Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωδέκατος παίκτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δωδέκατος παίκτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 


 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΣΙΝ ΣΤΟΝ ΚΟΤΑΡΣΚΙ

 

 

 

Με τον Λεωνίδα –Λεό τον φωνάζαμε στη γειτονιά– παίζαμε τη δεκαετία του ’70 μπάλα στις αλάνες του Χαριλάου. Η αγαπημένη του θέση ήταν αυτή του τερματοφύλακα. Είχε αγορασμένη την πλήρη εξάρτυση ενός γκολκήπερ της εποχής –καπελάκι, μπλούζα με το νούμερο 1 στην πλάτη, σορτάκι, γάντια, περικνημίδες– και κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό όνομα γνωστού κήπερ (το κοινοποιούσε στην υπόλοιπη παρέα), μιμούμενος τις κινήσεις και τις εκτινάξεις του. Άλλοτε γινόταν Γιασίν, άλλοτε Χρηστίδης, άλλοτε Σαββουλίδης, άλλοτε Στέφας. Έκανε βουτιές δεξιά αριστερά, ηρωικές εξόδους, έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Τα γκολ έπεφταν βροχή, οπότε, πριν ακόμα λήξει το ημίχρονο, οι αρχηγοί των ομάδων, που συνήθως ήταν κάτι μαχαλόμαγκες της περιοχής, κάποια χρόνια μεγαλύτεροί μας, τον πετούσαν έξω κακήν κακώς. Έβγαζε, τότε, ο Λεό τα γάντια του, τα πετούσε με θυμό στο χώμα, άφηνε την αλάνα και το ποδόσφαιρο και γυρνούσε τσαντισμένος σπίτι. Το άλλο απόγευμα, όμως, πάλι κατέβαινε στην αλάνα για τα σχετικά, διαλέγοντας συμπαίχτες για το διπλό της ημέρας. Εγώ, λίγα χρόνια μετά, θα ξεκινούσα την αθλητική «σταδιοδρομία» μου στα μικρά της Α.Ε.Χ., πολύ πριν καθιερωθώ ως «παγκίτης» και «ρεζέρβα» του δευτέρου ημιχρόνου στην πρώτη ομάδα του Χαριλάου, στη δύση της δεκαετίας του ’80.

Τον συνάντησα, μισόν αιώνα μετά, στην περιοχή του Κήπου του Καλού, στα όρια της Κάτω Τούμπας με το Χαριλάου. Περίμενε υπομονετικά μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μπροστά του ήταν σταματημένο με αναμμένη μηχανή ένα μαύρο τζιπ Καγιέν.

—Τι γίνεσαι, ρε Λεό; Χρόνια και ζαμάνια…

Δεν άργησε να με θυμηθεί. Επιστρέψαμε στην παλιά γειτονιά με συγκίνηση. Τα παλιά είναι πάντα γλυκά και νοσταλγικά, τα τωρινά είναι που μας ταλανίζουν με την πολυπλοκότητά τους. Περισσότερα χρόνια στην πλάτη μας, μεγαλύτερες έγνοιες και σκοτούρες.

—Είμαι υποδιευθυντής σε μεγάλη αλυσίδα τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα, μου είπε. Από λεφτά δεν έχω παράπονο, αν και το πόστο μου έχει άγχη και ευθύνες. Όμως στον γάμο μου τα θαλάσσωσα. Παίρνω τον μικρό κάθε Σάββατο πρωί και τον πηγαίνω στην Ακαδημία βετεράνου ποδοσφαιριστή της πόλης μας. Μου λένε ότι έχει ταλέντο. Τερματοφύλακας, δεν περνά ούτε κουνούπι απ’ την εστία. Την ερχόμενη βδομάδα θα παίξει σε τελικό κυπέλλου στα τσικό, στον Βόλο. Και τις Κυριακές, καμιά φορά, τον πηγαίνω στην Τούμπα να δούμε τον ΠΑΟΚ. Πατέρας του Σαββατοκύριακου, όπως θα έχεις καταλάβει. Όλα τ’ άλλα τα έχει αναλάβει η πρώην γυναίκα μου. Εσύ, πώς τα περνάς;

Ενώ του εξιστορούσα επί τροχάδην τα δικά μου, ανοίγει η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και βγαίνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οκτώ, με πεταχτά αυτιά και πλατύ μέτωπο – ο Λεό σε μικρογραφία. Φοράει καπελάκι, αθλητική μπλούζα, παντελονάκι, περικνημίδες και έχει στη μασχάλη τα γάντια του. Δείχνει ετοιμοπόλεμος. Στην πλάτη της μπλούζας του γραμμένο το όνομα του τωρινού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ: ΚOTARSKI.

«Το ανθρώπινο είδος σε εξέλιξη!» σκέφτηκα υπομειδιώντας και χάιδεψα στο μάγουλο το έκπληκτο πιτσιρίκι, που εξακολουθούσε να με κοιτάζει απορημένο.

