Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Παρουσίαση βιβλίου του Π. Γούτα στο "Μεσιέ Σαρλό"

 




Παρουσίαση βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα

στο βιβλιοπωλείο «Μεσιέ Σαρλό»

 

Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, στον φιλόξενο και ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου «Μεσιέ Σαρλό», στην περιοχή Χαριλάου, έγινε η παρουσίαση της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο (εκδ. Ρώμη, 2025). Ομιλητές, εκτός του συγγραφέα, ο εκδότης Γιάννης Κιντάπογλου και ο πεζογράφος Γιώργος Γκόζης. Παλιοί και νέοι φίλοι, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί και αρκετοί ομότεχνοί μου με τίμησαν με την παρουσία τους, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς!

 

 

 


(αναδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή Ένα δικό του δωμάτιο)

 

ΔΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

 

Ο αριθμός δέκα τον κυνηγούσε από τότε ανελέητα. Στα προσωπικά του, στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, στις σχέσεις του. Θυμάται, αρχές της δεκαετίας του ’90, ως δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφικής είχε ξετρυπώσει ένα μυθικό στέκι της Θεσσαλονίκης, που το έλεγαν «Δέκα βήματα στην άμμο». Εκεί, συχνά, τα Σάββατα, ξεσήκωνε τη συμφοιτήτριά του Μαρία Ν., που καταγόταν από την Αθήνα, και πήγαιναν ν’ ακούσουν μουσική από μια παρέα μουσικών, που έμελλε να γράψει ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Όλως τυχαίως –ή μήπως πάλι όχι;– η κομπανία του μαγαζιού ήταν δέκα άτομα. Το ρεπερτόριό τους: πολιτικά τραγούδια της εποχής, κάποια αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, πολύ Σαββόπουλος, έντεχνο και, στο τέλος, πάλι λαϊκά. Το «Δέκα βήματα στην άμμο» στα καλύτερά του. Λένε πως εκεί σύχναζε τακτικά και ο καθηγητής Μαρωνίτης – ο ίδιος πάντως δεν είχε την τύχη να τον συναντήσει. Μια εξήγηση που είχε ακούσει τότε για την προέλευση του ονόματος του μαγαζιού ήταν πως πάρθηκε από ένα παιχνίδι, που συνήθιζε να παίζει η παρέα των μουσικών σε παραλία της Χαλκιδικής. Αλλά δεν είναι απολύτως βέβαιος επ’ αυτού.

Θυμάται πως με τη Μαρία διαφωνούσαν συχνά για τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές τους επιλογές. Εκείνος, ήπιος Ρηγάς, αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής, μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. Κάποτε, μάλιστα, στην προσπάθειά του να χωρίσει έναν ΚΝίτη από έναν αναρχοαυτόνομο, που είχαν πιαστεί στα χέρια στον περίγυρο της Φιλοσοφικής για ασήμαντη αφορμή, είχε αποκτήσει ως παράσημα της «ειρηνευτικής του δράσης» μώλωπες από χτυπήματα και των δύο, που έκαναν σχεδόν τρεις μήνες να φύγουν οριστικά από το σώμα του. Εκείνη αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική συνδικαλίστρια και φοιτήτρια επί πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα μαζί με τη διπλωματική της, και σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.

Την ενοχλούσε που εκείνος διάβαζε το Δέκα μικροί νέγροι της Άγκαθα Κρίστι με μεγάλο ενδιαφέρον, και χιμούσε εναντίον του απροκάλυπτα:

—Μα, αστυνομική λογοτεχνία, άνθρωπέ μου… Ελαφρότητες! Πού πήγε η ταξική σου συνείδηση; Οι επιλογές σου ανέκαθεν ήταν συντηρητικές! τον έβαζε στη θέση του.

Έδινε τόπο στην οργή και ανεχόταν στωικά την απολυτότητα της κρίσης της. Θα ερχόταν, άλλωστε, η στιγμή που θα τα έβρισκαν οι δυο τους. Πρώτα με το «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, ύστερα με τον Μαρκές και τέλος… στο κρεβάτι της φοιτητικής εστίας, όπου στέγαζαν τον έρωτά τους.

Κάποιο βράδυ, μέσα στην κάπνα του μαγαζιού και στις στραγγισμένες Δεμέστιχες και Μαλαματίνες, η Μαρία σκέφτηκε να σηκωθεί επί σκηνής και να τραγουδήσει. Στο εν λόγω μαγαζί, σχεδόν για ένα μισάωρο κάθε βράδυ, είχε τη δυνατότητα ο καθένας να παίρνει το μικρόφωνο και να παρουσιάζει το ταλέντο του στο κοινό, ερμηνεύοντας κάποιο τραγούδι της αρεσκείας του – ένα είδος διαγωνισμού ταλέντων της εποχής. Η Μαρία ερμήνευσε το «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη. Το είπε μοναδικά, με λαγγεμένα τσακίσματα και σωστή τονικότητα στη φωνή της. Χάλασε ο κόσμος. Όρθιοι οι θαμώνες επευφημούσαν, οι παρέες ενθουσιασμένες τη χειροκροτούσαν, απαιτώντας επίμονα να πει κι άλλο τραγούδι. Εκείνη πετούσε στους επτά ουρανούς. Δεν τόλμησε να συνεχίσει. Παράτησε το μικρόφωνο και κούρνιασε δίπλα του σαν γατί.

—Λες να γίνω ποτέ τραγουδίστρια; τον ρώτησε γλυκά, με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία.

