Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωδέκατος παίκτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωδέκατος παίκτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης (9)

 


ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎


 

 

 

ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ

 

 

 

Επιστρέφω νοερά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δεκαέξι στα δεκαεπτά, με ακμή, μακριά ως τους ώμους μαλλιά και λιπόσαρκος, μ’ έναν αθλητικό σάκο στο χέρι, να περιμένω όλο αγωνία τα πρωινά της Κυριακής στο γήπεδο της Α. Ε. Χ. για το αν συμπεριληφθώ στην αποστολή της ομάδας για τον απογευματινό αγώνα. Το γήπεδο ξερό, με χαλίκια και λακκούβες. Ένας φροντιστής της συμφοράς ασβέστωνε με ένα σαραβαλιασμένο αναξιόπιστο μηχάνημα τις γραμμές του γηπέδου. Πίσω από τις εστίες υπήρχε τρίμετρη περίφραξη από μεταλλική κατασκευή για να μη φεύγει η μπάλα και την ψάχνουμε. Στη βόρεια εστία, στον ενδιάμεσο χώρο από το γήπεδο του Άρη, υπήρχε ένα ερειπωμένο κτίσμα, πρώην εργοστάσιο, τίγκα στο σκουπίδι και στ’ αγριόχορτα. Αν έφευγε η μπάλα από κάποια τρύπα της περίφραξης –πράγμα που γινόταν συχνά– και πήγαινε στο βρομερό ερείπιο, ο τερματοφύλακας είχε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Ο Λυκούργος, ο δεύτερος φροντιστής, κρεμούσε με μανταλάκια τις φρεσκοπλυμένες κιτρινόμαυρες φανέλες μας σ’ ένα μακρύ σχοινί, δίπλα στ’ αποδυτήρια, για να στεγνώσουν. Η ομοιόμορφη μπουγάδα των εφηβικών μας χρόνων, σε κοινή θέα. Ο Λυκούργος ήταν ένας ζόρικος τύπος, που αν τον εκνεύριζες και άνοιγε το στόμα του, κοκκίνιζες από τις βρισιές και τις χριστοπαναγίες που σου ξεστόμιζε. Κι όμως, σ’ αυτό το ξερό γηπεδάκι –σήμερα έχει γίνει πάρκο με παιδική χαρά, η ομάδα όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχει ακόμα– αντικρίζαμε, κυρίως τα απογεύματα της Τετάρτης, τους παίκτες του Άρη, της χρυσής εποχής του Τσατσέφσκι. Όταν έρχονταν να τρέξουν για φυσική κατάσταση –κάτι βέβαια που γινόταν, συχνά, και στο διπλανό αλσάκι της Νέας Ελβετίας– μαζεύαμε τις μπάλες μας και αδειάζαμε τον χώρο σαν λαγοί. Παίρναμε μάτι, στα κρυφά, μέσα από τα ταπεινά μας αποδυτήρια τον Παπαφλωράτο, τον Πάλλα, τον Φοιρό, τον Κούη, τον Μπαλλή, τον Σεμερτζίδη να τρέχουν με τις χαρακτηριστικές μπλε φόρμες τους. Καμιά φορά παίζαμε και φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, στο οποίο συμμετείχε και κανένα αστέρι της πρώτης ομάδας που προερχόταν από τραυματισμό και δοκίμαζε το πόδι του, και τότε πετούσαμε στα ουράνια από τη θεία συγκυρία. Προτιμούσαμε ασυζητητί να συμμετέχουμε στο φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, κάποιες Τετάρτες, παρά τη σίγουρη θέση στο κυριακάτικο ντέρμπι με τη Φλόγα Αναλήψεως, την Προοδευτική Τούμπας, την Ελπίδα, τον Αριστοτέλη, τον Εθνικό Πυλαίας ή τη Νίκη Διοικητηρίου.

Συνήθως έμενα εκτός αποστολής. Όταν έμπαινα στη δεκαοκτάδα, ο κυρ Νίκος –παίκτης και προπονητής της ομάδας– μ’ έβαζε συχνά αλλαγή στο τελευταίο εικοσάλεπτο ή στο τελευταίο ημίωρο. Μου χτυπούσε την πλάτη φιλικά, εγώ σηκωνόμουν από τον ξύλινο πάγκο των αναπληρωματικών, έβγαζα την πάνω φόρμα μου κι έκανα διατάσεις για προθέρμανση. Ύστερα με πλησίαζε, μου έδειχνε κάποιον επικίνδυνο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας, που όφειλα να μαρκάρω στενά, καθότι μεσοαμυντικός, «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» μου έλεγε εμπιστευτικά στ’ αυτί κι εγώ ξαμολιόμουν στο γήπεδο να επιτελέσω το καθήκον μου. Στα λίγα λεπτά που αγωνιζόμουν τα έδινα όλα. Έτρεχα, μάρκαρα, αναχαίτιζα, όσο αυτό ήταν εφικτό, τον αντίπαλο, μάτωνα αγκώνες και γόνατα, ίδρωνα τη φανέλα. Για τη φανέλα άλλωστε παίζαμε τότε. Το πριμ ανύπαρκτο, μέχρι και τον αθλητικό εξοπλισμό με δικά μας έξοδα τον αγοράζαμε. Αραιά και πού η διοίκηση, σε κάποια ανέλπιστη επιτυχία μας, μας κερνούσε από μία πάστα αμυγδάλου, στο «ΛΟΥΞ», στην καρδιά του Χαριλάου, αφού ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου ήταν πατέρας ενός πρώην συμπαίχτη μας.

