισμό της ζωής, τη φυλακή της ψυχής και του σώματος, και στο τέλος γίνεται σύμβολο ελευθερίας όλων των τυραννισμένων ψυχών που στενάζουν κάτω από την πατούσα του δεσμοφύλακά τους.

 

 

Η ενοχή του Κάφκα

 

Αν όμως στο Φάλκονερ του Τσίβερ η τελευταία λέξη του μυθιστορήματος είναι «ευτυχία» και η απόληξη έχει αίσιο χαρακτήρα, η απόληξη της Ετυμηγορίας του Κάφκα είναι ολότελα διαφορετική και απολύτως τραγική. Ο δεσμοφύλακας πατέρας, που περιφρονεί τον επικείμενο γάμο του γιου του και τον ταπεινώνει, στο τέλος κατορθώνει να τον εξοντώσει, παρότι πολύ εύστοχα στο επίμετρό της η Καρολίνα Μέρμηγκα αναρωτιέται για το τι ήταν τελικά ο Γκέοργκ, ο ήρωας της Ετυμηγορίας: «Αθώος καταδιωκόμενος ή διαβολικό ανθρώπινο ον;» Το σύντομο διήγημα του Κάφκα κινείται πάνω σε τέσσερις άξονες, που συνοψίζουν τις αγωνίες και εμμονές όλως των βιβλίων του, αφού αποτελούν δομικά στοιχεία όλων των ιστοριών του. Πρώτον η απέχθεια του Κάφκα για τον γάμο, αφού το σπίτι και ο έγγαμος βίος για τον ίδιο ισοδυναμούσε με φυλακή. Ο Κάφκα, βέβαια, κατά βάθος επιθυμούσε να αποδράσει από τη γονεϊκή φυλακή. Δεν ενδιαφερόταν στα σοβαρά να νυμφευθεί. Στην ουσία, όπως ωραία το θέτει και η Μέρμηγκα, «μια ζωή, επιθυμούσε μια γυναίκα που θα αγαπούσε το γράψιμό του». Δεύτερος άξονας ο εσωτερικός πόλεμος που είχε κηρύξει ο Κάφκα με τον εαυτό του. Στην Ετυμηγορία ο Κάφκα περιγράφει έναν πόλεμο. Ξεπερνώντας κατά πολύ το «είμαι ένας άλλος» του Rimbaud, μιλάει συχνά στους άλλους για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Ο φίλος του, στην Ετυμηγορία, που ζει στο εξωτερικό και στον οποίον διστάζει να αποκαλύψει πως αρραβωνιάζεται, είναι ένα άλλο προσωπείο ή, καλύτερα, ένας άλλος εαυτός του Κάφκα. Η Καρολίνα Μέρμηγκα αναφέρει στη σ. 50 του επιμέτρου: «Ο πόλεμος του Κάφκα εναντίον του εαυτού του ήταν μια αέναη δίκη που τελείωνε πάντα με την ίδια, αμετάκλητη ετυμηγορία: Ένοχος». Τρίτος άξονας του διηγήματος η επιθυμία για θάνατο. Για τον Κάφκα ο φόβος του θανάτου ήταν και πηγή απόλαυσης. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται βλέποντας τον ήρωα στο τέλος να πεθαίνει αναφωνώντας πως ακόμα αγαπά πολύ τους γονείς του. Η κριτική σχολίασε για το εν λόγω σημείο του διηγήματος πως ο σαδισμός και η σκληρότητα του δεσμοφύλακα πατέρα τελικώς υπερισχύει της υποταγής και της δοτικότητας της γυναίκας με τη οποίαν ο Γκέοργκ σκόπευε να αρραβωνιαστεί. Τέλος, η μορφή του πατέρα, που δεσπόζει και κυριαρχεί στο διήγημα απέναντι στον γιο του. Τρομακτικός, απειλητικός, αυταρχικός, πηγή ενοχών, οργής και τύψεων. Ο Κάφκα αδυνατεί να κερδίσει την αποδοχή του πατέρα του, αλλά δεν είναι παράλληλα και σε θέση να κρίνει το πόσο ακατάλληλος ήταν ως πατέρας. Σέβεται τον πατέρα του μέχρι τέλους, τιμάει τη σχέση του μαζί του, ακόμη κι αν όλο αυτό τον οδηγεί στον θάνατο.

Τσίβερ και Κάφκα έζησαν σε κελιά της ζωής, έγκλειστοι της σκοτεινής ψυχής τους και των τραυματικών βιωμάτων και εμπειριών που κουβαλούσαν μέσα τους. Το γράψιμο, η συγγραφή, η λογοτεχνία είχαν ευεργετική και καταπραϋντική δράση και επίδραση επάνω τους. Ακόμα κι αν, στα περί ου ο λόγος βιβλία τους, ο πρώτος γλιτώνει και απελευθερώνεται από τα δεσμά του, ενώ ο δεύτερος ολοκληρωτικά καταρρέει.

  

(book press, Νοέμβριος 2015)

 

 

 

 

 

ΤΖΟΝ ΤΣΙΒΕΡ,

ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΗΘΟΓΡΑΦΟΣ

 

 

Τζον Τσίβερ, Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες, διηγήματα, μτφρ. Κωστής Καλογρούλης, Καστανιώτης, 2018

 

 

Η επανακυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Τζον Τσίβερ Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες, σε πολυτελή, συλλεκτική έκδοση, στο πλαίσιο της τύπωσης πενήντα βιβλίων για τα πενήντα χρόνια των εκδόσεων Καστανιώτη, έχει πολλαπλά αναγνωστικά οφέλη. Εκτός του ότι μας (επανα)συστήνει τον Τσίβερ ως σπουδαίο διηγηματογράφο, συγκαταλέγοντάς τον μεταξύ δεκάδων άλλων κορυφαίων λογοτεχνών παγκόσμιας εμβέλειας (Φώκνερ, Χεμινγουέι, Μπέλοου, Μπάνβιλ, Λιόσα, Σαραμάγκου, Καμύ κ. ά.), η επανεξέταση, η δεύτερη ανάγνωση δηλαδή, αυτών των διηγημάτων –πρωτοκυκλοφόρησαν από τον Καστανιώτη το 2013– μας οδηγεί σε συμπεράσματα που, ίσως, δεν είχαν λάβει απτή και ξεκάθαρη μορφή σε εκείνη την προ πενταετίας πρώτη σύσταση του Αμερικανού λογοτέχνη στο αναγνωστικό κοινό, πάλι από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

 

 

Σκέψεις-συμπεράσματα

 

* Υπάρχει, σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, μια συνεχής διαπάλη του καλού με το κακό. Συχνά το κακό υποχωρεί και εξοβελίζεται από «ενάρετες» πράξεις των ανθρώπων. Ο ήρωας, φέρ’ ειπείν, του διηγήματος «Καψουροτράγουδο», Τζακ Λόρεϊ, έχει ομοιότητες με τον Σιμούρ Λιβόβ του Ροθ, στο μυθιστόρημά του Αμερικανικό ειδύλλιο – ο καλός, αισιόδοξος, με περίσσευμα ελπίδας Αμερικανός που κάποια «κακιά» γυναίκα τον κατατρέχει, οδηγώντας τον στον θάνατο. Ωστόσο, αν στην περίπτωση του Ροθ, που υπήρξε μεταγενέστερος του Τσίβερ, πιθανόν να υποβόσκει κάποιος λανθάνων μισογυνισμός, στην περίπτωση του Τσίβερ πιστεύω πως κυριαρχεί συμβολισμός και λεπτή ειρωνεία. Στο «Καψουροτράγουδο» η φαμ φατάλ Τζόαν θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον θάνατο.

* Στο διήγημα «Το τεράστιο ραδιόφωνο», που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και προφητικό για τις σύγχρονες τεχνολογικές συσκευές που παρακολουθούν τις ζωές των ανθρώπων ή καταστάσεις τύπου «Μεγάλου αδελφού», μια λεπτομέρεια που μου είχε διαφύγει στην πρώτη ανάγνωσή του, όχι σε πραγματολογικό αλλά κυρίως σε συμβολικό-υπαρξιακό επίπεδο, είναι η παρακάτω: Όσο οι δύο ήρωες (άνδρας-γυναίκα) μέσω του ραδιοφώνου παρακολουθούν τις ζωές των άλλων, νιώθουν αγνοί, τίμιοι, διόλου επικριτικοί και διόλου πικρόχολοι. Όταν τα πράγματα αποκαθίστανται και σταματά η παρακολούθηση, ξεσπά μεταξύ τους έντονος καβγάς και φαγωμάρα – είναι προφανείς οι ψυχολογικές προεκτάσεις της πράξης τους· βλέποντας τις ζωές τους κατά πρόσωπο προσγειώνονται ανώμαλα στην πεζή τους καθημερινότητα.

* Οι διαρρήξεις («Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ») και το παρατεταμένο κολύμπι («Ο κολυμβητής») των ηρώων δύο χαρακτηριστικών διηγημάτων του Τσίβερ είναι προσχηματικές καταστάσεις και συγγραφικά ευρήματα για να διεισδύσουν αυτά τα πρόσωπα –εν προκειμένω ο αφηγητής-συγγραφέας– στις ζωές των συμπολιτών τους. Πιστεύω πως την ίδια ακριβώς ανάγκη εξυπηρετεί και το τεράστιο ραδιόφωνο από το ομώνυμο διήγημα. Ένα μέσο διείσδυσης στις ζωές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, για την ικανοποίηση μιας επικοινωνιακής ανάγκης που πηγάζει από την ανθρώπινη μοναξιά.

* Το διήγημα «Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος» θα μπορούσε να σταθεί ως χριστουγεννιάτικο παραμύθι, ωστόσο η απόλυση του βασικού ήρωα από τη θέση του χειριστή ασανσέρ, ακυρώνει αυτήν την υπόθεση. Η καλοσύνη των ξένων αποτυπώνεται ανάγλυφα σε μελαγχολικές περιόδους γιορτών, αφού για τον Τσίβερ ο άνθρωπος κατά βάση είναι πάντα καλός και συναισθάνεται τη μοναξιά του διπλανού του.

* Στο διήγημα «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων» ο Έβαρτς αποτελεί την επιτομή του αφελούς, καλοκάγαθου επαρχιώτη, που, γράφοντας ένα σενάριο, βρίσκεται στη μεγαλούπολη οικογενειακώς για να προωθήσει το έργο του σε απίθανους, χρεοκοπημένους παραγωγούς. Αφέλεια και επαρχιακή αθωότητα από τη μια, και από την άλλη η επιτήδευση της μεγαλούπολης, οι σκάρτοι μεσάζοντες και οι αεριτζήδες του πολιτισμού που εκμεταλλεύονται και στραγγίζουν τους φερέλπιδες συγγραφείς. Θεματική και καλλιτεχνική εμμονή του Τσίβερ που, αρκετά χρόνια μετά, θα την αναδείξει εύγλωττα και πειστικά και ο Γούντι Άλεν σε αρκετές του ταινίες.

* Όλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ηθογραφικά, εκφράζοντας έναν προφανή μανιχαϊσμό εκ μέρους του συγγραφέα –η αδιάκοπη μάχη του καλού με το κακό, του φωτός με το σκότος– γραμμένα σε ασφυκτικό, συχνά πνιγηρό αφηγηματικό πλαίσιο (κάποια παραπέμπουν και στον τρόπο γραφής του Κάρβερ), όμως η παραπάνω διαπίστωση στέκει μόνο σε ένα πρώτο αναγνωστικό επίπεδο που αγνοεί –ηθελημένα ή αθέλητα– την ειρωνεία του Τσίβερ, που θολώνει τα νερά, αποφορτίζει την ασφυξία, ακυρώνοντας ή μετριάζοντας τις παραπάνω σκέψεις, και που προσδίδει στις ιστορίες γοητεία και μυστήριο. Αυτό το ανεξιχνίαστο, το αξεκαθάριστο και διφορούμενο των ιστοριών του Τσίβερ πιστεύω πως αποτυπώνει και τη μεγάλη διηγηματογραφική του στόφα.

* Συμπύκνωση των αφηγηματικών αρετών αλλά και των σκοτεινών σημείων της διηγηματογραφίας του Τσίβερ αποτελεί το διήγημά του «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ». Στο διήγημα αυτό –που θεωρείται από τα κλασικότερα της αμερικανικής πεζογραφίας– υπάρχει μια ηθικολογική κλιμάκωση συμβάντων, ενεργειών και διαφοροποίησης του χαρακτήρα του βασικού ήρωα. Πρώτα ο ήρωας απολύεται αδίκως από τη δουλειά του, μετά γίνεται διαρρήκτης, στη συνέχεια πέφτει σε μια άβυσσο τύψεων και ενοχών για τις αρρωστημένες πράξεις του, ακολούθως το καλό νικά το κακό, του φανερώνεται μπροστά του, από τη φύση αλλά και την εικόνα των αγαπημένων του προσώπων, η εξαγνιστική δύναμη του καλού, ανανήπτει και, ως επακόλουθο της ηθικής του μεταμόρφωσης, η θεία τύχη τού χαμογελά, κάνοντάς τον να ξαναβρεί τη χαμένη του δουλειά και σώζοντάς τον από κακοτοπιές της ζωής. Κάποιος τρίτος, που δεν έχει διαβάσει το εν λόγω διήγημα, θα μπορούσε να παραλληλίσει την ιστορία με αφηγήσεις θρησκόληπτων ατόμων ή κατήχηση θρησκευτικού τύπου από άθεους που είδαν «το φως της αλήθειας» και επανέκαμψαν ηθικά. Όμως δεν είναι έτσι τα πράματα. Καθόλου έτσι. Η ειρωνεία του Τσίβερ σε συνδυασμό με το ακαθόριστο και αδιευκρίνιστο των πράξεων του βασικού πρωταγωνιστή μάς απομακρύνει από εύκολες ερμηνείες και επιφανειακές ηθικολογίες. Το ψυχολογικό υπόβαθρο του πρωταγωνιστή είναι βαθύ και σκοτεινό και στο τέλος δυσκολευόμαστε να δεχτούμε πως ο ήρωάς μας, όντας πλέον «καλός», ευτυχεί. Μάλλον ζούσε πληρέστερα, εντονότερα και είχε αποκτήσει νόημα η ζωή του τις στιγμές που σκεπτόταν να κλέψει ή που έκλεβε. Ή μήπως όλα έγιναν για να χωθεί και πάλι ο Τσίβερ στις ζωές των γειτόνων του Σέιντι Χιλ, αυτού του φανταστικού προαστίου της Νέας Υόρκης; Άβυσσος η ψυχή του συγγραφέα…

* Καβαφικούς απόηχους διακρίνει ο αναγνώστης στο εξαιρετικό διήγημα –από τα κορυφαία της συλλογής– «Εξοχικός σύζυγος». Κατά το «κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι –το σωστό– εις  όλην την ζωή του», ο ήρωας Φράνσις Γουίντ, ζώντας στο συντηρητικό, άοσμο, ταχτοποιημένο και απόλυτα λογικό Σέιντι Χιλ θα ερωτευτεί ένα ανήλικο κορίτσι. Αυτό το πλατωνικό του αίσθημα θα τον κάνει να πλησιάσει στη διάλυση του γάμου του με την Τζούλια. Τη λύση θα την δώσει ο ψυχίατρος Χέρτσογκ που θα του υποδείξει ως «θεραπεία της ψυχής» την ξυλουργική.

* Στο διάσημο διήγημα του Τσίβερ «Ο κολυμβητής» –γυρίστηκε κινηματογραφική ταινία το 1968 από τον Φρανκ Πέρι, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάγκαστερ, όπως έχει ειπωθεί και σε άλλες σελίδες– έχει ενδιαφέρον η άποψη του αφηγητή για τον βασικό πρωταγωνιστή του: «Το να γυρίσει σπίτι από έναν ασυνήθιστο δρόμο τού έδινε την αίσθηση του προσκυνητή, του εξερευνητή, ενός ανθρώπου με πεπρωμένο και ήξερε ότι θα έβρισκε φίλους σε όλη τη διαδρομή · οι φίλοι θα ήταν παρατεταγμένοι στις όχθες του ποταμού Λουσίντα». Εδώ συναντάμε μερικά εξαιρετικά σημεία αποτύπωσης και καταγραφής της αμερικανικής μεσοαστικής συμπεριφοράς στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Αντιγράφω από τη σ. 167: «Η Γκρέις Μπισγουάνγκερ ήταν το είδος της οικοδέσποινας που καλούσε τον οπτικό, τον κτηνίατρο, τον μεσίτη και τον οδοντίατρο… Ήταν το είδος των ανθρώπων που συζητούσαν τις τιμές των πραγμάτων σε κοκτέιλ πάρτι, αντάλλαζαν χρηματοοικονομικές συμβουλές κατά τη διάρκεια του δείπνου, και μετά το δείπνο έλεγαν βρόμικα ανέκδοτα σε μεικτή σύνθεση παρέας» Και παρακάτω: «Ο μπάρμαν τον σέρβιρε, αλλά με αγένεια. Βρισκόταν σε έναν κόσμο όπου ο μπάρμαν στα πάρτι κρατούσε το σκορ της κοινωνικής αποδοχής, και η αγένεια ενός μπάρμαν μερικής απασχόλησης σήμαινε ότι είχε υποστεί πλήγμα η υπόληψή του». Ενώ, στη σ. 168, ο αφηγητής σχολιάζοντας τη συμπεριφορά της Γκρέις, λέει: «Πάντα μιλούσε για λεφτά. Ήταν χειρότερο απ’ το να τρως μπιζέλια με μαχαίρι».

* Το διήγημα «Μονάχα πες μου ποιος ήταν» δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό που έδωσαν οι κριτικοί στον Τσίβερ: «Τσέχωφ των προαστίων». Τα πάρτι και οι εσπερίδες, οι φιλανθρωπικοί έρανοι και οι υπόγειες διαδρομές της ζωής των ανθρώπων, οι μυστικές διαδρομές τους. Μεσοαστοί, κουτσομπολιά, συντηρητισμός, κρυφή λαγνεία κι εντέλει η απέραντη θλίψη του προαστίου Σέιντι Χιλ, μέσα από το δράμα μιας οικογένειας, όπου ο άνδρας συνεχώς χάνει και βρίσκει την κατά πολύ νεώτερη γυναίκα του, που φαίνεται πως «ξεπορτίζει», οδηγώντας τον στα άκρα. Ένα σκοτεινό και παράλληλα αποκαλυπτικό διήγημα μεσοαστικής υποκρισίας και ερωτικής παραζάλης.

* Δύο ηρωίδες δύο διαφορετικών διηγημάτων του Τσίβερ (των δύο τελευταίων της συλλογής), η Μαρία και η δαχτυλογράφος Νεντ, έχουν άσχημο γραφικό χαρακτήρα. Η πρώτη εξωστρεφής και καπάτσα, η δεύτερη εσωστρεφής και εύθραυστη, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που ωστόσο, στο τέλος του στόρι, παίρνει μια αναπάντεχη εκδίκηση από έναν άντρα που τη μείωσε και της στέρησε την εργασία. Ίσως η ανορθογραφία τους να συμβαδίζει με «ανορθογραφίες ζωής», αφού, κατά βάση, και οι δυο ηρωίδες, παρότι επιφανειακά έχουν το πάνω χέρι στις σχέσεις τους με τους άντρες-ήρωες, αποδεικνύονται τρωτές και δυστυχισμένες.

* Ο αφηγηματικός κόσμος, το σύμπαν του Τσίβερ, είναι μια Αμερική σιωπηλή, αμήχανη, φοβική, άκρως συντηρητική. Οι ήρωές του, άντρες και γυναίκες, είτε κολυμπούν σε πισίνες χιλιομέτρων, είτε γίνονται διαρρήκτες, είτε παρακολουθούν τις ζωές των άλλων, είτε απατούν ή απατώνται, είτε μειώνουν τρίτους ή επιδιώκουν εκδίκηση, είναι άτομα έμπλεα αγωνίας και καχυποψίας. Κάνουν ύστατες προσπάθειες να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και τον περίκλειστο περίγυρό τους – άλλοτε το καταφέρνουν αυτό, άλλοτε όχι. Είναι η ίδια η Αμερική της εποχής του Τσίβερ, που έχοντας ξεμπερδέψει από δύο παγκόσμιους πολέμους και μετρώντας τις πληγές της από τον πόλεμο του Βιετνάμ, φαντάζει αμήχανη και σκοτεινή, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ του άφθαρτου ονείρου της και της φθαρτής της ύπαρξης.

* Όλα τα διηγήματα του Τζον Τσίβερ θυμίζουν πίνακες του Αμερικανού ρεαλιστή ζωγράφου Έντουαρτ Χόπερ, που φιλοτέχνησε αριστουργηματικά το πορτραίτο των ανθρωπίνων σχέσεων της Αμερικής, στην ανατολή του περασμένου αιώνα.

