Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)

 

                             

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Ο Grealish και η τριχόπτωση

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎ 

 




 




Ο GREALISH ΚΑΙ Η ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ

 

 

 

 

Κατηφόριζε την 25η Μαρτίου με απώτερο στόχο ένα κούρεμα. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως, επειδή το τελευταίο διάστημα εμφάνισε έντονη τριχόπτωση, θα έπρεπε απαραιτήτως να κόψει κοντά τα μαλλιά του για να δυναμώσουν οι τρίχες. Εκατό μέτρα από το παλιό κουρείο του κυρ Νίκου –εκεί που κουρευόταν παιδάκι– είδε πως άνοιξε μοντέρνο κουρείο για άντρες. Μέσα κούρευε ένα σχετικά νέο, συμπαθητικό παιδί. Σκέφτηκε να δοκίμαζε το χέρι του νεαρού, την τέχνη του νεοφερμένου στη γειτονιά κομμωτή, και να ξέφευγε προσωρινά από τα κομμωτήρια με τις απρόσεκτες και βιαστικές κομμώτριες, που, χρόνια τώρα, αυτοσχεδίαζαν επί της κεφαλής του με μέτρια έως απελπιστικά αποτελέσματα.

Κάθισε στην καρέκλα του κομμωτή –στα παιδικά του χρόνια αυτή η καρέκλα ισοδυναμούσε με ηλεκτρική καρέκλα καταδίκων στο Γκουαντάναμο– και επόπτευσε μέσα από το διπλό τζάμι τα νώτα του. Στον πίσω τοίχο του κουρείου φωτογραφίες συγκροτημάτων της ροκ μουσικής του ’80, οι Beatles στο πασίγνωστο εξώφυλλο του δίσκου τους να περνούν μία διάβαση πεζών, λάβαρα και κασκόλ ομάδων του αγγλικού πρωταθλήματος, αλλά και μπρελόκ και κούπες καφέ με αθλητικά σύμβολα και μικροαντικείμενα σχετικά με το ποδόσφαιρο. Είχες την αίσθηση πως βρισκόσουν σε βρετανικό αθλητικό μουσείο, μία αίσθηση που την επέτεινε ένας κατακόκκινος, βρετανικού τύπου τηλεφωνικός θάλαμος, που ο κομμωτής τον είχε διαμορφώσει ως χώρο αποθήκευσης σιντί, δίσκων βινυλίου, αθλητικών περιοδικών και εφημερίδων. Κεντράροντας το βλέμμα του σ’ ένα μαξιλαράκι γηπέδου στα χρώματα της Μάντσεστερ Σίτυ –ομάδα που προφανώς υποστήριζε ο κομμωτής– του ήρθε αστραπιαία στον νου το ένδοξο παρελθόν του. Τότε που, έφηβος, κλωτσούσε επιδέξια την μπάλα σε χωμάτινα συνοικιακά γήπεδα ως αμυντικός χαφ ερασιτεχνικής ομάδας του Χαριλάου. Ήταν αριστεροπόδαρος, τεχνίτης, με μακρινή μεταβίβαση ακριβείας, όμως δεν άντεχε στα σκληρά μαρκαρίσματα κι οι αντοχές του εξαντλούνταν στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου. Τότε ο προπονητής του τον αντικαθιστούσε με κάποιον πιο σκληροτράχηλο και τσαμπουκαλεμένο παίκτη. Του είχαν βγάλει και παρατσούκλι οι φίλαθλοι του Χαριλάου: Ο πιτσιρίκος. Τώρα τα χρόνια περάσανε, τα άγχη της ζωής τον έχουν καταβάλει, τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να πέφτουν και τα δύο του πόδια, αριστερό και δεξί, τα έχει μόνο για να διανύει τα, υποχρεωτικά κατά σύσταση του καρδιολόγου του, καθημερινά πέντε χιλιόμετρα, για να διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα η αρτηριακή του πίεση και η κατάσταση των αγγείων του.

—Πώς θέλετε να τα πάρουμε; ρώτησε ο κομμωτής, ένα ευγενικό παιδί, που ήταν διατεθειμένο να εξαντλήσει όλο το ταλέντο του πάνω στις ήδη αραιωμένες τρίχες του, προκειμένου να τον κερδίσει ως πελάτη.

—Αφήστε περισσότερα μαλλιά επάνω και μπροστά, και αραιώστε σβέρκο και κροτάφους, έδωσε κάπως ανόρεχτα την εντολή.

—Ωραία, θα τα φτιάξουμε έτσι, όπως σας αρέσει…

Αντικρίζοντας, στο βάθος, μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, τον άσο της Σίτυ Jack Grealish, να χορογραφεί στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, σ’ ένα ντέρμπι με τη Λίβερπουλ, επικεντρώθηκε στην κόμμωση του ποδοσφαιριστή. Μαλλιά μακριά μπροστά και πάνω, που έχασκαν απότομα δεξιά κι αριστερά, με τη βοήθεια μιας στέκας, σε ξυρισμένους κροτάφους και αυχένα. Αν τυχόν έβγαζε τη στέκα –αυτό το είχε δει να το κάνει, συχνά, ο ποδοσφαιριστής στην τηλεόραση– τα μαλλιά του χύνονταν καταρράχτης προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο γρήγορα επανέφερε τη στέκα στη θέση της για να μην μπαίνουν οι τρίχες στα μάτια του και τον ενοχλούν τη στιγμή του παιχνιδιού.

—Μπορείτε να με κουρέψετε σαν τον Grealish; τόλμησε να ρωτήσει τον κομμωτή, πάντα έχοντας τον ενδόμυχο φόβο μήπως ο τελευταίος τον περάσει για ψώνιο.

—Α, τον Grealish…, γιατί όχι; Βέβαια εσείς δεν έχετε τόσο μακρύ μαλλί, έχετε και λεπτή τρίχα, όμως θα το παλαίψουμε. Θα το ονομάσουμε κούρεμα τύπου Grealish – σύμφωνοι; 

Του έλεγε διάφορα ο κομμωτής κατά τη διάρκεια του κουρέματος. Για τις δύο πιο γελοίες αντρικές κομμώσεις όλων των εποχών, τη «χαίτη» και το «καπελάκι»  – και οι δύο «στέριωσαν» τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντίστοιχα. Για το αστείο «κοκοράκι» στα άλλοτε γυναικεία χτενίσματα. Για την πορεία της Σίτυ στο αγγλικό πρωτάθλημα και τη συνεισφορά του Γκουαρδιόλα. Για το πόσο απαραίτητο είναι το κρύο στην υγεία των ανθρώπων. Για τις ιώσεις και τον κορονοϊό. Ότι όταν ο άνθρωπος προγραμματίζει, ο Θεός γελάει… Κι άλλα, κι άλλα πολλά… Εκείνος τον άκουγε, τον άκουγε με προσήλωση, και, ψαλιδιά στην ψαλιδιά, έβλεπε στον καθρέφτη το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται.

