Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Βαλέτα

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 



ΒΑΛΕΤΑ

 

 

 

ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ

 

 

Όταν μού το πρότειναν οι ιππότες της Μάλτας, ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον νου μου ν’ αρνηθώ. Να ζωγραφίσω, μού είπαν, στο Ιερό της εκκλησίας τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη, του Βαπτιστή. Έβαλα τα δυνατά μου, ξεδίπλωσα όλη την τέχνη μου, τα έδωσα όλα. Όχι από υπέρμετρη θρησκευτικότητα, από ευλάβεια ή από υποταγή στον Πάπα. Όχι, όχι γι’ αυτά! Έβαλα τα δυνατά μου όχι για τα χρήματα, ούτε για να ενισχύσω την πίστη κανενός προσκυνητή του ιερού χώρου. Ό, τι έκανα, το έκανα για να εξαγνιστώ εγώ ο ίδιος, για να διώξω μακριά τις τύψεις που λυσσαλέα με καταδιώκουν. Δεν μπορούσα να το καταστήσω πιο ευκρινές, πιο αποκαλυπτικό. Εκείνο το f μπροστά στην υπογραφή μου, κάτω από την κηλίδα αίματος, υποδήλωνε την αδελφότητα που ανήκα. Όχι, δεν θα ζωγράφιζα τον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή για χατίρι κανενός τάγματος ιπποτών – ποτέ κάτι τόσο ρηχά θρησκευτικό δεν πέρασε από τη σκέψη μου. Το έγκλημα τού 1606 θέλησα ν’ αναπαραστήσω, τον φόνο του Ρανούτσιο, που εγώ προκάλεσα για ένα στοίχημα σ’ έναν αγώνα τένις.

 

 

Σ΄ ένα στενάκι στους δρόμους της Βαλέτας, σώζεται μέχρι και σήμερα ένα από τα αρχαιότερα πορνεία της Μάλτας. Η επιγραφή στην πόρτα αναφέρει το εξής: «Το παλειό Ελληνικό Μπουρδέλλο.» Και από κάτω, μεταφρασμένο στα αγγλικά: «The old Greek Bordello». Η πόρτα είναι σχεδόν ετοιμόρροπη, ένα κουδούνι φανερώνει το πώς καλούσαν οι πελάτες την ιερόδουλο ν’ ανοίξει, ενώ διάφοροι τουρίστες έχουν χαράξει πάνω στην πόρτα σχόλια, στιχάκια ή πικάντικες φράσεις.

Είναι, ίσως, το συγκινητικότερο σημείο της παλιάς πόλης, σκέφτηκα. Μπορεί ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιπποτικά τάγματα και παπική εκκλησία να φρόντισαν πλουσιοπάροχα για την καλλιτεχνική, πνευματική και ψυχική ανύψωση των περιοίκων, όμως τη σωματική τους ανάταση την είχε αναλάβει –σχεδόν εξ ολοκλήρου, για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως αναφέρεται στην Ιστορία– μια απλή, ξεριζωμένη από το νησί της, Ροδίτισσα.

 

 

Ο κορμός του υπέργηρου φίκου του Βασιλικού κήπου –σπόρος ριγμένος από βρετανικό χέρι, από την εποχή της αποικιοκρατίας– κατευθύνεται ψηλά, ύστερα παίρνει απότομα κλίση προς τη γη, διεισδύει στο χώμα ως ρίζα και ξαναφύεται στην επιφάνεια με κατεύθυνση, ξανά, στον ουρανό. Ένα θέαμα αρκετά εντυπωσιακό και πρωτότυπο, που καθηλώνει το βλέμμα.

Η πτώση και η ψυχική ανάταση του ανθρώπου, σκέφτομαι, αναπαριστάμενες σ’ έναν πρώην αποικιοκρατικό κήπο, από τον κορμό και τα κλαδιά ενός ταπεινού φίκου. Ίσως, όμως, κι ένα ανεπανάληπτο σύμπλεγμα υποταγής κι ελευθερίας.