 

(2023)

 

 


         

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)

 

                             

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Ο Grealish και η τριχόπτωση

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎ 

 




 




Ο GREALISH ΚΑΙ Η ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ

 

 

 

 

Κατηφόριζε την 25η Μαρτίου με απώτερο στόχο ένα κούρεμα. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως, επειδή το τελευταίο διάστημα εμφάνισε έντονη τριχόπτωση, θα έπρεπε απαραιτήτως να κόψει κοντά τα μαλλιά του για να δυναμώσουν οι τρίχες. Εκατό μέτρα από το παλιό κουρείο του κυρ Νίκου –εκεί που κουρευόταν παιδάκι– είδε πως άνοιξε μοντέρνο κουρείο για άντρες. Μέσα κούρευε ένα σχετικά νέο, συμπαθητικό παιδί. Σκέφτηκε να δοκίμαζε το χέρι του νεαρού, την τέχνη του νεοφερμένου στη γειτονιά κομμωτή, και να ξέφευγε προσωρινά από τα κομμωτήρια με τις απρόσεκτες και βιαστικές κομμώτριες, που, χρόνια τώρα, αυτοσχεδίαζαν επί της κεφαλής του με μέτρια έως απελπιστικά αποτελέσματα.

Κάθισε στην καρέκλα του κομμωτή –στα παιδικά του χρόνια αυτή η καρέκλα ισοδυναμούσε με ηλεκτρική καρέκλα καταδίκων στο Γκουαντάναμο– και επόπτευσε μέσα από το διπλό τζάμι τα νώτα του. Στον πίσω τοίχο του κουρείου φωτογραφίες συγκροτημάτων της ροκ μουσικής του ’80, οι Beatles στο πασίγνωστο εξώφυλλο του δίσκου τους να περνούν μία διάβαση πεζών, λάβαρα και κασκόλ ομάδων του αγγλικού πρωταθλήματος, αλλά και μπρελόκ και κούπες καφέ με αθλητικά σύμβολα και μικροαντικείμενα σχετικά με το ποδόσφαιρο. Είχες την αίσθηση πως βρισκόσουν σε βρετανικό αθλητικό μουσείο, μία αίσθηση που την επέτεινε ένας κατακόκκινος, βρετανικού τύπου τηλεφωνικός θάλαμος, που ο κομμωτής τον είχε διαμορφώσει ως χώρο αποθήκευσης σιντί, δίσκων βινυλίου, αθλητικών περιοδικών και εφημερίδων. Κεντράροντας το βλέμμα του σ’ ένα μαξιλαράκι γηπέδου στα χρώματα της Μάντσεστερ Σίτυ –ομάδα που προφανώς υποστήριζε ο κομμωτής– του ήρθε αστραπιαία στον νου το ένδοξο παρελθόν του. Τότε που, έφηβος, κλωτσούσε επιδέξια την μπάλα σε χωμάτινα συνοικιακά γήπεδα ως αμυντικός χαφ ερασιτεχνικής ομάδας του Χαριλάου. Ήταν αριστεροπόδαρος, τεχνίτης, με μακρινή μεταβίβαση ακριβείας, όμως δεν άντεχε στα σκληρά μαρκαρίσματα κι οι αντοχές του εξαντλούνταν στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου. Τότε ο προπονητής του τον αντικαθιστούσε με κάποιον πιο σκληροτράχηλο και τσαμπουκαλεμένο παίκτη. Του είχαν βγάλει και παρατσούκλι οι φίλαθλοι του Χαριλάου: Ο πιτσιρίκος. Τώρα τα χρόνια περάσανε, τα άγχη της ζωής τον έχουν καταβάλει, τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να πέφτουν και τα δύο του πόδια, αριστερό και δεξί, τα έχει μόνο για να διανύει τα, υποχρεωτικά κατά σύσταση του καρδιολόγου του, καθημερινά πέντε χιλιόμετρα, για να διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα η αρτηριακή του πίεση και η κατάσταση των αγγείων του.

—Πώς θέλετε να τα πάρουμε; ρώτησε ο κομμωτής, ένα ευγενικό παιδί, που ήταν διατεθειμένο να εξαντλήσει όλο το ταλέντο του πάνω στις ήδη αραιωμένες τρίχες του, προκειμένου να τον κερδίσει ως πελάτη.

—Αφήστε περισσότερα μαλλιά επάνω και μπροστά, και αραιώστε σβέρκο και κροτάφους, έδωσε κάπως ανόρεχτα την εντολή.

—Ωραία, θα τα φτιάξουμε έτσι, όπως σας αρέσει…

Αντικρίζοντας, στο βάθος, μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, τον άσο της Σίτυ Jack Grealish, να χορογραφεί στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, σ’ ένα ντέρμπι με τη Λίβερπουλ, επικεντρώθηκε στην κόμμωση του ποδοσφαιριστή. Μαλλιά μακριά μπροστά και πάνω, που έχασκαν απότομα δεξιά κι αριστερά, με τη βοήθεια μιας στέκας, σε ξυρισμένους κροτάφους και αυχένα. Αν τυχόν έβγαζε τη στέκα –αυτό το είχε δει να το κάνει, συχνά, ο ποδοσφαιριστής στην τηλεόραση– τα μαλλιά του χύνονταν καταρράχτης προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο γρήγορα επανέφερε τη στέκα στη θέση της για να μην μπαίνουν οι τρίχες στα μάτια του και τον ενοχλούν τη στιγμή του παιχνιδιού.