Βαδίζοντας, μετά το κούρεμα, προς την οδό Δελφών, ένιωσε τη διάθεσή του ανεβασμένη. Η ψυχολογία του στα ύψη. Σταμάτησε σ’ έναν καθρέφτη ενός εμπορικού καταστήματος να δει ξανά το πρόσωπό του. Ναι, ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που τόλμησε στα μαλλιά του, κάτι το ξεχωριστό, μια καινοτομία. Η φήμη και ο οίστρος του Άγγλου ποδοσφαιρικού αστέρα ένιωσε να τον πλημμυρίζουν. Κάποια βλέμματα στον δρόμο, ανδρών και γυναικών, τα ένιωσε να πέφτουν πάνω του με θαυμασμό. Το βάδισμά του το αισθάνθηκε να γίνεται πιο γοργό, πιο ανάλαφρο, πιο σβέλτο, σχεδόν αθλητικό. Τώρα και πάσες να του μοίραζαν τα πιτσιρίκια της αυλής, στα διαλείμματα, θα μπορούσε να ανταποκριθεί με ευκολία. Μέχρι και σαραντάρες μπαλιές ακριβείας θα μπορούσε να επιχειρήσει στην αλάνα, στον πάρκινγκ των αυτοκινήτων γονιών και συναδέλφων, έξω από το εργασιακό του χώρο, σε φανταστικούς συμπαίκτες.

Όταν το ίδιο βράδυ λούστηκε, διέκρινε στον καθρέφτη του μπάνιου, τις ατέλειες του πρωινού κουρέματος. Οι φαβορίτες του είχαν κοπεί άνισα και εμφανώς ανομοιόμορφα. Ένας θάμνος από τρίχες είχε ξεχαστεί πίσω από το αριστερό του αυτί. Το πλαϊνό «σβήσιμο» των μαλλιών δεν ήταν και τόσο πετυχημένο. Συν τοις άλλοις είχε αποκαλυφθεί το πάλλευκο των κροτάφων του. Με τα αραιωμένα λόγω της τριχόπτωσης μαλλιά του, η υπερυψωμένη και ατίθαση κορυφή του τον έκανε να θυμίζει όχι τον ταλαντούχο μεσοεπιθετικό Jack Grealish, αλλά αξιοθρήνητο τσαλαπετεινό.

Απελπισμένος στέγνωσε με το πιστολάκι τα εναπομείναντα μαλλιά του. Έβαλε λοσιόν για την τριχόπτωση και έκανε γερό μασάζ στις ρίζες. Ύστερα πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης για να παρακολουθήσει στο συνδρομητικό κανάλι το ντέρμπι της Σίτυ με την Άρσεναλ, στο Etihad Stadium. Τη στιγμή εκείνη ο Grealish, βάζοντας και βγάζοντας τη στέκα στο κεφάλι του κι ανεμίζοντας με ναρκισσισμό τα μακριά, στιλπνά, κατάμαυρα μαλλιά του, ετοιμαζόταν να εκτελέσει ένα φάουλ σε επικίνδυνο σημείο, που είχε κερδίσει η ομάδα του. Πήρε φόρα, σούταρε δυνατά, το χτύπημά του όμως ήταν απελπιστικά άστοχο, προξενώντας έντονη δυσφορία σε συμπαίκτες και φιλάθλους.

—Τους γεμίζουν με χρυσάφι τις τσέπες κι αυτοί, οι άχρηστοι, σημαδεύουν στα περιστέρια! ξεστόμισε δικαιωμένος, ενώ η γυναίκα του, που, παραδίπλα, διάβαζε ένα βιβλίο, διακρίνοντας στα λόγια του έναν ανεξήγητο για την περίσταση εκνευρισμό, του έριξε δυο ήρεμες, προστατευτικές ματιές, προτού συνεχίσει την ανάγνωσή της.

 

 (2023)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΥΘ, τεύχ. 19, τον Ιούνιο του 2024)


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

 



 

                   [ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ]

 

֎

 

 



Η τραγική είδηση του δυστυχήματος με βρήκε στο ξενοδοχείο της Σόφιας ν’ αποστηθίζω τον καινούριο μου ρόλο. Είχα συνέλθει για τα καλά από την περιπέτεια της υγείας μου, η Βασιλική ήταν για μένα παρελθόν παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της για επανασύνδεση, και είχα πέσει με τα μούτρα στις τελευταίες λεπτομέρειες του νέου θεατρικού. Στο Ιφιγένεια –σκέτο, δίχως τοπωνύμια και τοπικούς προσδιορισμούς– που θα ανεβάζαμε στο θεατράκι μας σε λίγες μέρες, εγώ θα υποδυόμουν τον Αγαμέμνονα σε μία μεταμοντέρνα (και κάπως παράδοξη, για να είμαι ειλικρινής) εκδοχή της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη. Επί σκηνής, εκτός από την παρουσία μου, θα υπήρχε μία αλλόφρων, ξεμαλλιασμένη Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια φυσικά, ο αδελφός μου Μενέλαος ντυμένος στα τζιν, ο Αχιλλέας κοντοκουρεμένος με φωσφορούχες περικνημίδες και ο μάντης Κάλχας – όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, θεοί, θνητοί, αγγελιοφόροι και χορός θα έδιναν το παρών μόνο ηχητικά, κάποιοι εξ αυτών και οπτικά, μέσω γιγαντοοθόνης, αφού οι χορηγοί μας δεν αντέχουν να αποζημιώνουν οικονομικά πολυμελείς θιάσους.

