Νουβέλες

 



 

 

 

ΜΠΟΕΜ  ΚΑΙ  ΡΙΚΑΡΝΤΟ








 

 

 

 

 

 

 

Στην πόλη-νήσο Ευδαίμονα, ο Μποέμ, συγγραφέας-σκιά, αναστατώνει με την παρουσία του τον Βασίλη Κουτουκά, συντηρητή έργων τέχνης. Νοτιότερα, το πνεύμα του Ρικάρντο-Μαρκές πλανάται πάνω από το ιερό νησί Ορτυγία, και οι άνθρωποι της ερημικής παραλίας που συχνάζουν εκεί τα τελευταία χρόνια περιμένουν την υλοποίηση ενός πανάρχαιου χρησμού. Ένα ορφανό αγόρι από την Πορτογαλία αποσπά την προσοχή των λουομένων με τα σπάνια χαρίσματα του. Ο εγγονός ενός μοιράρχου της ελληνικής χωροφυλακής, που έφυγε από τη ζωή τριάντα πέντε χρόνια πριν, εκδράμει οικογενειακώς στους Δελφούς, για να προσφέρει τα αναθήματα της αγάπης του στο ιερό του Απόλλωνα, προκειμένου να αποκατασταθεί η επικοινωνία με τον αγαπημένο παππού.

Τρεις νουβέλες, στο όριο της φαντασίας με την πραγματικότητα. Ένα βιβλίο για τα παιχνίδια της μνήμης, τον ενιαίο και αδιαίρετο χρόνο, για την κατίσχυση της αθωότητας. Σε μια Ελλάδα που ακροβατεί ανάμεσα στη μυθική και στη σύγχρονη διάστασή της.

 

 

 

 

 

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ

 

 

ΤΥΜΒΟΣ

 

 

Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.

Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών

Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος.

 

(Τόμας Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα)

 

 

 

 

 

Στο μέσον της νήσου Σενμαλίτσο, σε κάποιες αχαρτογράφητες γωνίτσες του αχανούς σύμπαντος και πολύ μακριά από τη γήινη ανθρωπογεωγραφία, υψώνεται ένας τεράστιος λόφος πεθαμένων βρεφών. Η βάση αυτού του λόφου ήδη καλύπτει, σχεδόν το ένα τέταρτο της έκτασης της νήσου, που με τη σειρά της έχει έκταση λίγο μικρότερη της Ορτυγίας αλλά, καταφανέστατα, μεγαλύτερη της Ευδαίμονος.

 Η νήσος Σενμαλίτσο είναι ένας προθάλαμος ψυχών, ένας μεταβατικός τόπος από όπου διέρχονται όλοι οι αναχωρούντες αθώοι αυτού του κόσμου, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, θρησκείας, εθνότητας και εποχής.

Οι άνθρωποι αυτοί, προτού η ψυχή τους αναπαυθεί οριστικά, ζουν κάποιες τελευταίες στιγμές, κυρίως δια της μνήμης, προετοιμαζόμενοι για το μεγάλο, αιώνιο, ανεπίστρεπτο ταξίδι της ψυχής στο αχανές και στο ανέκφραστο.

  Το παράξενο με τις ζωές των ήδη αναχωρούντων αθώων, είναι πως ο χρόνος παραμονής τους είναι αδιευκρίνιστος (από μερικές μόνο στιγμές μέχρι και αιώνες) και πως, ηλικιακά, αυτοί ολοένα και μικραίνουν, όχι όμως με σταθερή χρονική περιοδικότητα, αφού σ’ αυτό το νησί η σύμβαση του χρόνου έχει καταλυθεί οριστικά.

Η αντεστραμμένη πορεία των αναχωρούντων αθώων έχει τέλος και προορισμό, αφού μόλις γίνουν νεογέννητα και η ψυχή αποχωριστεί δια παντός το βρεφικό τους σώμα, θα στοιβαχτούν σ’ έναν τεράστιο λόφο ως θυσία σ’ έναν άγνωστο, απροσδιόριστο θεό.

Κάποια σκοτεινή και μη διασταυρωμένη δια του ορθού λόγου προφητεία που διαδίδεται στο νησί από στόμα σε στόμα, λέει πως, όταν ο λόφος υπερκαλύψει όλη την έκταση του νησιού και αυτό βουλιάξει από το βάρος των ανυπολόγιστων σε αριθμό σωμάτων των αθώων βρεφών, τότε οι ψυχές θα ξαναζήσουν ευτυχισμένες, δίχως φθαρτό σώμα, σε άλλο επίπεδο, με άλλη υπόσταση, σε άλλη διάσταση, βιώνοντας και συναποτελώντας αυτό που ορίζουμε ως Παράδεισο.

Οι ψυχές όχι μόνο των αθώων ανθρώπων που αποδήμησαν, αλλά οι ψυχές όλων των ανθρώπων που πάτησαν το πόδι τους στον πλανήτη Γη, από τη στιγμή που αυτός προϋπήρξε ύστερα από την πρώτη ανέλπιστη έκρηξη του σύμπαντος, μέχρι σήμερα.

 Στον δυσθεώρητο αυτόν λόφο, μπορεί κάποιος να συναντήσει λογής λογής αθώες υπάρξεις, στοιβαγμένες και άπνοες, όμως ουδόλως δυσωδούσες:

Μικρά παιδιά όλων των εποχών που αφανίστηκαν από παλιές, ανίατες ασθένειες, που η επιστήμη της ιατρικής δεν είχε τα μέσα και τους τρόπους, τότε, να θεραπεύσει.  

Παιδιά και μεσήλικες που μολύνθηκαν από μολυσμένο νερό, από ραδιενεργά υλικά ή χημικά κατάλοιπα.

Θύματα εκρήξεων ηφαιστείων, κατακρημνίσεων, τεράστιων παλιρροιακών κυμάτων, τυφώνων ή καταστροφικών τεκτονικών αλλαγών.

Αθώα παιδιά σε διδακτικά ιδρύματα που τα σκότωσαν ένοπλοι ψυχοπαθείς, που για ακατανόητους λόγους εισέβαλαν στους εν λόγω χώρους.

Άρρωστοι νοσοκομείων ή τρόφιμοι ιδρυμάτων, που βομβαρδίστηκαν ανελέητα από στρατιωτικές δυνάμεις.

Αθώοι στρατιώτες που, δίχως τη θέλησή τους και ενάντια στις πεποιθήσεις τους, σφαγιάστηκαν σε πεδία μαχών, μαχόμενοι για τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών της γης.

Φτωχοί άνθρωποι που τους αφάνισε η ασιτία και οι κακουχίες της ζωής.

Επαίτες, αναξιοπαθούντες γυρολόγοι, κλοσάρ και άνθρωποι που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι ή φιλάσθενοι μοναχοί που απαρνήθηκαν τα εγκόσμια.

Ευαίσθητοι άνθρωποι που οι συγκυρίες της ζωής τούς οδήγησαν στο να δώσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους.

Αθώες γυναίκες, θύματα θρησκευτικών δεισιδαιμονιών, που ορίζουν τους αρσενικούς ως κυρίαρχους στον πλανήτη και τα θηλυκά ως κατώτερα όντα. 

Οι μοιχοί και οι μοιχαλίδες στα σκοταδιστικά, θεοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής.

Οι πολιτικοί και θρησκευτικοί κρατούμενοι όλων των εποχών, που εξοντώθηκαν.

Τα θύματα των στυγνών αποικιοκρατών της Δύσης, που εξολόθρευσαν ολόκληρες κοινωνίες και ηπείρους, για να επεκτείνουν την δική τους οικονομική δραστηριότητα και κυριαρχία.

Οι ινδιάνοι της Αμερικής που εξολοθρεύτηκαν από τις κάνες των όπλων του αμερικανικού στρατού.

Όλα τα θύματα βίας ανά τον κόσμο.

Τα εκατομμύρια των Εβραίων που οδηγήθηκαν στα κρεματόρια, πιστεύοντας οι ίδιοι, μέχρι τέλους, πως οδηγούνται σε τόπους αναψυχής ή εργασίας.

Τα θύματα δικαστικής πλάνης, που τα παιχνίδια της τύχης και της ζωής αλλά και διαβολικές συγκυρίες ή ανθρώπινες μηχανορραφίες τούς απομόνωσαν αδίκως σε φυλακές, μέχρι τα υστερνά τους.

Οι πρόσφυγες όλων των εποχών που έχασαν τη ζωή τους αναζητώντας μια ήρεμη, αξιοπρεπή πατρίδα, μακριά από βία, πολέμους, φυσικές καταστροφές ή αναξιοπρέπεια.

Θύματα σεξουαλικής, πολιτικής, θρησκευτικής ή ρατσιστικής κακοποίησης και ανυπέρβλητου εμπαιγμού από ανθρώπους σκληρούς και ανάλγητους.

Κι άλλες, κι άλλες επίσης αναρίθμητες μεμονωμένες περιπτώσεις, ανυπολόγιστες ατομικές περιπτώσεις ή άπειρες κατατρεγμένες συλλογικότητες, όπου αθώοι άνθρωποι, κουβαλώντας στους ώμους τον ασήκωτο σταυρό του μαρτυρίου, έφυγαν από αυτόν τον κόσμο με ένα στυφό αίσθημα αδικίας στα χείλη, με την πίκρα μιας ζωής λειψής και ανολοκλήρωτης, χαραγμένη βαθιά στα αυλάκια του προσώπου τους.

Ένας τεράστιος, ακατανόητος λόφος άψυχων βρεφών, ένα ανυπολόγιστο σε αριθμό ζωών συνονθύλευμα μάζας, σάρκας και αίματος, θυσία στον βωμό της ανθρώπινης σκληρότητας, που περιμένει κάποτε να δικαιωθεί.

Η αδίκως χαμένη αθωότητα αυτού του σκοτεινού πλανήτη – ίσως η βασικότερη αιτία της ταραγμένης μας ύπαρξης και της γήινης ανισορροπίας μας.

 

 

Στη νήσο Σενμαλίτσο περιφέρονται ασταμάτητα ανθρωπόμορφοι άγγελοι ή άλλα παράξενα όντα, αλλόκοτα, σβέλτα ανθρωποειδή με παραμορφωμένα κεφάλια ή σώματα, με ουρές, θαρρείς βγαλμένα από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, ίσως γιατί το λαμπερό με το σκοτεινό, το αγγελικό με το δαιμονικό οφείλουν να συμβαδίζουν αρμονικά σ’ αυτόν τον ενδιάμεσο τόπο, στον προθάλαμο της ύπαρξης με τη μη ύπαρξη, στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου.

Περιποιούνται τους αναχωρούντες αθώους, κάνοντας τυπικές χειρονομίες, τους σκεπάζουν τις κρύες μέρες με φανταστικές, ανύπαρκτες κουβέρτες, τους δροσίζουν τις μέρες του καύσωνα με φτερά από φοίνικες, τους σιτίζουν προσφέροντάς τους αόρατα εδέσματα, τους πλένουν, τους ψυχαγωγούν, τους περιθάλπουν, όχι γιατί οι αθώοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από υλική φροντίδα (ποιος νεκρός, άλλωστε, νοιάζεται γι’ αυτά;), αλλά για να διατηρηθεί στη μνήμη τους η ιδέα της φροντίδας, ιδέα υπερπολύτιμη και θεραπευτική, τώρα που η ψυχή θα αποχωριστεί οριστικά από το σώμα, το αγνό εμβρυακό σώμα, που προορισμό του έχει να γιγαντώσει τον λόφο για να βρει τελικώς η ψυχή τον παράδεισό της.

Η βλάστηση είναι πλούσια, σχεδόν οργιώδης, οι βροχές άφθονες, άλλοτε ζεστές κι άλλοτε κρύες, οι εποχές εναλλάσσονται με εκπληκτική ταχύτητα και ο χρόνος – ο μη χρόνος, καλύτερα – κυλάει αθόρυβα και απλά, δίχως κανείς να τον αντιλαμβάνεται, να τον καταμετρά, να τον εκμεταλλεύεται ή να τον εκβιάζει.