—Γιατί όχι; Τι παραπάνω, δηλαδή, έχουν οι άλλες; την ενθάρρυνε, θαυμάζοντας κρυφά το πάθος της με το τραγούδι.

Κόλλησε αυθόρμητα τα χείλη της στα δικά του σε ένα βαθύ φιλί, δίχως τελειωμό.

Δύο μήνες από εκείνο το βράδυ, από εκείνο το ανέλπιστο φιλί, χώρισαν. Εκείνη, ενθαρρυμένη από έναν κάπως γνωστό συνθέτη της πόλης που την είχε πλησιάσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, στο τραπέζι τους, τάζοντάς της λαγούς με πετραχήλια, παράτησε και τη Φιλοσοφική και τη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο. Έγινε τραγουδίστρια, αλλά ποτέ πρώτο όνομα. Βγάζει, απ’ ό,τι μαθαίνει από κοινούς φίλους, τα προς το ζην φυτοζωώντας, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, σε συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Η νυχτερινή ζωή τσάκισε και τη φωνή της και την όψη της.

Περνάει συχνά από τον αριθμό 16 της οδού Φλέμινγκ. Από το 2014, στον ίδιο ακριβώς χώρο, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση, στεγάζεται το θέατρο Τ. Ένα μικρό θεατράκι, ογδόντα περίπου θέσεων, που λειτουργεί ως κατάλυμα σε άστεγες θεατρικές ομάδες της πόλης και σε φιλοξενούμενες παραστάσεις. Θυμάται τα περασμένα. Το Δέκα μικροί νέγροι από τις εκδόσεις Λυχνάρι και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του αγαπημένου του Νιόνιου. Το Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Μαρκές. Την Αριστερά, που «είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης»5 και τη Μαρία Ν., που ήθελε απεγνωσμένα, από τότε, να γίνει τραγουδίστρια. Και το δέκα το καλό, τον Γιώργο Κούδα, που αλώνιζε εκείνα τα χρόνια τα γήπεδα, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να επιστρατεύουν ακόμη και αθέμιτα μέσα για να ανακόψουν τις μεγαλειώδεις επελάσεις του, με την μπάλα στα πόδια. «Πώς να περνά τα βράδια της;» αναρωτιέται συχνά. «Τι να περνά αυτή τη στιγμή από τη σκέψη της; Όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει, θα θυμάται καμιά φορά τις βραδιές μας στο “Δέκα βήματα στην άμμο” ή τα έχει διαγράψει όλα από τις κυψέλες της μνήμης της;»

Πρόσφατα, είδε το παλιό του αίσθημα αποτυπωμένο σε μια ρεπροντιξιόν ενός ζωγραφικού πίνακα του Πάνου Παπανάκου. Έργο με τέμπερα, μικρών διαστάσεων –μόλις 17x20 cm–, με τον τίτλο: «Οι αλησμόνητοι πανηγυρισμοί της νεότητος». Ζωγραφισμένος τρία ολόκληρα χρόνια πριν από τη γνωριμία του με τη Μαρία, τον είχε καθηλώσει με τη θέρμη των χρωμάτων του αλλά και με τον συμβολισμό του. Έμεινε να τον κοιτά σαν μαγεμένος στο σπίτι ενός φίλου του, όπου ήταν αναρτημένος.

—Τόσο πολύ σ’ αρέσει αυτός ο πίνακας; τον ρώτησε με νόημα ο φίλος του. Αν θέλεις, μπορώ και να σ’ τον χαρίσω.

Ακαριαία, σκέφτηκε πόσο επώδυνη θα του ήταν μια ισοβίως καθημερινή ενατένιση του πίνακα, αν αυτός γινόταν κτήμα του. Η μόνιμη αίσθηση εκείνου του πικρού αποχωρισμού.

—Προσέχω τον συνδυασμό των χρωμάτων και την τεχνική του καλλιτέχνη, δικαιολογήθηκε στον φίλο του, κρύβοντας, όπως όπως, την ταραχή του.

 

2019

 

Στην παρακάτω διεύθυνση μπορείτε να παρακολουθήσετε βίντεο ελάχιστων λεπτών από την εκδήλωση:

 

https://photos.app.goo.gl/5yR6h4hMJa5DP9AZ9

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Ταχυδρομικό κυτίο (2)-Με το βλέμμα σ' έναν στίχο

 



 

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (2)

 

(στη στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)

 

Αυτόν τον μήνα, μεταξύ άλλων, ο ταχυδρόμος μού έφερε και τον τόμο «Με το βλέμμα σ’ έναν στίχο», 50+2 βραβευμένα διηγήματα, ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ, 2025. Κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους κριτικούς λογοτεχνίας και συγγραφείς Ευτυχία Γιαννάκη, Τέσυ Μπάιλα και Κωνσταντίνο Μπούρα, επέλεξαν 52 διηγήματα από ένα σύνολο 1003 διηγημάτων που έλαβαν. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται για όγδοη συνεχή χρονιά και, κατά την κριτική επιτροπή, φέτος "τα κείμενα ανέδειξαν τη ζωντάνια, τη φαντασία και το βαθύ συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί όταν η πεζογραφία συναντά την ποίηση". Αντί γενικού σχολίου, αναδημοσιεύω ένα από αυτά τα διηγήματα του ενδιαφέροντος αυτού τόμου.