Όταν το πρωί εκείνης της μέρας άκουσα την είδηση σε κανάλι του CNN για τη σύγκρουση των δύο τρένων έξω από τα Τέμπη, κοκάλωσα. Το δυστύχημα είχε γίνει γύρω στα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας. Δύο τρένα πάνω στις ίδιες ράγες, σε δύο παράλογες τυφλές διαδρομές, δίχως σωστό σχέδιο πορείας και μετακινήσεων, δίχως επιτήρηση, δίχως τίποτα, συγκρούστηκαν μετωπικά στέλνοντας στον θάνατο δεκάδες ανυποψίαστους επιβάτες – νέους στην πλειονότητά τους, παιδιά μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, που επέστρεφαν από την αργία της Καθαράς Δευτέρας στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές τους. Ήταν αδύνατο να παρατείνω τη διαμονή μου στη Σόφια, ενώ στην πατρίδα μου είχε συμβεί αυτή η τραγωδία. Μάζεψα, άρον άρον, τα ρούχα μου, πλήρωσα το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα στον σταθμό των λεωφορείων. Έπρεπε να επιστρέψω οπωσδήποτε στην πόλη μου. Το αίμα των αθώων νέων με κατεύθυνε, με πρόσταζε να επιστρέψω.

 

 

Κι όταν, απελπισμένοι, καταφύγαμε στον Κάλχα, εκείνος είπε πως πρέπει ν’ αφανίσουμε τα σπλάχνα μου: την κόρη μου, την Ιφιγένεια, να προσφέρουμε θυσία στην Άρτεμη, πολιούχο της Αυλίδας, αν θέλουμε να φύγουμε από δω και να ερειπώσουμε τα μέρη της Φρυγίας. Και μόλις το άκουσα αυτό, είπα στον Ταλθύβιο να κραυγάσει πως διαλύω το στράτευμα, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να σκοτώσω το παιδί μου. Αλλά ο αδελφός μου με άρπαξε στα λόγια και μ’ έπεισε, μ’ ανάγκασε να κάνω το κακό.

 

 

Το κακό έγινε εν ριπή οφθαλμού, ακαριαία. Έχω αφήσει κατά μέρος τον ρόλο μου και έχω καθηλωθεί στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Στη δημοσιογραφική κάλυψη του αποτρόπαιου συμβάντος. Οι εικόνες καθηλωτικές. Κομμένα μέλη δεξιά αριστερά, μέσα ή έξω από την αμαξοστοιχία, επιτείνουν τη φρίκη αυτού του συμβάντος που πάγωσε όλη τη χώρα. Η λίστα των νεκρών συνεχώς μεγαλώνει. Είκοσι, είκοσι πέντε, είκοσι οχτώ, τριάντα πέντε, ο βωμός των θυμάτων ψηλώνει. Ένας ανεύθυνος σταθμάρχης φαίνεται πως θα επωμιστεί το βάρος ενός ανεύθυνου κι ανύπαρκτου κράτους. Είχαν, λέει, συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των τρένων εδώ και είκοσι τόσα χρόνια σε αχρησία. Οικονομικά συμφέροντα, μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονται κέρδη, συνδικαλιστικές μικρότητες και ευκολίες, θανάσιμες κωλυσιεργίες. Το εθνικό μας χόμπι: η αιώνια βραδύτητα των πραγμάτων. Αν, έστω, λειτουργούσε το απαρχαιωμένο σύστημα με τη σηματοδότηση και τους σταθμάρχες που σήκωναν πάνω απ’ τους ώμους τους πινακίδες και καρτελάκια, η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί. Όμως δεν λειτούργησαν ούτε αυτά…

 

 

Ξέρουν τι κάνουν οι θεοί· μπορούν να διακρίνουν τον όρκο απ’ τον εκβιασμό. Δεν θα σκοτώσω εγώ τα παιδιά μου για να πάρεις εσύ πρόστυχη εκδίκηση από μια πρόστυχη γυναίκα. Δεν σκοπεύω να στοιχειώσω τη ζωή μου με το ίδιο μου το αίμα. Αυτό κι αν είναι προστυχιά. Ορθά κοφτά σου λέω: σύνελθε – αλλιώς, ξέρω εγώ πώς θα σε συνεφέρω.

 

 

Πώς να συνεφέρει κανείς τους τραγικούς γονείς, πώς να τους βοηθήσει, με ποιο τρόπο να τους δώσει κουράγιο. Όλη η χώρα μουδιασμένη αλλά και θυμωμένη παρακολουθεί τις εξελίξεις. Οι δημοσιογράφοι στον βωμό της ενημέρωσης κανιβαλίζουν δείχνοντας προσωπικές στιγμές τραγικών ανθρώπων. Όλα στη φόρα. Προτού κηδέψουν ακόμα τα σπλάχνα τους, συντετριμμένοι άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, απαντούν στις αδιάκριτες ερωτήσεις των ημιμαθών με τα μικρόφωνα, χάριν της τηλεθέασης. Ο σταθμάρχης απολογείται στις αρχές. Κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος. Ένας μαραμένος πρωθυπουργός ζητά μπροστά στις κάμερες συγνώμη εν ονόματι όλων των έως τώρα κυβερνήσεων, όλων των μέχρι τώρα πρωθυπουργών. Η ιταλική εταιρεία, που χορηγεί τους συρμούς, νίβει, άμωμη, τας χείρας. Η ταυτοποίηση των νεκρών συνεχίζεται. Κάποιοι γονείς δεν βρίσκουν πτώμα να κηδέψουν. Κάποιοι επιβάτες κάηκαν στα βαγόνια του χαμού, δεν βρέθηκε ούτε η στάχτη τους. Μια μάνα, με δάκρυα στα μάτια, αποκαλύπτει πως από άντρα και γιο δεν της επέστρεψαν ούτε στάχτη. Πού βρίσκονται τα αγαπημένα της πρόσωπα, αναρωτιέται. Προσπαθώ να ασχοληθώ με άλλα πράγματα για να ξεφύγει κάπως η σκέψη μου. Επικοινωνώ τηλεφωνικώς με τον θιασάρχη μήπως μάθω την ημερομηνία έναρξης της παράστασης. Μου εξηγεί πως η ημερομηνία της πρεμιέρας θα πέσει πίσω. «Προέχει η εθνική τραγωδία» μου εξηγεί. «Η δική μας ιλαροτραγωδία μπορεί να περιμένει». Η μπίλια στη ρουλέτα των νεκρών, εν τω μεταξύ, έχει καθίσει στον τραγικό αριθμό 57. Πενήντα εφτά μαύρο. Υπάρχει κι ένα πτώμα που δεν το αναζήτησε κανείς. Κι ένα ακόμη αταυτοποίητο.

