Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Ο Γιώργος Χρονάς στον "Ιανό"

 



       "ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ"

 



Την Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο του Γιώργου Χρονά Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς (εκδ. Οδός Πανός, 2024). Για το βιβλίο μίλησαν κατά σειρά οι Βασίλης Ζηλάκος, Μαρία Διαμαντοπούλου, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντόνισε ο δημοσιογράφος και ποιητής Στέλιος Λουκάς. Της παρουσίασης προηγήθηκε μουσικό πρόγραμμα με τους Ανδρέα Καρακότα (τραγούδι), Σάκη Κοντονικόλα (πιάνο) και Κοσμά Παπαδόπουλο (κλαρινέτο), που ερμήνευσαν και εκτέλεσαν τραγούδια σε στίχους Γιώργου Χρονά. Το δικό μου κείμενο ήταν το παρακάτω:

 


֎

 

Ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς (1948), από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του ’70, μισόν αιώνα κι έναν χρόνο από το πρώτο του βιβλίο (Βιβλίο 1, Οδός Πανός, 1973) αποφάσισε να τυπώσει την αυτοβιογραφία του. Ο λόγος αυτής της απόφασης αναφέρεται εμμέσως στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Αντιγράφω την πρώτη πρόταση του οπισθόφυλλου: «Προτού ο πανδαμάτωρ χρόνος τα σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώμα, και εμείς επιστρέψουμε στη γη, για πάντα, ας ξεφυλλίσουμε το παραμύθι από την ημέρα που είδαμε το φως, τη θάλασσα, τον άνεμο να μας χτυπάει». Να ήταν άραγε η αγωνία για το άδηλο μέλλον που τον έβαλε «σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα μολύβι» να περισώσει ό,τι περισώζεται από το πλούσιο παρελθόν του ή ο φόβος μιας εξασθένησης ή απώλειας της λειτουργίας της μνήμης, οπότε το πιθανό μαρτύριο τού να ζεις αλλά να μην θυμάσαι καθαρά τα περασμένα, τον κινητοποίησε να καταθέσει με σπουδή τις μέρες, τις φράσεις, τα ονόματα, τις ακριβείς διευθύνσεις κατοικιών, τις συναντήσεις, τα πρόσωπα, τις σκιές, προτού όλα γίνουν σκοτάδι;

Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο του ποιητή, το εικοστό όγδοο βιβλίο του, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Οδός Πανός, είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα, σχετικά ολιγοσέλιδη (μόλις 125 σελίδων), κομψή και περιεκτική αυτοβιογραφία, μοιρασμένη σε 36 σύντομα κεφάλαια, στην οποία (εν περιλήψει και εν συντομία, ή, καλύτερα, λιτά και ουσιαστικά, όπως αρμόζει σε μια αυτοβιογραφία ενός ποιητή) καταγράφονται πρωτίστως τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο (άλλα μικρότερο, άλλα μεγαλύτερο) στη ζωή του. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων –αν εξαιρέσουμε τα στενά συγγενικά πρόσωπα– είναι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου – μουσικοί, ζωγράφοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, ποιητές, σκηνοθέτες ή λαϊκοί τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδίστριες (Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Τζένη Βάνου, Άκης Πάνου κ. ά.). Αλλά και πολλοί απλοί άνθρωποι, δίχως καλλιτεχνικές περγαμηνές και ιδιαίτερη αναγνωρισιμότητα, με τους οποίους ο ποιητής συγχρωτίστηκε. Ένας από αυτούς, που έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά και είχαμε δουλέψει μαζί ως δάσκαλοι στο ίδιο σχολείο, ο μακαρίτης πλέον Μάκης Τεφατζής, ένας πολύ ιδιαίτερος και λεπταίσθητος άνθρωπος, φίλος και συγκάτοικος του Χρονά στη Θεσσαλονίκη – τον αναφέρει σε βιβλίο του και ο Χριστιανόπουλος, αποδίδοντάς του ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια που, κάποτε, του είχε προσφέρει συλλέγοντας στιχάκια για τον στρατό και τη στρατιωτική θητεία. Με την ώσμωση και τον συγχρωτισμό, την ανθρώπινη και καλλιτεχνική επαφή με όλα αυτά τα πρόσωπα του τόμου, ο Χρονάς έδωσε και πήρε, ωφέλησε και ωφελήθηκε, φώτισε και φωτίστηκε. Έτσι, αυτό το βιβλίο, στο τέλος του, καταλήγει ως ένα είδος πνευματικού (και υλικού) αντίδωρου, μια απόδοση ευγνωμοσύνης εκ μέρους του ποιητή για την ύπαρξή τους. Αυτή η στάση του Χρονά, που είναι τίμια και ανθρώπινη, περιορίζει δραστικά τον έντονο ναρκισσισμό που, μοιραία, εκφύεται από τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, χαμηλώνει αναγκαστικά το εγώ του, δίνοντας θέση και φωνή στα πρόσωπα του θιάσου που τον περιβάλλουν και που τον βοήθησαν (με τη φιλία τους, τη στήριξή τους, αλλά κάποιες φορές και με την αρνητική τους στάση απέναντί του) να κτίσει ο ίδιος τον μύθο του.