Από όλη εκείνη την περιπέτεια με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μού έχει μείνει ως μακρινός απόηχος, ως αντιβούισμα της εποχής, η παρότρυνση του κυρ Νίκου, το «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!». Ήταν η φράση που με ενθάρρυνε, με διέγειρε, με κινητοποιούσε. Το σύνθημα για να δώσω κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου για την ομάδα. Το σάλπισμα για μάχη αλλά και για δημιουργία. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, και όλα, ομάδες, ιδεολογίες, οράματα, φιλίες και όνειρα πήγανε στράφι, κάθομαι στον υπολογιστή μου και μόνο αφηγούμενος ιστορίες νιώθω κάπως να αγγίζω την ουσία της ζωής και της ύπαρξης. «Βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» λέω από μέσα μου και γράφω, γράφω, συνέχεια γράφω. Κι όλο να προσπαθώ να μαρκάρω στενά τον Χρόνο που περνάει, τον άπιαστο κυνηγό που ξετινάζει τα δίχτυα μας, βγάζοντάς του, με αναίδεια, γλώσσα όταν προσωρινά το κατορθώνω.

 

(2017)

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎

 

 


ΤΑ «ΨΟΦΙΜΙΑ» ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ

 

 

 

Από τη θητεία μου στη γηπεδική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη μου κάποια περιστατικά και εικόνες. Η πρώτη εικόνα έχει να κάνει με τα μαξιλαράκια από φελιζόλ των γηπέδων. Όλοι σχεδόν οι φίλαθλοι τα κρατούσαν στο χέρι με την είσοδό τους στο γήπεδο, για να κάθονται άνετα πάνω στις κρύες κερκίδες. Η εικόνα του φιλάθλου με το εισιτήριο προτεταμένο στο χέρι και το φελιζόλ υπό μάλης ήταν πολύ χαρακτηριστική εκείνη την εποχή, στις θύρες εισόδου των σταδίων. Ένας συμμαθητής μου από το Λύκειο Τούμπας πουλούσε συχνά φελιζόλ τόσο έξω από την Τούμπα όσο κι από το Καυτατζόγλειο. Ήταν άριστος μαθητής και ιδιαίτερα θρησκευόμενος – γνώριζε απέξω όλα τα τροπάρια και τις γιορτές των αγίων. Πέρασε σε κάποια αξιόλογη σχολή, όμως, ακόμη και στο πτυχίο εξακολουθούσε να πουλά έξω από γήπεδα μαξιλαράκια για να τονώνει οικονομικά τους γονείς του. Τον πέτυχα, αρκετά χρόνια μετά, να κάνει το ίδιο κι έξω από το Θέατρο Δάσους, σε καλοκαιρινή συναυλία, του μίλησα, και έκτοτε έχω χάσει τα ίχνη του. Διόλου απίθανο να συνέχιζε για χρόνια να βγάζει μεροκάματο, όχι έξω από γήπεδα, αλλά από συναυλιακούς χώρους της πόλης.

Θυμάμαι πως πέντε-δέκα λεπτά πριν από τη λήξη κάθε αγώνα, σηκώνονταν όρθιοι οι θεατές στα γήπεδα και, σαν να είχαν λάβει κάποιο αναπάντεχο, υπερκόσμιο μήνυμα από άγνωστη και σκοτεινή δύναμη, εκσφενδόνιζαν τα μαξιλαράκια στον αέρα. Πάντα κάποιος ξεκινούσε αυτή τη ρυπαρή και αγενή συνήθεια, και οι υπόλοιποι, ως μιμητικά όντα, ακολουθούσαν. Ο ουρανός γινόταν πάλλευκος από τα διαχυμένα φελιζόλ, πολλά μαξιλαράκια ο αέρας τα έβγαζε έξω από το γήπεδο, όμως άλλα τόσα κατέληγαν στον αγωνιστικό χώρο και συχνά ο διαιτητής διέκοπτε τον αγώνα για να καθαριστεί το γήπεδο. Το δικό μου μαξιλαράκι πάντα ήταν μισοφαγωμένο από το άγχος για την εξέλιξη της αναμέτρησης, που μετέφεραν τα ανήσυχα δάχτυλά μου στην επιφάνειά του. Συχνά, στο τέλος των αγώνων, εκσφενδόνιζα κι εγώ στα ουράνια της Τούμπας ή του Καυτατζογλείου μισό ή ένα τέταρτο από το μαξιλαράκι, αφού το υπόλοιπο είχε φαγωθεί στις επιθέσεις των αντιπάλων, όταν δοκίμαζαν την αντοχή της αμυντικής μας γραμμής αλλά και τα όρια του νευρικού μου συστήματος.

Ένα άλλο γηπεδικό στιγμιότυπο εκείνης της εποχής ήταν οι κληρώσεις κάποιων γυρολόγων των κερκίδων, που πουλούσαν λαχνούς στους φιλάθλους με έπαθλο ένα μακρύ κομμάτι ξύλο, που είχε πάνω του κρεμασμένα με λαστιχάκια τρία, τέσσερα χιλιάρικα, δυο-τρία πακέτα Μάρλμπορο, μερικούς πάκους χαρτομάντιλα και κάποιες σοκολάτες και συσκευασίες με τσίχλες. Ο πιο γνωστός τύπος σε όλη τη Θεσσαλονίκη, ο μαιτρ των κληρώσεων, ήταν ο «Μαύρος», ένας μελαχρινός μεσήλικας, μονίμως ιδρωμένος και ανήσυχος.