 

 

Τώρα πια είναι αργά. Εξάλλου πώς διώχνεις μια μητέρα από τον γάμο του παιδιού της – του παιδιού μου, του δύστυχου παιδιού μου, της μικρής παρθένας μου. Μικρή – ε, όχι δα! Αυτή είναι ολόκληρη γυναίκα πια· σε λίγο θα την παντρέψει με τον Άδη ο πατέρας. Ο πατέρας! Πώς θ’ αντέξω τις ικεσίες της, πώς δεν θ’ ακούσω να μου λέει: «Με σκοτώνεις, πατέρα μου; Αυτός δεν είναι γάμος· είναι η κατάρα. Απάνω σου να πέσει· απάνω σου κι απάνω σ’ αυτούς που αγαπάς». Και θα κλαίει ο μικρούλης μου Ορέστης, δίχως να ξέρει ακόμα αυτό που ξέρουν καλά τα δάκρυά του από την πρώτη στιγμή που είδε το φως του κόσμου. Ανάθεμα τον Πάρι, την κακιά σπορά του Πρίαμου – παράσιτα κι αυτός και η Ελένη· έπνιξαν την οικογένειά μου.

 

 

Ένα παρασιτικό, ανίκανο κράτος έπνιξε, ρήμαξε, εξόντωσε πενήντα επτά οικογένειες, βυθίζοντάς τες στο πένθος. Διαβάζω στις εφημερίδες για ένα παλικάρι, που μαζί με τη φίλη του επιβιβάστηκαν στο μοιραίο τρένο για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Κάποιος ονόματι Ν. Κ., πυροσβέστης και σπουδαστής, από την Αθήνα. Στη συνέχεια του άρθρου διαβάζω πληροφορίες για τον τραγικό πατέρα και πέφτω από τα σύννεφα. Το ονοματεπώνυμό του Σ. Κ., δάσκαλος χορού σε χορευτικά συγκροτήματα, παλιότερα στο Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης. Γύρισα νοερά τριάντα χρόνια πίσω και τον θυμήθηκα. Σχολικό έτος 1992-1993. Διδάσκαμε και οι δύο στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο της πόλης. Εκείνος, που ήταν και εκπαιδευτικός, δίδασκε παραδοσιακούς χορούς στα μεταμεσημβρινά κλαμπ της Παρασκευής και της Τετάρτης, εγώ τις αντίστοιχες μέρες δίδασκα θεατρική αγωγή – σε έναν χρόνο από τότε θα διοριζόμουν υπάλληλος σε τράπεζα. Δύο με τέσσερις το μεσημέρι το αντικείμενο διδασκαλίας μας. Ωραίο, ψηλό παιδί, με κατσαρά μαλλιά και λεβέντικο παράστημα. Μου φερόταν ευγενικά, ήταν φιλικός και ομιλητικός μαζί μου. Κάποιοι δάσκαλοι μάς αντιμετώπιζαν υπεροπτικά, ίσως λόγω της πρόσθετης ενασχόλησής μας στον χώρο του σχολείου, που προμήνυε μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας εκ μέρους μας, εκείνος όμως ήταν διαφορετικός. Κοιτάζω στις εφημερίδες τη φωτογραφία του μοιραίου παλικαριού και διαπιστώνω πόσο πολύ έμοιαζε με τον πατέρα του. Προσπαθώ να έρθω στη θέση του πατέρα – δεν το αντέχω. Δεν αντέχω ούτε με τη σκέψη. Ένα τηλέφωνο να χτυπά κάποια προχωρημένη νυχτερινή ώρα για να του μεταφέρει το τραγικό μαντάτο. Μια ζάλη, μια σκοτοδίνη, ένα κενό, ένας σκοτεινός Καιάδας στο άκουσμα της είδησης. Ένα ηχηρό γαμώτο, ένα σπαραχτικό γιατί. Δεν έζησε ούτε το αγόρι ούτε η κοπέλα. Το σφάλμα τους ότι εμπιστεύτηκαν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο –το τρένο, το πιο ασφαλές μέσο!– για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Ο σεναριογράφος της ζωής, ο μέγας αρχιτέκτων του σύμπαντος, ο ζαράκιας με τα χουφτωμένα ζάρια που καιροφυλακτεί πάντα και παντού δεν σηκώνει εκπλήξεις. Τι να σου κάνει, όμως, κι αυτός; Νιώθει τόσο μικρός κι αδύναμος μπροστά στην ελληνική γραφειοκρατία, στον ωχαδερφισμό, στη διάχυτη ημεδαπή ανοησία, στο ανυπέρβλητο μεγαλείο της κρατικής μηχανής, που, πάντα και παντού, δουλεύει ρολόι. Που διορίζει εξηντάχρονους σταθμάρχες –πρώην αχθοφόρους ή πλασιέ βιβλίων– ύστερα από ολιγοήμερη εκπαίδευση, για να στείλουν, ελαφριά τη καρδία, δύο τρένα αντίθετης κατεύθυνσης στη μία και μοναδική γραμμή του εθνικού μας δικτύου. Το κράτος που έβλεπε τα τρένα να συγκρούονται. Κοιτάζω πάλι τη φωτογραφία του αγοριού. Ήταν μόλις 23 ετών.

 

 

Αχ να μην ήξερα κι εγώ όσα δεν ξέρεις, αθώο μου παιδί. Πήγαινε μέσα τώρα· δεν κάνει να σε βλέπουν οι άνδρες τέτοιες ώρες. Στάσου, δώσ’ μου το χέρι σου κι ένα φιλί – πικρό φιλί, του αποχαιρετισμού. Αφήνεις τον πατέρα σου, παιδί μου, κορίτσι μου, αγκαλιά μου, πρόσωπό μου γλυκό, μαλλάκια μου όμορφα... Με τσάκισαν, σε τσάκισαν οι Φρύγες κι η Ελένη. Μπα, τι μ’ έπιασε – τι λόγια είναι αυτά; Όχι, δεν θα κλάψω, εδώ μπροστά σου, τέτοιαν ώρα. Εμπρός, πήγαινε μέσα.

