ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
֎
…………………………………………………………….
Όταν
ο Βασίλης κατάφερε να συνέλθει από το σοκ, και του ήρθαν και πάλι τα λόγια στο
στόμα, ο Μποέμ στεκόταν με βλέμμα έκπληκτο μπροστά του.
Θύμιζε βουρκωμένο, κλοτσημένο σκυλί του
δρόμου, που σε ικετεύει για άγνωστο λόγο.
Λερός, εξαθλιωμένος, καταπονημένος από το
ταξίδι του, ο αποσυνάγωγος του αιώνα του – ή μήπως των αιώνων; – ήταν έτοιμος
να σωριαστεί στο πλακόστρωτο της παραλίας από την εξάντληση, και να
καταρρεύσει.
Μηχανικά έτεινε το χέρι του και τον
συγκράτησε όρθιο.
–Πώς από τα μέρη μας, κυρ Αλέξανδρε; Ποιος
ούριος άνεμος σε φέρνει εδώ;
Αισθάνθηκε πως ψέλλισε μέσ’ απ’ τα δόντια
του τη φράση «Ω! Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!», που, κατά μαγικό τρόπο,
διέλυσε το σύννεφο των αιώνων που μεσολαβούσαν, διαρρηγνύοντας την ανεπαίσθητη
μεμβράνη που διαχώριζε τη φαντασία από την πραγματικότητα.
Σαν ένα μαγικό κλειδί λειτούργησε εκείνη η
μελωδική και εύηχη πρόταση που ξεκλείδωσε την πόρτα της εποχής μας.
Ακαριαία ο Μποέμ προσδιορίστηκε στον νέο
τόπο, στη νέα εποχή, στον καινούριο αιώνα, κι άρχισε να συνομιλεί με τον ήρωά
μας αρκετά φυσιολογικά, περίπου σαν άνθρωπος του καιρού μας.
Όμως, ακόμη κι έτσι, το πράγμα φώναζε πως
είχε έλθει από άλλην εποχή.
–Ναύλωσα ετούτη την εντοπία σκούνα
αναμένοντες με τον Μαθιό να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος, για να μας κατευθύνει
βόρεια. Όμως, περί το μέσον της διαδρομής, σηκώθηκε κύμα δυσθεώρητο και
θαλασσοταραχή μεγάλη και…
Διακρίνοντας με την άκρη του ματιού του
δύο άντρες της πολιτιστικής αστυνομίας να περιπολούν στην παραλία – δύο
επιμελώς ατημέλητους τύπος με γκρίζα κοτσίδα, μαύρα γιλέκα, φθαρμένα στο γόνατο
τζιν παντελόνια, και με κάτι γελοία ροζ πουά σακίδια κρεμασμένα στους ώμους –,
έβαλε με νόημα το δάχτυλο στα χείλη, υποδεικνύοντας στον Μποέμ:
–Μίλα σιγά, κυρ Αλέξανδρε. Η γλώσσα σου
διώκεται σήμερα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή. Δεν πρέπει να σ’ ακούσουν να μιλάς,
έτσι όπως μιλάς, εκείνοι οι δύο τύποι που περιπολούν στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Μίλα ακριβώς όπως εγώ, προσπάθησε να με μιμηθείς. Με τη δική σου γλώσσα θα
μιλάς μόνο σε ιδιωτικούς χώρους – έτσι το έχουμε πλέον καθιερώσει.
Για αρχή, τον έβαλε να καθίσει σ’ ένα
παγκάκι και του αγόρασε από το πλησιέστερο περίπτερο ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο
νερό, για να δροσιστεί.
Έβγαλε το πώμα, κι εκείνος το άρπαξε και
το ήπιε μονορούφι.
Ύστερα, με τη δεξιά του παλάμη, σκούπισε
τα μακριά του γένια που είχαν συγκρατήσει αρκετή ποσότητα νερού. Ρυάκι έσταζε
από τα χείλη του.
Άρχισε τώρα να μιλά με τη γλώσσα της
εποχής μας.
Ο Βασίλης ένιωθε άσχημα που συνέβαινε
αυτό, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Προείχε η σωματική ασφάλεια κι ακεραιότητα
του Μποέμ.
