ΠΑΝΤΑ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
«Ένα
κόλπο... Ένα κόλπο χρειάζεται, Τζακ, για ν’ αλλάξει το σκηνικό. Κάτι δυνατό και
πρωτόγονο, τρελό και έξυπνο. Κάτι μοναδικό κι απίθανο, που θα μας ανεβάσει
ατμόσφαιρες ψηλά».
Τις
πρώτες ημέρες εκείνου του Αυγούστου, μέσα από κόλπα και γνωριμίες με γυναίκες,
ο Τζακ και ο Μένσα αποζητούν μια διέξοδο από τα προβλήματα της καθημερινότητας,
που τους πιέζουν ασφυκτικά. Τον ίδιο καιρό, κάποιοι παλιοί συμμαθητές,
πενηντάρηδες πλέον, οργανώνουν την ετήσια συνάντησή τους για να θυμηθούν τα
παλιά. Κάτω από τον ελληνικό ήλιο που ξελογιάζει, οι γυναίκες του Αυγούστου θα
αναλάβουν πάλι να διορθώσουν ή και να καταστρέψουν -ποιος ξέρει- ό,τι η
συνήθεια και η καθημερινότητα έχουν χτίσει...
Ένα
πολυφωνικό μυθιστόρημα με δύο παράλληλες ιστορίες, που συμβαίνουν τον ίδιο
Αύγουστο και με αφετηρία την ίδια πόλη.
Απόσπασμα
από το βιβλίο
Και ξαφνικά εμφανίζεται η Νταίζη. Η ατέλειωτη Νταίζη. Σαν σταρ του σινεμά, που προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις να της ρίξεις δυο βλέφαρα, να της κλέψεις μια κουβέντα κι ένα αυτόγραφο. Ήρθε η Νταίζη και έδωσε χρώμα, κίνηση και ήχο στην παρέα. Έστω για δύο ώρες, όσο η παραμονή της στο ξενοδοχείο G. Ήρθε μόνη της. Ούτε με γκόμενο ούτε με τον αρραβωνιαστικό της, όπως περιμέναμε. Δεν της έκανε καρδιά να μη μας δει, δεν μπορούσε να αθετήσει την υπόσχεσή της ότι, έστω την τελευταία στιγμή, θα ερχόταν. Πήρε ένα ταξί από το Ποσείδι και μας πέτυχε στον μπουφέ, την ώρα του πρωινού. Ήρθε με ένα καυτό σορτς που άφηνε ακάλυπτα τα μάγουλα του πισινού της. Επάνω ένα αμάνικο μπλουζάκι, δίχως σουτιέν, που άφηνε να διαγράφονται ανάγλυφες στο ύφασμα οι θηλές του στήθους της. Δερμάτινο σανδάλι κι ένα σακίδιο στον ώμο – σαν αλητούλα του εβδομήντα ένα πράγμα. Η αμυγδαλή του εγκεφάλου δεκάδων αντρικών κεφαλιών τσιτώθηκε απότομα, προκαλώντας υπερδιέγερση και προσωρινή στυτική επανόρθωση. Εκατομμύρια νευροδιαβιβαστές στη θέα της Νταίζης έστελναν το μήνυμα σε όλα τα άρρενα κορμιά της αίθουσας κι εκείνα αντέδρασαν ποικιλοτρόπως. Μαχαίρια που άλειφαν βουτυράκια γλίστρησαν αδέξια πάνω στα τραπέζια. Στόματα έμειναν μισάνοιχτα, παραπάνω του κανονικού, δίχως να δέχονται τροφή. Κάποια γκαρσόνια άργησαν κάπως στο σερβίρισμα, με τον καφέ ή το τσάι στα χέρια μετέωρο, κοιτώντας αχόρταγα. Εγώ φρόντισα βιαστικά να ξεφορτωθώ την μπουκιά από το κρουασάν που μόλις είχα δαγκώσει, ρίχνοντας λίγο καφέ στο στόμα. Η βούκα περιδινήθηκε στο υγρό, μέσα στο στόμα, και, έτσι, κατέβηκε γρήγορα στον οισοφάγο. Ξεμπέρδεψα μαζί της στο πι και φι. Γιατί δεν μπορείς να χαιρετάς την Νταίζη και να μασάς σαν τον μαλάκα από πάνω. Δεν είναι πρέπον. Δεν γίνεται.
Μας χαιρέτησε όλους έναν έναν.
Απευθυνόμενη σε μένα, πέταξε ένα «τι γίνεσαι, μάτια μου; Το πήρα το τελευταίο
βιβλίο σου, θα δούμε τι θα γίνει…», μια κουβέντα που συνοδεύτηκε από ένα απαλό
χάιδεμα του μάγουλου με τα δυο δάχτυλα του δεξιού της χεριού.. Καθόλου δεν μ’
ένοιαζε για το τι θα γινόταν με το βιβλίο μου και αν θα μιλούσε κολακευτικά γι’ αυτό στην εκπομπή της. Αυτό
που μ’ ενδιέφερε περισσότερο ήταν τι θα γινόμασταν τα δυο μας, δηλαδή εγώ μ’
εκείνη.
Ύστερα η Νταίζη κόλλησε σε Δόμνα,
Κέλυ, Εύα κι Αρχοντούλα κι άρχισαν να λένε τα δικά τους. Ο Μηνάς, ασυναίσθητα,
έβαλε σε λειτουργία τη βιντεοκάμερα κι άρχισε ν’ απαθανατίζει γυναίκα και γιο,
τη στιγμή που χλαπάκιαζαν λουκάνικα, αβγά και ψωμάκια με μαρμελαδίτσες. Είμαι
κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι, κάποιες στιγμές, τραβούσε και την Νταίζη. Έτσι,
για γέμισμα, για ντεκόρ, για βουβό πλάνο.
Σε ένα δίωρο η συμμαθήτριά μας έφυγε
όπως ήρθε. Αεράτη, σέξι, βιαστική,
χαριτωμένη. Φεύγοντας μου ’κλεισε πάλι, πικάντικα, το μάτι. Δεν είχε χρόνο,
βιαζόταν ή έτσι παρίστανε. Της έστειλα ένα φιλί που, θεατρινίστικα, έκανε πως
το έπιασε στον αέρα. Κάτι είπαν με τη Δόμνα, έγραψε ένα κινητό που της έδωσε η
Αρχοντούλα, έκανε μια αναπάντητη στην Εύα, έσκασε δυο τσιριχτά γελάκια για κάτι
που δήθεν άκουσε προς τη μεριά του σερβιτόρου, πέταξε σ όλους ένα «καλή
συνέχεια» και καρφί για την έξοδο. Σε τρεις ώρες από τώρα, μας εξηγούσε η
Δόμνα, έχει γύρισμα. Κολοκύθια με τη ρίγανη, σκέφτηκα. Μάλλον μας βαρέθηκε και
μας παραμυθιάζει.
(σελ.
152-154 του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΤΑ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Στο
τελευταίο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Γούτα (Θεσσαλονίκη, 1962) δύο ιστορίες με
πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους αφηγημένες εναλλάξ λαμβάνουν χώρα τις
πρώτες μέρες του Αυγούστου. Στην πρώτη, ο Θάνος είναι φιλόλογος στο επάγγελμα
και ντροπαλός συγγραφέας· το συγγραφιλίκι φαίνεται
να του έχει στοιχήσει ακριβά, αφού η Λητώ, η γυναίκα του, τον έχει εγκαταλείψει
για μία άλλη γυναίκα, τη Λουκία που έχει πάθος με τον Σολωμό. Ο ίδιος μαζί με
τον Βασιλάκη, τον γιο του, πηγαίνουν στις αρχές του Αυγούστου για μια βδομάδα
διακοπές στη Χαλκιδική σε μια ετήσια συγκέντρωση παλιών συμμαθητών που
οργανώνει ο ιθύνων νους της παρέας, η Δόμνα · η Δόμνα όπως και οι υπόλοιποι
συμμαθητές του αφηγητή (η Εύα που πάει πακέτο με την Αρχοντούλα, ο Αργύρης και
ο Μηνάς – μόνο η Νταίζη μοιάζει να περιφέρει τα κάλλη της προς χάριν της
αντρικής απόλαυσης) μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε μια ζωή που πια δεν τους
ταιριάζει: αποκορύφωμα συνιστά η διοργανώτρια που διεκδικεί την
αποκλειστικότητα ενός ναυαγοσώστη –και ζιγκολό– που ακούει στο όνομα Δώρος.
Στη δεύτερη ιστορία συναντούμε τους
Ιάκωβο και Ευγένιο ή καλύτερα Τζακ και Μένσα όπως αποκαλούν τους εαυτούς τους
στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους. Οι δύο φίλοι έχουν ένα κοινό· είναι ιδιοκτήτες
ενός πρακτορείου, του Ουτοπία travel που διοργανώνει ταξίδια στα Επτάνησα. Ο
καθένας έχει αναλάβει έναν ρόλο: ο Τζακ είναι ο οδηγός του πούλμαν και ο Μένσα
είναι ο ξεναγός. Μαζί με τις μίζες από το ταξίδι επιδιώκουν να προσεγγίσουν τη
Λητώ και τη Λουκία, δύο από τις ταξιδιώτισσες που απαρτίζουν το γκρουπ του ταξιδιού.
Όμως οι διαφορές των δύο φίλων μοιάζουν να είναι αχανείς · ο Τζακ έχει
κουραστεί με την αιώνια επιστροφή των πραγμάτων, περιμένοντας τη στιγμή που θα
αλλάξει τη ζωή του για πάντα. Όταν θα του δοθεί η ευκαιρία, θα διαπιστώσει πως
η ευτυχία βρίσκεται κρυμμένη στα πιο φανερά σημεία. Και αυτό την ίδια στιγμή
που ο Μένσα περιμένει υπομονετικά για το μεγάλο κόλπο που ποτέ δεν έρχεται.
