ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟΨΗΣ
2013-2017
(δοκίμια από τις στήλες
ΕΠΩΝΥΜΩΣ και
ΙΔΕΕΣ
της book press)
֎
Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Γάτες
και λογοτεχνία
Πολλά
χρόνια προτού η Μάμα Ράμπα στο αποκρυφιστικό της βιβλίο Ουράνια σφαίρα
(μτφρ. Αντώνη Αϊδίνη, εκδ. Κάκτος, 1981) αναφερθεί διεξοδικά στη σοφία, τα
χαρίσματα και τις τηλεπαθητικές ικανότητες των γατιών της οικογένειας Ράμπα (ο
Λόμπσανγκ Ράμπα υπήρξε συγγραφέας αρκετών σημαντικών βιβλίων εσωτερικής
αναζήτησης και αποκρυφισμού, όπως το δημοφιλές Το τρίτο μάτι – Κάκτος,
1988, μτφρ. Αν. Αϊδίνη), πολλοί πεζογράφοι και ποιητές έγραψαν διηγήματα ή
ποιήματα για τα σοφά αιλουροειδή, που, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η λαϊκή
θυμοσοφία, «τα έστειλε ο θεός στη γη για να μπορεί ο άνθρωπος να χαϊδεύει μία
τίγρη».
Κίπλινγκ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ζολά, Κολέτ,
Μποντλέρ, Μπάροουζ, Ζακ Πρεβέρ και αρκετοί ακόμη αναφέρθηκαν με αγάπη και
θαυμασμό σ’ αυτά τα χαρισματικά τετράποδα στα κείμενά τους – κάποιοι μάλιστα
φωτογραφήθηκαν συχνά μαζί τους. Ο Τζόυς έγραψε τις «Γάτες της Κοπεγχάγης», ο
Πόε τον «Μαύρο γάτο» και ο Χέμινγουεϊ το «Γάτα στη βροχή». Ξεχωριστή θέση
μεταξύ των λογοτεχνών κατέχει, φυσικά, ο Τ.Σ. Έλιοτ και το βιβλίο του Old Possum’s book of Practical Cats
(1932), που μεταφράστηκε στα ελληνικά ως Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του
γερο Πόσουμ (Άγρα, 2005) και μεταποιήθηκε στο μιούζικαλ Cats από τον
Άντριου Λόιντ Βέμπερ, με πρώτη παράσταση στο Λονδίνο το 1981 (παίζεται αυτή τη
στιγμή και ως κινηματογραφική ταινία στις ελληνικές αίθουσες, με σκηνοθέτη τον
Τομ Χούπερ, με αρνητικό ωστόσο αισθητικό αποτέλεσμα, στο όριο του κιτς και της
δυσφήμησης του είδους του μιούζικαλ).
Για τη συγγραφέα Πατρίσια Χάισμιθ και το
βιβλίο της Γάτες (Άγρα, 2006) έγραψα παλιότερα σε κριτική μου πως
«…εντάσσει τις γάτες στα διηγήματά της ως μυθοπλαστικό εύρημα και σκηνοθετικό
ντεκόρ. Η διακριτική παρουσία τους εντείνει το μυστήριο του στόρι και σε κάποια
δεδομένη στιγμή, που εκείνη αποφασίζει ποια θα είναι, ο φακός της κεντράρει στο
ζώο, που το σκιτσάρει θαυμάσια (το ίδιο και τις αρετές του) καθιστώντας το
πρωταγωνιστή και καταλύτη των εξελίξεων, που συχνά επισπεύδονται εξ αιτίας
του».1
Από τη σχεδόν πρόσφατη ή και παλιότερη
εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, τελείως πρόχειρα και επιλεκτικά, θα ανασύρω στη
μνήμη μου τα εξής: Το ποίημα «Οι γάτες των φορτηγών» του Νίκου Καββαδία, στο
οποίο αναφέρει πως οι ναυτικοί δίχως να γνωρίζουν το πώς και το γιατί τρέφουν
πάντα μια γάτα στα φορτηγά, που «στον ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα
μοιάζει…». Το ποίημα «Σπίτι με κήπον» του Καβάφη, όπου ο ποιητής μάς
εξομολογείται πως θα ήθελε «Τουλάχιστον επτά γάτες – η δυο κατάμαυρες / και δυο
σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσιν…». Το ποίημα «Οι γάτες τ’ Αη Νικόλα» του
Σεφέρη (κυπριακός μύθος αφηγούμενος από έναν μοναχό), όπου οι γάτες: «Άγρια
πεισματικές και πάντα λαβωμένες / ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος / χαθήκανε·
δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι». Το πεζογράφημα του Ροΐδη «Ιστορία μιας γάτας», όπου
ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «Αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο
αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται
να συμβιβασθεί η συντροφία μετ’ αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας…». Δύο
διηγήματα του φιλόζωου πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη, το «Οι γάτες
του χειμώνα» (αναφορά στα γατιά της Σκύρου και στις συνήθειές τους) και το «Ο
θάνατος της Τσογλανίτσας» (αναφορά στο τραγικό τέλος μίας γάτας του Ντίνου
Χριστιανόπουλου και ενδιαφέρον παραλληλισμός της εμφάνισης της γάτας με την
αρρώστια, τον χαρακτήρα αλλά και τον θάνατο της μητέρας του ποιητή), αλλά και
το ωραίο διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση «Το γατάκι» (Να σ’ αγαπάει η ζωή,
Πατάκης, 2004), ένα σπαρταριστό αφήγημα όπου ο συγγραφέας παρωδεί και σαρκάζει
τις υψηλές αρμοδιότητες των εκλεγμένων αντρών του ελληνικού «θαύματος» της
τοπικής αυτοδιοίκησης.2
Τέλος, άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τις
γάτες σε ποιήματα, διηγήματα ή μυθιστορήματά τους είναι ο Νίκος Δήμου με Το
βιβλίο των γάτων (Νεφέλη, 1981). Αντιγράφω από το ποίημα «Ιαβέρης»:
«Είχε και τη νοοτροπία του μπάτσου, /
καχύποπτος ακόμα κι όταν τον τάιζες. / Τεράστιος, με ψυχρά μάτια, ωραίος και
αντιπαθής / κάνει τώρα κουμάντο στη γειτονιά. / Είναι ο μόνος γάτος χωρίς
πληγές. Ίσως / γιατί χτυπάει ξαφνικά και καίρια».
Η Ζυράννα Ζατέλη, που σε συνέντευξή της
δήλωσε πως «οι γάτες με τις ουρές τους υπογράφουν τα βιβλία μου», ο Γιώργος
Σκαμπαρδώνης [εξαιρετικό το διήγημά του «Η Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει» από τη
βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος συλλογή του Η στενωπός των
υφασμάτων (εκδ. Καστανιώτη, 1992), όπου ένα «βασιλικό αιλουροειδές»,
σύμφωνα με περιγραφή του συγγραφέα, μια «προικισμένη, πάνοπλη, φονική γάτα»
παίζει τα βράδια ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, που κάποια στιγμή θα αποβεί
θανάσιμο], ο Ευγένιος Τριβιζάς με το Η τελευταία μαύρη γάτα (Μεταίχμιο,
2012), ενώ και ο υπογράφων αυτό το κείμενο, στο διήγημά του «Γάτα από σόι» (Τα
λάφυρα του Αυγούστου, Αλεξάνδρεια, 2001), σκιαγραφεί μια ακατάδεκτη γάτα σε
ψαροταβέρνα της Χαλκιδικής για πελάτες με υψηλά βαλάντια.
Οι
γάτες του Χριστιανόπουλου
Στο
αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Θεσσαλονίκην, ου μ’
εθέσπισεν (Ιανός, 2008), οι μνήμες του ποιητή για τα γατιά του σπιτιού του
καταλαμβάνουν ένδεκα ολόκληρες σελίδες. Πολλές εμβόλιμες αναφορές, βέβαια, στις
γάτες του (αθροιστικά ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση σελίδων) γίνεται στον
ογκώδη τόμο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Ιανός, στο Τα εσώψυχα του
Ντίνου Χριστιανόπουλου, που αποτελεί δεκαετή (2004-2012),
απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του ποιητή με την πεζογράφο και πανεπιστημιακό
Σωτηρία Σταυρακοπούλου – ένα βιβλίο που δίχασε κριτικούς, λογοτέχνες και
λοιπούς διανοούμενους λόγω των δεκάδων (συχνά άστοχων ή αψυχολόγητων)
πικρόχολων επιθέσεων εκ μέρους του ποιητή απέναντι σε ανθρώπους του πνευματικού
χώρου, Θεσσαλονικείς και μη, αλλά και εξ αιτίας της χρονικής στιγμής της
κυκλοφόρησής του.
Τζούλη, Τσογλανίτσα, Ανανίας, Αζαρίας,
Ιεχονίας, Μαυρούλα, Αλιφραγκής, είναι κάποια μόνο από τα γατιά του ιδιόρρυθμου
και αμφιλεγόμενου ποιητή, που κάποτε επαιρόταν πως σίτιζε και διατηρούσε στο
διαμέρισμά του τόσα γατιά, όσα είχε και ο Καβάφης. (Κάτι ανάλογο συνέβαινε και
με τον αριθμό των ποιημάτων του: ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ισχυριζόταν πως τα
αποδεκτά από τον ίδιο ποιήματά του ήταν 365, όσες και οι βυζαντινές εκκλησίες
της Θεσσαλονίκης)3.
Η όλη αφήγηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου
κρύβει τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα, δείχνει το δέσιμό του με τα ζώα αλλά και
την ταύτιση της ύπαρξής τους με συμβάντα που αφορούν συγγενικά του πρόσωπα
(κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Σφυρίδη, σε κάποια του διηγήματα, με τα
δικά του ζώα). Αυτή η ταύτιση του ποιητή με τα ζώα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον
όταν π.χ. πιστεύει ότι η γατούλα του ήρθε θεόσταλτη στην κηδεία της μητέρας του
και πως ήταν μοιραίο να την υιοθετήσει.
Από τον πρόλογο της αφήγησης φαίνεται πως,
κάποιες φορές, η αγάπη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τις γάτες υπερκεράζει
ακόμη και την αγάπη του για τους ανθρώπους ή για την τέχνη. Λέει χαρακτηριστικά
στη σ. 180: «Αντί να σας πω λίγα λόγια για τα ποιήματά μου, σκέφτηκα να σας
μιλήσω για τα γατιά μου… Μιλώντας για ποιήματα γλιστράμε σε κουλτουριάρικες
αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη δεν ξεφεύγουμε
από την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή, παρά αναλύσεις για την
τέχνη».
Ωστόσο, το πιο βαθύ και σοβαρό κείμενο του
Χριστιανόπουλου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τρία ή τέσσερα ποιήματά του που
αναφέρονται σε γάτες, είναι το πεζόμορφο ποίημα «Γάτα» (Νεκρή πιάτσα,
πεζά ποιήματα, Διαγώνιος, 1990). Εδώ ο ποιητής, πολύ πετυχημένα κατά τη γνώμη
μου, αντιπαραθέτει τη συμπεριφορά και τα καμώματα της γάτας του με την ερωτική
του ιδιαιτερότητα, νιώθοντας εντέλει ο ίδιος ανεπαρκής απέναντι στη σοφία του
ζώου. Αντιγράφω το ποίημα:
«Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της
βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει από τα χέρια μου το
κρέας, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια.
Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να
’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να
την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό
τραβιέται;
Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές·
χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμη να την
καταλάβω».
Οι
γάτες του Μπουκόβσκι
Αν
η γάτα στον Χριστιανόπουλο είναι εκείνη που του προξενεί τρυφερά φιλοζωικά
αισθήματα και αποτελεί αιτία ενδοσκόπησης κα συνειδητοποίησης της ερωτικής του
κλίσης και, κατ’ επέκταση, της τραγικότητας της ζωής του, στον Μπουκόβσκι
αποτελεί όχι μόνο αστείρευτη πηγή συγγραφικής έμπνευσης αλλά και λόγο έκφρασης
πολλών συναισθημάτων που αφορούν τον έρωτα, τη γυναίκα, το κοινωνικό περιθώριο,
τους τσακισμένους ανθρώπους της ζωής, τον θάνατο. Εδώ, το εύρος των
παρατηρήσεων και των συναισθημάτων είναι μεγάλο. Αποτελεί απορίας άξιον πως ο
κυνικός, ο αντιλυρικός, ο πραγματιστής, ο σωματικός Μπουκόβσκι σκαλώνει
κυριολεκτικά από τη μορφή και την ύπαρξη της γάτας, γοητεύεται από το σκοτεινό
και δυσερμήνευτο της υπόστασής της και γράφει τόσο τρυφερά και αληθινά ποιήματα
και μικρά κείμενα (Τσαρλς Μπουκόβσκι Για τις γάτες (μτφρ. Γιώργος
Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη), απ’ όπου και όλα τα παρακάτω αποσπάσματα). Θαυμάζει
και αποδέχεται τη γάτα στην ολότητά της, ταυτιζόμενος μαζί της ακόμη και ως
προς τη συγγραφική δραστηριότητα: «Δεν θέλω να σχεδιάζω / σαν τον Μοντριάν, /
θέλω να σχεδιάζω σαν σπουργίτι φαγωμένο από γάτα» (σ. 14). Αλλού, πάλι, σαν
παραλλαγή της παραπάνω σκέψης, αναφέρει: «Μικρά πουλιά που μπαίνουν στον δρόμο
των γάτων τραγουδούν συνέχεια μες στο κεφάλι μου» (σ. 24). Και παρακάτω, πιο
λειασμένη πιο καταλαγιασμένη, η ίδια πάλι σκέψη, με πιο βιωματικό, τώρα, υπόβαθρο,
πιο προσωποποιημένη αυτή τη φορά: «Τα εργοστάσια, οι φυλακές, οι μεθυσμένες
μέρες και νύχτες, τα νοσοκομεία με έχουν εξουθενώσει και ταρακουνήσει σαν
ποντίκι στο στόμα μιας μουράτης γάτας: ζωή» (σ. 28)
Έχουμε κι εδώ ονομαστικές αναφορές σε
ποικίλες γάτες που συντρόφευσαν τον ποιητή στη ζωή του (Τινγκ, Ντινγκ, Μπίκερ,
Μπάου, Φέδερ, Μπιούτι κ.ά.), θαυμασμό στον τρόπο ζωής της γάτας και στη
συμπεριφοράς της ως κατοικίδιο, αναφορά σε αιγυπτιακές δοξασίες που ταύτιζαν
τις γάτες με θεότητες, συγκίνηση για τον αναπάντεχο χαμό τους στους δρόμους
(«μη κλασική συμφωνία», «ένα για τον παλιόφιλο» κτλ.) ή παραλληλισμό της γάτας
με τη γυναίκα και τον έρωτα: «Δεν μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα,
πρέπει να σου έρθει σαν πεινασμένη γάτα στην πόρτα» (σ. 39).