Όλες οι ενότητες του βιβλίου αναδίδουν άρωμα άλλης εποχής. Μποέμικος τρόπος ζωής, πολλά ταξίδια, ανθρώπινες σχέσεις πέραν των κοινωνικών στερεοτύπων, ευκαιριακές ερωτικές επαφές, ζωγράφοι που ερωτεύονται τα μοντέλα τους, τα πρώτα τεύχη της Οδού Πανός και τα πρώτα ποιήματα, ο Φλόκας, το Jonarr’s, ο Λουμίδης στη Σταδίου, ο Ζυγός, παλιά εστιατόρια με στητά γκαρσόνια με παπιγιόν και λευκά τραπεζομάντιλα στα τραπέζια. Ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και τα ταξίδια του στην Ευρώπη με τον ποιητή, ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Λαμπράκης, ο Μαμαγκάκης, ο εκ των δασκάλων του ποιητή Μιχάλης Κατσαρός, ο Μαρωνίτης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος, είναι κάποια από τα βαρυσήμαντα ονόματα που δεσπόζουν στις εξομολογήσεις του Χρονά. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αφήγηση για το όλο παρασκήνιο της ανάθεσης του ένθετου της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη» εκ μέρους της εκδότριας Μάνιας Τεγοπούλου στον Χρονά, που φανερώνει τη διάθεση της εκδότριας αλλά και του Χρονά για ένα πνεύμα ανανέωσης του συγκεκριμένου έντυπου, αναθέτοντας κείμενα λόγου και βιβλιοκρισίες σε νέους ανθρώπους και νέες φωνές, μακριά από εκδοτικά κυκλώματα, συγγραφικά κατεστημένα και παγιωμένες καταστάσεις. Μια ανανέωση που δεν διήρκεσε όσο θα έπρεπε, αφού όπως μας θυμίζει ο ίδιος ο Χρονάς: «Η εφημερίδα κυκλοφόρησε μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2011. Μετά σταμάτησε. Ανέστειλε την κυκλοφορία της». Βρήκα επίσης κομψά εξομολογητική και δεόντως αυτοσαρκαστική την ενότητα 26, που αφορά το τέλος του Κώστα Ταχτσή. Μόλις ο Χρονάς πληροφορήθηκε από ραδιοφωνικό σταθμό ότι ο Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, επικοινώνησε με τον Μένη Κουμανταρέα. Συζητώντας τη φριχτή είδηση επιβεβαίωναν και οι δύο ότι είχαν μαντέψει αυτό το τέλος. Ο Χρονάς κλείνει αυτήν την ενότητα ως εξής: «Τον Ταχτσή νεκρό δεν τον έχω φανταστεί ποτέ. Πάντα εδώ είναι. Λίγο αργότερα άκουσα το νυχτερινό τηλέφωνο να χτυπά, και η φωνή από την άλλη μεριά να μου λέει: “Η σειρά σου”. Για φαντάσου…». Η ειρωνεία που υπονοείται απ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο επόμενος που ακολούθησε τον Ταχτσή, με παρόμοιο άγριο τρόπο θανάτου λόγω της ερωτικής του κλίσης, τελικώς δεν ήταν ο Χρονάς, αλλά ο Κουμανταρέας.

Η Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στις μνήμες και στις εξομολογήσεις του Χρονά, αφού, ως αναφορά ή πεδίο γεγονότων και καταστάσεων, καταλαμβάνει σημαντικό αριθμό κειμένων στη συνολική αυτοβιογραφία του. Ο καθηγητής Μαρωνίτης να διδάσκει στη Φιλοσοφική κι ο Χρονάς, ακροατής του, να του σηκώνει με θράσος φωνή, λέγοντάς του πως «δεν είμαι μαθητής σας!», ο Ασλάνογλου με τα συναισθηματικά του σκαμπανεβάσματα και την ποιητική του ευφυΐα, η γνωριμία του με τον Χριστιανόπουλο και οι συχνές συναντήσεις τους (από τις ελάχιστες φορές που τσούγκρισε ποτήρι με κρασί ο Χριστιανόπουλος ήταν, κατά Χρονά, όταν ήπιαν στη μνήμη της Μαλβίνας Κάραλη, ένα πρόσωπο που εκτιμούσαν και οι δύο), ο Μανόλης Μπαρμπουνάκης με την υπόγα του και τον παπαγάλο να δεσπόζει στο ταμείο, ο Κορδομενίδης της «νεότητάς του», η Κατερίνα Γιαννούλη του καφέ «Γαζία» –πλέον το στέκι αυτό έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση–, όπου διοργανώνονταν εκδηλώσεις λόγου και θεατρικά βραδινά, με παρόντα συχνά τον Χρονά, το «Μπανάλ» του Ηρακλή Δούκα επί της Προξένου Κορομηλά, τα ξενοδοχεία επί της Κολόμβου, είναι κάποια από τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια της συμπρωτεύουσας που μνημονεύονται στο βιβλίο. Είναι, άλλωστε, γνωστό το δέσιμο του Χρονά με τη Θεσσαλονίκη – Μιλάνο και Νέα Υόρκη της Ελλάδας την έχει αποκαλέσει στο παρελθόν κατ’ επανάληψη.

Συνοψίζοντας, το βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς είναι μια περιεκτική, πυκνή και ποιητικού, σε πολλά σημεία, ύφους αυτοβιογραφία ενός σημαντικού ανθρώπου των γραμμάτων μας, με έμφαση στους ανθρώπους της ζωής του. Για τους οποίους αναφέρει χαρακτηριστικά στη σ. 123: «Να θυμηθώ πως δεν πρέπει να παραλείψω στον βίο μου πολλά μαγικά πρόσωπα που είχα την τύχη να συναναστραφώ να μάθω, να πάθω. Όσα άντεξα.». Με βάση τα γεγονότα που εξιστορούνται και τη σημαντικότητα των προσώπων που αναφέρονται στο βιβλίο, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την αυτοβιογραφία του Χρονά ως ένα συνοπτικό εγχειρίδιο ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού, ιδωμένης μέσα από το προσωπικό βλέμμα του ποιητή, που εκτός των όσων αναφέρει, είναι προφανές πως άλλα τόσα, εντέχνως, μας τα αποσιωπά. Κι αυτό όχι από φόβο μην εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις ή μην εκτεθεί περισσότερο ο ίδιος, αλλά λόγω της υψηλής αίσθησης του μέτρου και της οξυδέρκειάς του να αξιολογεί τη σημαντικότητα των πραγμάτων, αρετές που, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, διαθέτει στο ακέραιο.

Παναγιώτης Γούτας

 

(το παραπάνω κείμενο, σε μια πρώτη γραφή, θα το βρείτε δημοσιευμένο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο

https://bookpress.gr/kritikes/biografies/21936-to-onoma-mou-einai-giorgos-xronas-kritiki-boemikos-tropos-zois-taksidia-stekia-prosopa  )


Όλη την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του Γιώργου Χρονά στον Ιανό μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο παρακάτω link:

https://youtu.be/Pnc1t8RoOkE?si=BiI20tZ1kjLMU1Nu 

 

           

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Παρουσίαση του "Ελεγκτή" στο Monsieur Sarlo

 




 

֎

 

Τη Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2025, στο βιβλιοπωλείο Monsieur Sarlo του Γιώργου Γκόζη, μαζί με τον εικαστικό Ιωάννη Πρώιο παρουσιάσαμε το αξιόλογο βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα (εκδόσεις ΑΩ, 2024). Παραθέτω την τελευταία παράγραφο της ομιλίας μου, σκέψεις της τελευταίας στιγμής για το βιβλίο του Τασιόπουλου. Κείμενο-κριτική για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/21823-o-elegktis-kai-alles-istories-vioporistikoy-erota-tou-vaggeli-tasiopoulou-kritiki

 

 