—Πάρτε λαχνούς από τον Μαύρο, παοκτσάκια μου! έλεγε στην Τούμπα και, πάντα, πέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα (κάποιες φορές και στο ημίχρονο), έκανε την κλήρωση, δίνοντας το έπαθλο σε κάποιον τυχερό.

Συμμετείχα κι εγώ, στο παρελθόν, σε τέτοιες κληρώσεις, όμως δεν κέρδισα ποτέ ούτε τα λαστιχάκια από τον γηπεδικό μποναμά. Τον «Μαύρο» τον πετύχαινα εκείνη την εποχή και στο Χαριλάου και στο Καυτατζόγλειο. Η ίδια μπεσαλίδικη διαδικασία, τα νούμερα ανακατώνονταν έντιμα σε μια μαύρη κουκούλα –σαν εκείνες των δωσίλογων επί γερμανικής κατοχής–, ένα μικρό συνήθως παιδί, επιλεγμένο από το πλήθος, έβαζε δειλά το χεράκι του κι επέλεγε τον νικητήριο λαχνό και πάντα κάποιος έβγαινε κερδισμένος. Μονάχα η παρότρυνση του «Μαύρου» από γήπεδο σε γήπεδο ήταν διαφορετική. Το «παοκτσάκια μου» της Τούμπας, στο Χαριλάου γίνονταν «αρειανάκια μου», και στο Καυτατζόγλειο «ηρακλάκια μου». Κι όλοι, γαλάζιοι, κίτρινοι κι ασπρόμαυροι έτρεχαν να αγοράσουν λαχνούς από τον «Μαύρο», μπας κι αλλάξει η μαύρη τους τύχη.

Ένα μεσημέρι στην Τούμπα, σε αγώνα του ΠΑΟΚ –δεκατρία στα δεκατέσσερα εγώ–, στοιβαγμένοι στη θύρα 8, μαζί μ’ έναν συμμαθητή μου από το γυμνάσιο που είχε έφεση στο μάθημα της Έκθεσης, είχαμε πέσει στα χέρια του φοβερού και τρομερού, τότε, Μάκη Μανάβη, του μετέπειτα οργανωτή της Θύρας 4 του ΠΑΟΚ επί πολλές δεκαετίες. Άγνωστο πώς βρέθηκε σ’ εκείνο τον αγώνα στη συγκεκριμένη Θύρα για να οργανώσει εμάς, τα «ψοφίμια» κατά τη φρασεολογία του. Ίσως γιατί το ματς ήταν κρίσιμο για την ομάδα και οι φωνές μας υποτονικές και άχρωμες. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με το έτσι θέλω, μαζί με ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων (μαθητές, φοιτητές, φιλήσυχους μεσήλικες, καλοστεκούμενα γερόντια, γυναίκες κάθε ηλικίας και μικρά παιδιά) να βαράμε ρυθμικά παλαμάκια, να ουρλιάζουμε για την ΠΑΟΚάρα, χτυπώντας παράλληλα με λύσσα και τα πόδια μας στις κερκίδες για να δημιουργηθεί εκκωφαντικός θόρυβος και να τρομάξει ο αντίπαλος. Η προτροπή του γηπεδικού καθοδηγητή, ως προκαταρκτικό των όσων θα επακολουθούσαν, δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

—Χέρια-πόδια, ρε ψοφίμια! Ν’ ακουστείτε μέχρι την παραλία, γαμώ το κέρατό μου, μέσα!

Κι αμέσως μετά:

—ΠΑΟΚάρα, ολέ!

Το βράδυ, στο σπίτι, πονούσαν χέρια και πόδια από την οπαδική αυταπάρνηση και υπερπροσπάθεια. Ο ΠΑΟΚ πάλι είχε κερδίσει, και όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Το πιο ωραίο όμως είναι πως, λίγους μήνες μετά από το περιστατικό, η Θύρα 8 έκλεισε για λόγους στατικότητας. Κρίθηκε από ειδικούς μηχανικούς πως χρειαζόταν ενισχυτικά έργα για να λειτουργήσει ξανά, αφού δεν ήταν εγγυημένη μελλοντικά στο κοινό η στοιχειώδης ασφάλεια. Ύστερα απ’ αυτό, η Θύρα 8 έμεινε κλειστή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα έργα συντήρησής της είχαν καταντήσει σαν το γιοφύρι της Άρτας. Άραγε τα προστάγματα του συγχωρεμένου, πλέον, Μανάβη πόσο βοήθησαν στο πολυετή κλείσιμό της λόγω ρωγμών σε κερκίδες και σε υποστυλώματα;

Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το περιστατικό στη Θύρα 8, βλέπω τις αλλαγές στις συνήθειες των φιλάθλων και στη γηπεδική συμπεριφορά τους. Τα φελιζόλ είναι μάλλον περιττά, αφού όλα σχεδόν τα γήπεδα έχουν αποκτήσει πλαστικά καθίσματα. Κληρώσεις επιτήδειων γυρολόγων των κερκίδων δεν συμβαίνουν πια – ποιος περιμένει σήμερα να πλουτίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο; Η Θύρα 8 της Τούμπας, με λυμένο το θέμα της στατικότητάς της προ πολλού, φιλοξενεί συνήθως μαθητές από σχολεία, ενίοτε και οπαδούς ξένων ομάδων στους ευρωπαϊκούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Οι βίαιες αντιδράσεις των φιλάθλων (ρίψεις αντικειμένων, φτυσίματα σε αντιπάλους, ρατσιστικά συνθήματα κατά αντιπάλων κ.τλ.) έχουν μετριαστεί σημαντικά, αφού όλα πλέον ελέγχονται από τις εσωτερικές κάμερες των γηπέδων. Τζαμπατζήδες δεν υπάρχουν πια. Ούτε μικρά παιδιά που διπλαρώνουν στην είσοδο κάποιον μεσήλικα λέγοντάς του τη μαγική φράση «βάλε με κι εμένα, μπάρμπα!» για να δουν τζάμπα αγώνα. Τα εισιτήρια κόβονται κι ελέγχονται με ηλεκτρονικό τρόπο. Μέχρι και τα λαϊκά δικαστήρια, στο τέλος του αγώνα, χάθηκαν κι αυτά. Οι γκρίνιες, οι βρισιές, οι διαφωνίες και τα λογής πικαρίσματα εκφράζονται πλέον μέσω διαδικτύου. Όλα νοικοκυρεύτηκαν, εκσυγχρονίστηκαν, βελτιώθηκαν, απλοποιήθηκαν. Το άρωμα του παλιού οπαδικού πάθους έχει ξεθυμάνει σημαντικά. Κυρίως χάθηκε η αφελής πεποίθηση εκείνων των καιρών ότι μια τρίπλα του Κούδα ή του Δεληκάρη ή μια κεφαλιά του Αντωνιάδη μπορούν ν’ αλλάξουν το σύμπαν. Τι έμεινε αναλλοίωτο; Η μέτρια έως κακή ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί ακόμη να συναγωνιστεί τα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Και η αδιαπραγμάτευτη λατρεία των φιλάθλων για το έμβλημα της φανέλας, που υποστήριζαν από πιτσιρικάδες.

Όσο για εμάς, τα «ψοφίμια» της Θύρας 8, ακόμη φωνάζουμε. Μια που δεν υπάρχει πια Μάκης Μανάβης να μας παροτρύνει και να μας συντονίσει, συνεχίζουμε να στηρίζουμε την ομάδα, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Άλλοι επιμένοντας γηπεδικά, άλλοι απλώς νοσταλγώντας τα περασμένα μεγαλεία, άλλοι σιωπώντας αλλά αγωνιώντας, άλλοι ενθαρρύνοντας τους παίκτες από τον καναπέ, και κάποιοι, πιο ρομαντικοί, σκαρώνοντας ποιήματα, διηγήματα και αφηγήσεις για το ένδοξο παρελθόν της ομάδας. Αιώνιοι κοινωνοί κι αμετανόητοι οπαδοί της θρησκείας των γηπέδων, αλλά και της ποίησης που εξ αυτών απορρέει.

 

                       (2024, αδημοσίευτο διήγημα)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 


 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΣΙΝ ΣΤΟΝ ΚΟΤΑΡΣΚΙ

 

 

 

Με τον Λεωνίδα –Λεό τον φωνάζαμε στη γειτονιά– παίζαμε τη δεκαετία του ’70 μπάλα στις αλάνες του Χαριλάου. Η αγαπημένη του θέση ήταν αυτή του τερματοφύλακα. Είχε αγορασμένη την πλήρη εξάρτυση ενός γκολκήπερ της εποχής –καπελάκι, μπλούζα με το νούμερο 1 στην πλάτη, σορτάκι, γάντια, περικνημίδες– και κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό όνομα γνωστού κήπερ (το κοινοποιούσε στην υπόλοιπη παρέα), μιμούμενος τις κινήσεις και τις εκτινάξεις του. Άλλοτε γινόταν Γιασίν, άλλοτε Χρηστίδης, άλλοτε Σαββουλίδης, άλλοτε Στέφας. Έκανε βουτιές δεξιά αριστερά, ηρωικές εξόδους, έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Τα γκολ έπεφταν βροχή, οπότε, πριν ακόμα λήξει το ημίχρονο, οι αρχηγοί των ομάδων, που συνήθως ήταν κάτι μαχαλόμαγκες της περιοχής, κάποια χρόνια μεγαλύτεροί μας, τον πετούσαν έξω κακήν κακώς. Έβγαζε, τότε, ο Λεό τα γάντια του, τα πετούσε με θυμό στο χώμα, άφηνε την αλάνα και το ποδόσφαιρο και γυρνούσε τσαντισμένος σπίτι. Το άλλο απόγευμα, όμως, πάλι κατέβαινε στην αλάνα για τα σχετικά, διαλέγοντας συμπαίχτες για το διπλό της ημέρας. Εγώ, λίγα χρόνια μετά, θα ξεκινούσα την αθλητική «σταδιοδρομία» μου στα μικρά της Α.Ε.Χ., πολύ πριν καθιερωθώ ως «παγκίτης» και «ρεζέρβα» του δευτέρου ημιχρόνου στην πρώτη ομάδα του Χαριλάου, στη δύση της δεκαετίας του ’80.

Τον συνάντησα, μισόν αιώνα μετά, στην περιοχή του Κήπου του Καλού, στα όρια της Κάτω Τούμπας με το Χαριλάου. Περίμενε υπομονετικά μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μπροστά του ήταν σταματημένο με αναμμένη μηχανή ένα μαύρο τζιπ Καγιέν.