Κάποιες φορές η παρακολούθηση της κίνησης
της γάτας τον οδηγεί σε κατάσταση ζεν, ενώ βρίσκω πολύ τρυφερό και αληθινό τον
στίχο της σ. 51, όπου ο συγγραφέας παραλληλίζει τον θάνατο μιας γάτας με την
αγάπη, μια λέξη τόσο ταλαιπωρημένη και φθαρμένη στο καθημερινό μας λεξικό:
«Αγάπη είναι οι πατημένες γάτες του σύμπαντος». Τέλος, ο Μπουκόβσκι, όπως και ο
Ντίνος Χριστιανόπουλος, νιώθει κι εκείνος δέος απέναντι στη σοφία της γάτας,
και επισημαίνει: «Όταν νιώθω πεσμένος / αρκεί απλά / να παρατηρήσω / τις γάτες
μου / και το / θάρρος μου / επανέρχεται. // μελετώ αυτά τα / πλάσματα. // είναι
οι / δάσκαλοί μου» (σ. 123).
Θα κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά στις γάτες
του Μπουκόβσκι με το ποίημα «ένας αναγνώστης» (σ. 59). Κυνισμός, ειρωνεία,
τρυφερότητα, χιούμορ, αυτοσαρκασμός και η παρουσία του γάτου του ως συγγραφικό
ελιξίριο, όλα συμπυκνωμένα με μεγάλη μαστοριά μέσα σε οκτώ μόλις στίχους.
Αντιγράφω:
«ο γάτος μου έχεσε στο αρχείο μου /
σκαρφάλωσε στο Golden State Sunkist / το πορτοκαλί κουτί / κι έχεσε στα
ποιήματά μου / στα πρωτότυπα ποιήματά μου / τα φυλαγμένα για τα πανεπιστημιακά
αρχεία. // αυτός ο μονόφθαλμος χοντρός μαύρος κριτικός / με ξέγραψε».
__________________________________________
1. Γάτες / ο Αδαμάκος, book press,
Αύγουστος 2013
2. Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα
βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), 2011, εκδ.
Νησίδες, αναφορά στη σελ. 51
3. Συνέντευξη του ποιητή στον Στάθη
Τσαγκαρουσιάνο, symbol, τεύχ. 16-3-2002
(book press, Φεβρουάριος 2020)
●
ΦΡΙΝΤΑ ΣΦΥΡΙΔΗ, Η ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ
Περικλής
Σφυρίδης, Φρίντα Σφυρίδη, η ζωγράφος της Σκύρου, λεύκωμα, ιδίοις
αναλώμασιν, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 104
Η
Φρίντα Σφυρίδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1937. Εργάστηκε ως δασκάλα
ζωγραφικής στα ιδιωτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικά Εκπαιδευτήρια» και
«Πρότυπα Εκπαιδευτήρια», παρουσιάζοντας κάθε χρόνο εκθέσεις ζωγραφικής των
μαθητών της. Ζωγράφιζε η ίδια από μικρή και ευτύχησε, στη διάρκεια της
καλλιτεχνικής της πορείας, να γνωρίσει τρεις σημαντικούς ζωγράφους της
Θεσσαλονίκης, από τους οποίους επηρεάστηκε καλλιτεχνικά. Τον κατ’ εξοχήν
δάσκαλό της, τον Στέλιο Μαυρομάτη, στο ατελιέ του οποίου διδάχτηκε την τεχνική
της ακουαρέλας και την τεχνοτροπία της «μεικτής τεχνικής». Τον Πάνο Παπανάκο,
από τον οποίο διδάχτηκε τον τρόπο με τον οποίον εκείνος δούλευε τις τέμπερες
στα έργα του. Και τον ζωγράφο και γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ, που, με τα έργα του
της απλής ή της πολλαπλής μονοτυπίας, έδωσε ώθηση στις καλλιτεχνικές της
αναζητήσεις. Η επίδραση του έργου των τριών προαναφερθέντων προσώπων ξεχωριστά
υπήρξε γόνιμη και δημιουργική στο έργο της Φρίντας Σφυρίδη, κάνοντάς την να
κατακτήσει η ίδια ένα απόλυτα προσωπικό ύφος.
Ένα
χρόνο μετά τον θάνατο της Φ. Σ. από καρκίνο (2016), δηλαδή το 2017, ο σύντροφός
της στη ζωή και σημαντικός πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης, ετοίμασε,
ιδίοις αναλώμασιν, ένα λεύκωμα με πίνακες της Φρίντας, ταξινομημένες ανά
θεματική ενότητα, με βιογραφικά στοιχεία της ζωγράφου, εκτενές τεχνοκριτικό
κείμενο (με στοιχεία μαρτυρίας) του ίδιου για τη ζωγραφική της και, τέλος, με
δύο αυτοσχόλια της ίδιας της ζωγράφου για το συνολικό της έργο.
Από
το εκτενές, μεστό και κατατοπιστικό κείμενο του Π. Σ. –ο ίδιος, εκτός από
πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, έχει τυπώσει και βιβλία τεχνοκριτικής,
κυρίως για ζωγράφους της Θεσσαλονίκης– σημειώνω και επικεντρώνομαι στις
παρακάτω διαπιστώσεις (ή και πληροφορίες) αναφορικά με το έργο της Φ. Σ.
* Υπήρξε αυτοδίδακτη ζωγράφος, και
εμφανίστηκε καλλιτεχνικά στη δεκαετία του 1970, με ακουαρέλες.
* Η πρώτη ζωγραφική της περίοδος
χαρακτηρίζεται από μια ιμπρεσιονιστική διάθεση, αφού προσπαθούσε να αποδώσει
εικαστικά τη φευγαλέα συγκίνηση που της προκαλούσαν τα λουλούδια σε γλάστρες ή
ανθοδοχεία ή ανθισμένα κλωνάρια οπωροφόρων δέντρων ή αγριολούλουδα (σ. 9)
* Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα της από το
1976 σε ομαδικές εκθέσεις στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου
Χριστιανόπουλου – όλοι, πλέον, αντιλαμβάνονται πως ο αυστηρός και τελειομανής
ποιητής της Θεσσαλονίκης δεν θα επέτρεπε την έκθεση έργων στην πινακοθήκη του
κάποιων δημιουργών, που, τουλάχιστον, δεν είχαν να παρουσίαζαν (αν όχι κάτι το
εξαιρετικό) τουλάχιστον κάτι το ξεχωριστό και το ενδιαφέρον. Εκεί
πραγματοποίησε και την πρώτη ατομική της έκθεση
το 1983 με λουλούδια (ακουαρέλες).
* Από τη δεκαετία του ’80, η Φ. Σ. νιώθει
την ανάγκη ν’ απαθανατίσει ζωγραφικά όλα τα ξωκλήσια της Σκύρου –τόπος
καταγωγής του πατέρα του Π. Σ., που τον αγάπησε και τον αισθάνθηκε και η ίδια
ως δικό της τόπο, αφού εκεί η οικογένεια Σφυρίδη έχει το εξοχικό της κατάλυμα,
κι η ζωγράφος στο νησί έμενε, για
χρόνια, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο– κάτι για το οποίο «συνέβαλε
καθοριστικά η γνωριμία της με τον Παπανάκο, που και αυτός, στη ζωγραφική του
πορεία, είχε ακολουθήσει αυτόν τον τρόπο∙
αγαπούσε επίσης τη θρησκευτική μας παράδοση κι έχει δημιουργήσει μια
παρόμοια ενότητα από εκκλησίες, ξωκλήσια και προσκυνητάρια» (σ. 11). Το ότι η
Φ. Σ. κατόρθωσε μια πετυχημένη σύζευξη του εικαστικού της στόχου με τα
προσωπικά συναισθήματα που της προσέφερε το κάθε ξωκλήσι που ζωγράφιζε, κατά
τον Σφυρίδη, ίσως οφείλεται πως, πέρα από προσωπική ευαισθησία, γνώριζε την
ιστορία που κουβαλούσε το κάθε ξωκλήσι, έχοντας, επιπλέον, συμμετάσχει πολλές
φορές σε λειτουργίες που γίνονταν στα ξωκλήσια αυτά (σ. 12). (Εδώ, ο Σφυρίδης
ως καθαρά βιωματικός πεζογράφος, επιχειρεί, και με την ιδιότητα του
τεχνοκριτικού, ν’ αναδείξει την καταλυτική σημασία του βιώματος και σ’ ένα έργο
ζωγραφικής)
Μια άλλη θεματική ενότητα του έργου της Φ.
Σ. είναι το Σκυριανό καρναβάλι και οι Γέροι, οι Κορέλες και οι Φράγκοι. Ο Π. Σ.
κάνει μια διεξοδική αναφορά στα σκυριανά αυτά έθιμα για να μπορέσει ο μελετητής
της ζωγραφικής της Φ. Σ. (ή και ο απλός φιλότεχνος) να αντιληφθεί και να νιώσει
περισσότερο τόσο τη θεματική επιλογή της ζωγράφου όσο και τον ψυχισμό της, που
αντανακλάται στα συγκεκριμένα έργα της. Το ίδιο κάνει, παρακάτω, και για τα
Σκυριανά αλογάκια – μια ακόμη θεματική ενότητα των έργων της ζωγράφου. Τα έργα
των δύο αυτών ενοτήτων η Φ. Σ. τα παρουσίασε το 1998 και 2001 αντίστοιχα στην
αίθουσα εκθέσεων του Πνευματικού Κέντρου της Σκύρου.
Η σημαντικότερη, κατά τη γνώμη μου,
καλλιτεχνική στιγμή του συνολικού έργου της Φ. Σ. είναι η ενότητά της «Καΐκια
και βάρκες» (Ιανός Θεσσαλονίκης, 2004). Στους πίνακες αυτούς, που απουσιάζει
παντελώς το ανθρώπινο στοιχείο, αναδεικνύεται εντυπωσιακά η εγκατάλειψη, ο
παροπλισμός, η αποσάθρωση των υλικών πραγμάτων (και, κατ’ επέκταση, των
ανθρώπων που απουσιάζουν), αλλά και η περιπλάνηση, η μοναξιά, η ανθρώπινη μοίρα
εν γένει, και αυτή η αιώνια περιδιάβαση του ανθρώπινου βλέμματος πάνω στο
δίπολο ζωή-θάνατος. Γράφει, στη σ. 19, ο Π. Σ.: «Βάρκες, λοιπόν, σε ήσυχα νερά
και ήρεμα λιμανάκια ή ακρογιάλια που αναδίδουν μια εσωτερική γαλήνη, βάρκες σε
φουρτουνιασμένο πέλαγος που προκαλούν αισθήματα κινδύνου ή φόβου, σκαριά
καλοφτιαγμένα που δεν κρύβουν την περηφάνια τους, και, τέλος, βάρκες
τραβηγμένες έξω, στη στεριά, τον χειμώνα, που εκφράζουν μια θυμόσοφη καρτερία…»
(σ. 19).
Ακολουθεί η σειρά «Λάφυρα από στεριά και
θάλασσα» (Ιανός Θεσσαλονίκης, 2008)∙ έργα συνήθως μεγάλων διαστάσεων δουλεμένα
με ακρυλικά χρώματα και λάδια, όπου,
εκτός από βάρκες και καΐκια, η θεματική ματιά της επεκτείνεται στο Χωριό (έτσι
λένε οι Σκυριανοί τη χώρα) που με τα άσπρα του κυβόσχημα σπιτάκια να σκαρφαλώνουν από τον παραθαλάσσιο
οικισμό Μαγαζιά μέχρι το Κάστρο στην κορυφή του λόφου, αλλά και τοπία από
εξοχές της Σκύρου με χωράφια και αιωνόβια δέντρα, ελιές και πεύκα.
Η τελευταία σειρά πινάκων της ζωγραφικής
δημιουργίας, της Φ. Σ. με τον τίτλο «Κατάνυξη», παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη
(αίθουσα εκθέσεων του «Πολιτιστικού Συλλόγου Σαράντα Εκκλησιών» (2008) και στο
Βερολίνο (2010). Εσωτερικά εκκλησιών, μισοκαταστραμμένες τοιχογραφίες, φορητές
εικόνες των αγίων, μανουάλια με αναμμένα κεριά, καντήλια, ιερά σκεύη και
ξυλόγλυπτα τέμπλα κυριαρχούν στους πίνακες αυτής της ενότητας. Ο Π. Σ.