»Και κάποιες τελευταίες σκέψεις μου, τώρα, για το βιβλίο του Τασιόπουλου. Η λογοτεχνική αρτιότητα της συλλογής Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο συγγραφέας, σαν έτοιμος από καιρό, έστησε τις ιστορίες του με γνώση και με τέχνη. Τουλάχιστον τέσσερις παράγοντες συνηγόρησαν, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτό: Η ιδιότητα του Τ. ως εκπαιδευτικού, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, σωστή χρήση της γλώσσας αλλά και σωστή διαχείρισή της. Η συγγραφή, στο παρελθόν, από μεριάς του πεζογραφικών βιβλίων παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας είτε με τη μορφή νουβελών είτε με τη μορφή διηγημάτων. Η επί χρόνια ιδιότητά του ως επιμελητής κειμένων σε εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάστηκε. Τέλος, η συμμετοχή του σε προγράμματα δημιουργικής γραφής και η γόνιμη ώσμωσή του με κείμενα ανθρώπων, στους οποίους ο ίδιος δίδασκε (και εξακολουθεί να διδάσκει) τα μυστικά της γραφής. Κάτι άλλο αξιοσημείωτο στο συνολικό έργο του Τ. είναι η ύπαρξη μιας στέρεης, συγκροτημένης και ευδιάκριτης κοσμοθεωρίας, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας στενού τύπου ιδεολογίας ή ενός ευκαιριακής χρήσης πολιτικού μηνύματος. Πρόκειται για έναν διάχυτο ουμανισμό, μια ανθρωπιστική στάση που διακρίνεται και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και στα ποιήματά του, η τρυφερή, συμπονετική και ευαίσθητη ματιά του απέναντι στους μοναχικούς και αδύναμους ανθρώπους αλλά και στους αδικημένους της ζωής, με τους οποίους συμπάσχει και στέκεται δίπλα τους. Είναι η έμπρακτη και μαχητική στάση του απέναντι στις αναπηρίες και στις ανορθογραφίες αυτού του κόσμου, τις οποίες, διά της γραφής, ευελπιστεί να διορθώσει ή έστω να καλυτερέψει. Με μεγάλο ενδιαφέρον θα αναμένω το επόμενο λογοτεχνικό του βήμα, είτε αυτό θα είναι επιστροφή στα κεκτημένα της ποίησης είτε ένα καινούριο πεζογραφικό βιβλίο, ακόμη πιο ώριμο και κατασταλαγμένο».

 

 

Παναγιώτης Γούτας





Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Λυκοχαβιά

 


 

 

 

ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

ΤΗΣ ΛΥΚΟΧΑΒΙΑΣ

 

 

 

(Για τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση, Λυκοχαβιά, Κέδρος, 2022)

 

 

Στη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση Λυκοχαβιά (Κέδρος, 2022) ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως κάποιος αόρατος αφηγητής του παρελθόντος (ή πολλοί μαζί) μας αφηγείται τα γεγονότα. Ο Μπαρμπάτσης αξιοποιώντας αφηγήσεις τρίτων, ακούσματα, ήθη και δοξασίες ενός τμήματος της ελληνικής περιφέρειας που εντοπίζεται στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, στήνει έξι δυνατά διηγήματα, τόσο ως προς την πλοκή όσο και ως προς τη θεματολογία τους, που όλα τους διαδραματίζονται στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ποικίλα θέματα θίγονται σ’ αυτές τις ιστορίες: η μετανάστευση στη Γερμανία με όλα τα επακόλουθά της, η πατρική βία κατά των θυγατέρων που πάσχιζαν για μια στοιχειώδη αυτονομία και χειραφέτηση, οι σαλοί της επαρχίας που κάποιες ενέργειές τους και κάποιες αποφάσεις ζωής μάς αφήνουν έκπληκτους, τα ερωτικά αδιέξοδα που οδηγούν στην παράνοια, η σκληρότητα και ωμότητα του πολέμου της Αλβανίας, το αρμονικό συνταίριασμα των ανθρώπων της επαρχίας τη δεκαετία του ’50 και του ’60 με τα στοιχεία της φύσης.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο στο οπισθόφυλλο ως εξής: «Ιστορίες για την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής». Θα πρόσθετα: ο αχός, η βοή μιας σκληρής εποχής που φτάνει ως τις μέρες μας πεντακάθαρα, χάρη στην ντοπιολαλιά που συντηρεί και διασώζει διά των ιστοριών του ο συγγραφέας, πιστεύοντας πως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αλήθεια που αυτές εκφράζουν φτάνει πιο ευθύβολη, διαυγής και στιλπνή στο σημερινό αναγνώστη.

Ο Μπαρμπάτσης τόλμησε, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Ελλάδας, να σταθεί με επάρκεια απέναντι στον Σωτήρη Δημητρίου, τόσο ως προς τη νοστιμιά και γλύκα της γλώσσας του, όσο και ως προς τη ψυχογραφική δύναμη και τραγικότητα ζωής των ηρώων του.

 

(αδημοσίευτο κείμενο, γραμμένο το 2023)

 


Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Βαγγέλης Τασιόπουλος-Ο ελεγκτής

 



 

 

Ποιητική πρόζα που γεννά προσδοκίες

 

֎

 

 

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, διηγήματα, εκδ. ΑΩ, 2024.

 

 

Από την ποίηση στην πεζογραφία

 

Πολλοί από τους πεζογράφους της γενιάς μου, αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι ηλικιακά πεζογράφοι, ξεκίνησαν γράφοντας ποιήματα ή τυπώνοντας μία ή και δύο ποιητικές συλλογές. Γενικά, η δόκιμη πορεία της γραφής ήταν (και μάλλον παραμένει) αυτή: στην αρχή ποιήματα, κατόπιν σύντομα πεζά (διηγήματα ή αφηγήματα) και τέλος απάγκιο στο μυθιστόρημα. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα μιας συγγραφικής εξέλιξης ενός πεζογράφου, σε γενικές γραμμές, όμως, παραμένει η πεπατημένη οδός. Προσωπικά δεν γνωρίζω πεζογράφους που, ύστερα από πολύχρονη θητεία στον πεζό λόγο, να στράφηκαν με διάρκεια και επιτυχία στην ποίηση. Κι αν αυτό συνέβη ποτέ, θα επρόκειτο για κάποια παλιά λησμονημένη συλλογή ποιημάτων τους, που έσκασε σαν αναλαμπή, σαν πυροτέχνημα στο μεσοδιάστημα, στην ανάπαυλα της συγγραφής κάποιων μυθιστορημάτων τους, για ψυχική εκτόνωση. Γνωρίζω όμως ποιητές και ποιήτριες που ύστερα από μια γόνιμη και πολύχρονη τριβή με την ποίηση και την ποιητική φόρμα, το «γύρισαν» στην πεζογραφία. Κλασική περίπτωση ο Νίκος Δαββέτας, που ύστερα από μακρά θητεία στην ποίηση, με επτά ποιητικά βιβλία, αντιστάθμισε το συγγραφικό του ισοζύγιο με επτά καλογραμμένα πεζογραφικά βιβλία, στη συντριπτική τους πλειονότητα μυθιστορήματα, κατακτώντας επάξια και την ιδιότητα του πεζογράφου. Φυσικά υπάρχουν (ή υπήρχαν) πάντα και οι ποιητές-πεζογράφοι, που μοιράζουν (μοίραζαν) ισόποσα την τέχνη και το ενδιαφέρον τους και στα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη, τυπώνοντας εναλλάξ ποίηση και πεζογραφία – ας αναφέρω, τελείως πρόχειρα και μόνο από τον βορειοελλαδίτικο χώρο, τις περιπτώσεις της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, του Τόλη Νικηφόρου, του Μάρκου Μέσκου και του Γιώργου Ιωάννου.

