Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Patrick Modiano-Η χορεύτρια

 



Η ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚ ΜΟΝΤΙΑΝΟ

 

 


Ο Ζαν Πατρίκ Μοντιανό (Jean Patrick Modiano, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1945), γνωστός ως Πατρίκ Μοντιανό, είναι Γάλλος μυθιστοριογράφος, που βραβεύθηκε το 2014 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1978 είχε τιμηθεί και με το Βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του Οδός σκοτεινών μαγαζιών. Ο Μοντιανό έχει έργα του μεταφρασμένα σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ωστόσο τα περισσότερα μυθιστορήματά του δεν είχαν μεταφρασθεί στην αγγλική πριν πάρει το Βραβείο Νόμπελ. Είναι από τους σπουδαιότερους εν ζωή Γάλλους συγγραφείς μαζί με τον Μισέλ Ουελμπέκ, την Ανί Ερνό και τον συγγραφέα-διανοητή Πασκάλ Μπρυκνέρ. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφόρησε η νουβέλα του Η χορεύτρια, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Κριτική μου για το εν λόγω βιβλίο του Μοντιανό θα βρείτε στην παρακάτω διεύθυνση:

https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/24040-i-xoreytria-tou-patrik-montiano-kritiki-morfes-pou-paramenoun-aneksitiles-me-ta-xronia


 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Θ. Μαρκόπουλος-Η λέξη της λέξης

 



 ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

 

Αρχικά να επισημάνω πως ο Θανάσης Μαρκόπουλος, στο σύνολο τού έως τώρα κριτικού του έργου (έξι συλλογές δοκιμίων, τρεις μελέτες και μία ποιητική ανθολογία) κουβαλά μια γερή, τριπλή αρματωσιά. Είναι ποιητής, φιλόλογος και κριτικός ταυτόχρονα. Αυτή η τριπλή του ιδιότητα προσδίδει στα κείμενά του (ιδιαίτερα όταν αυτά αναφέρονται σε ποιητές) πρόσθετη βαρύτητα, εγκυρότητα και αξία. Στο τελευταίο δοκιμιακό βιβλίο του Η λέξη της λέξης-Λογοτέχνες και γραφές (Μελάνι, 2021) περιλαμβάνονται κείμενα για μεγάλο αριθμό λογοτεχνών (πεζογράφων, ποιητών και κριτικών), πολλών από τους οποίους εκτιμώ το έργο τους και απετέλεσαν στο παρελθόν σημεία αναφοράς και δικών μου κριτικών δοκιμίων.

Ο Θ. Μ. στον σύντομο πρόλογό του μας ξεκαθαρίζει τίμια πως η εκπόνηση των συγκεκριμένων κειμένων έχει να κάνει με τις αισθητικές του προτιμήσεις, αλλά συχνά και με τις επαγγελματικές του ανάγκες ή με αφιερώματα περιοδικών. Προς το τέλος του προλόγου μάς προετοιμάζει για το τι πρόκειται να διαβάσουμε, πληροφορώντας μας πως η έκδοση θυμίζει φιλολογικό και κριτικό καλειδοσκόπιο, και εικάζοντας πως, κάτω από αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.

Η σειρά παράθεσης των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα κείμενα του Μαρκόπουλου δεν είναι αλφαβητική. Αναφέρω τα ονόματα με τη σειρά που αναφέρονται στο βιβλίο: Κούλα Αδαλόγλου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Περικλής Σφυρίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου, Ξενοφών Κοκόλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Θανάσης Βαλτινός, Κώστας Καρυωτάκης, Δημήτρης Μίγγας, Τάσος Καλούτσας, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Γιώργος Ζιόβας, Κώστας Κουτσουρέλης, Αλέξης Ζήρας (για Τάσο Πορφύρη), Δημήτρης Κόκορης (για Νίκο Καζαντζάκη), Ηλίας Κεφάλας, Ορέστης Αλεξάκης, Απόστολος Τάσσης, ενώ το καταληκτικό κείμενο του βιβλίου αφορά τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1970 (ποιητές, πεζογράφοι, λογοτεχνικά περιοδικά). Αν και η πρόθεση του Μ. υποθέτω πως ήταν περισσότερο ο εστιασμός του σε κείμενα (ή σε συνανάγνωση κειμένων) και όχι τόσο σε πρόσωπα, γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη πως, αφενός υπάρχει εύρος και πλούσια γκάμα λογοτεχνικών τάσεων και ρευμάτων, αφετέρου πως η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς την ποίηση, αφού ο αριθμός των κειμένων που αφορούν ποιητές είναι διπλάσιος εκείνων που αφορούν πεζογράφους (14 έναντι 7).

 

ù

 

Ας δούμε τώρα κάποιες ενδιαφέρουσες και εύστοχες κριτικές επισημάνσεις του Μ. από επιλεγμένα κείμενα του τόμου:

Για τον ποιητικό λόγο του Αναγνωστάκη (κείμενο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ»), γράφει ο Μαρκόπουλος (σελ. 23): «(Ως ποιητής ο Αναγνωστάκης μίλησε)… με έναν λόγο λιτό, αντιλυρικό, υπαινικτικό ή και ρητό, ειρωνικό έως σατιρικό και σαρκαστικό, υψηλής προφορικότητας, πολύ κοντά στους τόνους και τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας, άλλοτε ψίθυρο, εξομολόγηση και ημερολόγιο κι άλλοτε, σπανιότερα, κραυγή, κήρυγμα και πολεμική.». Για τον διανοούμενο Αναγνωστάκη επισημαίνει (σελ. 25 του ίδιου κειμένου): «Δεν ήταν μικρή υπόθεση, σε εποχές μισαλλοδοξίας και διχασμού, να υποστηρίξει κανείς, και μάλιστα ένας οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς, ότι σε κριτική υπόκεινται οι πάντες, ενώ το έργο τέχνης υπόκειται πρωτίστως στους κανόνες της αισθητικής».