 

 

Η δύναμη της ηθογραφικής πεζογραφίας

 

Ο Τσίβερ χαρακτηρίστηκε (και χαρακτηρίζεται) από τους Αμερικανούς κριτικούς ως ένας σημαντικός ηθογράφος διηγηματογράφος της γενιάς του. Κάποιοι μάλιστα τον τοποθετούν στην πρώτη τριάδα των σημαντικότερων Αμερικανών ηθογράφων του 20ου αιώνα, πλάι στον Τζον Άπνταικ και στον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Σήμερα, στην εποχή της νεωτερικότητας και της πολιτικής ορθότητας, η ηθογραφική πεζογραφία προκαλεί κάποια δυσανεξία στους κριτικούς. Στη χώρα μας, μάλιστα, το να γράφεις σήμερα σαν τον Τσίβερ ή σαν τον Κάρβερ για πολλούς σύγχρονους θεωρητικούς ίσως και να αποτελεί όνειδος. Η ηθογραφία, βλέπετε, παραπέμπει σε ελαφρότητες, ενασχόληση με τις ζωές των άλλων, αδιακρισία και κουτσομπολιό, στην πιο ελαφριά εκδοχή της, ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κακότητα και σεξισμό στην πιο «βαριά» εκδοχή της. Ίσως, στο πλαίσιο μιας θολής και ασαφούς συλλογικότητας και ενός εμμονικά ανθρωπιστικού ιδεώδους που οφείλει να ακολουθεί, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, ο σημερινός συγγραφέας, συγγραφείς όπως ο Τσέχωφ, ο Κάρβερ, ο Τσίβερ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης ή ο Βιζυηνός να έχουν περάσει στο περιθώριο επειδή ηθογραφούσαν. Όμως, είναι δυνατόν να ισχύει αυτό; Μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένη ή παρωχημένη η μεγάλη λογοτεχνία των καιρών και απορριπτέο ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας βιβλιοθήκης για τον παραπάνω λόγο; Κατά τη γνώμη μου πάντα, η δυνατή ηθογραφία όλων των εποχών ήταν και παραμένει σπουδαία λογοτεχνία. Ακόμα κι αν ανακαλύπτει χίλιους δυο τρόπους και χίλια δυο ευρήματα για να τρυπώνει μέσα από τις κλειδαρότρυπες γειτονικών σπιτιών, σε φανταστικά προάστια μεγαλουπόλεων, με σκοπό να καταγράψει και να αποτυπώσει την αβάσταχτη ανθρώπινη μοναξιά.

Στο βιβλίο Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες υπάρχει πυκνή και κατατοπιστική εισαγωγή του μεταφραστή Κωστή Καλογρούλη, ενώ, για την ιστορία, να αναφέρουμε πως ο Τσίβερ πέθανε τον Ιούνιο του 1982, σε ηλικία 70 ετών, από καρκίνο. Μόνιμος εν ζωή φίλος του και συμπότης στις κρασοκατανύξεις τους ο έτερος Αμερικανός διηγηματογράφος και αμετανόητος ηθογράφος, ο Ρέιμοντ Κάρβερ.

 

(book press, Σεπτέμβριος 2019)

 

 

 

 

 

 

ΤΣΑΡΛΣ   ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ

(1920-1994)

 

 

 

ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ

 

 

Τσαρλς Μπουκόβσκι, Σκοτώνοντας την ώρα, κείμενα από αρχεία και σημειωματάρια (1944-1990), μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. ΗΡΙΔΑΝΟΣ, Αθήνα, 2012

 

 

Οι εκδόσεις Ηριδανός σε στρωτή μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά αλλά με αρκετά λάθη στην επιμέλεια των κειμένων (κακή στίξη, ορθογραφία κ.τλ), μας παρουσιάζουν το Σκοτώνοντας την ώρα τού διάσημου Τσαρλς Μπουκόβσκι, ένα βιβλίο που, όπως αναφέρεται και στο εξώφυλλο, αφορά κείμενά του από αρχεία και σημειωματάρια αναφορικά με τη χρονική περίοδο 1944-1990.

Θεωρώ τον Μπουκόβσκι ρωμαλέο και γνήσιο συγγραφέα και το ρεύμα του «βρόμικου ρεαλισμού» (όπως άλλωστε και το κίνημα των μπίτνικ) φωτεινές στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μια τάση κι ένα ύφος γραφής που απλώθηκε σε πολλές χώρες με ιδιαίτερη επιτυχία (πχ. στην Κούβα με τον Γκουτιέρες) και που αποτέλεσε πρόδρομο μιας πιο εξελιγμένης και έντεχνης σύγχρονης  λογοτεχνίας –κυρίως πεζογραφίας– με σημαντικότερο εν ζωή εκπρόσωπό της τον Αμερικανό μυθιστοριογράφο Φίλιπ Ροθ.

Διαβάζοντας τα κείμενα του Μπουκ. έκανα κάποιες απλές σκέψεις. Πρώτον: Σπανίως, πλέον, σημερινοί συγγραφείς να δώσουν τόσο άμεσα, αδρά, αυθεντικά, λιτά, και ευθύβολα κείμενα. Δεύτερον: Σπανίως ένας σημερινός συγγραφέας που θα επιχειρούσε να γράψει με τον τρόπο του Μπουκ. θα είχε την τύχη να εκδοθεί στην Ελλάδα από οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο, αφού θα χαρακτηριζόταν μη λογοτεχνικά ορθός λόγω της αφόρητης αυτοαναφορικότητάς του, εκτός αν ο ίδιος χρηματοδοτούσε την έκδοσή του, οπότε θα λύνονταν ακαριαία όλα τα προβλήματα. Τρίτον: Το παρακμιακό σκηνικό της δεκαετίας του ’40, του ’50 και του ’60 στην Αμερική, προσεγγίζει την εν Ελλάδι σημερινή οικονομική κρίση και την κοινωνική σήψη – μάλλον τα πράγματα εδώ και σήμερα είναι χειρότερα απ’ ό,τι εκεί, τότε. Τέλος, πολλά από τα λεγόμενα του συγγραφέα (ατάκες, ευφυολογήματα, μεμονωμένες φράσεις, απόψεις, κρίσεις, περιγραφές προσώπων και καταστάσεων, μεθυσμένα λόγια κτλ.) είναι κατά παράξενο τρόπο απολύτως εναρμονισμένα με σημερινές καταστάσεις, εκφράζοντας την διεφθαρμένη κοινωνία μας. Μια πρόχειρη εξήγηση που δίνω: Η ζωή δεν έχει αλλάξει σημαντικά εδώ και αρκετές δεκαετίες, και οι πάσης φύσεως παθογένειες (κοινωνικές, ατομικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές) ανακυκλώνονται συνεχώς με μαθηματική πρόοδο.

Δεν θα σταθώ διόλου στην υπόθεση των κειμένων. Θα αφήσω τον ίδιο τον Μπουκ. να μιλήσει με επιλεγμένες ατάκες του, κι εσείς αναλογιστείτε τον βαθμό αλήθειας που εκφράζουν:

«Δεν ένιωθα μόνος. Είχα κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας, αλλά αυτό δεν είχε καμία σχέση με τη μοναξιά. Το να είσαι μόνος σημαίνει ότι χρειάζεσαι κάποιον. Εγώ δεν χρειαζόμουν. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην με πιέζουν οι άλλοι. Τι έκανα μαζί με όλους τους άλλους σ’ εκείνο το μπαρ; Τους παρατηρούσα. (σ. 7)

»Η Νίνα έπαιρνε χάπια κι εγώ ήμουν αλκοολικός, δοκίμασα όμως τα χάπια της κι εκείνη τα ποτά μου, δεν ήμασταν προκατειλημμένοι ο ένας για τον άλλον. (σ. 21)

»Έτσι λοιπόν ήμουν εκεί όντας 56 χρόνων καθισμένος στο δυτικό Λος Άντζελες στις 3:45 το μεσημέρι με δύο από τις ομορφότερες γυναίκες σε όλη την Αμερική – ή και σε όλον τον κόσμο. Και με δύο από τις πιο γελοιωδώς σκληρόκαρδες γυναίκες στον κόσμο – ήταν προσκολλημένες στην εικόνα τους και στον τρόπο που οι άντρες ανταποκρίνονταν στην εικόνα τους, και ήταν δύσκολο για εκείνες να παραμείνουν ευγενικές ψυχές υπ’ αυτές τις συνθήκες... Η όλη κατάσταση ήταν μπερδεμένη και θανατερή και υπέροχη. (σ. 23)

»Η φύση ήταν ανέκαθεν καλύτερη από την τέχνη. (σ. 39)

»Σε μια πόλη βρήκα ένα εγκαταλειμμένο νεκροταφείο και την έπεσα εκεί για ύπνο μέσα στο καταμεσήμερο προσπαθώντας να ξεμεθύσω. Σε μια άλλη πόλη κάθισα για ώρες και κοιτούσα ένα βρόμικο κανάλι που έζεχνε, δίχως να σκέφτομαι τίποτα. Χρειαζόμουν ώρες, μέρες, εβδομάδες, χρόνια μόνο με τον εαυτό μου. (σ. 61)

[Στα νεκροταφεία σύχναζε και ο σπουδαίος Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Κάτος, κι αυτός ύστερα από γερά μεθύσια · η γραφή του Κάτου, που δεν ζει πια, θύμιζε έντονα Μπουκόβσκι, ιδίως η πολύ καλή συλλογή διηγημάτων του Ιστορίες της νύχτας, που τυπώθηκε και από τον Καστανιώτη. Μπουκοβσκικού τύπου συγγραφέας ήταν επίσης και ο αυτοαναφορικός Αντώνης Σουρούνης, το έργο του οποίου βασίζεται σε βιωματικό υλικό.]

»Ρίχτηκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια. (σ. 62)

»Τα πορνοπεριοδικά στάθηκαν για μένα μια τρομερή διέξοδος: γιατί μπορούσες να πεις ευθέως αυτό ακριβώς που ήθελες, και όσο πιο άμεσα το έλεγες τόσο το καλύτερο. (σ. 63)

»Ήμουν πια 50 χρόνων, και ίσως, ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Διάβασα τα ποιήματά μου σε διάφορα πανεπιστήμια, πάντοτε μεθυσμένος, και έσπασα μεγάλη πλάκα με το κοινό. (σ. 78)

»Για μένα (οι γυναίκες) ήταν πάντοτε κάτι απαίσιο και πρωτόγνωρο γιατί ήταν πιο έξυπνες από μένα, ήξεραν πώς να μου την φέρουν, πώς να με παγιδέψουν, πώς να με στριμώξουν αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερνα να γράφω. (σ. 78)

»Η γραφή όμως είναι ένα αλλόκοτο πράγμα: δεν καταλήγεις πουθενά, μπορεί να πλησιάσεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ. (σ. 102)

»Ο Πάουντ ήταν για την ποίηση αυτό που ήταν για την πρόζα ο Χέμινγουεϊ: και οι δυο τους είχαν έναν τρόπο να διεγείρουν και να κεντρίζουν. (σ. 108)

»Για έναν καλλιτέχνη η κλίση στην Αριστερά, ακόμη και στην Άκρα Αριστερά, όχι μόνο θεωρείτο συγχωρητέα αλλά και υψηλή έκφραση καλλιτεχνικής γενναιότητας. (σ. 109)

»Ο Πάουντ δεν μπορούσε να χωρέσει στα πνευματικά πλαίσια της εποχής. (σ. 109)

»Η τακτική μου ήταν να αποφεύγω τους λογοτέχνες όσο πιο πολύ γινόταν, κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, κάνουν πάρτι, κουτσομπολεύουν, παραπονιούνται, όλοι μαζί. Σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες που έχω γνωρίσει πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι και περιφρονημένοι όταν η αλήθεια είναι πως απλά η γραφή τους είναι χάλια. Οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν είναι ευχάριστοι τύποι. (σ. 113)

 »Ύφος σημαίνει τίποτα κρυφό. Ύφος σημαίνει τίποτα δήθεν. Ύφος σημαίνει απόλυτη φυσικότητα. Ύφος σημαίνει ένας άνθρωπος μόνος, τριγυρισμένος από εκατομμύρια ανθρώπων. (σ. 120)

»Πηγαίνω στην κουζίνα, κοιτάζω τη γραφομηχανή που βρίσκεται στο πάτωμα. Ένα βρόμικο πάτωμα. Είναι μια βρόμικη γραφομηχανή που γράφει βρόμικες ιστορίες. (σ. 132)

»Στις μέρες μας ο Χέμινγουεϊ δέχεται αρνητικές κριτικές από ανθρώπους που δεν μπορούν να γράψουν μια αράδα. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν. Είναι οι κριτικοί, οι φυγόπονοι και οι χλευαστές. Το να δείξουν με το δάχτυλο έναν καλό συγγραφέα και να πουν ότι γράφει κουράδες, τους αναπτερώνει το ηθικό εφόσον εκείνοι δεν είναι σε θέση να ονομάζονται δημιουργοί, και όσο πιο καλός γίνεται ο συγγραφέας τόσο πιο πολύ τον φθονούν, και ως εκ τούτου, τον μισούν. (σ. 150)

»Αν θέλετε να καταλάβετε ποιος είναι μέτριος λογοτέχνης, να ξέρετε πως είναι εκείνος που κάνει πάρτι ή που πηγαίνει σε πάρτι με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του. (σ. 151)

»Πιστεύω ότι το θαύμα της εποχής μας είναι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τόσες πολλές λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δοκιμάστε το κάποια μέρα. Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψετε κάτι που να μην σημαίνει απολύτως τίποτα, αλλά εκείνοι το καταφέρνουν, και το εξασκούν ασταμάτητα και επίμονα. (σ. 154)

»Οι γυναίκες θα προτιμούσαν να πηδηχτούν με έναν ποιητή παρά με οποιονδήποτε άλλον. (σ. 159)

»Κάποιος με ρώτησε, «Μπουκόβσκι, εάν έκανες ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής τι θα έλεγες στους μαθητές;» Του απάντησα, «θα τους έστελνα όλους στον ιππόδρομο και θα τους ανάγκαζα να ποντάρουν πέντε δολάρια σε κάθε κούρσα». Ο μαλάκας αυτός πίστεψε ότι αστειευόμουν». (σ. 152)

Λένε πως όσοι παρουσιάζουν συγγραφείς και κριτικάρουν κείμενα, θα πρέπει να κρατούν αποστάσεις τόσο από τον δημιουργό, όσο και από το δημιούργημά του. Συμφωνώ, και προσπαθώ, σχεδόν πάντα, να το εφαρμόζω. Πλην των περιπτώσεων που στα κείμενα του συγγραφέα και στην βιοθεωρία του αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό.  

                                                                         

(book press, Μάρτιος 2013· το εν λόγω κείμενο για τον Μπουκόβσκι συγκαταλέγεται στα δεκαπέντε πιο πολυδιαβασμένα κείμενα της book press στα 15 χρόνια κυκλοφορίας της, με 21.145 αναγνώσεις έως τώρα)

 

 

 

 

 

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ

 

[Με αφορμή τα βιβλία του Τσαρλς Μπουκόβσκι Υπεραστικό μεθύσι (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα), Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα), Βρώμικος κόσμος (μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα) και Pulp (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο)].

 

 

Κρατώ σαν ανεκτίμητα διαμαντάκια στη βιβλιοθήκη μου τις παλιές εκδόσεις βιβλίων του Τσαρλς Μπουκόβσκι από τον εκδοτικό οίκο Απόπειρα. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον Βρώμικο κόσμο και το Υπεραστικό μεθύσι του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα που, πάντα πιστός στο ρεύμα του βρόμικου ρεαλισμού, είχε το σπάνιο χάρισμα να μας παρουσιάζει τόσο αφόρητα σκληρές ιστορίες με μια απαράμιλλη τρυφερότητα, που αγγίζει την ποίηση. Κυνισμός, κοινωνικό περιθώριο, ανθρώπινα πάθη, λίτρα αλκοόλ, έρωτας και θάνατος, αφηγούμενα, όμως, κατά τέτοιο τρόπο, που το λογοτεχνικό ισοδύναμό τους να είναι μια γλυκιά μελαγχολία, στην αχλή της οποίας περιδινείται ο αναγνώστης.

 

 

Ο έρωτας κι ο θάνατος βαδίζουν χέρι χέρι

 

 

 Το Υπεραστικό μεθύσι είναι κομματιασμένο σε τρεις ενότητες. Δύο διηγήματα στην αρχή, κατόπιν μια συστάδα ποιημάτων και τέλος άλλα δύο διηγήματα. Στο διήγημα «Φίλησες τη Λίλυ» παρουσιάζεται μια οικογενειακή τραγωδία λόγω ερωτικής αντιζηλίας, σε κάποια κωμόπολη του Ιλινόις, επί διακυβέρνησης Τζίμυ Κάρτερ. Στο διήγημα «Σ’ αγαπώ, Άλμπερτ» πάλι γνωριμίες σε μπαρ, αλκοολικοί εραστές, στοιχήματα με άλογα, κυνισμός, αθυροστομία, σκοτεινές ανθρώπινες σχέσεις, αλλά την επομένη, μετά το μεθύσι, πάντα ο ουρανός είναι καθαρός και η καινούρια μέρα φαντάζει καλύτερη από τη χθεσινή. Στο διήγημα «Άστοχες βολές» έχουμε μια ερωτική παρωδία, μ’ έναν άντρα και τη φίλη της γυναίκας του, που λείπει για να κηδέψει τη μάνα της, σε άλλη πόλη. Στο τέλος ο αναγνώστης δεν γνωρίζει αν όλα ήταν πραγματικότητα ή φαντασίωση του ήρωα. Στο διήγημα «Υπεραστικό μεθύσι», που έδωσε τον τίτλο και σε όλο το βιβλίο, έχουμε ένα από τα υπεραστικά τηλεφωνήματα που έκανε η αλκοολική Τζοάνα στον Τόνυ, για να του διηγηθεί προσωπικές της εμπειρίες.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η ποιητική συστάδα, που παρεμβάλλεται μεταξύ των διηγημάτων, υπό τον τίτλο «Το κορίτσι μου ήλιος στο χαλί». Μια ερωτική πράξη που αναβάλλεται εξαιτίας μιας ελιάς στον γλουτό μιας γυναίκας, αποδεικνύοντας πόσο κοντά είναι τα όρια της ερωτικής ηδονής με την αποτυχία και τη γελοιότητα («Μια απειλή για την αθανασία μου»), ένα ποίημα για διάφορες γυναίκες που έφυγαν από τη ζωή του ποιητή («Ποίημα για την Μπάρμπαρα, την Τζέιν, τη Φράνσις, για όλες τους ή για καμία»), η προσομοίωση μιας γυναίκας ερωμένης με θηλυκό πάνθηρα («Έχεις φιλήσει ποτέ πάνθηρα;»), ο εξανθρωπισμός του αφηγητή από τη γυναίκα («Μαρίνα»), τα βαθύτερα συναισθήματα και οι σκέψεις δύο εραστών τη στιγμή της ερωτικής πράξης και της κορύφωσής της («Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι, στις 10 το βράδυ»), η απόγνωση και ο σπαραγμός του Μπουκόβσκι για μια γυναίκα που έφυγε (ή χάθηκε) παίρνοντας τα πάντα από τη ζωή του («Για την Τζέιν»), είναι η επιγραμματική μόνο παρουσίαση κάποιων ποιημάτων του βιβλίου.

Η απόληξη (τελευταίοι στίχοι) του ποιήματος του Μπουκόβσκι «102 κιλά» μού θύμισε ένα άλλο ποίημα του επίσης κυνικού και αθεράπευτα μελαγχολικού Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι δεκαεννέα χρόνια μετά από εκείνο του Μπουκόβσκι (ο Μπουκόβσκι περιλαμβάνει το ποίημα σε συλλογή του 1974, ενώ ο Πετρόπουλος, που αγάπησε κι εκείνος τη γυναίκα στην ολότητά της, έγραψε το δικό του στις 2.2.1993). Παραθέτω στίχους των δύο ποιημάτων για να κάνει ο αναγνώστης τις ανάλογες συγκρίσεις και τους συσχετισμούς.