–Θα ήμουν είκοσι ενός χρονών παλικαράκι,
όταν αποφάσισα να επισκεφτώ το Όρος. Πάλι με καράβι φύγαμε, τότε, από τη
Σκιάθο, και κατευθυνθήκαμε βόρεια. Είχα πάει, τότε, με τον καλό μου φίλο, τον
Νίκο Διανέλο, τον μετέπειτα μοναχό Νήφωνα. Και τι δεν είπαν οι φαρμακερές
γλώσσες για τη φιλία μας; Το ότι κατοικήσαμε, κάποτε, για λίγο στο ίδιο
διαμέρισμα, στάθηκε η αφορμή να μας χαρακτηρίσουν και κίναιδους. Ευτυχώς ο
Νήφωνας παντρεύτηκε κατόπιν, χαθήκαμε από τότε, και έπαυσαν τα κουτσομπολιά και
οι μικρότητες.
Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, κάτι έφερε
στον νου του.
Στο πρόσωπό του χαράχτηκε μια αλλόκοτη
διάθεση αναπόλησης, σαν να ονειροβατούσε.
Συνέχισε πάλι να μιλά χαμηλόφωνα.
–Οκτώ μήνες είχα μείνει, θυμάμαι, τότε,
στο Όρος, ως δόκιμος μοναχός. Και τις προάλλες, που αναλογιζόμουν την περασμένη
ζωή μου, έφτασα στο συμπέρασμα πως δεν έπρεπε να εγκαταλείψω το Όρος και να
επιστρέψω στη Σκιάθο. Έπρεπε να ήμουν, τότε, πιο αποφασιστικός. Γι’ αυτό, έδωσα
και τις τελευταίες δεκάρες που μου έμειναν στον Μαθιό και τον έβαλα να με
πετάξει μέχρι το Τσαούς μοναστήρι, για να μονάσω. Δεύτερη φορά στο Όρος θα
πήγαινε πολύ, δεν θα το άντεχα.
Ο Βασίλης τον έπιασε απαλά απ’ τις
μασχάλες και τον κουβάλησε στο διαμέρισμά του, στο κέντρο της Χώρας. Του
έφτιαξε μια ζεστή κοτόσουπα για να πάρει τα πάνω του και του έστρωσε να
κοιμηθεί στρωματσάδα.
∞
Όταν
ο Μποέμ ξύπνησε, το επόμενο πρωί, το πρώτο πράγμα που ζήτησε από τον Βασίλη
ήταν να τον συνοδεύσει μέχρι την κοντινότερη εκκλησία για να εκκλησιαστεί και
να ψάλει.
Ο Βασίλης τον οδήγησε μέχρι τον Ιερό Ναό
του Αγίου Μηνά κι ο άλλος, πιάνοντας ένα ακριανό στασίδι, με φωνή ταλαιπωρημένη
αλλά και εμφανώς ταραγμένη από τη συγκίνηση, άρχισε να ψέλνει.
Στο τέλος κοινώνησε, πήρε δυο-τρία
αντίδωρα στο χέρι, τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του, και βγήκε στον περίγυρο
της εκκλησίας, όπου καθόταν ο Βασίλης σ’ ένα παγκάκι, για να συναντηθούνε.
Βλέποντάς τον στυλωμένο γερά στα πόδια του
να μασουλάει λαίμαργα τα αντίδωρα, αποφάσισε να του κάνει μια μικρή περιήγηση
στην παλιά περιοχή του Φραγκομαχαλά, που σήμερα κατακλύζεται από εμπορικά
καταστήματα.
Στον Φραγκομαχαλά αντάμωναν ο ήχος της
ανατολής, το παράπονο των προσφύγων, τα σεφαραδίτικα με τα σέρβικα, τα
βουλγάρικα και άλλες ομιλούμενες γλώσσες του καιρού τους.
Οι ρέκτες του παρελθόντος, όπως ο ήρωάς
μας, μπορούν δια της μνήμης να επανέρχονται σε τόπους παλιούς και να τους
αντικρίζουν ατόφιους και αχάλαστους, όπως υπήρξαν κάποτε, πριν από πολλά
χρόνια, παραβλέποντας τις σύγχρονες κακόγουστες κακοτεχνίες. Καμιά δημοτική
πολιτιστική αστυνομία και κανένα πανεπιστημιακό φιρμάνι καμιάς νεωτερικής
περιοχής αυτού του πλανήτη δεν μπορεί να τους απαγορεύσει κάτι τέτοιο.