Για τον Περικλή Σφυρίδη (κείμενο «ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ-Η χαρισματική αφήγηση μιας ζωής»), και αφού στη σελ. 27 τον αποκαλεί «ακτιβιστή της τέχνης» και στη σελ. 30 τον χαρακτηρίζει ως «τον πιο ζωόφιλο πεζογράφο των ημερών μας», κάνει λόγο για την τεχνική των αναδρομών που εφάρμοσε στη μυθιστορία του Ψυχή μπλε και κόκκινη (Καστανιώτης, 1996). Γράφει, λοιπόν, στη σελ. 34: «Οι ανάδρομες αναφορές, που δεν είναι μονάχα συχνές αλλά και αιφνιδιαστικές, κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη και, μαζί με τις κατάλληλες αυξομοιώσεις της αφηγηματικής κίνησης, καθιστούν τη διήγηση εξόχως γοητευτική». Στην αμέσως επόμενη σελίδα, για τον ίδιο πάλι συγγραφέα, πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Δεν είναι λίγες οι φορές που τα ίδια πρόσωπα κυκλοφορούν από κείμενο σε κείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι η μήτρα που τα παράγει είναι βαθιά ριζωμένη στη ζωή και την εποχή του συγγραφέα».

Στη σελ. 67, στο κείμενο που αφορά τον Γιάννη Ρίτσο («ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΡΙΤΣΟ»), ο Μαρκόπουλος με αξιοσημείωτη λεκτική οικονομία σκιαγραφεί θαυμάσια τόσο τις ποιητικές αντιθέσεις όσο και τα προτερήματα του ποιητή: «Ποιητής της έκτασης και ποιητής του βάθους. Επικός και λυρικός, ανανεωτής της παράδοσης και μοντερνιστής, ρεαλιστής και συμβολιστής, με έξοχες υπερρεαλιστικές απογειώσεις, υψηλόφωνος και χαμηλόφωνος· αυτό προπάντων: ο απλός, οικείος τόνος της καθημερινής κουβέντας».

Στη σελίδα 183 (κείμενο «ΜΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ»), ως απάντηση στην κάπως μονόπλευρη άποψη του ποιητή και δοκιμιογράφου Κώστα Κουτσουρέλη περί της ευθύνης των ποιητών στο ότι η ποίηση έχει καταντήσει ένα περιθωριακό είδος λόγου (διατυπωμένη στο βιβλίο του Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2019), ο Μαρκόπουλος βάζει τα πράγματα σε σωστή βάση ως εξής: «Γι’ αυτό, επανέρχομαι, η κρίση της σημερινής ποίησης, στον βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μονάχα στους ποιητές, αλλά σε περισσότερους και πιο σύνθετους παράγοντες, που συναρτώνται με τον χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών. Κι ως προς αυτό ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση;»

Τέλος, ο Μ., στις κριτικές του επισημάνσεις, δείχνει να μη χαρίζεται ούτε σε νεότερους πεζογράφους (κείμενο για τον Ιγνάτη Χουβαρδά, που, κατά κανόνα, βέβαια, είναι θετικό) αλλά ούτε και σε έμπειρους και αναγνωρισμένους κριτικούς υψηλής εγκυρότητας, όπως ο Αλέξης Ζήρας, αφού δεν διστάζει να διατυπώσει «ενστάσεις δομικού χαρακτήρα» στη μονογραφή του τελευταίου αναφορικά με τον λογοτέχνη Τάσο Πορφύρη, σε ένα κείμενο, που πάντως διακρίνει και αναγνωρίζει «την ωραία γραφή και τη βαθύτητα της σκέψης» του έμπειρου και ιστορικού κριτικού. (σελ. 188-189)

Ο Μαρκόπουλος έχει τον τρόπο (τον μη δογματικό, τον ήπιο αλλά και κατασταλαγμένο) να σε βάλει να σκεφτείς ακόμη και για θέματα, που θα μπορούσες να έχεις σχετικές αντιρρήσεις. Για παράδειγμα στο κείμενό του που αφορά τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου («ΕΝΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΥΨΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ»), παίρνει τη θέση πως ο Ν. Χ. εκτός από ερωτικός είναι και κοινωνικός ποιητής, κι αυτό βασισμένος κυρίως σε δύο ποιήματα του Θεσσαλονικιού ποιητή. Σκέφτομαι πως το κοινωνικό και το πολιτικό στοιχείο στην ποίηση του Ν. Χ. είναι μάλλον χλομό, πρόκειται για έναν πρωτίστως ερωτικό ποιητή και κάπως αντιδρώ στην προσπάθεια κάποιων κριτικών να θεωρήσουν σημαντικό το έργο κάποιου, απαραίτητα αν αυτό έχει και κοινωνική ή πολιτική διάσταση. Ωστόσο ο τρόπος που το διατυπώνει ο Μαρκόπουλος, νομίζω πως με καλύπτει και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω σε μεγάλο βαθμό μαζί του: «Αναμφισβήτητα ο Χριστιανόπουλος είναι ο κοινωνικότερος από τους ποιητές της Διαγωνίου, όπως διαπιστώνεται από τη διεύρυνση του θεματικού πεδίου στα κείμενά του Αλλήθωρου και της Νεκρής Πιάτσας… Κι όμως θα έπρεπε να προσέξουμε νωρίτερα, από τον Ανυπεράσπιστο καημό ακόμα, την οξύτητα της κοινωνικής του όρασης. Γιατί, αν κοινωνικότητα σημαίνει αλληλεγγύη προς τον άλλο, ταύτιση στο επίπεδο της κοινωνικής θέσης και επίγνωση του προβλήματος, τότε δεν μπορεί παρά ποιήματα σαν τα δύο επόμενα να είναι βαθύτερα κοινωνικά, κι ας εφορμώνται από αίτια ερωτικά» (σελ. 44).

 

 

ù

 

 