Όταν αποφασίζει να το πράξει, κλέβοντας τα χειρόγραφα του Σολωμού από το
μουσείο της Ζακύνθου με σκοπό να πλησιάσει τη σολωμίστρια Λουκία, ένας σκύλος
μαρτυράει το μυστικό σχέδιο του ξεναγού.
Συνδετικός κρίκος των δύο ιστοριών
είναι η Λητώ, η γυναίκα του Θάνου που έχει εγκαταλείψει άντρα και παιδί για να
ζήσει έναν περίεργο λεσβιακό έρωτα μαζί με τη Λουκία · στο μεταξύ ο αφηγητής
Θάνος από τη στιγμή του χωρισμού τους συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, σχεδόν
διπολικά: από τη μια φουντώνει κάθε φορά που αντικρίζει την Νταίζη, παλιά
συμμαθήτριά του που ανταποκρίνεται στο καμάκι του συγγραφέα και από την άλλη
πλευρίζει τη φίλη του Εύα, κάνοντάς της πρόταση γάμου για να αποφύγει τη
μονοτονία της ζωής του.
Η ιστορία του Γούτα πολλές φορές
γίνεται μελαγχολική – ιδίως προς το κλείσιμο του βιβλίου, περισσότερες φορές
γίνεται ξεκαρδιστική (το χιούμορ είναι βασικό στοιχείο του πεζογραφικού έργου
του Γούτα), αλλά πάντα είναι συναρπαστική στην αφήγηση. Ανάμεσα στα παραπάνω
παρακολουθούμε την πορεία μοναχικών ψυχών και διαλυμένων ζωών μέσα στον χρόνο,
ζούμε ύστερες σκέψεις για τη χαμένη γενιά του ’80, μαθαίνουμε ποντιακά
ανέκδοτα, ενώ σατιρίζεται και η μεγαλοστομία του Πάολο Κοέλιο.
Ο Αύγουστος στον τίτλο του βιβλίου
είναι ένα σύμβολο, σύμβολο της καταδίκης · οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος
τρέχουν να ξεφύγουν από την καθημερινότητα, από τη συνήθεια, στο τέλος από την
τριβή μιας σαρακοφαγωμένης ζωής – της δικής τους ζωής. Ωστόσο, στη ψυχοσύνθεσή
τους –σαν κάποιο φωλιασμένο δαιμόνιο– τους κάνει να μοιάζουν με ζώα δεμένα στον
πάσαλο: δεν ξεφεύγουν από την περιορισμένη ακτίνα δράσης που διαγράφει ο
κύκλος, με τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής να βρίσκονται πάντα εκτός αυτής. Πάντα
είναι Αύγουστος για τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του συγγραφέα και κανείς
δεν μπορεί να ξεφύγει, ωστόσο όλοι προσπαθούν για το καλύτερο.
Το πιο γοητευτικό στοιχείο στο Πάντα
είναι Αύγουστος είναι η παρουσία απλών και αληθινών χαρακτήρων –ανθρώπων
της διπλανής πόρτας– με τα ελαττώματα του χαρακτήρα τους, με το χιούμορ τους,
με την ειλικρίνεια που σε κερδίζει αμέσως, με τον αυθορμητισμό τους, με τον
βαθύ ψυχισμό και την ανθρώπινη σκέψη. Όσοι δεν έχουν έρθει σε επαφή με τη γραφή
του Παναγιώτη Γούτα, δεν πρόκειται να απογοητευτούν· αν ο στόχος (ή έστω ένας από τους στόχους)
ενός βιβλίου είναι να κάνει τον αναγνώστη να παρηγορηθεί, να ξεχαστεί, να
περάσει καλά, να διασκεδάσει –αν αυτό εν τέλει είναι ένα σωστό ενεργητικό ρήμα
για να περιγράψεις την αλήθεια ενός καλού μυθιστορήματος, τότε το Πάντα
είναι Αύγουστος κερδίζει άνετα το στοίχημα με τον χρόνο.
(Κώστας
Δρουγαλάς, στήλη ματιές, περ. Ένεκεν, τεύχ. 21, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011,
σελ. 231-233)
●
ΟΨΕΙΣ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΨΕΙΣ
Ο
πεζογράφος και κριτικός Παναγιώτης Γούτας (Θεσσαλονίκη, 1962) με σπουδές
νομικές-παιδαγωγικές και με οχτώ βιβλία στο ενεργητικό του μέσα σε μια
δεκαετία, αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο πολυγράφους συγγραφείς της γενιάς
του. Ήδη μέσα στο 2011 έχει εκδώσει δύο έργα, ένα κριτικής (Διεισδύσεις στα
βιβλία των άλλων. Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011) κι ένα μυθοπλασίας
(Πάντα είναι Αύγουστος).
Το μυθιστόρημα που μας απασχολεί εδώ
συντίθεται από δύο παράλληλες ιστορίες, οι οποίες όμως συγκλίνουν στο τέλος.
Παλιοί συμμαθητές του Δημοτικού από τη δεκαετία του ’60 συνηθίζουν να εκδράμουν
στις αρχές Αυγούστου σε κάποιο νησί ή ξενοδοχείο της Χαλκιδικής. Στον παρόν της
αφήγησης οι συνωμότες του καλοκαιριού συναντιούνται στο πολυτελές ξενοδοχείο G
της Κασσάνδρειας συν γυναιξί και τέκνοις. Εκεί, ανάμεσα στο μπαρ και την
ντίσκο, την πισίνα και την παραλία αλλά και τις μνήμες, παλιές και καινούριες,
φλυαρούν, θυμούνται, χαίρονται και λυπούνται, εξομολογούνται και εμπλέκονται σε
ίντριγκες ερωτικές. Στην άλλη ιστορία παρακολουθούμε μια κρουαζιέρα του
πρακτορείου «Ουτοπία travel», με οδηγό του λεωφορείου τον Τζακ και αρχηγό της
εκδρομής τον Μένσα. Τίποτα αξιοσημείωτο δε συμβαίνει και στο «Πανόραμα του
Ιονίου», πέρα από τις ερωτικές επιθέσεις του διευθυντικού διδύμου σε γυναίκες
διαθέσιμες αλλά και το όνειρο να αλλάξουν τη μοίρα τους με όποιον τρόπο. Το
μόνο κοινό που έχουν οι δύο ιστορίες είναι η Λητώ, η γυναίκα του συγγραφέα, και
βέβαια το ταξίδι στη Λευκάδα με το εν λόγω πρακτορείο, που επιχειρούν τον άλλο
χρόνο οι συνωμότες του Αυγούστου, ταξίδι που θα καταλήξει άδοξα με έξι ράμματα
στο κεφάλι του συγγραφέα για χάρη της εκρηκτικής Νταίζης.
Οι αφηγηματικές φωνές είναι δύο. Την
πρώτη ιστορία διηγείται ο κεντρικός ήρωας Θανάσης Μαρής ή απλώς Θάνος για τους
συμμαθητές, που είναι φιλόλογος και συγγραφέας κι έχει ένα γιο, το Βασιλάκη,
και μια σύζυγο, τη Λητώ, η οποία αυτόν τον καιρό τον έχει εγκαταλείψει και
αρμενίζει στο Ιόνιο. Η δεύτερη δίνεται από τη σκοπιά ενός απρόσωπου αφηγητή, ο
οποίος μάλιστα ακολουθεί το ιδιόλεκτο του προηγούμενου. Από τη μια η απρόσκοπτα
ρέουσα, μακροπερίοδη ή μικροπερίοδη, αφήγηση, οι ζωντανοί διάλογοι και οι καλά
διαγραφόμενοι χαρακτήρες κι από την άλλη η μίζερη, αν και στιλπνή, ζωή, των
υποταγμένων ανθρώπων. Η ειρωνεία είναι ότι ένας μονάχα έχει όνειρα και αυτός
είναι ο Μένσα, ο οποίος φαντασιώνεται μονίμως το μεγάλο κόλπο μιας κλοπής από
μουσείο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γούτας
έχει αφηγηματικές ικανότητες και πως χειρίζεται καλά τον λόγο και την
ψυχογράφηση των ηρώων. Οι επιφυλάξεις μου είναι άλλης τάξης. Η συμβολή καταρχήν
των δύο ιστοριών στο τέλος οδηγεί σε μια κορύφωση εντελώς αναντίστοιχη με το
σχέδιο και τον κόπο της διττής αφήγησης. Η άλλη επιφύλαξη έχει να κάνει με το
ήθος της γλώσσας. Η εκτεταμένη χρήση βωμολοχικών εκφράσεων πιο πολύ νομίζω πως
είναι επιλογή του συγγραφέα παρά αναγκαιότητα της αφήγησης. Αν για τον Μένσα
και τον Τζακ λ.χ. αυτό το ιδίωμα είναι πειστικό, για ποιο λόγο είναι απαραίτητο
για τον αφηγητή συγγραφέα της πρώτης ιστορίας, που μάλιστα διαθέτει και
υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο; Κι ακόμα, για ποιο λόγο η ίδια η βωμολοχία, που
διακρίνει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, χαρακτηρίζει και την
τριτοπρόσωπη αφήγηση της δεύτερης ιστορίας; Πρόκειται λοιπόν για επιλογή, η
οποία, σε συνδυασμό με το μάλλον επιτηδευμένο χιούμορ, θυμίζει το ήθος σειρών
της τηλεόρασης και αδικεί, κατά τη γνώμη μου, το μυθιστόρημα.