 


 

Αναπαράσταση ΙΙΙ

Της ΓΟΥΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ

 

 

Μα εγώ θα κάνω την αναπαράστασή του·

ο πιο μικρός του φίλος, μια σκιά

 

από το ποίημα του Γιώργου Ιωάννου «Αναπαράσταση»,

Συλλογή Τα Χίλια Δέντρα, 1963

 

με αναφορά στον Γιάννη Χρήστου

 

Ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο περίμενε ακίνητος πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα έκανε δύο τρία μικρά βήματα προτού ξεκινήσει να περπατά σαν υπνωτισμένος, κατευθυνόμενος προς το πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής. Βημάτισε για λίγο αργά, επιβράδυνε απότομα και συνέχισε να περπατά με ταχύτερο ρυθμό αυτήν τη φορά. Σε απόσταση ενός μέτρου από το πιάνο σταμάτησε απροσδόκητα. Παρέμεινε εκεί ακίνητος και ωχρός για μερικές στιγμές, που διήρκησαν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε και λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε, και, έπειτα από περισυλλογή, αποφάσισε πως θα το προσέγγιζε επιφυλακτικά.

Την επόμενη στιγμή, χωρίς να το καταλάβει, βρισκόταν μόλις μια ανάσα μακριά του. Έτσι ορθός ακόμα, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι, τεντώθηκε στοιχειωδώς και, με τα ακροδάχτυλα δειλά και το κορμί λοξό, άγγιξε το άσπρο διερευνητικά. Ο πιανίστας Γρηγόρης Σεμιτέκολο δεν είχε άλλη επιλογή από το να καθίσει. Με τα χέρια να κρέμονται άχαρα πλάι στα πλευρά του και τον νου του σε επιφυλακή, κοίταξε ευθεία μπροστά του αμήχανα. Όποιος είχε κλειστά τα μάτια θα έλεγε πως δεν ακουγόταν κανένας ήχος ως τότε, αλλά ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο γράπωσε εκείνη τη στιγμή το καπάκι του πιάνου και ξεκίνησε να πνίγει έναν βουβό θρήνο μέσα σε βραχύφωνες συλλαβές, κουνώντας το κεφάλι του ανεπαίσθητα μπρος και πίσω και φτιάχνοντας ολοένα και μεγαλύτερες κυφώσεις.

Σήκωσε το δεξί του χέρι, σκληρό σαν σε τετανία, και το προσγείωσε ευγενικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, πάνω στο τελευταίο δεξί πλήκτρο, ενώ ο καημός του μεγάλωνε. Το έκρουσε με ορμή, δεν γινόταν αλλιώς. Το πελέκισε με την κόψη της παλάμης δυνατά και, στιγμιαία, ένιωσε μια απέραντη ανακούφιση. Σχημάτισε ένα τόξο και κατευθύνθηκε αντιδιαμετρικά προς τα μπάσα. Και πάλι πέτυχε την κρούση, με τις δύο παλάμες αυτή τη φορά, βίαια, καλωσορίζοντας στην ψυχή του μια νέα αναζωογόνηση. Ίσιωσε την πλάτη του και ξεκούρασε τα χέρια μπροστά, πάνω στα πλήκτρα, έπειτα από μία εκπλήρωση, με μία ψευδαίσθηση υποταγής.

Τα δέκα βογκητά του Γρηγόρη Σεμιτέκολο δεν μπορούσαν να σιγήσουν πλέον. Όταν ένιωσε έτοιμος, προετοίμασε το στόμα και το κορμί του για τη διαπεραστική κραυγή του αβάστακτου πόνου, που διακόπηκε θαρρείς στη μέση αφήνοντάς τον παγωμένο. Το χέρι σαν τσεκούρι άρχισε να πέφτει άδικο και αδιάκριτο πάνω στα πλήκτρα. Το πιάνο αντέδρασε γκρεμίζοντας το καπάκι, και ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο έπεσε στα γόνατα μπροστά του μετανοώντας, εκλιπαρώντας, άλλες φορές εξαπολύοντας απειλές και ύβρεις. Όταν σηκώθηκε ηττημένος, έγνεψε έντρομος προς κάθε κατεύθυνση με προτροπή για διαφυγή. Χρόνια μετά, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο ακόμα γνέφει χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ρωγμή στο κέλυφος.

 

(σς. 32-34 του τόμου)

 

 


Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Patrick Modiano-Η χορεύτρια

 



Η ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚ ΜΟΝΤΙΑΝΟ

 

 


Ο Ζαν Πατρίκ Μοντιανό (Jean Patrick Modiano, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1945), γνωστός ως Πατρίκ Μοντιανό, είναι Γάλλος μυθιστοριογράφος, που βραβεύθηκε το 2014 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1978 είχε τιμηθεί και με το Βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του Οδός σκοτεινών μαγαζιών. Ο Μοντιανό έχει έργα του μεταφρασμένα σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ωστόσο τα περισσότερα μυθιστορήματά του δεν είχαν μεταφρασθεί στην αγγλική πριν πάρει το Βραβείο Νόμπελ. Είναι από τους σπουδαιότερους εν ζωή Γάλλους συγγραφείς μαζί με τον Μισέλ Ουελμπέκ, την Ανί Ερνό και τον συγγραφέα-διανοητή Πασκάλ Μπρυκνέρ. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφόρησε η νουβέλα του Η χορεύτρια, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Κριτική μου για το εν λόγω βιβλίο του Μοντιανό θα βρείτε στην παρακάτω διεύθυνση:

https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/24040-i-xoreytria-tou-patrik-montiano-kritiki-morfes-pou-paramenoun-aneksitiles-me-ta-xronia


 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Βιγλάτορας, επί ματαίω.