 

 

Η γάτα του Βασιλικού κήπου –μία από τις ελάχιστες που συνολικά υπάρχουν στο νησί– μόνο από τα χέρια της Μαλτέζας ξεναγού δέχεται χάδια. Σε όλους εμάς που την πλησιάζουμε για να τη χαϊδέψουμε, μάς δείχνει τα νύχια της.

 

 

Πάνω στο πάτωμα του Καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη, στη Βαλέτα, το καλυμμένο με εντυπωσιακές μαρμάρινες ταφόπλακες (πάνω από τετρακόσιοι ιππότες είναι θαμμένοι από κάτω), βαδίζει ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα, ευειδής νεαρή τουρίστρια. Ανυποψίαστη για τις ιστορικές λεπτομέρειες του χώρου, έχει στραμμένο το βλέμμα ψηλά και ασταμάτητα φωτογραφίζει με το κινητό της την οροφή της εκκλησίας. Για το δάπεδο δεν δίνει δεκάρα. Το λεπτό φουστάνι της λικνίζεται στο πέρασμά της, τραβώντας ουκ ολίγα βλέμματα τουριστών.

Κάτω από τα πόδια της οι θαμμένοι ιππότες αρχίζουν να σαλεύουν. Ξυπνούν από ύπνο αιώνων, φορούν ξανά τις σκουριασμένες πανοπλίες τους και κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιος θα την πολιορκήσει.

 

 

Ο νεαρός Ινδός εργαζόμενος του ξενοδοχείου στη Sliema, την ώρα του πρωινού, ήταν υπέρμετρα ευγενικός. Αποκαλώντας με «sir», μου ετοίμασε στη στιγμή την κρέπα που του ζήτησα. Όταν την έβαλα με τη λαβίδα στο πιάτο μου, θαρρώ πως μου έκανε και μια μικρή υπόκλιση. Προτού, όμως, προλάβω ν’ απομακρυνθώ, άκουσα τον κρότο της λαβίδας και παραξενεύτηκα. Είχε πάρει τη λαβίδα και την τοποθέτησε στο σωστό σημείο: επάνω σ’ ένα άδειο πιάτο. Ένιωσα μέσα μου την ένταση και τον θυμό του γι’ αυτήν την μικρή ατασθαλία που είχα προκαλέσει με το να εναποθέσω το σκεύος όχι στο ενδεδειγμένο σημείο. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος. Πάντα χαμογελαστός, είχε στραφεί τώρα στον επόμενο πελάτη του, που του είχε ζητήσει διπλή κρέπα με σοκολάτα, αποκαλώντας τον κι εκείνον «sir».

 

Τα καρπούζια εδώ είναι ακριβά. Δεκατέσσερα, περίπου, ευρώ χρεώνουν το ένα, όσο και μία καλή μπλούζα σε καιρό εκπτώσεων! Πληρώνετε και το νερό που χρειάζεται για να ποτιστεί, που είναι δυσεύρετο!, μας αποκάλυψε ο αρχηγός της εκδρομής, δείχνοντάς μας τον μικροπωλητή, στην άκρη του δρόμου, καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο.

Η μοναχική, καλοδιατηρημένη κυρία του γκρουπ, «πο, πο, τρομερό!» αναφώνησε και, μη ανεχόμενη τη ζέστη και την υγρασία της ημέρας, βγάζει από το σακίδιό της μια βεντάλια, σχεδιασμένη στις διαστάσεις και στα χρώματα φέτας καρπουζιού, κι αρχίζει απεγνωσμένα να δροσίζεται.