Σαν μέσα σε όνειρο τού έδειξε τα τρία
γνωστότερα ξενοδοχεία του Φραγκομαχαλά, που έλαμπαν μπροστά τους με όλη την
παλιά τους, απέριττη, φτωχική, ωστόσο πολύτιμη αίγλη τους.
Το ξενοδοχείο «Ματζιάρ» (μετέπειτα
«Αλεξάνδρεια»), στη γωνία των οδών Φράγκων με Λέοντος Σοφού.
Το ξενοδοχείο «Αίγυπτος», επί της οδού
Βαλαωρίτου.
Το ξενοδοχείο «Κολόμπο», στην περιοχή
Κολόμβου.
Οι αμύητοι, σημερινοί άνθρωποι της
πόλης-νησιού, οι παντελώς άμαθοι και απαίδευτοι από τέτοιου είδους αναπάντεχα
ταξίδια στον χρόνο, στη θέση τους αντίκριζαν πάντα πολυκατοικίες ή σύγχρονα
εμπορικά καταστήματα, αγνοώντας ολοκληρωτικά την ιερότητα αυτών των παλιών
κτηρίων.
Επιπροσθέτως, τα ταξίδια στον χρόνο θέλουν
μόχθο πνευματικό και την άκακη, γαλήνια ματιά ενός Παπαδιαμάντη – στοιχεία
δυσεύρετα στην εποχή μας.
Επιστρέφοντας προς το κέντρο της Χώρας,
τον πήγε στο καφενείο του Καφαντάρη για να πιει έναν παραδοσιακό βαρύγλυκο με
μπόλικες φουσκάλες, όπως φανταζόταν πως θα του άρεζε πολύ.
Του εξήγησε πως εδώ έπιναν τον καφέ τους
δυο πασίγνωστοι μουσικοί που έζησαν στην πόλη, ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης.
Πιάσανε, κατά το συνήθειό του, ένα απόμερο
ακριανό τραπεζάκι και, σιγοπίνοντας τον καφέ, άρχισαν την κουβέντα.
Ο Βασίλης γνώριζε καλά πως είχε να κάνει
μ’ έναν λιγομίλητο, μοναχικό, σχεδόν αγοραφοβικό άνθρωπο, που του ’παιρνες τα
λόγια απ’ το στόμα με το τσιγκέλι, όμως νά που, αυτή τη φορά, ο Μποέμ ήθελε να
του ανοιχτεί και να του πει πολλά.
–Λατρεύω τους καφενέδες, παρότι η φασαρία
και οι συζητήσεις των θαμώνων ανέκαθεν μ’ ενοχλούσαν. Όσο ζούσα στην Αθήνα, τα
οικονομικά μου ήταν άθλια. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ένας λαμπρός άνθρωπος, εκδότης
της εφημερίδας «Ακρόπολη», με βοηθούσε οικονομικά, κι εγώ του έδινα διηγήματά
μου σε συνέχειες για την εφημερίδα του. Έκανα και κάτι μεταφράσεις αλλά και
ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου για να τα φέρω βόλτα…
Σταμάτησε για λίγο, κάτι πάλι σκέφτηκε.
Το βλέμμα προσηλώθηκε στον, απέναντι,
παλιό καθρέφτη – η μνήμη θαρρείς και ράγισε το παγωμένο κρύσταλλο –, ήπιε μια
γουλιά από τον βαρύγλυκό του, έσιαξε λίγο τα γένια του και συνέχισε…
–…Τα χρήματα δεν έφταναν ούτε για τον
καφέ. Μέσα σε δυο ημέρες μετά την πληρωμή, δεν μου έμενε δραχμή στην τσέπη. Πού
καινούρια ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης – μεγάλη πολυτέλεια. Από το 1906
ξετρύπωσα εκείνο το καφενείο της Δεξαμενής, στην πλατεία Κολωνακίου. Εκεί με
φωτογράφισε, μια φορά, και ο Παύλος Νιρβάνας, δίχως, βέβαια, την απόλυτη
συγκατάθεσή μου.