 


ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ, ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ

 

 

 

Στο παρατηρητήριο του ορεινού χωριού Βίγλα της Χαλκιδικής, σε υψόμετρο 1050 μέτρων, στέκω, ανήσυχος και ασάλευτος, όπως, θαρρώ, έκανε και ο Ρωμαίος χιλίαρχος, που έκτισε αυτή τη σκοπιά πριν από αιώνες.

Μ’ ένα ζευγάρι κιάλια στο χέρι ατενίζω τον ομιχλώδη ορίζοντα, αναμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, την άφιξη του εχθρού.

Ιστορίες, εντωμεταξύ, κουδουνίζουν στη σκέψη μου. Ιστορίες που τις συζητάνε ακόμη και σήμερα στο χωριό.

Για την άνοδο και την πτώση ενός εκδότη, που γεννήθηκε, πριν από χρόνια, σ’ αυτά εδώ τα μέρη.

Για τις μνήμες και το τέλος μιας δασκάλας, που δούλεψε, στο παρελθόν, στο σχολείο του χωριού, επί τουλάχιστον επτά χρόνια.

Για τον βίο και την πολιτεία ενός ηθοποιού, που αποσύρεται τακτικά στην πανσιόν «Σταυραετός», για ν’ αποστηθίσει τους ρόλους του.

Εντωμεταξύ, ο αέρας μοσχοβολάει πάντα ρίγανη και θυμάρι. Κάτω, στην πεδιάδα, η οργιώδης ανθοφορία των κερασιών με συνεπαίρνει. Και ο καπνός από τις στέγες των ελάχιστων, πλέον, κατοικημένων σπιτιών του χωριού ανηφορίζει ειρηνικά.

Κατοπτεύω, επισημαίνω, εποφθαλμιώ. Κιαλάρω σχολαστικά όλα τα σημεία του ορίζοντα, όμως ο εχθρός ακόμη δεν λέει να εμφανιστεί. Και μένω, τελικώς, μόνος με τις ιστορίες μου, ένας βιγλάτορας επί ματαίω.

(Εχθρός είναι μόνο ο Χρόνος. Αόρατος και σιωπηλός, θα φτάσει τη στιγμή που εκείνος θα κρίνει, και θα μας συνθλίψει.)

                  

 (απόσπασμα από αδημοσίευτο βιβλίο μου)

 


Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

PERSONAL ZOO (4)

 


PERSONAL ZOO (4)

 

  

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.           

 

֎

 

 

Γάτα από σόι

 

 

 

Παρά τον φαινομενικό αντικομφορμισμό μου είμαι επιρρεπής στην καλή ζωή. Κρύβω μέσα μου βαθιά όπως τόσοι άλλωστε− έναν καλοπερασάκια που, υπό άλλες περιστάσεις, θα επιθυμούσε ολόψυχα να ήταν τουλάχιστον ο Νιάρχος ή ο Ωνάσης. Δεν το ’χω ψάξει περαιτέρω το ζήτημα − ίσως κάποιο χρωμόσωμα της αλυσίδας μου εκφυλίστηκε, ίσως φταίει που στην εφηβεία μου εξιδανίκευσα φίλους αριστερούς. Νομίζω πάντως πως η κατάσταση αυτή συχνά υποτροπιάζει λόγω του κλεισίματος που έχουμε τελευταία υποστεί με τη γυναίκα μου, καθότι με μικρό παιδί. Έτσι, όταν ο φίλος μου ο Μηνάς, εργένης και γλεντζές αμετανόητος, περνά τα καλοκαίρια με το αμάξι του από τη Νέα Φώκαια, δεν θέλω και πολύ να κουρντιστώ.

Πάμε στο Πόρτο Σάνι για ψαράκι; βάζει το φουρνέλο του, κι εγώ κομματιάζομαι.

― Άντε, ευκαιρία να ξεδώσετε και σεις λιγάκι..

   Το Πόρτο Σάνι είναι ό,τι πιο χλιδάτο υπάρχει σε ολόκληρη την Κασσάνδρεια. Μια ειδικά διαμορφωμένη πολιτεία σε πέτρινο παραδοσιακό στιλ − μαγαζιά με ρούχα, κεραμικά, χρυσαφικά, ταβέρνες, σούπερ μάρκετ, μέχρι και βιβλιοπωλείο επώνυμου εκδοτικού οίκου. Πίσω, οι μεζονέτες στις οποίες διανυκτερεύουν οι ματσό παραθεριστές. Και ευθεία μπροστά, στο λιμανάκι, αραγμένα κότερα πανάκριβα, που για το καθένα τους δεν φτάνουν οι μισθοί μιας ζωής τριών δασκάλων, μαζί με τα εφάπαξ τους, για να καλύψουν το κόστος αγοράς του.

   Καθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα που το μόνο ταπεινό πάνω της ήταν το όνομά της − κάποια σύνθεση αντρικού ονόματος με τη λέξη ψάρι, που παραπέμπει σε τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών ή άφθαρτους λαϊκούς ήρωες του παρελθόντος. Ενώ οι αστακοί, οι γαρίδες σαγανάκι και οι ακριβές ψαρούκλες δίναν και παίρναν, στάθηκα στο ύψος μου παραγγέλλοντας υγιεινή σαρδέλα σχάρας. Ο Μηνάς ζήτησε απ' το γκαρσόνι μία απλησίαστη για το βαλάντιό μου μάρκα κρασιού, προκαλώντας μου εφίδρωση. Ευτυχώς η μουσική υπόκρουση της συγκεκριμένης στιγμής λειτούργησε κατευναστικά. «Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;», παίζανε τα μεγάφωνα στη διαπασών κι εγώ το πήρα απόφαση να καμακώσω το πρώτο τυρομπουρεκάκι.