Ο Μποέμ, δεκάχρονο ήδη αγόρι, πλευρίζει τον δίχρονο Ρικάρντο, που μπορεί να αντιλαμβάνεται και να νιώθει τις καταστάσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων όπως ένας σοφός υπερήλικας. Νιώθει πως το ότι παραμένει επί ένδεκα, σχεδόν, δεκαετίες στην ηλικία των δέκα χρονών ίσως και να οφείλεται σε κάποια μαγική ιδιότητα, σε κάποια μυστηριώδη δύναμη που αντλεί από το μικρό αυτό αγόρι. Πολλοί άνθρωποι γύρω του, ευρισκόμενοι κι αυτοί στον προθάλαμο της άλλης ζωής τους, απορούν μ’ αυτήν την πολύχρονη καθήλωσή του και τον αποκαλούν «άγιο». Ένας μυστηριώδης άγιος που παραμένει εσαεί παιδί κι αργεί να λάβει τη θέση του στον λόφο των εμβρύων.

Ο Μποέμ μιλάει στο μικρό αγόρι με τις ώρες, του κάνει λόγο για τις ομορφιές του νησιού του, της Σκιάθου, τον προορισμό της γήινης ζωής του.

   –Υπήρχε πολύ πράσινο σ’ εκείνο το νησί, αγόρι μου. Δέντρα, θάμνοι, δάση, νερά, θάλασσα. Και ενδιαφέροντες άνθρωποι. Ήταν ένας γαλήνιος και ευλογημένος τόπος. Θυμάμαι ακόμη τις ευωδιές της άνοιξης, τους ήχους των μικρών ζώων και των εντόμων, τον ψίθυρο της βροχής, αλλά και τις φουρτούνες της θάλασσας. Τα τεράστια κύματα στο κρυφό Μανδράκι που κατάπιναν τις βάρκες των ψαράδων σαν καρυδότσουφλα. Θυμάμαι πολύ καθαρά πολλούς απλούς ανθρώπους του παλιού νησιού μου. Και θυμάμαι πως έγραψα ολόκληρα βιβλία γι’ αυτούς. Μοιάζει πολύ το νησί μας με κείνο το παλιό νησί, τον τόπο της παλιάς ζωής μου. Πόσα χρόνια πέρασαν άραγε από τότε; Ποιος να ξέρει πόσα…

–Εγώ, στη γειτονιά της Αλφάμα θυμάμαι μόνο παιχνίδι. Τρεχαλητά και λαχανιάσματα και μια μπάλα θαρρείς αιώνια κολλημένη στα πόδια μου, να την κλοτσώ στα στενοσόκακά της. Τσιλικάκια και τακουνάκια με την μπάλα, και τους φίλους μου να μου την παίρνουν βίαια από τα πόδια, για να συνεχίσουν το δικό τους παιχνίδι…

–Μόνο αυτά θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια;

–Όχι. Και μια εκδρομή με τους γονείς μου στη Βαρκελώνη, για να δούμε τον Μέσι. Ύστερα ο μπαμπάς και η μαμά έμειναν ακίνητοι μέσα στο αμάξι, αίμα έρεε από μύτες και στόματα, κι εγώ πήρα τους δρόμους κλαίγοντας, μην ξέροντας πού να πάω. Μετά, θυμάμαι τις μοναχές του ελέους που με ανέλαβαν. Την αδελφή Μαγκνταλένα τη θυμάμαι πολύ καθαρά. Τα τρυφερά της δάχτυλα, τα μάτια της, το χνώτο της, το χαμόγελό της. Την αδελφή Ισιδώρα, κάπως θαμπότερα. Ύστερα με πήγαν κι οι δυο τους σ’ ένα νησί με παράξενους ανθρώπους. Εκεί δεν είχε ούτε μπάλα ούτε παιχνίδι. Ένας πέτρινος βράχος φτάνει στο νου μου και μου πλακώνει το στήθος. Μετά, δεν θυμάμαι τίποτα…

Ο Μποέμ σαν να συγκινήθηκε από τις αναμνήσεις του Ρικάρντο, τον ρώτησε:

–Θέλεις να σου δείξω από κοντά τον λόφο;

–Θέλω, αλλά φοβάμαι λιγάκι…

Προχωρούν αργά, μερικές δεκάδες μέτρων κοντύτερα στον υπερμεγέθη λόφο με τα άπνοα βρέφη.

–Κοίτα, είναι τεράστιος. Φαίνεται, πλέον, και από το πιο απόμακρο σημείο του νησιού…

–Ουάουου! Πόσα πολλά βρέφη! Να τα μετρήσω;

–Μην παιδεύεσαι! Δεν θα μπορέσεις. Είναι αμέτρητα!

–Έτσι θα γίνουμε κάποτε κι εμείς;

–Έτσι ακριβώς. Αλλά μη σε λυπεί αυτό. Αυτό που βλέπεις δεν είναι θάνατος. Είναι ο προπομπός της αιώνιας ευτυχίας…

–Πότε θα βάλλουν κι εμάς στον λόφο;

–Αυτό κανείς δεν το γνωρίζει με βεβαιότητα. Κανείς δεν μπορεί να το υπολογίσει…

–Γιατί άραγε;

–Γιατί εδώ που βρισκόμαστε υπάρχουν άλλοι νόμοι, διαφορετικοί από αυτούς που γνωρίζαμε ως τώρα. Για την ακρίβεια δεν γνωρίζω ούτε εγώ τι ακριβώς συμβαίνει…

Ο δίχρονος Ρικάρντο ένιωσε ήρεμος από τη συζήτησή του με τον Μποέμ, παρότι δεν του απαντήθηκαν θεμελιώδεις απορίες του. Και παρότι δεν πλησίασε και πάλι στον τύμβο τόσο κοντά, όσο θα το ήθελε.

Ο Μποέμ τού χάιδεψε τρυφερά το κεφαλάκι.

Πλάι τους μια παρέα από δεκάχρονα αγόρια – ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο άγιος Μάμας των χριστιανών, ο Οσμάν ο μουσουλμάνος που σφάχτηκε στην Παλαιστίνη από το ξίφος σταυροφόρων, δυο εβραιοπούλες που έλιωσαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, κι ένα ζευγάρι Σύριων που πνίγηκαν στα μανιασμένα νερά του Αιγαίου, μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη – χαμογελούσαν, με μία σκανδαλιάρικη αθωότητα στο βλέμμα τους. Και ελάχιστα μέτρα μακριά του, μόνος του, ακουμπισμένος σ’ έναν βράχο, ο δεκατετράχρονος Γιώργος Τραπακούρας, φορώντας την ενδυμασία και το πηλίκιο του Σχολαρχείου Αμφίσσης, με τη χαρακτηριστική φράση «Σχολικόν έτος 1917-1918» χαραγμένη στο γείσο του πηλικίου του, ρέμβαζε ηδονικά στη γαλήνη της εσπέρας.

 

 

–Σήμερα θα πλησιάσουμε κοντύτερα στον λόφο. Θα σ’ αφήσω ακόμη και να χαϊδέψεις τα βρέφη, αν το επιθυμείς…

–Λες αλήθεια;

–Αλήθεια. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι. Έλα, πάμε να δεις…

Ο Ρικάρντο γαντζώθηκε από το μπράτσο του Μποέμ και προχώρησε θαρραλέα. Τώρα βρέθηκε τόσο κοντά στον τύμβο, ώστε, λίγο να τέντωνε το χεράκι του, θα μπορούσε να αγγίξει τα βρέφη.

Ο Μποέμ οδήγησε με το χέρι του το χεράκι του Ρικάρντο επάνω στη ροδαλή επιδερμίδα των βρεφών. Παρότι χρόνια πεθαμένα δεν είχαν υποστεί αποσύνθεση. Καμία δυσωδία θανάτου δεν πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Απεναντίας ευωδίαζαν ένα παράξενο μεθυστικό άρωμα. Μια γνώριμη ευωδία.

–Τη θυμάμαι αυτήν την ευωδία. Την είχα μυρίσει σ’ εκείνη την παλιά παραλία με τους ξεχωριστούς ανθρώπους. Ερχόταν από τη θάλασσα και μεθούσε όσους την εισέπνεαν. Ναι, θυμάμαι… Μυρωδιά από ρόδα… Η θάλασσα που μύριζε τριαντάφυλλα…

Ο Μποέμ χαμογέλασε.

Ύστερα άρχισε να μιλάει, μαγεμένος κι εκείνος από τη μεθυστική ευωδία των βρεφών του τύμβου, που έκανε όλο το τοπίο παράξενα υποβλητικό.

–Νιώσε τη στιγμή, μικρέ μου φίλε. Άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου να τα δεις και να τα νιώσεις. Όλα είναι ακόμη εδώ. Η αγνότητα των παλιών ανθρώπων. Οι αθώες σκέψεις των κοριτσιών και των αγοριών, πριν τα ερωτικά σκιρτήματα διαπεράσουν τις ψυχές και τα κορμιά τους. Τα αθώα βλέμματα όλων των παιδιών της γης. Οι άκακες και ανυστερόβουλες ψυχές, όλες εδώ είναι σωρευμένες. Τα θαύματα που αντικρίζουν μόνο οι τρελοί και οι άγιοι. Τα πρώτα λόγια του ανθρώπου, τα πρώτα νεύματα, τα καθαρά πρόσωπα των μανάδων τους, η ειλικρίνεια των ματιών τους. Η έκπληξη στο βλέμμα των φαντάρων που σκοτώθηκαν σε όλα τα μέτωπα της γης. Οι απαλές αθώες αφές, οι αναμνήσεις και οι οσμές της παιδικής μας ηλικίας, που δεν τα ξεχνούμε ποτέ. Οι γαλακτοφόροι μαστοί της μητέρας μας, με τα χειλάκια μας χωμένα στη θηλή τους να βυζαίνουμε ατέλειωτο γάλα. Οι ευωδίες των φυτών της γης, ο καθαρός αέρας, τα χρόνια της ενηλικίωσής μας. Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μας λένε τόσα και τόσα. Το πρώτο μας ποδήλατο, τα πρώτα μας παιχνίδια, οι πρώτες μας εκδρομές, τα πρώτα μας κορίτσια. Όλη η αλληλογραφία των αγοριών και των κοριτσιών της γης που έγραψαν λόγια αγάπης. Τα ξεχωριστά προσωπικά αντικείμενα που δεθήκαμε μαζί τους. Το χνώτο του παππού και της γιαγιάς μας, όταν καταγίνονταν μαζί μας. Τα χρώματα και οι μουσικές που λατρέψαμε. Τα χαμόγελά μας. Τα δάκρυά μας. Οι ελπίδες μας. Τα πρώτα μας όνειρα. Άγγιξε προσεκτικά αυτό το βελούδινο δερματάκι του βρέφους και θα τα νιώσεις όλα. Τίποτα δεν χάθηκε. Όλα είναι ακόμη εδώ. Χάιδεψε, χάιδεψε, να δεις…

Ο μικρός χάιδευε με τις ώρες και δάκρυα κύλησαν στα μάτια του, από την αβάσταχτη αθωότητα της στιγμής. Από την ανυπέρβλητη τρυφεράδα του λόφου.

 

 

 

–Είναι αλήθεια ότι είσαι άγιος; Έτσι σε αποκαλούν όλοι εδώ πέρα, γιατί εδώ και εκατόν έξι χρόνια έφτασες μόλις στην ηλικία των δέκα χρονών…, ρώτησε ο Ρικάρντο τον Μποέμ.