(Θανάσης
Μαρκόπουλος, περ. παρέμβαση, τεύχ. 166-167, σελ. 93-94)
●
Καλοκαίρι,
μέσα Ιούνη, η ίδια φωνή πληροφορεί τους υπόλοιπους για την καθιερωμένη πλέον
ετήσια συνάντηση των παλιών συμμαθητών. Αρχές Αυγούστου σε ένα πολυτελές
ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, πενηντάρηδες και πενηντάρες τώρα, οι άλλοτε
συμμαθητές στο ίδιο δημοτικό σχολείο, μια συνάντηση που κρύβει την αθωότητα των
παιδικών τους χρόνων. Με τον καιρό οι συμμετοχές λιγοστεύουν όλο και
περισσότερο, θες οι υποχρεώσεις, θες η ρουτίνα … Αυτές τις πρώτες μέρες του
Αυγούστου κάποιοι άλλοι από τους συμμαθητές, ο Τζακ και ο Μένσα, περιφερόμενοι
στο Ιόνιο, μέσα από κόλπα και γνωριμίες με γυναίκες, αποζητούν μια διέξοδο από
τα προβλήματα της καθημερινότητας που τους πιέζουν ασφυκτικά. Άλλωστε ο Τζακ
έβλεπε το ίδιο όνειρο φυγής πολλές φορές, μέχρι που του έγινε εμμονή. Στις
σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες, των μαθητών της κυρίας
Γεσθημανής, μέσα από την καταγραφή δύο παράλληλων ιστοριών, που έχουν αφετηρία
τους την ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, έναν ζεστό Αύγουστο.
(περ.
INDEX, στήλη Βιτρίνα, τεύχ. 46,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011, σελ. 20)
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΜΙΣΗ
Εκείνη, μια γυναίκα της εποχής μας, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν γάμο που έχει αναστείλει όλα τα όνειρα και τις επιθυμίες της. Εκείνος, ένας μοναχικός και παράξενος άνδρας, μπαίνει ξαφνικά στη ζωή της. Το βλέμμα του την αφυπνίζει και την ωθεί σε πρωτόγνωρες εμπειρίες. Η θλίψη και η μοναξιά της μεταλλάσσονται ανέλπιστα σε χαρά, σε λαχτάρα για ζωή, σε έρωτα δίχως όρια. Επιτέλους θα ζήσει, θα ονειρευτεί, θα υπηρετήσει τη γυναικεία και την ανθρώπινη φύση της.
«Είναι
κάποιες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που δεν μπορεί να τις αποφύγει όσο κι αν
προσπαθήσει. Θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς μοιραίες στιγμές, με το
σκεπτικό πως η μοίρα διαλέγει τους ανθρώπους που θα χρησιμοποιήσει. Και οι
άνθρωποι αυτοί απλώς υπακούουν, σαν υπνωτισμένοι, ολότελα παραδομένοι και
υποταγμένοι στις εντολές της».
Απόσπασμα
από το βιβλίο
––Καλησπέρα
––Έλα,
γεια σου.
––Πώς
είμαστε;
––Και
οι δυο μαζί ή πληθυντικός ευγενείας;
––Πώς
είσαι;
––Προσπαθώ…
––Ξέρεις
πόσα μανταλάκια σού πέσανε στην πρασιά αυτήν την εβδομάδα;
Γέλασε.
––Ε,
μη μου πεις ότι τα μετράς;
––Όχι
μόνο τα μετράω…
––Αλλά;
––Σ’
τα μαζεύω κιόλας.
––Ε,
δεν το πιστεύω…
––Είναι
το φετίχ μου. Έχω επιτέλους κάτι δικό σου…
––Δεν
το πιστεύω..
––Τα
έχω πλύνει με σαπούνι, θα τα πάρεις πίσω μοσχομυριστά…
Και
πώς τρύπωσες, θέλω να πω…, πώς μπήκες στην πρασιά; Αφού έβαλαν κάγκελα και κλειδώνουν
την πόρτα…
––Βρήκα
τρόπο…
––Έχεις
κλειδί;
––Πήδησα
τα κάγκελα.
––Είσαι
τρελός. Αν σ’ έβλεπε κανένας…
––Δεν
με είδε.
––Έχει
κάτι κουτσομπόλες η πολυκατοικία μας…
Παύση.
––Λοιπόν;
––Τι
λοιπόν;
––Πότε
θα βρεθούμε να σ’ τα δώσω;
––Το
κρίνεις απαραίτητο;
––Εντελώς.
––Κοίτα,
δεν ξέρω ακόμα τίποτα για σένα. Δεν ξέρω καν ποιος είσαι.
––Ευκαιρία
να σου συστηθώ, λοιπόν. Όπως ήδη γνωρίζεις, με λένε Μιχαήλ, έχω καβατζάρει τα
τριάντα τρία, αν και μεγαλοδείχνω, έχω τελειώσει φιλολογία, αλλά δεν διορίζομαι
στο δημόσιο ούτε με σφαίρες, δουλεύω σ’ έναν εκδοτικό οίκο ως επιμελητής
εκδόσεων, προσπαθώ να γράψω ένα βιβλίο, αλλά δεν τα καταφέρνω και αρκούμαι στο
να διορθώνω βιβλία άλλων, ζωγραφίζω στη χάση και στη φέξη, μένω μόνος μου, και
μου έχει κινήσει, τελευταία, το ενδιαφέρον μία δασκάλα στο απέναντι διαμέρισμα
που εκτός του ότι θέλω να τη γνωρίσω, θέλω και να την ζωγραφίσω. Α, και μία
παράλειψη. Από χθες το μεσημέρι διαθέτω και καινούρια μηχανή. Σου αρκούν αυτά;
(σελ.
51-53 του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ-ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΜΙΣΗ
Ο
Παναγιώτης Γούτας εμφανίζεται στη λογοτεχνία από τα μέσα της δεκαετίας του
1980. Στο τέταρτο βιβλίο του ο θεσσαλονικιός συγγραφέας καταπιάνεται με την
ποίηση της καθημερινότητας, μέσα από την αφήγηση μιας ιστορίας ανθρώπων «της
διπλανής πόρτας». Ανθρώπινα πάθη, προσδοκίες του έρωτα, η αλλοτρίωση της
καθημερινότητας, το χυδαίο που ακροβατεί με το ποιητικό, άνθρωποι που διψούν
για επικοινωνία και στο τέλος ανακαλύπτουν τα όρια της οντολογικής τους
μοναξιάς, συνθέτουν τον αφηγηματικό κόσμο του βιβλίου.
(Νέες
κυκλοφορίες, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τεύχ. 7, Απρίλιος-Ιούνιος 2007, σελ. 223)
Η
ΡΕΒΑΝΣ
Μια
παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, τραβηγμένη στην κεντρική πλατεία της Κομοτηνής,
στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, μοιάζει να είναι το μόνο που έχει
απομείνει να συνδέει δύο παλιούς συμφοιτητές και φίλους. Είκοσι δύο χρόνια
μετά, στη Θεσσαλονίκη, ο Ορέστης Ακριβός, οικογενειάρχης πλέον, φτασμένος
δικηγόρος, και ο Φάνης Μαλικούδης, εργένης ακόμη, πανεπιστημιακός και
ακτιβιστής της Greenpeace, ζουν σαν ξένοι στην ίδια πόλη. Οι ζωές τους θα
ξαναδιασταυρωθούν και το ξύπνημα του παρελθόντος θα προκαλέσει αλυσιδωτές
αντιδράσεις. Η εκδίκηση, οι ερωτικές προδοσίες, τα ψέματα και οι φιλοδοξίες θα
πέσουν στην τσόχα, σε μια παρτίδα όπου δύσκολα θα ξεχωρίσουν οι νικητές από
τους χαμένους, τα θύματα από τους θύτες.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Όταν
ξεπηδά αχνά από τη μνήμη μου η Κομοτηνή του ογδόντα, νομίζω πως σε όλα τα
καφενεία του ντουνιά ηχεί το ίδιο πάντα ρεμπέτικο τραγούδι. «Ω! Στης ζωής τη
στράτα, αργοσβήνεις μόνη δίχως να ’χεις καμιά συντροφιά, μαυρομάτα», όπως
ακουγόταν, τότε, μέσα από τα ηχεία της Τούρκικης Νεολαίας. Δεν γνωρίζαμε, τότε,
πολλά από Τσιτσάνη ή τουλάχιστον ήταν αδύνατον να φανταστούμε το μέγεθος της
τέχνης και της αξίας του συνθέτη. Όμως ακούγαμε τα τραγούδια του με πίστη και
αγνή προσήλωση, ιδίως τα Σάββατα, στις ταβέρνες και στα δωμάτια της εστίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, να μην χαρτοπαίζαμε. Διότι, όταν το πρόγραμμα
είχε πινακλάκι, πήγαιναν βόλτα κι ο Τσιτσάνης και τα πολιτικά κι οι γκόμενες κι
οι αναρχικές συσπειρώσεις. Το τέμενος αυτής της αλλόκοτης θρησκείας μας ήταν το
«Αστόρια». Ένα σχετικά ευρύχωρο καφενείο, στο κεντρικότερο σημείο της μικρής
πολιτείας. Η εικόνα του καφενέ έρχεται σήμερα μπροστά μου θολή, αλλοιωμένη από
τα χρόνια. Πίσω απ’ την τεράστια τζαμαρία Τούρκοι κι Έλληνες συμφιλιωμένοι
–παρά τις ακραίες θέσεις και τις κινδυνολογίες των εκατέρωθεν υπερπατριωτών για
τη συνύπαρξή τους– έπιναν τσάι, κάπνιζαν ασταμάτητα και κοίταζαν έξω, την
κίνηση στους δρόμους. Φάτσα, απέναντί τους, η πιάτσα των ταξί. Δυο τρεις παρέες
φοιτητών περπατούσαν βιαστικά, χωμένοι στα χοντρά τους πανωφόρια. Άλλοι
πήγαιναν στη βιβλιοθήκη για διάβασμα, άλλοι στα μπιλιάρδα και στα τοστάδικα.
Κάποιοι το έκοβαν για τον ΟΤΕ, για τηλέφωνο στους δικούς τους. Η παρέα μου
χωνόταν στο «Αστόρια» για τα περαιτέρω.
Ήμασταν,
καλή μας ώρα, ωραία παιδιά. Δερβισόπαιδα. Είχαμε μακριά μαλλιά και γένια, όχι
από μόδα –την είχαμε χασμένη τη μόδα–, αλλά γιατί το νιώθαμε. Φορούσαμε
φουλάρια και αμπέχονα στρατιωτικά. Στα πόδια μας άρβυλα ή γαλότσες χοντρές.