  Τότε ήταν που ανακάλυψα τη γατούλα. Μια παχουλή, ήρεμη γατούλα, άσπρη με μαύρα στίγματα σε πρόσωπο και σώμα, που ζάρωνε ευτυχισμένη κάτω από το διπλανό τραπέζι. Στο κάλεσμά μου ανταποκρίθηκε με περισσή αρχοντιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μαχμουρλίδικα κι έπειτα αδιαφόρησε παραμένοντας στη θέση της. Δεν φαινόταν σπιτίσια, γάτα του δρόμου ήταν αναμφίβολα, αλλά φερόταν σαν αριστοκράτισσα.

 Τι μέσο να ’χει άραγε αυτή η γατούλα, σκέφτηκα, και ξεκαλοκαιριάζει σ’ αυτήν την πολυτελή ψαροταβέρνα; Ποια φανταστική γατίσια επετηρίδα παρέκαμψε στις δωρεάν διακοπές της; Ποια θεία τύχη βόλεψε κι αυτήν και τα παιδιά της; Κάνω να της πετάξω ψαροκόκκαλα και με σνομπάρει επιδεικτικά. Έχει, φαίνεται, ακριβά γούστα. Καρφί δεν της καίγεται αν θα της ρίξεις ατόφια ραχοκοκαλιά. Και ψάρια ολόκληρα τ’ αφήνει άθικτα στο τσιμέντο. Μήπως χόρτασε, τους δυο προηγούμενους μήνες, αποφάγια και τώρα κάνει την αυγουστιάτική της δίαιτα;

  Έφερα στον νου μου άλλες γατούλες σε λαϊκές ταβέρνες που στη ζωή μου επισκέφτηκα. Κάτι κοκκαλιάρες, συνήθως μονόφθαλμες ή κουτσές, που νιαούριζαν παραπονιάρικα δίπλα ή κάτω στο τραπέζι μου, ικετεύοντας την παραμικρή προσφορά. Βολεύονταν με μια πατατούλα, ένα αγγουράκι, λίγο λαδωμένο ψωμάκι. Και αν τις έριχνα ψαροκόκαλο, γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Τρεις-τέσσερις ορμούσαν επάνω του και το εξαφάνιζαν στη στιγμή. Κι ύστερα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Νιαούριζαν κι αυτές και οι φίλες τους εν χορώ, τόσο που, νιώθοντας τύψεις για το φαγητό που έτρωγα, μου ερχόταν να κατεβάσω όλη την πιατέλα με τα ψάρια στο πάτωμα, να χορτάσει σύσσωμο το γατομάνι της περιοχής.

   Η γάτα από σόι ανοιγόκλεισε άλλη μια φορά τα μάτια της, σνόμπαρε επιδεικτικά και τη δεύτερη σαρδέλα που πέταξα μπροστά της, τεντώθηκε και πήγε σ’ άλλο τραπέζι να κουρνιάσει. Δίπλα σε κάποιους λιγότερους ενοχλητικούς από μένα.

 

(συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων μου Τα λάφυρα του Αυγούστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 52-55)


Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης (9)

 


ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎


 

 

 

ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ

 

 

 

Επιστρέφω νοερά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δεκαέξι στα δεκαεπτά, με ακμή, μακριά ως τους ώμους μαλλιά και λιπόσαρκος, μ’ έναν αθλητικό σάκο στο χέρι, να περιμένω όλο αγωνία τα πρωινά της Κυριακής στο γήπεδο της Α. Ε. Χ. για το αν συμπεριληφθώ στην αποστολή της ομάδας για τον απογευματινό αγώνα. Το γήπεδο ξερό, με χαλίκια και λακκούβες. Ένας φροντιστής της συμφοράς ασβέστωνε με ένα σαραβαλιασμένο αναξιόπιστο μηχάνημα τις γραμμές του γηπέδου. Πίσω από τις εστίες υπήρχε τρίμετρη περίφραξη από μεταλλική κατασκευή για να μη φεύγει η μπάλα και την ψάχνουμε. Στη βόρεια εστία, στον ενδιάμεσο χώρο από το γήπεδο του Άρη, υπήρχε ένα ερειπωμένο κτίσμα, πρώην εργοστάσιο, τίγκα στο σκουπίδι και στ’ αγριόχορτα. Αν έφευγε η μπάλα από κάποια τρύπα της περίφραξης –πράγμα που γινόταν συχνά– και πήγαινε στο βρομερό ερείπιο, ο τερματοφύλακας είχε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Ο Λυκούργος, ο δεύτερος φροντιστής, κρεμούσε με μανταλάκια τις φρεσκοπλυμένες κιτρινόμαυρες φανέλες μας σ’ ένα μακρύ σχοινί, δίπλα στ’ αποδυτήρια, για να στεγνώσουν. Η ομοιόμορφη μπουγάδα των εφηβικών μας χρόνων, σε κοινή θέα. Ο Λυκούργος ήταν ένας ζόρικος τύπος, που αν τον εκνεύριζες και άνοιγε το στόμα του, κοκκίνιζες από τις βρισιές και τις χριστοπαναγίες που σου ξεστόμιζε. Κι όμως, σ’ αυτό το ξερό γηπεδάκι –σήμερα έχει γίνει πάρκο με παιδική χαρά, η ομάδα όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχει ακόμα– αντικρίζαμε, κυρίως τα απογεύματα της Τετάρτης, τους παίκτες του Άρη, της χρυσής εποχής του Τσατσέφσκι. Όταν έρχονταν να τρέξουν για φυσική κατάσταση –κάτι βέβαια που γινόταν, συχνά, και στο διπλανό αλσάκι της Νέας Ελβετίας– μαζεύαμε τις μπάλες μας και αδειάζαμε τον χώρο σαν λαγοί. Παίρναμε μάτι, στα κρυφά, μέσα από τα ταπεινά μας αποδυτήρια τον Παπαφλωράτο, τον Πάλλα, τον Φοιρό, τον Κούη, τον Μπαλλή, τον Σεμερτζίδη να τρέχουν με τις χαρακτηριστικές μπλε φόρμες τους. Καμιά φορά παίζαμε και φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, στο οποίο συμμετείχε και κανένα αστέρι της πρώτης ομάδας που προερχόταν από τραυματισμό και δοκίμαζε το πόδι του, και τότε πετούσαμε στα ουράνια από τη θεία συγκυρία. Προτιμούσαμε ασυζητητί να συμμετέχουμε στο φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, κάποιες Τετάρτες, παρά τη σίγουρη θέση στο κυριακάτικο ντέρμπι με τη Φλόγα Αναλήψεως, την Προοδευτική Τούμπας, την Ελπίδα, τον Αριστοτέλη, τον Εθνικό Πυλαίας ή τη Νίκη Διοικητηρίου.