Η περίπτωση του ποιητή Βαγγέλη Τασιόπουλου (1959) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με δέκα ποιητικά βιβλία στο γυλιό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, που τυπώθηκαν σε κομψή έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, το 2024, και συνοδεύονται από δύο σκίτσα (εξώφυλλο, οπισθόφυλλο) του εικαστικού Ι. Α. Πρώιου. Για τον Τασιόπουλο δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα έχει διάρκεια και επιτυχία στο νέο του εγχείρημα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως κρατάμε στα χέρια ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα-βιβλίο, που έχει όλες τις προδιαγραφές ώστε ο συγγραφέας του όχι μόνο να κατακτήσει μελλοντικά την ιδιότητα του πεζογράφου, αλλά να εξελιχθεί και σημαντικά αναφορικά μ’ αυτήν.

 

 

Ο έρωτας, το τελευταίο καταφύγιο

 

Η συλλογή περιλαμβάνει ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) κι άλλα δώδεκα διηγήματα μικρότερης έκτασης. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει το σύνολο αυτών των ιστοριών, ενώ στην πλειονότητα των κειμένων κάποια επαγγελματίας του έρωτα ή απλώς ερωτική γυναίκα στηρίζει, ικανοποιεί ή αναγεννά με ερωτικές υπηρεσίες της κάποιον τσακισμένο ή εξουθενωμένο από τη ζωή άντρα – δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα, φερέλπιδα δημοσιογράφο, φωτογράφο, οδοκαθαριστή ή υπάλληλο στα τρένα. Εδώ, βέβαια, τα όρια ανάμεσα στον πληρωμένο έρωτα και την εθελούσια ερωτική προσφορά δεν είναι ευδιάκριτα. Υπάρχουν δοτικές γυναίκες-ηρωίδες, που, ό,τι προσφέρουν, το προσφέρουν από περίσσιο ψυχής, από μοναξιά ή από εσωτερική ανάγκη. Επομένως, ο υπότιτλος της συλλογής «άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» ας μην εκληφθεί απαραίτητα ως οικονομική ή συμφεροντολογικού τύπου συναλλαγή για κάποιες προσφερόμενες ερωτικές υπηρεσίες. Όπως και να έχει, ο έρωτας παντού και πάντα δεσπόζει ως ένα τελευταίο καταφύγιο, ως άμυνα σε μια ανάπηρη ζωή, όπου οι πίκρες και οι απογοητεύσεις πλεονάζουν, ενώ η προσωπική ή η συλλογική ευτυχία ολοένα και συρρικνώνονται ως έννοιες.

Στο διήγημα «Το άρωμα» (σ. 62) γράφει ο Τασιόπουλος: «Σε λίγο ο οδοκαθαριστής, ένα παιδάκι είκοσι χρονών με εμφανή δυσκολία στην κίνηση, θα έφτανε για να αποκαταστήσει την τάξη στη γειτονιά». Και μόνο αυτή η πρόταση αρκεί για ν’ αντιληφθούμε το εφαλτήριο της σύνθεσης του συγκεκριμένου βιβλίου, το κίνητρο του συγγραφέα. Η ειρωνεία είναι οξύτατη και εμφανής. Ένας κόσμος ελλιπής, ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα. Στο τέλος του διηγήματος, ο συγγραφέας θα ανταμείψει αυτόν τον φιλότιμο νεαρό με το να τον συγχρωτίσει με την Αϊσέ, τη νέα ερωμένη του ανθοπώλη Αχμέτ, ο οποίος νοιάζεται μόνο για υλικές απολαβές και όχι για συναισθήματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο ενθουσιώδης χαρταετός», όπου κυριαρχεί το τρίο: άνδρας με αναπηρία που δεν κατονομάζεται, η Χριστίνα που εκδίδεται από ανάγκη και ένας επαγγελματίας χορευτής, ο Λίο. Η Χριστίνα ικανοποιεί ερωτικά τον πρώτο από συμπόνια και αγάπη, ονειρεύεται όμως τον έρωτα με τον εντυπωσιακό και ευγενή Λίο, που, με την παρουσία του, έχει αναστατώσει τη γειτονιά. Σκόπιμα στάθηκα σ’ αυτά τα δύο διηγήματα για να επισημάνω την ιδιαίτερη ευαισθησία του Τασιόπουλου απέναντι στους ανθρώπους με ειδικές ικανότητες και κινητικά προβλήματα, λόγω και του επαγγέλματός του ως ειδικού παιδαγωγού, μια ευαισθησία που μεταποιήθηκε, στο παρελθόν, σε λογοτεχνία μέσα από ποιήματα ή διηγήματά του για παιδιά και εφήβους.

Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη, φωτίζοντας τον αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών έχουν κάτι το κατανυκτικό και το λυτρωτικό. Οι εκδιδόμενες γυναίκες εξαγνίζονται, οι πράξεις τους αποβαίνουν κατευναστικές, ζωογόνες. Η ματιά του συγγραφέα πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες είναι τρυφερή και συμπονετική. Παρότι η θέση του Τασιόπουλου στο να αποδώσει –κάποιες φορές– τον τρόπο ζωής αυτών των γυναικών και τις επιλογές τους στην κοινωνική ασπλαχνία και σκληρότητα ενέχει τον κίνδυνο μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατήχησης, οι ηρωίδες των ιστοριών του πείθουν και γοητεύουν με τη δοτικότητα, την αποφασιστικότητα και την ανθρωπιά τους.