 

 

Εμπρός, πήγαινε στην κηδεία! Τουλάχιστον κάνε αυτό! Άσε τα πολλά λόγια και πήγαινε! Μια επιτακτική φωνή με καλεί να πάω στον Ιερό Ναό του Σωτήρος, στην Καλαμαριά, όπου, στη μιάμιση το μεσημέρι, θα τελεστεί η κηδεία του παλικαριού. Δεν το αντέχω. Παραλύω. Τι να του πω, τι να πω σ’ αυτόν και στη μητέρα των παιδιών που δεν γνωρίζω; Ποια λόγια παρηγοριάς να ξεστομίσω μετά από τόσο χρόνια; Ποιον ρόλο τεθλιμμένου φίλου να υποδυθώ; Ντρέπομαι για όλα αυτά και είμαι οργισμένος. Τον αφήνω στο βαρύ του πένθος, νοερά και εν σιωπή είμαι μαζί του. Προσπαθώ γι’ ακόμη μία φορά να φανταστώ τα γεγονότα. Βλέπω το αναποδογυρισμένο, μισοδιαλυμένο βαγόνι στην οθόνη και μεταφέρομαι νοερά μέσα του. Δύο νέα παιδιά, ερωτευμένα, κάθονται στις πίσω θέσεις του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε, συζητούν, κάνουν όνειρα. Πέρασε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και έχουν ετοιμάσει ένα δώρο στους γονείς του αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Την απρόσμενη παρουσία τους. Το κορίτσι ίσως δίψασε ή πείνασε στο τρένο. Μπορεί και το αγόρι. Εκείνος σηκώθηκε να πάει στο μπαρ, στο πρώτο βαγόνι, να πάρει νερά και κανένα σάντουιτς. Και τότε έγινε η τρομερή σύγκρουση. Κρότος, λάμψη, φωτιά και τρόμος. Θερμοκρασίες άνω των χιλίων βαθμών σε ελάχιστο χρόνο. Μια οσμή καμένου πλανάται παντού, μία φρίκη. Το αγόρι ίσως πετάχτηκε, εκσφενδονίστηκε από κάποιο παράθυρο. Και το κορίτσι, παραπίσω, δεν τα κατάφερε. Θα τον αναζήτησε μέσα στην απελπισία της, ίσως έκανε να πάει μπροστά. Τι σκεφτόταν άραγε η κοπέλα εκείνες τις στιγμές, τι ένιωθε; Είχε στα χείλη της το όνομά του; Ο θάνατος τη βρήκε αργά ή ακαριαία; Το σχέδιο της απρόσμενης παρουσίας μετατρέπεται ακαριαία σε ολοκληρωτική απουσία. Όμως σαν να διακρίνω μέσα στο έρημο βαγόνι ακόμη την παρουσία τους. Ο τρόμος, η έκπληξή τους, τα όνειρά τους, το μέλλον τους, η ζωή τους έχουν αποτυπωθεί στο αναποδογυρισμένο βαγόνι, στα λιωμένα σίδερα. Δεν έχω το κουράγιο να πάω στην κηδεία τους. Δεν το μπορώ, δεν δύναμαι…

 

 

Η Αφροδίτη κυβερνάει και τον στρατό και τα καράβια μας. Αυτή ή κάποιος δαίμονας ολόιδιος μ’ αυτή τους μέθυσε, τους τρέλανε και βιάζονται να πάνε στα μέρη των βαρβάρων να τους μάθουν με το δόρυ να μην εισβάλλουν στα κρεβάτια των Ελλήνων. Αν αγνοήσω τη θεά και τη θεά τους, θα ρημάξουν το Άργος, θα σκοτώσουν τα κορίτσια μου και μένα κι εσάς μαζί. Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου. Ούτε κάνω ό,τι κάνω επειδή το θέλει αυτός. Η Ελλάδα με προστάζει να θυσιαστείς γι’ αυτήν – θέλω δεν θέλω. Η πατρίδα είναι μεγάλη κι εμείς μικροί, παιδί μου· πολύ μικροί μπροστά της. Και όταν κινδυνεύει η ελευθερία της, εσύ κι εγώ πρέπει να κάνουμε το χρέος μας, να δώσουμε και τη ζωή μας για να μην λεηλατούν οι βάρβαροι τα νυφικά κρεβάτια Ελλήνων.

 

 

Στο κρεβάτι του δωματίου μου ξαπλωμένος αποφασίζω να αποκοπώ οριστικά από το συμβάν. Κλείνω την τηλεόραση κι ανοίγω τις σημειώσεις του έργου. Σαν ψυχολογικό διέξοδο ξαναρχίζω ν’ απαγγέλλω τον ρόλο μου. Οι μέρες περνούν, ο χρόνος –λένε– στέκεται σύντροφος σε παρόμοιες καταστάσεις, όμως κάπου νιώθω το ίδιο παγωμένος κι άβουλος, όπως την πρώτη μέρα, στη Σόφια, όταν πληροφορήθηκα το γεγονός. Είμαι βέβαιος πως οι τραγικοί γονείς δεν θα ξεπεράσουν ποτέ αυτό το συμβάν. Σαν ουλή ανεξίτηλη στις ψυχές τους θα τους ακολουθεί για πάντα. Οι μέρες περνούν, οι πρόβες στο θεατράκι ξαναρχίζουν. Ορίστηκε το χρονοδιάγραμμα των παραστάσεων. Φέρνω ξανά στον νου τον παλιό συνάδελφό μου. Τον φαντάζομαι, χρόνια μετά, να έρχεται στο θέατρο «Ουτοπία», να κάθεται στα μπροστινά καθίσματα, με το πένθος αποτυπωμένο ακόμη στα μάτια και στις ρυτίδες του προσώπου του, για να παρακολουθήσει την «Ιφιγένεια», που, ποιος ξέρει γιατί, ο θιασάρχης μας σκέφτηκε να επαναφέρει στη μνήμη των Θεσσαλονικέων μέσα από σειρά νέων παραστάσεων. Κι εγώ, χρόνια μετά από εκείνη τη μοιραία σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, να υποδύομαι πάλι τον Αγαμέμνονα, σ’ αυτή τη μεταμοντέρνα, προχώ θεατρική παράσταση, την «πειραγμένη» από ανοιχτόμυαλο, δημιουργικό σκηνοθέτη τραγωδία του Ευριπίδη, όπου μόνο εγώ, ως Αγαμέμνων, θα αποδίδω πιστά το αρχικό κείμενο, όπως δηλαδή το συνέλαβε και το έγραψε πριν από αιώνες ο αρχαίος δραματουργός. Να έχει καθηλωθεί το βλέμμα του, όπως κι εκείνο της γυναίκας του, πάνω μου, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να κρατηθούν από τη δική μου τραγική κατάσταση για να απαλυνθεί κάπως το βάρος της ψυχής τους, που ακόμη δεν λέει να ελαφρύνει. Κι εγώ, πάντα άβουλος κι αδύναμος ως χαρακτήρας, με μάλλον μέτριες υποκριτικές ικανότητες, να γνωρίζω καλά πως, όσο πειστικά κι αν αποδώσω τον ρόλο μου, όση τέχνη και μαστοριά κι αν εναποθέσω σε κινήσεις, λόγια και εκφράσεις προσώπου, όσο άμεσα και δραστικά κι αν μεταφέρω στο κοινό τα πανάρχαια και πανανθρώπινα διδάγματα του Ευριπίδη στους σύγχρονους θεατές, όση συνολική προσπάθεια εντέλει κι αν καταβάλω, θα είμαι τελικώς κάτι υποδεέστερο μπροστά τους, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη και βολεμένη, προφυλαγμένη και ασφαλής από τον σκληρό ρεαλισμό της ζωής. Ένας ηθοποιός που υποκρίνεται πως θυσίασε ένα ανύπαρκτο παιδί, μπροστά σ’ εκείνους που έθαψαν στ’ αλήθεια το δικό τους.