–Υπερβολές, απάντησε εκείνος. Εδώ πέρα υπάρχουν άγιοι αιώνων. Δεν είναι κριτήριο αγιοσύνης τα χρόνια παραμονής μας στο νησί. Θέλεις να σου δείξω κάποιον που νομίζω πως έχει μεγαλύτερη αγιοσύνη από εμένα; Κι ας βρίσκεται στο νησί μόλις τέσσερα χρόνια…

–Ποιος είναι αυτός;

–Έλα, έλα μαζί μου…

Ο Μποέμ οδήγησε το μικρό αγόρι σ’ ένα ερημικό σημείο του νησιού, όπου οι αθώοι άνθρωποι που περιφέρονταν ήταν ελάχιστοι.

Του έδειξε ένα δεκατετράχρονο αγόρι, τον Γκαμπίτο, που καθισμένος σε έναν απόμερο βράχο θρηνούσε.

–Γιατί κλαίει; ρώτησε ο Ρικάρντο.

–Θρηνεί τον χαμό του παππού του, όταν ο ίδιος ήταν δεκατέσσερα χρονών. Βρέθηκε ακαριαία σ’ αυτήν την ηλικία, αμέσως μετά τον βιολογικό του θάνατο. Τον θεωρούσε κάτι σαν πατέρα του. Αυτός ουσιαστικά τον μύησε στο να γράφει ιστορίες. Αυτός και η παραμυθού, η γιαγιά του, που στην ουσία τον μεγάλωσαν, αφού οι γονείς του παίρνοντας το νεογέννητο αδελφάκι του, άφησαν στα χέρια τους την ανατροφή και το μεγάλωμά του.

–Δεν συνάντησε τον παππού του και τη γιαγιά του στο νησί;

–Δεν κατόρθωσε να τους συναντήσει, αν και πολύ θα το ήθελε. Και οι δύο, πλέον, τάισαν τον λόφο εδώ και αρκετά χρόνια. Και με τη γιαγιά του ήταν δεμένος πολύ. Εκείνη τον μύησε περισσότερο στον κόσμο των νεκρών παρά των ζωντανών…

–Δηλαδή;

–Να, αν, για παράδειγμα, έξω από το σπίτι τους περνούσε μια κηδεία, εκείνη τον ξυπνούσε και τον έβαζε να καθίσει ή να σταθεί όρθιος για να μην παρασύρει η ψυχή του νεκρού και τη δική του ψυχή. Του έλεγε πως, αν άκουγε αλλόκοτους θορύβους στο σπίτι, κάποιες μάγισσες τον είχαν επισκεφθεί ή πως, αν μύριζε θειάφι στον αέρα, ήταν σημάδι πως πλησίαζε κάποιος δαίμονας. Με τέτοια τον είχαν μεγαλωμένο, κι εκείνος, όταν μεγάλωσε, τα έβαλε όλα αυτά στα βιβλία του. Ο ίδιος, στα απομνημονεύματά του, ξέρεις τι αναφέρει;

–Τι;

–Πως οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές επιρροές που είχε ήταν ο παππούς του, η γιαγιά του και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες». Και πως, από τότε που πέθανε ο παππούς του, δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως, ό,τι είχε γράψει, το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γίνει οκτώ χρονών.

–Μου είναι οικείο αυτό το πρόσωπο, για το οποίο μου μιλάς. Έχω την αίσθηση πως οι άνθρωποι σε κείνο το νησί που με οδήγησαν οι αδελφές του ελέους, ήταν ήρωες βιβλίων του…

–Κι εγώ, πάλι, πιστεύω πως ίσως, στο παρελθόν, κάποιο από τα βιβλία μου θα έπεσε στα χέρια του και θα με διάβασε, γιατί τον νιώθω σαν συγγενή μου, πρόσθεσε ο Μποέμ.

–Αυτός γιατί πιστεύεις πως είναι πιο σημαντικός από εσένα;

–Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό που ρωτάς. Τι είναι σημαντικό και τι λιγότερο σημαντικό, είναι έννοιες που απασχολούσαν τους παλιούς ανθρώπους. Εγώ τον θεωρώ απλώς «δικό μου» άνθρωπο και τον σέβομαι. Κι ας έζησε στη γη πολύ μετά από μένα… Κι ας μην τον διάβασα ποτέ…

 

 

Ο Μποέμ πιάνοντας από τον ώμο το νεκρό ορφανό από τη Λισαβόνα απομακρύνθηκαν αρκετά από τον βράχο των λυγμών του Γκαμπίτο. Στάθηκαν στη μύτη ενός άλλου μεγάλου βράχου, δίπλα στη θάλασσα, φαγωμένου σε διάφορα σημεία από κύματα αιώνων. Ο φλοίσβος των ανεπαίσθητων κυμάτων χάιδευε απαλά τ’ αυτιά τους. Μια ηρεμία σαν μουσική απλώθηκε στο τοπίο και μεταγγίστηκε στα πρόσωπά τους. Ο θεός Απόλλωνας χόρδιζε, παραπλεύρως, τη λύρα του, απίστευτα όμορφος, λαμπερός και ποθητός. Αλλόκοτα πολύχρωμα πουλιά πετούσαν στο βάθος του ορίζοντα δίχως να κρώζουν. Για ακόμη μια φορά αντίκρισαν πέρα, το πέλαγο, με γαλήνια ματιά. Η θάλασσα ήταν πάντα εκεί, υγρή, δοτική και αισιόδοξη. Στο βάθος, στην ίσαλο γραμμή, ένα κατάμαυρο κοράκι ανέμιζε με το ράμφος του ένα μακρύ, μαύρο παλτό, με χιλιάδες καλούδια και παιχνίδια χωμένα βαθιά μέσα στις τσέπες του, ενώ, στη θέα του, αμέτρητα παιδιά, από κάθε σημείο του ορίζοντα, χαμογελούσαν ευτυχισμένα, αναγνωρίζοντας το παλτό του δικού τους παππού.

 

(σελ. 199-214 του βιβλίου)

 

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΝΗΜΗ ΠΑΙΧΝΙΔΙΣΜΑΤΑ

 

Πώς θα αποκαλούσατε την ιδιαίτερη πατρίδα σας, αν τα νέα της ήθη σας προκαλούσαν θλίψη και οργή; Τι θα λέγατε για το όνομα Δυσδαιμόνα, ναι, από τον μεγάλο δραματικό και λυρικό ποιητή, αυτόν που «κάποτε οι κάτοικοί της ξεκοκάλιζαν με αναγνωστική λατρεία […] και που τώρα έχουν ολότελα ξεχάσει» (σ. 9); Τη μεταμφιέζετε μάλιστα γρήγορα σε Ευδαίμονα, που σημαίνει «το νησί των δαιμόνιων ανθρώπων» (11), με το επίθετο να έχει θετικό πρόσημο, πιθανή αντίθεση, ωστόσο, με τις νήσους των Μακάρων. Ποιον θα φέρνατε από προηγούμενο αιώνα να ταρακουνήσει τα θολά νερά; Η «άκακη, γαλήνια ματιά ενός Παπαδιαμάντη» (20) έρχεται πάραυτα στο νου του συγγραφέα, με παιγνιώδη αναφορά στο πεζογράφημα του Διονύση Στεργιούλα («Ποιος είμαι, κύριε Παπαδιαμάντη;»)

  Με τη μετονομασία του ο τόπος προσδιορίστηκε σε πόλη-νησί, δημοκρατικά –που εδώ αντιστοιχεί σε «χαοτικά», όπως στον Πλάτωνα–, χωρίς περίσκεψιν, «ύστερα από σύμφωνη γνώμη των κατοίκων της» (32)· μας φέρνει πιο κοντά στον Παπαδιαμάντη, μας θυμίζει επιπλέον τη φανταστική πόλη-ποταμό Μακόντο, προετοιμάζοντας την αφήγηση για μία ακόμη επίσκεψη από τον Άδη.

 Γιατί όμως νησί; Μα όταν παίρνουμε μια γομολάστιχα και σβήνουμε το παρελθόν, οδηγούμαστε σε απομόνωση. «No man is an island», έγραφε, με τη σωστή δόση συγκίνησης, ο John Donne. Κομμένοι από τις γόνιμες ρίζες μας, ψάχνουμε αλλά δεν βρίσκουμε τον πραγματικό εαυτό μας. Όσο σπουδαίος και αν είναι ο Μπαχτίν, δεν γίνεται να δώσει το όνομά του στην Πλατεία Αριστοτέλους (14). Αν μετονομαστεί σε οδό Τσόμσκι η Τσιμισκή (29), η παρήχηση θα είναι ένα χαριτωμένο γλωσσικό παιχνίδι· δεν θα αντανακλά, ωστόσο, την ιστορία του τόπου μας.

  Με το κριτικό του βλέμμα, σε μια ανάλαφρη μορφή μαγικού ρεαλισμού, ο Παναγιώτης Γούτας περιγράφει τον Παπαδιαμάντη σαν δημιούργημα του Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιά, να κρύβεται μέσα στη μοναδικότητα / μοναχικότητα της γραφής του και να έχει επιστρέψει από τον άλλο κόσμο, γιατί δεν άντεξε τη μοναξιά. Όνειρο του Μεγαλέξανδρου της πεζογραφίας μας να μονάσει στη δεύτερη ευκαιρία που του δίνεται αλλά όχι στο Όρος. Δεν επιστρέφει στο νησί του, αλλά σε «ένα νησί-φάντασμα που είχε ολότελα απολέσει κάθε προηγούμενη ταυτότητά του» (38).

 Εντούτοις, για να γίνει καλόγερος στη Μονή Βλατάδων, όπως επιθυμεί αυτός που εμείς αποκαλούμε άγιο των γραμμάτων μας, χρειάζεται, σε ένα θρίαμβο της ισοπεδωτικής νοοτροπίας και σύμφωνα με τα ήθη της παρακμιακής εποχής που επισκέπτεται, μια «απλή βεβαίωση σπουδών στη δημιουργική γραφή» (32). Αρχίζει τις σπουδές του σε ιδιωτική σχολή. Και, σε δύο εβδομάδες, με την περγαμηνή στο χέρι, φτάνει μπροστά στη Μονή Βλατάδων, σε μια περιγραφή-ορισμό του μαγικού ρεαλισμού του βιβλίου –συνάντηση διαφορετικών χρόνων και τόπων, αλλά κυρίως ένωση ψυχών:

  «Ποιος από τους δύο ανθρώπους ήταν, τέλος πάντων, αυτός, που έξω από τη Μονή Βλατάδων στην Άνω Χώρα, όρθιος, με σηκωμένο ψηλά το αριστερό χέρι, χαιρέτησε έναν μυστηριώδη επισκέπτη ενός παράδοξου τόπου, σε μια απροσδιόριστη εποχή, εκεί όπου παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, ενώ η φαντασία χωρίζεται από την πραγματικότητα μόνο με μια αδιόρατη μεμβράνη». (98-99)

  Όμως «οι ρέκτες του παρελθόντος», όσο και αν ο ήρωας της νουβέλας ανήκε στις τάξεις τους, είχαν άλλη κοσμοαντίληψη και άλλα σχέδια. Το κώνειο, χωρίς την επικουρία άνομων νόμων αυτή τη φορά, δεν ταίριαζε μονάχα στο μεγαλείο του Σωκράτη.

  Στις δύο νουβέλες που ακολουθούν ο Ρικάρντο-Γκάμπο, γνήσιος εγγονός του Ρικάρντο που τον μεγάλωσε, γίνεται ο Φοίβος που όλοι περιμένουν στην παραλία της Ορτυγίας (115). Περιμένω τον Απόλλωνα, και μάλιστα στη γενέτειρά του, σημαίνει: διατηρώ τις μνήμες και το παρελθόν μου ακέραια. Ένας ώριμος πλέον εγγονός, ο Απόλλωνας, που ψάχνει τρόπους να επικοινωνήσει με τον νεκρό παππού του, ταξιδεύει στους Δελφούς, την ιδιαίτερη πατρίδα τους, και νιώθει ξαφνικά την παρουσία του αγαπημένου προγόνου, όταν τον αγκαλιάζει συντοπίτης τους (196). Στο επιλογικό αφήγημα, οι προηγούμενοι ήρωες συναντιούνται, ο δεκάχρονος τώρα Μποέμ-Παπαδιαμάντης συναντά τον δίχρονο Ρικάρντο-Μαρκές. Ο Έλληνας παραμένει δέκα χρονών, γιατί αντλεί μια μαγική ιδιότητα από το δίχρονο ισπανόφωνο αγόρι, σε ένα Χρόνο που δεν ταξιδεύει μονάχα προς το μέλλον (206).