 

 

Επιρροές-σκέψεις

 

Στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο ενός έμπειρου ποιητή, έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς κάποιες λογοτεχνικές επιρροές και επιδράσεις. Να αναρωτηθεί, δηλαδή, ποιους λογοτέχνες είχε ενδεχομένως ο συγγραφέας στο μυαλό του όταν έγραφε, ποια ευαίσθητα και αισθαντικά λογοτεχνικά βλέμματα τον συντρόφευαν στη συγγραφή των ιστοριών του. Στον Τασιόπουλο αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, ίσως γιατί το ύφος και η γραφή του είναι απόλυτα προσωπικά και η φωνή του ευδιάκριτη και καθαρή. Διέκρινα ωστόσο στη νουβέλα «Ο ελεγκτής» εκλεκτική συγγένεια με τον Σαμαράκη, όσον αφορά τη σχέση των ηρώων με τα τρένα –αγαπημένο θέμα του Σαμαράκη– αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ματιά του τελευταίου, ενώ στο διήγημα «Λήθη», το σκληρό και τραυματικό γεγονός που υπέστη στο παρελθόν ο ήρωας αλλά και η όλη δομή και το στήσιμο της ιστορίας με παρέπεμψαν στη διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή – δύο συγγραφείς που γνωρίζω πως εκτιμά ο Τασιόπουλος και διαβάζει. Σημασία έχει πως στον Τ. η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία έγινε ομαλά και πετυχημένα. Το βιβλίο μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου έργου του. Ο ποιητής διοχετεύει και προβάλει, πλέον, το ποιητικό του υπόβαθρο μέσα από διηγήματα, πολλά από τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία της ποιητικής πρόζας. Μακάρι όλο αυτό να μη μείνει ως ένα ευκαιριακού τύπου πείραμα εκ μέρους του συγγραφέα, ως ένα αναζωογονητικό διάλειμμα από τη βάσανο της ποιητική γραφής, αλλά η όλη σκέψη και απόφαση να αποκτήσει διάρκεια και πρόθεση εξέλιξης σε κάτι καινούριο και διαφορετικό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

«Ο Λίο είναι επαγγελματίας χορευτής από τα βάθη της Ανατολής. Με την προσωρινή άδεια παραμονής που του εξασφάλισε ένας επιτήδειος ατζέντης κατάφερε να ορθοποδήσει κάπως. Δεν ανήκει στους πεσόντες. Μένει εδώ και κάποιους μήνες σ’ ένα μικρό διαμέρισμα Κονίτσης κι Ασπροποτάμου. Το ξεχωριστό παρουσιαστικό του προκαλεί εντύπωση, όπως και η ευγένειά του. Τα σπασμένα ελληνικά του μάλλον γοητεία ασκούν παρά το γέλιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται στον μικρόκοσμο της γειτονιάς τον ανέδειξαν ως κορυφαίο και συλλογικό πόθο των κοριτσιών και των στερημένων νοικοκυρών». (σ. 57)

 

 (Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο στην book press, στην παρακάτω διεύθυνση:


https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/21823-o-elegktis-kai-alles-istories-vioporistikoy-erota-tou-vaggeli-tasiopoulou-kritiki  )



Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Δύο ποιητικές συλλογές

 






ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ

 

֎

                                                

 

 

(Σκέψεις για δύο ποιητικές συλλογές που έφτασαν στα χέρια μου, κατά το διάστημα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και εμμέσως σχετίζονται μ’ αυτήν. Σχεδόν τρία χρόνια από τότε, δυστυχώς, ο πόλεμος αυτός –κατά κάποιους, γενοκτονία– δεν έχει κοπάσει.)

 

 

«Με λένε Φόβο»

 

Στο Με λένε Φόβο (Κέδρος, 2021), την τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του ποιητή και δημοσιογράφου Στέλιου Λουκά (εδώ και 35 χρόνια, από το 1989, παρουσιάζει στο κανάλι TV100 της Θεσσαλονίκης, με συνέπεια και ήθος, εκπομπή για το βιβλίο) προσωποποιείται η έννοια του φόβου. Ο Φόβος με Φ κεφαλαίο διαπερνά την πλειοψηφία των ποιημάτων του και ο ποιητής με τόλμη, ειλικρίνεια, φυσικότητα αλλά και μεγάλη ευαισθησία, τον αναλύει, τον κατανοεί, τον ξορκίζει, τον αποδομεί και τελικώς τον υπερνικά. Εδώ, φυσικά, δεν μιλάμε για τον «χρήσιμο» φόβο, εκείνο το συναίσθημα δηλαδή που μπορεί να αποβεί αποτελεσματικό και να μας σώσει τη ζωή (όρα πανδημία, με τα μέτρα προφύλαξης και τη χρήση των εμβολίων για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου ιού), αλλά για μια παγιωμένη κατάσταση αδράνειας, απάθειας, στασιμότητας και μιζέριας, που παραλύει τον άνθρωπο (το ανθρώπινο είδος, καλύτερα) εμποδίζοντάς τον ν’ ανοίξει τις φτερούγες του και να πετάξει, ανερχόμενος σε προσωπικό, ηθικό, συλλογικό και δημιουργικό-καλλιτεχνικό επίπεδο.

Το μοτίβο σε αρκετά ποιήματα επαναλαμβάνεται: Υπάρχει το τέρας του Φόβου που μας καθηλώνει και μας τρομοκρατεί, ενώ ως αντίδοτο, ως λύτρωση και σωτηρία υπάρχουν οι «κήποι του σύμπαντος», η παιδική αθωότητα, το φως και η καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτή η ποιητική εκδοχή μπορεί να φαντάζει κάπως ουτοπική και ρομαντική, ωστόσο διαπνέεται από γνήσια ευαισθησία και ποιητική ειλικρίνεια. Τα ποιήματα έχουν άψογη τεχνική και πετυχαίνουν τον στόχο τους – είναι απόλυτα εναρμονισμένα με την κοσμοθεωρία του Λουκά και τη γενικότερη αντίληψή του για τη ζωή και την τέχνη. Ο επίλογος του βιβλίου, γραμμένος υπό στιλ συμπυκνωμένου υπαρξιακού-φιλοσοφικού μανιφέστου, ίσως δεν είναι απολύτως αναγκαίος, καθώς το ίδιο το ποιητικό έργο  αρκεί να αποδείξει τις προθέσεις του ποιητή και την όλη στάση του απέναντι στα πράγματα. Ο Στέλιος Λουκάς, δεν διστάζει, μέσα στο έργο του, να φανερώσει τις ποιητικές του αγάπες και επιρροές του, όπως δείχνει και το παρακάτω ποίημα, που επιλέγω και ως δείγμα γραφής:

 

 

σ. 35, «Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης»

 

Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης / Κλαδεύει το αμπέλι του / Μνήμες απ’ τα χώματα / Υψώνονται τριγύρω του / Σιγά σιγά, απαλά απαλά / Τυλίγουν το σώμα του / Και το βυθίζουν / Σε μια θάλασσα από όνειρα και σιωπές / Εκείνος συνεχίζει το κλάδεμα / Αμέριμνος, ανυπεράσπιστος / Τα αρχέγονα νερά τραγουδούν / Το παραμύθι της ζωής ανθίζει / Σε όλο το σώμα / Συνεχίζει το κλάδεμα / Κι όταν η άβυσσος τον καταπίνει μ’ ένα της φιλί / Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης / Λείπει πέντε χρόνια / Στη χώρα την παράξενη / Κι όλο κλαδεύει μέσα του / Εκείνα τα πελώρια δέντρα / Με τα σπάνια πουλιά / Τ’ ανεξήγητα και μυστικά.