 

(το απόσπασμα αποτελεί μέρος της αδημοσίευτης νουβέλας μου «Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ», και γράφτηκε μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023· τα κείμενα με τα πλάγια γράμματα πάρθηκαν από μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα)

 

Π. Γ.


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Είμαι Άλκης!

 




 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

(Τρία χρόνια έκλεισαν από την άνανδρη και άδικη δολοφονία του Άλκη Καμπανού από αδίστακτα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Στη μνήμη του άτυχου παιδιού αναδημοσιεύω κείμενο, που έχει δημοσιευτεί στην book press, στις 6 Φεβρουαρίου του 2022.) 

 

 

 

ΕΙΜΑΙ ΑΛΚΗΣ!

 

 

 

μνήμη Άλκη Καμπανού

 

 

 

Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον φόνο του δεκαεννιάχρονου οπαδού του Άρη, του Άλκη, από τον αδίσταχτο εικοσιτριάχρονο μακελάρη, επί της οδού Πλαστήρα, στου Χαριλάου, γύρισα νοερά σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω, στο παρκάκι της οδού Μαρασλή, δεκάχρονο σχεδόν αγόρι, γυρνούσα από το γήπεδο του Άρη με το ασπρόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, όταν μου την έπεσαν τρεις γνώριμοί μου αληταράδες, γνωστοί νταήδες στις αλάνες και στα σφαιριστήρια της γειτονιάς, αρκετά χρόνια μεγαλύτεροί μου. Μου άρπαξαν τότε το κασκόλ, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα κι ο δεύτερος τέντωνε το κασκόλ για να το κάψει. Ο τρίτος μου ’ριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα λέγοντάς μου:

–Αυτό, κωλότουρκε, για να μάθεις να γυρνάς έτσι στου Χαριλάου!

Έβαλα τα κλάματα. Δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε αν δεν εμφανιζόταν στη στιγμή κι ο τέταρτος της παρέας, ένα φτωχόπαιδο, κάποια χρόνια μεγαλύτερος μου, που ο παππούς μου ο Γιώργος τού έδινε συχνά χρήματα και, κάποιες φορές, έστελνε τρόφιμα στην άνεργη, χήρα μητέρα του, που φυτοζωούσε σε μια χαμοκέλα σε μία πάροδο της Μαρασλή. Με αναγνώρισε, «αφήστε το παιδί, είναι γνωστός μου!» είπε και οι νταήδες σταμάτησαν τη δράση τους. Πήρα το μισοκαμένο κασκόλ στα χέρια και, με δάκρυα στα μάτια, επέστρεψα στο σπίτι μου, που ήταν διακόσια μέτρα παρακάτω, διηγούμενος στους γονείς μου το τι είχε συμβεί. Το παραπάνω περιστατικό το κατέγραψα, εδώ και είκοσι χρόνια, σε αφήγημα, στο δεύτερό μου βιβλίο, όμως σαν παλιά πληγή και σαν ουλή που κακοφορμίζει με τον καιρό, ακόμα με βασανίζει. Ιδίως όταν συναντώ και σήμερα τους τότε νταήδες στην ίδια γειτονιά να περιφέρονται αμέριμνοι ή να ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα που ψωνίζω κι εγώ.

Τότε, βέβαια, τα χρόνια, τουλάχιστον αναφορικά με την εξωγηπεδική βία, ήταν πιο ανώδυνα σε σχέση με τα τωρινά. Κάποια ηχηρή σφαλιάρα, μια ξώφαλτση μπουνιά, πολλά φτυσίματα, πετροπόλεμος, καφέδες να εκτοξεύονται στα απέναντι διαζώματα των γηπέδων και οι γνώριμες βρισιές –κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου– δονούσαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όλη η ένταση και η βία εξαντλούνταν στις ιαχές «μωαμεθανοί!» ή «σκουλήκια!», σε κάποιες οπαδικές συρράξεις, σε εικονικές κηδείες με συγχωροχάρτι του τύπου «Κηδεύομε σήμερα τον προσφιλή συντοπίτη Άρη…» ή εν χορώ αναφωνήσεις «Εδώ εις τον Βορρά, σήμερα κηδεύουμε τη λαχαναγορά!» και «δέκα χρόνια γκόμενες!» ως ανταπάντηση από το αντίπαλο πέταλο, αρκετές σπασμένες τζαμαρίες καταστημάτων και κανένα αναποδογυρισμένο ή καμένο αυτοκίνητο. Αυτά όλα κι όλα. Όμως, την επομένη, στην πόλη, αρειανοί και παοκτσήδες μονοιασμένοι. Τότε η αλητεία ήταν ακόμη χύμα και ανοργάνωτη. Δεν υπήρχαν οργανωμένοι στρατοί οπαδών και τάγματα εφόδου, όπως σήμερα, και μάλιστα με την ανοχή, συχνά, των παραγόντων κάποιων ομάδων.

Σοκαρίστηκα με τον νεκρό έφηβο, γιατί το τέλος του ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Και αποτρόπαιο. Κόπηκε από δρεπάνι η μηριαία αρτηρία του και πέθανε αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, δωδεκάμισι η ώρα το βράδυ, σ’ ένα ευρύχωρο πεζούλι πολυκατοικίας. Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία. Το σημείο των ραντεβού των εφήβων της περιοχής. Εκεί ο ανυποψίαστος Άλκης αντάμωσε τον Χάρο. Ο Χάρος ο ίδιος, προσωποποιημένος, με κουκούλα και δρεπάνι στο χέρι, όπως παριστάνεται σε ασπρόμαυρες γκραβούρες του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα, ήρθε ύπουλα και τον αφάνισε. Κι εκεί το αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή από ανθρωποειδή που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Οι θαυμαστές και οι λάτρεις της ιστορίας του προσφυγικού σωματείου της πόλης μας που ξέρει καλά από πόνο, εγκατάλειψη, δυστυχία και ξεριζωμό, ξερίζωσαν τη ζωή ενός νέου παιδιού, εγκαταλείποντάς τον στην πεζούλα των ονείρων και των ερώτων του, και σκορπώντας πόνο και δυστυχία στην οικογένειά του και στους αγαπημένους του φίλους.