«Ήμαστε στο κρεβάτι / κι άρχισε τον καβγά: / “Παλιοτόμαρο! Περίμενε λίγο, / θα σε πάρω!” // Έβαλα τα γέλια: / “Τι τρέχει; Τι έπαθες;” // “Παλιοτόμαρο!” ούρλιαξε.// Της έπιασα τα χέρια καθώς χτυπιόταν. // Ήταν καμιά εικοσαετία μικρότερή μου, / είχε λόξα με τις υγιεινές τροφές. / Ήταν πολύ γερή. // “Παλιοτόμαρο! Θα σε πάρω!” / ούρλιαξε. // Έπεσα πάνω της με τα 102 κιλά μου / κι έμεινα απλώς εκεί. // “Αχ, ωχ, θεέ μου, αυτό είναι πρόστυχο, ωωχ, / θεέ μου!” // Έφυγα από πάνω της, πήγα στο άλλο δωμάτιο / και κάθισα στον καναπέ. // “Θα σε πάρω, παλιομαλάκα” είπε “μόνο / περίμενε λιγάκι!” //……………………………..// “Κάνε ησυχία” είπε “θέλω ν’ ακούσω τις / ειδήσεις!” // “ Άκου” είπα “θα…” // “ΣΟΥΤ!” είπε. // Και βολεύτηκε στην πλάτη του κρεβατιού μου / βλέποντας πραγματικά τις ειδήσεις. Τη δέχτηκα / όπως ήταν».

(Τσαρλς Μπουκόβσκι, «102 κιλά»).

«Όλα τα δικά σου τα ξέρω. / Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα. / Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι. / Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου. / Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου / Και τα έντερά σου γουργουρίζουν. / Τη Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της / Ή καθόλου».

(Ηλίας Πετρόπουλος, από τη συλλογή Ποτέ και τίποτα, εκδ. Νεφέλη, 2004).

Αναφορικά με τον πυρήνα των διηγημάτων και των ποιημάτων του εν λόγω βιβλίου ο επιμελητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας αναφέρει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του:

«…Έρωτες που καταλήγουν σε οικογενειακές καταστάσεις. Όμως όλες οι οικογενειακές καταστάσεις καταλήγουν με τη σειρά τους σε μακελειά οικογενειακών καβγάδων. Αδιέξοδο λοιπόν; Ο Μπουκόβσκι πιστεύει στο αδιέξοδο των σχέσεων. Πιστεύει όμως πως έστω και μια στιγμή ευτυχίας αξίζει χίλιους θανάτους. Ο έρωτας παραμένει γι’ αυτόν ένα φράγμα στον θάνατο, έστω και αν το αντίτιμο είναι ο ίδιος ο θάνατος».

 

Η αποτύπωση της «ανθρώπινης κωμωδίας»

 

 Αρκετά βιβλία, λοιπόν, του Τσαρλς Μπουκόβσκι, είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, από τις εκδόσεις Απόπειρα. Η επιλογή-μετάφραση είχε γίνει, τότε, με πολύ μεράκι και άποψη από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα, ο οποίος, σε αρκετά βιβλία, είχε επιφορτιστεί με κάποιο ενημερωτικό σημείωμα ή εισαγωγή, αναφορικά με το υλικό του συγγραφέα που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει.

Στο βιβλίο Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση έχουμε επιλεγμένα ποιήματα του Αμερικανού λογοτέχνη, από την ογκώδη υπερεικοσαετή ποιητική του παραγωγή. Το κριτήριο αυτής της επιλογής ήταν διπλό: Αφενός το ότι κάποια εξ αυτών ήταν μέχρι σήμερα αμετάφραστα, αφετέρου η ύπαρξη χαρακτηριστικών θεμάτων, γύρω από την οποία περιστρέφεται η ποίησή του.

Ο Γιώργος Μπλάνας χωρίζει τα ποιήματα του Μπουκόβσκι σε τρεις ευδιάκριτες κατηγορίες. Η πρώτη, που τιτλοφορείται «Άλλο ένα πλάσμα τρελό από αγάπη», αφορά ποιήματα που περιστρέφονται γύρω από τις γυναίκες – ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα. Γυναίκες της μιας βραδιάς, εφήμερες σχέσεις και γνωριμίες, γυναίκες που ανέχονται τα ζωώδη ένστικτα του αφηγούμενου ή ροχαλίζουν στο κρεβάτι μετά από έρωτα, γυναίκες που χασμουριούνται, ξύνουν τη μύτη τους ή τραβούν τα σκεπάσματα, ενώ εκείνος, άυπνος, υφαίνει τρυφερά το πορτρέτο τους, γυναίκες που γράφουν «μουρλά ποιήματα γι’ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΘΕΟΥΣ», τρελές, μαγευτικές, ασυνάρτητες υπάρξεις, που γράφουν σαν άντρες, γυναίκες-ονειροφαντασιώσεις των αντρών, γυναίκες που πλένουν τα πιάτα, μαγειρεύουν, πηδιούνται και δεν γυρνούν ποτέ (ή και γυρνούν, καμιά φορά) για κάποιο σκουλαρίκι που ξέχασαν τάχα στην ντουλάπα.

Σ’ αυτά τα ποιήματα ο αναγνώστης διακρίνει τρυφερότητα, απόγνωση, ερωτική αναμονή, συναισθηματικούς εγκλωβισμούς και λυτρώσεις, κυνισμό ανάμεικτο με ευαισθησία, πάντα με σκηνοθετικό ντεκόρ χιλιάδες τσιγάρα, αλκοόλ, ατέλειωτη μπίρα και –συνήθως– καλή μουσική. Ο Μπουκόβσκι έχει το χάρισμα να αντλεί ποιητικότητα από τετριμμένες, κοινότυπες ανθρώπινες κινήσεις κι αντιδράσεις – αυτό είναι κάτι ορατό, ιδίως στα διηγήματά του. Στο ποίημα «Γυναίκα κοιμωμένη» έχουμε την τρυφερή προσωπογραφία μιας γυναίκας, τη στιγμή που εκείνη ροχαλίζει – ποιητικότητα που συμβαδίζει αρμονικά με γήινα, χωμάτινα στοιχεία. Επίσης κάτι για το ποίημα «Για κάποια που ήξερα» (σ. 21): Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διαγώνιος», σε μετάφραση Κώστα Ριτσώνη, με τον τίτλο «Για κάποια που γνώριζα», τον Σεπτέμβριο του 1980 (τεύχος 6), δηλαδή έξι χρόνια νωρίτερα από την τύπωση του βιβλίου Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση. Ένα χρόνο, μάλιστα, νωρίτερα (1979) βρίσκουμε ποιήματα του Μπουκόβσκι, μεταφρασμένα από τον Αλέξη Τραιανό, στο περιοδικό «το τραμ». Κάτι που, όπως και στην περίπτωση της προβολής του Κάρβερ από το ίδιο περιοδικό, φανερώνει πως η Θεσσαλονίκη υπήρξε πρωτοπόρα στην παρουσίαση κάποιων Αμερικανών λογοτεχνών στο αναγνωστικό της κοινό[1].

Ως δείγμα γραφής της πρώτης ενότητας αντιγράφω το ποίημα «ΕΙΣΑΙ», από τη σελ. 18 του βιβλίου:

«Είσαι κτήνος, είπε. / Η ξασπρισμένη σου μπάκα, / τα μαλλιαρά σου πόδια. / Δεν κόβεις τα νύχια σου ποτέ / κι έχεις χέρια χοντρά / σαν πατούσες γάτας. / Η μύτη σου η βυσσινιά, / τ’ αρχίδια: τα μεγαλύτερα / που έχω δει. / Χύνεις σαν φάλαινα / που ξεφυσάει απ’ την καμπούρα της νερό. // Κτήνος, κτήνος, κτήνος. / Με φίλησε. / Τι θα φας για πρωινό;»

Στη δεύτερη συστάδα ποιημάτων του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ένα ποίημα είναι μια πόλη…», θα βρούμε επτά ποιήματα για εκδόσεις, βιβλία, εκδότες, συγγραφικό ύφος, για μυρμήγκια που «πλημμυρίζουν μεθυσμένα χέρια». Με μουσική υπόκρουση Μπραμς ή Μπαχ, πάλι με λίτρα μπίρας να ρέουν και αρκετό κυνισμό που τσακίζει κόκαλα, ο Μπουκόβσκι μάς φανερώνει τη δυσκολία τού να είσαι σήμερα αληθινός συγγραφέας. Συγγραφέας εφάμιλλος ενός Χέμινγουεϊ, ενός Σελίν, ενός Ντοστογέφσκι ή ενός Χάμσουν. Οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές επιρροές του Μπουκόβσκι (η καλλιτεχνική του αγωνία, καλύτερα) είναι ορατές στο ποίημα «Τι θέλουν». Ο Βαλιέχο, ο Βαν Γκογκ, ο Ρεμπό, ο Μπετόβεν, ο Πάουντ, ο Χέμινγουεϊ, ο Αρτό, ο Λόρκα, ο Μπάροουζ, παρελαύνουν, μεταξύ άλλων, από τους στίχους του – ο Βαν Γκογκ, ο Ρεμπό, ο Πάουντ, ο Μπαχ και ο Μπραμς, συναντιούνται σε περισσότερα του ενός ποιήματα. Αντιγράφω κάποιους στίχους αυτής της ενότητας που, κάλλιστα, μπορούν να σταθούν αυτούσιοι ως αφορισμοί:            

«Να κάνεις κάτι βλακώδες με ύφος / είναι προτιμότερο, παρά να κάνεις / κάτι επικίνδυνο δίχως ύφος» (ποίημα «Ύφος») και αλλού: «Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους κι υπονόμους, / αγίους, ήρωες, τρελούς, αλήτες, / γεμάτη καθημερινές κοινοτοπίες και ποτά, / γεμάτη βροχές κι αστραπές κι ανεμοθύελλες».

Τέλος, στην τρίτη συστάδα ποιημάτων του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ο κόσμος είναι γεμάτος από ναυτιλιακούς υπαλλήλους που έχουν διαβάσει “κλασικούς”», θα συναντήσουμε ποιήματα για υπόγεια, για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού και του ποτού, για μεθυσμένους που ξυπνούν αργά τ’ απόγευμα σαν εκατομμυριούχοι, για σκύλους και τον Αυστριακό συνθέτη (μαθητή του Βάγκνερ) Ούγκο Βολφ, για έναν άντρα που κάθεται μέσα στη νύχτα, στη βροχή, ακούοντας προσεχτικά μουσική. Πικρή ειρωνεία αναμεμειγμένη με θλίψη, και, διάσπαρτοι, δεξιά-αριστερά, στίχοι σαν αποφθέγματα ή πικρά αποστάγματα σοφίας. Αντιγράφω μερικούς τέτοιους στίχους:

«Κάποιοι είναι νέοι, απλώς· / κάποιοι είναι γέροι, απλώς / και κάποιοι κάπου ανάμεσα · / αυτό μονάχα» («Σχόλιο για το σχηματισμό των μαζών»)

«Όταν με σκέπτομαι νεκρό, / σκέπτομαι όλους τους μελλοθάνατους» («Όταν με σκέπτομαι νεκρό»)

«Ο θάνατος δεν είναι δα και τόση μεγάλη υπόθεση, / όταν έχεις ανάγκη να κοιμηθείς κάπου!» («Η στιγμή της αλήθειας»)

«Το γράψιμο δεν είναι δουλειά της πλάκας. / Έχω κάνει ένα κάρο δουλειές της πλάκας. / Αν το γράψιμο άρχιζε να σκαρτεύει, / θα έψαχνα γι’ άλλη δουλειά». («Για μια νύχτα που δεν άγγιξα τη γραφομηχανή»).

Δεν γνωρίζω αν έχουν σήμερα ισχύ οι θέσεις των Σαρτρ και Ζενέ πως ο Μπουκόβσκι είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. Είμαι σε θέση όμως να γνωρίζω πως, ακόμη και στην Ελλάδα (της αριστερόστροφης και αντιαμερικανικά διαμορφωμένης λογοτεχνικής κουλτούρας), επηρέασε μια πλειάδα ποιητών και πεζογράφων της δεύτερης και της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς ή και σύγχρονους λογοτέχνες, γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς στο ευρύτερο κοινό, ακόμη κι αν η γραφή του ή η σκέψη του πέρασαν αδιόρατα στο έργο τους. Κι επικροτώ, δίχως ίχνος αμφιβολίας, τη βεβαιότητα του επιμελητή και μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα αναφορικά με την ουσία της ποίησης του Μπουκόβσκι –σε αντιδιαστολή με τη Θεία κωμωδία του Δάντη– έτσι όπως είναι διατυπωμένη στο εισαγωγικό του σημείωμα: «Σε τελευταία ανάλυση, η ποίηση του Μπουκόβσκι είναι μια προσπάθεια κατασκευής της “ανθρώπινης κωμωδίας”».

 

 

Βρώμικος κόσμος με συγγραφική καθαρότητα

 

Το βιβλίο Βρώμικος κόσμος περιλαμβάνει δέκα εμβληματικά και άκρως αντιπροσωπευτικά διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα, που είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική το 1983. Στο ομότιτλο «Βρώμικος κόσμος» έχουμε μπάτσους που κακοποιούν αλήτες, πόρνες, άφθονο αλκοόλ και αθυροστομία – τα σημαντικότερα αφηγηματικά κλισέ του Μπουκόβσκι, συγκεντρωμένα σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες. Στο «Δύο ζιγκολό» ο αφηγηματικός τόπος είναι το Χόλιγουντ. Ο ένας ζιγκολό είναι συγγραφέας, κολλημένος στο δεύτερο βιβλίο του, που προσφέρει τις ερωτικές υπηρεσίες του σε μία κυρία. Ο άλλος, ο Ρότζερ, του αποκαλύπτει κάποια στιγμή την περιπέτεια που είχε με την πρώην γυναίκα του, που ήταν μισότρελη. Ο Ρότζερ, ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας, είναι πλέον σε άσχημα χάλια. Περιθώριο, άνθρωποι με ζωές ρημαδιό, άφθονη περιπλάνηση, πάλι αλκοόλ και ακραίες, «ζωντανές» κατά τον Μπουκόβσκι, καταστάσεις. Στο «Φλογερή ξανθιά» πάλι μια διαταραγμένη ύπαρξη υποδύεται μέσα σ’ ένα μπαρ τον τρόπο με τον οποίον καιγόταν η Ζαν ντ’ Αρκ. Εδώ, τα μπαρ, ο Μπουκόβσκι τα ονοματίζει «μαγαζιά που βρωμούν θάνατο». Ενδιαφέρον προκαλούν στο διήγημα –αλλά και σ’ ολόκληρο το βιβλίο– οι φιλοσοφημένες ατάκες που διατυπώνονται από στόματα αλκοολικών ή ανθρώπων του περιθωρίου. Π.χ., σ. 28: «Ο θάνατος δε βρωμάει», είπε η ξανθιά. «Βρωμούν μόνο οι ζωντανοί, βρωμούν οι ετοιμοθάνατοι, βρωμούν μόνο τα κουφάρια. Ο θάνατος δε βρωμάει», ή σ. 32: «Η σάρκα είναι σάρκα κι ο πόνος είναι πόνος», είπε ο Μονκ.

Στο «Οι ακρίδες είναι πιο ντελικάτες» σκιαγραφείται η άσχημη συμπεριφορά δύο μποέμ ζωγράφων σ’ ένα εστιατόριο. Οι διάλογοι είναι ευρηματικοί (πάντα ευδιάκριτο το στοιχείο του κυνισμού και της ειρωνείας), οι ατάκες και τα ευφυολογήματα δίνουν και παίρνουν (σ. 37: Όσο χειρότερα ένιωθε τόσο καλύτερα αισθανόταν. «Σκατά» είπε, «τα πάντα σκατά»), ενώ στη σ. 36 ο βρώμικος κόσμος του Μπουκόβσκι συμπυκνώνεται θαυμάσια σε μία μόλις παράγραφο. Αντιγράφω: «Κατέβηκαν τα σκαλιά απ’ τη σοφίτα. Ολόγυρα δωμάτια φτηνά, γεμάτα κατσαρίδες. Κανείς όμως δεν έδειχνε να πεινά: φαίνονταν να μαγειρεύουν διάφορα σε μεγάλες χύτρες, και καθισμένοι τριγύρω, να καπνίζουν, να καθαρίζουν τα νύχια τους, να πίνουν μπίρες ή να μοιράζονται ένα ψηλό μπλε μπουκάλι άσπρο κρασί, να ξεφωνίζουν ο ένας στον άλλο ή να γελούν ή να κλάνουν, να ρεύονται, να ξύνονται ή να κοιμούνται μπροστά στην τηλεόραση. Δεν είναι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο, που έχουνε χρήματα, μα όσο λιγότερα έχουν τόσο καλύτερα φαίνεται να την περνούν. Ύπνος, καθαρά σεντόνια, φαΐ, ποτό και αλοιφή για τις αιμορροΐδες τους αρκούν. Και πάντα αφήνουν τις πόρτες τους λιγάκι ανοιχτές».

Στο «Τετρακόσια πενήντα κιλά» περιγράφεται ένα πρωινό δύο περιθωριακών συγγραφέων στην Καλιφόρνια, ύστερα από γερό μεθύσι. Αντιγράφω από τη σ. 45 δύο ενδιαφέρουσες ατάκες: «Αυτό ήταν το κακό με το συγγραφιλίκι, αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό – ο ελεύθερος χρόνος, ο υπερβολικά ελεύθερος χρόνος», και παρακάτω: «Τίποτα το ένδοξο δεν υπήρχε στη ζωή ενός συγγραφέα ή ενός πότη». Το «Παρακμή και πτώση» είναι μια ευφάνταστη ιστορία σ’ ένα μπαρ στο Λος Άντζελες, επί εποχής Ρέιγκαν. Η εξομολόγηση-φάρσα ενός άντρα στον μπάρμαν θα καταλήξει ανέλπιστα σε τραγωδία. Ο τίτλος του διηγήματος παίζει με τον τίτλο βιβλίου του Όσβαλντ Σπένγκλερ, του οποίου το έργο ο Μπουκόβσκι διάβαζε μανιωδώς. Στο «Έχετε διαβάσει Πιραντέλο;» μαθαίνουμε τον τρόπο που, εν έτει 1982, ο Χένρυ Τσινάσκι (άλτερ έγκο του Μπουκόβσκι) βρίσκει, μέσω αγγελίας, διαμέρισμα για να μείνει, κι αφού έχει προηγηθεί τηλεφωνική γνωριμία με την ιδιοκτήτρια. Χιούμορ, κυνισμός, σεξουαλική νεύρωση και βίωμα, χωνεμένα σ’ ένα ωραίο διήγημα. Αντιγράφω απ’ τη σ. 64: «Τι νομίζετε πως είναι ο Θεός;» «Άσπρα μαλλιά, μπλεγμένη γενειάδα και χωρίς μαραφέτι». «Τι γνώμη έχετε για την αγάπη;» «Δεν έχω γνώμη». «Ξεφτέρι είσαι. Άκου, θα σου δώσω τη διεύθυνσή μου. Έλα να με δεις».

Στο «Ο μεγάλος ποιητής» περιγράφεται η επαφή του ήρωα μ’ έναν αυτοκαταστροφικό ποιητή, που ζούσε μέσα στη βρόμα και δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χωρισμό με τη γυναίκα του. Βρισκόμαστε πάλι στο Λος Άντζελες, την περίοδο της διακυβέρνησης Ρέιγκαν. Ο αφηγηματικός ήρωας αντιμετωπίζει τον μεγάλο ποιητή με δέος και τρυφερότητα. Αντιγράφω από τη σ. 72: «Τι θα συμβούλευες τους νεότερους συγγραφείς;» «Να πίνουν, να πηδούν και να καπνίζουν περισσότερο». Στο «Μπίρα στο μπαρ της γωνίας» που ακολουθεί, ο κυνισμός και η ειλικρίνεια του αφηγητή σ’ ένα μπαρ του Λος Άντζελες εξαγριώνουν τους θαμώνες, που τον θεωρούν απάνθρωπο, απόκοσμο και σκληρό, και τον σχολιάζουν συνεχώς επιτιμητικά. Ο Μπουκόβσκι, στην αρχή αυτού του ωραίου διηγήματος, μας καταθέτει την πεποίθησή του για τα μπαρ, που φανερώνουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του αλλά και την εμπειρία του από αυτά: «Έχοντας φάει μια ολόκληρη ζωή στα μπαρ, είχα πια χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτά, κι αν ήθελα κάτι να πιω έμπαινα σε μια κάβα, αγόραζα το ποτό μου και γύριζα σπίτι. Καθόμουν μονάχος και το ’πινα».