–Νά η φωτογραφία σου, κυρ Αλέξανδρε…, του
έκανε ξαφνικά ο Βασίλης δείχνοντας την οθόνη του κινητού του, όπου την είχε
αποθηκευμένη. Αυτήν έβαζαν μέχρι πρότινος στα αφιερώματα που σου έκαναν τα
λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας…
Ο Μποέμ την περιεργάστηκε για λίγο,
επιβεβαίωσε τη γνησιότητά της και ύστερα συνέχισε…
–…Ο καφές μου κόστιζε, θυμάμαι, μια
δεκάρα, όμως πολλές φορές δεν την είχα ούτε αυτήν στην τσέπη μου για να τον
πληρώσω. Τότε, είτε μου τον κερνούσαν φίλοι ή ο καφετζής, είτε τον χρέωναν στο
τεφτεράκι με τα χρέη μου. Μόνο χρέη θυμάμαι να έχω, τότε, στην Αθήνα. Μόνο
χρέη…
Ο Βασίλης αποφάσισε να παρέμβει, γιατί
ένιωσε πως αυτή η επιστροφή στα περασμένα τον έριχνε ψυχολογικά, του τσάκιζε το
ηθικό.
–Κυρ Αλέξανδρε, θα μείνεις ένα διάστημα
στην Ευδαίμονα, να πάρεις τα πάνω σου. Θα αναλάβω εγώ όλα τα έξοδά σου. Κι όταν
συνέλθεις για τα καλά, θα βρούμε τρόπο να σε πάμε και στο Τσαούς μοναστήρι…
Ο άλλος τον κοίταξε πάλι με κείνο το
έκπληκτο, βουρκωμένο βλέμμα του.
Ήταν έτοιμος να σπάσει, να βάλει τα
κλάματα σαν μικρό παιδί.
–Μου θυμίζεις, αγόρι μου, τους λιγοστούς
φίλους μου, στην Αθήνα, που όταν κάποτε κινδύνεψε σοβαρά η υγεία μου, έκαναν
εκδήλωση στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» με σκοπό την οικονομική μου
ενίσχυση…
–Λοιπόν, τι λες; Θα μου επιτρέψεις να σ’
αναλάβω;
–Υπό έναν όρο όμως…, του κάνει αυστηρά.
–Τι όρο; απόρησε ο Βασίλης.
–Δεν θέλω να σου γίνω βάρος στο σπίτι σου.
Θα διανυκτερεύσω για μερικά βράδια σε κάποιο χάνι…
–Σύμφωνοι. Αλλά κι εσύ θα ικανοποιήσεις
μια δικιά μου επιθυμία…
–Σ’ ακούω…
–Ένας υπερήλικας ποιητής, που πίνει νερό
στ’ όνομά σου, βρίσκεται στα τελευταία του. Θέλω, προτού πεθάνει, να πάμε σπίτι
του να του κλείσεις εσύ τα μάτια. Θα έχει έτσι ένα ονειρεμένο τέλος…
–Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι…
–Μία σου και μία μου, κυρ Αλέξανδρε… Έλα
τώρα να βγούμε και μία σέλφι, εις ανάμνηση αυτής της συζήτησής μας…
–Σέλφι, τι είναι, πάλι, αυτό; απόρησε ο
Σκιαθίτης.
–Έλα, έλα, κοίτα στην οθόνη, χαμογέλασε
και μη ρωτάς πολλά…
…………………………………………………………
(Απόσπασμα από τη νουβέλα Μποέμ, που
περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο –τρεις νουβέλες και μία
συνάντηση, εκδ. Κέδρος, 2018)
●
Η ΕΚΔΡΟΜΗ
Στη
Σκιάθο πεταχτήκαμε με τον Θωμά για μονοήμερη εκδρομή από παραθαλάσσιο χωριό του
Πηλίου. Αύγουστος προχωρημένος, πνιγηρός. Κατευθυνόμασταν προς το Κτελ με
προορισμό τις Κουκουναριές. Ήμασταν αξύριστοι, φορούσαμε γυαλιά, καπέλα,
σορτσάκια, σαγιονάρες και είχαμε κρεμασμένα σακίδια στους ώμους.
Κάποια στιγμή αντικρίσαμε μια ταμπέλα που
έγραφε «Προς οικίαν Αλ. Παπαδιαμάντη». Δέκα μέτρα παραπέρα, ένα παλιό διώροφο
με ξύλινο μπαλκονάκι και δεκάδες τουρίστες – κυρίως ξένοι – που περίμεναν
καρτερικά στην είσοδο.