επισημαίνει επ’ αυτών: «Η χρωματική της γλώσσα χαμηλώνει. Όλο το στήσιμο του
πίνακα αποπνέει μια μορφή ορθόδοξης χριστιανικής κατάνυξης, κάτι που εμένα
προσωπικά με ξάφνιασε, αφού η Φρίντα στη ζωή της δεν υπήρξε βαθιά θρησκευόμενο
άτομο» (σ. 20)
Ας κλείσει, όμως, αυτό το κείμενο όχι η
διεισδυτική και εύστοχη ματιά του Σφυρίδη πάνω στη ζωγραφική της Φ. Σ., αλλά η
ίδια η ζωγράφος της Σκύρου, στον επίλογο του δεύτερου αυτοσχόλιού της:
«…Δεν ξέρω αν αυτή την αγάπη για το νησί,
τη Σκύρο, την παράδοση και την κατάνυξη που νιώθω στις εκκλησίες και τα
ξωκλήσια της, κατόρθωσα να τα μετουσιώσω σε εικαστική δημιουργία. Εγώ γνωρίζω
μόνο ότι προσπάθησα»
(book press, Οκτώβριος 2017)
●
«ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΜΕ,
ΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ…»
Σταύρος
Ζουμπουλάκης, Για το σχολείο, δοκίμια, εκδόσεις Πόλις, 2017, σελ. 192
Αν
συνοψίσει κανείς τις εκάστοτε ιδιότητες του Σταύρου Ζουμπουλάκη (1953), έτσι
όπως τις γνωρίζουμε αλλά και όπως αναφέρονται στο αυτί του τελευταίου βιβλίου
του Για το σχολείο (Πόλις, 2017), δηλαδή φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση,
διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία επί δεκαπενταετία, πρόεδρος του Δ. Σ. του
Βιβλικού Ιδρύματος «Άρτος Ζωής», επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων και αρκετές άλλες ακόμη, νομίζω πως η συνισταμένη τους οδηγεί σε δύο
λέξεις-κλειδιά, λέξεις συχνά παρεξηγημένες και φορτισμένες με διαφορετικά
πρόσημα, ίσως και κάπως φθαρμένες από τη συχνή τους χρήση αλλά και τον αήττητο
λαϊκισμό που όλα τα ισοπεδώνει: διανοητής και δάσκαλος. Αυτές οι δύο επικρατούσες
ιδιότητες, νομίζω, κυριάρχησαν μέσα του και τον έκαναν να συγκεντρώσει στον
παρόντα τόμο κείμενα για το σχολείο, την εκπαίδευση και την εκπαιδευτική πράξη,
είκοσι τον αριθμό, «δεκαεννιά για το σχολείο και ένα από το σχολείο», όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, τα οποία, στη
συντριπτική τους πλειοψηφία, δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό Νέα Εστία
και στις εφημερίδες «Αυγή» και «Καθημερινή».
Σχολείο
μετάδοσης και όχι καινοτομίας
Ο
βασικός άξονας της συλλογιστικής και των προβληματισμών του Σ. Ζ. σε όλα τα
κείμενά του είναι πως το σχολείο είναι ένας θεσμός μετάδοσης γνώσης και
παράδοσης, στους μαθητές, του πολιτισμού των προγόνων και των κλασικών έργων
του παρελθόντος, και όχι θεσμός καινοτομίας, ενώ κεντρική μορφή του σχολείου
είναι ο δάσκαλος, που αναλαμβάνει την ευθύνη να διδάξει τον μαθητή, σε μία
σχέση μαζί του που, εξ ορισμού, κρίνεται ασύμμετρη. Η θέση αυτή, εμποτισμένη σε
όλα τα κείμενα του βιβλίου, με μια πρόχειρη και επιφανειακή εκτίμηση από
κάποιον «προοδευτικό» αναγνώστη ή εκπαιδευτικό, μπορεί να εκληφθεί ως άκρως
συντηρητική, όμως ο συγγραφέας όχι απλώς δεν τη θεωρεί συντηρητική, αλλά
αυτονόητη και αληθινή. Και κάτι περισσότερο: Πιστεύει πως αυτή του η θέση
αγγίζει τα όρια της ουτοπίας, ως πρόωρη, αψηλάφητη αλήθεια, αφού η απομάκρυνση
του σημερινού σχολείου από τον αληθινό του προορισμό μάς έχει φτάσει στο σημείο
να θεωρούμε άκρως επαναστατικό και πρωτοποριακό το να βρει κάποτε αυτό τον
αληθινό προορισμό του. Να κυριαρχήσει δηλαδή κάποτε το αυτονόητο της υπερβολής,
της διαστρέβλωσης και του εκτροχιασμού του νοήματος και του στόχου του ως
θεσμού.
Ο
Σ. Ζ. αντιλαμβάνεται το σχολείο όχι ως θεσμό καινοτομίας και επικοινωνίας, αλλά
συντήρησης και μετάδοσης γνώσεων από τον δάσκαλο στους μαθητές. Θεωρεί ολέθριο
ιδεολόγημα ότι το παιδί βρίσκεται στο επίκεντρο του σχολείου, που με τη σειρά
του δεν είναι χώρος επικοινωνίας, ζωής, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών
και των ταξικών ανισοτήτων και «άλλων ωραίων πραγμάτων», όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει (σ. 29). Ο δάσκαλος δεν είναι εμψυχωτής (animateur) αλλά οφείλει να
έχει τη μεταδοτική ικανότητα και να γνωρίζει εις βάθος το περιεχόμενο του
μαθήματος που διδάσκει. Το σχολείο οφείλει να είναι κλειστό στη ζωή, γιατί
«ανοίγω το σχολείο στη ζωή σημαίνει ανοίγω τον δρόμο για να γίνει το σχολείο
προέκταση της οικογένειας, με τον δάσκαλο στον ρόλο του μπαμπά, ή, περισσότερο,
της μαμάς των μαθητών, … , και η αίθουσα διδασκαλίας προέκταση του παιδικού ή
εφηβικού δωματίου» (σ. 41). Αλλού, (σ. 48), ο Σ. Ζ. αναφέρει: «Τους μαθητές,
λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον
δρόμο της γνώσης», για να αντιδιαστείλει τον επαρκή δάσκαλο με τον
ναρκισσιστικό τύπο του συναισθηματικού δασκάλου που «φέρνει μέσα στην τάξη την
οικογένεια». Ο θεσμός της Βουλής των Εφήβων κρύβει, κατά τον συγγραφέα, την
«αβουλία των εφήβων» και αποκαλύπτει τον μικρομεγαλισμό των εφήβων-βουλευτών,
βασισμένος στο πολιτιστικό φαινόμενο του «φιλονεϊσμού» που τον πριμοδοτεί.
Φυσικά ο συγγραφέας στέκεται αρνητικά απέναντι στις σχολικές καταλήψεις που
αποσαθρώνουν το δημόσιο σχολείο θεσμικά και συμβολικά, αλλά από την άλλη, θεωρεί
βλακώδεις και αντεθνικές τις υπουργικές αποφάσεις που στερούν από αριστούχους
μαθητές που δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια και, παράλληλα, έχουν
πάρει απαλλαγή από το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, το δικαίωμα να σηκώνουν την
ελληνική σημαία στις παρελάσεις και στις εθνικές γιορτές. Στο ζήτημα της
διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο Σ. Ζ. έχει
θετική στάση και δικαιολογεί τη μη ορθή διδασκαλία τους στο ότι «η παράταξη του
δημοτικισμού και εν γένει του προοδευτικού παιδαγωγισμού δεν έτρεφε ποτέ φιλικά
αισθήματα για τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας». Πολύ ενδιαφέρουσες οι θέσεις
του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο (για το πώς θα γεμίσει μια
ώρα διδασκαλίας ποίησης προτείνει κάτι απλό και ευφυές –και αποτελεσματικό, θα
πρόσθετα από τη δική μου εμπειρία–: διαβάζοντας πολλά άλλα ποιήματα του ίδιου
ποιητή ή άλλων ποιητών, και όχι κάνοντας εξαντλητικού τύπου αισθητική ανάλυση
του ενός μόνο ποιήματος), για το φάντασμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που
όλο την περιμένουμε και ποτέ δεν έρχεται, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια των
πολιτικών όλων των κυβερνήσεων, και για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης του
εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, κάτι που σκοντάφτει στην τακτική και
στις αντιλήψεις των συνδικαλιστών και των εργατοπατέρων αυτής της χώρας. Τέλος,
για το μάθημα των Θρησκευτικών (προφητικό κείμενο, γραμμένο πριν από 17 χρόνια)
πιστεύει πως για να μην αποσυρθεί και καταργηθεί ως μάθημα, θα πρέπει να
διδάσκεται ως βιβλικό και όχι ως ομολογητικό μάθημα, γιατί, ως τέτοιο, έχει
κλείσει προ πολλού ο κύκλος του (σ. 145).
Τελικές
επισημάνσεις
Οι
θέσεις και οι αντιλήψεις του Σ. Ζ. για το σχολείο μπορεί να ερεθίσουν, να
προκαλέσουν δυσφορία ή και αποστροφή σε πολλούς που επένδυσαν (ηθικά,
παιδαγωγικά, ιδεολογικά) στο νέο σχολείο, στη μαθητοκεντρική εκπαίδευση, στις
καινοτόμες δράσεις, στην πληθώρα των πολιτιστικών προγραμμάτων, στο γκρέμισμα
της αυθεντίας του δασκάλου και στην αυτοακύρωση του παλιού του ρόλου, με την
ιδιότητα του εμψυχωτή ή του διαμεσολαβητή γνώσεων, το περιεχόμενο των οποίων
επιλέγουν τα ίδια τα παιδιά. Πιστεύω πως, όποια αντίληψη κι αν έχει ο καθένας
μας για τον θεσμό και τον ρόλο του σχολείου (είτε ζώντας τον εκ των έσω, ως
εκπαιδευτικός, είτε από μακριά), δεν μπορούμε να αρνηθούμε και να μην
αναγνωρίσουμε τα παρακάτω:
Ο Ζουμπουλάκης είναι πρακτικός, ρεαλιστής
και ουσιαστικός στις απόψεις του, μαχόμενος, πρωτίστως, για την εξασφάλιση της
κανονικότητας της λειτουργίας του σχολείου και συγκρουόμενος με έναν αέναο
μεταρρυθμιστικό οίστρο και έναν κούφιο παιδαγωγικό προοδευτισμό, που, τις
περισσότερες φορές, είναι λόγια και πράξεις (ή μη πράξεις) ανθρώπων που
κυνηγούν Χίμαιρες.
Μιλάει από πρώτο χέρι, αφού δούλεψε επί 15
χρόνια ως φιλόλογος σε Γυμνάσια και Λύκεια ιδιωτικών σχολείων της Αθήνας.
Εκτιμά, τονώνει και στηρίζει την έννοια
και το κύρος του δασκάλου, που τείνει στην εποχή μας να χάσει το αληθινό και
ουσιαστικό της περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του
δασκάλου στο σημερινό σχολείο.
Λειτουργεί εξισορροπητικά και συνθετικά
στις δύο τάσεις-φιλοσοφίες της εκπαίδευσης και του σχολείου που, διαχρονικά,
κυριάρχησαν (αυστηρά δασκαλοκεντρικό παλιό σχολείο με κατήχηση, ιδεοληψίες,
τιμωρίες και κακού τύπου εκπαίδευση από τη μια, ανοιχτό σχολείο τύπου «παιδικής
χαράς» ή «λούνα παρκ» με ακυρωμένο τον δάσκαλο και πληθώρα καινοτόμων δράσεων
που αναιρούν την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την άλλη).
Απομυθοποιεί, με τόλμη, σύγχρονες
μεταρρυθμιστικές προθέσεις και απόπειρες προσώπων που ηγήθηκαν του Υπουργείου
Παιδείας, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν (Ράλλης, Αρσένης, Διαμαντοπούλου),
επισυνάπτοντάς τους αμέλειες, σφάλματα, παραλείψεις ή, το λιγότερο, διφορούμενη
γλώσσα στις εξαγγελίες τους.
Όλα τα δοκίμια είναι αποστάγματα βαθιάς
αγάπης και εκδήλωση γνήσιας αγωνίας-ανησυχίας για το μέλλον του σχολείου, του
ρόλου του δασκάλου και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
(book press, Μάιος 2017)
●
ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΟΔΗΓΟΣ,
ΣΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Σήμερα
το πρωί, Δευτέρα 6 Ιουλίου του 2015 (την επομένη της ηχηρής άρνησης του
«υπερήφανου» λαού μας στους μπαταχτσήδες Ευρωπαίους δανειστές μας!) και περί
την ενδεκάτη πρωινή, περίμενα σε στάση επί της Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, στην
περιοχή Χαριλάου (την αμέσως πρώτη, μετά το τέρμα των λεωφορείων επί της Νέας
Ελβετίας) το αστικό λεωφορείο αριθμός 10, για να κατεβώ στο κέντρο της πόλης.