 

(Αύγουστος 2024)

 

 


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ στη Θεσσαλονίκη

 




Η ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΠΕΡ ΕΠΙΤΙΜΗ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΗ ΤΟΥ 66ου ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ -ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ

 

 

Δεν ξέρω πώς μπορεί να δέσει η εν λόγω ανάρτηση σε ένα blog αμιγώς λογοτεχνικό. Ίσως μόνο και μόνο, γιατί κάθε κινηματογραφική ερμηνεία τής επίτιμης προσκεκλημένης του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ιζαμπέλ Ιπέρ (Isabelle Huppert), είναι, από μόνη της, ένα ποίημα εν προόδω ή ένα ποίημα εν εξελίξει. Με αποκορύφωμα, πάντα, κάποιο καταληκτικό πλάνο με τη Γαλλίδα πρωταγωνίστρια στο φινάλε των ταινιών της να ισοδυναμεί με  καταληκτικό στίχο κορυφαίας ποιητικής δημιουργίας.

Η Ιπέρ, με καριέρα 40 ετών και με πάνω από 120 γυρισμένες ταινίες, υπήρξε ηρωίδα-μούσα σημαντικότατων σκηνοθετών όπως ο Κλοντ Σαμπρόλ, ο Μίκαελ Χάνεκε, ο Πολ Βερχόφεν, οι αδελφοί Ταβιάνι κ. ά. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα παιχτούν, φέτος, συνολικά 15 ταινίες της. Για τις τρεις, που είχα την τύχη να παρακολουθήσω (τις δύο πρώτες για πρώτη φορά, την τρίτη για πολλοστή), σημειώνω τα παρακάτω:

«Copacabana» (του Μαρκ Φιτουσί, 2010): Σ’ αυτήν την ευχάριστη κωμωδία, η Ιπέρ υποδύεται την Μπαμπού, μια αδέσμευτη και αντισυμβατική γυναίκα, που η συνολική της εικόνα (ως μητέρα αλλά και ως γυναίκα) κάνει την κόρη της να δυσφορεί. Προκαλεί εντύπωση στον θεατή πως, αυτό το αντίρροπο ντουέτο (η μάνα σύγχρονη κι απελευθερωμένη-η κόρη συμβατική και συντηρητική), έρχεται σε αντίθεση με ό,τι, κατά κανόνα, συμβαίνει στις σύγχρονες οικογένειες. Η Μπαμπού, πάντως, με το ελεύθερο πνεύμα της, την τρέλα της και την επιμονή της, βοηθούσης και της τύχης, θα αντιστρέψει το κλίμα και θα επανασυνδεθεί με την κόρη της. Στον ρόλο της κόρης της Μπαμπού, η πραγματική κόρη της Ιπέρ, Λολίτα Σαμά, που μαζί με τη Γαλλίδα σταρ, παρουσίασαν προλογίζοντας την ταινία, στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», στο Λιμάνι, το απόγευμα της Δευτέρας, 3 Νοεμβρίου.





«Η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου» (του Τιερί Κλιφά, 2025): Το ίδιο βράδυ (3/11/25), στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα «Ολύμπιον», προβλήθηκε σε ελληνική πρεμιέρα, η πιο πρόσφατη ταινία της Ιπέρ «Η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου». Βασισμένη στην υπόθεση Μπετανκούρ, ένα από τα πιο γνωστά σκάνδαλα της Γαλλίας, η Ιπέρ εντυπωσιάζει ως Μαριάν Φαρέρ, μια πλούσια κληρονόμο, που γνωρίζοντας έναν κατά πολύ νεότερο της φωτογράφο, με τα πολλά και ακριβά δώρα που του προσφέρει σκανδαλίζει τον περίγυρό της αλλά και το κοινό αίσθημα. Μια ιδιωτική υπόθεση που εξελίχτηκε σε εθνικό σκάνδαλο.