Κατακόκκινοι από το κρύο, πιάναμε το πίσω, μεγάλο τραπέζι του καφενέ, δίπλα στη
σόμπα. Ο Αχμέτ μας έφερνε κονιακάκια, σημειωματάριο και μια διπλή, τσίλικη
τράπουλα. Τρίβαμε για λίγο τα ξυλιασμένα δάχτυλά μας πάνω απ’ τη σόμπα να
ζεσταθούν και το στρώναμε στο παιχνίδι. Έτσι σκυμμένοι που ήμασταν στην τσόχα,
θα πίστευε κανείς ότι προσευχόμασταν.
Παρτίδα
και πεντακοσάρι, το στοίχημα. Κάψιμο στα 201. Γαλάζια δαχτυλιδάκια καπνού
λίμναζαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν ιερά φωτοστέφανα. Ο Αχμέτ πηγαινοερχόταν
σαν αερικό μοιράζοντας βαρύγλυκους και τσάγια στις παρέες. Αρχίζω να μετράω τα
φύλλα που πέσανε, τα φωτογραφίζω, τα αποθηκεύω στον σκληρό δίσκο του νου μου.
Αν έκανα τα ίδια και με τα άρθρα και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, θα
έπαιρνα πτυχίο τρία χρόνια νωρίτερα.
Καθισμένος
στην πολυθρόνα μου, είκοσι δύο χρόνια μετά, μια ακόμα παρτίδα του παρελθόντος
περνά από τη σκέψη μου. Έχω κι απόψε ρέντα. Βεντάλια μπροστά μου τα χαρτιά, κι
οι παλιοί φίλοι, αμίλητοι, προσηλωμένοι στο παιχνίδι. Σκέψεις, στρατηγικές,
τερτίπια της τσόχας ταξιδεύουν με τα μάτια, με τον νου, κάτω από το ντουμάνι
του καπνού. Όλοι ελπίζουμε στο μαγικό, στο απρόβλεπτο, στο λυτρωτικό δυάρι. Ο
μπαλαντέρ των ονείρων μας, η σφήνα της ζωής μας. Θα σχηματίσουμε τρίτες μ’
αυτόν, που θα μας οδηγήσουν σε τυχερές ατραπούς και νικηφόρες. Μπλόφα ή τάχα
ανοιχτό παιχνίδι;
Θεοί
της Μαρώνειας και της Ροδόπης, στείλτε τους, έστω για ένα βράδυ, στο δωμάτιό
μου. Άλουστους ατημέλητους, έτσι τους θέλω. Μιχάλη, Άγγελε, Σπύρο, Θανάση,
Δημήτρη, Αλέξη, και Κοσμά, μπλοφάρετε ακόμα στο όνειρο ή υποταχθήκατε όπως εγώ;
Το παλεύετε στην αλητεία ή συμβιβαστήκατε; Κι εσύ, Φάνη, που έγραφες στο
σημειωματάριο τους πόντους των παιχνιδιών, πάντα με το ζιβάγκο σου και τα
μικροσκοπικά γυαλιά σου, ατάραχος στις ήττες σου… Σε θυμάμαι πώς έπιανες την
τράπουλα με τα λεπτεπίλεπτα, αριστοκρατικά σου δάχτυλα, την έκοβες στη μέση και
άρχιζες να μοιράζεις. Τότε που ακόμα ήμασταν φίλοι, που δεν είχε ξεσπάσει ο
δικός μας εμφύλιος. Σου είχα μιλήσει και για την Ερατώ, πως βρίσκεται δίπλα μας
και μας βοηθά, κι εσύ γελούσες πιστεύοντας πως παραφρόνησα, θυμάσαι, ρε συ;
(απόσπασμα
από το μυθιστόρημα Η ρεβάνς, σελ. 11-15)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΡΕΒΑΝΣ
ΠΑΘΟΣ
ΜΕ ΤΟ ΠΙΝΑΚΛ
(Δύο
παλαιοί συμφοιτητές και αντίζηλοι
μπλοφάρουν
σε ένα ολέθριο παιχνίδι αισθημάτων)
Από
το πρώτο διήγημα «Τα σαΐνια του “Λας Βέγκας”» στη Ρεβάνς, δεκαπέντε
γόνιμα χρόνια για τη γραφή του Π. Γούτα. Το 1990 ο Γούτας σπούδαζε νομικά στην
Κομοτηνή, όντας ήδη απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης. Από
εκείνες τις φοιτητικές εμπειρίες αντλεί εν μέρει το πρώτο του μυθιστόρημα, με
πρωταγωνιστές δύο θεσσαλονικιούς φίλους, που ήσαν μαζί στη Νομική Κομοτηνής.
Μόνο που για τις ανάγκες του πρόσφατου μυθιστορήματος ο χρόνος των σπουδών
τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έχουν προηγηθεί το 2001 και το
2002 δύο συλλογές αφηγημάτων σαν ένα βιβλίο σε δύο συνέχειες.
Το
στίγμα της αφήγησης
Πάντως ο Γούτας κατορθώνει το
πέρασμα στο μυθιστόρημα να γίνει ομαλά, χωρίς αβαρίες, διατηρώντας το
κατακτημένο έδαφος. Το μόνο καινούργιο στοιχείο στη δυναμική της αφήγησης είναι
μια μικρή παρέκκλιση από το ρεαλιστικό πλαίσιο των διηγημάτων, με την ανάμειξη
ενός φαντάσματος ή μάλλον ορθότερα μιας περιπλανώμενης ψυχής ως πρώτης στον
χορό των αφηγητών. Πρόκειται για μια γειτόνισσα από τα καλοκαίρια της
Χαλκιδικής με το σημαδιακό όνομα Ερατώ, η οποία, σύμφωνα με τις σημειώσεις στο
τέλος του βιβλίου για χωλαίνοντες εγκυκλοπαιδικώς αναγνώστες, δεν είναι μόνο
μία από τις εννέα μούσες, προστάτις της ποίησης και του χορού, αλλά και
φύλακας-άγγελος του έρωτα και της οικογενειακής εστίας. Αυτή η γειτόνισσα είχε
πάθος με τα χαρτιά, ιδιαίτερα με το πινάκλ.
Ένα παιχνίδι καλής τεχνικής, με τον παράγοντα
τύχη να παίζει μικρό μόνο ρόλο. Το μυθιστόρημα στήνεται σαν δύο παρτίδες πινάκλ
σε απόσταση αναμεταξύ τους είκοσι χρόνων. Σταθεροί παίκτες και στα δύο
παιχνίδια οι δύο παλαιοί συμφοιτητές, ενώ το καρέ συμπληρώνεται με τις εκάστοτε
συντρόφους τους. Μόνο που στο πινάκλ της ζωής τους καταλυτικό ρόλο παίζει το
τυχαίο, καθώς μοιραίες συναντήσεις και διαβολικές συμπτώσεις τελικά ρυθμίζουν
την έκβαση των όποιων ερωτικών ιστοριών. Επιπροσθέτως, δεν κερδίζουν οι
εγκεφαλικοί παίκτες αλλά όσοι μπλοφάρουν στον χώρο των αισθημάτων.
Παραμυθική
επίφαση
Καθώς
το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται με διαδοχικές αφηγήσεις, εναλλάσσοντας την οπτική
γωνία, το μέρος που αναλογεί στο φάντασμα της Ερατώς θα μπορούσε να το
επωμιστεί ένας πανόπτης αφηγητής ή κάποιος από τους εμπλεκομένους. Ωστόσο ως
εύρημα προσθέτει μια παραμυθική επίφαση, ελαφρώνοντας τις τόσες συμπτώσεις και
προσδίδοντας το αίσθημα της ματαιότητας στην αγωνία του παίκτη για ρεβάνς.
Μικρές
αφηγηματικές ενότητες αποκαλύπτουν σταδιακά την ψυχολογία των προσώπων. Από μια
άποψη, η υπόθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότοπη. Στα φοιτητικά τους
χρόνια ο ένας φίλος πήρε τη σύντροφο του άλλου και εκείνος, είκοσι χρόνια
αργότερα, οικογενειάρχης πλέον, βλέποντάς τον στην τηλεόραση θυμάται την παλιά
ιστορία τους και η σπίθα της εκδίκησης ανάβει. Τρόπαιο η νυν ερωμένη του
αλλοτινού φίλου και ερωτικού του αντίζηλου. Ο εσωτερικός μονόλογος του έγγαμου
νομικού αποκαλύπτει κάτω από τον στόμφο ενός επίπλαστου ρομαντισμού τον
ναρκισσευόμενο άντρα που προτάσσει τις επαγγελματικές φιλοδοξίες του. Όσο για
τις ευκαιριακές συζυγικές απιστίες, δρουν ως ελιξίριο νεότητας και αντίδοτο
ανίας, ενώ παραμένει στη βολή της οικογενειακής εστίας. Ο δεύτερος φίλος, που
εγκατέλειψε τη Νομική και σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός, ταγμένος στα
«πολυπολιτισμικά οράματα και τα αντιρατσιστικά ιδεώδη», πιστεύουμε ότι αποτελεί
τη χαμένη ευκαιρία του συγγραφέα. Ενώ σκιτσάρει θαυμάσια τους ηλικιωμένους
γονείς, αρπαγμένους τον έναν από τον άλλο, με κέντρο του σύμπαντος τον γιο
τους, το εύρημα της δολοφονίας τους από αλλοδαπούς μένει ανεκμετάλλευτο, μια
και δεν δίνει τον λόγο στον γιο τους ώστε να απολαύσουμε τους ηθικούς
προβληματισμούς ενός σύγχρονου διανοούμενου. Όπως και αν έχει, το πινάκλ του
μυθιστορήματος παίζεται σε ερωτική ατμόσφαιρα μεταξύ Κομοτηνής και
Θεσσαλονίκης, με αισθησιακές περιγραφές και άψογα επιμελημένη μουσική
υπόκρουση.