Ευρισκόμενος ακριβώς μπροστά στη στάση, πέντε μόλις μέτρα από παρακείμενο
περίπτερο, βλέπω αυτοκίνητο Ι.Χ. να με πλησιάζει επικίνδυνα. Πλησιάζει στο
κράσπεδο του πεζοδρομίου όπου και στέκομαι, ενώ ο προφυλακτήρας του σχεδόν με
αγγίζει τη στιγμή του παρκαρίσματος. Συγκρατώ την ψυχραιμία μου, μουλαρώνω και
δεν κινούμαι, βασιζόμενος στην προσοχή του οδηγού και στο νόμιμο της δικής μου
τοποθέτησης επί του πεζοδρομίου, ακριβώς μπροστά στη στάση των λεωφορείων.
Έκπληκτος, τότε, διαπιστώνω να βγαίνει από το σταθμευμένο όχημα σε έξαλλη
κατάσταση οδηγός μετρίου αναστήματος (τζιν, σαγιονάρες, σκούρο μπλε μπλουζάκι,
μάλλον επώνυμης μάρκας) και να μου επιτίθεται φραστικά ως εξής: «Δεν κουνιέσαι,
ε; Βήμα δεν κάνεις πίσω. Σωραίοοοος!» «Γιατί να κουνηθώ;» του απαντώ ατάραχος.
«Στη στάση περιμένω. Εσύ, γιατί παρκάρεις εδώ;». Ο οδηγός γίνεται περισσότερο
λάβρος, για το χαμένο του δίκαιο και την τσαλακωμένη αξιοπρέπειά του. «Πού να
το παρκάρω, ρε, για να πάρω τσιγάρα; Ε, για πες μου;» γίνεται περισσότερο
επιθετικός. «Κοίταξε, αυτό είναι ένα θέμα που θα έπρεπε να σε απασχολήσει
προτού μπεις στο αμάξι και οδηγήσεις», εξακολουθώ να τον αντιμετωπίζω με
απάθεια. «Εμ , βέβαια... Μας γίνατε τώρα όλοι Ευρωπαίοι. Όλοι, τώρα, Ευρωπαίοι,
γαμώ το κέρατό σας!», πέταξε εις διπλούν την αντιμνημονιακή του χειροβομβίδα,
βέβαιος πως με έκανε κομμάτια. Τη στιγμή εκείνη χτυπά το κινητό του. Με
παρατάει και τρέχει στο περίπτερο για τα τσιγάρα του, ενώ παράλληλα εξακολουθεί
να δίνει ακατάληπτες εντολές σε άγνωστα αυτιά σαν μπαρουτοκαπνισμένος
στρατάρχης εν ώρα μάχης, λίγο πριν από τον βομβαρδισμό ανοχύρωτης πόλης. Εν τω
μεταξύ έχει φτάσει από πίσω και το αστικό, και ο οδηγός του κορνάρει
παρατεταμένα για να φύγει το σταθμευμένο όχημα, και να μπορέσει να σταματήσει
κανονικά στη στάση.
Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς αυτόν τον άγνωστο οδηγό, για την τιμή
που μου έκανε να με συμπεριλάβει στον πολιτισμένο κόσμο και να με αποκαλέσει
«Ευρωπαίο». Εγώ, δυστυχώς, από μεριάς μου δυσκολεύτηκα αφάνταστα να τον
τοποθετήσω –φραστικά ή νοητικά– σε κάποια από τις υπόλοιπες ηπείρους της γης.
Ούτε για Αμερικάνος μού έκανε ούτε για Ασιάτης ούτε για Αφρικανός αλλά ούτε και
για Ωκεάνιος. Μάλλον, υπέθεσα, ανήκει σε κάποια αδιευκρίνιστη, πιθανότατα
ανεξερεύνητη ήπειρο, που ακόμα δεν πάτησε εκεί ανθρώπινο πόδι. Κράτησα από
μνήμης τον αριθμό του αυτοκινήτου του, όχι από εκδικητική διάθεση ούτε για να
τον εκθέσω – πώς να εκθέσεις άλλωστε έναν θριαμβευτή των δημοψηφισμάτων, των
λαϊκών εξεγέρσεων και της ζωής; Η πινακίδα του αυτοκινήτου είναι ΝΖΛ 70... Τους
δύο τελευταίους αριθμούς είμαι διατεθειμένος να τους αποκαλύψω σε όποιον
ενδιαφερόμενο συγγραφέα-συνεργάτη της book press επιθυμεί να τον αναζητήσει και
να τον γνωρίσει από κοντά, συνομιλώντας μαζί του. Μπορεί, έτσι, να του σταθεί
χρήσιμος ως δευτερεύων (ή τριτεύων) ήρωας σε κάποιο του μυθιστόρημα, σε βιβλίο
όπου η λογοτεχνία αντιγράφει την ίδια τη ζωή ή σε βιβλίο που αφορά την
οικονομική κρίση. Προσωπικά, ο τύπος αυτός, λογοτεχνικά, εξακολουθεί να μου
είναι παντελώς άχρηστος, ακόμα και ως παραγέμισμα της μισής σελίδας σε νουβέλα
ή εκτεταμένο διήγημα. Και πάλι, όμως, νιώθω την ανάγκη να τον ευχαριστήσω από
καρδιάς για τη συνάντησή μας εκείνο το πρωινό του Ιούλη στη στάση, για τη θερμή
και ειλικρινή συνομιλία που είχαμε μαζί, αλλά και για τις ενδιαφέρουσες απόψεις
περί πολιτισμού, που, εν αγνοία του και άθελά του, τόσο εύγλωττα και γλαφυρά
εξέφρασε.
(book press, Ιούλιος 2015)
●
Ο ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Η
διαδικτυακή πύλη Book Press, εδώ και χρόνια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και
ευαισθησία αναφορικά με τις νέες φωνές στον χώρο της λογοτεχνίας, μέσα από
αφιερώματα, βιβλιοκρισίες αλλά και διαγωνισμούς διηγημάτων, που αφορούν νέους
ανθρώπους που θέλουν να εκφραστούν δια του λόγου, πεζού ή ποιητικού. Για την
εκδήλωση της ΔΕΒΘ* «Νέοι άνθρωποι-Νέες φωνές: σκιαγραφώντας το λογοτεχνικό
τοπίο του μέλλοντος» (Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών) επέλεξε από τους
πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους τον Άκη Παπαντώνη για τη νουβέλα του Καρυότυπος
που τυπώθηκε το 2014 από τις φροντισμένες εκδόσεις Κίχλη, και απέσπασε
ενθαρρυντικές κριτικές για την ποιότητα της γραφής του.
Στην εν λόγω νουβέλα ένας τριαντάχρονος
μοριακός βιολόγος, alter ego του συγγραφέα, ο Ν. Οικονομόπουλος, εργάζεται στην
Οξφόρδη σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο Τμήμα Βιοχημείας που έχει ως θέμα: «Μελέτη
συμπεριφοράς: Η βιοχημεία της μνήμης της στοργικότητας». Η οπτική του αφηγητή
βρίσκεται στο ύψος των ποδιών των περαστικών, αφού ζει σε ημιυπόγειο διαμέρισμα
του Λονδίνου – εκεί διαδραματίζονται αρκετά κεφάλαια της αφήγησης. Στη νουβέλα,
που είναι χωρισμένη σε μικρές ενότητες, δεν υπάρχει σημαντική δράση (σχεδόν
αμελητέα) υπάρχει πάντως υπόγεια εσωτερική δράση στον ψυχισμό του ήρωα. Ο ήρωάς
μας είναι ένας απόκοσμος τριαντάρης, λιτός στον τρόπο ζωής του, ολιγαρκής,
αφοσιωμένος στην επιστήμη και στις παρατηρήσεις του, η ματιά του κοφτερή,
ακριβής και επιστημονική, καταγράφει τα πάντα γύρω του, μελετά τα φαινόμενα της
ζωής, δίχως ο ίδιος να ζει. Περπατά ατέλειωτες ώρες στους δρόμους του Λονδίνου,
ακούει μουσική ή καταγράφει σε κασετοφωνάκι τις σκέψεις του. Έχει στον
χαρακτήρα του κάποια ψευδοαυτιστικά στοιχεία, και, από τις σκέψεις του ή τα
λόγια που μαγνητοφωνεί, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δυσκολεύεται να
προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και στη νέα γλώσσα.
Ο λόγος του Παπαντώνη είναι μικροπερίoδος,
πυκνός, γυμνός και νευρώδης. Υπάρχει ένα είδος σύζευξης της ζωής του ήρωα, που
ζει αποκομμένος από τον ομφάλιο λώρο της εφηβείας του, του παρελθόντος του και
της οικογένειάς του στην Αθήνα, με τις μελέτες που κάνει στα ποντίκια, τα οποία
έχουν απομακρυνθεί από τη βιολογική τους μητέρα. Γενικά υπάρχει μια σύζευξη της
επιστήμης με τη ζωή, κάτι που προφανώς ηθελημένα κάνει ο συγγραφέας, και που,
κατά τη γνώμη μου, είναι και το δυνατό χαρτί αυτού του βιβλίου. Στην ανάγνωση
του κειμένου δίνεται συχνά η εντύπωση πως το κείμενο είναι αποστειρωμένο και
απομακρυσμένο από κάθε είδους συναίσθημα και πως υπάρχει κάτι το ψυχρό και
ανατομικό στην αφήγηση. Ο αναγνώστης ίσως θεωρήσει πως όλη η νουβέλα είναι
αποτέλεσμα πνευματικού εργαστηρίου, αλλά πιστεύω πως μεγάλο μέρος του κειμένου
είναι βιωματικό – το μαρτυρούν αυτό και το βιογραφικό του συγγραφέα, το
επάγγελμά του και η ερευνητική του εργασία στην Οξφόρδη. Τα e-mail που στέλνει
ο Ν. Ε. σε κάποιον φίλο του και οι απαντήσεις που παίρνει, μαζί με τα
ιντερμέδια, όπου θα βρούμε ενσωματωμένο και το ποιητικό στοιχείο στη γραφή του
Π., προσδίδουν μεταμοντέρνο χαρακτήρα στην αφήγηση. Η τριτοπρόσωπη γραφή
εναλλάσσεται συχνά με πρωτοπρόσωπη, αυτό γίνεται αρκετά πετυχημένα, δίχως να
αλλοιώνει ή να αναιρεί τον τελικό αφηγηματικό στόχο.
Ωραίο το σημείο με την ερμηνεία του
νευρολογικού όρου (θα βρούμε συχνά τέτοιες αναφορές στο κείμενο) της
«εξοικείωσης του αποδοχέα», και ο τρόπος που ο ήρωας το εξηγεί τηλεφωνικώς στη
μητέρα του όταν πεθαίνει ο πατέρας του, και εκείνη θρηνεί ασταμάτητα.
Αντιγράφω από τη σ. 36 το σημείο, για να
γίνει αντιληπτός και ο τρόπος γραφής του Παπαντώνη:
Σ’ ένα από τα τηλεφωνήματά τους προσπάθησε
να της εξηγήσει. Της μίλησε για το φαινόμενο της εξοικείωσης του υποδοχέα.
«Δεν καταλαβαίνω», του έλεγε εκείνη. Της
ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς μπορεί κανείς να πάψει να αισθάνεται.
Της ζήτησε να κάνουν ένα πείραμα (το μόνο
πράγμα που γνώριζε να κάνει). Να πιέσει με δύναμη το μπράτσο της σε ένα
συγκεκριμένο σημείο. Τη ρώτησε αν το νιώθει. Εκείνη απάντησε καταφατικά. Μερικά
λεπτά αργότερα, κι ενώ δεν έλεγαν τίποτα, την ξαναρώτησε.
«Όχι πια», του είπε.
«Αυτό λέγεται εξοικείωση του υποδοχέα. Δεν
θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις την απουσία του, ξέρω τι σου λέω».
«Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου»,
απάντησε εκείνη.
Δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό.
Ωραία είναι επίσης τα σημεία όπου ο ήρωας
παρακολουθεί και φωτογραφίζει στις όχθες του Τάμεση μια άγνωστη ποδηλάτισσα,
που κάποια στιγμή χάνει τα ίχνη της, και το σημείο που το βράδυ των
Χριστουγέννων φωτογραφίζει τη σκιά του, ενώ λίγα μέτρα μακριά του μια άστεγη,
χωμένη στο χαρτονένιο της κουτί, διαβάζει με προσήλωση, σαν προσευχή, τη Μεταμόρφωση
του Κάφκα. Ενδιαφέρον επίσης αποτελούν σε όλο το βιβλίο η αναφορά-νύξη περί
υιοθεσίας παιδιών επί εποχής Τσαουσέσκου στη Ρουμανία (κάπου, στη μνήμη του
ήρωα, ένα παιδί παίζει τρομπέτα και οι γείτονες του δίνουν χαρτονομίσματα των
20 λέι – γενικά πλανάται κάτι σκοτεινό στην ατμόσφαιρα αναφορικά με το παρελθόν
του βασικού ήρωα της αφήγησης) αλλά και η καταγραφή ενός σύγχρονου Λονδίνου, με
την υγρασία του, τους αστέγους (ιδιαίτερα τρυφερή η ματιά του συγγραφέα
απέναντί τους), τη ακρίβεια των κινήσεων των ανθρώπων του, τα χαρακτηριστικά
σημεία εξόδου των κατοίκων του, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τα ερευνητικά
εργαστήρια, τις παμπ και τα «καφέ» του. Γενικά ένα ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό,
ποιοτικό και ασυνήθιστο θα έλεγα βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου που, τόσο
εμένα όσο και άλλους συνεργάτες της book press, μας εξέπληξε ευχάριστα.