«Εκείνη» (του Πολ Βερχόφεν, 2016): Την Τρίτη 4 Νοεμβρίου, στις 8 το βράδυ, στην αίθουσα «Ολύμπιον», προβλήθηκε το αιχμηρό ψυχολογικό δράμα του Πολ Βερχόφεν, στο οποίο η Ιπέρ ερμηνεύει τη διευθύντρια μιας παρισινής εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών, που βιάζεται στο σπίτι της από έναν μασκοφόρο εισβολέα. Όμως τον τελευταίο λόγο θα τον έχει πάλι εκείνη, ξεπερνώντας όσους ανθρώπους (γονείς, πρώην σύζυγο, ερωμένο, βιαστή) στάθηκαν για κείνην τροχοπέδη στη ζωή της. Γι’ αυτήν της την ερμηνεία, η Ιπέρ απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου. Πριν την προβολή της ταινίας «Εκείνη» (Elle) πραγματοποιήθηκε στον ίδιο χώρο (Ολύμπιον) τιμητική εκδήλωση για τη σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιό. Ο δήμος Θεσσαλονίκης, διά χειρός του δημάρχου κ. Αγγελούδη, τίμησε την Ιπέρ με τιμητική πλακέτα. Της βράβευσης προηγήθηκε ολιγόλεπτο κλιπ με στιγμιότυπα από κάποιους εμβληματικούς ρόλους της ηθοποιού και ηχητική υπόκρουση τραγούδια της Φρανσουάζ Αρντί, για το οποίο η ηθοποιός σχολίασε πως λείπει μία ταινία: εκείνη που θα ήθελε μελλοντικά να γυρίσει με κάποιον Έλληνα σκηνοθέτη. Τέλος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ κ. Ορέστης Ανδρεαδάκης τόνισε πως η ηθοποιός καταβυθίζεται στους ρόλους της στο σκοτάδι, για να αναδυθεί στο φως.

 



 Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, στα 72 της πλέον χρόνια, συνεχίζει να εκπέμπει τη λάμψη μιας σπουδαίας σταρ. Ο τρόπος που προσεγγίζει τον κάθε ρόλο της είναι μοναδικός. Μπορεί να μεταμορφωθεί στην οθόνη από λαϊκή περσόνα, παραβατικό άτομο, κλέφτρα ή ιδιοκτήτρια φυτείας καφέ, σε πλούσια κληρονόμο ή σε καθηγήτρια πιάνου, με μια ευκολία μοναδική. Είναι ανοιχτή και ακομπλεξάριστη αναφορικά με τα κινηματογραφικά είδη και τους ρόλους που επιλέγει. Παίζει όχι μόνο με το σώμα της, αλλά πρωτίστως με το βλέμμα, τις εκφράσεις του προσώπου της, τα μάτια της, τις σιωπές της, και μας μαγνητίζει με το αστείρευτο ταλέντο της. Μεγάλη τιμή για τη χώρα μας αλλά και για την πόλη της Θεσσαλονίκης η παρουσία της στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

 

Παναγιώτης Γούτας


Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στην παρακάτω διεύθυνση της book press


https://bookpress.gr/politismos/sinema/24252-i-izampel-iper-epitimi-proskeklimeni-tou-66ou-festival-kinimatografou-thessalonikis-merikes-skepseis-gia-treis-tainies-tis




Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (2)

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 

               

 

ΠΑΡΙΣΙ (2)

 

 

Ο άστεγος του κέντρου του Παρισιού προτίμησε να κατασκηνώσει στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο ενός παρακείμενου κτηρίου από το σκιερό πλατύσκαλο του «Πανθέου των αθανάτων», όπου ξαποσταίνουν οι κατάκοποι, από τις περιηγήσεις, τουρίστες.

Αυτόν, δεν τον ενδιαφέρει η αθανασία!

 

 

Ένα τμήμα της πρόσοψης της Όπερας Garnier του Παρισιού καλύπτεται από γιγαντοαφίσα που διαφημίζει επώνυμο οίκο μόδας.

Σε μία από τις εισόδους του Λούβρου, δίπλα στην ατέλειωτη ουρά των επισκεπτών και παραπλεύρως της μπουτίκ με τα αναμνηστικά, ξεπροβάλλει μεγαλεπήβολη αίθουσα προϊόντων της Lacoste.

Ο λογότυπος της Nike έχει παρθεί από το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης.

 

Ο καπιταλισμός, σκέφτομαι, ελίσσεται σαν φίδι. Βρίσκει πάντα τον τρόπο να χωθεί ξεδιάντροπα στην καρδιά του πολιτισμού.