–Πάμε, Θωμά, να δούμε το σπίτι του
Παπαδιαμάντη; Έχει γίνει κάτι σαν μουσείο. Ας καθυστερήσουμε λίγο στην παραλία.
–Θα αστειεύεσαι, φίλε. Εγώ δεν γίνομαι ένα
μ’ αυτούς εκεί κάτω. Κείνοι είναι καθολικοί και ’γω ορθόδοξος. Εσύ μπαίνεις σε
εκκλησία με σορτσάκι και σαγιονάρες;
–Δε σε καταλαβαίνω.
–Με την αμφίεση που έχουμε, μόνο για το
σπίτι του μπαρμπα-Αλέξανδρου δεν είμαστε.
–Έλα, ρε Θωμά, πώς κάνεις έτσι;
–Τι πώς κάνω; Είναι σοβαρά πράγματα; Πάμε
σήμερα στην παραλία, επιστρέφουμε τ’ απόγευμα Μηλίνα και αύριο, αν θέλεις,
ξανακάνουμε την εκδρομή ντυμένοι καλύτερα.
Στην επιστροφή ήμουν γεμάτος σκέψεις. Ο
Θωμάς είχε δίκιο. Δεν ήταν σωστό να περιφέρουμε τη γύμνια και τα αντηλιακά μας
σ’ έναν τέτοιο χώρο. Και παρότι είχα φάει τον Παπαδιαμάντη με το κουτάλι,
έδειξε πως σέβεται κι εκτιμά περισσότερο από μένα τ’ όνομά του.
Την επομένη, φορώντας μακρύ παντελόνι,
μακρομάνικο πουκάμισο και κλειστό παπούτσι, επαναλάβαμε την εκδρομή στη Σκιάθο,
τιμώντας, όπως άρμοζε, τη μνήμη ενός αγίου των γραμμάτων μας.
[περιλαμβάνεται
ως αφήγημα στο βιβλίο μου Τα λάφυρα του Αυγούστου (Αλεξάνδρεια, 2001)
και υπάρχει ως αφηγηματικός σπόνδυλος στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο
(Κέδρος, 2008)]
●
ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Εδώ,
σ’ αυτήν τη φτωχική γωνίτσα, άφησε την τελευταία του πνοή ο Παπαδιαμάντης. Μια
στάλα κρεβατάκι, χαμηλό, ένα θαρρείς με το ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Το ’χουν
στρωμένο μ’ ένα κροσσωτό χειροποίητο σκέπασμα, και πάνω του έχουν ακουμπισμένες
κάτι ριγέ μαξιλάρες. Πάνω ακριβώς από το κρεβατάκι, η ληξιαρχική πράξη του
θανάτου του. Και λίγο δεξιά, σε βαμμένο ξύλο, μια επιγραφή που ενημερώνει για
το ακριβές σημείο του συμβάντος.
Τον φαντάζομαι, μέσα στην αχλή των χρόνων,
να κουρνιάζει το ταπεινό του σαρκίο. Ύστερα από πολύωρη μελέτη και συγγραφή στο
απέναντι γραφειάκι, υπό το φως κάποιου αναμμένου κεριού, μαζεύεται στο χαμηλό
κρεβάτι. Ζαρώνει το κορμί του, κουκουβίζει, παίρνει τη στάση του εμβρύου και
προσωρινά ξεκουράζεται. Μόνο για λίγες στιγμές. Κι ύστερα πάλι εγείρεται για να
ψάλει, να προσευχηθεί, να μελετήσει, να συγγράψει. Πώς μπορούσε και χωρούσε
τέτοιο πνεύμα σ’ αυτόν τον καναπέ, δίπλα στο τζάκι; Πώς βόλευε το κορμί του σε
ένα χώρο μισό επί ενάμιση; Μόνο οι γιόγκι, σκέφτομαι, μπορούν να κάνουν κάτι
τέτοιο. Και οι ποιητές.