—Τι γίνεσαι, ρε Λεό; Χρόνια και ζαμάνια…

Δεν άργησε να με θυμηθεί. Επιστρέψαμε στην παλιά γειτονιά με συγκίνηση. Τα παλιά είναι πάντα γλυκά και νοσταλγικά, τα τωρινά είναι που μας ταλανίζουν με την πολυπλοκότητά τους. Περισσότερα χρόνια στην πλάτη μας, μεγαλύτερες έγνοιες και σκοτούρες.

—Είμαι υποδιευθυντής σε μεγάλη αλυσίδα τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα, μου είπε. Από λεφτά δεν έχω παράπονο, αν και το πόστο μου έχει άγχη και ευθύνες. Όμως στον γάμο μου τα θαλάσσωσα. Παίρνω τον μικρό κάθε Σάββατο πρωί και τον πηγαίνω στην Ακαδημία βετεράνου ποδοσφαιριστή της πόλης μας. Μου λένε ότι έχει ταλέντο. Τερματοφύλακας, δεν περνά ούτε κουνούπι απ’ την εστία. Την ερχόμενη βδομάδα θα παίξει σε τελικό κυπέλλου στα τσικό, στον Βόλο. Και τις Κυριακές, καμιά φορά, τον πηγαίνω στην Τούμπα να δούμε τον ΠΑΟΚ. Πατέρας του Σαββατοκύριακου, όπως θα έχεις καταλάβει. Όλα τ’ άλλα τα έχει αναλάβει η πρώην γυναίκα μου. Εσύ, πώς τα περνάς;

Ενώ του εξιστορούσα επί τροχάδην τα δικά μου, ανοίγει η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και βγαίνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οκτώ, με πεταχτά αυτιά και πλατύ μέτωπο – ο Λεό σε μικρογραφία. Φοράει καπελάκι, αθλητική μπλούζα, παντελονάκι, περικνημίδες και έχει στη μασχάλη τα γάντια του. Δείχνει ετοιμοπόλεμος. Στην πλάτη της μπλούζας του γραμμένο το όνομα του τωρινού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ: ΚOTARSKI.

«Το ανθρώπινο είδος σε εξέλιξη!» σκέφτηκα υπομειδιώντας και χάιδεψα στο μάγουλο το έκπληκτο πιτσιρίκι, που εξακολουθούσε να με κοιτάζει απορημένο.

 

(2023)

 

 


         

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)

 

                             

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Ο Grealish και η τριχόπτωση

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎ 

 




 




Ο GREALISH ΚΑΙ Η ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ

 

 

 

 

Κατηφόριζε την 25η Μαρτίου με απώτερο στόχο ένα κούρεμα. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως, επειδή το τελευταίο διάστημα εμφάνισε έντονη τριχόπτωση, θα έπρεπε απαραιτήτως να κόψει κοντά τα μαλλιά του για να δυναμώσουν οι τρίχες. Εκατό μέτρα από το παλιό κουρείο του κυρ Νίκου –εκεί που κουρευόταν παιδάκι– είδε πως άνοιξε μοντέρνο κουρείο για άντρες. Μέσα κούρευε ένα σχετικά νέο, συμπαθητικό παιδί. Σκέφτηκε να δοκίμαζε το χέρι του νεαρού, την τέχνη του νεοφερμένου στη γειτονιά κομμωτή, και να ξέφευγε προσωρινά από τα κομμωτήρια με τις απρόσεκτες και βιαστικές κομμώτριες, που, χρόνια τώρα, αυτοσχεδίαζαν επί της κεφαλής του με μέτρια έως απελπιστικά αποτελέσματα.

Κάθισε στην καρέκλα του κομμωτή –στα παιδικά του χρόνια αυτή η καρέκλα ισοδυναμούσε με ηλεκτρική καρέκλα καταδίκων στο Γκουαντάναμο– και επόπτευσε μέσα από το διπλό τζάμι τα νώτα του. Στον πίσω τοίχο του κουρείου φωτογραφίες συγκροτημάτων της ροκ μουσικής του ’80, οι Beatles στο πασίγνωστο εξώφυλλο του δίσκου τους να περνούν μία διάβαση πεζών, λάβαρα και κασκόλ ομάδων του αγγλικού πρωταθλήματος, αλλά και μπρελόκ και κούπες καφέ με αθλητικά σύμβολα και μικροαντικείμενα σχετικά με το ποδόσφαιρο. Είχες την αίσθηση πως βρισκόσουν σε βρετανικό αθλητικό μουσείο, μία αίσθηση που την επέτεινε ένας κατακόκκινος, βρετανικού τύπου τηλεφωνικός θάλαμος, που ο κομμωτής τον είχε διαμορφώσει ως χώρο αποθήκευσης σιντί, δίσκων βινυλίου, αθλητικών περιοδικών και εφημερίδων. Κεντράροντας το βλέμμα του σ’ ένα μαξιλαράκι γηπέδου στα χρώματα της Μάντσεστερ Σίτυ –ομάδα που προφανώς υποστήριζε ο κομμωτής– του ήρθε αστραπιαία στον νου το ένδοξο παρελθόν του. Τότε που, έφηβος, κλωτσούσε επιδέξια την μπάλα σε χωμάτινα συνοικιακά γήπεδα ως αμυντικός χαφ ερασιτεχνικής ομάδας του Χαριλάου. Ήταν αριστεροπόδαρος, τεχνίτης, με μακρινή μεταβίβαση ακριβείας, όμως δεν άντεχε στα σκληρά μαρκαρίσματα κι οι αντοχές του εξαντλούνταν στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου. Τότε ο προπονητής του τον αντικαθιστούσε με κάποιον πιο σκληροτράχηλο και τσαμπουκαλεμένο παίκτη. Του είχαν βγάλει και παρατσούκλι οι φίλαθλοι του Χαριλάου: Ο πιτσιρίκος. Τώρα τα χρόνια περάσανε, τα άγχη της ζωής τον έχουν καταβάλει, τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να πέφτουν και τα δύο του πόδια, αριστερό και δεξί, τα έχει μόνο για να διανύει τα, υποχρεωτικά κατά σύσταση του καρδιολόγου του, καθημερινά πέντε χιλιόμετρα, για να διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα η αρτηριακή του πίεση και η κατάσταση των αγγείων του.