—Μπορείτε να με κουρέψετε σαν τον Grealish; τόλμησε να ρωτήσει τον κομμωτή, πάντα έχοντας τον ενδόμυχο φόβο μήπως ο τελευταίος τον περάσει για ψώνιο.

—Α, τον Grealish…, γιατί όχι; Βέβαια εσείς δεν έχετε τόσο μακρύ μαλλί, έχετε και λεπτή τρίχα, όμως θα το παλαίψουμε. Θα το ονομάσουμε κούρεμα τύπου Grealish – σύμφωνοι; 

Του έλεγε διάφορα ο κομμωτής κατά τη διάρκεια του κουρέματος. Για τις δύο πιο γελοίες αντρικές κομμώσεις όλων των εποχών, τη «χαίτη» και το «καπελάκι»  – και οι δύο «στέριωσαν» τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντίστοιχα. Για το αστείο «κοκοράκι» στα άλλοτε γυναικεία χτενίσματα. Για την πορεία της Σίτυ στο αγγλικό πρωτάθλημα και τη συνεισφορά του Γκουαρδιόλα. Για το πόσο απαραίτητο είναι το κρύο στην υγεία των ανθρώπων. Για τις ιώσεις και τον κορονοϊό. Ότι όταν ο άνθρωπος προγραμματίζει, ο Θεός γελάει… Κι άλλα, κι άλλα πολλά… Εκείνος τον άκουγε, τον άκουγε με προσήλωση, και, ψαλιδιά στην ψαλιδιά, έβλεπε στον καθρέφτη το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται.

Βαδίζοντας, μετά το κούρεμα, προς την οδό Δελφών, ένιωσε τη διάθεσή του ανεβασμένη. Η ψυχολογία του στα ύψη. Σταμάτησε σ’ έναν καθρέφτη ενός εμπορικού καταστήματος να δει ξανά το πρόσωπό του. Ναι, ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που τόλμησε στα μαλλιά του, κάτι το ξεχωριστό, μια καινοτομία. Η φήμη και ο οίστρος του Άγγλου ποδοσφαιρικού αστέρα ένιωσε να τον πλημμυρίζουν. Κάποια βλέμματα στον δρόμο, ανδρών και γυναικών, τα ένιωσε να πέφτουν πάνω του με θαυμασμό. Το βάδισμά του το αισθάνθηκε να γίνεται πιο γοργό, πιο ανάλαφρο, πιο σβέλτο, σχεδόν αθλητικό. Τώρα και πάσες να του μοίραζαν τα πιτσιρίκια της αυλής, στα διαλείμματα, θα μπορούσε να ανταποκριθεί με ευκολία. Μέχρι και σαραντάρες μπαλιές ακριβείας θα μπορούσε να επιχειρήσει στην αλάνα, στον πάρκινγκ των αυτοκινήτων γονιών και συναδέλφων, έξω από το εργασιακό του χώρο, σε φανταστικούς συμπαίκτες.

Όταν το ίδιο βράδυ λούστηκε, διέκρινε στον καθρέφτη του μπάνιου, τις ατέλειες του πρωινού κουρέματος. Οι φαβορίτες του είχαν κοπεί άνισα και εμφανώς ανομοιόμορφα. Ένας θάμνος από τρίχες είχε ξεχαστεί πίσω από το αριστερό του αυτί. Το πλαϊνό «σβήσιμο» των μαλλιών δεν ήταν και τόσο πετυχημένο. Συν τοις άλλοις είχε αποκαλυφθεί το πάλλευκο των κροτάφων του. Με τα αραιωμένα λόγω της τριχόπτωσης μαλλιά του, η υπερυψωμένη και ατίθαση κορυφή του τον έκανε να θυμίζει όχι τον ταλαντούχο μεσοεπιθετικό Jack Grealish, αλλά αξιοθρήνητο τσαλαπετεινό.

Απελπισμένος στέγνωσε με το πιστολάκι τα εναπομείναντα μαλλιά του. Έβαλε λοσιόν για την τριχόπτωση και έκανε γερό μασάζ στις ρίζες. Ύστερα πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης για να παρακολουθήσει στο συνδρομητικό κανάλι το ντέρμπι της Σίτυ με την Άρσεναλ, στο Etihad Stadium. Τη στιγμή εκείνη ο Grealish, βάζοντας και βγάζοντας τη στέκα στο κεφάλι του κι ανεμίζοντας με ναρκισσισμό τα μακριά, στιλπνά, κατάμαυρα μαλλιά του, ετοιμαζόταν να εκτελέσει ένα φάουλ σε επικίνδυνο σημείο, που είχε κερδίσει η ομάδα του. Πήρε φόρα, σούταρε δυνατά, το χτύπημά του όμως ήταν απελπιστικά άστοχο, προξενώντας έντονη δυσφορία σε συμπαίκτες και φιλάθλους.

—Τους γεμίζουν με χρυσάφι τις τσέπες κι αυτοί, οι άχρηστοι, σημαδεύουν στα περιστέρια! ξεστόμισε δικαιωμένος, ενώ η γυναίκα του, που, παραδίπλα, διάβαζε ένα βιβλίο, διακρίνοντας στα λόγια του έναν ανεξήγητο για την περίσταση εκνευρισμό, του έριξε δυο ήρεμες, προστατευτικές ματιές, προτού συνεχίσει την ανάγνωσή της.