 

 

Έξω από τον κήπο του Palais Royal, απέναντι από το Λούβρο, άκουσα εκείνο το πρωί έναν μεσήλικα να σφυρίζει ανέμελα το «Lhymne á lamour» της Εντίθ Πιάφ. Η μελωδία σφηνώθηκε στον νου μου για αρκετές ώρες, φτιάχνοντάς μου τη διάθεση

«Le ciel bleu sur nous peut s’ effondrer…»

Κι ας ήταν όλη μέρα ο ουρανός συννεφιασμένος.

 

 

Από τον έκτο όροφο του πολυκαταστήματος Lafayette, στο Παρίσι, έχεις άμεση οπτική πρόσβαση στην Όπερα Garnier. Από την ταράτσα, μάλιστα, του έβδομου ορόφου φωτογραφίζεις το αέτωμα του εμβληματικού κτηρίου.

Εκεί ψηλά, ο επισκέπτης του πολυκαταστήματος έχει τη απατηλή εντύπωση πως το βλέμμα του είναι ισοϋψές του κτηρίου. Στην πραγματικότητα όμως, για λίγες δεκάδες μέτρα, η Τέχνη υπερβαίνει της ματαιοδοξίας του.

 

 

Το ταξί Uber που προπλήρωσα για να επιστρέψω στο ξενοδοχείο το οδηγούσε ένας μελαψός νεαρός, μάλλον αλγερινής καταγωγής. Άκουγε μουσική τζαζ από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό και φορούσε μπλούζα αθλητική, που έγραφε πίσω «Miguel, 5, ΑΛΜΩΠΟΣ». Του εξήγησα με τα μετριότατα γαλλικά μου ότι η λέξη «Αλμωπός» είναι ελληνική και τον ρώτησα από πού βρήκε αυτήν την μπλούζα.

Μου την έδωσε ο άντρας της αδελφής μου, μου είπε. Έπαιζε, παλιά, ποδόσφαιρο στην Ελλάδα…

Όπου και να ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε εκπλήσσει!

 

 

Όσο και να προσπαθούν να αλλοιώσουν τη συνοικία La Defense, με τα επιχειρηματικά γραφεία, τις πολυεθνικές εταιρείες, τους γυάλινους, επιθετικούς ουρανοξύστες και τον εν γένει απρόσωπο χαρακτήρα των σύγχρονων κτηρίων, δεν θα μπορέσουν ποτέ να το πετύχουν. Ούτε θα καταφέρουν να αμαυρώσουν και να αναιρέσουν τη ζηλευτή ισορροπία και αρμονία των παλιών κτηρίων, τα ευθυγραμμισμένα οικοδομικά τετράγωνα, την αριστουργηματική ρυμοτομία της πόλης. Τα λεπτά φορέματα των γυναικών στην avenue de lOpera πάντα θα θροΐζουν μαυλιστικά στο πέρασμά τους, το δυνατό άρωμα της Ιστορίας πάντα θα συνεπαίρνει τον επισκέπτη και το ασταμάτητο μουρμουρητό του Σηκουάνα θα εκλεπτύνει αενάως τη συνείδησή μας, σε πείσμα των επιχειρήσεων και των πολυεθνικών.

 

 (συνεχίζεται)


Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Personal zoo (5)-Περιστέρια

 



 

PERSONAL ZOO (5)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.           

 

֎

 

 

Περιστέρια

 

 

І

 

Περιστέρι σε περβάζι παραθύρου. Τσιμπάει σπόρους, παιχνιδίζει με τα τζάμια. Μέσα βιοτεχνία. Λόφος πουκάμισα, εργάτριες δουλεύουν μανιασμένα. Αίφνης ανοίγει μία το παράθυρο και χώνεται το περιστέρι. Τρυπώνει στα πατρόν και στα ψαλίδια, στις μεζούρες και στις μηχανές τους. Ολόλευκο φτερουγίζει στα γκρίζα τους όνειρα. Φωνές διαδέχονται την αρχική έκπληξη. Κινήσεις απεγνωσμένες. Τρομάζει το περιστέρι. Εντέλει φέρνει μια περήφανη γύρα στο μέσα χώρο, κουτσουλάει κάτι γιακάδες κι εξαφανίζεται.