 

 

 

 

«Ο ήρωας πέφτει»

 

 

Η Έλσα Κορνέτη σε πολλά προηγούμενα βιβλία της κατέγραψε και ανέδειξε τον αλλοτριωμένο άνθρωπο του καιρού μας. Στο Ο ήρωας πέφτει (Οι εκδόσεις των φίλων, 2021), πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ασχολείται με τη ματαιότητα των πράξεων του ηρωικού ανθρώπου της εποχής μας. Ο ήρωας σε κατάσταση πτώσης. Οι λόγοι που, συνήθως εν αγνοία του, τον οδήγησαν στην πτώση. Οι συγκυρίες της παράλογης ζωής. Το γελοίο και συνάμα τραγικό τού όλου συμβάντος. Μια γενναία συνήθως πτώση, που ενισχύει τον μύθο της ύπαρξης της μεγάλης μάζας των αντιηρώων, που δεν σκαμπάζουν γρι από ηρωισμούς. Τα μετάλλια που (σε πρωθύστερο χρόνο) αγγίζουν πρώτα το έδαφος, πολύ πριν από την επαφή του ήρωα μ’ αυτό.

Όλο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως ενιαία ποιητική σύνθεση, αλλά και ως δεκάδες ποιητικών σπαραγμάτων, που ξεκινούν με τη φράση «ο ήρωας πέφτει», και τα δένουν οι κρίκοι μιας αόρατης αλυσίδας. Εδώ, με την επανάληψη του στίχου «ο ήρωας πέφτει», και μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο, υπάρχει κοινό σημείο πλεύσης και στόχευσης με το προηγούμενο βιβλίο του Λουκά (στο οποίο ο προσωποποιημένος Φόβος υπάρχει στα περισσότερά του ποιήματα). Και τα δύο, άλλωστε, βιβλία θίγουν υπαρξιακά ή φιλοσοφικά αδιέξοδα του καιρού μας. Και κάτι ακόμα: Τόσο το βιβλίο του Λουκά όσο και αυτό της Κορνέτη, παραπέμπουν σημειολογικά στα γεγονότα της Ουκρανίας, παρότι γράφτηκαν και τα δύο πριν από την εισβολή. Ο φόβος πλανάται πάνω από τα ουκρανικά χαλάσματα –αλλά και σε όλη την υφήλιο για το ζοφερό μέλλον του πλανήτη– ενώ οι ήρωες –όσοι ενεπλάκησαν άθελά τους σ’ αυτό το ακατανόητο αιματοκύλισμα– αφθονούν και, έκπληκτοι πάντα, καταρρέουν

Στο βιβλίο της Κ. (το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο του Λ.) η υπαρξιακή και φιλοσοφική ενατένιση δεν υπερκαλύπτει ούτε ακυρώνει την ποιητικότητα του κειμένου. Το τέλος μάς επιφυλάσσει μια μεγαλόπρεπη ανάληψη του ανώνυμου πεπτωκότος, ανάλογη της πράξης του, χάρη στην ευαισθησία της ποιήτριας.

 

Δείγμα γραφής       

 

Ο ήρωας πέφτει

γιατί ήταν / ένας υπολογιστής / με ανθρώπινο /  λογισμικό

Ο ήρωας πέφτει 

γιατί δεν ήταν τολμηρός / δεν ήταν ριψοκίνδυνος

μα ασφαλής / ασφαλής και προσεχτικός

Ο ήρωας πέφτει

κι η αθωότητά του / ενοχοποιείται

Ο ήρωας πέφτει

όταν συνειδητοποιεί / πως ούτε με μια τελευταία αρχή / μπορείς να γίνεις / ήρωας της ζωής σου 



Τελικές Σκέψεις


Τα έργα του Λουκά και της Κορνέτη, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, αγγίζουν βαθιά τις σύγχρονες υπαρξιακές αγωνίες, με αφετηρία τον φόβο και την πτώση. Με αλληγορική και φιλοσοφική διάθεση, και οι δύο ποιητές δημιουργούν έργα που, πέρα από την εποχή τους, αντικατοπτρίζουν διαχρονικές αγωνίες της ανθρώπινης ύπαρξης.




                                                    Παναγιώτης Γούτας

 

 

 

 

 

 

 

 



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024)

 



ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΑ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ

(1930-2024)

֎

 

Έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες, ο κορυφαίος διηγηματογράφος μας Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, σε ηλικία 94 ετών. Με το λιτό και απέριττο αφηγηματικό του ύφος και τα μόλις 88 δημοσιευμένα διηγήματά μου, χάραξε την πεζογραφία αυτής της χώρας. Τις πρώτες του σπουδές ως στρατιωτικός γιατρός τις έκανε στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη τυπώθηκε από τις εκδόσεις Τραμ, το 1973, ενώ και η συλλογή του Θερμά θαλάσσια λουτρά τυπώθηκε το 1980, επίσης από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Εγνατία. Έγραφε πάντα στον κλειστό χώρο του γραφείου του, συνοδεία τζαζ μουσικής, ενώ όλα του τα βιβλία ήταν αφιερωμένα στη σύζυγό του, Νιόβη. Επ’ αφορμή του θανάτου του αναδημοσιεύω μία παλιότερη κριτική μου για τη συλλογή διηγημάτων του Ο θησαυρός των αηδονιών, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό INDEX, τχ. 37, τον Φεβρουάριο του 2010. Το κείμενο θα το βρείτε και στην ανάρτηση με τις κριτικές μου για Έλληνες πεζογράφους.