Στον παρόντα τόμο, όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας αποφεύγει τις ομαδοποιήσεις των κειμένων, ακολουθώντας τον χρόνο της δημοσίευσης, κάτι που απηχεί και τις πραγματικές συνθήκες γραφής τους. Στην πλειονότητα των κειμένων ο Μ. παραθέτει αυτούσια ποιήματα ή στίχους ποιητών (ή, αντίστοιχα, πεζών αποσπασμάτων για πεζογράφους), ακολουθώντας έτσι ένα άτυπο είδος αποδεικτικής κριτικής ή σχολιασμού. Σε αρκετά επίσης κείμενά του αναφέρει σχόλια ή κριτικές αποτιμήσεις άλλων σημαντικών κριτικών της χώρας (Αργυρίου, Μουλλάς, Βαγενάς, Θεοδοσοπούλου, Ζήρας κ. ά.) – με κάποιους εξ αυτών συνδιαλέγεται άνω της μίας φοράς. Κριτικές επισημάνσεις και απόψεις του Αλέξανδρου Αργυρίου θα συναντήσουμε σε αρκετά από τα κείμενα του βιβλίου, πράγμα που σημαίνει πως, για τον Μαρκόπουλο, ο εν λόγω κριτικός αποτελεί σημείο αναφοράς έγκυρου λόγου. Κάποια, πάλι, κείμενα του Μαρκόπουλου έχουν στη γραφή τους ένα είδος φιλολογικής κωδικοποίησης (εργοβιογραφικά στοιχεία λογοτέχνη, αφηγηματικοί τόποι-χρόνοι, ήρωες, αφηγηματικοί τρόποι, συμπεράσματα κ.τλ.), πετυχαίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ανάλυση κειμένου ή κειμένων με γλωσσική οικονομία, υπό μορφή φιλολογικών σημειώσεων (π.χ. κείμενα για Σκαμπαρδώνη, Καλούτσα, Μίγγα). Από τα κείμενα του Μ. δεν λείπουν οι διακειμενικές αναφορές, ενώ το κείμενο «Τα σπίτια που γέρνουν» αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα συνανάγνωση ποιημάτων του Ηλία Κεφάλα και του Ορέστη Αλεξάκη, αλλά και μια εν δυνάμει μικρή μελέτη για το σπίτι στην νεοελληνική ποίηση, που θα μπορούσε στο μέλλον να εμπλουτιστεί και με άλλες αναφορές ποιητών και ποιημάτων αναφορικά μ’ αυτό το θέμα. Σε κάποια κείμενα, πάλι, θα ακούσουμε και τις απόψεις των υπό σχολιασμού ή κριτικής λογοτεχνών, μέσα από απόσπασμα κάποιας συνέντευξής τους σε εφημερίδα ή περιοδικό (π.χ. Βαλτινός) ή μέσα από ολοκληρωμένες συνεντεύξεις τους (π.χ. οι εν Θεσσαλονίκη συνεντεύξεις του Ασλάνογλου στην Ελένη Λαζαρίδου, στον Νίκο Μπακόλα και σε περιοδικά της πόλης, οι οποίες σχολιάζονται διεξοδικά από τον Μαρκόπουλο). Τέλος, στα συν του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί και η ανάδειξη, διά των κειμένων του Μαρκόπουλου, φρέσκων προσώπων της ποίησης και της πεζογραφίας, όχι πολύ γνωστών στο πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας, ωστόσο ταλαντούχων και σημαντικών, όπως των ποιητών (-τριών) Γιώργου Ζιόβα και Κούλας Αδαλόγλου αλλά και των πεζογράφων Απόστολου Τάσση και Ιγνάτη Χουβαρδά.

         

Παναγιώτης Γούτας

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «απόπλους». τχ. 103, καλοκαίρι 2025, σς. 377-381)


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον (τρία διηγήματα)

 


ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

(σχόλια για ένα διήγημα του F. S. Fitzgerald

και δύο διηγήματα του Joseph Conrad)

 

 

Τα καλοκαίρια, πάντα είχα μια αναγνωστική ροπή σε ολιγοσέλιδα βιβλία (μικρές νουβέλες ή διηγήματα). Όπως ένα ελαφρύ γεύμα ωφελεί τον οργανισμό, ιδίως τις πολύ ζεστές μέρες, το ίδιο νομίζω πως συμβαίνει και με τα βιβλία. Το ζήτημα είναι αν αυτό το «ελαφρύ» γεύμα περιέχει όλες τις χρήσιμες και απαραίτητες ουσίες για τον οργανισμό, να αποδίδει, εν ολίγοις, μέσα στις λίγες σελίδες του ανάγλυφη όλη την περιπέτεια της ζωής. Κι αυτό, λοιπόν, το καλοκαίρι επιλέγω, μεταξύ άλλων, δύο βιβλία κορυφαίων ξένων λογοτεχνών, τυπωμένα από μη εμπορικούς αλλά ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Τα βιβλία αυτά διαβάζονται απνευστί και κατορθώνουν με αξιοσημείωτη οικονομία λόγου να μας τα πουν όλα.

 

 

Επιστροφή στη Βαβυλώνα, του F. Scott Fitzgerald (εκδόσεις Οξύ)

 

Από τις εκδόσεις Οξύ, τον Σεπτέμβριο του 2024 και σε μετάφραση του Πάνου Τρομάρα, τυπώθηκε ίσως το σημαντικότερο διήγημα του F. S. Fitzgerald, το «Επιστροφή στη Βαβυλώνα». Μια ιστορία μόλις 62 αραιογραμμένων σελίδων, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που η «φράση-κλειδί» ή, αν προτιμάτε, το υπαρξιακό ρεζουμέ όλου του στόρι συμπυκνώνεται στην παρακάτω πρόταση: «Δεν γινόταν να τον κάνουν να το πληρώνει για πάντα» (σελ. 61).

Ο Αμερικανός Τσαρλς Γουέιλς (άλτερ έγκο του F. S. F.), αφού έζησε μποέμικη ζωή στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του ’20, δέκα χρόνια μετά, κι ενώ η σύζυγός του έχει πεθάνει (εν μέρει κι από δική του υπαιτιότητα), επιστρέφει στην πόλη του φωτός για να διεκδικήσει την κηδεμονία της εννιάχρονης κόρης του, που ζει με τους θείους της. Ελέγχει, πλέον, απόλυτα την εξάρτησή του από το αλκοόλ, έχει συνέλθει από την οικονομική του κατάρρευση, είναι ένας άλλος, υπεύθυνος και σοβαρός άνθρωπος, που άφησε πίσω τις επιπολαιότητες και τους δαίμονες του παρελθόντος. Όμως πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος δεν λένε να τον αφήσουν στην ησυχία του, δυναμιτίζοντας προσωρινά το όλο του εγχείρημα.

Το διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο φύλλο της Saturday Evening Post, τον Φεβρουάριο του 1931, είναι μια μικρή μαθητεία πάνω στις έννοιες «ενοχή» και «συγχώρεση». Ένα ολιγοσέλιδο αφηγηματικό διαμάντι, ενδεικτικό του ύφους και της τέχνης του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών από ανακοπή καρδιάς, έχοντας προηγουμένως αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα με το αλκοόλ.