—Πώς θέλετε να τα πάρουμε; ρώτησε ο κομμωτής, ένα ευγενικό παιδί, που ήταν διατεθειμένο να εξαντλήσει όλο το ταλέντο του πάνω στις ήδη αραιωμένες τρίχες του, προκειμένου να τον κερδίσει ως πελάτη.

—Αφήστε περισσότερα μαλλιά επάνω και μπροστά, και αραιώστε σβέρκο και κροτάφους, έδωσε κάπως ανόρεχτα την εντολή.

—Ωραία, θα τα φτιάξουμε έτσι, όπως σας αρέσει…

Αντικρίζοντας, στο βάθος, μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, τον άσο της Σίτυ Jack Grealish, να χορογραφεί στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, σ’ ένα ντέρμπι με τη Λίβερπουλ, επικεντρώθηκε στην κόμμωση του ποδοσφαιριστή. Μαλλιά μακριά μπροστά και πάνω, που έχασκαν απότομα δεξιά κι αριστερά, με τη βοήθεια μιας στέκας, σε ξυρισμένους κροτάφους και αυχένα. Αν τυχόν έβγαζε τη στέκα –αυτό το είχε δει να το κάνει, συχνά, ο ποδοσφαιριστής στην τηλεόραση– τα μαλλιά του χύνονταν καταρράχτης προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο γρήγορα επανέφερε τη στέκα στη θέση της για να μην μπαίνουν οι τρίχες στα μάτια του και τον ενοχλούν τη στιγμή του παιχνιδιού.

—Μπορείτε να με κουρέψετε σαν τον Grealish; τόλμησε να ρωτήσει τον κομμωτή, πάντα έχοντας τον ενδόμυχο φόβο μήπως ο τελευταίος τον περάσει για ψώνιο.

—Α, τον Grealish…, γιατί όχι; Βέβαια εσείς δεν έχετε τόσο μακρύ μαλλί, έχετε και λεπτή τρίχα, όμως θα το παλαίψουμε. Θα το ονομάσουμε κούρεμα τύπου Grealish – σύμφωνοι; 

Του έλεγε διάφορα ο κομμωτής κατά τη διάρκεια του κουρέματος. Για τις δύο πιο γελοίες αντρικές κομμώσεις όλων των εποχών, τη «χαίτη» και το «καπελάκι»  – και οι δύο «στέριωσαν» τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντίστοιχα. Για το αστείο «κοκοράκι» στα άλλοτε γυναικεία χτενίσματα. Για την πορεία της Σίτυ στο αγγλικό πρωτάθλημα και τη συνεισφορά του Γκουαρδιόλα. Για το πόσο απαραίτητο είναι το κρύο στην υγεία των ανθρώπων. Για τις ιώσεις και τον κορονοϊό. Ότι όταν ο άνθρωπος προγραμματίζει, ο Θεός γελάει… Κι άλλα, κι άλλα πολλά… Εκείνος τον άκουγε, τον άκουγε με προσήλωση, και, ψαλιδιά στην ψαλιδιά, έβλεπε στον καθρέφτη το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται.

Βαδίζοντας, μετά το κούρεμα, προς την οδό Δελφών, ένιωσε τη διάθεσή του ανεβασμένη. Η ψυχολογία του στα ύψη. Σταμάτησε σ’ έναν καθρέφτη ενός εμπορικού καταστήματος να δει ξανά το πρόσωπό του. Ναι, ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που τόλμησε στα μαλλιά του, κάτι το ξεχωριστό, μια καινοτομία. Η φήμη και ο οίστρος του Άγγλου ποδοσφαιρικού αστέρα ένιωσε να τον πλημμυρίζουν. Κάποια βλέμματα στον δρόμο, ανδρών και γυναικών, τα ένιωσε να πέφτουν πάνω του με θαυμασμό. Το βάδισμά του το αισθάνθηκε να γίνεται πιο γοργό, πιο ανάλαφρο, πιο σβέλτο, σχεδόν αθλητικό. Τώρα και πάσες να του μοίραζαν τα πιτσιρίκια της αυλής, στα διαλείμματα, θα μπορούσε να ανταποκριθεί με ευκολία. Μέχρι και σαραντάρες μπαλιές ακριβείας θα μπορούσε να επιχειρήσει στην αλάνα, στον πάρκινγκ των αυτοκινήτων γονιών και συναδέλφων, έξω από το εργασιακό του χώρο, σε φανταστικούς συμπαίκτες.