Τελευταίο διήγημα του βιβλίου το, κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο «Βάλε τις φωνές όταν θα καίγεσαι». Μια από τις πολλές ιστορίες του Μπουκόβσκι με αφηγηματικό τόπο το Χόλιγουντ, όπου, κατεξοχήν, θίγεται το λογοτεχνικό σινάφι. Στο διήγημα, ο συγγραφέας καυτηριάζει το εκδοτικό κατεστημένο της εποχής του. Μας αποκαλύπτει ότι οι εκδότες αργούσαν να πληρώσουν ή δεν πλήρωναν καθόλου τους συγγραφείς – κάτι φυσικά που ισχύει μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον στη χώρα μας. Ο ίδιος, θύμα αυτής της τακτικής των εκδοτών, αναγκάστηκε να παίζει στα άλογα για τα προς το ζην, σκορπώντας, έτσι, όλα τα χρήματά του. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της ιστορίας οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Στέκεται τρυφερά και συμπονετικά απέναντι στον Χέμινγουεϊ και στον Φώκνερ, επειδή υπήρξαν πότες, δεν διστάζει, όμως, να κατακρίνει ή να υποτιμήσει συναδέλφους του, συχνά με σκληρό και άκομψο τρόπο: σ. 91: «Οι τύποι που βρίσκονταν στην κορυφή βρωμούσαν. Τύποι σαν τον Μέιλερ, τύποι σαν τον Καπότε». Ενώ στη σ. 84 αντιδιαστέλλεται ο τρόπος γραφής του μ’ εκείνον του Αλμπέρ Καμύ: «Άδειασε το ποτήρι του και τεντώθηκε. Πήρε το Αντίσταση, Εξέγερση και Θάνατος του Καμύ…, διάβασε μερικές σελίδες. Ο Καμύ μιλούσε για την αγωνία, τον τρόμο και την εξαθλίωση του ανθρώπου, όμως μιλούσε μ’ έναν τρόπο άνετο και γλαφυρό… η γλώσσα του… έδινε την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν επηρέαζαν ούτε αυτόν ούτε το γράψιμό του. Με άλλα λόγια, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι μια χαρά. Ο Καμύ έγραφε σαν άνθρωπος που μόλις έχει σηκωθεί από ένα καλό γεύμα με μπριζόλα, τηγανητές πατάτες, σαλάτα και μια μπουκάλα φίνο γαλλικό κρασί. Η ανθρωπότητα μπορεί να υπέφερε, αυτός όμως όχι. Σοφός ίσως, αλλά ο Χένρι προτιμούσε τους ανθρώπους που έβαζαν τις φωνές όταν καίγονταν. Έριξε το βιβλίο στο πάτωμα και προσπάθησε να κοιμηθεί». Και μια ατάκα από το εν λόγω διήγημα που μου άρεσε (σ. 84): «Εντάξει, σκέφτηκε, οι τοίχοι είναι ακόμη στη θέση τους, δώσε τέσσερις τοίχους σ’ έναν άνθρωπο και του δίνεις μια ευκαιρία. Τίποτα δεν γίνεται έξω στους δρόμους».

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι στα διηγήματα του Βρώμικου κόσμου (αλλά και σε όλο το έργο του) παρέμεινε συνεπής στο μότο του, που υπήρξε πυρήνας της συγγραφικής του υπόστασης: «Δεν γράφω για να σώσω τον κόσμο, γράφω για να σώσω τον εαυτό μου». Μια ρήση και μια στάση ζωής που φέρνει στον νου μου το καυστικό αλλά και αληθινό δίστιχο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, που τιτλοφορείται [σε καθοδηγητή]: «Ούτε τον εαυτό μας δεν μπορέσαμε να σώσουμε / και θα μπορέσουμε να σώσουμε όλον τον κόσμο;». Ο Μπουκόβσκι μπορεί να λοιδορήθηκε και να υποτιμήθηκε από τους μικροαστούς, τους βολεμένους, τους καθώς πρέπει και τους μαρξιστές όλων των χωρών (και των καιρών) ως μηδενιστής, παρακμιακός και αυτοκαταστροφικός συγγραφέας, που στερείται οραμάτων και πίστης για έναν καλύτερο κόσμο. Προσωπικά, από τον ουτοπικό κόσμο των απανταχού ιδεαλιστών προτιμώ τον βρόμικο κόσμο του Μπουκόβσκι. Γιατί αυτός ο κόσμος, παρ’ όλη την ανθρώπινη εξαθλίωση, την παρακμή, τα δυσώδη χνώτα και τον κυνισμό που κουβαλά, αν μη τι άλλο, ευωδιάζει αυθεντικότητα, γνησιότητα και συγγραφική καθαρότητα – στοιχεία δυσεύρετα, για να μην πω σχεδόν ανύπαρκτα, για την πλειονότητα των σύγχρονων λογοτεχνών με τα υψηλά οράματα, την επίπλαστη ευγένεια και την πόζα της «δήθεν αυθεντικότητας» που, συχνά, τους χαρακτηρίζουν.

 

 

Παρωδώντας ανελέητα τη Λαίδη-θάνατο

 

Πώς είναι δυνατό ο νονός του βρόμικου ρεαλισμού –ο Μπινγκ Μπουκόβσκι, όπως τον αποκαλεί στο επίμετρό του ο μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης– να έγραψε ένα τόσο, θεωρητικά, «φτηνό» βιβλίο; ίσως αναρωτιέται ο αναγνώστης του αστυνομικού μυθιστορήματος Pulp του Αμερικανού συγγραφέα. Η πρώτη ιδέα εξήγησης και απάντησης στο παραπάνω ερώτημα έρχεται από την αφιέρωση του συγγραφέα, στη σ. 7: «Αφιερωμένο στο κακό γράψιμο». Γιατί όμως, αναρωτιέται πάλι ο επίμονος και σχολαστικός αναγνώστης, να θελήσει ο Μπουκόβσκι να γράψει συνειδητά ένα «κακό» βιβλίο και σε τι αυτό εξυπηρετεί; Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως μαθαίνοντας απ’ το βιογραφικό του Μπουκόβσκι τις κατατοπιστικές πληροφορίες του μεταφραστή του, πως δηλαδή αυτό το βιβλίο ήταν το κύκνειο άσμα του βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, και πως ο συγγραφέας στα νιάτα του είχε διαβάσει πολλά βιβλία παρόμοιου ύφους και θεματολογίας, τα αστυνομικά του Τσάντλερ και του Χάμετ, που κατά την τριακονταετία 1920-1950 σάρωναν εμπορικά στο Λος Άντζελες, πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα – το φτηνό, κλισαρισμένο, υπερβολικό αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής, που ξεκοκάλιζε φανατικά ο Μπουκόβσκι στα νιάτα του, δηλαδή «ιστορίες με κλέφτες και αστυνόμους, με σημαδεμένους γορίλες που κουβαλάνε το σιδερικό τους ακόμα και στην τουαλέτα και με ιδιωτικούς ντετέκτιβ που βρίσκονται στο χείλος του αλκοολισμού» (επίμετρο, σ. 256).

Ο ήρωας του Pulp, ο Νίκι Μπιλέιν, είναι ένας τύπος θαρρείς βγαλμένος από ταινίες του Ταραντίνο, ή σαν μια δεύτερη κόπια του επιθεωρητή Κλουζό –ερμηνευμένου από τον αμίμητο Πήτερ Σέλερς– ή, ακόμη ακόμη, μια καρικατούρα τύπου Μίστερ Μπιν, στην κατασκοπευτική παρωδία «Johnny English: Η Επιστροφή», όπου παραφράζεται και διακωμωδείται η δράση του Τζέιμς Μποντ. Είναι αλκοολικός που πίνει ό,τι βρει μπροστά του, μπίρα, βότκα, ουίσκι, και αρκετές φορές μετά το πιόμα συνηθίζει να πετά το άδειο ποτήρι του στον απέναντι τοίχο ή στο πάτωμα, έτσι, από στιλ. Ο ίδιος νιώθει κάποιες στιγμές προικισμένος (και επαγγελματικά και ερωτικά), αλλά δεν παύει να είναι ένας λούζερ που, παρότι σεξομανής, έχει να κοιμηθεί με γυναίκα εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα και πιστεύει ακράδαντα πως «ντετέκτιβ δίχως σιδερικό ίσον γαμίκος χωρίς καπότα. Ή ρολόι δίχως δείκτες» (σ. 26). Έχοντας συχνά επίγνωση των περιορισμένων ικανοτήτων του –όταν δεν κομπάζει («Ήμουν ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που δεν μπορούσε να εξιχνιάσει τίποτα», σ. 71)–, προσπαθεί να εξιχνιάσει παράλληλες, αλλόκοτες υποθέσεις: την παράδοξη παρουσία του συγγραφέα Σελίν, που θαρρείς νεκροζώντανος δεκαετίες μετά τον θάνατό του, περιφέρεται σε κάποιο βιβλιοπωλείο του Λος Άντζελες, το μυστικό ενός κόκκινου σπουργιτιού, τον ρόλο μιας εξωγήινης που θέλει ν’ αξιοποιήσει τη γη ως τόπο διαμονής άλλων εξωγήινων και το αν έχει εξωσυζυγικές σχέσεις η Σίντι Μπας, η γυναίκα του Τζακ Μπας – τριτοκλασάτη ηθοποιός, πρώην μοντέλο, με μαθήματα πιάνου σε ωδείο και άλλες απίθανες προτιμήσεις και ενδιαφέροντα. Αυτός, λοιπόν, ο απίθανος Νίκι Μπιλέιν, που χρεώνει πάντα σε κάθε υπόθεσή του 6 δολάρια την ώρα τους πελάτες του, τελικά, κακήν κακώς, με άφθονο μπουνίδι, αλκοόλ, τραγελαφικές καταστάσεις και με την ανέλπιστη βοήθεια της τύχης, θα ξεφορτωθεί τις υποθέσεις που έχει αναλάβει, δεν θα ξεφύγει όμως από την τραγική του μοίρα και το παιχνίδι με τον «αδιανόητο στενογράφο της ζωής και κακάσχημο ελεεινό καμπούρη», δηλαδή με τον ίδιο τον θάνατο.

Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα αναγνωρίσει πίσω από την ιλαροτραγική φιγούρα-καρικατούρα του Νίκι Μπιλέιν τον ίδιο τον Μπουκόβσκι. Παραμορφωμένος, ξεχειλωμένος, μεταμφιεσμένος για την περίσταση, γυρίζει από μπαρ σε μπαρ, πίνει ασταμάτητα, παίζει στοιχήματα με άλογα, μνημονεύει τον μέντορά του Σελίν και τον αγαπημένο του Χέμινγουεϊ, μελαγχολεί, αυτοσαρκάζεται, παρωδεί τον θάνατο και φιλοσοφεί ανελέητα, εκτοξεύοντας σε ανύποπτο χρόνο ατάκες ανεπανάληπτες [2]. Αντιγράφω ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου:

σ. 23: «Δες τους κινηματογραφικούς αστέρες, ας πούμε. Παίρνουν δέρμα από τον κώλο τους και το κολλάνε στη μούρη τους. Το δέρμα στον κώλο είναι το τελευταίο που ρυτιδιάζει. Με το που γερνάνε, όλοι οι αστέρες κυκλοφορούν στα πέριξ με τον κώλο στη μούρη τους».

σ. 47: «Μερικές φορές σκεφτόμουν το συκώτι μου, αλλά το συκώτι δεν μιλάει, όχι, το άτιμο, ποτέ δεν είπε: “Σταμάτα το πια, με σκοτώνεις, και θα σε σκοτώσω κι εγώ!”. Αν είχαμε συκώτια που μιλούσαν, δεν θα είχαμε Ανώνυμους Αλκοολικούς».

σ. 104: «Και μόνο το να καταφέρεις να φορέσεις τα παπούτσια σου το πρωί είναι ένας θρίαμβος».

σ. 112: «Είμαστε όλοι αηδιαστικοί, καταδικασμένοι να εκτελούμε τα μικρά, ασήμαντα, βρομιάρικα καθήκοντά μας. Να τρώμε και να κλάνουμε και να ξυνόμαστε και να χαμογελάμε και να γιορτάζουμε στις εορτάσιμες ημέρες».

σ. 141: «Και μετά άκουσα τη σειρήνα (του ασθενοφόρου). Όταν τη ακούς, είναι καλά. Όταν δεν την ακούς, είναι για σένα».

Ο Μπουκόβσκι στο Pulp παρωδεί, αποκαθηλώνει, καγχάζει, αυτοϋπονομεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Από την πένα του δεν γλιτώνει τίποτα και κανείς. Τα πρώην μοντέλα και οι τριτοκλασάτες ηθοποιές, οι φροϋδιστές και οι ψυχίατροι, η γελοιότητα της «ερωτικής» συνομιλίας στις ροζ γραμμές, τα λεκτικά στερεότυπα των μπαρ, τα αφόρητα κλισέ των αστυνομικών ιστοριών του 1920 και 1930, η κατάθλιψη, η μιζέρια, οι ερωτομανείς που δεν αγγίζουν γυναίκες, ο ίδιος ο θάνατος. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έδωσε ρεσιτάλ μετάφρασης με τις αυστηρά επιλεγμένες λέξεις της αργκό και με τη μεταφορά και σύζευξη συνομιλιών ή σκέψεων με ατάκες της καθομιλουμένης νεοελληνικής (μεροδούλι, μεροφάι, στιχουργική –στίχος Σαββόπουλου– ή δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη). Διαφωτιστικό και χρήσιμο και το επίμετρό του.

Εν ολίγοις, το Pulp είναι ένα ευχάριστο και ασυνήθιστο βιβλίο. Η αναδρομική εκδήλωση αγάπης του Μπουκόβσκι για την παράδοση των hard-boiled, αλλά ιδίως μια άκρως σουρεαλιστική αντιμετώπιση του ζόφου του θανάτου.

 

(book press, Αύγουστος 2018)

 

 

 

 

________________________________________

[1] όρα  Παναγιώτης Γούτας, ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΕΚΡΗΞΕΙΣ ΚΑΙ ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΗ ΓΡΑΦΗ, book press, Μάιος, 2013

[2] Ατάκες και ευφυολογήματα θα συναντήσουμε στο σύνολο του έργου του Μπουκόβσκι. Ένα βιβλίο, όμως, που βρίθει ευφυολογημάτων και φιλοσοφημένων αλά Μπουκόβσκι ρήσεων, είναι το Σκοτώνοντας την ώρα. Κείμενα από αρχεία και σημειωματάρια (1944-1990), (μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Ηριδανός) για το οποίο, παλιότερα, δημοσίευσα σχετική κριτική στην book press.

 

 

 

 

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ

 

 

Τσαρλς Μπουκόβσκι, Για τις γάτες, ανθολόγηση Abel Debritto, μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, Πατάκης, 2019

 

 

Αν η γάτα στον Χριστιανόπουλο είναι εκείνη που του προξενεί τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα αλλά και αιτία ενδοσκόπησης και συνειδητοποίησης της ερωτικής του κλίσης και, κατ’ επέκταση, της τραγικότητας της ζωής του, στον Μπουκόβσκι αποτελεί όχι μόνο αστείρευτη πηγή συγγραφικής έμπνευσης αλλά και λόγο έκφρασης πολλών συναισθημάτων που αφορούν τον έρωτα, τη γυναίκα, το κοινωνικό περιθώριο, τους τσακισμένους ανθρώπους της ζωής, τον θάνατο. Εδώ, το εύρος των παρατηρήσεων και των συναισθημάτων είναι μεγάλο. Αποτελεί απορίας άξιον πώς ο κυνικός, ο αντιλυρικός, ο πραγματιστής, ο σωματικός Μπουκόβσκι σκαλώνει κυριολεκτικά από τη μορφή και την ύπαρξη της γάτας, γοητεύεται από το σκοτεινό και δυσερμήνευτο της υπόστασής της και γράφει τόσο τρυφερά και αληθινά ποιήματα και μικρά κείμενα. Θαυμάζει και αποδέχεται τη γάτα στην ολότητά της, ταυτιζόμενος μαζί της ακόμη και ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα: «Δεν θέλω να σχεδιάζω / σαν τον Μοντριάν, / θέλω να σχεδιάζω σαν σπουργίτι φαγωμένο από γάτα» (σ. 14). Αλλού, πάλι, σαν παραλλαγή της παραπάνω σκέψης, αναφέρει: «Μικρά πουλιά που μπαίνουν στον δρόμο των γάτων τραγουδούν συνέχεια μες στο κεφάλι μου» (σ. 24). Και παρακάτω, πιο λειασμένη πιο καταλαγιασμένη, η ίδια πάλι σκέψη, με πιο βιωματικό, τώρα, υπόβαθρο, πιο προσωποποιημένη αυτή τη φορά: «Τα εργοστάσια, οι φυλακές, οι μεθυσμένες μέρες και νύχτες, τα νοσοκομεία με έχουν εξουθενώσει και ταρακουνήσει σαν ποντίκι στο στόμα μιας μουράτης γάτας: ζωή» (σ. 28)

Έχουμε κι εδώ ονομαστικές αναφορές σε ποικίλες γάτες που συντρόφευσαν τον ποιητή στη ζωή του (Τινγκ, Ντινγκ, Μπίκερ, Μπάου, Φέδερ, Μπιούτι κ.ά.), θαυμασμό στον τρόπο ζωής της γάτας και στη συμπεριφοράς της ως κατοικίδιο, αναφορά σε αιγυπτιακές δοξασίες που ταύτιζαν τις γάτες με θεότητες, συγκίνηση για τον αναπάντεχο χαμό τους στους δρόμους («μη κλασική συμφωνία», «ένα για τον παλιόφιλο» κτλ.) ή παραλληλισμό της γάτας με τη γυναίκα και τον έρωτα: «Δεν μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα, πρέπει να σου έρθει σαν πεινασμένη γάτα στην πόρτα» (σ. 39).

Κάποιες φορές η παρακολούθηση της κίνησης της γάτας τον οδηγεί σε κατάσταση ζεν, ενώ βρίσκω πολύ τρυφερό και αληθινό τον στίχο της σ. 51, όπου ο συγγραφέας παραλληλίζει τον θάνατο μιας γάτας με την αγάπη, μια λέξη τόσο ταλαιπωρημένη και φθαρμένη στο καθημερινό μας λεξικό: «Αγάπη είναι οι πατημένες γάτες του σύμπαντος». Τέλος, ο Μπουκόβσκι, όπως και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, νιώθει κι εκείνος δέος απέναντι στη σοφία της γάτας, και επισημαίνει: «Όταν νιώθω πεσμένος / αρκεί απλά / να παρατηρήσω / τις γάτες μου / και το / θάρρος μου / επανέρχεται. // μελετώ αυτά τα / πλάσματα. // είναι οι / δάσκαλοί μου». (σ. 123).

Θα κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά στις γάτες του Μπουκόβσκι με το ποίημα «ένας αναγνώστης» (σ. 59). Κυνισμός, ειρωνεία, τρυφερότητα, χιούμορ, αυτοσαρκασμός και η παρουσία του γάτου του ως συγγραφικό ελιξίριο, όλα συμπυκνωμένα με μεγάλη μαστοριά μέσα σε οκτώ μόλις στίχους. Αντιγράφω:

ο γάτος μου έχεσε στο αρχείο μου / σκαρφάλωσε στο Golden State Sunkist / το πορτοκαλί κουτί / κι έχεσε στα ποιήματά μου / στα πρωτότυπα ποιήματά μου / τα φυλαγμένα για τα πανεπιστημιακά αρχεία. // αυτός ο μονόφθαλμος χοντρός μαύρος κριτικός / με ξέγραψε.

 

(απόσπασμα του κειμένου «Οι γάτες στη λογοτεχνία», που αναρτήθηκε στην book press, τον Φλεβάρη του 2020)

 

 

 

 

 

ΡΕÏΜΟΝΤ  ΚΑΡΒΕΡ

(1938-1988)

 

 

 

ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΕΚΡΗΞΕΙΣ

ΚΑΙ ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΗ ΓΡΑΦΗ

 

 

Ρέιμοντ Κάρβερ, Αρχάριοι, Μτφρ. Επίμετρο Γιάννης Τζώρτζης, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010

 

 

Στις ιστορίες του ο χρόνος διαστέλλεται. Το ανθρώπινο δράμα, η οικογενειακή συμβίωση με τις συγκρούσεις της, οι μικρές τραγωδίες τής καθημερινότητας, οι μικροί καθημερινοί θάνατοι, η δύναμη του απρόοπτου που μας δυναστεύει, καταδεικνύονται με μαστοριά, λεπτομέρεια και φωτισμένα από πολλές οπτικές γωνίες. Θαρρείς και το σύμπαν διευρύνεται, ξεχειλώνει απρόσμενα για να περιβάλει εντός του αντιδράσεις, συμπεριφορές, δράματα που σιγοβράζουν, υπόγειες εκρήξεις και συναισθήματα, συμπιεσμένα στο χρονικό εύρος λίγων ημερών, ενός εικοσιτετραώρου ή μιας μόνο στιγμής.

Ο λόγος για τον σπουδαίο Αμερικανό πεζογράφο Ρέιμον Κάρβερ, που, όχι άδικα, χαρακτηρίστηκε και ως ο Τσέχωφ της Αμερικής. Ακόμα κι αν ο παραπάνω παραλληλισμός φαντάζει υπερβολικός, σίγουρα πάντως έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα που ξεχωρίζει των υπολοίπων της γενιάς του λόγω της λεπτεπίλεπτης γραφής του και της ικανότητάς του να διεισδύει βαθιά στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του.