 

Δείγμα γραφής (σς. 50-51)

 

Όταν έφτασε στο διαμέρισμά τους, κατάλαβε ότι η Μάριον είχε αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Τον υποδέχτηκε λες και ήταν ένας άσωτος συγγενής, όχι ένας απειλητικός παρείσακτος. Είχαν πει στην Ονόρια ότι θα πήγαινε μαζί του. Ο Τσάρλι χάρηκε όταν είδε πως η μικρή είχε τη λεπτότητα να κρύψει την υπέρμετρη αγαλλίασή της.

 

 

«Το κτήνος» και «Il Conde», δύο διηγήματα του Joseph Conrad (εκδόσεις Ευρασία-Στιγμός)

 

Ο πρώιμος μοντερνιστής Joseph Conrad (1857-1924) έζησε 16 χρόνια στη θάλασσα προτού εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Το ότι είναι άριστος γνώστης της θάλασσας και της ζωής των ναυτικών το αποδεικνύει περίτρανα (και) στο διήγημά του «Το κτήνος», που γράφτηκε το 1906. Στο διήγημα αυτό, που ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς το συγκαταλέγει μαζί με το «Il Conde», που ακολουθεί, μέσα στα δέκα καλύτερα του συγγραφέα, έχουμε μια ναυτική αφήγηση στο μπαρ «Τα τρία κοράκια», όπου βρίσκονται και πίνουν κάποιοι απόμαχοι ναυτικοί. Ένας απ’ αυτούς αφηγείται την ιστορία του «Κτήνους», ενός από τα πλοία της πλοιοκτήτριας εταιρείας Έιπς και Υιοί, που, πριν πέσει στα βράχια και αχρηστευτεί πλήρως, πρόλαβε να πάρει στον λαιμό του αρκετούς ναυτικούς αλλά και μία γυναίκα.

Η αφήγηση έχει έντονη δραματικότητα, φαντασία και ισχυρούς συμβολισμούς, στοιχεία που θα διακρίνουμε σε όλο το έργο του Conrad, που κυρίως είναι μυθιστορηματικό. Γενικά, τα διηγήματα που έγραψε ο Conrad, λειτούργησαν ως προπομπός αλλά και ως μαγιά για το μυθοπλαστικό του έργο. Στο εν λόγω διήγημα, το «Κτήνος», η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα μεταμορφώνει ένα άψυχο πλοίο σε ένα αδηφάγο και εκδικητικό στοιχείο της φύσης, προσδίδοντάς του ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Το δεύτερο διήγημα του βιβλίου, το «Il Conde», γράφτηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1908. Πρόκειται για μια άσκηση λεπτεπίλεπτου ύφους εκ μέρους του συγγραφέα, ένα αφηγηματικό κομψοτέχνημα, όπου και πάλι κυριαρχεί ένας απαισιόδοξος τόνος, η φαντασία και το έντονο δραματικό στοιχείο. Ο Conrad εδώ σκιαγραφεί περίτεχνα το πορτρέτο ενός εκλεπτυσμένου μεσήλικα, του Conde, όπως τον αποκαλεί ο περίγυρός του, τον οποίον ο αφηγητής συναντά και γνωρίζει σε ένα θέρετρο αναψυχής έξω από τη Νάπολη. Ο συγγραφέας-αφηγητής, πιάνοντας κουβέντα μαζί του, πληροφορείται πως βρίσκεται εκεί γιατί μόνο σ’ αυτό το σημείο της Γης, λόγω εξαιρετικού κλίματος, ο Conde αντιμετωπίζει την επίμονη ρευματοπάθειά του, ευελπιστώντας έτσι ν’ αυξήσει το προσδόκιμο της ζωής του. Όταν όμως ο Conde τού αφηγείται μια τραυματική εμπειρία που του συνέβη στη Νάπολη, σ’ ένα κοσμικό πάρκο δίπλα στη θάλασσα, ο αφηγητής νιώθει τον ήρωα να συγκλονίζεται και να γερνά πρόωρα. Αυτή η τραυματική εμπειρία αναγκάζει τον εκλεπτυσμένο μεσήλικα να προσγειωθεί και να αντιμετωπίσει κατάφατσα την αλήθεια της Νάπολης (κλοπές, απειλές, Μαφία), προσδίδοντας άκρως ειρωνική (στο όριο της κυριολεξίας) διάσταση στη ρήση του Γκαίτε «Vedi Napoli e poi mori» (Τη Νάπολη να δω κι ας πεθάνω), που ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί και ως μότο του διηγήματος.

 

Δείγμα γραφής (σ. 92)

 

Αν όντως όσα μου εξομολογήθηκε με αυτή την παντομίμα ήταν αληθινά, τότε η συμπεριφορά του ήταν απλώς εξαιρετική. Όχι δεν ήταν αυτό, δεν ένιωθε ντροπή. Είχε θιγεί όχι επειδή ήταν το επιλεγμένο θύμα μιας ληστείας, αλλά επειδή είχε γίνει αποδέκτης μιας τεράστιας απαξίωσης. Η προσωπική του γαλήνη είχε ευτελιστεί άδικα.

 

………………………..

 

  Τόσο ο F. S. Fitzgerald όσο και ο Joseph Conrad, μ’ αυτά τους τα διηγήματα αναπλάθουν περίτεχνα την εποχή, στην οποία αναφέρονται οι αφηγήσεις, και που οι ίδιοι είχαν ζήσει. Αν όμως κάτι είναι έντονα κοινό στις τρεις αυτές ιστορίες, είναι η έννοια του ανθρώπινου πεπρωμένου και του απρόοπτου της ζωής, που καταβάλλει τους ήρωές τους, θυμίζοντάς μας έντονα το αρχαίο απόφθεγμα: Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

 

Παναγιώτης Γούτας


 

                     Μπορείτε να διαβάσετε την κριτική και στην 

                   παρακάτω διεύθυνση της bookpress

                    https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/23555-epistrofi-sti-vavylona-tou-fitzeralnt-to-ktinos-il-conde-tou-konrant-to-pepromeno-fygein-adynaton

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

"Ένα δικό του δωμάτιο"-η πρώτη κριτική

 


                         





                          ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ

          

                      ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ 

                                 ΚΡΙΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ




Το πρώτο γραπτό κριτικό σχόλιο που έλαβα για το τελευταίο βιβλίο μου Ένα δικό του δωμάτιο (εκδόσεις Ρώμη, 2025) ήρθε από τη Βέροια, από τον έγκριτο ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Θανάση Μαρκόπουλο, που το δημοσίευσε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook). Το δημοσιεύω παρακάτω:

 

֎

 

Έμπειρος συγγραφέας ο Παναγιώτης Γούτας, ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, επανέρχεται στο προσκήνιο με μια σειρά 14 διηγημάτων υπό τον τίτλο «Ένα δικό του δωμάτιο» (2025).