 

 (2023)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΥΘ, τεύχ. 19, τον Ιούνιο του 2024)


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Είμαι Άλκης!

 




 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

(Τρία χρόνια έκλεισαν από την άνανδρη και άδικη δολοφονία του Άλκη Καμπανού από αδίστακτα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Στη μνήμη του άτυχου παιδιού αναδημοσιεύω κείμενο, που έχει δημοσιευτεί στην book press, στις 6 Φεβρουαρίου του 2022.) 

 

 

 

ΕΙΜΑΙ ΑΛΚΗΣ!

 

 

 

μνήμη Άλκη Καμπανού

 

 

 

Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον φόνο του δεκαεννιάχρονου οπαδού του Άρη, του Άλκη, από τον αδίσταχτο εικοσιτριάχρονο μακελάρη, επί της οδού Πλαστήρα, στου Χαριλάου, γύρισα νοερά σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω, στο παρκάκι της οδού Μαρασλή, δεκάχρονο σχεδόν αγόρι, γυρνούσα από το γήπεδο του Άρη με το ασπρόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, όταν μου την έπεσαν τρεις γνώριμοί μου αληταράδες, γνωστοί νταήδες στις αλάνες και στα σφαιριστήρια της γειτονιάς, αρκετά χρόνια μεγαλύτεροί μου. Μου άρπαξαν τότε το κασκόλ, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα κι ο δεύτερος τέντωνε το κασκόλ για να το κάψει. Ο τρίτος μου ’ριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα λέγοντάς μου:

–Αυτό, κωλότουρκε, για να μάθεις να γυρνάς έτσι στου Χαριλάου!

Έβαλα τα κλάματα. Δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε αν δεν εμφανιζόταν στη στιγμή κι ο τέταρτος της παρέας, ένα φτωχόπαιδο, κάποια χρόνια μεγαλύτερος μου, που ο παππούς μου ο Γιώργος τού έδινε συχνά χρήματα και, κάποιες φορές, έστελνε τρόφιμα στην άνεργη, χήρα μητέρα του, που φυτοζωούσε σε μια χαμοκέλα σε μία πάροδο της Μαρασλή. Με αναγνώρισε, «αφήστε το παιδί, είναι γνωστός μου!» είπε και οι νταήδες σταμάτησαν τη δράση τους. Πήρα το μισοκαμένο κασκόλ στα χέρια και, με δάκρυα στα μάτια, επέστρεψα στο σπίτι μου, που ήταν διακόσια μέτρα παρακάτω, διηγούμενος στους γονείς μου το τι είχε συμβεί. Το παραπάνω περιστατικό το κατέγραψα, εδώ και είκοσι χρόνια, σε αφήγημα, στο δεύτερό μου βιβλίο, όμως σαν παλιά πληγή και σαν ουλή που κακοφορμίζει με τον καιρό, ακόμα με βασανίζει. Ιδίως όταν συναντώ και σήμερα τους τότε νταήδες στην ίδια γειτονιά να περιφέρονται αμέριμνοι ή να ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα που ψωνίζω κι εγώ.

Τότε, βέβαια, τα χρόνια, τουλάχιστον αναφορικά με την εξωγηπεδική βία, ήταν πιο ανώδυνα σε σχέση με τα τωρινά. Κάποια ηχηρή σφαλιάρα, μια ξώφαλτση μπουνιά, πολλά φτυσίματα, πετροπόλεμος, καφέδες να εκτοξεύονται στα απέναντι διαζώματα των γηπέδων και οι γνώριμες βρισιές –κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου– δονούσαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όλη η ένταση και η βία εξαντλούνταν στις ιαχές «μωαμεθανοί!» ή «σκουλήκια!», σε κάποιες οπαδικές συρράξεις, σε εικονικές κηδείες με συγχωροχάρτι του τύπου «Κηδεύομε σήμερα τον προσφιλή συντοπίτη Άρη…» ή εν χορώ αναφωνήσεις «Εδώ εις τον Βορρά, σήμερα κηδεύουμε τη λαχαναγορά!» και «δέκα χρόνια γκόμενες!» ως ανταπάντηση από το αντίπαλο πέταλο, αρκετές σπασμένες τζαμαρίες καταστημάτων και κανένα αναποδογυρισμένο ή καμένο αυτοκίνητο. Αυτά όλα κι όλα. Όμως, την επομένη, στην πόλη, αρειανοί και παοκτσήδες μονοιασμένοι. Τότε η αλητεία ήταν ακόμη χύμα και ανοργάνωτη. Δεν υπήρχαν οργανωμένοι στρατοί οπαδών και τάγματα εφόδου, όπως σήμερα, και μάλιστα με την ανοχή, συχνά, των παραγόντων κάποιων ομάδων.