Συνήθως έμενα εκτός αποστολής. Όταν έμπαινα στη δεκαοκτάδα, ο κυρ Νίκος –παίκτης και προπονητής της ομάδας– μ’ έβαζε συχνά αλλαγή στο τελευταίο εικοσάλεπτο ή στο τελευταίο ημίωρο. Μου χτυπούσε την πλάτη φιλικά, εγώ σηκωνόμουν από τον ξύλινο πάγκο των αναπληρωματικών, έβγαζα την πάνω φόρμα μου κι έκανα διατάσεις για προθέρμανση. Ύστερα με πλησίαζε, μου έδειχνε κάποιον επικίνδυνο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας, που όφειλα να μαρκάρω στενά, καθότι μεσοαμυντικός, «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» μου έλεγε εμπιστευτικά στ’ αυτί κι εγώ ξαμολιόμουν στο γήπεδο να επιτελέσω το καθήκον μου. Στα λίγα λεπτά που αγωνιζόμουν τα έδινα όλα. Έτρεχα, μάρκαρα, αναχαίτιζα, όσο αυτό ήταν εφικτό, τον αντίπαλο, μάτωνα αγκώνες και γόνατα, ίδρωνα τη φανέλα. Για τη φανέλα άλλωστε παίζαμε τότε. Το πριμ ανύπαρκτο, μέχρι και τον αθλητικό εξοπλισμό με δικά μας έξοδα τον αγοράζαμε. Αραιά και πού η διοίκηση, σε κάποια ανέλπιστη επιτυχία μας, μας κερνούσε από μία πάστα αμυγδάλου, στο «ΛΟΥΞ», στην καρδιά του Χαριλάου, αφού ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου ήταν πατέρας ενός πρώην συμπαίχτη μας.

Από όλη εκείνη την περιπέτεια με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μού έχει μείνει ως μακρινός απόηχος, ως αντιβούισμα της εποχής, η παρότρυνση του κυρ Νίκου, το «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!». Ήταν η φράση που με ενθάρρυνε, με διέγειρε, με κινητοποιούσε. Το σύνθημα για να δώσω κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου για την ομάδα. Το σάλπισμα για μάχη αλλά και για δημιουργία. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, και όλα, ομάδες, ιδεολογίες, οράματα, φιλίες και όνειρα πήγανε στράφι, κάθομαι στον υπολογιστή μου και μόνο αφηγούμενος ιστορίες νιώθω κάπως να αγγίζω την ουσία της ζωής και της ύπαρξης. «Βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» λέω από μέσα μου και γράφω, γράφω, συνέχεια γράφω. Κι όλο να προσπαθώ να μαρκάρω στενά τον Χρόνο που περνάει, τον άπιαστο κυνηγό που ξετινάζει τα δίχτυα μας, βγάζοντάς του, με αναίδεια, γλώσσα όταν προσωρινά το κατορθώνω.

 

(2017)

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Personal zoo (3)-Τα σκυλιά

 

 

 

PERSONAL ZOO (3)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

 

 

 

Δυο κοπρόσκυλα κατηφορίζουν κάθε πρωί στην παραλία της Ποτίδαιας. Δεν ανέχονται το αυγουστιάτικο καμίνι, παίρνουν το γνώριμο χωμάτινο μονοπατάκι και βουτούν στα καθαρά νερά να δροσιστούν. Ύστερα, βρεγμένα όπως είναι, τινάζονται ευτυχισμένα και περιφέρονται ανέμελα στην πλαζ, σπέρνοντας τον πανικό. Μικρά παιδιά τρομάζουν στη θέα τους. Πετάνε, όπου βρουν, φτυάρια και κουβαδάκια και τρέχουν τσιρίζοντας στις ομπρέλες των γονιών τους για να προφυλαχτούν. Άντρες και γυναίκες τα κυνηγούν με πέτρες ανελέητα. Κάποιοι τα βάζουν με τον πρόεδρο της κοινότητας που αδιαφορεί για το γεγονός και δεν τα μαζεύει. Τα σκυλιά, έκπληκτα, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, κι εντέλει βρίσκουν κατάλυμα και σωτήρια στην απομονωμένη ομπρέλα δύο τουριστριών, που τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τ’ αφήνουν και να ξαπλώσουν δίπλα τους, στην αμμουδιά. Αφού κυνηγήθηκαν με λύσσα από τους περισσότερους λουόμενους, βρήκαν παρηγοριά και θαλπωρή στην άκρη της παραλίας.