* Μεγάλο μέρος του κειμένου εκφωνήθηκε σε
εκδήλωση για τον Άκη Παπαντώνη, στο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, στη ΔΕΒΘ, το
Σάββατο 9-5-2015
(book press, Μάιος 2015)
●
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΓΗΠΕΔΩΝ
Το
Μουντιάλ βρίσκεται προ των πυλών και άρχισε ήδη να αποτελεί θέμα για διάφορες
εφημερίδες και περιοδικά της χώρας. Πληροφορίες για τις ομάδες των ομίλων, για
τους αντιπάλους της δικιάς μας Εθνικής, για τις συνθήκες ζωής στη Βραζιλία, τη
διαφορά θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της ημέρας και τα απρόβλεπτα καιρικά
φαινόμενα στη χώρα του Αμαζονίου, τις φαβέλες, τον κίνδυνο διαδηλώσεων και
ταραχών από τους καρτονέρος και τους άστεγους των τενεκεδουπόλεων που
ψωμολυσσάνε ψάχνοντας στα σκουπίδια τον επιούσιό τους, ενώ σκορπίζονται αφειδώς
δισεκατομμύρια στον τζόγο του ποδοσφαίρου.
Κι όμως, σε λίγες ημέρες, όλοι θα τα
ξεχάσουμε όλα αυτά, και, σαν μαγνητισμένοι, θα στηθούμε στους δέκτες μας για να
θαυμάσουμε γκολ και θέαμα από τις υπερομάδες του πλανήτη. Θαρρείς πιστοί
θρησκευόμενοι που κοινωνούμε αίμα και σώμα Κυρίου, με φωτισμένους αγίους και
Αποστόλους τον Μέσι, τον Ρονάλντο, τον Νεϊμάρ, τον Τζέραλντ ή τον Ριμπερί.
Τα ψαγμένα λογοτεχνικά έντυπα και οι
εφημερίδες του λεκανοπεδίου με τις πρωτιές στις εβδομαδιαίες και μηνιαίες
κυκλοφορίες, άρχισαν ήδη και τα πρώτα αφιερώματα για τη σχέση του ποδοσφαίρου
με τις τέχνες (ζωγραφική, κινηματογράφος, λογοτεχνία κ. τλ.). Έχει γίνει πια
κάτι σαν έθιμο ή μόδα, παραμονές Μουντιάλ ή πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος (ιδίως
όταν η εθνική μας ομάδα τυχαίνει να βρίσκεται στην τελική φάση κάποιας
διοργάνωσης) να αναρτώνται κείμενα για το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία. Πάντα σ’
αυτά τα αφιερώματα, που είναι τελείως συμβατικά και αθηνοκεντρικά, θα παρελάσει
ο Καμύ ως πρώην τερματοφύλακας, θα διευκρινιστεί πως ο Παζολίνι, ως αριστερών
πεποιθήσεων, ήταν οπαδός της ομάδας του Τορίνο και όχι της Γιουβέντους, θα
ξαναδιαβαστεί το ποίημα του Εγγονόπουλου «Τα Γκωλ ποστ» (Οι Κοιλάδες με τους
ροδώνες), θα αναφερθεί το όνομα του Μανόλη Αναγνωστάκη ως «βαμμένου ΠΑΟΚτζή και
μετέπειτα οπαδού του Απόλλωνος Αθηνών» (δεν θα γίνει όμως καμία αναφορά για τις
απόψεις του για το αθηναϊκό κατεστημένο της εποχής του, που στερούσε από τις
ομάδες της Θεσσαλονίκης τίτλους κατά συρροή), θα μνημονευτεί το κάπως χλομό και
επινοημένο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μίγγα Στα ψέματα παίζαμε (ενδιαφέρον
μόνο ως προς την τεχνική του να αφηγείται τα γεγονότα αντίστροφα, από το σήμερα
στο χθες) ενώ θα αποσιωπηθούν εξαιρετικά προηγούμενα διηγήματά του («Μαύρη
θύελλα» από το Των κεκοιμημένων, και «Η τρίπλα των ονείρων» από το Της
Σαλονίκης μοναχά…, που μπήκε και στα βιβλία του γυμνασίου προς διδασκαλία),
που είχαν σχέση με λούμπεν ανδρικούς χαρακτήρες που ασχολούνταν με το
ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικά σωματεία, θα ξαναζήσουμε και το υπερεκτιμημένο Η
φανέλα με το εννιά τού πολύ καλού πεζογράφου και αθηναιογράφου Μένη
Κουμανταρέα, που, όμως, πέρα από το ενδιαφέρον του θέματός του και την προβολή
της ομότιτλης ταινίας του, δείχνει σε πολλά σημεία πόσο λίγη σχέση είχε ο
άνθρωπος με την μπάλα, βάζοντας έναν παραγκωνισμένο από τον προπονητή και
πρόεδρο της ομάδας (τον ηθοποιό Θανάση Μυλωνά, λίγους μήνες πριν τον χαμό του
από καρκίνο, σε ηλικία μόλις 51 ετών) ποδοσφαιρικό αστέρα (όρα Στράτο
Τζώρτζογλου, στα οργισμένα νιάτα του) να του χτυπάει, περασμένα μεσάνυχτα, την
πόρτα του σπιτιού του για να του ζητήσει σε έντονο τόνο και ύφος εξηγήσεις
(ούτε ο μέγας Κούδας τόλμησε να το κάνει αυτό στον κάποτε πολύ πρόεδρο του ΠΑΟΚ
Γιώργο Παντελάκη, όταν ο τελευταίος τού στερούσε τη φυγή του στον Ολυμπιακό!).
Και φυσικά, όλες οι ανθολογήσεις, οι αναφορές των συγγραφέων, οι παραπομπές, οι
μαρτυρίες, τα ποιήματα ή τα αποσπάσματα των εν λόγω αφιερωμάτων έχουν να κάνουν
με το, άλλοτε, ισχυρό ΠΟΚ. Τον ισόβιο εν Ελλάδι πρωταθλητή Ολυμπιακό, τον
Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, τις τρεις μεγαλύτερες ομάδες του λεκανοπεδίου.
Λειτουργώντας περισσότερο συμπληρωματικά,
παρά γκρινιάρικα (καθότι αδικημένος Θεσσαλονικιός, που του στερούν κάθε χρόνο
οι διαιτητές βαθμούς κ. τλ, κ. τλ.) –όχι ότι αυτή η εκ βορείων συνόρων της
Αυτοκρατορίας γκρίνια δεν έχει κάποια βάσιμη αιτία και εξήγηση– θέλω να θυμίσω
απλώς πράγματα που δεν νομίζω πως θα αναφερθούν ποτέ σε αφιέρωμα, αναφορικά με
τη σχέση της λογοτεχνίας με το ποδόσφαιρο, σε οποιοδήποτε έντυπο της ημεδαπής.
Να θυμίσω, λοιπόν, πως υπάρχει σημαντικός αριθμός Βορειοελλαδιτών λογοτεχνών
που έχουν περάσει στη λογοτεχνία τη βαθιά αγάπη τους για τις ιστορικές ομάδες
της Θεσσαλονίκης (Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής και Απόλλων Καλαμαριάς). Να θυμίσω τον
ύμνο του Θωμά Κοροβίνη (βραβευμένου πεζογράφου) με το βιβλίο του Τρία
ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα (εκδ. μικρός Ιανός, 2004),
που στολίζει τον μεγάλο ποδοσφαιριστή με τόσα εγκωμιαστικά και επαινετικά
επίθετα, που όμοιά τους υπάρχουν μόνο στα εγκώμια της Παναγίας. Τον επίσης
βραβευμένο Θεσσαλονικιό πεζογράφο Γιώργο Σκαμπαρδώνη που πέρασε την αγάπη του
για τον ιστορικό Γηραιό, την ομάδα του Ηρακλέους, σε πολλά του διηγήματα (με
αποκορύφωμα, κατά τη γνώμη μου, το υπέροχο «Η-Η-ΗΡΑΚΛΗΘ!», από τη συλλογή
διηγημάτων Πάλι κεντάει ο στρατηγός, Καστανιώτης, 1996), αλλά και τον
πρόωρα χαμένο, επίσης πεζογράφο, Αλμπέρτο Ναρ, που και αυτός, φανατικός
Ηρακλειδέας, έγραψε ζουμερά διηγήματα για το ποδόσφαιρο. Κείμενα των Πάνου
Θεοδωρίδη, Γιώργου Γκόζη (ιδίως από το πρώτο του βιβλίο, Ο νυχτερινός στο
βάθος, που απέσπασε σπουδαίες κριτικές, όπου κάποιοι ήρωές του, ως αγνοί
θρησκευόμενοι, τρώνε ντουζλαμά (χοντροκομμένο πατσά) και συζητούν για την
αγαπημένη ομάδα τους, τον ΠΑΟΚ), αναφορές του σπουδαίου διηγηματογράφου Περικλή
Σφυρίδη για το γήπεδο, τα αθλήματα και την ομάδα του Άρεως, της οποίας, επί
πολλά χρόνια, υπήρξε γιατρός, σατιρικά καβαφίζοντα ποιήματα του πρόσφατα
χαμένου Μίμη Σουλιώτη, τα λευκώματα και τα διηγήματα του εξαιρετικού Δραμινού
πεζογράφου Βασίλη Τσιαμπούση για την ιστορική ομάδα της Δόξας Δράμας, αλλά και
αναφορές σε βιβλία των Γιώργου Ιωάννου, Τόλη Καζαντζή, Γιώργου Αναστασιάδη
(επιμελήθηκε τον εξαιρετικό τόμο Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει, από τις
εκδόσεις Ιανός), Τηλέμαχου Αλαβέρα, Σπύρου Βούγια, Παναγιώτη Γούτα, και πολλών
ακόμη γνωστών ή λιγότερο γνωστών λογοτεχνών. Όλη αυτήν την τελευταία
λογοτεχνική συγκομιδή σε κανένα σοβαρό αφιέρωμα για τη σχέση ποδοσφαίρου και
λογοτεχνίας, σε αθηναϊκό έντυπο, δεν θα τη συναντήσετε ποτέ. Ο νοών νοήτω…
Νιώθουμε, καμιά φορά, εδώ στα ακρότατα
όρια της Αυτοκρατορίας, όπως οι βάρβαροι του Καβάφη ή του Κουτσί, δύσμορφοι,
προβληματικοί, διαφορετικοί, πρωτόγονοι, καθυστερημένοι. Όπως περιορισμένο
είναι το αντίκρισμα της λογοτεχνίας που γράφουμε, έτσι νιώθουμε να συμβαίνει
και με το κύρος των ομάδων, που, από μικρά παιδιά, αγαπάμε. Μου το επεσήμανε,
κάποτε, ο σημαντικός πεζογράφος και ποιητής, ο Τόλης Νικηφόρου. «Στη
Θεσσαλονίκη», μου είπε, «η λογοτεχνία συμβαδίζει με το ποδόσφαιρο. Όπως οι
ομάδες μας πρέπει στην Αθήνα να παίξουν δέκα φορές καλύτερα από τον αντίπαλο
για να νικήσουν (το κατεστημένο, τα κυκλώματα, τις «παράγκες», τη διαιτησία…),
έτσι και οι λογοτέχνες μας. Πρέπει να γράψουν δέκα φορές καλύτερα από τους
ομότεχνούς τους Αθηναίους για να δουν μια μικρή αναφορά στις στήλες κάποιου
εντύπου για το έργο τους». Το παιχνίδι που παίζεται είναι σικέ, και σαν
εξαγριωμένοι φίλαθλοι που νιώθουν θεατές ενός στημένου αγώνα φωνάζοντας «τα
λεφτά μας πίσω!», θέλουμε κάπως να αντιδράσουμε. Εσχάτως, στα play off του ελληνικού
πρωταθλήματος, μάθαμε και το εξής αμίμητο: Η ρίψη ενός κιλού γαύρου στον πάγκο
του αντιπάλου (όσο ακαλαίσθητη, εμετική και αντιαισθητική, ως πράξη, αποτελεί
στα μάτια όλων μας) τιμωρείται αυστηρά από την αθλητική δικαιοσύνη, σε αντίθεση
με τη ρίψη μολότωφ σε κερκίδα φιλοξενούμενων θεατών, που μένει ατιμώρητη. Ίσως
γι’ αυτό, αηδιασμένοι πλέον, οι ντόπιοι αναρχικοί και αριστεριστές
εκσφενδονίζουν στα επεισόδια της Καμάρας ή πέριξ του Πανεπιστημίου της πόλης
γαύρους αντί βόμβες μολότωφ. Γιατί δεν θέλουν να αποκοπούν από την πιθανότητα
μιας τιμωρίας και για να λάβει αξία και υπόσταση η ανατρεπτική τους πράξη.
Όμως αρχίζει Μουντιάλ. Τέρμα οι γκρίνιες
και τα παράπονα. Τέρμα οι εκδοτικές και συγγραφικές πικρίες. Τέρμα οι
εκατέρωθεν εκσφενδονίσεις ψαριών και βομβών από ανεγκέφαλους οπαδούς, που
επενδύουν στη βία. Τέρμα οι ανασφάλειες και τα οπαδιλίκια. Όλοι μας, «Βάζελοι»
και «Σκουλήκια», «Χανούμια» και «Γριές», «Γαύροι» και «Βούλγαροι», ας αφήσουμε
για λίγο τα δικά μας κι ας απολαύσουμε μπάλα. Μπάλα αληθινή, μαγική, θεϊκή,
δίχως σκοπιμότητες και κρυφά συμφέροντα, από τους ζογκλέρ των ανά τον κόσμο
εθνικών ομάδων, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας τι σημαίνει «ποίηση
των γηπέδων».