Σοκαρίστηκα με τον νεκρό έφηβο, γιατί το τέλος του ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Και αποτρόπαιο. Κόπηκε από δρεπάνι η μηριαία αρτηρία του και πέθανε αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, δωδεκάμισι η ώρα το βράδυ, σ’ ένα ευρύχωρο πεζούλι πολυκατοικίας. Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία. Το σημείο των ραντεβού των εφήβων της περιοχής. Εκεί ο ανυποψίαστος Άλκης αντάμωσε τον Χάρο. Ο Χάρος ο ίδιος, προσωποποιημένος, με κουκούλα και δρεπάνι στο χέρι, όπως παριστάνεται σε ασπρόμαυρες γκραβούρες του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα, ήρθε ύπουλα και τον αφάνισε. Κι εκεί το αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή από ανθρωποειδή που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Οι θαυμαστές και οι λάτρεις της ιστορίας του προσφυγικού σωματείου της πόλης μας που ξέρει καλά από πόνο, εγκατάλειψη, δυστυχία και ξεριζωμό, ξερίζωσαν τη ζωή ενός νέου παιδιού, εγκαταλείποντάς τον στην πεζούλα των ονείρων και των ερώτων του, και σκορπώντας πόνο και δυστυχία στην οικογένειά του και στους αγαπημένους του φίλους.

Τρεις μέρες μετά το μακελειό, το νεαρό αγόρι ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανο, με όλη τη φλόγα της νιότης του να λαμπυρίζει στα μάτια του:

–Γιατί δεν ήσουν εκεί να τους εμποδίσεις; με ρώτησε με ένα παράπονο στη φωνή του.

Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

Όταν ξύπνησα, το πρωί, ήμουν ράκος. Δεν είχα το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά μου.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρήκα σ’ ένα συρτάρι το παλιό, μισοκαμένο κασκόλ, το έχωσα στον κόρφο μου και κίνησα για το γνωστό σημείο. Κάπως έτσι βάδιζα και πριν από μισό αιώνα, έξω από το γήπεδο του Άρη, για να δω την αγαπημένη μου ομάδα, από φόβο μη μου την πέσουν από τα γύρω στενά οι «αλήτες με τα κίτρινα».

Στο σημείο του θανάτου του Άλκη, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κίτρινα κασκόλ, κι άλλα τόσα αναμμένα κεράκια και δεκάδες σημειώματα, είχαν σχηματίσει ένα ιδιότυπο μνημείο πόνου, σπαραγμού και οδύνης για το αδικοχαμένο παιδί.

Έσκυψα ευλαβικά στον σωρό και απίθωσα στη μνήμη του το καψαλισμένο κασκόλ του παρελθόντος. Στο σημείο που θερίστηκαν τα νιάτα ενός αθώου ανθρώπου, εναπόθεσα τα δικά μου νιάτα. Το κασκόλ ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα – ασπρόμαυρο και παλιό σε μια στοίβα ολοκαίνουριων κίτρινων λαβάρων. Με μαγκωμένη καρδιά έγραψα με στιλό στο χοντρό βιβλίο των αφιερώσεων: «Άλκη, θα είμαι πάντα εδώ!». Αμίλητος το κίνησα για το σπίτι μου.

Αν, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, μου την έπεφτε σε κανένα στενό κάποιος μυστήριος και σκοτεινός τύπος ζητώντας επίμονα να μάθει τι ομάδα είμαι, ίσως με τα χείλη του ανυποψίαστου αγοριού και να του απαντούσα:

– Είμαι Άλκης!

 

(book press, Φεβρουάριος 2022)


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Το σύνθημα

 




 

 

 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ

 

 

 

Σαράντα και βάλε χρόνια, από τότε που θυμάται τον εαυτό του να ξεδίνει, τρεις ήταν οι σταθερές διέξοδοί του: Το ποτό, τα καψουροτράγουδα και η ΠΑΟΚάρα. Η σαββατιάτικη έξοδος σε κάποιο μπουζουκομάγαζο της φτωχομάνας ήταν επιβεβλημένη – άλλοτε με φίλους, άλλοτε με την εκάστοτε σχέση του. Και δεν ήταν και πολλές οι σύντομες σχέσεις του με γυναίκες. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η φιάλη ουίσκι να μοιράζεται στο τραπέζι από τα μέλη της παρέας, κι εκείνος να θερμαίνει το λαρύγγι του, θαρρείς και θα έβγαινε στην πίστα να τραγουδήσει. Και την Κυριακή, θύρα οχτώ στον «ναό», παρέα με τους ήσυχους, τους μαθητές και την οικογενειακή κερκίδα, όχι με τους φανατικούς τής τέσσερα, ποτέ μ’ αυτούς, που συχνά, στο παρελθόν, είχαν γίνει αιτία με τις ακρότητές τους να διακοπεί ένας αγώνας ή να μηδενιστεί η ομάδα. Πριν από το σαββατοκύριακο, βέβαια, μεσολαβούσε κοπιώδης εβδομάδα, γεμάτα καθημερινά δωδεκάωρα στο τιμόνι, αγώγια απανωτά με το ταξί, βρέξει-χιονίσει, στους δρόμους της πόλης.