Από την τρίτη κιόλας μέρα, έμαθαν να πηγαίνουν κατευθείαν στις τουρίστριες. Ξετρύπωσαν ένα πιο σύντομο δρομάκι που τα κάνει να γλιτώνουν το αφρισμένο μωρομάνι και τα βγάζει μπροστά στις καλαμιές, δέκα μόλις μέτρα από το επιθυμητό σημείο. Οι κοπέλες το διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Θαρρείς κι έχουν καθημερινά ραντεβού μαζί τους. Γίνονται ολοένα και πιο διαχυτικές με τα σκυλιά, μέχρι και λουκουμά τα αγοράζουν απ’ τον πλανόδιο λουκουματζή και τα ταΐζουν στο στόμα. Ένα εικοσαήμερο τώρα, ανελλιπώς, κάτω από τη θαλασσιά ομπρέλα τους.

Τα παίρνω μάτι, απ’ το σημείο που βρίσκομαι, και ζηλεύω. Σκέφτομαι όμως πως τ’ όνειρο κάποτε θα τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα φύγουν οι τουρίστριες για την πατρίδα τους και θ’ αρχίσει πάλι η σκυλίσια ζωή τους. Αν τα δεχτούν, φυσικά, τα άλλα κοπρόσκυλα στο σινάφι τους, στην πλατεία, έτσι που καλόμαθαν απ’ την ανθρώπινη φροντίδα.

 

(Τα λάφυρα του Αυγούστου, αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 37-38)

 

 

 

 


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον (τρία διηγήματα)

 


ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

(σχόλια για ένα διήγημα του F. S. Fitzgerald

και δύο διηγήματα του Joseph Conrad)

 

 

Τα καλοκαίρια, πάντα είχα μια αναγνωστική ροπή σε ολιγοσέλιδα βιβλία (μικρές νουβέλες ή διηγήματα). Όπως ένα ελαφρύ γεύμα ωφελεί τον οργανισμό, ιδίως τις πολύ ζεστές μέρες, το ίδιο νομίζω πως συμβαίνει και με τα βιβλία. Το ζήτημα είναι αν αυτό το «ελαφρύ» γεύμα περιέχει όλες τις χρήσιμες και απαραίτητες ουσίες για τον οργανισμό, να αποδίδει, εν ολίγοις, μέσα στις λίγες σελίδες του ανάγλυφη όλη την περιπέτεια της ζωής. Κι αυτό, λοιπόν, το καλοκαίρι επιλέγω, μεταξύ άλλων, δύο βιβλία κορυφαίων ξένων λογοτεχνών, τυπωμένα από μη εμπορικούς αλλά ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Τα βιβλία αυτά διαβάζονται απνευστί και κατορθώνουν με αξιοσημείωτη οικονομία λόγου να μας τα πουν όλα.

 

 

Επιστροφή στη Βαβυλώνα, του F. Scott Fitzgerald (εκδόσεις Οξύ)

 

Από τις εκδόσεις Οξύ, τον Σεπτέμβριο του 2024 και σε μετάφραση του Πάνου Τρομάρα, τυπώθηκε ίσως το σημαντικότερο διήγημα του F. S. Fitzgerald, το «Επιστροφή στη Βαβυλώνα». Μια ιστορία μόλις 62 αραιογραμμένων σελίδων, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που η «φράση-κλειδί» ή, αν προτιμάτε, το υπαρξιακό ρεζουμέ όλου του στόρι συμπυκνώνεται στην παρακάτω πρόταση: «Δεν γινόταν να τον κάνουν να το πληρώνει για πάντα» (σελ. 61).

Ο Αμερικανός Τσαρλς Γουέιλς (άλτερ έγκο του F. S. F.), αφού έζησε μποέμικη ζωή στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του ’20, δέκα χρόνια μετά, κι ενώ η σύζυγός του έχει πεθάνει (εν μέρει κι από δική του υπαιτιότητα), επιστρέφει στην πόλη του φωτός για να διεκδικήσει την κηδεμονία της εννιάχρονης κόρης του, που ζει με τους θείους της. Ελέγχει, πλέον, απόλυτα την εξάρτησή του από το αλκοόλ, έχει συνέλθει από την οικονομική του κατάρρευση, είναι ένας άλλος, υπεύθυνος και σοβαρός άνθρωπος, που άφησε πίσω τις επιπολαιότητες και τους δαίμονες του παρελθόντος. Όμως πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος δεν λένε να τον αφήσουν στην ησυχία του, δυναμιτίζοντας προσωρινά το όλο του εγχείρημα.

Το διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο φύλλο της Saturday Evening Post, τον Φεβρουάριο του 1931, είναι μια μικρή μαθητεία πάνω στις έννοιες «ενοχή» και «συγχώρεση». Ένα ολιγοσέλιδο αφηγηματικό διαμάντι, ενδεικτικό του ύφους και της τέχνης του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών από ανακοπή καρδιάς, έχοντας προηγουμένως αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα με το αλκοόλ.

 

Δείγμα γραφής (σς. 50-51)

 

Όταν έφτασε στο διαμέρισμά τους, κατάλαβε ότι η Μάριον είχε αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Τον υποδέχτηκε λες και ήταν ένας άσωτος συγγενής, όχι ένας απειλητικός παρείσακτος. Είχαν πει στην Ονόρια ότι θα πήγαινε μαζί του. Ο Τσάρλι χάρηκε όταν είδε πως η μικρή είχε τη λεπτότητα να κρύψει την υπέρμετρη αγαλλίασή της.