(book press, Ιούνιος 2014)
●
ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η
επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη
γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό
γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο
του.
Είναι και μια δικαίωση κατά κάποιο τρόπο,
έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία
και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες
άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του
προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά
του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται
σε χώρο του Βαφοπούλειου πνευματικού κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της
αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο
ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά
της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα
της πόλης.
Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του
αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου
τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί
αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι
συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά
αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει
να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση
της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο
Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν
αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός
του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε
τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής
εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να
διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;
Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη
σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες
που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως,
άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο
Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι
απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή
πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται
πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να
απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται;
Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν,
οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το
εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες
τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος,
γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους
πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας
Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’
αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη
εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι
εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους και δη λογοτέχνες;
Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου,
είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της
Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που
αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο
κειμένων. Με όχημα την ιστορία και τα βιώματά του σύνθεσε τον μύθο της πόλης
και μέσω αυτού τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που,
όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο
και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα,
γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο
πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό
αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που
γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη
προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια
όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο
του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη
νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο)
οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό
και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση
στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των
πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός
Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της
πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια
της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το
Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν
ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα
Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά,
η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των
μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από
τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση
βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαίου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης,
Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης
Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης
δημοσιεύτηκε στην book press τον Μάιο του 2014)
●
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
Η
φωνή της κοπέλας του εκδοτικού οίκου όπου τηλεφώνησα ήταν τρυφερή και φιλική.
Έδειχνε απίστευτη κατανόηση στην επιμονή μου να την καλώ, μια επιμονή που
άγγιζε τα όρια της υστερίας. Ωστόσο, στα τα λόγια ήταν φειδωλή. «Δεν μπορώ να
σας πω τίποτα ακόμη, κύριε, περιμένω και την εισήγηση του αναγνώστη». Όταν
τόλμησα να την ρωτήσω αν ο αναγνώστης τού προς έκδοση κειμένου μου ήταν κάποιος
επώνυμος συγγραφέας που γνώριζα πως εκδίδει στον συγκεκριμένο οίκο, η
συμπεριφορά της άλλαξε απότομα. «Αυτά δεν τα ανακοινώνουμε ποτέ, κύριε. Θα
κάνετε υπομονή λίγες μέρες ακόμη».
Τι ιδιότητες έχουν, άραγε, αυτοί οι
αναγνώστες; Υποθέτω πως ακριβέστερος όρος θα ήταν «επαρκής αναγνώστης» ή κάτι
συναφές, αλλά διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις γι' αυτό το τελευταίο. Άλλωστε ποιος
ορίζει ποιος ο επαρκής και ποιος ο ανεπαρκής αναγνώστης; Υπάρχει κάπου γραμμένο
ότι εδώ τελειώνουν τα όρια της αναγνωστικής επάρκειας κι από ’δω και πέρα
αρχίζει η αναγνωστική ανεπάρκεια; Κι αν όλα είναι θέμα διαβασμάτων, ποιος θα
μας πει στα πόσα διαβασμένα λογοτεχνικά αριστουργήματα κατοχυρώνεται η επάρκεια
στην ανάγνωση; Στα πενήντα, στα εκατό, στα χίλια ή στις πέντε χιλιάδες; Και
γιατί εγώ που διάβασα λιγότερο να θεωρούμαι ανεπαρκέστερος από κάποιον άλλο
βιβλιοφάγο, που είναι όμως κολλημένος σε ένα συγκεκριμένο είδος γραφής;
...σκοτεινά,
άγνωστα πρόσωπα...
Όπως
και να έχει το θέμα, οι αναγνώστες των εκδοτικών οίκων είναι μυστήριες
περιπτώσεις. Σκοτεινά, άγνωστα πρόσωπα, που μπορεί να παίζουν τη λογοτεχνία και
τις θεωρίες της στα δάχτυλα ή να μην σκαμπάζουν γρι απ' αυτά. Μπορεί να είναι
επώνυμοι συγγραφείς που τυπώνουν αλλού και εισηγούνται αλλού, μπορεί να είναι ο
μπατζανάκης ή ο κουμπάρος του εκδότη ή η συννυφάδα της εκδότριας που θέλει μια
δεύτερη ή τρίτη γνώμη. Μπορεί να είναι κάποια κυρία, συνήθως πρόσχαρη, που
διατηρεί στήλη σε κουτσομπολίστικο περιοδικό ή γράφει στίχους σε ελαφρολαϊκές
καλλιτέχνιδες. Μπορεί να είναι ακόμη και ο ίδιος ο εκδότης, ο οποίος θέλοντας
να εξωραΐσει το συγκεντρωτικό του πρόσωπο, υποδύεται ότι διατηρεί, τάχαμου,
αυλή ολόκληρη με επαΐοντες που τους συμβουλεύεται και τους ακούει για τις
προσεχείς εκδόσεις του. Το ενδεχόμενο να είναι αναγνώστης κάποιος
παροπλισμένος, στραγγισμένος συγγραφέας που θέλει να ανατροφοδοτήσει την
έμπνευσή του μέσα από πρωτόλεια κείμενα φιλόδοξων συγγραφέων, δεν το κρατώ ως
σκέψη ούτε για δευτερόλεπτο. Το απωθώ ακαριαία.
...αλλά
ίσως και όχι...
Έπεσα
από τα σύννεφα τελευταία όταν ανακάλυψα πως καλός φίλος και συγγραφέας ήταν
αναγνώστης σε εκδοτικό οίκο. Μου το αποκάλυψε τυχαία, σε μια συζήτηση που
είχαμε σε μπαράκι της πόλης. «Και γιατί, ρε συ, δεν το έλεγες τόσο καιρό; Θα
διάλεγες ένα από τα αδημοσίευτα βιβλία μου και θα το τυπώνατε ...» του
γκρίνιαξα. «Α, όχι, αυτά δεν γίνονται έτσι. Εσένα σε γνωρίζω καλά και θα
μεροληπτούσα. Ποτέ δεν θα έπαιρνα την ευθύνη για ένα δικό σου βιβλίο. Η κρίση
μου δεν πρέπει να επηρεάζεται από γνωριμίες και συγγένειες», απάντησε τελείως
ψυχρά και επαγγελματικά. «Και τι θα έκανες σε μια τέτοια περίπτωση;» τον
ξαναρωτώ, έκπληκτος από το προσωπείο δικαιοσύνης και αξιοκρατίας που επέμενε να
μου παρουσιάζει. «Ε, τότε θα έστελνα το κείμενό σου σε άλλον αναγνώστη ...»
Υπάρχουν συγγραφείς που εναρμονίζουν τη
γραφή τους με τις απαιτήσεις του εκδοτικού οίκου στον οποίο ζητούν καταφύγιο.
Άλλοι κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα για να φανούν ότι αγκαλιάζουν πλατιές
μάζες αναγνωστών, άλλοι γράφουν ιδιότροπα και αλλόκοτα για να θέλξουν και να
συγκινήσουν, άλλοι το γυρίζουν στο κοινωνικό ή στο πολιτικό, άλλοι γίνονται
ερευνητές μιας εποχής για την οποία δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή, άλλοι
παρακάμπτουν το ταλέντο τους και γίνονται μελό ή απροσδόκητα βαρύγδουποι ή
μεταφυσικοί. Οι πρώτοι που θα τους διαβάσουν είναι οι αναγνώστες των εκδοτικών
οίκων. Αν αυτοί δώσουν την έγκριση, το κείμενο θα προχωρήσει. Αν όχι, θα
πεταχτεί στα σκουπίδια. Ή θα ταχυδρομηθεί σε άλλους αναγνώστες άλλων εκδοτικών
οίκων που σκέφτονται αλλιώς, που κρίνουν και αποφασίζουν διαφορετικά.
∞
Γράφω
αποκλειστικά για τον εαυτό μου και την τρέλα μου και δεν βασίζομαι, πλέον, σε
κανέναν αναγνώστη. Τα κείμενα που κάποτε ταχυδρομούσα, σπάνια συνέπιπταν με τις
προτιμήσεις των «αναγνωστών», οπότε απορρίπτονταν δίχως δεύτερη κουβέντα. Ο
πρώτος και καλύτερος αναγνώστης που εμπιστεύομαι πια είναι το δικό μου μάτι, το
δικό μου αυτί, η δικιά μου συνείδηση, το δικό μου συναίσθημα. Εάν πάρω την
έγκρισή τους, προχωρώ και δεν υπολογίζω κανέναν. Και πάντα ελπίζω να συναντήσω
εσένα, αφανή και άγνωστε αναγνώστη, αγγίζοντας τις πιο βαθιές χορδές της ψυχής
σου, τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Έστω και ένας τέτοιος αναγνώστης να υπάρχει
στον κόσμο για μένα, είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω να γράφω και να τυπώνω.
(book press, Μάρτιος 2014)
●
ΕΣΥ, ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΕΙΣ;
Ένα
υπαρξιακού τύπου ερώτημα που τίθεται κατά κόρον σε λογοτέχνες, στις
ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους από επιτήδειους δημοσιογράφους,
αλλά και σε εκπομπές λόγου, όταν αυτοί καλεστούν, είναι το παρακάτω: Γιατί
γράφεις;
Το ερώτημα, σχεδόν πάντα, είναι
παραπλανητικό και εκ του πονηρού διατυπωμένο. Πιστεύω πως δεν υπάρχει
συγκεκριμένη απάντηση ούτε αυτή αφορά τον εκάστοτε δημιουργό, δηλαδή δεν
επιδέχεται πολλαπλών απαντήσεων, ακριβώς γιατί το ερώτημα παραμένει εκκωφαντικά
αναπάντητο. Κανείς σοβαρός λογοτέχνης δεν έχει έτοιμη απάντηση σ' αυτό το
ερώτημα και, πάντα, οφείλει να εκφράζει την άγνοιά του. Κανείς σοβαρός
δημιουργός δεν γνωρίζει αληθινά γιατί γράφει. Μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει,
κι αυτές οφείλει να τις καταθέτει με υπερβολική επιφύλαξη.
Και τι δεν απαντούν, υποκριτικά, σ' αυτό
οι φαντασμένοι, τερατολόγοι γραφιάδες, που έχουν απαντήσει διαμιάς σε όλα τα
αναπάντητα μυστήρια του σύμπαντος. «Γράφω γιατί η συγγραφή είναι σαν την
αναπνοή μου, γράφω για να καλυτερέψω τον κόσμο, γράφω από βαθιά ανάγκη
επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους, γράφω γιατί μου δίνονται κάποια κείμενα
έτοιμα και πρέπει να τα αποτυπώσω στο χαρτί, γράφω για να ισορροπώ με το
περιβάλλον μου, γράφω για να γλιτώσω μιαν επίσκεψη στον ψυχαναλυτή μου, γράφω
γιατί αυτό το πράγμα μου ανατέθηκε από τον Θεό, γράφω...», και χίλιες δυο άλλες
ελαφρότητες και μεγαλοστομίες.
Η αλήθεια φυσικά είναι πως μια χαρά
αναπνέουμε και χωρίς τη λογοτεχνία, και διεξόδους για να ισορροπούμε μπορούμε
να ανακαλύψουμε χιλιάδες, και κανένα κείμενο δεν σου δίνεται ποτέ έτοιμο σαν
τις δέκα εντολές του Μωυσή, αν δεν στραγγίσεις πρώτα την ψυχή και το μυαλό σου,
ούτε ο κόσμος καλυτερεύει με τις χιλιάδες τυπωμένων βιβλίων που κυκλοφορούν
κάθε χρόνο – αν γινόταν αυτό, θα είχε καλυτερέψει ήδη από την εποχή του Ομήρου.
Όσο για τον ψυχαναλυτή: Αν ήταν να υποκατασταθεί από τα γραψίματα διηγημάτων ή
μυθιστορημάτων, δεν θα κατέφευγαν τόσες δεκάδες διανοουμένων, ή έστω μορφωμένων
ανθρώπων, στο κρεβάτι του για να θεραπευτούν, και το επάγγελμα θα είχε
εκλείψει. Οι ενδιαφερόμενοι θα «χτυπούσαν» ένα διηγηματάκι στα γρήγορα και όλα
μέλι γάλα.
Πρόσφατα διάβασα σε μια συνέντευξη κάποιας
Θεσσαλονικιάς πεζογράφου κάτι που μου άρεσε, σχετικά με τη γραφή. Γράφει, λέει,
κάνοντας «συγγραφικό αντάρτικο». Είναι ωραία και ιδιαίτερη αυτή η αντίληψη της
γραφής, έτσι όπως την εκφράζει και τη διατυπώνει. Βρίσκει χρόνο ανάμεσα στην
καθημερινότητα με τα τόσα προβλήματά της, να κάνει ένα είδος τρομοκρατικής
πράξης, να συγγράφει κατ' αντιστοιχία με τις επιθέσεις οργανώσεων που κάνουν
«αντάρτικο πόλης». Τουλάχιστον αυτήν την εκδοχή της αναγκαιότητας της γραφής και
την κατανοώ και την εκτιμώ και την θαυμάζω. Αν και κρύβει μέσα της μιαν
λανθάνουσα βία. Ωραία επίσης και η διατύπωση της Μαργκαρίτ Ντυράς για το εν
λόγω θέμα μας. Γράφει για να ξεφορτωθεί ένα αφόρητο κομμάτι του εαυτού της. Αν
μη τι άλλο, αληθινή και διόλου ναρκισσιστική εκδοχή της γραφής. Όσο για τον
μέντορά μου, στην ερώτηση που του έθεσα «τι πιστεύεις πως θα μείνει τελικά, στο
μέλλον, απ’ όλα όσα έχεις γράψει;», υπήρξε αφοπλιστικός. «Μπορεί και τίποτα.