                     

 

Џ

 

Ανάμεσα στο περβάζι ενός παραθύρου και στο κιβώτιο κλιματιστικού, στο μπαλκόνι πολυκατοικίας, έκανε φωλιά ένα περιστέρι. Ο ιδιοκτήτης, μια φορά τον χρόνο, φωνάζει συντηρητή και ελέγχει το μηχάνημα. Με το κοντάρι μιας σκούπας και με νερό απ’ το λάστιχο, καταστρέφει τη φωλιά. Σε λίγες μέρες, όμως, στο ίδιο σημείο, πάλι κάποιο περιστεράκι θα φωλιάσει.

 

 

Ш

 

Δύο περιστέρια παιχνιδίζουν πάνω σε τεντωμένα σύρματα της ΔΕΗ. Φτερουγίζουν −ντουέτο χορευτικό− με απόλυτο συγχρονισμό, ύστερα κάνουν να πετάξουν και ξαναστηρίζονται στα καλώδια. Με μικρά, πλάγια βήματα μετακινούνται δεξιά, αριστερά. Τέλος, το ένα ανεβαίνει στη ράχη του άλλου που το ανέχεται.

   Κάποια στιγμή, το ένα από τα δύο πουλιά πετά στην απέναντι πινακίδα της βιοτεχνίας πλεχτών, αφήνοντας το ταίρι του ολομόναχο στα σύρματα.

Ο έρωτας, σκέφτομαι, είναι ισορροπία σε τεντωμένο ηλεκτροφόρο καλώδιο. Πολλοί γκρεμοτσακίζονται, άλλοι γίνονται παρανάλωμα από τα βολτ του πάθους τους. Κάποιοι, τέλος, συνεχίζουν την ακροβασία ολομόναχοι, αφού ο σύντροφός τους άνοιξε φτερούγες για άλλες αγκαλιές.

 

ΙV

 

Το κορίτσι του αρτοποιείου βγάζει, καθημερινά, μια χούφτα σουσάμι από ένα σακουλάκι και το σκορπίζει στο πεζοδρόμιο, για τα περιστέρια που τσιμπολογούν μπροστά στη στάση. Παραμέσα, σ’ ένα ταψί, φυλά καμιά μπαγιάτικη τυρόπιτα ή τίποτα φύλλα κρούστας από την πρωινή τελειωμένη μπουγάτσα, τυλιγμένα σε λαδόκολλα, για κανένα ζητιάνο.

Ο φούρναρης πατέρας της, που δεν νιώθει απ’ αυτά, τη μαλώνει κάθε τόσο, επειδή καθυστερεί στις συναλλαγές της με τους πελάτες.

 

[τα ποιητικά πεζά γράφτηκαν το 2010· το πρώτο εξ αυτών έχει δημοσιευτεί στην ποιητική συλλογή μου Ντόρτια (2012, ποιήματα των φίλων), με τον τίτλο «Περιστέρι»]

 


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Βιγλάτορας, επί ματαίω.

 


ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ, ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ

 

 

 

Στο παρατηρητήριο του ορεινού χωριού Βίγλα της Χαλκιδικής, σε υψόμετρο 1050 μέτρων, στέκω, ανήσυχος και ασάλευτος, όπως, θαρρώ, έκανε και ο Ρωμαίος χιλίαρχος, που έκτισε αυτή τη σκοπιά πριν από αιώνες.

Μ’ ένα ζευγάρι κιάλια στο χέρι ατενίζω τον ομιχλώδη ορίζοντα, αναμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, την άφιξη του εχθρού.

Ιστορίες, εντωμεταξύ, κουδουνίζουν στη σκέψη μου. Ιστορίες που τις συζητάνε ακόμη και σήμερα στο χωριό.