Όταν το ίδιο βράδυ λούστηκε, διέκρινε στον καθρέφτη του μπάνιου, τις ατέλειες του πρωινού κουρέματος. Οι φαβορίτες του είχαν κοπεί άνισα και εμφανώς ανομοιόμορφα. Ένας θάμνος από τρίχες είχε ξεχαστεί πίσω από το αριστερό του αυτί. Το πλαϊνό «σβήσιμο» των μαλλιών δεν ήταν και τόσο πετυχημένο. Συν τοις άλλοις είχε αποκαλυφθεί το πάλλευκο των κροτάφων του. Με τα αραιωμένα λόγω της τριχόπτωσης μαλλιά του, η υπερυψωμένη και ατίθαση κορυφή του τον έκανε να θυμίζει όχι τον ταλαντούχο μεσοεπιθετικό Jack Grealish, αλλά αξιοθρήνητο τσαλαπετεινό.

Απελπισμένος στέγνωσε με το πιστολάκι τα εναπομείναντα μαλλιά του. Έβαλε λοσιόν για την τριχόπτωση και έκανε γερό μασάζ στις ρίζες. Ύστερα πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης για να παρακολουθήσει στο συνδρομητικό κανάλι το ντέρμπι της Σίτυ με την Άρσεναλ, στο Etihad Stadium. Τη στιγμή εκείνη ο Grealish, βάζοντας και βγάζοντας τη στέκα στο κεφάλι του κι ανεμίζοντας με ναρκισσισμό τα μακριά, στιλπνά, κατάμαυρα μαλλιά του, ετοιμαζόταν να εκτελέσει ένα φάουλ σε επικίνδυνο σημείο, που είχε κερδίσει η ομάδα του. Πήρε φόρα, σούταρε δυνατά, το χτύπημά του όμως ήταν απελπιστικά άστοχο, προξενώντας έντονη δυσφορία σε συμπαίκτες και φιλάθλους.

—Τους γεμίζουν με χρυσάφι τις τσέπες κι αυτοί, οι άχρηστοι, σημαδεύουν στα περιστέρια! ξεστόμισε δικαιωμένος, ενώ η γυναίκα του, που, παραδίπλα, διάβαζε ένα βιβλίο, διακρίνοντας στα λόγια του έναν ανεξήγητο για την περίσταση εκνευρισμό, του έριξε δυο ήρεμες, προστατευτικές ματιές, προτού συνεχίσει την ανάγνωσή της.

 

 (2023)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΥΘ, τεύχ. 19, τον Ιούνιο του 2024)


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Είμαι Άλκης!

 




 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

(Τρία χρόνια έκλεισαν από την άνανδρη και άδικη δολοφονία του Άλκη Καμπανού από αδίστακτα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Στη μνήμη του άτυχου παιδιού αναδημοσιεύω κείμενο, που έχει δημοσιευτεί στην book press, στις 6 Φεβρουαρίου του 2022.) 

 

 

 

ΕΙΜΑΙ ΑΛΚΗΣ!

 

 

 

μνήμη Άλκη Καμπανού

 

 

 

Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον φόνο του δεκαεννιάχρονου οπαδού του Άρη, του Άλκη, από τον αδίσταχτο εικοσιτριάχρονο μακελάρη, επί της οδού Πλαστήρα, στου Χαριλάου, γύρισα νοερά σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω, στο παρκάκι της οδού Μαρασλή, δεκάχρονο σχεδόν αγόρι, γυρνούσα από το γήπεδο του Άρη με το ασπρόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, όταν μου την έπεσαν τρεις γνώριμοί μου αληταράδες, γνωστοί νταήδες στις αλάνες και στα σφαιριστήρια της γειτονιάς, αρκετά χρόνια μεγαλύτεροί μου. Μου άρπαξαν τότε το κασκόλ, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα κι ο δεύτερος τέντωνε το κασκόλ για να το κάψει. Ο τρίτος μου ’ριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα λέγοντάς μου:

–Αυτό, κωλότουρκε, για να μάθεις να γυρνάς έτσι στου Χαριλάου!

Έβαλα τα κλάματα. Δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε αν δεν εμφανιζόταν στη στιγμή κι ο τέταρτος της παρέας, ένα φτωχόπαιδο, κάποια χρόνια μεγαλύτερος μου, που ο παππούς μου ο Γιώργος τού έδινε συχνά χρήματα και, κάποιες φορές, έστελνε τρόφιμα στην άνεργη, χήρα μητέρα του, που φυτοζωούσε σε μια χαμοκέλα σε μία πάροδο της Μαρασλή. Με αναγνώρισε, «αφήστε το παιδί, είναι γνωστός μου!» είπε και οι νταήδες σταμάτησαν τη δράση τους. Πήρα το μισοκαμένο κασκόλ στα χέρια και, με δάκρυα στα μάτια, επέστρεψα στο σπίτι μου, που ήταν διακόσια μέτρα παρακάτω, διηγούμενος στους γονείς μου το τι είχε συμβεί. Το παραπάνω περιστατικό το κατέγραψα, εδώ και είκοσι χρόνια, σε αφήγημα, στο δεύτερό μου βιβλίο, όμως σαν παλιά πληγή και σαν ουλή που κακοφορμίζει με τον καιρό, ακόμα με βασανίζει. Ιδίως όταν συναντώ και σήμερα τους τότε νταήδες στην ίδια γειτονιά να περιφέρονται αμέριμνοι ή να ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα που ψωνίζω κι εγώ.