Τρεις μέρες μετά το μακελειό, το νεαρό αγόρι ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανο, με όλη τη φλόγα της νιότης του να λαμπυρίζει στα μάτια του:

–Γιατί δεν ήσουν εκεί να τους εμποδίσεις; με ρώτησε με ένα παράπονο στη φωνή του.

Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

Όταν ξύπνησα, το πρωί, ήμουν ράκος. Δεν είχα το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά μου.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρήκα σ’ ένα συρτάρι το παλιό, μισοκαμένο κασκόλ, το έχωσα στον κόρφο μου και κίνησα για το γνωστό σημείο. Κάπως έτσι βάδιζα και πριν από μισό αιώνα, έξω από το γήπεδο του Άρη, για να δω την αγαπημένη μου ομάδα, από φόβο μη μου την πέσουν από τα γύρω στενά οι «αλήτες με τα κίτρινα».

Στο σημείο του θανάτου του Άλκη, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κίτρινα κασκόλ, κι άλλα τόσα αναμμένα κεράκια και δεκάδες σημειώματα, είχαν σχηματίσει ένα ιδιότυπο μνημείο πόνου, σπαραγμού και οδύνης για το αδικοχαμένο παιδί.

Έσκυψα ευλαβικά στον σωρό και απίθωσα στη μνήμη του το καψαλισμένο κασκόλ του παρελθόντος. Στο σημείο που θερίστηκαν τα νιάτα ενός αθώου ανθρώπου, εναπόθεσα τα δικά μου νιάτα. Το κασκόλ ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα – ασπρόμαυρο και παλιό σε μια στοίβα ολοκαίνουριων κίτρινων λαβάρων. Με μαγκωμένη καρδιά έγραψα με στιλό στο χοντρό βιβλίο των αφιερώσεων: «Άλκη, θα είμαι πάντα εδώ!». Αμίλητος το κίνησα για το σπίτι μου.

Αν, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, μου την έπεφτε σε κανένα στενό κάποιος μυστήριος και σκοτεινός τύπος ζητώντας επίμονα να μάθει τι ομάδα είμαι, ίσως με τα χείλη του ανυποψίαστου αγοριού και να του απαντούσα:

– Είμαι Άλκης!

 

(book press, Φεβρουάριος 2022)


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Το σύνθημα

 




 

 

 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ

 

 

 

Σαράντα και βάλε χρόνια, από τότε που θυμάται τον εαυτό του να ξεδίνει, τρεις ήταν οι σταθερές διέξοδοί του: Το ποτό, τα καψουροτράγουδα και η ΠΑΟΚάρα. Η σαββατιάτικη έξοδος σε κάποιο μπουζουκομάγαζο της φτωχομάνας ήταν επιβεβλημένη – άλλοτε με φίλους, άλλοτε με την εκάστοτε σχέση του. Και δεν ήταν και πολλές οι σύντομες σχέσεις του με γυναίκες. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η φιάλη ουίσκι να μοιράζεται στο τραπέζι από τα μέλη της παρέας, κι εκείνος να θερμαίνει το λαρύγγι του, θαρρείς και θα έβγαινε στην πίστα να τραγουδήσει. Και την Κυριακή, θύρα οχτώ στον «ναό», παρέα με τους ήσυχους, τους μαθητές και την οικογενειακή κερκίδα, όχι με τους φανατικούς τής τέσσερα, ποτέ μ’ αυτούς, που συχνά, στο παρελθόν, είχαν γίνει αιτία με τις ακρότητές τους να διακοπεί ένας αγώνας ή να μηδενιστεί η ομάδα. Πριν από το σαββατοκύριακο, βέβαια, μεσολαβούσε κοπιώδης εβδομάδα, γεμάτα καθημερινά δωδεκάωρα στο τιμόνι, αγώγια απανωτά με το ταξί, βρέξει-χιονίσει, στους δρόμους της πόλης.

Σπιτικό δεν τον φτούρησε ν’ ανοίξει. Κάνα δυο περιπτώσεις –κάτι κοπέλες που του προξένευαν κάτι καλοθελήτρες από τη γειτονιά, φιλενάδες της μάνας του– τις κλότσησε όπως αναποτελεσματικός σέντερ φορ που χάνει τ’ άχαστα. Τους γονείς του τους έθαψε και τους δύο, πάνε πέντε χρόνια τώρα. Μια αδελφή τον επισκέπτεται αραιά και πού, τα πρωινά του Σαββάτου, μαζί με τον άντρα της –έναν ξινό, της εκκλησίας– και πίνουν καφέ. Προσπαθούν να τον πείσουν να βρει πνευματικό, ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, όμως εκείνος κάνει πως δεν τους ακούει. Το ταξί τού έχει γίνει δεύτερο σπίτι. Ίσως πιο ζεστό και πιο οικείο από τη μικρή γκαρσονιέρα στην Τριανδρία, όπου φυτοζωεί. Στο κάτω κάτω, στο ταξί αλλάζεις και δυο κουβέντες με τους πελάτες σου. Στο σπίτι με ποιον να μιλήσεις; Με τα ντουβάρια;       

Τόσο στην γκαρσονιέρα όσο και στο ταξί σταθερό μουσικό μοτίβο τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά. Εκείνη η βροντώδης, στερεή φωνή, θαρρείς βγαλμένη από τα έγκατα της γης, τον κρατάει σε εγρήγορση. Η αισθηματολογία και τα αδιέξοδα του έρωτα τού δίνουν άλλοθι γερό για την απαξία που θρέφει για τις γυναίκες, χρόνια τώρα. Δεν είναι ότι τις μισεί ή τις σνομπάρει. Περισσότερο τις φοβάται. Νιώθει αδύναμος μπροστά τους, ακόμα και σε πελάτισσές του, στο ταξί, χαμηλώνει το βλέμμα στο ταξίμετρο ή κάτω απ’ αυτό όταν εκείνες του μιλούν. Με τους άντρες είναι διαφορετικά. Πάντα ήταν αλλιώς. Ιδίως με κάτι συνετούς ηλικιωμένους που μπαίνουν στο όχημα με μάσκα κι έχουν συνήθειο να εξομολογούνται το ένδοξο παρελθόν τους. Πατάει κι αυτός στο σιντί να παίξει ο Καρράς και το αγώγι αποκτά νόημα: «Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο / να μ’ αγαπάς δεν βρήκα τρόπο…»