Σπιτικό δεν τον φτούρησε ν’ ανοίξει. Κάνα δυο περιπτώσεις –κάτι κοπέλες που του προξένευαν κάτι καλοθελήτρες από τη γειτονιά, φιλενάδες της μάνας του– τις κλότσησε όπως αναποτελεσματικός σέντερ φορ που χάνει τ’ άχαστα. Τους γονείς του τους έθαψε και τους δύο, πάνε πέντε χρόνια τώρα. Μια αδελφή τον επισκέπτεται αραιά και πού, τα πρωινά του Σαββάτου, μαζί με τον άντρα της –έναν ξινό, της εκκλησίας– και πίνουν καφέ. Προσπαθούν να τον πείσουν να βρει πνευματικό, ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, όμως εκείνος κάνει πως δεν τους ακούει. Το ταξί τού έχει γίνει δεύτερο σπίτι. Ίσως πιο ζεστό και πιο οικείο από τη μικρή γκαρσονιέρα στην Τριανδρία, όπου φυτοζωεί. Στο κάτω κάτω, στο ταξί αλλάζεις και δυο κουβέντες με τους πελάτες σου. Στο σπίτι με ποιον να μιλήσεις; Με τα ντουβάρια;       

Τόσο στην γκαρσονιέρα όσο και στο ταξί σταθερό μουσικό μοτίβο τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά. Εκείνη η βροντώδης, στερεή φωνή, θαρρείς βγαλμένη από τα έγκατα της γης, τον κρατάει σε εγρήγορση. Η αισθηματολογία και τα αδιέξοδα του έρωτα τού δίνουν άλλοθι γερό για την απαξία που θρέφει για τις γυναίκες, χρόνια τώρα. Δεν είναι ότι τις μισεί ή τις σνομπάρει. Περισσότερο τις φοβάται. Νιώθει αδύναμος μπροστά τους, ακόμα και σε πελάτισσές του, στο ταξί, χαμηλώνει το βλέμμα στο ταξίμετρο ή κάτω απ’ αυτό όταν εκείνες του μιλούν. Με τους άντρες είναι διαφορετικά. Πάντα ήταν αλλιώς. Ιδίως με κάτι συνετούς ηλικιωμένους που μπαίνουν στο όχημα με μάσκα κι έχουν συνήθειο να εξομολογούνται το ένδοξο παρελθόν τους. Πατάει κι αυτός στο σιντί να παίξει ο Καρράς και το αγώγι αποκτά νόημα: «Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο / να μ’ αγαπάς δεν βρήκα τρόπο…»

Αυτός ο τελευταίος μήνας ήταν μια σκέτη απελπισία. Η ακρίβεια στην αγορά τον δυσκολεύει για τα προς το ζην. Τα αγώγια μετρημένα – ποιος σήμερα να βγει και πού να πάει; Ο κορονοϊός άρχισε πάλι να παίρνει την ανιούσα κλείνοντας τον κοσμάκη στα διαμερίσματα. Ο Βασίλης Καρράς άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ταγοί της χώρας είχαν τη φαεινή ιδέα να πατάξουν τη βία στα γήπεδα με το να απαγορεύσουν την είσοδο στους φιλάθλους για δύο ολόκληρους μήνες. Πάει στράφι και το διαρκείας του... Μα, ελάτε στα συγκαλά σας άνθρωποί μου, να τους πει. Έτσι θα σταματήσουν τα μαχαιρώματα και τα φονικά; Μαντρώνοντας τον κόσμο στα κλουβιά του;

Εκείνο το πρωί κατέβασε τη σημαία του ταξί από το μεσημέρι. Υποστολή σημαίας λόγω πένθους. Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι και κατέβηκε με τα πόδια μέχρι την Αγία Σοφία να προσκυνήσει τον μεγάλο λαϊκό βάρδο. Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, κι ο ίδιος, από το πρωί, είχε μια στυφή γεύση στο στόμα. Λίγο προτού μπει στην εκκλησία, που την είχαν κατακλύσει χιλιάδες θαυμαστών του τραγουδιστή, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν του τη μίνι φιάλη ουίσκι και κατέβασε δυο γερές γουλιές για να στανιάρει. Σκουντουφλώντας πλησίασε το φέρετρο. Τα μάτια του έλαμπαν αλλόκοτα τη στιγμή του προσκυνήματος. Φιλώντας τη φωτογραφία του λαϊκού σταρ ένιωσε να μην τον βαστούν τα πόδια του. Σαν να κατρακυλά σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό υπόγειο. Στο προαύλιο της εκκλησίας ο κρύος αέρας ένιωσε να τον συνεφέρνει. Όμως το βαθύ κενό, η πελώρια πηγαδίσια τρύπα –σαν τη φωνή του Βασίλη– είχε εγκατασταθεί στο στέρνο του. Περπάτησε μ’ αυτήν την αόρατη τρύπα στο στήθος για αρκετές ώρες, περιπλανήθηκε άσκοπα σε μία κρύα πόλη χαζεύοντας δεξιά αριστερά τις βιτρίνες. Αίφνης τού φάνηκε αφόρητη η ζωή, ένα περιττό ανεξήγητο βάρος. Έψαχνε ένα νόημα στη ζωή του, έστω στο παραπέντε. Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο στο μυαλό του, ένα πλάνο για το υπόλοιπο του βίου του. Μια σταθερά, ένα αποκούμπι. Του πέρασε σφήνα στο μυαλό μια παλιά αφήγηση του πατέρα του για τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τότε που οι φοιτητές έριχναν τη Χούντα. Για την ορμή τους, τα νιάτα τους, τους αγώνες τους, τα συνθήματά τους. Ο πατέρας του ήταν ένας απ’ αυτούς, φοιτητής, τότε, της Παντείου, που εγκατέλειψε αργότερα κακήν κακώς. Άφησε τις σπουδές του στο πτυχίο για να δουλέψει εργάτης σε εργοστάσιο τσιμεντοποιίας, για τα προς το ζην. Όμως είχε πολιτικές ανησυχίες, διαδήλωνε, εξεγειρόταν. Διάβαζε βιβλία κι εφημερίδες, είχε άποψη για τα κοινά. Ο ίδιος ανίδεος από πολιτική και διαβάσματα. Καμιά αθλητική στη χάση και στη φέξη μόνο, και κανένα ματς στην τηλεόραση. Το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του πατέρα του το μετέτρεψε για πάρτη του σε «Αλκοόλ, καψουροτράγουδα και ποδόσφαιρο». Είναι πρόοδος αυτό ή κατρακύλισμα, ποιος ξέρει; Ακόμη δεν το έχει μέσα του ξεκαθαρίσει. Και τι θα εξυπηρετούσε ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα;