Τίποτα απολύτως. Αλλά εγώ θα νιώθω πως προσπάθησα. Το πέρασμά μου από τη ζωή
και τη λογοτεχνία, θα ισοδυναμεί με μια άσκοπη τουφεκιά στον αέρα. Όμως τόλμησα
να την ρίξω. Και το έκανα. Κάτι είναι κι αυτό...»
(book
press, Ιανουάριος 2014· αναδημοσίευση στο περιοδικό δέκατα, τχ. 39,
φθινόπωρο 2014)
●
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Οι λέξεις είναι απλώς το δοχείο.
Η σιωπή είναι το περιεχόμενο
(Όσσο)
Ο
ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, κάποια στιγμή της ζωής του και επειδή δεν είχε
κάτι καινούριο να γράψει, αποφάσισε να σιωπήσει. Και σταμάτησε να γράφει
ποιήματα. Πολλοί ανεγκέφαλοι θαυμαστές του, δεν κατάλαβαν αυτήν την έντιμη
στάση του και την παρερμήνευσαν. Τον θεώρησαν ηττοπαθή και του χρέωσαν έλλειψη
αγωνιστικότητας. Πολλές αριστερές φιλολογίνες και μελετήτριες του έργου του,
τον πλησίασαν με πρόσχημα κάποια συνέντευξη, για να τον παροτρύνουν να
συνεχίσει. «Μα αφού δεν έχω κάτι καινούριο να πω …» τις αποστόμωνε εκείνος,
μένοντας συνεπής ως το τέλος στην απόφαση που είχε πάρει.
Πρόσφατα, ένας μεγάλος Αμερικανός
συγγραφέας, ο Φίλιπ Ροθ, κλείνοντας τα ογδόντα του χρόνια ανακοίνωσε στα
εκατομμύρια των αναγνωστών του ανά τον κόσμο πως «βιβλία τέλος!». Ο ίδιος
κόλλησε σε διάφορα σημεία του διαμερίσματός του, στη Νέα Υόρκη, μικρά
αυτοκόλλητα χαρτιά που έγραφαν τη φράση: «Ο αγώνας με το γράψιμο έχει
τελειώσει». Ακούει, πλέον, τις ιστορίες που του διηγούνται οι φίλοι του και δεν
νιώθει καμία ανάγκη να τις μεταποιήσει σε μυθιστορήματα, στο χαρτί· απλώς τις
απολαμβάνει. Κάποιοι ανόητοι δημοσιογράφοι που επιμένουν στα αφιερώματά τους να
τον ρωτάνε επίμονα «μα γιατί δεν συνεχίζετε, αφού ακόμα αντέχετε, είστε
αειθαλής κ.τλ», παίρνουν την ίδια περίπου απάντηση που έδινε παλιά κι ο
Αναγνωστάκης. «Δεν έχω να προσθέσω κάτι ουσιαστικό στο έργο μου. Νομίζω πως τα
πήγα αρκετά καλά με όλα αυτά που έχω γράψει …»
Θέλει ήθος, γενναιότητα, συνέπεια και
δύναμη ψυχής, το να πάρεις την απόφαση να σταματήσεις το γράψιμο. Προϋποθέτει
επίγνωση των ορίων σου και αυτογνωσία. Πάνω απ’ όλα θέλει να είσαι ειλικρινής
με τον εαυτό σου και προσγειωμένος. Να τσαλαπατήσεις το εγώ και τη ματαιοδοξία
σου. Και προϋπόθεση όλων των παραπάνω, ο σεβασμός του έργου σου και των
αναγνωστών σου. Η συγγραφή είναι ένας σκληρός αγώνας, μια φθοροποιός
ενασχόληση, ένα αιώνιο σαράκι. Μια καθημερινή μάχη σώμα με σώμα, με ελάχιστες
στιγμές εκεχειρίας. Κατατρώει τον λογοτέχνη μια ζωή. Κι ο συγγραφέας έχει το
δικαίωμα, όταν αυτός νομίζει, να δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν τη μάχη. Να κηρύξει
ειρήνη με τον εαυτό του και τον κόσμο. Ν’ αποχωριστεί τα χαρακώματα των λέξεων,
με ψηλά το κεφάλι. Ένας συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να μιλά και με τη σιωπή του.
Η σιωπή του συγγραφέα, κάποιες φορές, ισοδυναμεί με δεκάδες καλογραμμένα
βιβλία. Ίσως και με περισσότερα. Ειδικά όταν ο ίδιος έχει εξαντλήσει προ πολλού
το νταμάρι των συναισθημάτων του και της θεματολογίας του, και νιώθει πως, από
βιβλίο σε βιβλίο, επαναλαμβάνεται.
Ζηλεύω τους συγγραφείς που, ύστερα από
μακροχρόνια, εξουθενωτική μάχη με τα χειρόγραφα, είχαν τα κότσια να
αποστρατευτούν. Σιώπησαν συνειδητά, περνώντας στην απέναντι όχθη. Θα ήθελα,
κάποτε, ν’ αξιωθώ να ζήσω κι εγώ αυτό το ώριμο στάδιο τού πραγματικού λογοτέχνη.
Να ζω μόνο την πραγματική ζωή κι όχι εκείνη των βιβλίων και των επινοημένων
ιστοριών. Και λυπάμαι όλους εκείνους που, είτε δεν κατάλαβαν πως έπρεπε να
σταματήσουν έγκαιρα και συνεχίζουν να γελοιοποιούνται και να εκτίθενται,
αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια, είτε έπεσαν άδοξα στο πεδίο άνισης μάχης,
όντες θύματα της ματαιοδοξίας τους ή κάποιας στρατευμένης ιδεολογίας, που
εξακολουθεί να τους σέρνει από τον λαιμό, μέχρι τα υστερνά τους.
(book press, Οκτώβριος 2013)
●
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ
ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΡΙΤΣΩΝΗ
Το
θλιβερό μαντάτο μού το έφερε φίλος λογοτέχνης, την Πέμπτη 16 Ιουλίου του 2015.
«Έφυγε ο Κώστας ο Ριτσώνης. Προχθές... »
Τον
γνώριζα καλά τον Κώστα και πάγωσα στο άκουσμα της είδησης. Γνώριζα για το
σοβαρό πρόβλημα υγείας που περνούσε τελευταία, αλλά ακόμη και μέσα από την
κλινική όπου έκανε χημειοθεραπείες μου έστελνε ενθαρρυντικά μηνύματα για την
αρρώστια του. «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείτε!» έγραφε στους καλούς του
φίλους της Θεσσαλονίκης, που πάντα είχε μέσα στην καρδιά του. Μιλούσε συχνά στο
τηλέφωνο και με τον Περικλή Σφυρίδη με τον οποίο, ως συνταξιούχος γιατρός
καρδιολόγος αλλά και παλιός του φίλος από τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου,
είχαν να πουν και να θυμηθούν πολλά. Ένας μερακλής της ζωής και της τέχνης,
έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω του σπουδαίο λογοτεχνικό και εκδοτικό
έργο. Ήταν μάλιστα από εκείνους τους ανθρώπους που ενθάρρυνε και στήριζε τις
νέες φωνές, και ειδικά τους νέους ποιητές (κάτι αντίστοιχο έκαναν και ο Τάσος
Κόρφης, ο πρόσφατα χαμένος Ορέστης Αλεξάκης, αλλά και ο εκδότης του «Μπιλιέτου»
Βασίλης Δημητράκος), διακινώντας μονόφυλλα ποιήματα νέων ποιητών, γραμμένα με
το χέρι, και καθιερώνοντάς τα ως ποιήματα των φίλων (μέχρι πρότινος έκανε κάτι
παρόμοιο με ποιητικές συλλογές και ως εκδότης). Ως τελευταίο ασπασμό στον
σημαντικό αυτόν ποιητή και άνθρωπο, ως ύστατο αποχαιρετισμό, και σε συνεννόηση
με τον εκδότη του περιοδικού «Εμβόλιμον» Γιώργο Θεοχάρη, που μου έδωσε την
άδεια, αναδημοσιεύω δύο μικρά κριτικά σχόλια για δύο σημαντικά βιβλία του Κώστα
Ριτσώνη, που γράφτηκαν το φθινόπωρο του 2012. Κώστα, καλό Παράδεισο, με
ρεμπέτικα τραγούδια, ουζάκια και νόστιμα μικρά ποιήματα, που τα έγραφες ως
μεζελίκια, για να ομορφαίνει και να νοστιμίζει η ζωή μας.
Συνεχίζοντας με συνέπεια
την παράδοση της «Διαγωνίου»
Κώστας
Ριτσώνης, Τσίλιες, Μικρά πεζά, Εκδ. Ποιήματα των Φίλων 2001, Σελ. 142
Οι
Τσίλιες περιέχουν κείμενα λίγων σειρών μέχρι λίγων σελίδων. Κείμενα μιας
παλάμης που διαβάζονται απνευστί. Στις σελίδες τους ο αναγνώστης θα αντιληφθεί
πως ο απόηχος των πεζογράφων της τάσης της «Διαγωνίου» εξακολουθεί να υπάρχει
έντονος. Άλλωστε ο Ριτσώνης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πεζογράφους που
ακολούθησαν τις αξίες και την τεχνική της «Διαγωνίου» του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, όπου και ανδρώθηκε λογοτεχνικά (Χριστιανόπουλος, Σφυρίδης,
Παπαδημητρίου, Δαμιανίδης κ. ά. λογοτέχνες). Επηρέασε και νεότερους στη γραφή
τους, ως συνεχιστές της παραπάνω τάσης (Ναρ, Γκόζης, Μήττα, Γούτας, Σαρίκας
κ.ά.). Βέβαια, τόσο η εσωστρέφεια όσο και η τεχνική των κειμένων του πιστεύω
πως ανάγονται απευθείας στον Γιώργο Ιωάννου, ή και ακόμη μακρύτερα, στον Στρατή
Δούκα.
Στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου
πληροφορούμαστε ότι τα μικρά πεζά της συλλογής αποτελούν πεζογραφική σοδειά 30
χρόνων (1970-2000). Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 (Τραμάκια) με μικρότερο
αριθμό κειμένων. Στα κείμενα (ογδόντα τον αριθμό) υπερτερεί η εκφραστική
λιτότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα και ευθυβολία των νοημάτων, ενώ, στο
επιμύθιο, συχνά θα συναντήσουμε μια φιλοσοφική (θυμοσοφική καλύτερα) διάθεση
του συγγραφέα, που κάνει το μικρό πεζό να κλείνει ομαλά και αβίαστα.
Τα θέματα που απασχολούν τον Ριτσώνη είναι
κυρίως: ο ματαιωμένος έρωτας, οι αχάλαστοι πρωταγωνιστές της ζωής, η αλλοτρίωση
προσώπων και καταστάσεων, η κακογουστιά που μας κατακλύζει, ο χρόνος που μας
προσπερνά, η αγωνία της γραφής και της δημιουργίας. Αλλού παρατηρεί και
καταγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, κι αλλού νοσταλγεί, στοχάζεται, θυμοσοφεί.
Συχνά συνειδητοποιεί το σκληρό παρόν αντιδιαστέλλοντάς το με ένα πιο γνήσιο,
ντόμπρο και αχάλαστο παρελθόν.
Πιστεύω πως οι Τσίλιες του Ριτσώνη
είναι ένα βιβλίο-σταθμός στην υποκατηγορία του μικρού πεζού, που άντεξε στον
χρόνο και, μέσω της ανατύπωσής του, συνεχίζει μια γόνιμη θεσσαλονικιώτικη
παράδοση αναφορικά με τη μικρή πεζογραφική φόρμα.
Δείγμα γραφής: σ. 31 «Τα βάσανα της
καρδιάς»
–Καρδιά μου τη μια σε παρακαλούν και σε
βάζουν να ξεδιπλώνεσαι. Και για χάρη τους γίνεσαι θάλασσα πλατιά με ψάρια κι
αχηβάδες. Κι ύστερα σού λεν πως όλα τέλειωσαν. Πως πρέπει να χωρέσεις σε
μπουκάλι. Σε βάζουν πάλι μέσα. Και σε βουλώνουν με φελό.
151 ποιήματα με μάτι
«Αθηναίου»
Κώστας
Ριτσώνης, 151 ποιήματα, Εκδ. Ποιήματα των φίλων 2011, σελ. 110
Στα
περισσότερα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής ο Ριτσώνης περιδιαβάζει την
Αθήνα, τους ανθρώπους της, τις επιγραφές της. Σχολιάζει την καθημερινότητα με
το μάτι του μη Αθηναίου, με καθαρό και συχνά παιχνιδιάρικο βλέμμα ανατέμνει την
τοπογραφία της πρωτεύουσας σκαρώνοντας μικρά, εύστοχα, ευθύβολα, χαριτωμένα
ποιήματα, που δεν υπολείπονται σε σοφία και αίσθημα. Η περίπτωσή του μού θύμισε
αρκετά την περιπλάνηση του ιδιόρρυθμου περιπατητή του Σωτήρη Δημητρίου, στο
βιβλίο του Τα οπωροφόρα της Αθήνας, που κι εκείνος σκέφτεται διάφορα
έξυπνα και πικάντικα, αντικρίζοντας τα οπωροφόρα δέντρα της πρωτεύουσας. Δύο
πλανόδιοι, λοιπόν, περιπατητές, αφηγητής και ποιητής, στο ίδιο μήκος κύματος,
με κοινό σημείο αναφοράς τη λοξή ματιά στα πράγματα και την έξω από την κοινή,
τρέχουσας λογικής, σκέψη τους. Εντέλει ιδιόρρυθμοι, πλανημένοι, αλαφροΐσκιωτοι,
σημαδεμένοι; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μάλλον παιδιά που αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και
να υποταχθούν στην ασχήμια της ζωής μας. Βέβαια, ο Δημητρίου (στα τελευταία του
βιβλία) μάλλον βούλιαξε σε μία επίπλαστη και ασύμβατη με την ψυχοσύνθεσή του
λογιοσύνη, ενώ ο Ριτσώνης αξιοποίησε (και αξιοποιεί) καλύτερα το παιγνιώδες
βλέμμα του και την παρατηρητικότητά του.