Αυτός ο τελευταίος μήνας ήταν μια σκέτη απελπισία. Η ακρίβεια στην αγορά τον δυσκολεύει για τα προς το ζην. Τα αγώγια μετρημένα – ποιος σήμερα να βγει και πού να πάει; Ο κορονοϊός άρχισε πάλι να παίρνει την ανιούσα κλείνοντας τον κοσμάκη στα διαμερίσματα. Ο Βασίλης Καρράς άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ταγοί της χώρας είχαν τη φαεινή ιδέα να πατάξουν τη βία στα γήπεδα με το να απαγορεύσουν την είσοδο στους φιλάθλους για δύο ολόκληρους μήνες. Πάει στράφι και το διαρκείας του... Μα, ελάτε στα συγκαλά σας άνθρωποί μου, να τους πει. Έτσι θα σταματήσουν τα μαχαιρώματα και τα φονικά; Μαντρώνοντας τον κόσμο στα κλουβιά του;

Εκείνο το πρωί κατέβασε τη σημαία του ταξί από το μεσημέρι. Υποστολή σημαίας λόγω πένθους. Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι και κατέβηκε με τα πόδια μέχρι την Αγία Σοφία να προσκυνήσει τον μεγάλο λαϊκό βάρδο. Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, κι ο ίδιος, από το πρωί, είχε μια στυφή γεύση στο στόμα. Λίγο προτού μπει στην εκκλησία, που την είχαν κατακλύσει χιλιάδες θαυμαστών του τραγουδιστή, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν του τη μίνι φιάλη ουίσκι και κατέβασε δυο γερές γουλιές για να στανιάρει. Σκουντουφλώντας πλησίασε το φέρετρο. Τα μάτια του έλαμπαν αλλόκοτα τη στιγμή του προσκυνήματος. Φιλώντας τη φωτογραφία του λαϊκού σταρ ένιωσε να μην τον βαστούν τα πόδια του. Σαν να κατρακυλά σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό υπόγειο. Στο προαύλιο της εκκλησίας ο κρύος αέρας ένιωσε να τον συνεφέρνει. Όμως το βαθύ κενό, η πελώρια πηγαδίσια τρύπα –σαν τη φωνή του Βασίλη– είχε εγκατασταθεί στο στέρνο του. Περπάτησε μ’ αυτήν την αόρατη τρύπα στο στήθος για αρκετές ώρες, περιπλανήθηκε άσκοπα σε μία κρύα πόλη χαζεύοντας δεξιά αριστερά τις βιτρίνες. Αίφνης τού φάνηκε αφόρητη η ζωή, ένα περιττό ανεξήγητο βάρος. Έψαχνε ένα νόημα στη ζωή του, έστω στο παραπέντε. Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο στο μυαλό του, ένα πλάνο για το υπόλοιπο του βίου του. Μια σταθερά, ένα αποκούμπι. Του πέρασε σφήνα στο μυαλό μια παλιά αφήγηση του πατέρα του για τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τότε που οι φοιτητές έριχναν τη Χούντα. Για την ορμή τους, τα νιάτα τους, τους αγώνες τους, τα συνθήματά τους. Ο πατέρας του ήταν ένας απ’ αυτούς, φοιτητής, τότε, της Παντείου, που εγκατέλειψε αργότερα κακήν κακώς. Άφησε τις σπουδές του στο πτυχίο για να δουλέψει εργάτης σε εργοστάσιο τσιμεντοποιίας, για τα προς το ζην. Όμως είχε πολιτικές ανησυχίες, διαδήλωνε, εξεγειρόταν. Διάβαζε βιβλία κι εφημερίδες, είχε άποψη για τα κοινά. Ο ίδιος ανίδεος από πολιτική και διαβάσματα. Καμιά αθλητική στη χάση και στη φέξη μόνο, και κανένα ματς στην τηλεόραση. Το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του πατέρα του το μετέτρεψε για πάρτη του σε «Αλκοόλ, καψουροτράγουδα και ποδόσφαιρο». Είναι πρόοδος αυτό ή κατρακύλισμα, ποιος ξέρει; Ακόμη δεν το έχει μέσα του ξεκαθαρίσει. Και τι θα εξυπηρετούσε ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα;

Λίγες μέρες μετά, σ’ ένα καφέ της Τριανδρίας, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον κυριακάτικο αγώνα του ΠΑΟΚ σε μια έρημη από φιλάθλους Τούμπα, αντίκρισε συμπυκνωμένη τη ζωή του σ’ ένα αναρτημένο πανό των φανατικών της θύρας τέσσερα. Όλη του η ύπαρξη συγκεντρωμένη σε επτά μόλις λεξούλες ενός οπαδικού συνθήματος. Ενός συνθήματος δίχως βωμολοχίες, αυτή τη φορά, και αντιαθηναϊκό μένος.

Το διάβαζε, το ξαναδιάβαζε και δάκρυα τού έρχονταν στα μάτια:

«ΠΑΟΚ, ΟΥΙΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΡΑ ΟΙ ΔΙΣΚΟΙ!»

Σκέφτηκε πως το εν λόγω σύνθημα αφορούσε κι άλλους σαν κι αυτόν. Πως η ζωή του ίσως αντανακλούσε τις ζωές δεκάδων άλλων ανθρώπων. Η σκέψη αυτή του έδωσε μια ώθηση, μια προσωρινή διέξοδο. Μια χλομή προοπτική.

Ο Ντεσπότοφ με κεφαλιά τίναζε τα δίχτυα του ΟΦΗ ανοίγοντας το σκορ κι εκείνος ξανάπιασε στο χέρι, αποφασιστικά, το ποτήρι με το ουίσκι. Αυτός ήταν, έτσι θα το πήγαινε μέχρι τέλους. Μ’ αυτά και με κείνα θα πορευόταν, κι όπου τον έβγαζε. Στο κάτω κάτω, δεν είχε να δώσει αναφορά σε κανέναν για το πώς ζούσε. Ζωή του ήταν, ό,τι ήθελε την έκανε, και σ’ όποιους άρεσε. «Αλήτη με λένε κι αλήτης θα μείνω / ποτέ δεν θα βάλω μυαλό…», που λέει και ο Βασίλης.

Οι πανηγυρισμοί των θαμώνων –σάμπως να συμφωνούσαν με την απόφασή του– δεν έλεγαν να κοπάσουν.

 

               (αδημοσίευτο διήγημα, 2024)