Με την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων Αρχάριοι το 2010 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (ακολούθησαν οι συλλογές Καθεδρικός ναός και Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ; που τυπώθηκαν το 2011 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο) έχουμε την ηθική και λογοτεχνική αποκατάσταση των κειμένων, που κυκλοφορούσαν περικομμένα περίπου κατά το ήμισυ, εξ αιτίας τής μεσολάβησης του επιμελητή και λογοτεχνικού του μέντορα, Γκόρντον Λις, από τον οποίον ο Κάρβερ, λόγω ευάλωτης ιδιοσυγκρασίας και άλλων προσωπικών του προβλημάτων, ένιωθε απόλυτα εξαρτημένος. Όμως, ακόμα και αποκατεστημένα τα κείμενα από τους πανεπιστημιακούς Γουίλιαμ Σταλ και Μορίν Κάρολ, διατηρούν τις αρετές, τη φρεσκάδα και τη διεισδυτικότητα του Αμερικανού διηγηματογράφου. Η ανάγνωση των διηγημάτων μάς εμφανίζει έναν άλλον Κάρβερ, πιο ομιλητικό, αναλυτικό και περιγραφικό, με περισσότερο αφηγηματικό φλοιό στο κείμενο και με όλα εκείνα τα χρήσιμα και γοητευτικά «περιττά», σίγουρα όμως όχι λογοκριμένο, και στις πραγματικές του διαστάσεις και δυνατότητες.

Αρκετά από τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής έχουν έκταση και δομή μικρής νουβέλας. Η θεματολογία ποικίλει, αλλά όλα τους συγκλίνουν στο αφανές, στο ασήμαντο, το φαινομενικά ευτελές και το καθημερινό, που σιγοτρώει τους ήρωές του, συχνά καταβάλλοντάς τους. Γείτονες που έχουν χρόνια να μιλήσουν διατηρώντας μιαν αλλόκοτη βεντέτα, ζευγάρια που δεν ξεπερνούν ποτέ το αγκάθι μιας απιστίας, φίλοι κολλητοί που, όντες παντρεμένοι και με υποχρεώσεις, στην προσπάθειά τους να το ρίξουν λίγο έξω, τρώνε τα μούτρα τους. Θάνατοι, μικρές και μεγάλες τραγωδίες, λάθη του παρελθόντος που σιγοκαίνε ως αδρανής στάχτη που, όμως, μ’ έναν ελάχιστο σπινθήρα αναζωπυρώνεται και φλέγεται, καίγοντας γύρω της τα πάντα. Συνταξιούχοι λογιστές που έκοψαν το ποτό, το έριξαν στο πλέξιμο και στο μπίνγκο και, όντες ανασφαλείς και πανικοβλημένοι από τα απρόοπτα που τους επιφυλάσσει η ζωή, προσεύχονται για όλους και για όλα.

Μεταξύ των ιστοριών του βιβλίου ξεχώρισα ιδιαιτέρως το αριστουργηματικό «Μια μικρή παρηγοριά». Η νουβέλα εν περιλήψει: Ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια του μονάκριβου γιου της, του Σκότι, παραγγέλνοντας στον φούρνο της γειτονιάς μια τούρτα. Ο Σκότι, όμως, το πρωί των γενεθλίων του τραυματίζεται στο κεφάλι του, χάνει τις αισθήσεις του και πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί αντιμετωπίζουν το περιστατικό με ανευθυνότητα, δίνοντας συνεχώς ελπίδες στους γονείς πως από στιγμή σε στιγμή θα συνέλθει. Εκείνοι, συγκλονισμένοι από το συμβάν ξεχνούν τον φούρναρη και την τούρτα. Το τέλος, που έρχεται ύστερα από αλλεπάλληλες ανατροπές και κορυφώσεις, είναι απρόσμενα τρυφερό, ανθρώπινο, βαθιά ψυχολογημένο και λυτρωτικό. Το ζευγάρι, που χάνει τελικά τον γιο του, πηγαίνει με άγριες διαθέσεις να πάρει εκδίκηση από τον φούρναρη, που μη γνωρίζοντας το τραγικό συμβάν, περίμενε ματαίως να πουλήσει την τούρτα που είχε ήδη μπαγιατέψει, κάνοντάς τους αλλεπάλληλα, ειρωνικά τηλεφωνήματα, αναφέροντας το όνομα του πεθαμένου παιδιού. Τελικώς οι δυο γονείς παρηγορούνται κάπως από την ανθρωπιά του και τα ολόφρεσκα, μοσχομυριστά κουλουράκια του. Ένα μικρό, παράξενο, ψυχογραφημένο, βαθιά ανθρώπινο λογοτεχνικό διαμάντι. Μια νουβέλα κομψοτέχνημα.

Ο Κάρβερ, μετρ του αναπτυγμένου ενσταντανέ, του ασήμαντου γεγονότος που με τη γραφή ανάγεται σε μείζον και σημαντικό, της λεπτομερούς παρατήρησης και ψυχογράφησης των ηρώων του, της λεπτοδουλεμένης αφήγησης αλλά και ενός υποδόριου γλυκόπικρου σαρκασμού, πέθανε νεότατος το 1988, σε ηλικία μόλις πενήντα ετών, από καρκίνο στους πνεύμονες. Πρόλαβε πάντως να αφήσει ευδιάκριτο το στίγμα του στην παγκόσμια λογοτεχνία, επηρεάζοντας αρκετούς δημιουργούς, ιδίως της μικρής φόρμας. Στη Θεσσαλονίκη, ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης τον παρουσίασε στο λογοτεχνικό κοινό τής πόλης, δημοσιεύοντας το διήγημά του «Οι γείτονες» στο περιοδικό «Το τραμ» (τχ. 8. Φλεβάρης του 1989, σσ. 43-47), σε μετάφραση του Κώστα Χατζηκυριάκου, τρία χρόνια προτού πρωτομεταφραστεί ο Καθεδρικός ναός από τις εκδόσεις Οδυσσέας (1992). Αρκετοί Βορειοελλαδίτες πεζογράφοι (Καλούτσας, Τσιαμπούσης κ. ά.) επηρεάστηκαν από τον τρόπο γραφής του Κάρβερ, στην προσπάθειά τους να καταγράψουν και να παρουσιάσουν στις ιστορίες τους τις αθέατες, υπόγειες εκρήξεις που συχνά συμβαίνουν στις οικογενειακές σχέσεις.

Οι Αρχάριοι είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μαστοριάς, του ταλέντου και της ευαισθησίας του Ρέιμοντ Κάρβερ. Με τις τελευταίες προσφορές των εκδοτικών οίκων, λόγω κρίσης, και των παζαριών βιβλίων, μπορεί κανείς να τους αποκτήσει σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή. Υψηλή λογοτεχνία, με μηδαμινό κόστος, για απαιτητικούς βιβλιόφιλους, προχωρημένους και όχι… αρχάριους στην αναγνωστική περιπέτεια και εμπειρία, και στις εκπλήξεις που αυτή απλόχερα προσφέρει.

 

   (book press, Μάιος, 2013)

 

 

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΡΒΕΡ

 

 

Ρέιμοντ Κάρβερ, Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο, επιλογή-μετάφραση-επίμετρο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2018

 

 

 

Επισημάνσεις-συνειρμοί

 

Διαβάζοντας το επίμετρο του μεταφραστή Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου –εξαιρετικά κατατοπιστικό και σαφές, αλλά, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να ήταν ενιαίο και όχι μοιρασμένο σε τρία μέρη– για την επιλογή ποιημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ, που, σε λιτή και άκρως καλλιτεχνική τύπωση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με τον τίτλο Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο (2018), ήρθαν στον νου μου δύο συμβάντα από τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη περασμένων ετών. Το πρώτο αφορά την εξήγηση που έδινε από παλιά ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο ερώτημα γιατί η Θεσσαλονίκη παραδοσιακά δεν ανέπτυξε το είδος του μυθιστορήματος αλλά κυρίως στράφηκε στην ποίηση και στο διήγημα, αφήνοντας κατά μέρος τα περί έλλειψης αστικής συνείδησης, αστικού τόπου και αστικού ιστού στην εν λόγω πόλη: Ο λόγος ήταν, σύμφωνα με την άποψη του ποιητή, πως τα διηγήματα και τα ποιήματα ήταν μικρά σε έκταση κείμενα και έτσι, στη δημοσίευσή τους σε λογοτεχνικά περιοδικά, οι δημιουργοί-λογοτέχνες πλήρωναν λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι αν δημοσίευαν ένα μεγάλο σε έκταση κείμενο (εκείνα τα χρόνια οι δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά πληρώνονταν από τον συγγραφέα). Ο ίδιος ο Ν. Χ. έλεγε χαρακτηριστικά πως «ακόμα κι ένα κόμμα περισσότερο επιβαρύνει και τη λογοτεχνία και την τσέπη μας». Το δεύτερο πράγμα που μου ήρθε στον νου ήταν ο αξιόλογος, μπουκοβσκικού τύπου πεζογράφος της πόλης, ο Γιώργος Κάτος, που το πιο δυνατό κι ενδιαφέρον μέρος του συνολικού του έργου ήταν τα αυτοβιογραφικά του διηγήματα, αφού λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, των προβλημάτων υγείας του και των εθισμών του δεν είχε την ανάλογη μυθιστορηματική εξέλιξη. Πώς δένουν οι παραπάνω μνήμες με τον Ρέιμοντ Κάρβερ; Μα ο Κάρβερ, αφενός αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο διήγημα και στο ποίημα για να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην –σύντομο κείμενο, γρήγορα λεφτά– αφετέρου η ροπή του στο αλκοόλ ήταν απαγορευτική στο να προχωρήσει στο μυθιστόρημα. Όχι μόνο, με τα προσωπικά προβλήματα που είχε, δεν διέθετε καθαρό νου και άπλετο χρόνο για να ασχοληθεί με τη μεγάλη σύνθεση, αλλά ήταν και κάτι που δεν τον ενδιέφερε ως συγγραφική εξέλιξη. Όλη του η δημιουργία, όλο του το έργο –όπως επισημαίνει και ο ανθολόγος του–, οφειλόταν σε κενά, δημιουργικά διαστήματα, σε νεκρές στιγμές που έκλεβε, μεταξύ συζυγικών εντάσεων, οικογενειακών προβλημάτων, μετακινήσεων σε πόλεις, αλλαγής επαγγελμάτων και αλκοολισμού. Ο συγγραφικός χρόνος του, λοιπόν, μικρός, περιορισμένος, περιοδικός και όχι συνεχής, κλεμμένος στην κυριολεξία από τη σκληρή του καθημερινότητα για να αποτυπώσει σε μικρή φόρμα το προσωπικό του δράμα, αλλά και το αντίστοιχο των γονιών του, μα και πολλών άλλων σαν κι εκείνον, που συναποτελούσαν χτυπητή παραφωνία στην τελειότητα και στην επίπλαστη ευδαιμονία του «αμερικανικού ονείρου».

 

 

Τα ποιήματα του Κάρβερ

 

Στη συλλογή-ανθολόγηση Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο –μαξιμαλιστικός τίτλος σε ένα μινιμαλιστικό ποιητικό έργο– θα συναντήσουμε τη γνωστή θεματογραφία του Κάρβερ που διακρίναμε ήδη στα διηγήματά του: Αίσθημα αποξένωσης, συζυγικές εντάσεις, υπόγειες οικογενειακές εκρήξεις, φωνές απόγνωσης και μοναξιάς, διαζύγια, αλκοολισμός. Ο περίκλειστος κόσμος του συγγραφέα αποτυπώνεται κι εδώ στους στίχους του αδρά, ωμά, άμεσα, ευθύβολα, με διαύγεια, ειλικρίνεια και καθαρότητα λόγου. Δίχως λυρισμούς και φορτωμένους με επίθετα στίχους, τα ποιήματα αποπνέουν σαφήνεια, λιτότητα και ανθρωπιά. Έχουν πεζολογικό χαρακτήρα και αποτυπώνουν προσωπικά βιώματα του ποιητή. Ο ίδιος ο Κάρβερ, ερμηνεύοντας τρόπον τινά τον πεζόμορφο χαρακτήρα των ποιημάτων του, είχε δηλώσει πως: «Είτε γράφω κάποιο ποίημα είτε γράφω πεζό, προσπαθώ πάντα να πω μια ιστορία».

Όμως στον παρόντα τόμο θα συναντήσουμε κι άλλου τύπου ποιήματα, πιο φωτεινά, πιο αισιόδοξα, τα οποία, προσωρινά, πιστεύω πως λειτούργησαν ως νησίδες σωτηρίας στον ταραγμένο βίο του Κάρβερ. Ποιήματα για λαμπερά πρωινά, για κορίτσια που χόρευαν το μινουέτο, για ωδικά πτηνά και ψαράδες σολομού που χτυπούν με δύναμη τα πόδια τους πάνω στο χιόνι και στα βράχια, προχωρώντας κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, αργά, γεμάτοι αγάπη προς τις γαλήνιες λίμνες. Ποιήματα για ποταμίσιες πέστροφες και για ασημένια ψάρια, ποιήματα για τη θάλασσα, τα ποτάμια, τη βροχή και τις νύχτες με το ολόγιομο φεγγάρι. Για τον χαμένο χρόνο, που συχνά είναι πιο δημιουργικός, λογοτεχνικά, από εκείνον της μανιώδους συγγραφής. Εδώ, διακρίνουμε μια άλλη λογοτεχνική διάσταση και ένα άλλο ύφος συγγραφικό στον Κάρβερ, πέρα από την έκφραση του φόβου, της απόγνωσης, της έντασης και της συντριβής των ιστοριών του. Ποιήματα φυσιολατρικά (όχι με τη στενή έννοια του όρου), ποιήματα αχτίδες φωτός, στιγμές ολοφώτεινες και χαρωπές που ηρεμούν και απαλύνουν τον ψυχισμό του ποιητή, αφήνοντας διάσπαρτες χαραμάδες ελπίδας στον ζόφο της καθημερινότητάς του. «Στιγμές ζεν», όπως χαρακτηρίστηκαν από την κριτική, γραμμένες από κάποιον που έκλεβε στιγμές ηρεμίας από τη φύση και τη σοφία της, διευρύνοντας τη συνείδησή του, όπως, κάποτε, ο Άλντους Χάξλεϋ διεύρυνε τη δική του συνείδηση καταφεύγοντας στα ψυχότροπα και στη μεσκαλίνη.

Τέλος, σε μια άλλη συστάδα ποιημάτων του, ο Κάρβερ συνομιλεί με τους αγαπημένους του λογοτέχνες (ή με κάποιους εξ αυτών), φανερώνοντάς μας τις λογοτεχνικές του αγάπες και επιρροές. Ποιήματα-συνομιλίες με τον μέγα Μπουκόβσκι («Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη»), τον Μπαλζάκ (ποίημα «Μπαλζάκ»), τον Τσέχοφ («Χειμερινή αϋπνία»), τον Τζέιμς Τζόις («Στην Ελβετία»), αλλά και για τον Σέλεϊ, τον Σοφοκλή, τον Όμηρο, τον Κητς, τον Τεντ Χιούζ. Απλή διακειμενικότητα ή εκδήλωση θαυμασμού εκ μέρους του Κάρβερ απέναντι σ’ αυτούς τους λογοτέχνες; Δεν θα το χαρακτήριζα έτσι. Μάλλον ποίηση με όχημα τη λογοτεχνία. Ή ποίηση μέσα από την ποίηση των άλλων.

 

 

Ο Κάρβερ και οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης

 

Ο Κάρβερ, είτε ως ποιητής είτε ως διηγηματογράφος, αποτελεί παγκόσμιο λογοτεχνικό κεφάλαιο. Μια σχολή από μόνος του, που επηρέασε πολυάριθμους λογοτέχνες (διηγηματογράφους ή ποιητές) σε όλον τον κόσμο. Θα υπενθυμίσω γι’ ακόμα μία φορά πως για πρώτη φορά το περιοδικό «Το τραμ-ένα όχημα» και ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης τον παρουσίασαν στο λογοτεχνικό κοινό της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύοντας το διήγημά του «Οι γείτονες» (τχ. 8., Φλεβάρης του 1989, σσ. 43-47), σε μετάφραση του Κώστα Χατζηκυριάκου, τρία χρόνια προτού πρωτομεταφραστεί ο Καθεδρικός ναός από τις εκδόσεις Οδυσσέας (1992)1. Το έργο του Κάρβερ χάραξε και τη συγγραφική πορεία πολλών Θεσσαλονικιών δημιουργών, που, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, επηρεάστηκαν από τη γραφή του, κυρίως αναφορικά με τις υπόκωφες εκρήξεις και τα αδιέξοδα των οικογενειακών ή των διαπροσωπικών σχέσεων. Η Θεσσαλονίκη, άλλωστε, με την ιδιοπροσωπία της πεζογραφίας της (ντόμπρα εξομολόγηση, λιτή γραφή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εστίαση στο ατομικό βίωμα, αναφορά σε αυτοβιογραφικά συμβάντα και όλα τα σχετικά με αυτό που αποκαλούμε «λογοτεχνική τάση της Θεσσαλονίκης»), αποδείχτηκε στο παρελθόν ένας γόνιμος και δεκτικός τόπος στο να αποδεχθεί, να καλλιεργήσει και να διευρύνει δημιουργικά την εσωτερικότητα, το στιλ και τη μοναδικότητα της γραφής του Κάρβερ. Η παραπάνω διαπίστωση, βέβαια, πάντα με ρήμα σε παρελθοντικό χρόνο,  αφού αφορά το λογοτεχνικό παρελθόν της πόλης και όχι το παρόν της (πλην ελαχίστων, πλέον, εξαιρέσεων), που, στην προσπάθεια εναρμόνισης των συγγραφέων της με σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις και ρεύματα, φαντάζει μάλλον αλλοπρόσαλλο, ασαφές και συγκεχυμένο.

 

Δείγμα γραφής της ποίησης του Κάρβερ (σ. 47):

 

ΒΡΟΧΗ

 

Ξύπνησα σήμερα το πρωί με μια τρομερή

επιθυμία να μείνω στο κρεβάτι όλη τη μέρα

και να διαβάζω. Πολέμησα για ένα λεπτό

εναντίον της.

 

Ύστερα κοίταξα έξω από το παράθυρό μου

τη βροχή.

Και παραδόθηκα. Αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά

στην έγνοια τούτου του βροχερού πρωινού.

 

Θα ζούσα άραγε τη ζωή μου με τον ίδιο τρόπο ξανά;

Θα έκανα τα ίδια ασυγχώρητα λάθη;

Ναι, και μισή μόνο ευκαιρία να είχα. Ναι.

 

(book press, Μάιος, 2019)

 

_________________________________________

 

1 Ρέιμοντ Κάρβερ, Αρχάριοι, μτφρ.- επίμετρο Γιάννης Τζώρτζης, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010, σελ. 327, κριτική Παναγιώτη Γούτα, book press, Μάιος, 2013

 

 

 

 

 

 

ΡΙΤΣΑΡΝΤ   ΦΟΡΝΤ

(1944)

 

 

 

Η ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

 

 

Ρίτσαρντ Φορντ, Ημέρα ανεξαρτησίας, μυθιστόρημα, μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, 2016, Πατάκης

 

 

Ο ήρωας του συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ, ο Φρανκ Μπάσκομπ, ένας συμπαθής λογοτεχνικός χαρακτήρας που τον γνωρίσαμε ως επίδοξο συγγραφέα και αθλητικογράφο στο Ο αθλητικογράφος (Ωκεανίδα, 1997) και ως κτηματομεσίτη στο Η χώρα όπως είναι (Πατάκης, 2010), ζει στην οδό Κλίβελαντ, αρ. 116, περιοχή Χάνταμ, πλησίον του Νιου Τζέρσεϋ. Σαραντατετράχρονος, χωρισμένος, διατηρεί φιλενάδα και ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Σε ένα τριήμερο κενό του, που συμπίπτει με την εθνική γιορτή της Ημέρας της Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου, σκοπεύει να συναντηθεί με τον δεκαπεντάχρονο γιο του Πολ Μπάσκομπ, που έχει έντονη ροπή στην παραβατικότητα. Αντιγράφω από τη σ. 39: «Και το βιβλιοπωλείο έχει σύρει έξω ό,τι περίσσευμα στοκ έχει: στοίβες με παλιά λεξικά, άτλαντες, απούλητα ημερολόγια του ’88, καθώς και περσινά βιντεοπαιχνίδια, όλα βαλμένα στον σωρό πάνω σε ένα στενόμακρο τραπέζι, για να τα βλέπουν και να τα περιεργάζονται κλεφτρόνια σαν τον γιο μου.»