 

Οι θεματικοί πυρήνες:

η αναζήτηση του προσωπικού χώρου και του χαμένου εαυτού,  η διεκδίκηση της συγγραφικής δόξας με αθέμιτους τρόπους, όπως η λογοκλοπή και η παραποίηση επωνύμου, η έλλειψη οράματος και η κάλυψή του από το υποκατάστατο του ποδοσφαίρου, οι πολιτικές και ιδεολογικές διαψεύσεις στο Μακεδονικό ή στο σοσιαλιστικό όραμα και τέλος ο έρωτας είτε ως σπινθήρας είτε ως στάχτη.

 

Με λόγο διαυγή και αφήγηση ρέουσα ο Γούτας διαπλάθει χαρακτήρες φυσικούς και θίγει ζητήματα που, όσο κι αν αγγίζονται, δεν εξαντλούνται.

 

Απόσπασμα από την «Αρμένισσα»

 

Σε τρία χειρουργεία τού παραστάθηκα, όµως «ευχαριστώ» δεν άκουσα από τα χείλη του. Συνήθιζε να ελέγχει κάθε τόσο την τσάντα µου, µήπως είχα ξοδέψει παραπάνω χρήµατα απ’ όσα εκείνος είχε υπολογίσει πως «δικαιούµουν». Έκανε τακτικό έλεγχο στις κλήσεις του κινητού µου για να βλέπει µε ποιον είχα µιλήσει ή µε ποιους είχα αλλάξει µηνύµατα. Τη µάνα µου δεν τόλµησα να τη φέρω ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι, µόνο φαγητό τής πήγαινα στο διαµέρισµά της, δύο τετράγωνα παρακάτω. Ο κύκλος των ανθρώπων που τον περιτριγύριζαν µε κοιτούσε πάντα αφ’ υψηλού. Η Αρµένισσα, µε φώναζαν υποτιµητικά, θαρρείς και δεν είχα όνοµα. Ο Αντώνης και η Αρµένισσα. Πάντα χαµήλωνα το βλέµµα όταν τους συναντούσα σε βιβλιοπαρουσιάσεις, σε εκδηλώσεις λόγου ή στον δρόµο. Κι όµως, µε δονούσαν σύγκορµη οι οµιλίες, οι απαγγελίες ποιηµάτων, οι αναγνώσεις των βιβλίων και οι συζητήσεις που ακολουθούσαν στο τέλος. Δινόµουν ολόκληρη στη λογοτεχνία. Θα µπορούσα να δουλέψω ως καθηγήτρια σε γυµνάσια και λύκεια της χώρας αξιοποιώντας το πτυχίο της φιλολογίας, που πήρα από το Α.Π.Θ., αλλά δεν αποδέχτηκα διορισµό, για να µένω σπίτι και να τον φροντίζω. Άλλωστε τα οικονοµικά του Αντώνη ήταν πολύ καλά, κι ας µην είχε δουλέψει ούτε µία µέρα στη ζωή του. Εισοδηµατίας εννέα ακινήτων - η περιουσία που κληρονόµησε από τον πατέρα του. Μόνο τρία τέσσερα ιδιαίτερα µαθήµατα κράτησα στη γειτονιά, έτσι, για το προσωπικό µου χαρτζιλίκι. Να πηγαίνω µία στις τόσες ένα κοµµωτήριο, να ψωνίζω καµία φούστα ή τίποτα παπούτσια, κανένα καλσόν ή καµιά καλή κολόνια. Και δυο τρία βιβλία τον µήνα απαραιτήτως, για τον ελεύθερο χρόνο µου. Μου το έλεγαν οι φίλες µου, η Σάρα και η Αρσίνη, µήπως και προλάβαιναν, τότε, εκείνον τον γάµο:

- Λενίγια, όταν αυτός θα εξηνταρίσει, εσύ θα είσαι ακόµα ένα λουλούδι τριάντα πέντε χρόνων! Σκέψου το!

Όµως δεν τις είχα, τότε, ακούσει ...  (σ. 37-38)

 

 

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Δύο βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν

 



ΜΕ ΠΥΞΙΔΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Δύο από τα πρόσφατα πεζογραφικά βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν που ξεχώρισα, είναι και τα παρακάτω:

 

 

Coffe time, νουβέλα της Γιώτας Ιωαννίδου

 

Μια παντρεμένη γυναίκα, πενήντα χρονών, με γιο στην εφηβεία, είναι διοικητική υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, στον τομέα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιχορηγούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε πρωί, την ίδια περίπου ώρα, πηγαίνει σε ένα coffee shop κοντά στον εργασιακό της χώρο και αγοράζει καφέ. Το θερμό βλέμμα του εργαζόμενου στο καφέ, του Δημήτρη, τη διεγείρει, την αναστατώνει, δημιουργώντας της παράλληλα αντιφατικά συναισθήματα. Ωστόσο, τα «πρέπει» της και η αφοσίωσή της στην οικογενειακή σύμβαση που ζει προτάσσουν ισχυρές αντιστάσεις στο να ενδώσει στο παρατεταμένο φλερτ του αγνώστου που την πολιορκεί.