(Μάρη
Θεοδοσοπούλου, βιβλία απ’ το κυριακάτικο ΒΗΜΑ, Απρίλιος 2005)
●
Η
ΖΩΗ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
Αφετηρία
συγγραφής του Παναγιώτη Γούτα είναι, όπως ξέρουμε, το διήγημα. Το διήγημα, με
κείνη τη θερμή παρατηρητικότητά του η οποία εμπλέκεται με το συναίσθημα και μ’
ένα «ήσυχο» πάθος, αλλά και με την ιδιαίτερη ματιά του αφηγητή, σε δρόμους οι
οποίοι τον οδηγούν ως αυτόπτη μάρτυρα στο προσωπικό του βίωμα καταρχάς, και
στου άλλου κατόπιν.
Ως καταθέτης αισθήσεων πάνω στα
πράγματα και τα συμβάντα, και μέσα από μια ρεαλιστική γραφή που δεν υπολείπεται
της συγκίνησης και μιας μελαγχολίας αχνής, θαρρείς σαν τη βορειοελλαδίτικη
ομίχλη, τα διηγήματα του Γούτα μας προσφέρουν ένα αποτέλεσμα ανταπόκρισης και
συναλληλίας.
Εδώ τώρα έχουμε, άξαφνα και με
ευχάριστη έκπληξη, ένα μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που το παρακολουθούμε με
πολύ ενδιαφέρον, είτε ανακαλύπτουμε ότι μας αφορά είτε όχι. Αλλά είναι δυνατόν
να μην μας αφορά, δηλαδή να μην μας αγγίζει ο πόνος, οι σκέψεις και οι πράξεις
των άλλων, ακόμα και η επιπολαιότητά τους, η ίδια τους η μοίρα;
Σε μια τέτοια περίπτωση το
μυθιστόρημα θα ’πεφτε στο κενό. Αλλά, ας αφήσουμε στην άκρη αυτή την υποθετική
θεώρηση, επειδή στη λογοτεχνία εκείνο που μετράει, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ο
τρόπος με τον οποίο δένει, δένεται το παιχνίδι, μέσα στο οποίο παίζει και
εμπλέκεται ο λογοτέχνης, είτε κερδίζοντας είτε χάνοντας.
Στην περίπτωση της Ρεβάνς και
βέβαια του αφηγητή της Π. Γούτα, βρίσκω ότι παίζεται καλά το παιχνίδι, όπου μια
ανθρώπινη κοινωνία της καθημερινής ζωής ρυθμίζει τις διάφορες κινήσεις πίσω απ’
τα φαινόμενα και τα επιφαινόμενα, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που κρατάει αμείωτο το
ενδιαφέρον του αναγνώστη και σαν να τον καθιστά συνομόλογο, συνυπεύθυνο και
συνένοχο μαζί.
Δύο πόλεις, ως πλαίσια ζωής,
πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το μυθιστόρημα: Η Κομοτηνή –Γιουμουλτζίνα, επί
τουρκοκρατίας– και η Θεσσαλονίκη. Η Κομοτηνή, ως αφετηρία μιας νεανικής πληγής
με ερωτικό περιεχόμενο, και η Θεσσαλονίκη, όπου ανατέμνονται γεγονότα κοινωνικά
και αισθηματικά, με επιπτώσεις και απολήξεις μελαγχολικές και πτωτικές για όλα
σχεδόν τα πρόσωπα, όταν πια ο χρόνος έχει ξεθωριάσει τα γεγονότα κι έχει
οξειδώσει τα πάθη.
Δεν θα χρονοτριβήσω στην ιστορία του
βιβλίου, ο συγγραφέας μάς την έχει τακτοποιήσει, την έχει εξελίξει με τον
καλύτερο τρόπο. Θέλω μόνο να τονίσω την ικανότητά του να συνθέσει εδώ το
ερωτικό στοιχείο με το φιλικό, τις κοινωνικές παραμέτρους με τις φιλόδοξες
ανθρώπινες προσπάθειες –θεμιτές ως ένα σημείο– να ανακατέψει, σαν την τράπουλα,
κερδισμένους και χαμένους, μέσα σε μια ταραγμένη πραγματικότητα. (Η τράπουλα,
άλλος πρωταγωνιστής κι αυτή μέσα στο μυθιστόρημα, όταν, απ’ την αρχή ως το
τέλος το παιχνιδόχαρτο παίρνει και δίνει μεταξύ των συντελεστών της ιστορίας,
σαν να θέλει ο συγγραφέας Γούτας να συμβολίσει τις ανθρώπινες σχέσεις και την
αιτιότητά τους, όταν ξέρουμε όλοι ότι «το χαρτί» καταργεί τον διάλογο, την
αληθινή επαφή ανάμεσα στους ανθρώπους κι ότι πέρα απ’ την ευχαρίστηση τούς
καθιστά έρμαια των παθών τους).
Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, μέσα
στα αισθήματα, μέσα στα μυστικά τους και τα παθήματά τους, παραμένουν φιγούρες
παραμορφωμένες που βολοδέρνουν ανάμεσα σε μια δικαιωμένη και μια αδικαίωτη
«φάρσα», η οποία δεν είναι μακριά από την εξαθλίωση της ψυχής και της
συνείδησης.
Έτσι, το μυθιστόρημα του Γούτα,
δραματικό σε τελευταία ανάλυση, πέτυχε να μας δώσει ανάγλυφα ένα από τα πρόσωπα
του εαυτού μας που δεν θα θέλαμε ν’ αντικρίσουμε σε κανένα καθρέφτη, επειδή
σκέπτομαι πως η ίδια η ρεβάνς, η εκδίκηση, επί το ελληνικότερον, απ’ όπου κι αν
εμπνέεται κι αποφασίζεται, είναι ήδη μια ολότελα αρνητική κι αποτρόπαια πράξη,
η οποία δεν οδηγεί παρά στην καταρράκωση της ψυχής.
Ανάμεσα στα πρόσωπα της Ρεβάνς,
η παρουσία μιας γυναίκας, πεθαμένης εδώ και πολλά χρόνια, αγαπημένης κι
αξέχαστης του συγγραφέα-αφηγητή, η Ερατώ, η γυναίκα που του πρωτοέμαθε
–εντεκάχρονο αγόρι τότε– να παίζει πινάκλ με τους μεγάλους, κερδίζει απ’ την
αρχή την συμπάθειά μας. Χάρη στην ευρηματικότητα του συγγραφέα, η Ερατώ
αναμιγνύεται, από ψηλά, στο παιχνίδι των ζωντανών κι είναι σαν να κινεί τα
νήματα της ζωής τους.
Μου άρεσε που ο συγγραφέας
Παναγιώτης Γούτας αφήνει, στο τέλος του μυθιστορήματος, όλους τους άλλους μέσα
στη μοίρα τους και κλείνει την «αυλαία» με την εξής μελαγχολική αλλά γεμάτη
αγάπη και οδυνηρή νοσταλγία μνημόνευση: «Η Ερατώ από ψηλά, εν μέσω νεφελών,
χαμογελάει πάλι. Το γέλιο της γίνεται λαμπερή ηλιαχτίδα που φτάνει μέχρι το
παράθυρό μου. Έτσι και το ανοίξω, θα πλημμυρίζει φως όλος ο χώρος.»
(Μαρία
Κέντρου-Αγαθοπούλου, περιοδ. ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τεύχος 71, Δεκέμβριος 2005. Το
κείμενο αναγνώσθηκε και στη Διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του
2005)
●
Η
Ρεβάνς είναι το τρίτο βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα, που ζει
και δημιουργεί στη Θεσσαλονίκη. Έχουν προηγηθεί οι συλλογές μικρών πεζών Τα
λάφυρα του Αυγούστου (Αλεξάνδρεια, 2001) και Το ίδιο έργο της ζωής μου
(Αλεξάνδρεια, 2002). Και τα δύο προηγούμενα βιβλία προτάθηκαν από την κριτική
επιτροπή για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω, αλλά τελικά δεν βραβεύτηκαν.
Η
Ρεβάνς αναφέρεται σε ένα πλέγμα ερωτικών και φιλικών
σχέσεων, με κρυφές σκοπιμότητες και γκρεμισμένα όνειρα και πίσω από όλα μια
νεότητα που κοιτά με ειρωνεία το παρόν. Οι πρώην αριστεροί, αυτόνομοι,
αναρχικοί, ξένοιαστοι φοιτητές, είναι οι σημερινοί άνθρωποι του κατεστημένου. Η
λέξη συμβιβασμός ταιριάζει απόλυτα στους ήρωες του βιβλίου, σε σχέση πάντα με
τις προσδοκίες της νεότητας, που αποδείχτηκαν ουτοπικές. Την πολύχρωμη νεότητα
ακολουθεί μια άχρωμη μέση ηλικία, όπου η αναζήτηση νοήματος στη ζωή είναι γι'
αυτούς το βασικό ζητούμενο. Η ζωή τους παρουσιάζεται ως το παράλληλο μιας
παρτίδας πινάκλ, όπου τα χαρτιά μοιράζουν άλλοτε η τύχη και άλλοτε μία άγνωστη
δύναμη που μοιάζει να υπηρετεί μια ακατανόητη νομοτέλεια. Οι συχνές τηλεφωνικές
συνομιλίες, η παράθεση επιστολών και οι φευγαλέες συναντήσεις στους δρόμους,
συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος ματαιότητας, προσωρινότητας,
τυχαιότητας και ανολοκλήρωτων σχέσεων και καταστάσεων.
Μαθαίνουμε
της εξέλιξη της ιστορίας μέσα από τις διαδοχικές αφηγήσεις των ηρώων και της
Ερατώς, μιας ψυχής που ακόμη και μετά το θάνατο δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από
τη γοητεία που ασκεί πάνω της η αδιάφορη καθημερινότητα και παρακολουθεί τα
πράγματα από άλλη διάσταση. Η τεχνική του συγγραφέα που θέλει τον κάθε ήρωα να
αφηγείται την ιστορία από τη δική του οπτική γωνία θυμίζει τους Κεκαρμένους
του Νίκου Κάσδαγλη, με τους οποίους όμως το βιβλίο δεν έχει καμία σχέση ως προς
το περιεχόμενο. Οι διαδοχικές αφηγήσεις καλύπτουν σφαιρικά την ιστορία, δεν
υπηρετείται όμως ο κανόνας που θέλει τον κάθε αφηγητή να διαθέτει ιδιαίτερο
προσωπικό ύφος.