Ο Φρανκ, που, όπως αναφέρει, διανύει την «υπαρξιακή περίοδο του ανθρώπου» –συμβατική ζωή, έρωτες που πέτρωσαν, προβλήματα με παιδιά– περιφέρεται συνεχώς στα κτηματομεσιτικά ακίνητα, τα οποία νοικιάζει και πουλά καταγράφοντας και αναδεικνύοντας αθέατες πτυχές της Αμερικής της δεκαετίας του ’90. Με πρόσχημα την έρευνα ακινήτων ή την είσπραξη κάποιοι ενοικίου ή, εν γένει, τη μεσιτεία φωτογραφίζει το παρελθόν και τις ζωές των ανθρώπων με τους οποίους συναλλάσσεται. Καταγράφει επίσης τα νέα κτηματομεσιτικά δεδομένα της εποχής, που είναι διαφορετικά και διακριτά από ό,τι στο παρελθόν.

Μακροπερίοδος λόγος, χορταστικές καλογραμμένες παράγραφοι, ακρίβεια στις περιγραφές, λεπτομερείς αναφορές σε μάρκες προϊόντων, πόλεις, διευθύνσεις κτλ., η ποίηση της καθημερινότητας, περιπλάνηση, ταξίδια, παρακμιακοί ήρωες, αμερικανική ύπαιθρος, το μυθιστόρημα Ημέρα Ανεξαρτησίας διαθέτει τα περισσότερα και σημαντικότερα στοιχεία που το εντάσσουν στο ρεύμα του «βρόμικου ρεαλισμού». Ο Φορντ είναι εκ των τελευταίων επιζώντων συνεχιστών αυτής της λογοτεχνικής τάσης της αμερικανικής πεζογραφίας, που έδωσε τις κορυφαίες στιγμές της με τα διηγήματα των Τσίβερ, Κάρβερ και Τομπάιας Γουλφ.

Το όλο αποτέλεσμα είναι σαφώς ανοικονόμητο σε αριθμό σελίδων (700 παρά 2 σελίδες) με κάπως χαοτική αφηγηματική δομή, η αναμενόμενη επικοινωνία του ήρωα με τον γιο τελικώς δεν θα τελεσφορήσει, ωστόσο το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα ως λογοτεχνία του δρόμου. Η αέναη περιπλάνηση του Φρανκ Μπάσκομπ μού θύμισε έντονα τη σκηνοθετική ματιά του Τζιμ Τζάρμους στην ταινία «Πάτερσον», όπου ο ήρωας, οδηγός λεωφορείου, στη μικρή πόλη Πάτερσον κοντά στο Νιου Τζέρσεϋ, κάνει συνεχώς την ίδια διαδρομή αποτυπώνοντας σκηνές καθημερινότητας της σύγχρονης πολυπολιτισμικής Αμερικής.

Οι μικροϊστορίες των δεκάδων οικογενειών του Χάμοντ ή περιοχών πέριξ αυτού, φανερώνουν και αποτυπώνουν την εξέλιξη της περιοχής σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Ο πατέρας, καταγραφέας και κτηματομεσίτης αποτυπώνει δυνατά, μεταξύ άλλων, και την συχνά αδικαιολόγητη (στα όρια της ψύχωσης) φοβία των Αμερικανών για κλοπές, τους κακοπληρωτές ενοικιαστές που αργούν να πληρώσουν νοίκι και, το όχι πάντα ανώδυνο, συνταίριασμα των Αμερικανών με Ασιάτες και Μεξικανούς.

Ο Τζον Μπάνβιλ, ίσως κάπως υπερβολικά, χαρακτήρισε το Ημέρα Ανεξαρτησίας ως «το καλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην Αμερική εδώ και πολλά χρόνια», ενώ οι Times έκαναν λόγο για «γραφή αντάξια της υψηλότερης αμερικανικής παράδοσης των Φόκνερ, Χέμινγουεϊ και Στάιμπεκ». Ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Φορντ, σε συνέντευξή του στον Σάκη Ιωαννίδη (Καθημερινή, 18-6-2017), ανέφερε πως το Ημέρα Ανεξαρτησίας το εμπνεύστηκε από στίχο του Μπρους Σπρίνγκστιν, ενώ αναφέρει πως ο Φρανκ Μπάσκομπ, που καθιερώθηκε ως ο «μέσος Αμερικανός» από την κριτική, δεν είναι, προφανώς, κάτι τέτοιο, αφού –κατά τον συγγραφέα– δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια τέτοια γενίκευση.

Αντιγράφω από τη σ. 71 ένα κομμάτι αντιπροσωπευτικό του ύφους και του στιλ γραφής του συγγραφέα:

«Τελικά, η αγορά σπιτιού θα καθορίσει εν μέρει ποιες άγνωστες για την ώρα έγνοιες θα αποκτήσουν (οι Μάρκαμ), ποια παρηγορητική θέα θα έχουν (ή δεν θα έχουν) από το παράθυρό τους, πού θα στήνουν τους πικρούς καβγάδες τους και πού θα κάνουν έρωτα, πού και κάτω από ποιες συνθήκες θα αισθάνονται παγιδευμένοι από τη ζωή ή ασφαλείς από καταιγίδα, πού θα θαφτούν αυτά τα γεμάτα ζωντάνια κομμάτια του εαυτού τους τα οποία θα εγκαταλείψουν τελικά (όσο κι αν τα έχουν περί πολλού), πού μπορεί να πεθάνουν ή να αρρωστήσουν και να εύχονται να είχαν πεθάνει, και πού θα επιστρέψουν μετά από κηδείες ή μετά από το διαζύγιό τους, όπως έκανα εγώ.»

 

(περιοδικό το κοράλλι, Μάρτιος 2020)

 

 

 

 

ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ

 

 

 

Ρίτσαρντ Φορντ, Μεταξύ τους, νουβέλες, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Πατάκης, 2018

 

 

Τον Αμερικανό συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ τον γνωρίζουμε καλά από τις μεγάλες αφηγήσεις του –μεγάλες και σε όγκο σελίδων και σε σπουδαιότητα– ιδίως από τα μυθιστορήματά του Ημέρα ανεξαρτησίας, Καναδάς και Ο αθλητικογράφος. Εντάσσεται συγγραφικά στο ρεύμα του «βρόμικου ρεαλισμού», υπό την έννοια ότι σε όλα του τα βιβλία θα βρούμε περιπλάνηση, αντιήρωες, ατέλειωτες διαδρομές με αυτοκίνητα σε λεωφοριοδρόμους κυρίως του αμερικάνικου νότου, όλο αυτό δηλαδή που αποκαλούμε «λογοτεχνία του δρόμου». Φυσικά όλα αυτά είναι ένα περίβλημα, ένα προκάλυμμα, αφού στον πυρήνα της θεματογραφίας του δεσπόζει η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Οι δύο πρόσφατα δημοσιευμένες από τις εκδόσεις Πατάκη νουβέλες του, υπό τον τίτλο Μεταξύ τους (2018), παρότι απόλυτα αυτοβιογραφικές, αναφέρονται στην εικόνα που έχει σχηματίσει ο γιος για τους γονείς του – δύο δυνατά πορτρέτα της μάνας και του πατέρα του Φορντ, που γράφτηκαν σε απόσταση τριάντα χρόνων το ένα από τα άλλο. Η κορύφωση και των δύο νουβελών (η μία λειτουργεί συμπληρωματικά της άλλης) έρχεται με τις παθήσεις των γονιών του, που είναι καθοριστικές. Ο πατέρας του –εκείνος ο σωματώδης άντρας με το απλωμένο ιρλανδικό χείλι και την καθημερινή απουσία του λόγω υποχρεώσεων στη δουλειά του– πεθαίνει από ανακοπή τον Φεβρουάριο του 1960, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 16 ετών. Η προσπάθεια του έφηβου μοναχογιού να τον επαναφέρει στη ζωή με χτυπήματα στο στέρνο και φύσημα αέρα στο στόμα του αποδεικνύεται ανεπιτυχής, και όλο αυτό το φορτίο της αποτυχίας το κουβαλά ο Φορντ επί μακρόν. Ίσως να λυτρώθηκε αναπολώντας το περιστατικό ύστερα από αρκετά χρόνια. Η διάγνωση της μητέρας του με καρκίνο στο στήθος, χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, κάνει τον συγγραφέα ν’ αλλάξει στάση και συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα του – οι σχέσεις μάνας και γιου ήταν έως τότε αρκετά απόμακρες και τυπικές. Μάνα και γιος πλησιάζουν περισσότερο μεταξύ τους, εκείνη φιλοξενείται στο σπίτι του, κάνουν μακρινές βόλτες με το αυτοκίνητο σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α., γνωρίζονται καλύτερα και ουσιαστικότερα. Ο καρκίνος τούς ένωσε, επαναπροσδιορίζοντας τα συναισθήματα του ενός προς τον άλλον. Ακόμη και η σιωπή τους και η ηρεμία τους εμπεριέχουν πλέον ανοχή, κατανόηση, ενσυναίσθηση. Ο καρκίνος της μάνας διήρκεσε επτά χρόνια μέχρι να φύγει από τη ζωή. Και ο γιος συνειδητοποιεί βαθιά όλο αυτό το διάστημα πως «Ακόμα και μέσα στον ίδιο τον θάνατο υπάρχει ζωή που πρέπει να διανυθεί μέχρι τέλους» (σ. 156). Δύο τρυφερές, καθόλου ωραιοποιημένες, ανθρώπινες νουβέλες του Ρίτσαρντ Φορντ, φόρος τιμής στη μνήμη των γονιών του, που, παρά τη σύντομη έκτασή τους και το έντονα προσωπικό τους στοιχείο, πετυχαίνουν μια εντυπωσιακή και συμπυκνωμένη αποτύπωση της αμερικανικής κοινωνίας στα μέσα του 20ου αιώνα.

 

(book press, Μάρτιος, 2019)

 

 

 

 

 

 

ΤΟΜΠΑΪΑΣ  ΓΟΥΛΦ

(1945)

 

 

 

 

ΔΕΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΜΠΑΪΑΣ ΓΟΥΛΦ

 

 

Τομπάιας Γουλφ, Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα, μτφρ. Τάσος-Αναστασίου-Γιάννης Παλαβός, Ίκαρος, 2017

 

Οι εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφόρησαν το 2017 δέκα επιλεγμένα διηγήματα του Αμερικανού διηγηματογράφου Τομπάιας Γουλφ, που γεννήθηκε στην Αλαμπάμα το 1945. Δύο άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, η νουβέλα του Ο κλέφτης του στρατοπέδου αλλά και το μυθιστόρημά του Το παλιό σχολείο, είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Πόλις. Τη μετάφραση των δέκα διηγημάτων του παρόντος βιβλίου ανέλαβαν δύο άτομα. Τα πέντε πρώτα (και μεγαλύτερα σε έκταση) ο Τάσος Αναστασίου, και τα πέντε επόμενα (διηγήματα εννιά, κατά μέσον όρο, σελίδων) ο Γιάννης Παλαβός, που πρόσθεσε και μια πιο ανέμελη και φρέσκια πινελιά στη μετάφρασή τους.

Μια τηλεγραφικού τύπου, πρώτα, παρουσίαση των δέκα διηγημάτων:

Στο «Κυνηγοί στο χιόνι» τρεις φίλοι κυνηγούν ελάφια σε περιοχή της Αμερικής που είναι καλυμμένη από χιόνι. Από τις συζητήσεις τους σκιαγραφείται ο χαρακτήρας τους, αλλά κάποια πτυχή του εαυτού τους παραμένει σκοτεινή και δυσερμήνευτη. Από λάθος ή εσφαλμένη παρόρμηση ο Ταμπ πυροβολεί με την καραμπίνα του τον Κένι. Στο τέλος η τραγωδία κορυφώνεται, γιατί ο οδηγός από αμέλεια χάνει τον σωστό δρόμο για το νοσοκομείο, και παρότι το τέλος μένει ανοιχτό, υπονοείται τραγική εξέλιξη. Ατμοσφαιρικό διήγημα που, κάλλιστα, θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο σε ταινία μικρού ή και μεγάλου μήκους.

Ακολουθεί το «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ». Εδώ αναπτύσσεται ένα περιστατικό απιστίας από έναν γενικώς σοβαρό καθηγητή πανεπιστημίου, που διαισθάνεται στο τέλος η γυναίκα του, κάνοντας την αμφιβολία να φωλιάσει προσωρινά στην ψυχή της.

Στο διήγημα «Ο ψεύτης» έχουμε την περιπέτεια ενός αμετανόητου ψεύτη, μικρότερο γιο μιας οικογένειας δίχως πατέρα, που η θρησκόληπτη καθολική μητέρα του προσπαθεί, δίχως αποτέλεσμα, να τον βάλει στον σωστό δρόμο, επιτείνοντας εντέλει την ψυχοσυναισθηματική διαταραχή του.

Ο τίτλος του επόμενου διηγήματος, που χάρισε και τον τίτλο σε ολόκληρη τη συλλογή, είναι ειρωνικός (παραπέμπει, όπως μας εξηγεί ο μεταφραστής και σε παραδοσιακό αμερικάνικο μουσικό σκοπό για βιολί). Εδώ έχουμε ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό διήγημα τριάντα περίπου σελίδων, με ήρωα έναν στρατιώτη, τον Χούπερ, που συνεχώς κατέβαινε βαθμίδες στο στράτευμα και γίνεται μάρτυρας ενός απροσδόκητου περιστατικού, που ξετυλίγεται στην αλλαγή σκοπιάς δύο στρατιωτών, με τραγική φιγούρα έναν ανασφαλή και προβληματικό στρατιώτη.

Στο «Λεβιάθαν» που ακολουθεί, δυο ζευγάρια φίλων βρίσκονται στα τριακοστά γενέθλια της μιας κοπέλας, σνιφάρουν κόκα, πίνουν κρασί, συζητάνε, όμως μέσα από τις κουβέντες τους υποφώσκουν σύνθετα προσωπικά προβλήματα, που απλώς εκδηλώνονται, δίχως να αναλυθούν εις βάθος και να ξεπεραστούν.

Στο διήγημα «Θνητοί», ένας τύπος που γράφει νεκρολογίες σε μια τοπική εφημερίδα, χάνει τη δουλειά του, γιατί δεν διασταύρωσε την εγκυρότητα μιας κηδείας που δεν είχε γίνει ποτέ, κι εκτέθηκε νεκρολογώντας έναν ζωντανό.

Στο «Φρέσκο χιόνι», που ακολουθεί, αποτυπώνεται εύγλωττα η εμπειρία ενός μικρού αγοριού που πήγε με τον πατέρα του στα χιόνια και προσωρινά αποκλείστηκαν, έχοντας πάντα και οι δύο τον φόβο μέσα τους μήπως εξαγριωθεί η εν διαστάσει σύζυγος του πατέρα, γιατί θα αργούσε ο μικρός να γυρίσει στο σπίτι και δεν θα προλάβαινε το δείπνο των Χριστουγέννων.

Το «Σφαίρα στο κεφάλι» είναι ένα εκπληκτικό διήγημα μόλις οκτώ σελίδων που καθηλώνει τον αναγνώστη για την πύκνωσή και την ευθύτητά του. Σε μία ληστεία σε τράπεζα, ένας σχολαστικός και κάπως εμπαθής βιβλιοκριτικός (ωστόσο με υψηλή αίσθηση του χιούμορ), που στέκει στην ουρά των πελατών δέχεται μια σφαίρα των ληστών στο κεφάλι. Ο χρόνος διευρύνεται αλλόκοτα και η μνήμη του βιβλιοκριτικού παίζει παράξενα παιχνίδια, σχετικά με το τι θα ανασύρει αυτή στην επιφάνεια ως τελευταία εικόνα και συναισθηματική εμπειρία ζωής του ετοιμοθάνατου. Ένα διήγημα με πλάγιες αιχμές και νύξεις για το τι μένει ως ύστατη εμπειρία από τα καλογραμμένα βιβλία που διαβάζει ένας επαρκής αναγνώστης στη ζωή του, για το ερεθιστικά δημιουργικό λάθος, αλλά και για την ωμότητα και τον κυνισμό της εποχής μας.

Στο «Δικό της σκυλί», πρωταγωνιστεί ένας ηλικιωμένος σκύλος, ο Βίκτωρ, με τον ιδιοκτήτη του, τον Τζον, που, πλέον, μετά τον θάνατο της συζύγου του Γκρέις, τον φροντίζει. Ο σκύλος, σε έναν φανταστικό, μεταφυσικού τύπου διάλογο με το αφεντικό του, του αποκαλύπτει πως η Γκρέις τού φερόταν καλύτερα από τον ίδιον.

Τέλος στο διήγημα «Άγρυπνος», έχουμε τις νυχτερινές, αγωνιώδεις σκέψεις που κάνει ένας άγρυπνος, ανώριμος, ερωτευμένος Αμερικανός, που σπούδασε οικονομικά, έχοντας στο πλευρό του μια μεγαλύτερή του σε ηλικία γυναίκα, την Άννα – Ρωσίδα από την Τσετσενία, που δουλεύει παράνομα σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο στη Λεωφόρο Άμστερνταμ.

Ο Τομπάιας Γουλφ με αυτά τα κείμενά του εντάσσεται ανεπιφύλακτα στο ρεύμα του «βρόμικου ρεαλισμού» (αφτιασίδωτη γραφή, αντιλυρισμός, χαμηλόφωνη αφήγηση, περιπλάνηση ή εγκλεισμός, αντιήρωες, συγκρούσεις χαρακτήρων, χρόνος που διευρύνεται και διαστέλλεται από κάποιο συμβάν, μια νότα μελαγχολίας στην απόληξη των ιστοριών). Τόσο με τη θεματική που ακολουθεί όσο και με τον τρόπο γραφής του συγγενεύει με ικανότατους μάστορες του είδους (της μικρής φόρμας) όπως με τον Τζον Τσίβερ και τον Ρέημον Κάρβερ. Στις ιστορίες του, εκ πρώτης όψης, δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα το δραστικό ή το εξόχως δραματικό, όμως πάντα μια ένταση, κάτι το τραγικό ή αναπάντεχο, υποφώσκει στα κείμενα, αλλάζοντας τη καθημερινότητα των ηρώων του και ανατρέποντας τον τρόπο ζωής τους Μια αμυδρά ανεπαίσθητη λάμψη φωτίζει στο τέλος τόσο τους ήρωες των ιστοριών όσο και τον αναγνώστη. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η καθημερινότητα, οι κρυφές και σκοτεινές πτυχές των φαινομενικά απλών ανθρώπων, το κυνήγι και τα ζώα, κυριαρχούν στη θεματολογία του. Ο χρόνος των περισσότερων ιστοριών του βιβλίου αφορά τη δεκαετία του ’80 και ο τόπος είναι πάντα η Αμερική. Η κριτική κατέταξε τον Τ. Γ. μεταξύ των κορυφαίων διηγηματογράφων της Αμερικής, επισημαίνοντας πως διαθέτει εκτόπισμα, πυκνότητα και συγγραφική αξία ισοδύναμη με εκείνη της βραβευμένης Καναδής πεζογράφου Αλίς Μονρό και με εκείνη του Άντον Τσέχοφ.

Συγγραφείς όπως ο Τομπάιας Γουλφ, αλλά κυρίως όπως ο Τσίβερ και ο Κάρβερ, επηρέασαν αρκετούς Έλληνες διηγηματογράφους, που εστίασαν με τη γραφή τους σε κοινωνικά θέματα ή στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, με κείμενα χαμηλόφωνα, αντιλυρικά, βαθιά εσωτερικά και εξομολογητικά. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις στη βορειοελλαδίτικη πεζογραφία ο Περικλής Σφυρίδης, ο Τάσος Καλούτσας και ο Βασίλης Τσιαμπούσης (όλοι τους κατεξοχήν διηγηματογράφοι) που, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, σε σημαντικό μέρος του έργου τους, ακολούθησαν το παράδειγμα των προαναφερθέντων κορυφαίων Αμερικανών διηγηματογράφων.

 

 (περιοδικό το κοράλλι, τεύχος 21-22, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2019)

 

 

 

 

 

ΠΕΔΡΟ  ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ

(1950)

 

 

 

«ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

 

 

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007

 

 

Τον χαρακτήρισαν, όχι άδικα, Μπουκόφσκι της Καραϊβικής. Στο Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα (Μεταίχμιο, 2011) φιλοτέχνησε αριστουργηματικά δύο χαρακτηριστικά γυναικεία πορτρέτα, μιας Κουβανής και μιας Σουηδής, επικεντρωμένος στο γλυκό αδιέξοδο του αφηγητή να κατασταλάξει ερωτικά σε μία από τις δύο. Στο παρόν βιβλίο ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες συνθέτει το ψηφιδωτό μιας πόλης, της Αβάνας, με υλικά συναφή εκείνων του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Άφθονο ρούμι που ρέει ασταμάτητα στις φλέβες του αλλά και στις φλέβες των ηρώων του, αχαλίνωτο σεξ, μαριχουάνα, ερωτισμός, πείνα, πολιτικές νύξεις, επιθυμίες, ανέχεια και –συνήθως– καλή διάθεση.