Λίγες μέρες μετά, σ’ ένα καφέ της Τριανδρίας, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον κυριακάτικο αγώνα του ΠΑΟΚ σε μια έρημη από φιλάθλους Τούμπα, αντίκρισε συμπυκνωμένη τη ζωή του σ’ ένα αναρτημένο πανό των φανατικών της θύρας τέσσερα. Όλη του η ύπαρξη συγκεντρωμένη σε επτά μόλις λεξούλες ενός οπαδικού συνθήματος. Ενός συνθήματος δίχως βωμολοχίες, αυτή τη φορά, και αντιαθηναϊκό μένος.

Το διάβαζε, το ξαναδιάβαζε και δάκρυα τού έρχονταν στα μάτια:

«ΠΑΟΚ, ΟΥΙΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΡΑ ΟΙ ΔΙΣΚΟΙ!»

Σκέφτηκε πως το εν λόγω σύνθημα αφορούσε κι άλλους σαν κι αυτόν. Πως η ζωή του ίσως αντανακλούσε τις ζωές δεκάδων άλλων ανθρώπων. Η σκέψη αυτή του έδωσε μια ώθηση, μια προσωρινή διέξοδο. Μια χλομή προοπτική.

Ο Ντεσπότοφ με κεφαλιά τίναζε τα δίχτυα του ΟΦΗ ανοίγοντας το σκορ κι εκείνος ξανάπιασε στο χέρι, αποφασιστικά, το ποτήρι με το ουίσκι. Αυτός ήταν, έτσι θα το πήγαινε μέχρι τέλους. Μ’ αυτά και με κείνα θα πορευόταν, κι όπου τον έβγαζε. Στο κάτω κάτω, δεν είχε να δώσει αναφορά σε κανέναν για το πώς ζούσε. Ζωή του ήταν, ό,τι ήθελε την έκανε, και σ’ όποιους άρεσε. «Αλήτη με λένε κι αλήτης θα μείνω / ποτέ δεν θα βάλω μυαλό…», που λέει και ο Βασίλης.

Οι πανηγυρισμοί των θαμώνων –σάμπως να συμφωνούσαν με την απόφασή του– δεν έλεγαν να κοπάσουν.

 

               (αδημοσίευτο διήγημα, 2024)


   
               

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Δωδέκατος παίκτης-Καναρίνια σε κουρείο

 




 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

(σ' αυτή τη στήλη δημοσιεύονται -ή αναδημοσιεύονται -ανέκδοτα διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)



֎

 

 

 

 

 

 

ΚΑΝΑΡΙΝΙΑ ΣΕ ΚΟΥΡΕΙΟ

 


 

                               Σαν καναρίνι σε παλιό κουρείο

                               την ομορφιά που πέρασε θυμάμαι.

 

                                   Αλέξ. Φερέντης–Αρώνης

 

 

  

          


                 —Κυρ Νίκο, πώς τα καταφέρνεις και ξεχωρίζεις τα εφτά 
                καναρίνια σου;

—Α, εύκολο πράγμα, αγόρι μου. Άμα ζεις μαζί τους τόσο καιρό, μαθαίνεις τα χούγια τους.

—Δηλαδή;

—Ε, να… Το τρίτο αριστερά, έχει μια μικρή μαύρη βούλα στον λαιμό του. Είναι και το πιο ευαίσθητο. Το τέταρτο αριστερά είναι τεμπέλικο, βαριέται που ζει… Στα κάτω κλουβιά έχω τους τενόρους. Εδώ ν’ ακούσεις κελαηδήματα…

—Και δεν σου παίρνουν το κεφάλι;

'Έβαλε λίγο σαπουνάκι σ’ ένα κύπελλο, το έλιωσε και πήρε με το δάχτυλο λίγο αφρό, ακουμπώντας τον στις φαβορίτες μου.

—Να μου πάρουν το κεφάλι; Τι είναι αυτά που λες, αγόρι μου; Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω, αν δεν τ’ ακούσω… Αν είναι κακόκεφα και σιωπηρά, δεν αποδίδω… Βαραίνει το χέρι μου…

—Κι οι πελάτες, τι λένε;

—Οι πελάτες… Τι να πουν οι πελάτες… Πολλοί τους βιάζονται, δεν δίνουν σημασία. Οι μερακλήδες, βέβαια, καταλαβαίνουν. Διότι δεν νοείται κουρείο δίχως το καναρίνι του. Όπως δεν νοείται σχολείο χωρίς πίνακα και θρανία.