Τα ποιήματα του Ριτσώνη διαβάζονται
μονορούφι και μας αφήνουν με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ευχάριστη γεύση
στον ουρανίσκο. Κουλουρτζήδες, ζητιάνοι, παστρικές γυναίκες, ηθικές αστές,
χειμερινές κολυμβήτριες, λούστροι με πάρκινσον, εργάτες, κυρίες αριστοκρατικών
συνοικιών που τους ορέγονται διάφοροι, βίντεο κλαμπ για βιτσιόζους,
πανεπιστήμιο, η πλατεία Κουμουνδούρου, ο ηλεκτρικός της Αθήνας, όλα
περιπλέκονται γοητευτικά στους στίχους του ποιητή. Ποιήματα για τις ντομάτες,
τις μελιτζάνες, τα λεμόνια, τα καρπούζια και τις ελιές. Μινιμάλ διάθεση,
αποθέωση της καθημερινότητας, λιτοί στίχοι, λεκτικές ανατροπές, ευφυολογήματα ή
παιχνιδίσματα της γλώσσας, άφθονες πινακίδες που σχολιάζονται καυστικά, αλλά
και έρωτας και σοφία και μελαγχολία. Γνήσιος ερωτισμός και παιδική αθωότητα.
Ο Ριτσώνης κερδίζει τον αναγνώστη με την
απλότητα, την ειλικρίνεια και την αλήθεια των στίχων του. Αυτή η εμμονή του
ωστόσο σε φόρμα και θεματολογία, κάπου με βάζει σε σκέψεις πως αρέσκεται και
βολεύεται στα προ πολλού ποιητικά του κεκτημένα. Έχω την αίσθηση πως από τις
ένδοξες ημέρες του Ανάπηρου λαχειοπώλη μέχρι σήμερα πέρασαν μόλις λίγες στιγμές
και η καλολαδωμένη ποιητική μηχανή του παράγει πανομοιότυπο υλικό μιας
πετυχημένης συνταγής που την γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας. Όπως και να
έχει πάντως, ο Ριτσώνης κατέκτησε προ πολλού το ιδιαίτερο ύφος του και είναι
πάντα μια ξεχωριστή φωνή στον χώρο της ποίησης και της μικρής πεζογραφικής
φόρμας.
Δείγμα γραφής: Είναι καθαρή / η
«παστρικιά» κοπέλα / γιατί έτσι βγάζει το ψωμί της // ενώ το ηθικό κορίτσι /
(όλη μέρα στο γραφείο) / δεν πλένεται ποτέ / ούτε ξυρίζεται // καμιά φορά
αρωματίζεται / όταν πηγαίνει ραντεβού.
(book
press, Ιούλιος 2015· αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τχ. 65-66, καλοκαίρι-φθινόπωρο
2012)
●
…ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΑΣΑ ΣΤΕΣ ΚΛΙΝΕΣ
ΤΩΝ
(τα κρεββάτια στην ποίηση
του Κωνσταντίνου Καβάφη)
Η
ερωτική διάσταση των ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη σαφέστατα υπήρξε
σημαντικότερη της φιλοσοφικής και ιστορικής διάστασής τους. Άλλωστε γι’ αυτήν
ακριβώς την απαγορευμένη και τολμηρή πτυχή της ζωής του (ή της γραφής του) ο
ποιητής λοιδορήθηκε και εμπαίχτηκε ακόμα κι από τους λεγόμενους προοδευτικούς
κύκλους της διανόησης – οι συντηρητικοί κύκλοι, πάλι, την αποσιώπησαν
αναίσχυντα επί πολλά χρόνια. Κι όμως το ερωτικό στοιχείο στον Καβάφη έχει
μπολιάσει κι έχει διαπεράσει ακόμα και τα φιλοσοφικά και τα ιστορικά του
ποιήματα. Ο Ευγένιος Αρανίτσης, στον πρόλογο μιας ανθολόγησης ερωτικών
ποιημάτων του Αλεξανδρινού (Ερωτικά ποιήματα, Κ. Καβάφη, εκδόσεις Ερατώ,
1984, σ. 14) επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Η Ιστορία του Καβάφη δεν είναι οι
πόλεμοι των ελληνιστικών χρόνων αλλά η Ιστορία μιας επιθυμίας. Η Φιλοσοφία του
Καβάφη δεν είναι μόνο ο εκλεπτυσμένος απόηχος των Σοφιστών, αλλά κυρίως μια
φιλοσοφία ερωτική.»
Στα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη δεσπόζει η
κάμαρη, άλλοτε άδεια και μικρή αλλά με έντονο φωτισμό, άλλοτε κρυφή, άλλοτε
πτωχική και πρόστυχη, άλλοτε υποφωτισμένη από τον ήλιο του απογεύματος, άλλοτε
φωτισμένη μόνο από ένα κερί, άλλοτε μεγάλη που φιλοξενεί τον πεθαμένο Μύρη. Και
μέσα στις κάμαρες, εξαίσιες κλίνες και κρεββάτια ερωτικά. Γιατί οι νέοι του
Καβάφη –είκοσι, είκοσι δύο, το πολύ είκοσι τεσσάρων χρονώ– στις κλίνες επάνω
είναι ξαπλωμένοι με ηδυπάθεια. Ή, στην ίδια ακριβώς ηλικία, πεθαίνουν.
μερικοί στίχοι του Κ.
Καβάφη
1) Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
κι ακούμπησα και πλάγιασα στες
κλίνες των.
2) Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό
κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης.
3) Απ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν
ολάνοιχτα,
τ’ ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε
η σελήνη.
4) Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα
μύρα,
σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμεν,
σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.
5) Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το
πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες.
6) Πλάϊ στο παράθυρο ήταν το
κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά.
7) και καθώς βαδίζουνε κάπως
ανήσυχα
στο δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται
που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου
8) με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτι
που αναίσχυντα τ' αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική
9) έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής
10) Σαν νόμιζε που λίγο είχ' αποκοιμηθεί,
έπεφτεν ως αλλόφρων στης κλίνης μου
το άκρον.
11) Σ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά
κοιμάται
ο Νέρων –ασυνείδητος, ήσυχος κ' ευτυχής
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ’ ωραίο σφρίγος.
οι εξαίσιες κλίνες του
ποιητή
Ο
Καβάφης είναι ο ποιητής της ερωτικής αναπόλησης (ιδίως στα ποιήματα που έγραψε
σε προχωρημένη ηλικία), και απαραίτητο αξεσουάρ –ή καλύτερα ντεκόρ– των
ποιημάτων του αποτελούν οι κλίνες και τα κρεββάτια. Η λέξη κρεββάτι, όταν
χρησιμοποιείται, είναι γραμμένη πάντα με δύο βήτα. Τα δύο αυτά γράμματα
βρίσκονται ακριβώς στη μέση της λέξης και κάποιος ευφάνταστος αναγνώστης που θα
επηρεαζόταν από τους στίχους του κορυφαίου ποιητή, θα αναπολούσε ένα σύμπλεγμα
ομοερωτικό. Ένας σύγχρονος του Καβάφη ποιητής, που γράφει τη λέξη κρεββάτια με
δύο βήτα, είναι και ο Γιώργος Βαφόπουλος, όμως μόνο ένα από τα κρεββάτια του
τελευταίου είναι ερωτικό –τα υπόλοιπα είτε αποθεώνουν το θάνατο είτε είναι
κρεββάτια μοναξιάς.
Τα κρεββάτια του Μεγάλου Αλεξανδρινού
είναι στα ποιήματά του αντανακλάσεις των ερωτοπαθών ρεμβασμών και αναπολήσεών
του. Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό των ερωτικών του μόνο ποιημάτων –κι όχι του καβαφικού corpus– εντόπισα
συνολικά επτά (7) κρεββάτια και τέσσερις (4) κλίνες. Τα κρεββάτια και οι κλίνες
φωτίζονται από ωραία σώματα ηδυπαθών νέων που του προκαλούν το ερωτικό
ενδιαφέρον και διεγείρουν την ερωτική έξαψη (περ. 2, 3, 4, 7, 8, 9, 10, 11). Σε
τέσσερις, μάλιστα, περιπτώσεις ( περ. 2, 3, 4, 5) ο προσεχτικός αναγνώστης θα
διαπιστώσει πως «σώμα» και «κρεββάτι» αποτελούν ένα αναπόσπαστο σύνολο, σε
τέτοιο βαθμό που η αναφορά της μιας λέξης να γεννά την προσδοκία της δεύτερης.
Αλλού η περιγραφή της κλίνης ή του κρεββατιού είναι πιο χαρακτηριστική με τη
χρησιμοποίηση επιθέτων ή με τον προσδιορισμό του υλικού κατασκευής (περ. 11).
Κι εδώ, πάλι, υπονοείται η ερωτική έξαψη (λαϊκό, ταπεινό κρεββάτι, εξαίσια
κλίνη).
Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης, σε κείμενό του
στο περιοδικό «ο Παρατηρητής» (1989, τεύχη 11-12) που έχει τίτλο ο «Κοινωνικός
Καβάφης», σχολιάζει πως ο στίχος «λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι» δεν προσδιορίζει
την κοινωνική προέλευση των εραστών, αλλά αξιοποιεί την αντίθεση ανάμεσα στο
«ταπεινό και πρόστυχο» περιβάλλον και στα «χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της
μέθης». Επίσης, βρίσκει αντίθεση (και αντίφαση;) στα μοντέλα των πλούσιων νέων
των ποιημάτων «Σημείωμα 1908» και «Τα βήματα». Ενώ στο πρώτο ποίημα οι νέοι του
Καβάφη είναι αρρωστιάρηδες, φυσιολογικώς βρόμικοι, με πάχητα, πρησμένα ή
ζαρωμένα μούτρα, στο δεύτερο ποίημα, ο Νέρων κοιμάται βαθιά σ' εβένινο κρεββάτι
στολισμένο με κοραλλένιους αετούς κι είναι ακμαίος, εύρωστος και σφριγηλός
(περ. 11). Και να σκεφτεί κανείς πως τα ποιήματα έχουν διαφορά ενός μόλις
χρόνου.
Σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε εντοπισμό
του κρεββατιού μέσα στο χώρο (στην κάμαρη) χωρίς χρήση επιθέτων αλλά με
ακρίβεια, σαφήνεια και λεπτομέρεια (περ. 6α, 6β).
Μόνο σε μια περίπτωση η λέξη κρεββάτι
υποδηλώνει την ερωτική πράξη, με συνεκδοχική χρήση της λέξης («με τα ιδεώδη
μέλη του πλασμένα για κρεββάτι», περ. 8).
Τα «κρεββάτια» και οι «κλίνες» στον Καβάφη
είναι άμεσα συνυφασμένα με την ερωτική διάθεση του ποιητή. Σε καμιά περίπτωση
δεν υπάρχει απογυμνωμένο το αίσθημα της μοναξιάς (κρεββάτια μοναξιάς), το
όνειρο ούτε θα συναντήσουμε κρεβάτια πόνου ή θανάτου. Ακόμα και σε ποιήματα που
έχουμε περιγραφές σε κάμαρες νεκρών φίλων, αγαπημένων ή άγνωστων νεαρών, δεν
υπάρχει πουθενά η λέξη κλίνη ή κρεββάτι. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το ποίημα
«ΜΥΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 Μ. Χ.». Μέσα σε εβδομήντα στίχους, που στη συντριπτική
τους πλειοψηφία αφορούν τον χώρο όπου ο Μύρης κείτονταν πεθαμένος, η λέξη
κάμαρη αναφέρεται μόνο μία φορά, ενώ οι λέξεις κρεββάτι ή κλίνη καθόλου.
Τα κρεββάτια του Καβάφη είναι φορτωμένα
από ερωτική αναπόληση και ηδυπάθεια. Είναι, ίσως, τα κομψότερα και πιο
αισθησιακά κρεβάτια της ελληνικής ποίησης.
Όσο για τον Καβάφη… Όσο εξαίσιες ήταν στα
ποιήματά του οι κλίνες του, τόσο εξαίσια ήταν και η τέχνη του. Όσο ακμαίοι,
εύρωστοι, σφριγηλοί κι ερωτοπαθείς ήσαν στους στίχους του οι νέοι που πλάγιαζαν
σε κλίνες και σε κρεββάτια, τόσο υπέροχη και μοναδική ήταν η ποίησή του. Μια
ποίηση που τον αναγόρευσε παγκόσμιο ποιητή, τον έκανε αποδεκτό στα πέρατα της
οικουμένης, και που θα προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό στην ανθρωπότητα για
πολλά χρόνια ακόμη.
[book
press, Απρίλιος 2017· επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα
βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011)]