Ο Γκουτιέρες επιστρέφει στην Αβάνα σε μια εποχή όπου όλα γύρω του καταρρέουν, στη μετακομουνιστική Αβάνα της φτώχειας, της ανέχειας και του ατομικού ευτελισμού. Είναι γοητευμένος όμως από τη μαγεία και τον ερωτισμό που εκπέμπει η πόλη του και προτιμά να ζει σε φτηνά, εξευτελιστικά σολάρ παρά να την αποχωριστεί. Βιώνει το καβαφικό «η πόλις σε ακολουθεί» έντονα και απόλυτα, κι αυτό του αρκεί. Εντέλει επιβιώνει, ακονίζει τη σκληρότητα και τον κυνισμό του ανασαίνοντας τη σκόνη της και καταγράφει μέσα από τις ιστορίες του την υγρή και παρακμιακή φυσιογνωμία της. Κι εμείς γνωρίζουμε μιαν άλλη Αβάνα. Την Αβάνα της εγκληματικότητας, της σκληρής ζωής, που υποθάλπει νέγρους επιδειξίες, μισότρελους ηλικιωμένους, πρώην πλούσιους που φτώχυναν, ομοφυλόφιλους, πρώην μποξέρ που έκαναν φυλακή και ζουν πουλώντας παλιά βιβλία. Αλλά και χινετέρας –κορίτσια για μία νύχτα–, ερωτικές νέγρες που απιστούν ασύστολα ή γειτόνισσες του συγγραφέα που, παρά τα προβλήματα και τα προσωπικά τους αδιέξοδα, γεύονται τον έρωτα σε όλες τις εκδοχές του.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει τις απόψεις του για τα διηγήματα και εν γένει για τη λογοτεχνία. «Το καλύτερο είναι η πραγματικότητα. Ωμή. Την παίρνεις όπως τη βλέπεις στο δρόμο. Τη βουτάς με τα δυο σου χέρια, κι αν έχεις τη δύναμη, τη σηκώνεις να πέσει πάνω στη λευκή σελίδα. Κι αυτό ήταν. Είναι εύκολο. Χωρίς φτιασίδια.» (σσ. 141-142). Και παρακάτω, λέει: «Κι όμως τίποτα δεν είναι αποκύημα της φαντασίας μου. Απλώς είχα αρκετή δύναμη να πιάσω ολόκληρη την πραγματικότητα και να την αφήσω να πέσει μονομιάς πάνω στη λευκή σελίδα…» (σ. 142).

Σκληρά διηγήματα, ωμά και αυθεντικά, συγκινητικά και εξομολογητικά, καυτά, προσωπικά μα και βαθιά ανθρώπινα, συνθέτουν τη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας. Όλα τους φαίνεται πως προέκυψαν από την ίδια συνταγή, την ίδια συγγραφική κόπια, και ο μεγάλος αριθμός τους (60 το σύνολο) με την ίδια κάθε φορά θεματολογία, ίσως κάποια στιγμή και να κουράζει τον αναγνώστη. Όμως η τέχνη του Γκουτιέρες είναι χαραγμένη στο καθένα ξεχωριστά. Και παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων τι περίπου θα διαβάσεις, θέλεις να προχωρήσεις παρακάτω.

Όλες μαζί οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο μυθιστόρημα, αφού πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις επανέρχονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου.

 

(περιοδ. Οδός Πανός, τχ. 141, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008 και Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), 2011, εκδ. Νησίδες, σελ. 179-180)

 

 

 

 

ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΛΑΓΝΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ

 

 

Πέντρο Χουάν Γκουτιέρες, Ο βασιλιάς της Αβάνας, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2015, Pocket

 

 

 

 

 

Το βιβλίο Ο βασιλιάς της Αβάνας ξεκινά μ’ ένα τραγικό περιστατικό που λειτουργεί ως τραγική ειρωνεία ή, καλύτερα, ως φάρσα για τον δεκατριάχρονο Ρέι, ένα αγόρι που ζει σε μια φτωχογειτονιά της Αβάνας. Είναι ο μόνος επιζών ενός οικογενειακού δράματος, στο οποίο μάνα, γιαγιά και αδελφός βρίσκουν φριχτό θάνατο μέσα σε μια στιγμή, ενώ ο άλαλος και απονευρωμένος Ρέι απλώς κοιτάζει άπραγος το αναπάντεχο που συνέβη μπροστά του. Μάρτυρας για το συμβάν δεν υπάρχει κανένας, και όταν φτάνει η αστυνομία συλλαμβάνει το δεκατριάχρονο αγόρι, το οποίο, σοκαρισμένο, δεν ανοίγει καν το στόμα του για να επικαλεσθεί την αθωότητά του και να υπερασπισθεί τον εαυτό του.

Η συνέχεια, γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις. Σύλληψη, αναμορφωτήριο, πρώτη επαφή με ανθρώπους του περιθωρίου, σεξουαλικές οχλήσεις, τατουάζ, δύο πέρλες στον προικισμένο φαλλό του εφήβου, μετά δραπέτευση, άγρια περιπλάνηση στους δρόμους της Αβάνας πάντα με τον φόβο κάποιας νέας σύλληψης, σκληρή ενηλικίωση on the road, μια τετραετία γεμάτη μικροκλοπές, χινετέρας, τραβεστί, μικροπωλητές, μετακομίσεις σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, κλεμμένους πίνακες ζωγραφικής, μπεκρήδες, ναρκομανείς, άφθονο σεξ, χαρτορίχτρες που ορέγονται νεαρούς και κάνουν πνευματικούς «καθαρισμούς», μια ανηλεής, σχεδόν ζωώδης περιπλάνηση μέσα στη φτώχεια και στην πλήρη ανθρώπινη εξαθλίωση, για να προκύψει ένα τέλος σκληρότερο και τραγικότερο κι απ’ την πιο σκληρή και τραγική εκδοχή της ίδιας της ζωής. Όρνεα πεινασμένα, δίπλα σε μια τεράστια χωματερή, να γεύονται το νόστιμο λιπόσαρκο σώμα του εφήβου Ρέι, ο οποίος, λίγες σελίδες πριν, μόλις είχε προλάβει να θάψει, κακήν κακώς, το μισοσαπισμένο πτώμα της Μάγδας, μιας λερής χινετέρας που ωστόσο ο Ρέι την αγάπησε βαθιά, μέσα σε λίτρα ρούμι, επαναλαμβανόμενο σεξ, σκηνές ζηλοτυπίας και μια συμπεριφορά εκ μέρους του που εναλλασσόταν από την πιο τρυφερή αγάπη μέχρι τη βιαιότερη οργή και εκδίκηση.

 

 

Στην παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού

 

Ο Γκουτιέρες στήνει ένα σκληρό, άμεσο, αντιλυρικό βιβλίο, πιστός στην παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού. Ο έφηβος ήρωας Ρέι (λογοπαίγνιο το όνομά του με τη λέξη βασιλιάς) θυμίζει σε πολλά σημεία τον Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, στον Φύλακα στη σίκαλη, συνεχώς περιπλανιέται, θυμάται, βρίζει, ζει με ωμότητα και κυνισμό τη στιγμή του παρόντος, αδιαφορώντας για παρελθόν και μέλλον, κι όλο επιστρέφει στη Μάγδα, όπως ο Κόλφιλντ επέστρεφε τρυφερά στην αδελφούλα του, τη Φοίβη, για να την υπερασπιστεί και να την προστατέψει. Διαβάζουμε στη σ. 224 του βιβλίου: «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέρα τη μέρα. Ο Ρέι ζούσε το λεπτό. Μόνο το συγκεκριμένο λεπτό που ανέπνεε. Αυτό είχε ζωτική σημασία για την επιβίωσή του, αλλά ταυτόχρονα τον καθιστούσε ανίκανο να προχωρήσει με θετικό τρόπο. Ζούσε όπως ζει το νερό που λιμνάζει σε μια λακκούβα, ακίνητο, μολυσμένο, σιχαμερό, που εξατμίζεται ενώ σαπίζει. Κι εξαφανίζεται». Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αφήγηση παρουσιάζουν οι αναρωτήσεις του εφήβου που κρύβουν –σχεδόν πάντα– ένα βίαιο πρωτογονισμό αλλά και έντονο και αυξημένο αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, μέχρι τον απροσδόκητο χαμό του.

Στο Ο βασιλιάς της Αβάνας θα συναντήσουμε πολλά αφηγηματικά στοιχεία και στερεότυπα από παλιότερα βιβλία του Γκουτιέρες: ο υπερσεξουαλισμός των ηρώων του, η αποσύνθεση και η ηθική χαλάρωση των ηθών της Κούβας, το ερωτικό γυναικείο δίπολο (Μάγδα-Σάντρα) που βασανίζει (μεταξύ άλλων εφήμερων επαφών) τον Ρέι, θυμίζοντάς μας το Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα, με το σεξουαλικό δίπολο Σουηδέζα-Κουβανή, που ταλάνιζε τον εκεί αφηγητή, η πείνα και η εξαθλίωση της Αβάνας, η εμβληματική παραλιακή λεωφόρος Μαλεκόν με όλη την ερωτική της μυθολογία, οι θρησκευτικές δοξασίες των Κουβανών, αλλά και οι μεστές υπαρξιακές αναρωτήσεις του συγγραφέα-αφηγητή, όλα αναπτύσσονται δημιουργικά σ’ αυτό το σκληρό αλλά τόσο αληθινό βιβλίο.

Αντιγράφω κάποια από τα, κατά τη γνώμη μου, δυνατά σημεία της αφήγησης του Γκουτιέρες, που καθηλώνουν με την αλήθεια και την ευθύτητα της διατύπωσής τους:

σ. 51: «Ο φτωχός σε μια φτωχή χώρα μπορεί μόνο να περιμένει το χρόνο να περάσει και να έρθει η ώρα του. Και στο μεσοδιάστημα, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι που πεθαίνει, το καλύτερο είναι να προσπαθεί να μην πηγαίνει γυρεύοντας μπελάδες. Αλλά ορισμένες φορές σε γυρεύουν οι μπελάδες. Πέφτουν από τον ουρανό. Έτσι, δωρεάν. Χωρίς να τους γυρεύεις».

σ. 103: «Η λεπτότητα της αγάπης είναι πολυτέλεια. Το να την απολαμβάνεις είναι μια υπερβολή που δεν ταιριάζει στους στωικούς».

σ. 117: «Ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει. Εάν κάθε μέρα τού δίνουν μια κουταλιά σκατά, στην αρχή του έρχεται αναγούλα, και μετά ζητάει μόνος του με αγωνία την κουταλιά του με τα σκατά και καταστρώνει σχέδια για να φάει δυο κουταλιές και όχι μόνο μία».

σ. 121: «“Η μόνη περιουσία του φτωχού είναι η πείνα” έλεγε η γιαγιά του όταν ακόμη μιλούσε. Από μικρό τον είχαν μάθει να μην δίνει σημασία σ’ αυτήν την περιουσία. Να κάνει σαν να μην υπήρχε. “Ξέχνα την πείνα γιατί δεν υπάρχει τίποτα για φαΐ” τον φώναζε η μάνα του πάντα, κάθε μέρα, κάθε ώρα».

σ. 222: «Εκείνο το μέρος ήταν καλό. Βρόμικο, μισογκρεμισμένο, ετοιμόρροπο, όλα κατεστραμμένα, αλλά ο κόσμος έμοιαζε άτρωτος. Ζούσαν κι ευγνωμονούσαν τους αγίους κάθε μέρα και το απολάμβαναν. Μέσα στα ερείπια και τη βρόμα, αλλά το απολάμβαναν».

 

 

Απομυθοποίηση της πόλης της Αβάνας

 

Η Αβάνα του Γκουτιέρες, η Αβάνα του 1998, έχει μια έντονη πτυχή, που ίσως κάνει τους υπέρμαχους του υπαρκτού σοσιαλισμού (όσοι, τέλος πάντων, έχουν απομείνει) να θυμώσουν, καθότι συνήθισαν να βλέπουν, με μυωπικά γυαλιά, μόνο τις ενδεχόμενες αρετές του εν λόγω συστήματος. Ο Γκουτιέρες απομυθοποιεί την Αβάνα δεόντως, αναδεικνύοντας πτυχές και όψεις της πόλης που σχετίζονται με την εκπόρνευση των φτωχών ανθρώπων της, τη βρόμα, την εξαθλίωσή της, τη βία των σκοτεινών και κακόφημων δρόμων της. Αλλά και το καθεστώς της Κούβας καυτηριάζει ο συγγραφέας, που μέχρι πρότινος αδυνατούσε να τυπώσει τα βιβλία του στη χώρα του, έχοντας το στίγμα του «αντιδραστικού» και του «μηδενιστή» λογοτέχνη. Γράφει σχετικά ο Γκουτιέρες: «Και ποιες είναι οι απαιτήσεις; (για να μπεις στη ζώνη dollar και να ευημερήσεις σ’ αυτήν τη χώρα). Πρέπει να είσαι απόφοιτος πανεπιστημίου, του κόμματος, κάτω από τριάντα χρονών, να μιλάς μια ξένη γλώσσα». Και παρακάτω: «Όλο και κάποιος γέρος μουρμούριζε: “Αυτοί γίνονται εκατομμυριούχοι και η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Είναι εναντίον του λαού, όλα εναντίον του λαού”. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Ορισμένοι γέροι εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι η κυβέρνηση όλο και κάτι θα έλυνε. Τους είχαν πιπιλίσει τόσο το μυαλό μ’ αυτήν την ιδέα, που είχε περάσει στα γονίδιά τους». Η μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη άμεση, εύστοχη, με εμβόλιμες νεανικές φράσεις αργκό, μετέφερε επιτυχώς όλον τον αισθησιασμό, τον ερωτισμό, τη λαγνεία, τον κυνισμό αλλά και την τρυφερότητα της αφήγησης του Γκουτιέρες.

Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, ο νεότερος της παράδοσης του βρόμικου ρεαλισμού, έστησε ένα τολμηρό, άμεσο, ειλικρινές και έντιμο μυθιστόρημα, συνεχίζοντας στον δρόμο των κορυφαίων του είδους, του Μπουκόφσκι, του Σάλιντζερ, του Κάρβερ, του Τσίβερ, του Τομπάιας Γουλφ, του Κόρμακ Μακάρθυ και τόσων άλλων δημιουργών. Πάτησε δηλαδή, δημιουργικά, σε ό,τι πιο ευθύ, άμεσο, γήινο, χωμάτινο και ειλικρινές έχει γραφτεί ως τώρα από τους αιώνιους μάστορες της αμερικανικής ηπείρου, και κατάφερε, με ακόμα ένα βιβλίο του, να μας εκπλήξει.

 

(book press, Ιούνιος 2018)

 

 

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

(1942-2016)

 

 

«ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ»

 Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ’60

 

 

 

[Σκέψεις και σημειώσεις για τη σημαντική συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σουρούνη (1942-2016) Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988), με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη γέννησή του (15 Ιουνίου 1942)].

 

 

Η αρχή έγινε με το μυθιστόρημα Οι συμπαίχτες (Νέα Εγνατία, 1977), στο οποίο ο Αντώνης Σουρούνης καταγράφει «τις μέρες και τα έργα» των λούμπεν προλετάριων μεταναστών στις βιομηχανικές πόλεις της άλλοτε Δυτικής Γερμανίας, για να ακολουθήσει, πέντε χρόνια μετά, η συλλογή διηγημάτων Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988). Μιλάμε για βιβλία του συγγραφέα που έχουν να κάνουν με τη ζωή των γκασταρμπάιτερ, των Ελλήνων μεταναστών της δεκαετίας του ’60, με τα άγχη και τα αδιέξοδά τους, τη φαλλοκρατία και το φιλότιμό τους, τους καημούς της ξενιτιάς και τον αγώνα για επιβίωση σε μια χώρα όπου όλα ήταν μεγάλα: τα σπίτια, οι φάμπρικες, τα εργοστάσια μπίρας, τα αυτοκίνητα, τα στήθη και τα πόδια των Γερμανίδων, η ανθρώπινη μοναξιά.

Φυσικά είχε προηγηθεί αυτών η συλλογή διηγημάτων Ένα αγόρι γελάει και κλαίει (1969), ένα βιβλίο που δεν είχε σχέση με τη μετανάστευση, αλλά με τη Θεσσαλονίκη των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και την ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς. Μετά το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης θα ακολουθήσουν κι άλλα βιβλία του Σουρούνη (διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα) μέχρι τον θάνατό του, το 2016, ενώ το μυθιστόρημά του Ο χορός των ρόδων (Καστανιώτης, 1994) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995. Ωστόσο το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης είναι, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο-σταθμός στην πεζογραφία του Σουρούνη, αφού με αυτή τη συλλογή το θέμα της μετανάστευσης φτάνει στην κορύφωσή του, ενώ ατονεί σταδιακά στα επόμενα βιβλία του.

 

 

Τα διηγήματα του βιβλίου

 

Ας δούμε κάπως περιληπτικά τα επτά διηγήματα της συλλογής:

Στο «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», που χάρισε τον τίτλο και στη συλλογή, ο αφηγητής ζει με την Ιωάννα στη Φραγκφούρτη. Δεν έχουν πολλά λεφτά και η Ιωάννα αρνείται μια προσβλητική δουλειά (τηλεφωνήτρια σε ροζ γραμμές) που της προσφέρει ο Ρούντολφ, φίλος του ζευγαριού. Ο τελευταίος παγιδεύεται από τον αφηγητή στην ταβέρνα «Κρήτη» σε χαρτοπαικτικές παρτίδες του παιχνιδιού «21», όπου χάνει τέσσερα χιλιάρικα.

Στο διήγημα «Ο τελευταίος του ρόλος» ήρωας είναι ο Χαρίσης, ένας σαραντάχρονος που ζει είκοσι χρόνια στη Γερμανία. Ζει με τον ξάδελφό του και την οικογένειά του, νιώθει όμως καταπιεσμένος από τη συμπεριφορά του. Είναι ο τύπος του λούμπεν ερωτύλου. Πλησίασε για μία φορά στη ζωή του το «θαύμα», όταν του έδωσαν έναν μικρό ρόλο σε μία ταινία στη Γερμανία, τα θαλάσσωσε όμως στα γυρίσματα και τον έδιωξαν. Τώρα, τα πρωινά, χτυπά κάρτα σε ξένη δουλειά.

Ακολουθεί το «“Ζητούνται νέοι ευπαρουσίαστοι”». Ο Χρηστάρας μαζί με τον αφηγητή ψάχνουν στις αγγελίες των εφημερίδων για κάποια δουλειά. Βρίσκουν, τελικώς, μια που αφορά βιβλία, πρέπει να ανακαλύπτουν συνδρομητές και η πληρωμή τους εξαρτάται από τον αριθμό των συνδρομητών που θα εγγράφουν στην επαρχία, έξω από τη Φραγκφούρτη. Στην πρώτη τους επίσκεψη μαζί με τους έμπειρους πωλητές που θα τους μάθαιναν τη δουλειά, ζουν ευτράπελες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, παρατούν τη δουλειά και χαρτοπαίζουν στο φαγάδικο «Καστοριά», βγάζοντας έτσι το μεροκάματό τους. Το διήγημα φωτογραφίζει την οικονομική και ερωτική στέρηση των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας, την περιπλάνησή τους μέσα στο κρύο προς αναζήτηση δουλειάς, ενώ οι ταμπέλες των φαγάδικων και των καφενείων, όπου αυτοί συχνάζουν, έχουν πάντα ελληνικά ονόματα.

Στο «Μια γιαπωνέζικη πυρκαγιά» αφηγητής είναι ο ίδιος ο Σουρούνης. Ζει με τη Σούζυ, που είναι Γερμανίδα και δουλεύει σε σπίτια ως μπέιμπι σίτερ. Μένουν στον τέταρτο όροφο ενός διαμερίσματος – στα χαμηλά πατώματα οι Γερμανοί, από πάνω τους μια οικογένεια Γιαπωνέζων, και πιο πάνω ένα ζευγάρι Γιουγκοσλάβων. Όταν ένα βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι, το διαμέρισμα των Γιαπωνέζων είχε πάρει φωτιά. Η φωτιά σβήστηκε και ο αφηγητής με τη φίλη του έρχονται σε στενή επαφή με την οικογένεια των Γιαπωνέζων, ενώ η Γερμανίδα ιδιοκτήτρια των διαμερισμάτων προσπαθεί να θησαυρίσει με τις ασφάλειες και τις αποζημιώσεις του γερμανικού κράτους.