 

 

 

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ

 

 

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των Αηδονιών, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, σελ. 105

 

Ο μαιτρ της μικρής φόρμας και καθαρόαιμος διηγηματογράφος Ηλ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, καταθέτει το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Ο θησαυρός των Αηδονιών, από τις καλαίσθητες εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ας κάνουμε μια μικρή περιδιάβαση στις ιστορίες του: Το «Πλασμώδιο falciparum» αποτελεί αμυδρή παιδική και νεανική μνήμη του συγγραφέα για τον γιο της θείας του, τον Άγγελο, για τον οποίον πληροφορείται, δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα που ξετυλίγονται στο διήγημα, από τη μάνα του, ότι πέθανε. Ο τίτλος παραπέμπει σε πάθηση της εποχής που διέγνωσε κάποιος γιατρός εξετάζοντας τον ασθενή-αφηγητή, όταν ήταν μικρός, και στεγάζει τη διαφορετικότητα της εποχής του. Στο «Η δεκαοχτούρα» έχουμε πάλι μια κατοχική μνήμη. Η επίταξη του πατρικού σπιτιού της μάνας τού αφηγητή γίνεται η αιτία να πεθάνει ο πατέρας του από καρδιακό επεισόδιο και να ξενιτευτούν σε άλλο σπίτι. Την καταστροφή τους, όπως την αποκαλούσε η μάνα του αφηγητή, την επιτείνει κι ένας καταστρεπτικός σεισμός. Το παράξενο –στα όρια του μεταφυσικού– στοιχείο του διηγήματος, η ύπαρξη μιας δεκαοχτούρας στα χαλάσματα της μισογκρεμισμένης αποθήκης. Το «Πρωτοχρονιά!» αποτελεί μία τραυματική εμπειρία-μνήμη του αφηγητή για μία πρωτοχρονιάτικη έξοδό του ως σπουδαστής στρατιωτικής ιατρικής σχολής στη Θεσσαλονίκη. Στάθηκε η αιτία να μισήσει, ή έστω να μην εξιδανικεύσει, τις χριστουγεννιάτικες αργίες, όπως αναφέρεται στην αρχή του διηγήματος. Το διήγημα –αιχμηρό και καυστικό σε κάποια σημεία για τη Θεσσαλονίκη και τους Θεσσαλονικείς– μπορεί να αντιπαραβληθεί με το διήγημα του Χριστιανόπουλου «Διακοπές στην Αθήνα», αναγνωσμένο… από την ανάποδη. Στο «Λιούμπιτελ 2» ο αφηγητής αφιερώνει τρεις ολόκληρες σελίδες για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά και τη χρήση μιας παλιάς ρώσικης φωτογραφικής μηχανής. Ανακαλεί στη μνήμη του διάφορες φωτογραφίες που τράβηξε στο Παγγαίο, στην Ορεστιάδα, στον Πύργο, έξω από τα Φιλιατρά, στο Αίγιο και στο Τουρκολίμανο. Σε κάποιες στάσεις ποζάρουν στον φακό ο Καββαδίας, ο Κοτζιάς και ο Τάκης Σινόπουλος. Στο «Άροτρο» έχουμε την ιστορία ενός ξύλινου αρότρου, με το οποίο όργωναν ένας πατέρας με την κόρη του. Χρόνια μετά, κι αφού ο πατέρας έχει πεθάνει από πνιγμό, η κόρη το παραδίδει στον αφηγητή-γιατρό, αφού οργώνει πλέον με σύγχρονο τρακτέρ. Η επιτυχία του διηγήματος έγκειται στην αποκάλυψη του θανάτου του πατέρα μόλις στις τελευταίες σειρές του. Ακολουθεί το διήγημα «Αντιπαροχή». Μέσα σε λίγες γραμμές έχουμε την καταγραφή μιας εποχής, το πέρασμα από τα χαμηλά σπιτάκια στην αντιπαροχή, μέσα από τις συνήθειες ενός ιδιόρρυθμου ανθρώπου, που δεν εξαλείφθηκαν αλλά μεταλλάχθηκαν μέσα στον χρόνο. Ακολουθεί το ομότιτλο διήγημα της συλλογής «Ο θησαυρός των Αηδονιών». Πηγαίνοντας εκδρομή στο Μουσείο της Νεμέας ο αφηγητής για να θαυμάσει τον θησαυρό των Αηδονιών, πληροφορείται από κάποιον άγνωστο οδηγό που σταθμεύει σ’ ένα ξωκλήσι, δίπλα σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής, για τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τις «Παιδαριώδεις ιστορίες». Είναι πέντε τον αριθμό κι η καθεμία έχει ως τίτλο κάποιο κατοικίδιο ζώο. Οι τρεις από αυτές, που αναφέρονται σε γαϊδούρια, χοίρο και τράγο αντίστοιχα, είναι σκληρές και έχουν ως απόληξη το βίαιο τέλος αυτών των ζώων που σοκάρει τον αναγνώστη. Μία ιστορία αφορά την αλλαγή στη συμπεριφορά ενός σκύλου απέναντι στο αφεντικό του, όταν εκείνος προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί, ενώ στην τελευταία θαυμάζουμε τη βαθιά αγάπη ενός ηλικιωμένου για το μουλάρι του, που, σε ώρα ανάγκης, περιέθαλψε ο αφηγητής-γιατρός του βιβλίου.

Ο Θησαυρός των Αηδονιών –όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε βιβλία του συγγραφέα– κερδίζει τον αναγνώστη με τη λιτή, απέριττη και αφτιασίδωτη αφήγηση. Τα κείμενα, μιας παλάμης τα περισσότερα, είναι γυμνά, ευθύβολα και ειλικρινή, πυκνά και ουσιαστικά, που αντλούν την ύπαρξή τους από πραγματικά γεγονότα-βιώματα του συγγραφέα. Αναδεικνύουν το ασήμαντο, το ελάχιστο, το ευτελές και το καθημερινό, σε μείζoν και σημαντικό. Στα διηγήματα, το τέλος συνήθως είναι καθοριστικής σημασίας για τον αναγνώστη, και είτε αποκαλύπτει κάτι σκληρό είτε κάτι αναπάντεχο είτε μας δίνεται μια πολύ καθοριστική πληροφορία. Είναι σύντομες και μεστές ιστορίες που δεν υπολείπονται σε σοφία ή σε αίσθημα, και διαβάζονται με μιαν ανάσα. Γνήσια λογοτεχνία από έναν αυθεντικό δημιουργό.