  Η ζωή είναι όνειρο. Γι’ αυτό διατηρεί πάντα τη γοητεία του ο ρεαλισμός που αγκαλιάζει με την ίδια έμπνευση τη φαντασία και την πραγματικότητα, τη μυθική και την υλική πλευρά της ύπαρξης, κυρίως όταν ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τις δύο όψεις σαν δύο ψυχές στο ίδιο σώμα ή όταν ο ίδιος γίνεται ένας εν δυνάμει ήρωας «κάποιου αδημοσίευτου διηγήματος του Μαρκές» (129).

 

(Ζωή Σαμαρά, περιοδικό Θευθ, τεύχος 10, Δεκέμβριος 2019)

 


 

 

ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ

 

 

Αν η λογοτεχνία είναι μίμησις ζωής, στην εποχή της μεταμοντέρνας αφηγηματογραφίας συναντάμε συχνά τη λογοτεχνία ως μίμηση της λογοτεχνίας. Άσκησις ύφους είναι το βιβλίο αυτό, χωρίς το ύψος να είναι στους στόχους του, μήτε καν η συναισθηματική μέθεξη του αποδέκτη του, συνδημιουργικού αναγνώστη ή και θεατή (μιας και είναι σύνηθες παρόμοια ή ανάλογα πεζογραφήματα να μεταφέρονται επί σκηνής, κατόπιν γενναίας ή πενιχράς δραματοποιήσεως).

  Με όλα τούτα θέλω να πω πως αυτό το πολύπτυχο συν-γραμμα λειτουργεί μάλλον στον χώρο της διανοητικής φιλαναγνωσίας ενώ η έννοια «συλλέκτης» το διατρέχει από άκρου εις άκρον. Οι ρέκτες δεν είναι μόνον συλλέκτες αντικειμένων αλλά και μύθων και έργων Λόγου και υφολογικών κατακτήσεων κορυφαίων αλπινιστών στον  κόσμο των Ιδεών.

  Ο Παναγιώτης Γούτας, ένας χαμηλών τόνων άλλα όχι κι «ελάσσων» λογοτέχνης [ούτως ή άλλως παρόμοιες κατηγοριοποιήσεις δεν έχουν θέση στην εποχή μας], γράφει για τη Λογοτεχνία, μέσα από τη Λογοτεχνία, διά της Λογοτεχνίας εμπνέεται και καταφάσκει ως μέλισσα που αναμασά κι αναχαράζει το νέκταρ και την γύριν των ανθέων προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητόν απόσταγμα. Αυτή (ή παρόμοια) δουλειά έκαναν και οι βυζαντινοί αντιγραφείς που αυτενεργούσαν και μετέπλαθαν, διέπλαθαν και διέσωζαν τα μεγάλα έργα του Λόγου εκσυγχρονίζοντάς τα. Πολύτιμη η συμβολή των, αφού χάρη σ’ αυτούς σώθηκαν τα αρχαία κείμενα.

 Εδώ, ο καλός Θεσσαλονικιός συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα μεταμοντέρνο αμάλγαμα μεγάλων μορφών, όχι πάντα αναγνωρίσιμων, αφού εκτός από τον Παπαδιαμάντη, τον Χριστιανόπουλο, τον Καβάφη ή τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες υπάρχει και ο Όργουελ και ο Κάφκα και ο Αραμπάλ, για να μην αναφέρουμε φυσικά τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο που στοιχειώνουν την παγκόσμια Λογοτεχνία εδώ και πενήντα χρόνια.

 Μεταβαλλόμενος ρυθμός, διακυμάνσεις ύφους, αφηγηματικές παρεκβάσεις και παραβάσεις, επεμβάσεις κι εκλεκτικές συγγένειες, έντονη διακειμενικότητα, χαρακτηριστικό δείγμα της literature erudite είναι το σπονδυλωτό αυτό αφηγηματικό μωσαϊκό. Κάπου τον χάνει τον αναγνώστη, κάπου τον βρίσκει, αφού λείπει εκείνο το «Ψυχρόν Πυρ» της ιδιοφυίας που μετατρέπει το τετριμμένο και γνωστό σε πρωτάκουστο και καινοφανές.

   Χωρίς να μειώνω καθόλου το αισθητικό επίτευγμα αυτού του επίμονου κι εργατικού συγγραφέα, τονίζω απλώς εδώ την έλλειψη του «ηρωικού» βηματισμού που θα το καθιστούσε κι ευρέως ευανάγνωστο και ευπώλητο. Τέχνη συλλεκτική η ενασχόληση του Παναγιώτη Γούτα, διαμεσολαβημένως βιωματική και απόμακρη ενίοτε. Το είδωλον ειδώλου και η μετα-ποίησις της αντιγραφής διαγράφει συχνά χαμηλότερη τροχιά από το αναμενόμενο, το προσδοκώμενο και –βεβαίως– το επιιθυμητόν.

 Ύστερα απ’ όλες αυτές τις επιφυλάξεις μου, συστήνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο αυτό σε φιλολόγους κι ερευνητές της σύγχρονης Λογοτεχνίας στα αποδομητικά και χαοτικά χρόνια της Κρίσης.

 

(Diavasame.gr, Κωνσταντίνος Μπούρας, 24-1-2019)

 

 

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

 

 

Ανακαλώ τη μορφή του Γαργαντούα όπως μνημειώθηκε στην εμβληματική ανάλυση του Μπαχτίν (Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), χωρίς καθόλου να με μέλλει αν συγκλίνει ή αποκλίνει από την αληθινή σύλληψη του Ραμπελέ. Ανακαλώ λοιπόν έναν Γαργαντούα να πίνει τον άμπακο, να σαβουρώνει και να χλαπακιάζει τον αγλέουρα, να κατουράει ολόκληρα ποτάμια, να αφοδεύει παντού, να συνουσιάζεται ασταμάτητα, να γελάει και να χορεύει. Και σκέφτομαι ότι εδώ ακριβώς, εννοώ στην ιδρυτική αρχή της μπαχτινικής ανάλυσης, βρίσκεται η αληθινή υπεροχή της λογοτεχνίας, η δικαίωση και ο λόγος της, αλλά και η αρετή και ο κίνδυνός της, η πρόοδος ή η συντήρησή της. Το ότι σε αντίθεση με κάθε άλλο είδος γραφής έχει όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και την ευθύνη να κατασκευάζει, να επεκτείνει και να εξαπλώνει διαρκώς και αδιαλείπτως τον εαυτό της, τη νομοθεσία της, το σύμπαν της σε συνάφεια ή σε αντιπαλότητα με τον αληθινό κόσμο, αρκεί βεβαίως να διέπεται από την αρχή της εσωτερικής συνέπειας, να έχει τον αναγκαίο βαθμό αληθοφάνειας και να μη λησμονεί να κλείνει πού και πού συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη.

Ο Γούτας παίζει με την πραγματικότητα, παραβιάζει την πραγματικότητα, αναποδογυρίζει την πραγματικότητα χωρίς να λησμονεί το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού. Υπάρχει μια παιγνιώδης διάθεση στο βιβλίο του, μπαχτινικής πιστεύω έμπνευσης: κόσμοι, πρόσωπα, τεχνικές αναμειγνύονται για να φανερωθεί η καρναβαλική λειτουργία της γραφής, η ικανότητά της να ντύνει τον βασιλιά για να τον αφήσει γυμνό, να δημιουργεί άλλες πραγματικότητες για να ξεμπροστιάζει τις υφιστάμενες, να επινοεί άλλους μύθους για να αποκαλύψει τις βολικές μας αυταπάτες.

Έτσι, στο «Μποέμ» ανασταίνει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που περιφέρεται στην Ευδαίμονα, μπεκροπίνει στα ουζερί της, παρακολουθεί ταχύρρυθμα σεμινάρια λογοτεχνικής θεωρίας, ερωτοτροπεί με το άλλο φύλο και επιθυμεί διακαώς να μονάσει στη Βλατάδων. Στο «Ρικάρντο» η αλλόκοτη συντροφιά των λουομένων της Συκιάς στέκεται βδομάδες, μήνες και χρόνια περιμένοντας την έλευση του Απόλλωνα, σύμφωνα με τον τελευταίο χρησμό της Πυθίας. Στο «Της αγάπης αναθήματα» ο νεκρός παππούς υλοποιεί τον ανεκπλήρωτο χρησμό του Απόλλωνα νεύοντας στον ενήλικο εγγονό, που αναζητάει την επαφή του με το παρελθόν και τις ρίζες του στον τόπο. Στο «Τύμβος» φιλοτεχνείται ένας αισθητικός παράδεισος, με υλικά αντλημένα από τη χριστιανική κοιλάδα του Ιωσαφάτ και απ’ την αρχαιοελληνική νήσο των Μακάρων, για να αποτελέσει τον χώρο όπου η φαντασία, τα όνειρα, η αγνότητα και όλοι της γης οι κολασμένοι θα πάρουν επιτέλους γδικιωμό από τη σκληρή πραγματικότητα.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια πυκνή στην πλέξη της διακειμενική συνομιλία, που δεν εκφέρεται μόνο με αρθρωμένο λόγο προς ορισμένα πρόσωπα αλλά και με ψιθύρους, με νεύματα, με σιωπές και με μορφασμούς, έτσι που κάθε κείμενο του βιβλίου να μοιάζει με τους παραδοσιακούς αργαλειούς. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η διακειμενική αυτή συνομιλία προσπερνά το συνηθισμένο επίπεδο της επιλεκτικής αναφοράς σε άλλα βιβλία ή της χρήσης ορισμένων αποσπασμάτων τους, για να περάσει στο απολύτως δημιουργικό στάδιο της αναπαραγωγής του κλίματος, του πνεύματος και της ατμόσφαιρας, χωρίς βέβαια να λησμονεί τη λειτουργία της μίμησης, η οποία μάλιστα συχνά πυκνά ομολογείται απ’ τον συγγραφέα με αυτοϋπονομευτική διάθεση.

Έτσι, η πρώτη νουβέλα διαπνέεται από την παπαδιαμαντική ηθογραφία, χαρακτηρίζεται από κλίμα νοσταλγίας απέναντι στο παρελθόν, συναντά τον δυστοπικό ρεαλισμό του Όργουελ και διασταυρώνει την καθαρεύουσα με την καθομιλουμένη και την καθομιλουμένη με την τρέχουσα αργκό. Στη δεύτερη νουβέλα το φανταστικό στοιχείο δεν προεκτείνει και δεν υπονομεύει το πραγματικό, αλλά γίνεται αναπόσπαστο μέρος του με την τεχνική του μαγικού ρεαλισμού, που αφήνοντας τη λατινοαμερικανική γενέθλια χώρα του εγκλιματίζεται σε μια παραλία της Δήλου, για να δώσει στα πρόσωπα και στα πράγματα μια άλλην όψη πέραν της ορατής. Στην τρίτη νουβέλα η εναλλαγή μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, ενήλικης και παιδικής ματιάς, σοβαρού και αστείου και η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου θραύει τα καθιερωμένα στεγανά του αφηγηματικού προσώπου, για να φέρει συνειδητά στην επιφάνεια την εντύπωση του αφηγηματικού παιχνιδιού.