Τότε, βέβαια, τα χρόνια, τουλάχιστον αναφορικά με την εξωγηπεδική βία, ήταν πιο ανώδυνα σε σχέση με τα τωρινά. Κάποια ηχηρή σφαλιάρα, μια ξώφαλτση μπουνιά, πολλά φτυσίματα, πετροπόλεμος, καφέδες να εκτοξεύονται στα απέναντι διαζώματα των γηπέδων και οι γνώριμες βρισιές –κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου– δονούσαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όλη η ένταση και η βία εξαντλούνταν στις ιαχές «μωαμεθανοί!» ή «σκουλήκια!», σε κάποιες οπαδικές συρράξεις, σε εικονικές κηδείες με συγχωροχάρτι του τύπου «Κηδεύομε σήμερα τον προσφιλή συντοπίτη Άρη…» ή εν χορώ αναφωνήσεις «Εδώ εις τον Βορρά, σήμερα κηδεύουμε τη λαχαναγορά!» και «δέκα χρόνια γκόμενες!» ως ανταπάντηση από το αντίπαλο πέταλο, αρκετές σπασμένες τζαμαρίες καταστημάτων και κανένα αναποδογυρισμένο ή καμένο αυτοκίνητο. Αυτά όλα κι όλα. Όμως, την επομένη, στην πόλη, αρειανοί και παοκτσήδες μονοιασμένοι. Τότε η αλητεία ήταν ακόμη χύμα και ανοργάνωτη. Δεν υπήρχαν οργανωμένοι στρατοί οπαδών και τάγματα εφόδου, όπως σήμερα, και μάλιστα με την ανοχή, συχνά, των παραγόντων κάποιων ομάδων.

Σοκαρίστηκα με τον νεκρό έφηβο, γιατί το τέλος του ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Και αποτρόπαιο. Κόπηκε από δρεπάνι η μηριαία αρτηρία του και πέθανε αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, δωδεκάμισι η ώρα το βράδυ, σ’ ένα ευρύχωρο πεζούλι πολυκατοικίας. Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία. Το σημείο των ραντεβού των εφήβων της περιοχής. Εκεί ο ανυποψίαστος Άλκης αντάμωσε τον Χάρο. Ο Χάρος ο ίδιος, προσωποποιημένος, με κουκούλα και δρεπάνι στο χέρι, όπως παριστάνεται σε ασπρόμαυρες γκραβούρες του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα, ήρθε ύπουλα και τον αφάνισε. Κι εκεί το αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή από ανθρωποειδή που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Οι θαυμαστές και οι λάτρεις της ιστορίας του προσφυγικού σωματείου της πόλης μας που ξέρει καλά από πόνο, εγκατάλειψη, δυστυχία και ξεριζωμό, ξερίζωσαν τη ζωή ενός νέου παιδιού, εγκαταλείποντάς τον στην πεζούλα των ονείρων και των ερώτων του, και σκορπώντας πόνο και δυστυχία στην οικογένειά του και στους αγαπημένους του φίλους.

Τρεις μέρες μετά το μακελειό, το νεαρό αγόρι ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανο, με όλη τη φλόγα της νιότης του να λαμπυρίζει στα μάτια του:

–Γιατί δεν ήσουν εκεί να τους εμποδίσεις; με ρώτησε με ένα παράπονο στη φωνή του.

Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

Όταν ξύπνησα, το πρωί, ήμουν ράκος. Δεν είχα το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά μου.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρήκα σ’ ένα συρτάρι το παλιό, μισοκαμένο κασκόλ, το έχωσα στον κόρφο μου και κίνησα για το γνωστό σημείο. Κάπως έτσι βάδιζα και πριν από μισό αιώνα, έξω από το γήπεδο του Άρη, για να δω την αγαπημένη μου ομάδα, από φόβο μη μου την πέσουν από τα γύρω στενά οι «αλήτες με τα κίτρινα».

Στο σημείο του θανάτου του Άλκη, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κίτρινα κασκόλ, κι άλλα τόσα αναμμένα κεράκια και δεκάδες σημειώματα, είχαν σχηματίσει ένα ιδιότυπο μνημείο πόνου, σπαραγμού και οδύνης για το αδικοχαμένο παιδί.

Έσκυψα ευλαβικά στον σωρό και απίθωσα στη μνήμη του το καψαλισμένο κασκόλ του παρελθόντος. Στο σημείο που θερίστηκαν τα νιάτα ενός αθώου ανθρώπου, εναπόθεσα τα δικά μου νιάτα. Το κασκόλ ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα – ασπρόμαυρο και παλιό σε μια στοίβα ολοκαίνουριων κίτρινων λαβάρων. Με μαγκωμένη καρδιά έγραψα με στιλό στο χοντρό βιβλίο των αφιερώσεων: «Άλκη, θα είμαι πάντα εδώ!». Αμίλητος το κίνησα για το σπίτι μου.

Αν, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, μου την έπεφτε σε κανένα στενό κάποιος μυστήριος και σκοτεινός τύπος ζητώντας επίμονα να μάθει τι ομάδα είμαι, ίσως με τα χείλη του ανυποψίαστου αγοριού και να του απαντούσα:

– Είμαι Άλκης!

 

(book press, Φεβρουάριος 2022)