Η νουβέλα είναι ολιγοσέλιδη, πυκνή και γραμμένη με έξυπνο τρόπο. Είναι αληθοφανής και αποπνέει φρεσκάδα και πηγαίο ερωτικό αίσθημα. Ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και στους ελάχιστους διαλόγους (που ωστόσο κρύβουν πολλά) παρεμβάλλονται με έντεχνο τρόπο όλες οι βασανιστικές σκέψεις και ανασφάλειες της ηρωίδας περί έρωτος, ανθρωπίνων σχέσεων, οικογενειακής κόπωσης, απιστίας, ένας χείμαρρος από αμφιβολίες και ενοχές που την κατακλύζουν. Και όλο αυτό, χωρίς καν να έχει προχωρήσει μία σχέση, ούτε καν να έχει ξεκινήσει, μόνο από την αποδοχή εκ μέρους της ηρωίδας του αντίλαλου μιας φωνής, από τη θέρμη ενός αντρικού βλέμματος, από το σάστισμά της στην αίσθηση μιας αναπάντεχης και συνεχούς αντρικής παρουσίας, που την ξεβολεύει ευχάριστα από το συζυγικό της βάλτωμα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη γυναικεία οπτική (πώς θα γινόταν αλλιώς), ωστόσο η συγγραφέας, μέσα σε λίγες σελίδες, προλαβαίνει και πετυχαίνει να θίξει με άμεσο και καίριο τρόπο ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων σχέσεων και του ερωτικού παιχνιδιού. Στην ουσία, αποτυπώνει ένα σπάνιο ερωτικό αίσθημα, διάχυτο και απλωμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, με σκηνοθετικό ντεκόρ ένα κοινότοπο, καθημερινό, σχεδόν παρακμιακό καφέ της πρωτεύουσας. Η Γιώτα Ιωαννίδου, παρότι το συγκεκριμένο θέμα έχει εξαντληθεί στο παρελθόν από αρκετούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, έγραψε ένα κομψό βιβλίο για τους έρωτες που δεν υλοποιούνται (ή που είναι ανοιχτοί προς υλοποίηση στο μέλλον), με ισορροπημένη εκ μέρους της αντιμετώπιση του αντρικού και του γυναικείου ρόλου σε μία σχέση, κάτι που, λόγω των ακροτήτων και των υπερβολών της μεταφεμινιστικής εποχής μας και των απαιτήσεών της, σπανίζει στη σημερινή ερωτική βιβλιοπαραγωγή. 

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 24)

 

Γύρισε. Δεν την κοιτούσε, αλλά την είχε περιβάλει με την αίσθησή του. Ο ανδρικός λαιμός. Το παράστημα. Η σιωπή. Η γεμάτη νόημα σιωπή. Το άδειο μαγαζί. Κοίταξε στον καθρέφτη το κουρασμένο της πρόσωπο. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαναγίνει αυτή. Ο εαυτός της. Πέρα απ’ τον άνδρα της, τον γιο της, τη δουλειά της, την κοινωνική της θέση. Ήθελε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και κανέναν, να μπει στο μπαρ και να αγκαλιάσει αυτόν τον ξένο άνδρα. Να μην του μιλήσει, απλώς να τον φιλήσει

 

 

Ψυχή από πέτρα, συλλογή διηγημάτων της Λεύκης Σαραντινού

 

 

Στο βιογραφικό αυτής της συλλογής διηγημάτων διαβάζουμε πως η συγγραφέας, μεταξύ άλλων, έχει κάνει και σπουδές Ιστορίας. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι σπουδές της να υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία (και) αυτού του βιβλίου της. Στην Κομοτηνή, μάλιστα, όπως μας λέει στο ωραίο διήγημά της «Η ματιά μου σε έναν άλλον κόσμο», προστέθηκε και η Εθνολογία, λόγω των εκεί σπουδών της. Αυτό το δέος και την αγάπη της για Ιστορία και Εθνολογία, η συγγραφέας την πρόβαλε, τη διοχέτευσε στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, το Ψυχή από πέτρα, που πάντως δεν είναι και το πρώτο της βιβλίο, αφού έχουν προηγηθεί τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα και αρκετά βιβλία για παιδιά.

Τα διηγήματα της Σαραντινού δεν νομίζω πως πρέπει να κριθούν με βάση την πλοκή, την ένταση της γραφής, τις αφηγηματικές κορυφώσεις ή ένα αναπάντεχο και δυνατό τέλος. Πρόκειται για δεκαοχτώ ιστορικά ενσταντανέ, απλωμένα σε ένα πλατύ χρονικό εύρος (από το 1492 μέχρι σήμερα), στα οποία, με ήσυχη, συχνά κουβεντιαστή γραφή, γίνεται ανάπλαση μιας παλαιότερης εποχής και αναπαράγεται το ιστορικό πλαίσιο κάποιου κορυφαίου ιστορικού γεγονότος. Η συγγραφέας, επιδιώκει να ταξιδέψει στον χωροχρόνο ακυρώνοντας τους νόμους του σύμπαντος, μόνο και μόνο για να ζωντανέψει κάποιες στιγμές του παρελθόντος και να τις αποδώσει όπως εκείνη φαντάζεται πως έχουν γίνει. Ο ρόλος που επιδιώκει είναι κάτι σαν ρεπόρτερ στο παρελθόν, όμως σε στιγμές εκλεκτές, που συζητήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου από πολλούς ανθρώπους. Ιστορικά γεγονότα όπως η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο, της αποβίβασης του πλοιάρχου Κουκ στο Νησί του Πάσχα, του ξεσπάσματος της Ελληνικής επανάστασης στα Βαλκάνια, της απελευθέρωσης της Θράκης από τους Βούλγαρους, της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αλλά και στιγμές προσωπικές από τη σύγχρονη εποχή, που αποτυπώνουν μικρές, ελάχιστες νησίδες μικροϊστορίας (το πώς μεγάλωσε η Σαραντινού στο Ρέθυμνο, τις σπουδές της και την όλη αίσθηση που απεκόμισε από τη φοιτητούπολη Κομοτηνή κ.τλ.) χαρακτηρίζουν κάποια από τα διηγήματα του βιβλίου, προσθέτοντας το απαραίτητο ιστορικό (ή σύγχρονο, σε κάποια κείμενα) φόντο.

Η γραφή αποπνέει ειλικρίνεια, η αναπαράσταση του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου (τόποι, απλοί άνθρωποι της εποχής, διάλογοι, γεγονότα) γίνεται με πειστικότητα και αληθοφάνεια, και η αφήγηση κυλά ήρεμα και ευχάριστα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Ωστόσο, στο μέλλον, για να αποκτήσουν οι ιστορίες της Σ. μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα πρέπει να μην αρκεστεί μόνο στην πιστή αναπαράσταση μιας παλαιότερης εποχής αλλά να αναζητήσει πιο έντονα τα αίτια και τα αποτελέσματα των ιστορικών γεγονότων. Εν ολίγοις θα πρέπει η συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί η ίδια από τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά, κρατώντας, ίσως, και κάποιες επιφυλάξεις για την απήχησή τους στη σύγχρονη εποχή μας.