Στο «Ο Λάκης μας» έχουμε την ιστορία του Λάκη με τα «μεγάλα προσόντα», που παράτησε τα γίδια και τις προβατίνες του χωριού του στην Ελλάδα για να κάνει καριέρα στη Γερμανία ως ζιγκολό.

Στο «Εργασία μήτηρ πάσης χαράς» αποτυπώνεται η εμπειρία ενός μετανάστη που έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο μπίρας στη Γερμανία.

Η συλλογή κλείνει με το «Με τον Σπύρο Χουρσούτογλου στο “Salonica Bar”». Το δίλημμα ενός εργάτη φάμπρικας της Γερμανίας να επιλέξει την όχι ιδιαιτέρων σωματικών προσόντων γυναίκα που τον αγαπάει ή τη Χέλγκα, που τον θέλει μόνο για το σεξ και είναι «δυναμίτης» στο κρεβάτι.

 

 

Χαρακτήρες που χάθηκαν μαζί με την εποχή τους

 

Στο βιβλίο καταγράφεται η ζωή, οι αγωνίες, η οικονομική και ερωτική δυσανεξία των Ελλήνων μεταναστών στη Φραγκφούρτη. Τα διηγήματα είναι ζωντανά, σπαρταριστά, αθυρόστομα, γραμμένα σε σχεδόν αγοραία γλώσσα –ωστόσο μια γλώσσα που, όπως και στην πεζογραφία του Γιώργου Κάτου [1] δεν ενοχλεί τον αναγνώστη–, κατά το πρότυπο του Μπουκόβσκι και με πολύ χιούμορ. Ακόμα και οι ατάκες περί έρωτος και ζωής του Σουρούνη, παραπέμπουν στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα.

Οι χαρακτήρες του Σουρούνη (ο οποίος συνεργάστηκε στα πρώτα του βήματα με το περιοδικό «Διαγώνιος») είναι απλοί, λαϊκοί, «αχάλαστοι» άνθρωποι κι έχουν το μυαλό τους μονίμως στο σεξ και στα μεροκάματα, είναι γνήσιοι στις στερήσεις και στις εμμονές τους, ωστόσο φαλλοκράτες μέσα στην άγνοια και στην αγνότητά τους. Φαντάζουν παράταιροι και κάπως ντεμοντέ στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας, και πιστεύω πως παρόμοιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες σε σημερινό κείμενο θα είχαν εξοβελιστεί από τους εκδοτικούς οίκους για ευνόητους λόγους, αφού κανένας συγγραφέας δεν θα τολμούσε να τους χαρίσει το μερίδιο του δικαίου της ζωής και της αθανασίας που τους αναλογεί.

Το στοιχείο της εξομολόγησης, η χρήση της γλώσσας των λούμπεν τύπων της ζωής, το άμεσο και όχι το μεταποιημένο ή επεξεργασμένο βίωμα, η περιπλάνηση σε πόλεις του κόσμου, φαίνεται πως είναι τα κυριότερα στοιχεία που διαρθρώνουν την πεζογραφία του Σουρούνη, ο οποίος συγγενεύει υφολογικά με την πεζογραφία των –μεταγενέστερών του χρονολογικά–, Γιώργου Κάτου και Ηλία Κουτσούκου, αναφορικά με τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ο Σουρούνης στο αφήγημά του «Προσωπικότητες», από το βιβλίο του Μισόν αιώνα άνθρωπος (Καστανιώτης, 1996), αναφέρει ως καλλιτεχνικές επιρροές του, πέρα από τον Τζέιμς Ντιν και τη Μέριλιν Μονρόε, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Χένρι Μίλερ και τον Μπουκόβσκι.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 75-76)

 

«Είχε ένα σκατόκαιρο από κείνους που έχουν κάνει διάσημη τη Γερμανία και που περιμένουν κι αυτοί να χτυπήσει το ξυπνητήρι σου, για να βγουν στο δρόμο μαζί σου. Θα τους έπιανα στον ύπνο όμως τους μπάσταρδους κι αυτό με παρηγορούσε. Έτσι είναι η ζωή. Αν θες να πάρεις την πρωτιά, πρέπει να παραιτηθείς από ένα σωρό όμορφα πράματα, κι εγώ τη νύχτα αυτή είχα παραιτηθεί απ’ όλα όσα κατείχα: από το κρεβάτι μου κι από το σωρό με τις ομορφιές της Ιωάννας. Το κορμί της θα στριφογύριζε σαν τρελό τώρα πάνω στα στρώματα ψάχνοντάς με. Το κακό θα είχε αρχίσει από τη στιγμή που θα ανακάλυπτε πως δεν κρατάει τίποτα πια μέσα στη χούφτα της. Αλαφιασμένη και με χαμένη την άγκυρα στον ωκεανό θα έκανε ολοταχώς όπισθεν ψάχνοντας για το κωλολιμάνι της και μη βρίσκοντάς το, θα γινόταν έρμαιο των καυλοκυμάτων, που θα την αναποδογύριζαν μπρούμυτα και θα τη βούλιαζαν στον πάτο του κρεβατιού σαν φρεγάτα δίχως κατάρτι».

 

(book press, Ιούνιος 2022)

 

 

_________________________________________

1 Παναγιώτης Γούτας, Η ΡΩΜΑΛΕΑ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΟΥ, book press, Αύγουστος 2021

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΟΣ

(1943-2007)

 

 

 

Η ΡΩΜΑΛΕΑ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΟΥ

(αναφορά σε δύο βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή πριν από 14 χρόνια)

 

 

Γιώργος Β. Κάτος, Τα καλά παιδιά, διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1987

Γιώργος Β. Κάτος, Η ορχήστρα της ζωής, αφήγημα, εκδόσεις Εγνατία οδός, Δεκέμβριος 2004

 

 

Μια υποτιμημένη, ελαφρώς ξεχασμένη από το πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας και την κριτική, ωστόσο σημαντική μορφή των γραμμάτων μας υπήρξε ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος και εκδότης Γιώργος Κάτος. Κινούμενος στα χνάρια των βιωματικών λογοτεχνών της «Διαγωνίου», άφησε ως παρακαταθήκη, πέρα από το Λεξικό της Λαϊκής και Περιθωριακής Γλώσσας (ψηφιοποιημένο από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), που επί 43 χρόνια το ετοίμαζε επισκεπτόμενος όλα τα σημεία της Ελλάδας και συλλέγοντας λήμματα από φράσεις ανθρώπων του περιθωρίου (50.000 λέξεις και 250.000 σημασίες τους), και μια πλειάδα λογοτεχνικών βιβλίων – ωστόσο όχι όλα το ίδιο σημαντικά και πετυχημένα. Η πεζογραφική δύναμη του Κάτου πιστεύω πως εντοπίζεται πρωτίστως στις συλλογές διηγημάτων του (Τα καλά παιδιά και Ιστορίες της νύχτας) και δευτερευόντως στο ενδιαφέρον αφήγημά του Η ορχήστρα της ζωής, όπου καταγράφονται και καταδεικνύονται τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε προς το τέλος της ζωής του. Ας δούμε, κάπως προσεχτικότερα, δύο από τα τρία σημαντικότερα βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή τέτοιες μέρες, πριν από 14 χρόνια.

 

 

Τα καλά παιδιά      

 

Παραλληλίσανε κάποιοι την πεζογραφία του Κάτου με κείνη του Τσαρλς Μπουκόβσκι, ιδίως για τη συλλογή διηγημάτων του Ιστορίες της νύχτας (Καστανιώτης, 1996). Ωστόσο, βρίσκω πως στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τα καλά παιδιά (Καστανιώτης, 1987), όπου καταγράφεται ο εγκλεισμός του στις Ναυτικές Φυλακές της Ψυττάλειας –εκεί όπου στην αρχαιότητα έγινε η φημισμένη και νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας– ο αφηγητής-συγγραφέας προσιδιάζει περισσότερο στον ηρωινομανή καθηγητή πανεπιστημίου Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, τον έγκλειστο ήρωα του Τζον Τσίβερ στις φυλακές Φάλκονερ, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα. Όπως και να έχει, η συλλογή Τα καλά παιδιά είναι ο εν Ελλάδι ορισμός της τάσης του «βρόμικου ρεαλισμού». Εγκλεισμός, αντιήρωες, περιθώριο, βωμολοχία και στο τέλος περιπλάνηση, δρόμος, διαδρομή από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε μια καρότσα φορτηγού, παρέα με έναν μουσουλμάνο αεροπόρο από την Κομοτηνή, τον Αχμέτ. Και η καταληκτική φράση του βιβλίου αλλά και του ταξιδιού μάς γαληνεύει, επισημοποιώντας παράλληλα το αίσιο τέλος της όλης περιπέτειας του αφηγητή: «Σαλονίκ, καρντάς… καλό πράμα»

Ας δούμε εν συντομία το στόρι των πέντε διηγημάτων της συλλογής:

Στο «Ρε, φίλε» έχουμε την άφιξη και την ανώμαλη προσγείωση του αφηγητή στις Ναυτικές φυλακές της Ψυττάλειας, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της ναυτικής του θητείας. Η καταληκτική φράση «Ρε, φίλε» της ιστορίας, που την είπε ένας συγκρατούμενός του, μου θύμισε τον αναστοχασμό του Χριστιανόπουλου σε ένα ωραίο μικρό του πεζό («Η Μαρία και η Πόπη», Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός, 2004): «… αναγαλλιάζει η καρδιά μου που αξιώθηκα και πρόλαβα τόση ανθρωπιά μες στην παραβαρδάρια πουτανιά.»

Στο διήγημα «Τα καλά παιδιά» ο αφηγητής πηγαίνει μετά από οχτώ μήνες φυλακή στη Ναυτική Αστυνομία στον Πειραιά, για ανάκριση. Ο αστυνόμος που τον συνοδεύει, τον αφήνει για λίγο στην Τρούμπα να διασκεδάσει, αλλά ο ήρωάς μας πλακώνεται μ’ έναν τύπο, που εκτιμά τελικώς τον τσαμπουκά του. Ο αφηγητής τηρεί την υπόσχεσή του να επιστρέψει τη συγκεκριμένη ώρα με τον αστυνόμο στην Ψυττάλεια, και δεν δραπετεύει, παρά τις προτροπές και τις εγγυήσεις των ανθρώπων της νύχτας.

Στο διήγημα «Το γράμμα» ο ήρωας-αφηγητής (αντιήρωας, καλύτερα) γράφει στη φυλακή ένα γράμμα εν ονόματι ενός ζόρικου συγκρατούμενού του, του Πατρινού, για να πεισθεί η φιλενάδα του και να γυρίσει πίσω, σε κείνον. Αργκό γλώσσα, χιούμορ, η αξιοπρέπεια των ανθρώπων του περιθωρίου αλλά και η κωμικοτραγική κατάληξη μιας ερωτικής περιπέτειας, τα στοιχεία που διακρίνονται σ’ ένα διήγημα που μας αφήνει στο τέλος με ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη.

Στο διήγημα «Επιχείρηση καρχαρίας» οι δεσμοφύλακες της Ψυττάλειας ζουν συνεχώς με τον φόβο μήπως δραπετεύσει κάποιος φυλακισμένος, κολυμπώντας στην απέναντι ακτή. Σκαρφίζονται το κόλπο με τον καρχαρία, που, δήθεν, βλέπουν στα νερά. Ένας έγκλειστος Καλύμνιος, που το λέει η καρδιά του, τολμά να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι ακτή και να ξαναγυρίσει πίσω, μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει την απάτη των δεσμοφυλάκων, και όχι για να δραπετεύσει.

Τέλος, στην «Επιστροφή» ο αφηγητής τελειώνοντας με την περιπετειώδη στρατιωτική του θητεία, που μαζί με τη φυλακή κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Ως νέος Οδυσσέας καταφεύγει στην Ιθάκη του, φιλώντας τα χώματα της Θεσσαλονίκης, συγκινημένος βαθιά που, μετά από τόσες περιπέτειες κι αναποδιές επέστρεψε στην αγαπημένη του πόλη.

 

 

Μια ορχήστρα δίχως σοβαρές παραφωνίες

                                                                                                               

Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Κάτου, Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολιγοσέλιδο βιωματικό αφήγημα, διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, με μια ανάσα. Είναι το δεύτερο βιβλίο του, που εκδόθηκε μέσα στο 2004 από τις εκδόσεις «Εγνατία οδός». Πολύ πιο πλήρες, σοβαρό και ευθύβολο από το αμέσως προηγούμενό του, Η μοιραία γυναίκα στη ζωή του κυρίου Ιωάννη (Εγνατία οδός, 2004), στο οποίο τα κλισαρισμένα προσωπεία του μύθου σε συνδυασμό με τα κοινότοπα λεκτικά μοτίβα (διάλογοι που παραπέμπουν σε τηλεσειρές απογευματινής ζώνης, ευρείας κατανάλωσης) προκαλούν αμηχανία στον αναγνώστη αδικώντας παράλληλα και τον συγγραφέα, που εκβίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα best seller.

Στο Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολοζώντανο, άμεσο και ζεστό αφήγημα, που στο τέλος εξακτινώνεται σε ποιητικές σφαίρες αποκαλύπτοντάς μας το νόημα της ζωής, ο Κάτος περιγράφει τα πολλαπλά και επίπονα προβλήματα υγείας που τον ταλάνισαν επί μια πενταετία. Προβλήματα σοβαρά που τον εξουθένωσαν, όμως δεν τον κατέβαλαν. Αιματουρίες, βαριάς μορφής πνευμονικό φύσημα, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, όγκος στις φωνητικές χορδές, θήλωμα στην κύστη, λιπώματα στο κορμί του. Μπαινοβγαίνει κάθε τόσο στα νοσοκομεία, η ζωή του μπαίνει σε κίνδυνο, φτάνει στα όριά του, έχει όμως συμπαραστάτη και βοηθό τον φιλότιμο και πονετικό φίλο του, τον Περικλή –πρόκειται για τον γνωστό συγγραφέα, κριτικό και καρδιολόγο της πόλης μας, τον Περικλή Σφυρίδη, στον οποίον και αφιερώνεται το βιβλίο– κι εντέλει γλιτώνει τα χειρότερα. Ψυχολογικό ράκος όμως ο ίδιος, βολοδέρνοντας ένα βράδυ στην παραλία της Θεσσαλονίκης κι έχοντας κατά νου ακόμα και την αυτοκτονία, ανταμώνει έναν παλιό του φίλο, με τον οποίον βολτάρουν μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο. Εκεί, εντελώς τυχαία, πέφτουν πάνω σ’ ένα γλέντι ηλικιωμένων ατόμων από ΚΑΠΗ της πόλης, που παρά την ηλικία τους και τα προβλήματά τους, το ρίχνουν έξω. Ο αφηγητής «μπερδεύεται» μαζί τους, ενδίδει στο ξεφάντωμα, χορεύει στον ρυθμό τραγουδιών της παλιάς εποχής που έχουν ξεχαστεί (απορεί κανείς από πού τα αποθησαύρισε), ξεδίνει, παίρνει κουράγιο κι ανακαλύπτει, πάνω στην πίστα, την ομορφιά της ζωής.

Ο Κάτος έχει ρωμαλέα γραφή. Γράφει ντόμπρα και μπεσαλήδικα όπως ντόμπρος και μπεσαλής τύπος υπήρξε κι ο ίδιος. Μπορεί να μην τον διακρίνει κάποιο ιδιαίτερα οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο, η θεματολογία κι η τεχνική του μπορεί να μην είναι πολυσύνθετη και πρωτοποριακή, όμως το γράψιμό του είναι αληθινό, πείθει και γοητεύει. Ακόμα και η κάποια εφηβικού τύπου επιπολαιότητα στην απόδοση κάποιων σκέψεων ή η εμμονή του σε φράσεις που φαντάζουν κάπως ντεμοντέ ακόμη και για την εποχή που γραφόταν το βιβλίο –«Τερέζες», «Τρεχαγυρευόπουλος», «καρντάσης», το «ου μπλέξεις» ως ενδεκάτη εντολή κτλ.– δεν αδυνατίζουν το σύνολο αλλά το καθιστούν γοητευτικό. Επίσης ωραία η έμμεση κριτική του στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της εποχής, το γεμάτο κατσαρίδες, ράντζα και περιττώματα στους διαδρόμους των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, ενώ στις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου συγκαταλέγονται και εκείνες που παραλληλίζουν τη μοναξιά του έγκλειστου στη φυλακή με εκείνη του νοσηλευόμενου σε νοσοκομείο.

Το αφήγημα Η ορχήστρα της ζωής διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Το συγκαταλέγω στις καλύτερες στιγμές του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Σαν γερές τζούρες τσιγάρου ή αλκοόλ ρούφηξα, σε μια δεύτερη, προσεχτικότερη ανάγνωση, τις μεγάλες προτάσεις του αφηγήματος, ωστόσο τόσο περίτεχνες, μεστές νοημάτων και –κάποιες φορές– ποιητικές. Ο Κάτος, όταν καταπιανόταν με τη φυλακή, τον στρατό, τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο βρισκόταν στις καλύτερες στιγμές του. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν αυθεντικός.

 

Συνοψίζοντας

 

Όλα τα βιβλία του Κάτου –πρωτίστως αυτά που σας προανέφερα– αναδίδουν γνήσια λαϊκότητα, ευθύτητα, αμεσότητα, ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας βρίσκει ποίηση και ουσία στους απλούς, αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, ακόμη κι αν αυτοί είναι παραβατικοί ή έγκλειστοι για παραπτώματα. Ο Κάτος, με τα βιβλία του, όρθωσε το ανάστημά του στους συντηρητικούς κύκλους αυτής της πόλης, στον καθωσπρεπισμό και στην ηθικολογία. Είναι, το λιγότερο, ανεξήγητη η μη αναφορά του ονόματός του από κριτικούς και γραμματολόγους σε συνοπτικούς τόμους και πανοραμικές αποτυπώσεις δεκαετιών αναφορικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Και κάτι τελευταίο: Η παντελής έλλειψη πληροφόρησης από το διαδίκτυο για την αποδημία του Γιώργου Κάτου (εκλείπει το συμβάν από Βικιπαίδεια, βιογραφικό Βιβλιονέτ, βιογραφικά ιστοσελίδων βιβλιοπωλείων ή εκδοτικών οίκων κτλ.) και η ύπαρξη μόνο της ημερομηνίας γέννησής του μας κάνουν να αισθανόμαστε τον Γιώργο ζωντανό, ανάμεσά μας, να πίνει τα ποτά του στ’ αγαπημένα μπαράκια της Θεσσαλονίκης, σημειώνοντας λήμματα της αργκό πάνω σε ατέλειωτες κούτες από τσιγάρα «Δελφοί», που μανιωδώς κάπνιζε στην επίγεια ζωή του.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κάτου Τα καλά παιδιά (σσ. 102-103)

 

Το ’χα διαβάσει πάρα πολλές φορές γι’ αυτούς που γονάτιζαν και φιλούσαν το χώμα, γι’ αυτούς που πέθαιναν σαν το σκυλί του Δυσσέα, γιατί δεν έχει σημασία ποιος έρχεται και ποιος περιμένει, και κει μέσα στη Λαχαναγορά, μπροστά σε κόσμο που μπορούσε να καταλάβει και σ’ άλλους που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, έπεσα στα γόνατα και τη φίλησα, πάνω σε φτυσιές και κάτουρα σκυλιών, πάνω σε λεμονόκουπες και λιωμένα αποτσίγαρα τη φίλησα την αγάπη μου κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό κι έκανα πάλι μετάνοια και την ξαναφίλησα κι έμειναν όλοι βουβοί και κείνοι που μπορούσαν να καταλάβουν και κείνοι που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, ήρθαν και με σήκωσαν απ’ τις μασχάλες, μ’ έβαλαν να κάτσω σε μια καρέκλα και μου ’φεραν νερό να πιω, κάποιος έβρεξε την παλάμη του και την πέρασε αργά πάνω στο πρόσωπό μου, κάποιος άλλος με τον ίδιο τρόπο μ’ έβρεξε τα μαλλιά… ξευτιλίστηκαν οι τιμές στη Λαχαναγορά, δε νοιάζονταν κανείς για την πραμάτεια.

 

(Μέρος του κειμένου που αφορά το βιβλίο του Γιώργου Κάτου Η ορχήστρα της ζωής, δημοσιεύτηκε στην «Πανσέληνο» της εφημ. Μακεδονία, τεύχ. της 13/2/2005. Συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (Νησίδες, 2010), στις σσ.  105-107. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην book press τον Αύγουστο του 2021)