Για την άνοδο και την πτώση ενός εκδότη, που γεννήθηκε, πριν από χρόνια, σ’ αυτά εδώ τα μέρη.

Για τις μνήμες και το τέλος μιας δασκάλας, που δούλεψε, στο παρελθόν, στο σχολείο του χωριού, επί τουλάχιστον επτά χρόνια.

Για τον βίο και την πολιτεία ενός ηθοποιού, που αποσύρεται τακτικά στην πανσιόν «Σταυραετός», για ν’ αποστηθίσει τους ρόλους του.

Εντωμεταξύ, ο αέρας μοσχοβολάει πάντα ρίγανη και θυμάρι. Κάτω, στην πεδιάδα, η οργιώδης ανθοφορία των κερασιών με συνεπαίρνει. Και ο καπνός από τις στέγες των ελάχιστων, πλέον, κατοικημένων σπιτιών του χωριού ανηφορίζει ειρηνικά.

Κατοπτεύω, επισημαίνω, εποφθαλμιώ. Κιαλάρω σχολαστικά όλα τα σημεία του ορίζοντα, όμως ο εχθρός ακόμη δεν λέει να εμφανιστεί. Και μένω, τελικώς, μόνος με τις ιστορίες μου, ένας βιγλάτορας επί ματαίω.

(Εχθρός είναι μόνο ο Χρόνος. Αόρατος και σιωπηλός, θα φτάσει τη στιγμή που εκείνος θα κρίνει, και θα μας συνθλίψει.)

                  

 (απόσπασμα από αδημοσίευτο βιβλίο μου)

 


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (1)

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 

 

ΠΑΡΙΣΙ (1)

 

 


 

Μόλις πάτησα το πόδι μου στο Παρίσι μία δύναμη με παρακινούσε να σκύψω στο δάπεδο του αεροδιαδρόμου και να το φιλήσω. Να προσκυνήσω τον Μολιέρο, τον Ουγκό, τον Προυστ, τον Ζισκίντ, τον Γκυ ντε Μωπασάν. Αλλά και τον Ουελμπέκ, την Ερνό, τον Πατρίκ Μοντιανό, τον Σαμπρόλ, τον Τρυφώ και όλη τη φάρα των κινηματογραφιστών της nouvelle vague, των Εγκυκλοπαιδιστών και των καταραμένων ποιητών. Την Κατρίν Ντενέβ και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, ανυπερθέτως. Και τόσες ακόμη μυθικές προσωπικότητες και αστέρες της τέχνης, του θεάματος και του πολιτισμού.

Όμως το ανέβαλα προσωρινά όλο αυτό, γιατί έπρεπε πρώτα, σέρνοντας την αποσκευή μου, να εντοπίσω τον αρχηγό του γκρουπ, που θα μας ξεναγούσε στα μαγικά και στα ωραία της πόλης.

Μα, πριν ακόμα κι απ’ αυτό, όφειλα να ξεφορτωθώ εκείνο το άδειο μπουκαλάκι από νερό, που είχα καταναλώσει στο αεροπλάνο, και που μου είχε ξεμείνει.

Το πετώ, πρόχειρα και βιαστικά, σ’ έναν κάδο και, πριν προλάβω να βαδίσω δύο μέτρα, με καρφώνει ο υπάλληλος του αεροδρομίου Charles De Gaulle, ένας έγχρωμος καλοντυμένος, με τη διαβάθμισή του να κρέμεται στο στήθος σαν σφυρίχτρα διαιτητή σε επίσημο αγώνα ποδοσφαίρου.

―Tu es stupide! Ce n’ est pas pour les plastiques! Voila Rubis! (Είσαι ανόητος! Αυτό δεν είναι για τα πλαστικά! Νά η Ρούμπη!)

Η παγερή φωνή του έκανε τα μέλη μου και την ψυχή μου να μουδιάσουν.