Τα
πρόσωπα του βιβλίου ζουν σε μία κατάσταση διαρκούς ρουτίνας και
ψευτοευδαιμονισμού -όχι χωρίς αντίτιμο- σε ένα αλλοτριωτικό επαγγελματικό και
ερωτικό περιβάλλον, χωρίς ουσιαστικά ενδιαφέροντα, προσπαθώντας να κάνουν τη
ζωή τους λιγότερο μάταιη. Μέσα στο αδιάφορο παρόν ξυπνούν οι μνήμες των
φοιτητικών χρόνων, όταν ζούσαν στιγμές πραγματικής ελευθερίας, χωρίς
οικογενειακούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς συμβιβασμούς. Παραδόξως, τα
μακρινά εκείνα χρόνια ασκούν μια ανεξήγητη δύναμη στο παρόν, έως του σημείου να
καθορίζουν την τωρινή συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, που θεωρούν ότι οι
διαστάσεις του σύμπαντος περιορίζονται στον προσωπικό τους περίγυρο. Η
Κομοτηνή, η πόλη της μετεφηβικής ηλικίας, επανέρχεται στη μνήμη τους είτε
απρόσκλητη είτε μέσα από διάφορες αφορμές, για να τους γεμίσει ενοχές. Ο ρόλος
της Κομοτηνής στη Ρεβάνς είναι ανάλογος με το ρόλο της Χαλκιδικής και
της Θεσσαλονίκης στα δύο πρώτα βιβλία του Παναγιώτη Γούτα.
Προσπάθησα
να δω το βιβλίο ως μία σάτιρα του μικροαστισμού και των εμμονών μέσω των οποίων
το υποσυνείδητο κυριαρχεί στη ζωή μας και την κάνει αφόρητη. Και είναι δύο
φορές αφόρητη, για μας τους άλλους, όταν συνεχίζουμε να λειτουργούμε δήθεν
ανυποψίαστοι για τη ζωή που χάνεται, γι' αυτό το ποτάμι που αφήσαμε να περάσει
μέσα από τα δάχτυλά μας, χωρίς να έχουμε πιει ούτε μια στάλα…
(Διονύσης
Στεργιούλας, περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχος 128, Απρίλιος-Ιούνιος 2005)
●
Η
Ρεβάνς είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Γούτα (γεν.
1962). Προηγήθηκαν δυο συλλογές αφηγημάτων, καθώς και άλλα κείμενα και ποιήματα
που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα περιοδικά.
Η
βασική αρετή αυτή του μυθιστορήματος είναι η συναρπαστική του πλοκή, με
διαδοχικά σασπένς που κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το
καινούριο που φέρνει είναι μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική, που από κάποια
άποψη θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί προβληματική. Ο Γούτας νιώθει άβολα με την
τριτοπρόσωπη αφήγηση, την αφήγηση από τη σκοπιά ενός παντεπόπτη θεού. Έτσι την
ιστορία την αφηγούνται εναλλάξ όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτή, σε
πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει όμως τα όριά της, και αυτό το
ξέρει καλά ο Γούτας. Κάποια πράγματα σε μια ιστορία είναι δύσκολο να τα
διηγηθούν τα πρόσωπα, και οι συγγραφείς βρίσκονται συχνά μπροστά σε σκοπέλους,
όπως ο Αντρέας Μήτσου στο τελευταίο του μυθιστόρημα Ο σκύλος της Μιμής.
Τι κάνει λοιπόν ο Γούτας; Στη θέση του παντεπόπτη θεού βάζει την ψυχή μιας
πεθαμένης, αυτής που δίδαξε τον κεντρικό ήρωα το πινάκλ. Ψηλά από τον ουρανό
όπου βρίσκεται – μάλλον στον παράδεισο, μια και η κόλαση βρίσκεται στα χαμηλά-
έχει μια πλήρη εποπτεία αυτών που συμβαίνουν στη γη, και μάλιστα αυτών που
συμβαίνουν στον κανακάρη των φίλων της και μαθητή της στο πινάκλ, τον Ορέστη
Ακριβό, πετυχημένο δικηγόρο στη Θεσσαλονίκη. Έτσι αφηγείται συγχρονικά αυτά που
του συμβαίνουν, σαν να τα βλέπει με το «μάτι μιας κάμερας», για να θυμηθούμε
τον Ντον Πάσος. Είναι πρωτότυπη η επινόηση, και μας άρεσε. Αυτό που δεν μας
άρεσε είναι που ο συγγραφέας χαλάει την ομοιομορφία του πρωτοπρόσωπου αφηγητή,
βάζοντας σε τρεισήμισι μόλις σελίδες (164-167, από σύνολο 255) έναν ατόφιο
τριτοπρόσωπο αφηγητή.
Η
ρεβάνς ως τίτλος έχει ένα εφέ δισημίας. Από την κυριολεκτική
σημασία της ρεβάνς σε παιχνίδι, εδώ πινάκλ, μεταβαίνουμε στη μεταφορική της
σημασία ως εκδίκηση με το ίδιο νόμισμα. Ο Ορέστης Ακριβός εκδικείται τον φίλο
του τον Φάνη που του πήδηξε την γκόμενα κάνοντας έρωτα με τη γυναίκα του,
χρόνια μετά. Συνειδητοποιεί και αυτός ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που
τρώγεται κρύο.
Οι
«συμπτώσεις», ενώ συμβαίνουν στη ζωή, στην αφήγηση θεωρούνται ως κάτι αντιρεαλιστικό.
Όταν δεν εξυπηρετούν μάλιστα ιδιαίτερα την οικονομία της αφήγησης, ξενίζουν.
Μια τέτοια «σύμπτωση» βλέπουμε σε αυτό το μυθιστόρημα: ο γιατρός που διέγνωσε
την εγκυμοσύνη της Ανέτας είναι φίλος από το στρατό του Ορέστη, του άντρα που
την άφησε έγκυο. Μετά από χρόνια τον παίρνει τηλέφωνο και «συμπτωματικά» τον
πληροφορεί γι’ αυτήν. Μετά εξαφανίζεται. Ο συγγραφέας θα μπορούσε να βρει ένα
πιο ευλογοφανή τρόπο να το μάθει αυτό ο ήρωάς του.
Υπάρχει
τέλος και μια παραβίαση αφηγηματικών κωδίκων, που όμως εδώ προσθέτει στη
ρεαλιστικότητα της αφήγησης, κάνοντάς τη πιο πειστική. Η παραβίαση αυτή είναι η
μη γνωστοποίηση κάποιων μυστικών στα πρόσωπα που τα αφορούν. Το πρώτο είναι ότι
ο Φάνης δεν έμαθε ποτέ την πραγματική αιτία που ο Ορέστης τσακώθηκε μαζί του,
ότι δηλαδή τον είδε να κάνει έρωτα με τη φίλη του. Ο Ορέστης με τη σειρά του
δεν έμαθε ποτέ ότι αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, και ότι μάλιστα
ενέδωσε όταν αυτή του υποσχέθηκε ότι μετά θα τα ξανάφτιαχνε με τον Ορέστη, με
τον οποίο βρισκόταν σε μια φάση ψυχρότητας. Και τέλος, ο Φάνης δεν έμαθε ποτέ
ότι το παιδί της Ανέτας δεν ήταν δικό τους παιδί αλλά παιδί του Ορέστη, παιδί
της εκδίκησης. Οι αφηγηματικές συμβάσεις θέλουν τα σοβαρά μυστικά να
γνωστοποιούνται στους ενδιαφερόμενους με το τέλος του έργου, γιατί αυτό οδηγεί
σε πιο δραματικές τροπές στην εξέλιξη της ιστορίας. Όμως αυτό δεν συμβαίνει
συχνά στην πραγματική ζωή.
Ένας
βιβλιοκριτικός μπορεί να είναι ψείρας, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν
απολαμβάνει ένα έργο. Εμείς το έργο του Γούτα, παρά τις κριτικές επισημάνσεις
που κάναμε, το απολαύσαμε.
(Μπάμπης
Δερμιτζάκης, Sunday, July 12, 2009, περ. ΛΕΞΗΜΑ)
●
ΡΕΒΑΝΣ
Αρχίζει
και αδειάζει σιγά σιγά η συγγραφική δεξαμενή της Θεσσαλονίκης – ίσως και της
Ελλάδας γενικότερα. Βγήκε κάποια στιγμή μία νέα γενιά συγγραφέων, ενίσχυσε τα
υπάρχοντα αποθέματα, αλλά τα τελευταία χρόνια ολοένα και σπανίζουν οι νεόκοπες
εκπλήξεις. Όλα από τους παλιούς τα περιμένουμε;
Κάποιες φορές ηχεί κάποια καινούρια
πένα και με αδημονία σπεύδουμε να την ακούσουμε, ιδίως όταν τη συνοδεύουν
θετικές συστάσεις. Παραβλέπουμε ακόμη και τα φάλτσα της, προσποιούμαστε τους
βαρήκοους, όταν ο ρυθμός στονάρει. Το ίδιο πράξαμε και με την περίπτωση του
Παναγιώτη Γούτα, δοκιμασμένου ήδη από δύο συλλογές διηγημάτων, όταν μάθαμε ότι
κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημά του, τη Ρεβάνς, από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο.