 

 

«Το κτήνος» και «Il Conde», δύο διηγήματα του Joseph Conrad (εκδόσεις Ευρασία-Στιγμός)

 

Ο πρώιμος μοντερνιστής Joseph Conrad (1857-1924) έζησε 16 χρόνια στη θάλασσα προτού εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Το ότι είναι άριστος γνώστης της θάλασσας και της ζωής των ναυτικών το αποδεικνύει περίτρανα (και) στο διήγημά του «Το κτήνος», που γράφτηκε το 1906. Στο διήγημα αυτό, που ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς το συγκαταλέγει μαζί με το «Il Conde», που ακολουθεί, μέσα στα δέκα καλύτερα του συγγραφέα, έχουμε μια ναυτική αφήγηση στο μπαρ «Τα τρία κοράκια», όπου βρίσκονται και πίνουν κάποιοι απόμαχοι ναυτικοί. Ένας απ’ αυτούς αφηγείται την ιστορία του «Κτήνους», ενός από τα πλοία της πλοιοκτήτριας εταιρείας Έιπς και Υιοί, που, πριν πέσει στα βράχια και αχρηστευτεί πλήρως, πρόλαβε να πάρει στον λαιμό του αρκετούς ναυτικούς αλλά και μία γυναίκα.

Η αφήγηση έχει έντονη δραματικότητα, φαντασία και ισχυρούς συμβολισμούς, στοιχεία που θα διακρίνουμε σε όλο το έργο του Conrad, που κυρίως είναι μυθιστορηματικό. Γενικά, τα διηγήματα που έγραψε ο Conrad, λειτούργησαν ως προπομπός αλλά και ως μαγιά για το μυθοπλαστικό του έργο. Στο εν λόγω διήγημα, το «Κτήνος», η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα μεταμορφώνει ένα άψυχο πλοίο σε ένα αδηφάγο και εκδικητικό στοιχείο της φύσης, προσδίδοντάς του ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Το δεύτερο διήγημα του βιβλίου, το «Il Conde», γράφτηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1908. Πρόκειται για μια άσκηση λεπτεπίλεπτου ύφους εκ μέρους του συγγραφέα, ένα αφηγηματικό κομψοτέχνημα, όπου και πάλι κυριαρχεί ένας απαισιόδοξος τόνος, η φαντασία και το έντονο δραματικό στοιχείο. Ο Conrad εδώ σκιαγραφεί περίτεχνα το πορτρέτο ενός εκλεπτυσμένου μεσήλικα, του Conde, όπως τον αποκαλεί ο περίγυρός του, τον οποίον ο αφηγητής συναντά και γνωρίζει σε ένα θέρετρο αναψυχής έξω από τη Νάπολη. Ο συγγραφέας-αφηγητής, πιάνοντας κουβέντα μαζί του, πληροφορείται πως βρίσκεται εκεί γιατί μόνο σ’ αυτό το σημείο της Γης, λόγω εξαιρετικού κλίματος, ο Conde αντιμετωπίζει την επίμονη ρευματοπάθειά του, ευελπιστώντας έτσι ν’ αυξήσει το προσδόκιμο της ζωής του. Όταν όμως ο Conde τού αφηγείται μια τραυματική εμπειρία που του συνέβη στη Νάπολη, σ’ ένα κοσμικό πάρκο δίπλα στη θάλασσα, ο αφηγητής νιώθει τον ήρωα να συγκλονίζεται και να γερνά πρόωρα. Αυτή η τραυματική εμπειρία αναγκάζει τον εκλεπτυσμένο μεσήλικα να προσγειωθεί και να αντιμετωπίσει κατάφατσα την αλήθεια της Νάπολης (κλοπές, απειλές, Μαφία), προσδίδοντας άκρως ειρωνική (στο όριο της κυριολεξίας) διάσταση στη ρήση του Γκαίτε «Vedi Napoli e poi mori» (Τη Νάπολη να δω κι ας πεθάνω), που ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί και ως μότο του διηγήματος.

 

Δείγμα γραφής (σ. 92)

 

Αν όντως όσα μου εξομολογήθηκε με αυτή την παντομίμα ήταν αληθινά, τότε η συμπεριφορά του ήταν απλώς εξαιρετική. Όχι δεν ήταν αυτό, δεν ένιωθε ντροπή. Είχε θιγεί όχι επειδή ήταν το επιλεγμένο θύμα μιας ληστείας, αλλά επειδή είχε γίνει αποδέκτης μιας τεράστιας απαξίωσης. Η προσωπική του γαλήνη είχε ευτελιστεί άδικα.

 

………………………..

 

  Τόσο ο F. S. Fitzgerald όσο και ο Joseph Conrad, μ’ αυτά τους τα διηγήματα αναπλάθουν περίτεχνα την εποχή, στην οποία αναφέρονται οι αφηγήσεις, και που οι ίδιοι είχαν ζήσει. Αν όμως κάτι είναι έντονα κοινό στις τρεις αυτές ιστορίες, είναι η έννοια του ανθρώπινου πεπρωμένου και του απρόοπτου της ζωής, που καταβάλλει τους ήρωές τους, θυμίζοντάς μας έντονα το αρχαίο απόφθεγμα: Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

 

Παναγιώτης Γούτας


 

                     Μπορείτε να διαβάσετε την κριτική και στην 

                   παρακάτω διεύθυνση της bookpress

                    https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/23555-epistrofi-sti-vavylona-tou-fitzeralnt-to-ktinos-il-conde-tou-konrant-to-pepromeno-fygein-adynaton