Ό,τι τελικά προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι η δικαίωση της μπαχτινικής καταστατικής αρχής για τη λειτουργία του διαλόγου ως γενεσιουργού δύναμης των πάντων και πριν απ’ όλα της ίδιας της πραγματικότητας που παρουσιάζεται μπροστά μας επιστρωμένη από πολλά, ατελεύτητα και εξελισσόμενα διαλογικά στοιχεία. Η κοινωνική, λογοτεχνική, υπαρξιακή, πολιτική θέση που παίρνει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους εξαρτάται από τα νήματα αυτού του διαλόγου που επιλέγει ή αναγκάζεται να σύρει. Στην περίπτωση του Γούτα τα νήματα που αισθητικώ τω τρόπω τραβιούνται, υφαίνονται και πλέκονται αφορούν την εργαλειοποίηση της λογοτεχνίας, την εμπορευματοποίηση της γνώσης, την υποβάθμιση της λογοτεχνικής παιδείας, τον υποβιβασμό της έμπνευσης σε τεχνικές δημιουργικής γραφής, τις βολικές συλλογικές αυταπάτες, τους επελαύνοντες φανατισμούς, την ανάγκη μιας γόνιμης επαφής με το παρελθόν και τη λειτουργία της γραφής σαν καθαρτήριο της πραγματικότητας.

Σε ένα δικό μου διηγηματάκι, μιλώντας γι’ αυτήν ακριβώς τη λειτουργία της γραφής, λέω τα εξής:

 

Αν για κάτι λατρεύω τη γραφή είναι που μπορεί να αίρεται πάνω από την πραγματικότητα. Τις προάλλες φερειπείν κάτι γριές μαγκούφες με φαρδιές ρόμπες, μουστάκια και τρέμουλο στα χέρια εμφανίστηκαν απρόσκλητες στην οθόνη του μυαλού μου και ως δια μαγείας μεταμορφώθηκαν αμέσως σε αθώα κοριτσόπουλα που κάναν πιτζάμα πάρτι στην οθόνη του υπολογιστή μου. Στεκόμουν εγώ αντίκρυ τους σαν χάνος και κοιτούσα. Ξανά με εμπαίζουνε οι λέξεις, είπα.


         (Η ιδιωτική μου αντωνυμία, εκδ. Κίχλη).

 

Αυτή ακριβώς τη μεταμόρφωση επιχειρεί και ο Γούτας στο βιβλίο του, μόνο που το κάνει πολύ πιο πυκνά και επεξεργασμένα. Οι δικοί του λογοτεχνικοί ήρωες δεν μεταμορφώνονται απλώς, όπως συμβαίνει με τις δικές μου τις γριές, αλλά και μεταμορφώνουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν.

 

(Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, book press, 26-2-2019)

 

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ: 

ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ

 

 

Ο Παναγιώτης Γούτας ανήκει σ’ εκείνους τους πεζογράφους που, με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια εσωτερικής κατευθυντήριας γραμμής, ακολουθεί τον δύσβατο αφηγηματικό δρόμο που δεν συνδέει μόνο τον ρεαλισμό με την παρεξηγημένη λυρική πεζογραφία, αλλά υπηρετεί με συνέπεια ένα ηθικό αίτημα χωρίς να προδίδει την αυτονομία του ύφους. Παίρνοντας κάθε φορά ό,τι του είναι απαραίτητο από αντίρροπες αισθητικές και ψυχολογικές καταστάσεις προκειμένου να αρτιώσει τον μύθο της αφήγησής του, μοιάζει μοναχικός κι ασυντρόφευτος, την ίδια ώρα που συνεχίζει με τρόπο ξεχωριστό τη λαμπρή σχολή της Θεσσαλονίκης, που πολλοί επιμένουν ν’ αρνούνται την ύπαρξή της. Δουλεύοντας τον μύθο που επιλέγει κάθε φορά να φωτίσει, με τη λεπτεπίλεπτη φροντίδα κοσμηματοποιού, δεν μετακινείται ποτέ από τη γερή σκέπη ενός σταθερού ιδανικού τέχνης που δεν είναι ιδεολόγημα, αλλά πηγάζει από υπεύθυνη βίωση και βαθιά γνωριμία της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και, παρά τη συναισθηματική ένταση, παρά τη λυρική ιδιοσυγκρασία, δεν παρασύρεται ποτέ από την εύκολη φρασεολογία και το ψεύτικο αισθητικό θάμπος.

Μποέμ και Ρικάρντο είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα. Πρόκειται για τρεις νουβέλες και ένα διήγημα που δένονται με τρόπο ευρηματικό υπό τη σκιά του Παπαδιαμάντη, του Μάρκες και του Φοίβου Απόλλωνος. Παράξενη, δίχως άλλο, συνάντηση που η φαντασία, η μνήμη και η προσδοκία μιας λύτρωσης καθιστούν όχι απλώς δυνατή αλλά –εκ του αισθητικού αποτελέσματος– απολύτως νόμιμη.

Η πρώτη νουβέλα («Μποέμ») εκτυλίσσεται στο σημαντικότερο λιμάνι μιας πολύπαθης χερσονήσου, στην εύπορη πόλη της Δυσδαιμόνας, της οποίας οι κάτοικοι έχουν απαρνηθεί κάθε λογιοσύνη και έχουν παραδοθεί στις αγοραίες συνήθειες που οδηγούν μάλλον σε παρακμή παρά σε άνθηση. Ούτε το όνομα της πόλης δεν τιμούν πια οι κάτοικοί της κι όποιος επιμένει σε αξίες αισθητικές αντιμετωπίζεται ως μίασμα που αντιστρατεύεται την πρόοδο. Να όμως που αρκεί ένας άνθρωπος, ένα πνεύμα να εμφανιστεί και να τολμήσει να ταράξει το ψεύδος της προόδου. Ο άνθρωπος αυτός, που ακούει στο όνομα Βασίλης Κουτουκάς, είναι συντηρητής έργων τέχνης και ανήκει στους λιγοστούς ρέκτες του παρελθόντος, που ζουν με τον φόβο της σύλληψης από την πολιτιστική αστυνομία του νέου πνεύματος, αλλά επιμένουν σε μια πίστη ή έστω ψευδαίσθηση ζωής που οι περίπατοι στην προκυμαία ανανεώνουν.

Σ’ έναν απ’ αυτούς τους περιπάτους, κάποιο απόγευμα, ο Κουτουκάς αντικρίζει έκθαμβος να κατεβαίνει από ένα κυματοφαγωμένο πλοιάριο ο κυρ Αλέξανδρος των γραμμάτων μας, ο αποσυνάγωγος και αιώνιος Μποέμ. Η φιλοξενία και η πολυήμερη ξενάγηση σε τόπους, την ιερότητα των οποίων δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι του κυρίαρχου νέου πνεύματος (εκκλησίες, ξενοδοχεία, χάνια, καφενεία της παλιάς Δυσδαιμόνας), δίνει την ευκαιρία όχι απλώς να ξεδιπλωθεί το αφηγηματικό ταλέντο του Γούτα, αλλά να λάμψει το αίσθημα της ουσιαστικής ύπαρξης του ανθρώπου μέσα από την αντικειμενική ομορφιά μιας χαμένης πόλης, που σώζεται πια μόνο ως καλλιτεχνικό απόσταγμα. Κάποτε, βέβαια, ο «Μποέμ» κουράζεται από την περιήγηση αυτή και ζητά να υλοποιήσει τον παλαιό του μοναστικό πόθο, να εγκαταβιώσει, μια και βρέθηκε στη Δυσδαιμόνα, στην περιώνυμη Μονή των Βλατάδων. Μα στην πόλη το πανεπιστήμιο της οποίας θεώρησε κάποτε τα έργα του «Μποέμ»… λαογραφικά ηθογραφικά κείμενα περιορισμένης λογοτεχνικής –αν όχι παραλογοτεχνικής– αξίας, ακόμη και να μονάσεις θέλει πτυχίο ή μεταπτυχιακό ή έστω κάποιο πιστοποιητικό λογοτεχνικής επάρκειας από ιδιωτικό ίδρυμα. Οι εύστοχες αναφορές του Γούτα στην οικτρή εικόνα του πανεπιστημιακού κόσμου και στη γελοιότητα των κοινωνικών δικτύων, στην κωμωδία των δημοσίων σχέσεων και των αμέτρητων συγγραφέων, στην παρακμή ακόμη και του μοναχισμού (των πτυχιούχων) γίνεται με τρόπο άψογο, χωρίς καμιά ηθικολογική υπερβολή ή με άνευ νοήματος καταγγελτικούς τόνους. Αν το τέλος μένει εκκρεμές (ο συντηρητής αφήνει τον «Μποέμ» έξω από την πύλη της Μονής Βλατάδων, δεν μαθαίνει για την απαγωγή και τον θάνατό του απ’ αυτούς που θέλουν η μνήμη και η μορφή του να μείνουν ανόθευτα – από τους υπερορθόδοξους ίσως;), μια έξοχη ιδέα, η ενσωμάτωση του απολλώνιου φωτός στην κατανόηση του κυρ Αλέξανδρου προοικονομεί όχι απλώς μιαν εξόχως ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αλλά και την επιστέγαση του όλου αφηγηματικού σχεδίου του Γούτα.

Στη δεύτερη νουβέλα («Ο τελευταίος χρησμός»), σ’ ένα κλίμα κάπως «μαρκεσιανό», μεταφερόμαστε στο πάλαι ποτέ ιερό νησί της Ορτυγίας, που τώρα μολυσμένα νερά περιβρέχουν χωρίς όμως να σκοτώνουν και την ελπίδα για τον εξαγνισμό (κάποτε…) της ζωής και των υδάτων. Η ανεξίτηλη γλίτσα που ποτίζει όλη την ύπαρξη δεν είναι ο οριστικός προορισμός των ανθρώπων. Όλοι είναι καταδικασμένοι να προσμένουν τη λύτρωση. Πολιτικοποιημένοι σκεπτόμενοι και ευφάνταστα παιδιά, παροπλισμένες τραγουδίστριες, παράξενοι τύποι, ένας ποιητής, ένας συλλέκτης, ένας μάγος, η γιαγιά με την εγγονή της, τρία ενσυναισθητικά παιδιά από τον Καναδά, μια επιμελήτρια εκδόσεων, ο διπολικός Αμφιμήδης κι η Σέρβα τσιγγάνα, ένας Σαλός και φυσικά ο αφηγητής. Κυρίως όμως ένας ανίσχυρος και άβουλος Θεός, που σιωπά αναμένοντας κι αυτός ένα θαύμα. Σιωπά πράγματι, όμως; Ή μιλά μέσω του Ρικάρντο; Ο Ρικάρντο είναι ένα παιδί από την Ιβηρική, που έμεινε ορφανό ύστερα από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα ταξιδεύοντας με τους γονείς του προς Βαρκελώνη. Ένα παιδί χαρισματικό, να ο λυτρωτής, αυτός που θα θυσιαστεί εκουσίως για να ξαναβρούν οι τόποι την ιερότητά τους, οι άνθρωποι τη χαρά, τα παιδιά το γέλιο. Για να ξαναβρεθεί το νόημα και το χαμένο κέντρο της ζωής χρειάζεται πάντα κάποιος Αμνός, κάποιο Παιδίον Νέον.