Τώρα, με ανάλαφρες ψαλιδιές μού αδειάζει τον σβέρκο. Τα καναρίνια τιτιβίζουν, η ατμόσφαιρα ευωδιάζει πούδρες και κολόνιες, κι ο κυρ Νίκος βάζει όλη τη μαστοριά του στο κεφάλι μου. Κάπου-κάπου σταματά, θαρρείς εμπνέεται από τα άκοπα μαλλιά μου και συνεχίζει. Σαν γλύπτης ή σαν ζωγράφος που δουλεύει αργά, ολοκληρώνοντας το καλλιτέχνημά του.

Κοιτάζω ένα γύρο το μαγαζί του, μέσα από τα πολλαπλά είδωλα του μεγάλου του καθρέφτη. Αριστερά αναρτημένη η Εθνική Βραζιλίας με τον Πελέ στη σύνθεσή της. Δίπλα, η ποδοσφαιρική ομάδα του Άρεως Θεσσαλονίκης, κυπελλούχου Ελλάδος 1970. Πιο πέρα κάτι παλιές διαφημίσεις σιγαρέτων «Άσου φίλτρο» και ρετσίνας «Μαλαματίνα». Κι απέναντι, κρεμασμένο στον τοίχο, ένα περσινό ημερολόγιο, άκοπο στην πρώτη σελίδα, από κάποιο προσκοπικό σύλλογο της περιοχής. Το μεγάλο ξύλινο ρολόι σταματημένο. Οι δύο του δείχτες κολλημένοι στον αριθμό εφτά. Χρόνια τώρα, όσα τουλάχιστον μπορώ να θυμηθώ, στο κουρείο «Το χρυσό ψαλίδι» είναι πάντα εφτά παρά είκοσι πέντε. Ο χρόνος υποκλίνεται στην τέχνη και σταματά.

Τώρα ο κυρ Νίκος, μερακλωμένος θαρρείς από τη μυσταγωγία της τέχνης του, αρχίζει να τραγουδά:

 

Άρη, γλυκιά μου ομάδα, μεγάλη

Έχεις φιλάθλους που σε αγαπούν

Είν’ Αρειανοί και το έχουν καμάρι

Και το κεφάλι ψηλά το κρατούν!

 

Άρη, Άρη, εσύ είσαι το καμάρι

Άρη, Άρη, ομάδα ξακουστή

Κι όποιος έρθει αντίπαλος με σένα

Πρέπει πρώτα καλά να το σκεφτεί!

 

Δεν απαντώ στην πρόκληση. Κάνω πως δεν άκουσα τίποτα. Το σέβεται αυτό ο κυρ Νίκος και σταματά τις μπηχτές. Το ξέρει καλά, άλλωστε, χρόνια τώρα, πως ήταν της μοίρας του να κουρεύει δεκαετίες ολόκληρες, μες στην καρδιά του Χαριλάου, έναν αμετανόητο, βαμμένο από τα οχτώ του χρόνια ΠΑΟΚτζή.

Ξάφνου, το ένα απ’ τα δύο καναρίνια της κάτω σειράς, πιάνει σκοπό θεάρεστο, μελωδικό. Το ακούς και νομίζεις πως ακούς τον ικανότερο σολίστα να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στην όπερα. Ασύλληπτες οκτάβες ξεπηδούν απ’ τον λαιμό του.

—Ο τενόρος μου, το καμάρι μου, ξεκίνησε! Άκου, τώρα θα σεγκοντάρουν και τα υπόλοιπα.

Όλα, λίγο-πολύ, τα καναρίνια άρχισαν να τιτιβίζουν, συνοδεύοντας το πρώτο. Το χέρι του κουρέα έγινε ακόμα ελαφρύτερο. Ψαλίδι και χτένα εναλλάσσονταν με απίστευτη ταχύτητα, σ’ ένα κούρεμα σωστό ποίημα.

'Έβαλε ταλκ στον σβέρκο μου και το άπλωσε μ’ ένα πινέλο. Τράβηξε με ταχυδαχτυλουργικές κινήσεις την πετσέτα και την τίναξε παραδίπλα, δίχως να με λερώσει. Ύστερα έβαλε στα χέρια κολόνια, γνήσια Tabac κι όχι νοθευμένη, και την άπλωσε πλουσιοπάροχα στο κουρεμένο κεφάλι μου.

—Με τις υγείες σου! μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

Σηκώθηκα απ’ την παλιά πολυθρόνα με το γδαρμένο πετσί στα πλάγια, στο σημείο που ακουμπούν οι αγκώνες των πελατών, κι ένιωσα αυτοκράτορας που σηκώνεται από τον θρόνο του.

Πλήρωσα κι ετοιμάστηκα να βγω έξω, στο σήμερα και στην ασχήμια. Τα καναρίνια από το βάθος, με χαιρετούσαν αφιερώνοντάς μου τις πιο περίτεχνες τρίλιες τους.

(2002)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχ. 126, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004· εδώ με μικροαλλαγές)