Στην πρώτη σειρά των θετικών
διαπιστώσεων στρογγυλοκάθισε η απόσταση που κρατάει πλέον ο συγγραφέας από την
αποκαμωμένη βιωματική λογοτεχνία και ο ενοφθαλμισμός που επιχειρεί με στοιχεία
φανταστικά, εφευρημένα ή κατασκευασμένα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80,
σημείο εκκίνησης των τεσσάρων πρωταγωνιστών του βιβλίου, ως σήμερα οι
πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις διασχίζουν εποχές, απόψεις και κυρίως όνειρα με
μεγαλύτερη επιτυχία στους παρελθοντικούς χρόνους, με μικρότερη ίσως στους
ενεστώτες. Σημασία έχει ότι οι χρονικές αποστάσεις διανύονται δίχως
λαχανιάσματα, τα δύο ζευγάρια της ιστόρησης διασταυρώνονται σε μια παρτίδα
πινάκλ, κάποτε αγριεμένοι σαν πάλη σωμάτων και ψυχών.
Ευανάγνωστο αλλά και απαιτητικό, το
αφήγημα του Γούτα μοιάζει να ζητά την ίδια τη ρεβάνς της θεσσαλονικιώτικης
λογοτεχνίας.
(Βασίλης
Κεχαγιάς, εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Ιανουάριος 2005)
●
Έπειτα
από δύο βιβλία με μικρά αφηγήματα (Τα λάφυρα του Αυγούστου και Το
ίδιο έργο της ζωής μου) ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Παναγιώτης Γούτας μάς
δίνει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο Η ρεβάνς. Πρόκειται για μια
ιστορία έρωτα και εκδίκησης, πάθους και υπολογισμού, ανδρικής φιλίας και
συζυγικής απιστίας. Μια ιστορία που συμπλέκει τη φοιτητική Κομοτηνή του ’80 με
τη Θεσσαλονίκη του σήμερα και αντιπαραθέτει στα ιδανικά της νεότητας τις
έκπτωτες αξίες και τα συρρικνωμένα οράματα της μέσης ηλικίας.
Ένα σύμβολο που λειτουργεί
πολυδύναμα μέσα στο μυθιστόρημα είναι η τράπουλα. Και όπως τα τυχερά παιχνίδια
επιφυλάσσουν εκπλήξεις και ανατροπές, έτσι και οι ήρωες, στην πορεία της
αφήγησης, θα δημιουργήσουν διαφορετικά «ζευγάρια», η «μάνα» θα αλλάξει και «άσοι»
θα βγουν από τα μανίκια. Τελικά, αυτός που χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην
αγάπη;
(Βασίλης
Πάγκαλος, Πανσέληνος της εφ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 28/11/204)
●
Ιστορία
ενός ανταγωνισμού, ενός έρωτα και της παρακμής των συναισθημάτων. Δύο φίλοι που
έχουν χαθεί και μετά από 20 έτη συναντώνται και πάλι, με όλη την αντιπαράθεση
μεταξύ τους ακέραια, οι ερωτικές προδοσίες όμως θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες
αποστάσεις. Το τραγικότερο μέρος του βιβλίου είναι το τέλος, όπου περιγράφεται
πολύ λιτά και πικρά αυτό που όλοι γνωρίζουν κάποιες στιγμές στη ζωή τους: το να
παύσουν να αγαπούν το αντικείμενο του πόθου τους.
(Χαρίκλεια
Γ. Δημακοπούλου, εφημ. Εστία, 7/4/2005)
●
Η
ρεβάνς των φοιτητικών χρόνων
Από
το ιδιαίτερα καλογραμμένο όμως αυτό μυθιστόρημα, που υιοθετεί αρκετά από τα
θεωρούμενα ως στοιχεία νεωτερικότητας στη δομή (πολλοί αφηγητές, επιστολές,
αποσπάσματα από σημειωματάρια), το ιδιαίτερα ενδιαφέρον πλην της ταυτότητας των
δυο πρωταγωνιστών του, του Ορέστη Ακριβού, μεγαλοδικηγόρου, και του καθηγητή
πανεπιστημίου Φάνη Μαλικούδη, που έλκουν ως προσωπικότητες στην ηλικία μετά τα
σαράντα την προσοχή μας ως αναγνωστών για την πορεία τους στη σύγχρονη ελληνική
πραγματικότητα, –εξαιρετική η διαγραφή των χαρακτήρων τους προς την αλλοτρίωση
και τη διάψευση των εφηβικών τους ονείρων!–, είναι ο τρόπος με τον οποίο
εγγράφεται και, μέσω της «Ρεβάνς», ως λογοτεχνικός χώρος η πόλη της Κομοτηνής
με την ταυτότητά της ως φοιτητουπόλεως. Το ίδιο αξιοσημείωτος τίτλος του
μυθιστορήματος θα μπορούσε έτσι να είναι «Η ρεβάνς της Κομοτηνής» που θα
υποσήμαινε εύγλωττα πώς τα βιώματα των φοιτητικών τους χρόνων μένουν ανεξίτηλα
και γυρεύουν, όσο οι πρωταγωνιστές τους είναι εν ζωή, τη ρεβάνς τους...
(Τζένη
Κατσαρή-Βαφειάδη, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ της Θράκης 6/8/2005)
●
Μια
ασήμαντη αφορμή, που κινεί όμως με ταχύτητα μνήμης το παρελθόν, μια φωτογραφία
σε άσπρο και μαύρο, θα φέρει στο παρόν της ωριμότητας δύο φίλους παλιούς και
συμφοιτητές κάποτε. Τα χρόνια περνούν χωρίς τους υπολογισμούς του κέρδους και
του συμφέροντος να χρωματίζουν το χρόνο τον αδηφάγο, γιατί αυτός κάνει τη
δουλειά του στην απραξία του ανιδιοτελούς. Όμως το θνητό ζει με τις συγκρούσεις
του, καλή ώρα, όπως τα δύο συνευρεθέντα ύστερα από 22 χρόνια φιλαράκια. Σαν
χαρτοπαίχτες της οδύνης θα αποδοξάσουν τα περασμένα τα καλά, επαναφέροντας επί
της τραπέζης τον αρχαίο νόμο της διαφωνίας. Ηφαίστεια και οι δύο εν υπνώσει,
ξυπνούν πετώντας τη λάβα της εκδίκησης καίγοντας τα πάντα σε μια συνάντηση που
θα καταστεί μοιραία. Το πρώτο μυθιστόρημα του 42χρονου συγγραφέα.
(Βασίλης
Καλαμαράς, Βιβλιοθήκη της εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5/11/2004)
●
Τέλειο
ελληνικό ψυχογράφημα.
(Γιώργος
Χρονάς, στήλη «βιβλία» περιοδικού ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχος 127,
Ιανουάριος-Μάρτιος 2005)
●
Ο
Παναγιώτης Γούτας δοκιμάζει να περιγράψει το αδιέξοδο της δικής του γενιάς
μεταξύ ιδεολογίας και επαγγελματικής επιτυχίας.
(Γιάννης
Κοτσιφός, εφημ. ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 30/10/2004)
●
Η
Ρεβάνς είναι ένα έργο πολυφωνικό, όπου τα γεγονότα δίνονται
περισσότερο μέσα από τη φωνή των ηρώων και λιγότερο από την περιγραφή τους. Ο
συγγραφέας πραγματεύεται ήρωες που κινούνται μέσα σ’ ένα «βάλτο», μέσα στη
σήψη, χωρίς ρομαντισμό. Ο κεντρικός ήρωας αναθεωρεί το ιδεώδες της φιλίας και
του έρωτα καθώς προδίδεται από τον καλύτερό του φίλο και την κοπέλα του. Μετά
από χρόνια αποφασίζει να εκδικηθεί. Πρόκειται λοιπόν για μια ειλικρινή ιστορία
με ανθρώπους που ζουν μέσα στη φθορά, αγαπούν, εκδικούνται, πληγώνονται
(Σμαράγδα
Μανταδάκη, από την παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ Θεσσαλονίκης, τον
Απρίλιο του 2005)
●
Οι
ήρωες του Γούτα είναι άνθρωποι δειλοί, λουφαδόροι, εκδικητικοί, εφησυχασμένοι,
που ερωτοτροπούν αδιακρίτως. Άνθρωποι δηλαδή της καθημερινότητας, οικείοι, «κλεμμένοι»
από τη σημερινή γενιά, τη γενιά των ιδιωτικών συμφερόντων. Ο άνθρωπος
περιγράφεται σαν ένα μακάβριο, αγνώστου συνομοταξίας ζώο, δίνοντας στον
αναγνώστη με τη συμπεριφορά του και τις αντιδράσεις του μια γροθιά στο στομάχι
και επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.
(Βαγγέλης
Τασιόπουλος, από την παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ Θεσσαλονίκης, τον
Απρίλιο του 2005)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ
Κύριε
Γούτα, στη Ρεβάνς η τράπουλα υπάρχει ως «πραγματικό» στοιχείο του
μυθιστορήματος αλλά και ως σύμβολο. Μιλήστε μας λίγο για αυτό το παιχνίδι…
Είναι το παιχνίδι του έρωτα και, γενικότερα, της ζωής. Στον έρωτα και στη ζωή υπάρχουν εναλλαγές, διαδραματίζονται αμφίρροπες παρτίδες, τα λάθη κοστίζουν, ισχυρά χαρτιά κρατιούνται για το τέλος.
Εντέλει κάποιοι νικούν και κάποιοι είναι οι χαμένοι. Στο πινάκλ, βέβαια, όπως και σε όλα τα τυχερά παιχνίδια, οι νικητές και οι ηττημένοι είναι ευδιάκριτοι. Ενώ στις ανθρώπινες σχέσεις τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά. Γράφοντας τη Ρεβάνς ένιωθα πως κάθε ήρωάς μου αντιπροσώπευε ένα τραπουλόχαρτο, άλλος δυνατό άλλος αδύνατο. Ανακάτευα, λοιπόν, τη συγγραφική τράπουλα, μοίραζα, έκανα παιχνίδι…
Στο
μυθιστόρημά σας δεν υπάρχει κάποιος ξεκάθαρα θετικός ήρωας, όλοι έχουν τα
σκοτεινά τους σημεία. Τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια επιλογή;
Το
«ξεκάθαρα θετικοί ήρωες», όπως το θέτετε, αποτυπώνει μια μάλλον ρομαντική θέση.