Η τρίτη νουβέλα ονομάζεται «Της αγάπης αναθήματα». Εδώ το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς σκεπάζει, καλεί και φωτίζει έναν μικρό Απόλλωνα και την ιερή μνήμη του παππού του. Ο εγγονός αποκαθιστά την επικοινωνία μ’ ένα προσκύνημα πίστης και αγάπης που οδηγεί στο επιστέγασμα: το τελικό διήγημα. Στη συνάντηση και την αποκατάσταση των πάντων που συντελείται στον «Τύμβο», έναν προθάλαμο ψυχών των αθώων στη νήσο Σενμαλίτσο. Κάποτε ο τύμβος αυτός θα υψωθεί τόσο που θα υπερκαλύψει την έκταση του νησιού. Τότε αυτό θα βουλιάξει και οι αθώες ψυχές θα αναδυθούν ελεύθερες και θα ξαναζήσουν ευτυχισμένες χωρίς φθαρτό σώμα. Στο νησί αυτό (ένα φαντασιακό μα αληθινό νησί κι όχι ένα ψεύτικο, όπως η πραγματική Δυσδαιμόνα) θα συναντηθούν ξανά ο Μποέμ κι ο Ρικάρντο και όλοι οι αθώοι, όλοι οι βασανισμένοι αυτού του κόσμου. Η συνδυαστική μυθοπλαστική φαντασία του Γούτα κατορθώνει εδώ να εμφυσήσει με θέρμη, στη νοτισμένη ατμόσφαιρα της θανάσιμης μελαγχολίας, την ελπίδα πως η μοίρα των αθώων αυτής της δημιουργίας δεν είναι η άσκοπη καταστροφή αλλά η αποκάλυψη ενός απρόσιτου στον ορθό λόγο σχεδίου. Με την γερή πεζογραφική του σκευή κατορθώνει να διαπλέξει θαυμαστά φαντασία, πραγματικότητα και ανθρωπισμό, με τρόπο που ο χρόνος γίνεται πάλι ενιαίος και αδιαίρετος, όχι πια ως μνήμη αλλά ως ζωή ακέραιη. Η λογοτεχνία ως μοναδική δυνατότητα νίκης της αθωότητας: να μια ιδέα που ο Γούτας υπηρετεί σταθερά όχι μόνο θεωρητικά αλλά με άρτια πραγματωμένη τέχνη, όπως αυτή που υποδειγματικά αναδείχθηκε με τούτο το βιβλίο.

 

(Κώστας Χατζηαντωνίου, diastixo.gr, 18-3-2019)

 

 

 

ΓΟΥΤΑ ΤΖΑΖ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

«ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ»

 

 

Γούτα-Τζαζ

Η Γιούτα είναι γνωστή ως μια από τις πιο θρησκευτικά ομοιογενείς πολιτείες στις ΗΠΑ. Οι κάτοικοί της αναφέρονται σε ποσοστό κοντά στο 75% ως «μέλη της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, επίσης γνωστή ως η Εκκλησία των Μορμόνων.

Οι Γιούτα Τζαζ είναι επαγγελματική ομάδα μπάσκετ με έδρα το Σολτ Λέικ Σίτι, την πρωτεύουσα δηλαδή της Πολιτείας της Γιούτα, την πόλη της Αλμυρής Λίμνης, έτσι  όπως ονομαζόταν αιώνες από τους γηγενείς  Ινδιάνους. Ανήκουν στο National Basketball Association (NBA)

Δεδομένου ότι η προηγούμενη συλλογή  διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα ονομάζεται «Τζαζ, Παθήσεις και άλλα τινά», είχαμε να κάνουμε με Γούτα Τζαζ, όπως και εδώ άλλωστε, καθώς η τζαζ εξακολουθεί να ακούγεται διακριτά με την ενορχήστρωση του Oliver Nelson και Stolen Moments

Λίγα λόγια για τον δημιουργό:

Ο Γούτας έχει γράψει 11 βιβλία σε 18 χρόνια, αντιστοιχεί δηλαδή 1 βιβλίο ανά 1,5 περίπου χρόνο. Αυτό καταδεικνύει εργατικότητα, μεθοδικότητα, αγάπη για τα Γράμματα, διαβάσματα, αλλά και παραγωγική συνέπεια. Δοκίμασε εαυτόν σε όλα τα είδη λόγου: πεζογραφικά, έγραψε διήγημα, μυθιστόρημα και  για πρώτη φορά τώρα και νουβέλα, μάλιστα όπως λέει κι ο ίδιος σε συνέντευξή του, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος απαιτεί τόσο την πύκνωση του διηγήματος, όσο και τη δράση ενός μυθιστορήματος. Έγραψε όμως και Ποίηση, αλλά και  δοκίμιο, όπως βιβλιοκρισίες και  εσχάτως και θρησκευτικά κείμενα.  Είναι τακτικός συνεργάτης της book press.gr και παρακολουθεί την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, εστιάζοντας στην ελληνική πεζογραφία. Με δυο λόγια, πρόκειται για έναν λογοτεχνικό δεκαθλητή. Πρόκειται για χαμηλών τόνων άνθρωπο, για συγγραφέα που δεν σηκώνει θορυβώδη  περισσή σκόνη, γράφει λογοτεχνία, γράφει για τη Λογοτεχνία, γράφει μέσα από τη Λογοτεχνία (εδώ πια ξεκάθαρα), εμπνέεται από τη λογοτεχνία.

Δάσκαλος, «η αθωότητα είναι μια δύναμη σωτήρια που κάποτε θα επικρατήσει».

Επί προσωπικού, τον γνωρίζω κοντά δυο δεκαετίες όταν μάλιστα με συμπεριέλαβε σε ανθολογία για τον ΠΑΟΚ και με ονόμασε λογοτεχνικό κομήτη. Πλέον είμαστε και γείτονες. Εγώ προσγειώθηκα πλέον στις παρυφές Χαριλάου ενώ εκείνος ήταν πάντα εδώ – και νά που σήμερα παρουσιάζουμε ένα ακόμη ώριμο  έργο του.

Χαρακτηριστικό το στοιχείο της εντοπιότητας στη γραφή του. Τολμώ να πω πως συνεχίζει την παράδοση της λεγόμενης σχολής της Θεσσαλονίκης με τους λογοτέχνες της που τις έζησε και από κοντά (Χριστιανόπουλος, Πεντζίκης) που την καθιστά οικουμενική γιατί δεν είναι επίπλαστα οικουμενική (Ναγκίμπ Μαχφούζ, δεν  έφυγε ποτέ από το Κάιρο,  Βιζυηνός, το μόνο της ζωής του ταξίδιον, Κόντογλου)

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Εδώ, έχουμε να κάνουμε με τον  αινιγματικό σε πρώτη  ματιά  τίτλο. Ο Π.Γ. ακολούθησε την τέχνη  του Μπαχτίν,   από τους σημαντικότερους στοχαστές της γλώσσας και της λογοτεχνίας ο οποίος στο βιβλίο ονοματοδοτεί την πλατεία Αριστοτέλους: Ήρωές του Μπαχτίν και νυν και του ΠΓ είναι τελικά τα ίδια τα λογοτεχνικά είδη, αντί χαρακτήρων,  συλλέκτης  μύθων και έργων Λόγου.

Εδώ περιποιεί μωσαϊκό μορφών των Γραμμάτων, ελληνικών και παγκόσμιων: Παπαδιαμάντης, Χριστιανόπουλος, Καβάφης, Μάρκες, αλλά και Όργουελ, Κάφκα, Μπέκετ, Ιονέσκο.

 

Το βιβλίο  αποτελείται από τρεις νουβέλες.

 

1.

Ο Μποέμ είναι ο Παπαδιαμάντης, ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στα διηγήματα τα οποία δημοσίευε στις εφημερίδες που επιστρέφει γιατί είχε αφήσει κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς στην πόλη. Παλιά ήθελε να μονάσει και έκανε μια απόπειρα στο Άγιον Όρος, έμεινε για ένα μικρό διάστημα εκεί και έπειτα επέστρεψε.

Επανέρχεται  επινοημένα στην πόλη με τον τρόπο του Πεντζίκη: (Προκειμένου περί Θ, οι άνθρωποι να μπαίνουν από τη θάλασσα, Μητέρα Θεσσαλονίκη) ή όπως στο διήγημα «Φτωχός Άγιος» του Παπαδιαμάντη. Η πόλη δεν είναι πόλη παραθαλάσσια, αλλά νησί, το Θεσσαλονήσι. Κι εκεί αρχίζουν τα παράλογα και τα ευτράπελα και  η υποδόρια ειρωνεία του Π. Γ.:

Σαίξπηρ με -αι και -η, Αϊνστάιν και  ο  χρόνος που είναι  αδιαίρετος, κωλοπετσωμένες ποιήτριες, Δημοτική Πολιτιστική Αστυνομία που συλλαμβάνει όσους σκέφτονται, ενόψει ενδεχομένως και του βιβλίου του Ντάνου,

Χριστανόπουλος=Μάκης Κεραμίδας, Εργαστήρια Δημ Γραφής με βεβαίωση Σπουδών σε ταχύρρυθμα τμήματα (σ. 55) με 2 μήνες έναντι 7200 ευρώ, την επικράτηση του μεταφρασμένου θεάτρου (Μπέκετ, Μπρεχτ, Ιονέσκο, Πιραντέλο) έναντι του νέου ελληνικού (Σκούρτης Διαλεγμένος, Σεβαστίκογλου, Μανιώτης, Κεχαΐδης) όπου το παρελθόν κι ο άνθρωπος του προπερασμένου αιώνα πέφτει από τον ουρανό στη σημερινή Ελλάδα και συγκρούονται βιωματικά και μυθοπλαστικά, ενώ ακούγεται να παίζει το σαξόφωνό του Miles Davis: Kind of Blue

 

2.

 

Η δεύτερη νουβέλα «ο τελευταίος χρησμός» εκτυλίσσεται εκεί όπου ο ΠΓ δίνει τα ρέστα του: στο ιερό νησί Ορτυγία που ταυτίζεται -αλλά ίσως και όχι- με τη Συκιά Χαλκιδικής (!),

Η αναβίωση του μύθου του Σίσυφου που γίνεται υπερτροφικό καβούρι  και ξεπλέκει το ένδυμα της ζωής της Γυναίκας της παραλίας, και στη σελ. 65¨, ο θεός, και συντελείται  η Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου, όπου αν και οι κάτοικοι του νησιού μιλούν την ίδια γλώσσα, ουσιαστικά  δεν καταφέρνουν να  επικοινωνήσουν (κοράδια Κρητικός / πιστόλι ο Αρβανίτης από τη Θήβα) ή όπως ο Γκρούτσο Μαρξ: Θέλετε τσάι ή καφέ; Ναι, παρακαλώ/ Γιες πλιζ

Σε αυτό το νησί όλοι περιμένουν τον Μεσσία, περιμένουν να υλοποιηθεί ένας παλιός χρησμός.

Τη λύση θα δώσει ένα ορφανό παιδί από την Πορτογαλία που το λένε Ρικάρντο Σιμόες και αποτελεί σαφή αναφορά στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μου θυμίζει το Έκτο Νησί  του Τσαβαρία και το προικισμένο και μορφωμένο καλογεροπαίδι που έγινε κλέφτης δίχως να ανοίξει  μύτη ενώ ολόγυρα ακούγεται Thelonious Monk: Brilliant Corners

 

3.

 

Η τρίτη ιστορία εξελίσσεται στη Στερεά Ελλάδα, στους Δελφούς, το πιο ζεστό, σαρκωμένο κείμενο του Γούτα, το πιο Γούτα-κείμενο, φόρος τιμής στον αγαπημένο παππού του: Ο αφηγητής θέλοντας να αποκαταστήσει τη χαμένη επικοινωνία με τον παππού που έχει φύγει εδώ και 35 χρόνια από τη ζωή επισκέπτεται  τη γενέτειρά του, ψάχνει για επιγόνους ή συγγενείς κι αφού δεν καταφέρνει και πολλά αφήνει τρυφερά στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών και συγκεκριμένα στο ιερό του Απόλλωνα το διπλωμένο μαύρο παλτό του παππού του και νοερά τον επαναπατρίζει στο γενέθλιο τόπο. Είναι βιωματική αυτή η νουβέλα και ήδη οι νότες του Duke Ellington – Money Jungle αντηχούν στα αυτιά μας.

 

Συμβολισμοί πάμπολλοι, ρεαλισμός που μένει λίγο πιο πίσω σε σχέση  με τα παλιότερα κείμενα του Π.Γ., ονειροβασία σε μεγαλύτερη έκταση, που αυτό  το διάστημα του δίνει την ευχέρεια να εκφράζεται καλύτερα.

-Ο Π.Γ. γράφει πρώτα για τον εαυτό του, για να εκφραστεί.