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 119-120)

 

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε… Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτήν την πόλη, πολλά, όμως, έχουν παραμείνει ίδια, όπως τότε. Τα αρώματα και το πολύ ιδιαίτερο αυτό χρώμα στα δρομάκια της Κομοτηνής ανήκουν σε αυτά που παραμένουν αλώβητα και απρόσβλητα στον χρόνο. Οι ήχοι και τα ευτράπελα της νύχτας επίσης, με νέα στέκια να έχουν προστεθεί στον μακρύ κατάλογο της νυχτερινής διασκέδασης. Πάμπολλοι φοιτητές ήρθαν, άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους εδώ, κι έπειτα έφυγαν και πάλι, με μια γλυκιά νοσταλγία στις αποσκευές και στις καρδιές τους.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

Το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε και στην παρακάτω διεύθυνση:

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23405-giota-ioannidou-coffee-time-leyki-sarantinoy-psyxi-apo-petra-me-pyksida-ton-erota-kai-tin-istoria


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Ο Γιώργος Χρονάς στον "Ιανό"

 



       "ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ"

 



Την Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο του Γιώργου Χρονά Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς (εκδ. Οδός Πανός, 2024). Για το βιβλίο μίλησαν κατά σειρά οι Βασίλης Ζηλάκος, Μαρία Διαμαντοπούλου, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντόνισε ο δημοσιογράφος και ποιητής Στέλιος Λουκάς. Της παρουσίασης προηγήθηκε μουσικό πρόγραμμα με τους Ανδρέα Καρακότα (τραγούδι), Σάκη Κοντονικόλα (πιάνο) και Κοσμά Παπαδόπουλο (κλαρινέτο), που ερμήνευσαν και εκτέλεσαν τραγούδια σε στίχους Γιώργου Χρονά. Το δικό μου κείμενο ήταν το παρακάτω:

 


֎

 

Ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς (1948), από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του ’70, μισόν αιώνα κι έναν χρόνο από το πρώτο του βιβλίο (Βιβλίο 1, Οδός Πανός, 1973) αποφάσισε να τυπώσει την αυτοβιογραφία του. Ο λόγος αυτής της απόφασης αναφέρεται εμμέσως στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Αντιγράφω την πρώτη πρόταση του οπισθόφυλλου: «Προτού ο πανδαμάτωρ χρόνος τα σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώμα, και εμείς επιστρέψουμε στη γη, για πάντα, ας ξεφυλλίσουμε το παραμύθι από την ημέρα που είδαμε το φως, τη θάλασσα, τον άνεμο να μας χτυπάει». Να ήταν άραγε η αγωνία για το άδηλο μέλλον που τον έβαλε «σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα μολύβι» να περισώσει ό,τι περισώζεται από το πλούσιο παρελθόν του ή ο φόβος μιας εξασθένησης ή απώλειας της λειτουργίας της μνήμης, οπότε το πιθανό μαρτύριο τού να ζεις αλλά να μην θυμάσαι καθαρά τα περασμένα, τον κινητοποίησε να καταθέσει με σπουδή τις μέρες, τις φράσεις, τα ονόματα, τις ακριβείς διευθύνσεις κατοικιών, τις συναντήσεις, τα πρόσωπα, τις σκιές, προτού όλα γίνουν σκοτάδι;

Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο του ποιητή, το εικοστό όγδοο βιβλίο του, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Οδός Πανός, είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα, σχετικά ολιγοσέλιδη (μόλις 125 σελίδων), κομψή και περιεκτική αυτοβιογραφία, μοιρασμένη σε 36 σύντομα κεφάλαια, στην οποία (εν περιλήψει και εν συντομία, ή, καλύτερα, λιτά και ουσιαστικά, όπως αρμόζει σε μια αυτοβιογραφία ενός ποιητή) καταγράφονται πρωτίστως τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο (άλλα μικρότερο, άλλα μεγαλύτερο) στη ζωή του. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων –αν εξαιρέσουμε τα στενά συγγενικά πρόσωπα– είναι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου – μουσικοί, ζωγράφοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, ποιητές, σκηνοθέτες ή λαϊκοί τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδίστριες (Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Τζένη Βάνου, Άκης Πάνου κ. ά.). Αλλά και πολλοί απλοί άνθρωποι, δίχως καλλιτεχνικές περγαμηνές και ιδιαίτερη αναγνωρισιμότητα, με τους οποίους ο ποιητής συγχρωτίστηκε. Ένας από αυτούς, που έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά και είχαμε δουλέψει μαζί ως δάσκαλοι στο ίδιο σχολείο, ο μακαρίτης πλέον Μάκης Τεφατζής, ένας πολύ ιδιαίτερος και λεπταίσθητος άνθρωπος, φίλος και συγκάτοικος του Χρονά στη Θεσσαλονίκη – τον αναφέρει σε βιβλίο του και ο Χριστιανόπουλος, αποδίδοντάς του ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια που, κάποτε, του είχε προσφέρει συλλέγοντας στιχάκια για τον στρατό και τη στρατιωτική θητεία. Με την ώσμωση και τον συγχρωτισμό, την ανθρώπινη και καλλιτεχνική επαφή με όλα αυτά τα πρόσωπα του τόμου, ο Χρονάς έδωσε και πήρε, ωφέλησε και ωφελήθηκε, φώτισε και φωτίστηκε. Έτσι, αυτό το βιβλίο, στο τέλος του, καταλήγει ως ένα είδος πνευματικού (και υλικού) αντίδωρου, μια απόδοση ευγνωμοσύνης εκ μέρους του ποιητή για την ύπαρξή τους. Αυτή η στάση του Χρονά, που είναι τίμια και ανθρώπινη, περιορίζει δραστικά τον έντονο ναρκισσισμό που, μοιραία, εκφύεται από τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, χαμηλώνει αναγκαστικά το εγώ του, δίνοντας θέση και φωνή στα πρόσωπα του θιάσου που τον περιβάλλουν και που τον βοήθησαν (με τη φιλία τους, τη στήριξή τους, αλλά κάποιες φορές και με την αρνητική τους στάση απέναντί του) να κτίσει ο ίδιος τον μύθο του.