Δεν επιτρέπουν στους επισκέπτες να πάρουν
φωτογραφίες – και καλά κάνουν. Μόνο σε καρτ ποστάλ, αγορασμένες από το ισόγειο
του σπιτιού, μπορείς να έχεις τον προσωπικό χώρο του κοσμοκαλόγερου. Όποτε
βρίσκομαι στην ξιπασμένη, πλέον, Σκιάθο, πάντα θα περάσω – σαν προσκύνημα – από
το σπίτι του μεγάλου Σκιαθίτη. Θα ξεφύγω προσωρινά από τις ορδές των τουριστών,
από τα δρομάκια με τα εστιατόρια και τα μαγαζιά των αναμνηστικών, από τους
κράχτες-σερβιτόρους και τις καλλονές με τα παρεό, θα ξεγλιστρήσω από τη διαχεόμενη
φτήνια του θέρους, για να βρεθώ στο παλιό διώροφο που έγινε μουσείο. Και ’κει,
μόνο στη γωνίτσα του θα σταθώ ευλαβικά, στο νεκροκρέβατό του, ανάβοντας νοερά
ένα κεράκι στη μνήμη του. Ίσως είναι το σημαντικότερο κρεβάτι της νεοελληνικής
ιστορίας μας, σκέφτομαι. Το νεκροκρέβατο του μπαρμπ’ Αλέξανδρου. Που οι
κριτικοί και οι μελετητές του τον θεωρούν, πλέον, εκτός από κορυφαίο πεζογράφο,
και κορυφαίο ποιητή. Γιατί, τι άλλο εκτός από ποίηση, θα μπορούσε να θεωρηθεί η
όλη μαγεία που εξέπεμπαν τα διηγήματά του;
Γι’ ακόμα μία φορά κοιτάζω το κρεβάτι του.
Όχι το οικογενειακό κειμήλιο του διπλανού δωματίου, το μεγάλο διπλό κρεβάτι,
όπου κοιμόταν ο πατέρας του, αλλά εκείνο το υποτυπώδες στρώμα με τις μαξιλάρες,
δίπλα στις κουρελούδες του πατώματος, με την παλιά ξύλινη καρέκλα πλάι, και
κάποια βιβλία ακουμπισμένα πάνω της. Το μέρος που έμεινε άψυχο το σώμα του
Παπαδιαμάντη.
Βουρκωμένος προσπαθώ να νιώσω τη στιγμή.
Το πνεύμα να αποχωρίζεται το σώμα. Το πνεύμα να ίπταται αενάως και το γερασμένο
σαρκίο να μένει ακίνητο, κοκαλωμένο, άπραγο, μαζεμένο στον ταπεινό, χαμηλό
καναπέ.
Αίφνης το μικρό κρεβατάκι αρχίζει μπροστά
στα μάτια μου να μεγαλώνει, να σηκώνεται, να μετεωρίζεται στον μέσα χώρο, να
ψηλώνει, ολοένα να ψηλώνει. Βγαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο έξω, στα
δρομάκια της νήσου Σκιάθος, και ταξιδεύει στον ανέφελο ουρανό. Γίνεται ένα
ολόφωτο, πολύχρωμο πλοίο που αρμενίζει αθόρυβα στους γαλαξίες του σύμπαντος.
(περιλαμβάνεται
ως αφηγηματικός σπόνδυλος στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο, εκδ.
Κέδρος, 2008)
●
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΣ
ΑΚΟΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ
(δύο μαρτυρίες)
1
Τον
περιμέναμε εναγωνίως στο σχολείο, ένα μήνα τώρα. Ανέβαλλε διαρκώς την επίσκεψή
του, σπάζοντάς μας τα νεύρα. Έσκασε μύτη παραμονές Χριστουγέννων. Ο σχολικός
σύμβουλος της περιφέρειάς μας.
Την τρίτη ώρα μπήκε στην τάξη μου.
Ήξερα τα χούγια του από τους παλιούς
συναδέλφους. Ήθελε εποπτεία, αφόρμηση, ερωτήσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον
των μαθητών. Προτιμούσε ομαδοσυνεργατικό διδακτικό πλαίσιο.
Στο τέλος, απαιτούσε επέκταση της
διδακτικής ενότητας με δημιουργικές δραστηριότητες. Κι απαραιτήτως
καθαρογραμμένη πορεία διδασκαλίας.
Πού να φανταζόταν πως άλλα του επεφύλασσα,
στο πλαίσιο της «ευελιξίας του ωρολογίου προγράμματος»;
Ζήτησε να ενημερωθεί για το γλωσσικό
μάθημα της ημέρας.