-Η γραφή του δεν αποσκοπεί εκ των προτέρων στο να περάσει μηνύματα. Δεν είναι Μανιτού, ο μάγος της φυλής, δεν είναι ο λεγόμενος πνευματικός άνθρωπος που ακούγεται συχνά, παρά ένας αφηγητής.

Οι Αγγλοσάξωνες απενοχοποιημένα θεωρούν τον συγγραφέα στόρι-τέλερ, κάποιον δηλαδή που αφηγείται ιστορίες,  ένα αφηγητή, έναν παραμυθά που τόσο έχει εκλείψει ακόμα και ως λέξη από τα σύγχρονα γράμματα στην προσπάθειά μας να πιθηκίζουμε απομιμητικά και διεθνιστικό.  .

Αυτό ας κρατήσουμε, την ιστορία, τις ιστορίες που μας συντρόφευσαν ενώ διαβάζαμε τον Μποέμ κυρ-Αλέξανδρο και τον Ρικάρντο Σιμόες.

 

Κλείνοντας:

Ο ίδιος ο Π. Γ. σε συνέντευξη του είπε πως η παράδοση και η νεωτερικότητα λειτουργούν εντός του εξισορροπιστικά. Συντηρητική άποψη; Όχι. Τα κείμενα ωριμάζουν στο συρτάρι όπως το κρασί  στο  κελάρι. Όπως τα συναισθήματα και οι σκέψεις μέσα μας. Μαλακώνουν δίχως να σιτεύουν. Μεστώνουν. Απομακρύνονται  από τη συναισθηματική φόρτιση. Όπως οφείλει να απομακρύνεται ο δημιουργός από το υλικό  του, ειδικά όταν τον αφορά βιωματικά.

Το βιβλίο αποτυπώνει ακριβώς τον «ρόλο της αθωότητας στη ζωή μας και το πώς αυτοί οι αγνοί, αθώοι άνθρωποι που έφυγαν από τις ζωές μας και τους θυμόμαστε με αγάπη έχουν τον ρόλο τους στο οικοδόμημα που λέγεται κόσμος».

Ερώτηση: Γλώσσα ή μύθος;

 

(Container,15 Μαρτίου 2019 by Γιώργος Γκόζης Posted in ΚΡΙΤΙΚέΣ)

 

 

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΡΙΚΑΡΝΤΟ

 

 

Το βιβλίο, που θα παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη,  αποτελείται από τρεις νουβέλες. Ο τίτλος του δανείζεται τα ονόματα των ηρώων από τις πρώτες δυο ιστορίες.

Ο Μποέμ είναι ένα φανταστικό πρόσωπο-σκιά, το πνεύμα του Παπαδιαμάντη, που επιστρέφει γιατί είχε αφήσει κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς στην πόλη. «Ξέρουμε ότι ο Παπαδιαμάντης παλιά ήθελε να μονάσει και έκανε μια απόπειρα στο Άγιον Όρος, έμεινε για ένα μικρό διάστημα εκεί και έπειτα επέστρεψε. Τον επαναφέρω νοερά στην πόλη και εμπλέκεται σε μια ιστορία όπου το παρελθόν με τη σύγχρονη πραγματικότητα συγκρούονται και βγαίνουν διάφορα συμπεράσματα από αυτή τη νεκρανάσταση του Παπαδιαμάντη»,  λέει ο συγγραφέας.

Ο τίτλος Μποέμ, που δίνει στη νουβέλα, αποτελεί το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στα διηγήματα τα οποία δημοσίευε ο Παπαδιαμάντης στις εφημερίδες. «Ο Παπαδιαμάντης είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, από τα παλιά μου διαβάσματα και πολλές φορές και τώρα ανατρέχω στα βιβλία του. Έτσι, ήθελα να επαναφέρω έναν αθώο και αγνό άνθρωπο άλλης εποχής στη σημερινή Ελλάδα και στη συγκεκριμένη πόλη, η οποία δεν κατονομάζεται» τονίζει ο κ. Γούτας και προσθέτει: «Με ενδιέφερε να δω τις αντιδράσει του βλέποντας τις σημερινές καταστάσεις, ένας άνθρωπος του προπερασμένου αιώνα… Ήταν το κίνητρο μου γι’ αυτή τη νουβέλα».

Η δεύτερη νουβέλα, «ο τελευταίος χρησμός» εκτυλίσσεται στη Δήλο, «το ιερό νησί που ήταν ακατοίκητο στην Αρχαιότητα, όπου είναι συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι αναξιοπαθούντες ή δυστυχισμένοι, ταλαιπωρημένοι και διαφορετικές προσωπικότητες από όλον τον κόσμο που περιμένουν να υλοποιηθεί ένας παλιός χρησμός» επισημαίνει. Τελικά, τη λύση θα δώσει ένα ορφανό παιδί από την Πορτογαλία που το λένε Ρικάρντο και αποτελεί σαφή αναφορά στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Η τρίτη ιστορία εξελίσσεται στους Δελφούς. «Είναι ένας φόρος τιμής στον αγαπημένο μου παππού που έχει φύγει εδώ και 35 χρόνια και ο ήρωας αυτής της νουβέλας, επειδή νιώθει ότι έχει ξεκόψει η επικοινωνία με τον αγαπημένο του παππού, πάει στη γενέτειρά του, ψάχνει για απογόνους του, δεν βρίσκει κανέναν και τελικά κάτι κάνει στον αρχαιολογικό χώρο με το παλιό παλτό του παππού, το οποίο το κρατούσε ακόμα λόγω της αγάπης του. Είναι βιωματική αυτή η νουβέλα», μας εκμυστηρεύεται.

 

Στο νησί της αθωότητας

 

Η σύνδεση των τριών ιστοριών γίνεται σε ένα νησί «που κανείς μπορεί να υποθέσει ότι είναι το νησί της αθωότητας, το νησί των ανθρώπων που αγαπήσαμε και έφυγαν από τη ζωή, είτε είναι λογοτέχνες, είτε συγγενικά πρόσωπα, είτε αθώοι άνθρωποι».

Το βιβλίο βρίθει συμβολισμών ενώ το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο είναι εμφανές, κάτι που δεν είχαμε δει από τον συγγραφέα μέχρι σήμερα. «Ήμουν περισσότερο ρεαλιστής. Υπάρχει μια στροφή στον τρόπο που γράφω, αλλά δεν ξέρουμε αν θα είναι μόνιμη ή παροδική», τονίζει. Μας εξηγεί ότι είναι «προσπάθεια συγγραφικής ανανέωσης, αλλά όχι σε πειραματικό επίπεδο» καθώς έργα του εκδίδονται από το 2000.

Έχοντας περάσει από όλα τα λογοτεχνικά είδη όπως το αφήγημα, το διήγημα, το μυθιστόρημα, ο συγγραφέας καταπιάνεται για πρώτη φορά με τη νουβέλα, ένα «δύσκολο είδος» όπως λέει χαρακτηριστικά: «γιατί θέλει και την πύκνωση του διηγήματος και τη δράση ενός μυθιστορήματος. Πρέπει να τα ταιριάζει αυτά μια νουβέλα».



«Δεν ξέρουμε γιατί γράφουμε»

 

Ο Π. Γούτας κάποτε είχε γράψει ένα δοκίμιο όπου υπογράμμιζε ότι «δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί γράφουμε και από που προκύπτει μια ιστορία, πώς πηγάζει και τι συμβαίνει μέσα μας». Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι σημαντικό ρόλο παίζουν «τα βιώματά μας, η καθημερινότητά μας, τα διαβάσματά μας».  Όπως διαπιστώνει: «Αυτό που λέμε έμπνευση είναι ένα πολύ σύνθετο και αόριστο πράγμα». Η γραφή του δεν αποσκοπεί εκ των προτέρων στο να περάσει μηνύματα. «Νομίζω ότι ο συγγραφέας γράφει πρώτα για τον εαυτό του, για να εκφραστεί και για τη χαρά της λογοτεχνίας. Από εκεί και πέρα αν πάρει κάποιο μήνυμα ο αναγνώστης από αυτό το βιβλίο θα είναι αυτή η σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα» τονίζει. Όπως προσθέτει «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην παίρνουμε θέση φανατικά υπέρ της μιας ή της άλλης». Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι «δεν πρέπει να είμαστε προσκολλημένοι ούτε στην παράδοση, ούτε να δεχόμαστε ασυζητητί καθετί το καινούριο και το νεωτερικό. Πρέπει να κάνουμε μια σύνθεση γιατί τα πράγματα αλλάζουν αργά-αργά, όχι από τη μια μέρα στην άλλη, πρέπει να δοκιμαστούν και αφού δοκιμαστούν να έρθουν κι αλλαγές».

Το βιβλίο αποτυπώνει ακριβώς τον «ρόλο της αθωότητας στη ζωή μας και το πώς αυτοί οι αγνοί, αθώοι άνθρωποι που έφυγαν από τις ζωές μας και τους θυμόμαστε με αγάπη έχουν τον ρόλο τους στο οικοδόμημα που λέγεται κόσμος». Ως εκπαιδευτικός που έχει έρθει σε επαφή με μικρά παιδιά πιστεύει ότι «η αθωότητα είναι μια δύναμη και για τον συγγραφέα τον ίδιο και πηγή έμπνευσης, αλλά και μια δύναμη σωτήρια που κάποτε θα επικρατήσει και θα καλυτερεύσει τα πράγματα».

 

(συνέντευξη στον Αλέξανδρο Παντελάκη, 24-2-2019, εφημ. Μακεδονία)

 

 

1) Κ. Γούτα, το τελευταίο σας έργο, Μποέμ και Ρικάρντο (έκδ. Κέδρος), περιλαμβάνει 3 νουβέλες με όρο αναφοράς, αρχικά, το εύρος της διακειμενικότητας. Τί σημαίνει η επιλογή και η σύνθεση τους για εσάς;

 

Δεν είναι ακριβώς η διακειμενικότητα το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ιστορίες μου, αλλά η λογοτεχνία μέσα στη λογοτεχνία ή η λογοτεχνία που πηγάζει από τη λογοτεχνία ή από τη στάση ζωής των λογοτεχνών. Φυσικά υπάρχει επίδραση τόσο από το έργο του Παπαδιαμάντη –ιδίως το διηγηματογραφικό– όσο και από τις ιστορίες του Μάρκες. Θα έλεγα, όμως, πως οι δικές μου ιστορίες δεν γράφτηκαν για να συνομιλήσω με αυτούς τους αγαπημένους συγγραφείς ούτε για να επισημάνω απλώς τη λογοτεχνική τους αξία. Τον μεν Παπαδιαμάντη, αφήνοντας κατά μέρους κάθε απόπειρα αγιοποίησής του, τον καθιστώ μυθιστορηματικό ήρωα, ενώ το πνεύμα του Μάρκες που πλανάται πάνω από την ερημική νήσο Ορτυγία είναι απλώς το κίνητρο για να στηθεί μια νουβέλα, με μη ρεαλιστικά στοιχεία στη γραφή της. Η τρίτη νουβέλα αποτελεί φόρο τιμής, ένα είδος μνημόσυνου, στον αγαπημένο παππού μου. Και οι τρεις ιστορίες συναντιούνται στην καταληκτική τέταρτη ιστορία του βιβλίου μέσω της συνάντησης των ηρώων σε έναν φανταστικό, μελλοντικό τόπο. Σε έναν «μη τόπο», καλύτερα, σ’ ένα ουτοπικό νησί.