Στη ζωή σπανίζουν οι άγιοι, οι άγγελοι κι οι Δον Κιχώτες. Στη λογοτεχνία, πάλι,
τέτοιοι τύποι φαντάζουν, συχνά, ψεύτικοι ή αφόρητα πληκτικοί, γιατί δεν
συμβαδίζουν με την πραγματικότητα. Τα πρόσωπα της Ρεβάνς πιστεύω πως δεν
κρύβονται, είναι αυτά που είναι. Έχουν, πράγματι, αδυναμίες και σκοτεινά
σημεία, είναι όμως περισσότερο εύθραυστοι σαν χαρακτήρες, παρά αρνητικοί. Στο
τέλος, άλλοι εν γνώσει τους άλλοι εν αγνοία τους, λειτουργούν απόλυτα θετικά,
αφού, παρά τις συγκρούσεις και τις διαφορές τους, συμβιώνουν αρμονικά και
συμφιλιώνονται. Δείχνουν κατανόηση και ανοχή. Πετυχαίνουν κάτι πολύ σπουδαίο,
την ενσυναίσθηση, μπαίνει ο ένας στο πετσί του άλλου.
Στο
βιβλίο σας οι περισσότεροι ήρωες παίρνουν οι ίδιοι τον λόγο και αφηγούνται.
Έτσι, έχουμε πολλές οπτικές γωνίες, συχνά διαφορετικές μεταξύ τους. Σε τι σας
εξυπηρετεί αυτό το τέχνασμα;
Η
Ρεβάνς πρωτογράφηκε σε τρίτο πρόσωπο. Όταν πέρσι την
ξαναδιάβασα, είδα ότι ο παντογνώστης αφηγητής, αποστασιοποιημένος από πρόσωπα
και γεγονότα, αποδυνάμωνε την ιστορία. Έτσι ξανάγραψα το βιβλίο σε πρώτο
πρόσωπο, βάζοντας τους ήρωες να λένε τη δική τους εκδοχή γύρω από τον πυρήνα
της υπόθεσης, που είναι μια ερωτική απιστία. Αυτός ο κατακερματισμός της φωνής
μου μέσα από τις φωνές των ηρώων μου νομίζω λειτούργησε θετικά. Πιστεύω πως μ’
αυτό το τέχνασμα των πολλών προσωπείων και των διαφορετικών εκδοχών, διείσδυσα
–ή προσπάθησα να διεισδύσω– στα μύχια της ψυχής των ηρώων μου.
Ανάμεσα
στους ήρωες του μυθιστορήματος είναι και η Ερατώ, μια χαρτοπαίκτρια που έχει
πεθάνει και κυκλοφορεί εν πνεύματι στον κόσμο των ζωντανών, παρεμβαίνοντας με
κάποιον τρόπο στη ζωή των πρωταγωνιστών. Πώς συλλάβατε αυτή τη φιγούρα;
Η
Ερατώ, σε πρώτο επίπεδο, είναι ένα επιπλέον προσωπείο που μου κάλυψε κενά στην
αφήγηση, δίνοντας πληροφορίες για τη ζωή του Φάνη. Είναι όμως και μια
φιγούρα-σύμβολο, είναι η ίδια η μοίρα αλλά και η έμπνευση του λογοτέχνη. Το
όνομά της δεν επιλέχτηκε τυχαία. Στη μυθολογία η μούσα Ερατώ, προστάτιδα του
έρωτα, έδινε λύσεις σε ερωτικά ζητήματα. Το να δεχτούμε, βέβαια, πως αυτή
παρενέβη δυναμικά στη ζωή των ηρώων αλλάζοντας δραματικά τα πράγματα, φαντάζει,
για ένα μυθιστόρημα αυτού του στιλ, αρκετά μεταφυσικό. Όμως και η ζωή μας δεν
βρίθει καταστάσεων και συμβάντων που είναι αδύνατον να ερμηνευτούν με λογικό
και «γήινο» τρόπο;
Πώς
ήταν η μετάβαση από το μικρό αφήγημα στο μυθιστόρημα; Πόσο ίδια και πόσο
διαφορετικά είναι τα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη;
Τόσο
η μικρή φόρμα όσο και το μυθιστόρημα έχουν τις δικές τους δυσκολίες κι
απαιτήσεις. Η πρώτη απαιτεί συμπύκνωση λόγου, και το τελικό της ισοδύναμο
πρέπει να είναι όμοιο με κεραυνό ή έκρηξη. Το μυθιστόρημα παρουσιάζει δυσκολίες
στον ρυθμό και στην πλοκή. Η όλη σύνθεση πρέπει να κρατά σε εγρήγορση τον
αναγνώστη για εκατοντάδες σελίδες. Αν το μικρό πεζό είναι η αστραπή, το
μυθιστόρημα οφείλει να είναι η ήσυχη βροχή που πέφτει αδιάκοπα και μέσα από
κάθε σταλαγματιά της ανασαίνει ο αναγνώστης. Ένιωσα την ανάγκη να πειραματιστώ
με κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που μέχρι τώρα έγραφα, και κατέφυγα στο
μυθιστόρημα, αυτό ήταν όλο…
(συνέντευξη
στον Βασίλη Πάγκαλο, δημοσιευμένη στην «Πανσέληνο» της εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,
στις 28/11/2004)
●
Κεντρική
πλατεία της Κομοτηνής, αρχές του ’80. Δυο άντρες και δυο γυναίκες στη δεύτερη
δεκαετία της ζωής τους ποζάρουν στο ασπρόμαυρο καρέ. Περίπου μια εικοσαετία
μετά, το μέλλον τους έχει ξεφύγει ανεπιστρεπτί από το στενό εκείνο φωτογραφικό
πλαίσιο, μα, όπως θα αποδείξει η τυχαία διασταύρωση των δρόμων τους, κουβαλάει
πάντα το παρελθόν, αν δεν καθορίζεται κιόλας από αυτό.
Η… συνέχεια στις σελίδες του πρώτου
μυθιστορήματος του Παναγιώτη Γούτα Η ρεβάνς (εκδόσεις «Μεταίχμιο»)
–παρουσιάστηκε πρόσφατα στο βιβλιοπωλείο «Ιανός»– που βάζει κάτω από τον
μεγεθυντικό φακό την ελληνική κοινωνία.
Ο Παναγιώτης Γούτας –έχει
δημοσιεύσει ποίηση και πεζογραφία στα περιοδικά «Τραμ», «Παραφυάδα»,
«Μπιλιέτο», «Οδός Πανός», ενώ κυκλοφόρησε δύο συλλογές αφηγημάτων– στήνει μια
παρτίδα ζωής, στην οποία δύσκολα θα ξεχωρίζει κανείς τους νικητές από τους
χαμένους, και ρίχνει στην τσόχα την εκδίκηση, τις ερωτικές προδοσίες, τα ψέματα
και τις φιλοδοξίες.
Πρόκληση
Μιλώντας
για την ιδέα του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και για την απόφασή του να
δοκιμάσει τις ικανότητές του στη μυθιστορηματική γραφή, δήλωσε στον
«Αγγελιοφόρο»:
«Μ’
απασχολούσε από καιρό αυτό το δίπολο της ζωής επαναστάτης-συμβιβασμένος,
υποταγμένος-ανυπότακτος. Είχα και σχετικό υλικό και αποφάσισα να το συνθέσω σ’
ένα λογοτεχνικό είδος στο οποίο δεν είχα προσπαθήσει στο παρελθόν. Ξέρετε,
είναι και που τη Θεσσαλονίκη την έχουν ταυτίσει με το διήγημα, και το
μυθιστόρημα είναι κάτι που δεν το αγγίζουμε. Και αυτό λειτούργησε ως πρόκληση
για μένα. Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος με πολλές απαιτήσεις: από την απλή
παρατήρησα κλήθηκα να μπω στις παρτίδες της ζωής κάποιων ανθρώπων, που ήταν και
αυτοί που με οδήγησαν από ένα σημείο και μετά.».
Αφηγήτρια
η Ερατώ
Σε
ρόλο αφηγητή ο συγγραφέας τοποθετεί ένα πρόσωπο που καιρό τώρα η ψυχή του έχει
αποχωριστεί το σώμα του. Πρόκειται για την Ερατώ, γειτόνισσα στις καλοκαιρινές
διακοπές του ενός, που πεθαμένη πια, σαν φύλακας άγγελος, παρακολουθεί την
πορεία των ηρώων και «μιλά» στον αναγνώστη. Λέει επ’ αυτού ο συγγραφέας:
«Η Ερατώ είναι το μόνο πλαστό
πλάσμα, ένα φανταστικό πρόσωπο που από τη μια μεριά καλύπτει κάποια αφηγηματικά
κενά, ενώ λειτουργεί και συμβολικά. Στη μυθολογία ήταν η μούσα προστάτιδα των
ερωτικών σχέσεων, αλλά και η μούσα του συγγραφέα».
Όσον αφορά τους βασικούς παίκτες της
παρτίδας αυτής –ήρωες που δεν θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς απόλυτα
καλούς ή απόλυτα κακούς– ο ίδιος συμπληρώνει ότι:
«Υπάρχουν πολλά βιωματικά στοιχεία
διάσπαρτα και αναμεμειγμένα με τα μυθοπλαστικά γεγονότα. Έχω δανειστεί στοιχεία
από πραγματικά πρόσωπα που μπορεί να συγκεντρώνονται και σ’ ένα μόνο πρόσωπο,
όμως τελικά όλα είναι προσωπεία του συγγραφέα. Εγώ, πάντως, προτιμώ να τους
χαρακτηρίζω αντιήρωες. Δε πιστεύω στη απόλυτη καλοσύνη. Κάτι τέτοιο φαίνεται
ψεύτικο σ’ ένα μυθιστόρημα και ασύμβατο με τη ζωή μας, που σαφώς δεν είναι
γεμάτη από αγίους και αγγέλους».
(συνέντευξη
στη Γιώτα Σωτηροπούλου, δημοσιευμένη στην εφημ. ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, στις
16/4/2005)