Ένα ποιηματάκι είχαμε για τον καινούριο
χρόνο, με πληκτική επανάληψη της ίδιας λέξης, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του –
πώς δεν ντράπηκαν να το συμπεριλάβουν στα σχολικά εγχειρίδια;
Ο σύμβουλος στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα,
ανοίγοντας μάτια κι αυτιά, για να με αξιολογήσει.
—Κλείστε, παιδιά, τα βιβλία. Ξεχάστε το
μάθημα όπως το κάνουμε κάθε μέρα. Σήμερα θα ταξιδέψουμε στη Σκιάθο του
Παπαδιαμάντη.
Έβγαλα από την τσάντα ένα παλιό, φθαρμένο
βιβλίο κι άρχισα να τους διαβάζω.
Κάτω σιγή νεκρική.
«Χριστούγεννα που έμελλαν να κάνουν τη
χρονιάν εκείνην οι χριστιανοί, οι άνθρωποι του χωριού: Αν επερίμεναν από τον
μπάρμπα Στάθην τον Γρούτσον με την βάρκα του, την πολλάκις καλαφατισμένην…»
Ένα εξόριστο τούς έφερα στην τάξη,
παρόντος του συμβούλου. Τον κυρ Αλέξανδρο, που οι ειδήμονες περί τα σχολικά τού
έκλεισαν άκομψα το στόμα.
Βάλανε τα βρύα και τις λειχήνες, αγνοώντας
το κυπαρίσσι. Και η δικαιολογία φτηνή. Είναι ιδιάζουσα, τάχα, η γλώσσα του και
θα δυσκολευτούν τα παιδιά.
Θαρρείς, η άλλη γλώσσα, που δεν
δυσκολεύει, προσφέρει τίποτε.
Όλα θυσία στο βωμό της ευκολίας και της
μονοτονικής αφασίας.
Αγνόησα επιδεικτικά το πλούσιο ρεπερτόριο
της μοντέρνας διδακτικής, που προφανώς ευελπιστούσε ο ανυποψίαστος σύμβουλος
πως θα ακολουθούσα.
Μόνη μου έγνοια να νιώσουν τα παιδιά τη
μαγεία του μεγάλου συγγραφέα μας.
Να ψηλαφίσουν τους χαρακτήρες της νήσου
Σκιάθος.
Να κρυφακούσουν το κύμα, στο κρυφό
Μανδράκι, να τραμπαλίζει τη βάρκα του μπάρμπα Στάθη του Γρούτσου.
Να βρεθούν εκεί, όπου κανένας παππούς και
καμία γιαγιά –εξόριστοι κι αυτοί από τις σημερινές οικογένειες, όπως ο
Παπαδιαμάντης από τα αναγνωστικά– δεν πρόκειται ποτέ να τους ταξιδέψουν με τις
ιστορίες τους.
Στο τέλος της ανάγνωσης τα μάτια των
μαθητών μου έλαμπαν.
Ο λόγος, σαν σπόρος έπιασε στις ψυχές
τους. Ήθελαν να διαβάσουμε κι άλλη ιστορία.
Ο σύμβουλος κάτι σημείωνε, σκεφτικός, στο
μπλοκάκι του. Ύστερα αποχώρησε διακριτικά από την αίθουσα.
Στο διάλειμμα, στο γραφείο διδασκόντων,
κάτι ξεκίνησε να μου λέει για παρεκκλίσεις από το πρόγραμμα και τη διδακτέα
ύλη, όμως ένας απρόσμενος, επίμονος βήχας τον έκανε να σταματήσει κάθε
κουβέντα.
Κύμα τεράστιο, θαρρείς, υψώθηκε από το
κρυφό Μανδράκι, πνίγοντας στο φάρυγγά του κρίσεις και σχόλια.
Του δώσαμε νερό, καθάρισε τον λαιμό του,
ηρέμησε κάπως, κι άρχισε να συζητά με τον διευθυντή για το καινούριο συνταξιοδοτικό.
2
Πήγα
περισσότερο από περιέργεια και για να σκοτώσω τον χρόνο μου, παρά επειδή τον
εκτιμούσα ως πεζογράφο. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη. Θα γινόταν παρουσίαση του
τελευταίου βιβλίου του, αλλά και κάποιου είδους βράβευση για την έως τώρα
προσφορά του στα γράμματα.