Παράλληλα, μου έδειχνε με το δάχτυλό του το ρομπότ της ανακύκλωσης πλαστικών αντικειμένων, που έτρεχε καταμεσής των εσωτερικών χώρων του αεροδρομίου σαν φρενιασμένο, καταπίνοντας ασταμάτητα μπουκαλάκια, ποτηράκια και συσκευασίες τροφίμων.

Ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Υπάρχουν πολλά σημεία στο κέντρο του Παρισιού για ν’ αντικρίσεις και ν’ απαθανατίσεις τον Πύργο του Άιφελ. Από την ταράτσα του ξενοδοχείου σου. Από το ρεστοράν του πολυκαταστήματος Lafayette. Από την άπλα του Τροκαντερό. Από την οδό με τις salles de thè. Από το κατάστρωμα των bateaux mouches.

Όμως το πιο αληθινό, το πιο δραματικό, το πιο χαμηλοθώρητο σημείο παραμένει το σημείο zero. Εκεί όπου, ξαπλωμένος ο κλοσάρ της ανατολικής όχθης του Σηκουάνα, αρνούμενος συνειδητά την κρατική επιχορήγηση για μια αξιοπρεπή διαβίωση σε γκαρσονιέρα με διατροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοιτάζει αδιάφορα το περιττό του μεγαλείο.

 

 

Ουρές επισκεπτών από όλα τα μέρη του κόσμου στριμώχνονται μπροστά στη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι, στο Μουσείο του Λούβρου. Τρεις σωματώδεις έγχρωμοι φύλακες του χώρου, με διαπίστευση στο στήθος, εμποδίζουν το κοινό να πλησιάσει περισσότερο του κανονικού για να το φωτογραφίσει με φλας ή να το προσεγγίσει πλαγίως για να το θαυμάσει. Η όλη κατάσταση παραπέμπει σε διαδήλωση, με τους ένθερμους διαδηλωτές ν’ αναχαιτίζονται από αστυνομικές δυνάμεις, που τηρούν απαρέγκλιτα τον νόμο και την τάξη. Ενώ, λίγα μέτρα παραπέρα, το ταπεινό μα άψογο πορτρέτο του «Κοντοτιέρο» του Αντονέλο ντα Μεσίνα, που έζησε και μεγαλούργησε την ίδια εποχή με τον Ντα Βίντσι, δεν μαγνητίζει βλέμματα ούτε προκαλεί σάλο. Κι ας σε καρφώνει ο Κοντοτιέρο με το δικό του βλέμμα, από όποιο σημείο της αίθουσας κι αν τον κοιτάξεις.

Κάθε εποχή (και κάθε τέχνη) έχει τους δικούς της μπεστ σελερίστες και τους δικούς της παραγκωνισμένους.

 

 

Αυτά τα «όλε» των νεαρών στο κατάστρωμα του ποταμόπλοιου μού φάνηκαν γελοία. Όπως και οι χαιρετούρες και τα «bonjour» από τους θεατές των δύο όχθεων αλλά και των υπερυψωμένων γεφυρών. «Τι ελαφρόμυαλες ανοησίες! Τι τουριστικές υπερβολές!» αναρωτήθηκα σκεπτικός, και στωικά υπέμενα τη δοκιμασία της βόλτας στα νερά του Σηκουάνα.

Όταν, όμως, καταμεσής της διαδρομής, στο ύψος της όγδοης ή της ένατης γέφυρας, αντικρίζοντας στις όχθες το ολοένα αυξανόμενο πλήθος να μας κουνά με ενθουσιασμό τα χέρια, και ακούγοντας τα «όλε» των νεαρών από το κατάστρωμα να γιγαντώνονται, μη γνωρίζοντας από ποια δύναμη ορμώμενος, σήκωσα κι εγώ ασυναίσθητα τα χέρια στο ανέμελο πλήθος, φώναξα κι εγώ «όλε» και «bonjour» με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφήνοντας, έστω για μία στιγμή, τον εαυτό μου έρμαιο στη μαγγανεία του ποταμού.

 

 (συνεχίζεται)