 


2) Οι χαρακτήρες-σκιές Μποέμ και Ρικάρντο, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ονόματα και πρόσωπα πραγματικά, συναντώνται σε φανταστικά τοπία, εσχατολογικής μάλιστα υφής. Μιλάμε για λογοτεχνία φανταστικού, παραλόγου ή ενός ιδιότυπου μαγικού ρεαλισμού;

 

Θα μπορούσαν να είναι όλα τα λογοτεχνικά είδη που αναφέρατε αλλά και τίποτα από αυτά. Ξεκινώντας το γράψιμο αυτού του βιβλίου δεν σκέφτηκα να γράψω λογοτεχνία του φανταστικού ούτε είπα «τώρα θα γράψω ένα βιβλίο ιδιότυπου ρεαλισμού». Τα διαβάσματά και οι λογοτεχνικές επιρροές μου άλλωστε έχουν να κάνουν κυρίως με ρεαλιστική, και ιδίως με τη βιωματική λογοτεχνική γραφή. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις: Μπόρχες, Κάφκα, Μάρκες, Γάλλοι υπερρεαλιστές, Πιραντέλο, Μπέκετ κ. ά, δημιουργούν ένα αντίβαρο μέσα μου, ώστε να μπορώ να εκφράζομαι και πέραν του ρεαλισμού. Ωστόσο εδώ κυριάρχησε κάτι άλλο που με κατεύθυνε στο να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο, έτσι όπως το έγραψα: Αυτή η μεταφυσικού τύπου αίσθηση, που πολλοί Βορειοελλαδίτες συγγραφείς τη νιώθουμε έντονα στα μέρη μας, πως οι νεκροί συμβιώνουν αρμονικά με τους ζωντανούς, κάτι που στο παρελθόν έχει επισημάνει ο Πεντζίκης. Και πως όσο θυμόμαστε έντονα τους νεκρούς μας και τους αγαπάμε – είτε αυτοί είναι αγαπημένα πρόσωπα, είτε συγγενείς μας είτε αγαπημένοι συγγραφείς – τους διατηρούμε ζωντανούς διά της μνήμης, καθιστώντας τους αθάνατους.

 


3) Στο ίδιο μοτίβο της φορμαλιστικής κατηγοριοποίησης, η κριτική χαρακτήρισε το έργο ως «μεταμοντέρνο αφήγημα». Πως νιώθετε εσείς απέναντι σε αυτόν τον όρο;

 

Μεταμοντερνιστικά στοιχεία έχουν και παλιότερα βιβλία μου, ιδίως τα μυθιστορήματα μου (Η ρεβάνς, Γυναίκα στις δύο και μισή, Πάντα είναι Αύγουστος). Σε όλα αυτά τα βιβλία, όπως και στο Μποέμ και Ρικάρντο, υπάρχει ενσωματωμένη ποίηση, πολλές αφηγηματικές φωνές, ημερολογιακός λόγος, επιστολογραφία, εγκιβωτισμένες ιστορίες μέσα σε μια άλλη, μεγαλύτερης έκτασης, ιστορία κτλ., στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν ένα μεταμοντέρνο κείμενο, ένα κείμενο δηλαδή που κινείται πέραν του μοντερνισμού. Δεν με ενοχλεί ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου βιβλίου μου ως «μεταμοντέρνο αφήγημα» αλλά ούτε και με ενθουσιάζει. Δεν είναι αυτοσκοπός το να γράφω με αυτόν τον τρόπο, δεν το επιδιώκω. Πολλοί σημερινοί συγγραφείς κινούνται σε αυτή τη συγγραφική ατραπό. Ο λόγος γίνεται πλούσιος και γοητευτικός με όλες αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές, αλλά σε μια απλοϊκή μορφή όλα αυτά μπορεί απλώς να είναι τερτίπια και αφηγηματικά μαστορέματα που δείχνουν έλλειψη αληθινής έμπνευσης και καταφυγή σε κάποιες ευκολίες της γραφής. Πιστεύω πως προσωπικά αποφεύγω, κατά το δυνατό, αυτούς τους σκοπέλους. Επομένως δεν με ενοχλεί η μεταμοντέρνα γραφή και ο χαρακτηρισμός των κριτικών, αλλά η ευκολία και η ελαφρότητα της μεταμοντέρνας εκδοχής της ζωής μας εν γένει.

 


4) Στη νουβέλα «Τύμβος» διαφαίνεται μια προσπάθεια να αποδοθεί μεταθανάτια δικαιοσύνη στους αθώους του κόσμου, υπογραμμίζοντας την έννοια της βίας και του ξεχασμένου θύματος. Μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη στα θύματα της βίας της εξουσίας;

 

Αρκετά παλιότερα ήμουν θιασώτης και οπαδός του συνθήματος «βία στη βία της εξουσίας» – μιλάμε για τα νεανικά και τα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που διαβάζοντας Μπακούνιν και Πουλατζά πιστεύαμε πως θα αλλάζαμε τον κόσμο. Τότε βέβαια δεν γνώριζα ούτε τι σημαίνει ακριβώς βία ούτε τι σημαίνει εξουσία. Σήμερα, σε ώριμη πλέον ηλικία, δεν επαινώ ούτε ασπάζομαι κανενός είδους ρεβάνς, πολιτική, κοινωνική, προσωπική, λογοτεχνική ή οποιουδήποτε άλλου τύπου εκδίκηση, για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη αδικία της ζωής. Εφησυχασμός ή ωριμότητα, ποιος ξέρει; Με απασχολούν έντονα όμως οι ανά τον κόσμο αθώοι άνθρωποι που έπεσαν θύματα, σε διάφορες εποχές, από άλλους σκληρούς και ανάλγητους ανθρώπους. Πιστεύω ότι ο βαθμός του αφανισμού της αθωότητας είναι και η βασική αιτία της ανισορροπίας που σήμερα ζούμε. Δεν ξέρω πώς και αν αυτές οι αθώες ψυχές κάποτε θα δικαιωθούν. Μπορεί αυτό να μη γίνει ποτέ. Εγώ οφείλω –το νιώθω σαν προσωπικό χρέος– να υπερασπίζομαι όλους τους αδικημένους αθώους του κόσμου και να τους δικαιώνω διά της γραφής. Πιστεύω πως έστω κι αυτό είναι μια πράξη αντίστασης στη βαρβαρότητα που μας κατακλύζει – η ελάχιστη ίσως.

 


5) Στη συλλογή οι λογοτέχνες και οι δημιουργοί επιβιώνουν και ξαναβρίσκονται σε νέα περιβάλλοντα και σε νέα λογοτεχνικά έργα, αυτή τη φορά με την ιδιότητα του ήρωα. Αν έπρεπε να διαλέξετε έναν λογοτεχνικό έργο για να ζήσετε ως ήρωας του ποιο θα ήταν αυτό;

 

Συνήθως οι ήρωες που αγαπώ και που θαυμάζω στα έργα της μεγάλης λογοτεχνίας είναι πρόσωπα τραγικά, στα όρια της απόγνωσης ή της αυτοκαταστροφής (π. χ. οι περισσότεροι ήρωες του Ροθ, του Κάφκα, του Κάρβερ, του Τσίβερ κ.α). Από αυξημένο αίσθημα αυτοσυντήρησης όμως δεν θα ταυτιστώ με κανέναν τους – απλώς θα τους συναισθανθώ. Ίσως το πιο προσιτό πρόσωπο για να δανειστώ τη ζωή του και να τον κατανοήσω να ήταν ο εξεγερμένος έφηβος του Σάλιντζερ, ο Χόλντεν Κόλφηλντ, ο οποίος περιπλανιέται συνεχώς στους δρόμους, βρίζει ανελέητα και είναι ιδιαίτερα τρυφερός με την αδελφούλα του, το Φοιβάκι, που όλο την προστατεύει. Εγώ δεν ταξιδεύω πολύ, εκ πεποιθήσεως, δεν βρίζω και είμαι μοναχοπαίδι. Επομένως θα ήθελα να ανακαλύψω τα συγκεκριμένα στοιχεία της ζωής του. Το μόνο κοινό σημείο μαζί του είναι πως κι εγώ, όπως κι εκείνος, προστατεύω στο σχολείο που διδάσκω μικρά παιδιά για να μην βγουν απ’ τη χαλασμένη περίφραξη της σχολικής μας αυλής, έξω, στον δρόμο και τα χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο, όπως έκανε κι εκείνος με τα πιτσιρίκια που τα φύλαγε από τις κακοτοπιές των φυτειών της σίκαλης – έστω ως φαντασίωση. Επομένως, στην ερώτησή σας σε ποιο βιβλίο θα επιθυμούσα να «χωθώ», επιλέγω το Φύλακας στη σίκαλη, αυτό το κολοσσιαίο έργο ενηλικίωσης που θα έπρεπε να αφορά όλους μας, ιδίως εκείνους τους μεγάλους που κατακρίνουν σήμερα ανενδοίαστα τη νέα γενιά.

 


6) Κρατάτε κάποια φράση ή πρόταση από τη συλλογή; Αν ναι γιατί;

 

Δεν κρατώ τίποτα, ποτέ από κανένα μου βιβλίο. Ούτε φράση ούτε πρόταση, τίποτα. Όταν αυτό έχει τελειώσει, έχει φύγει από τα χέρια μου και έχει πάει στον αναγνώστη. Εκ των υστέρων δεν διαβάζω ποτέ ξανά τα βιβλία μου, γιατί είμαι σίγουρος πως θα διαπιστώσω κάποιες αδυναμίες τους και θα σκεφτώ πως, έστω και κάποια σημεία τους, κάπως αλλιώς θα έπρεπε να τα γράψω για να έβγαιναν καλύτερα. Ωστόσο, από το συγκεκριμένο βιβλίο για το οποίο με ρωτάτε, κρατώ, όχι ακριβώς ως λογοτεχνική φράση που από ναρκισσισμό και έπαρση θα την επαναλαμβάνω, αλλά ως βίωμα και ως απόηχο ζωής, τη φράση του αγαπημένου παππού μου που μου έλεγε εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια, και που, νοερά, σαν προσευχή, συχνά την αναπαράγω μέσα μου, και που βρίσκεται ενταγμένη στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Μια φράση που φανέρωνε λατρεία αλλά και πόνο εκ μέρους του για τον αγαπημένο εγγονό του: «Οχ, το καλό μου!»

 


7) Τι θα ακολουθήσει τον Μποέμ και τον Ρικάρντο; Σχεδιάζετε κάτι καινούργιο για το μέλλον;

 

Πάντα υπάρχουν στο συρτάρι μου προσχέδια προσεχών βιβλίων, κάποια γραμμένα, μάλιστα, και σε προχωρημένη μορφή. Αυτό το διάστημα με απασχολεί –και το δουλεύω ήδη εντατικά– ένα μυθιστόρημα με ήρωα κάποιον ποιητή που, λόγω γονιδιακής μετάλλαξης, δεν αισθάνεται καθόλου σωματικό πόνο. Με απασχολεί το αν κάποιος που δεν πονάει μπορεί παράλληλα να γράφει και ποίηση. Δεν γνωρίζω ακόμη όμως αν θα είναι τελικά το επόμενο βιβλίο που θα τυπώσω.

 


8) Κλείνοντας, τί σημαίνει δημιουργία για εσάς σήμερα;

 

Πλέον για μένα η λέξη δημιουργία είναι συνώνυμη της λέξης ωριμότητα. Δημιουργώ –πάντα αναφορικά με τη λογοτεχνία– σημαίνει δεν επαναπαύομαι στα ήδη κεκτημένα, επιλέγω πιο προσεχτικά το θέμα μου, γίνομαι πιο αυστηρός με τον εαυτό μου, σκίζω περισσότερες σελίδες και κρατώ λιγότερες. Γράφω έξω από κλισέ ή θέματα που πουλάνε ή ό,τι απαιτούν οι πρόσκαιρες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες ή επιτάσσει η πολιτική ορθότητα ή η καθημερινότητα. Η λογοτεχνική δημιουργία είναι συνώνυμη της ωριμότητας και της ατομικής μας ελευθερίας. Με την ελπίδα πάντα πως αυτό που θα γραφτεί στο μέλλον θα απασχολήσει και θα ενδιαφέρει και άλλους ανθρώπους.

 

[συνέντευξη στη Μαρκία Λιάπη (tetragωno.gr), 18-5-2019)