Κορδωμένος μπροστά στα μικρόφωνα ανέλυε ο
ίδιος το στιλ της γραφής του και τα στάδια που διάνυσε. Κουβάλησε για το σκοπό
αυτό και δύο πανεπιστημιακούς, μανούλες στην κολακεία, για πεισθεί το φιλότεχνο
κοινό περί του αξιολογότατου της πένας του.
«Εμείς οι συγγραφείς…», κόμπαζε κάθε τόσο
περιαυτολογώντας.
«Εμείς οι συγγραφείς, έτσι κι έτσι…».
Η απαστράπτουσα σύζυγός του –η ίδια που
την πεθαίνει σ’ όλα σχεδόν τα βιβλία του από ανίατη ασθένεια– στα πρώτα
καθίσματα, εμφανώς συγκινημένη.
Σκέφτομαι πως οι προοπτικές για κρατικό
βραβείο είναι μάλλον ευοίωνες. Ο προγενέστερος συγγραφικός του βίος, οι φιλικές
του σχέσεις με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, το ανελέητο κυνήγι της δημοσιότητας μέσω
τηλεοπτικών παραθύρων και η σύζυγος που σηκώνει τους κακοήθεις όγκους στο κορμί
της, συνηγορούν για το καλύτερο. Τον φαντάζομαι από τώρα να διαβάζει
αποσπάσματα από τις βαθυστόχαστες κουταμάρες του στο Μέγαρο Μουσικής, ενώπιον
βιζόν και μεταξωτών κοστουμιών, και νιώθω αηδία.
Θέλω να σηκωθώ να φύγω, να εξαφανιστώ από
προσώπου γης. Να ξεράσω κάπου με την ησυχία μου. Έτσι στριμωγμένος, στα μεσαία
καθίσματα, με τα φλας να με καρφώνουν ανελέητα, αδυνατώ ακόμα και να κουνηθώ.
Φέρνω, αίφνης, στον νου τον ταπεινό
κοσμοκαλόγερο. «Το αγριοκάτσικο» όπως τον χαρακτηρίζει ο Βλαχογιάννης, διά
στόματος Χριστιανόπουλου, που αρνούνταν επίμονα τιμές και διακρίσεις. Που
κρυβότανε σε σπίτια φιλικά για να μην τον βρούνε και τον βραβεύσουν. Τον σεμνό
Σκιαθίτη που δεν δεχόταν ούτε να φωτογραφηθεί. Τον φαντάζομαι στο φτωχικό
δωματιάκι του να γράφει σελίδες ατέλειωτες για τους χαρακτήρες του ωραίου
νησιού του. Κι αργά το βράδυ, αποκαμωμένο, να τον παίρνει ο ύπνος πάνω στην
ξύλινη καρέκλα του.
Ένα κεράκι άναψα νοερά στη μνήμη του κυρ
Αλέξανδρου, που σαρώνει μέχρι σήμερα από ψηλά, όλα τα νόμπελ αξιοπρέπειας.
Μπόρεσα και άντεξα την περίσταση. Με τύλιξε η χάρη κι η ταπεινότητά του,
προστατεύοντάς με απ’ τη διάχυτη ευτέλεια και την περίσσια ανοησία. Κι όταν το
πλήθος σερνόταν στον πλούσιο μπουφέ, πλησίασα με θάρρος προς την έξοδο.
(τα
δύο παραπάνω κείμενα δημοσιεύτηκαν στο περ. Οδός Πανός, τ. 120,
Απρίλιος-Ιούνιος 2003 (αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)· περιλαμβάνονται
επίσης ως αφηγηματικοί σπόνδυλοι στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο,
Κέδρος, 2008)
●
ΓΙΑ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΕΣ
Ασφυκτιούν ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο
Παπαδιαμάντης,
μέσα στους δερματόδετους,
σκονισμένους τόμους,
στην αποθήκη του Σχολείου επί της
Κρυστάλλη.
Πλάι τους, προτομές αγωνιστών του ’21
κι εγκαταλειμμένες χειροκίνητες
γραφομηχανές.
Στα διαλείμματα,
τρυπώνουν δασκαλίτσες και καπνίζουν,
ανυποψίαστες για τη διάχυτη
ποιητικότητα του χώρου.
(περιλαμβάνεται
στην ποιητική συλλογή μου Ντόρτια, ποιήματα των φίλων, 2012)