Όλες οι ενότητες του βιβλίου αναδίδουν άρωμα άλλης εποχής. Μποέμικος τρόπος ζωής, πολλά ταξίδια, ανθρώπινες σχέσεις πέραν των κοινωνικών στερεοτύπων, ευκαιριακές ερωτικές επαφές, ζωγράφοι που ερωτεύονται τα μοντέλα τους, τα πρώτα τεύχη της Οδού Πανός και τα πρώτα ποιήματα, ο Φλόκας, το Jonarr’s, ο Λουμίδης στη Σταδίου, ο Ζυγός, παλιά εστιατόρια με στητά γκαρσόνια με παπιγιόν και λευκά τραπεζομάντιλα στα τραπέζια. Ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και τα ταξίδια του στην Ευρώπη με τον ποιητή, ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Λαμπράκης, ο Μαμαγκάκης, ο εκ των δασκάλων του ποιητή Μιχάλης Κατσαρός, ο Μαρωνίτης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος, είναι κάποια από τα βαρυσήμαντα ονόματα που δεσπόζουν στις εξομολογήσεις του Χρονά. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αφήγηση για το όλο παρασκήνιο της ανάθεσης του ένθετου της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη» εκ μέρους της εκδότριας Μάνιας Τεγοπούλου στον Χρονά, που φανερώνει τη διάθεση της εκδότριας αλλά και του Χρονά για ένα πνεύμα ανανέωσης του συγκεκριμένου έντυπου, αναθέτοντας κείμενα λόγου και βιβλιοκρισίες σε νέους ανθρώπους και νέες φωνές, μακριά από εκδοτικά κυκλώματα, συγγραφικά κατεστημένα και παγιωμένες καταστάσεις. Μια ανανέωση που δεν διήρκεσε όσο θα έπρεπε, αφού όπως μας θυμίζει ο ίδιος ο Χρονάς: «Η εφημερίδα κυκλοφόρησε μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2011. Μετά σταμάτησε. Ανέστειλε την κυκλοφορία της». Βρήκα επίσης κομψά εξομολογητική και δεόντως αυτοσαρκαστική την ενότητα 26, που αφορά το τέλος του Κώστα Ταχτσή. Μόλις ο Χρονάς πληροφορήθηκε από ραδιοφωνικό σταθμό ότι ο Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, επικοινώνησε με τον Μένη Κουμανταρέα. Συζητώντας τη φριχτή είδηση επιβεβαίωναν και οι δύο ότι είχαν μαντέψει αυτό το τέλος. Ο Χρονάς κλείνει αυτήν την ενότητα ως εξής: «Τον Ταχτσή νεκρό δεν τον έχω φανταστεί ποτέ. Πάντα εδώ είναι. Λίγο αργότερα άκουσα το νυχτερινό τηλέφωνο να χτυπά, και η φωνή από την άλλη μεριά να μου λέει: “Η σειρά σου”. Για φαντάσου…». Η ειρωνεία που υπονοείται απ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο επόμενος που ακολούθησε τον Ταχτσή, με παρόμοιο άγριο τρόπο θανάτου λόγω της ερωτικής του κλίσης, τελικώς δεν ήταν ο Χρονάς, αλλά ο Κουμανταρέας.

Η Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στις μνήμες και στις εξομολογήσεις του Χρονά, αφού, ως αναφορά ή πεδίο γεγονότων και καταστάσεων, καταλαμβάνει σημαντικό αριθμό κειμένων στη συνολική αυτοβιογραφία του. Ο καθηγητής Μαρωνίτης να διδάσκει στη Φιλοσοφική κι ο Χρονάς, ακροατής του, να του σηκώνει με θράσος φωνή, λέγοντάς του πως «δεν είμαι μαθητής σας!», ο Ασλάνογλου με τα συναισθηματικά του σκαμπανεβάσματα και την ποιητική του ευφυΐα, η γνωριμία του με τον Χριστιανόπουλο και οι συχνές συναντήσεις τους (από τις ελάχιστες φορές που τσούγκρισε ποτήρι με κρασί ο Χριστιανόπουλος ήταν, κατά Χρονά, όταν ήπιαν στη μνήμη της Μαλβίνας Κάραλη, ένα πρόσωπο που εκτιμούσαν και οι δύο), ο Μανόλης Μπαρμπουνάκης με την υπόγα του και τον παπαγάλο να δεσπόζει στο ταμείο, ο Κορδομενίδης της «νεότητάς του», η Κατερίνα Γιαννούλη του καφέ «Γαζία» –πλέον το στέκι αυτό έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση–, όπου διοργανώνονταν εκδηλώσεις λόγου και θεατρικά βραδινά, με παρόντα συχνά τον Χρονά, το «Μπανάλ» του Ηρακλή Δούκα επί της Προξένου Κορομηλά, τα ξενοδοχεία επί της Κολόμβου, είναι κάποια από τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια της συμπρωτεύουσας που μνημονεύονται στο βιβλίο. Είναι, άλλωστε, γνωστό το δέσιμο του Χρονά με τη Θεσσαλονίκη – Μιλάνο και Νέα Υόρκη της Ελλάδας την έχει αποκαλέσει στο παρελθόν κατ’ επανάληψη.

Συνοψίζοντας, το βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς είναι μια περιεκτική, πυκνή και ποιητικού, σε πολλά σημεία, ύφους αυτοβιογραφία ενός σημαντικού ανθρώπου των γραμμάτων μας, με έμφαση στους ανθρώπους της ζωής του. Για τους οποίους αναφέρει χαρακτηριστικά στη σ. 123: «Να θυμηθώ πως δεν πρέπει να παραλείψω στον βίο μου πολλά μαγικά πρόσωπα που είχα την τύχη να συναναστραφώ να μάθω, να πάθω. Όσα άντεξα.». Με βάση τα γεγονότα που εξιστορούνται και τη σημαντικότητα των προσώπων που αναφέρονται στο βιβλίο, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την αυτοβιογραφία του Χρονά ως ένα συνοπτικό εγχειρίδιο ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού, ιδωμένης μέσα από το προσωπικό βλέμμα του ποιητή, που εκτός των όσων αναφέρει, είναι προφανές πως άλλα τόσα, εντέχνως, μας τα αποσιωπά. Κι αυτό όχι από φόβο μην εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις ή μην εκτεθεί περισσότερο ο ίδιος, αλλά λόγω της υψηλής αίσθησης του μέτρου και της οξυδέρκειάς του να αξιολογεί τη σημαντικότητα των πραγμάτων, αρετές που, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, διαθέτει στο ακέραιο.

Παναγιώτης Γούτας

 

(το παραπάνω κείμενο, σε μια πρώτη γραφή, θα το βρείτε δημοσιευμένο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο

https://bookpress.gr/kritikes/biografies/21936-to-onoma-mou-einai-giorgos-xronas-kritiki-boemikos-tropos-zois-taksidia-stekia-prosopa  )


Όλη την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του Γιώργου Χρονά στον Ιανό μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο παρακάτω link:

https://youtu.be/Pnc1t8RoOkE?si=BiI20tZ1kjLMU1Nu