 

(περ. ΙNDEX, τχ. 37, Φεβρουάριος 2010)

 

 

 

 

 

 

 


Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Όταν η ζωή αντιγράφει τη μυθοπλασία

 




 

 


 

 

 

 

ΌΤΑΝ Η ΖΩΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ

ΤΗ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ…

 

 

(κριτική για το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, εκδ. Πόλις, 2007, 2023, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης)

 

 

 

Προφητικό, δυστοπικό μυθιστόρημα

 

 

Ο κλασικός φιλόλογος και ελληνιστής Ντάνιελ Μέντελσον, σε ερώτηση της Λαμπρινής Κουζέλη για το πώς αισθάνεται για την εκλογική νίκη του Τραμπ (συνέντευξη του Αμερικανού κριτικού την επομένη των αμερικανικών εκλογών, δημοσιευμένη στο ΤΟ ΒΗΜΑ, στις 17 / 11 / 2024) απάντησε κατά λέξη: «Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αποκαρδιωτικό. Προφανώς οι Η. Π. Α. παίρνουν μια κατεύθυνση που δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική ιστορία, μια κατεύθυνση που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του Διαφωτισμού στη βάση των οποίων ιδρύθηκε αυτή η χώρα. Υποψιαζόμασταν ότι υπήρχαν σκοτεινές δυνάμεις στην αμερικανική κοινωνία, δυνάμεις που έχουμε δει να λειτουργούν στην ευρωπαϊκή ιστορία, οι οποίες με αυτήν την εκλογή έρχονται στην επιφάνεια. […] Τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα, προσπαθώ όμως να μην απελπίζομαι.»

Γι’ αυτές ακριβώς τις σκοτεινές δυνάμεις της Αμερικής, που «συνομιλούν» ιδανικά και εναρμονίζονται με τις σκοτεινές ευρωπαϊκές δυνάμεις της ανόδου του ναζισμού και του Χίτλερ στην εξουσία, πριν την κήρυξη του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μίλησε ο Φίλιπ Ροθ, ακριβώς είκοσι χρόνια πριν τον Μέντελσον, στο άκρως επίκαιρο, προφητικό και δυστοπικό του μυθιστόρημα Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (Πόλις, 2007, 2023, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης).

 

 

 

Ιστορικό βιβλίο ή πολιτική αλληγορία;

 

 

Πρόκειται για μια σκοτεινή πολιτική αλληγορία, που ξεκινά από το υποθετικό σενάριο πως τις εκλογές του 1940 στην Αμερική δεν θα τις κέρδιζε ο Ρούσβελτ, αλλά ο ρεπουμπλικάνος αντισημίτης και προσωπικός φίλος του Χίτλερ Τσαρλς Λίντμπεργκ. Ο Ροθ συνθέτει αυτό το μυθιστόρημά του −που ξεχωρίζει αισθητά από τα υπόλοιπα βιβλία του− βασιζόμενος στη δημιουργικού τύπου αναρώτηση «τι θα συνέβαινε αν;», κάτι που συναντάμε και σε αρκετές σελίδες κάποιων βιβλίων του (Αγανάκτηση, Αμερικανικό ειδύλλιο κ.τλ.), όχι όμως σε τέτοια έκταση και στις συγκεκριμένες διαστάσεις. Πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο τύπου «What if…», μια τεχνική που έχουν ακολουθήσει πολλοί συγγραφείς, γράφοντας δυστοπικού τύπου μυθιστορήματα. Μόνο που στα περισσότερα βιβλία αυτού του είδους, που στην πλειονότητά τους είναι μελλοντολογικά, η φαντασία, η επινόηση, η αλλοίωση της πραγματικότητας και ο δυστοπικός χαρακτήρας τους διατρέχουν όλες τις σελίδες τους, από την αρχή μέχρι το τέλος. Στην περίπτωση του Ροθ, εξαιρουμένης αυτής της ιστορικού τύπου παρέκκλισης του νικητή των αμερικανικών εκλογών του ’40 και με παραποιημένα κάποια ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, όλα φαντάζουν ρεαλιστικά, αληθινά, σαν να συνέβησαν πράγματι όπως τα εξιστορεί ο συγγραφέας. Μέχρι και η εβραϊκή οικογένεια των Ροθ, που ζει στο Νιούαρκ και βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα από την υλοποίηση του φανταστικού σεναρίου της υποτιθέμενης νίκης του Τσαρλς Λίντμπεργκ, παραπέμπει ευθέως στην οικογένεια του συγγραφέα, με τον μεγάλο του αδελφό, τον εμμονικό ωστόσο έντιμο και ηθικό Εβραίο πατέρα του, τη μάνα του που προσπαθεί, συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα, να περισώσει ό,τι περισώζεται από την οικογενειακή αξιοπρέπεια των Ροθ, και τον ίδιο τον Ροθ ως βασικό πρωταγωνιστή. Τον επτάχρονο Φίλιπ, που παρατηρεί και καταγράφει τα πάντα με φοβισμένο βλέμμα, ζώντας την παράνοια μιας χώρας όπου κάποιες σκοτεινές και παράλογες δυνάμεις κατέστησαν τη φυλή τους ως το κέντρο του κακού, συνωμοτώντας, τάχα, εναντίον της εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας της Αμερικής. Τι συμβαίνει λοιπόν; Έγιναν ή δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε, στην Αμερική; Κι εντέλει πώς χωράνε τόσες ρεαλιστικές και αληθοφανείς καταστάσεις και λεπτομέρειες σε μία, κατά βάση, μυθοπλασία;

 

 

 

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών

 

 

Ο Ροθ καταγράφει εύγλωττα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών, την παράνοια, την έλλειψη ορθολογισμού και τον ζόφο της συνωμοσιολογίας, που επικρατούσαν αρχές της δεκαετίας του ’40 στην Αμερική, ιδίως στο μικρό κομμάτι της χώρας, το Νιούαρκ, όπου ο ίδιος έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Ακόμα κι αν ποτέ δεν είχε ανακηρυχτεί πρόεδρος της Αμερικής κανένας Τσαρλς Λίντμπεργκ (που ωστόσο ήταν υπαρκτό πρόσωπο, και τα περισσότερα στοιχεία της ζωής του είναι πραγματικά), εντούτοις η αντισημιτική υστερία και δαιμονοποίηση των Εβραίων ήταν υπαρκτή στην αμερικανική κοινωνία, αποτυπωμένη στο βλέμμα και στην ψυχή ενός επτάχρονου παιδιού, όπως ήταν τότε ο συγγραφέας. Επομένως, το Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής είναι ένα βιβλίο στο όριο της μυθοπλασίας με τον ρεαλισμό, γραμμένο με τον εξαίσιο τρόπο και τη μαγική συνταγή που μόνο ένας Ροθ γνωρίζει, κρατώντας αριστοτεχνικά όρια και ισορροπίες στην αφήγησή του. Δεν είναι τυχαίο που ένα δυστοπικό βιβλίο συγκαταλέγεται από τους κριτικούς στα πολιτικά βιβλία του Ροθ, συμπληρώνοντας την πολιτική του τριλογία (Αμερικανικό ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή και Το ανθρώπινο στίγμα).

 

 

 

Είκοσι χρόνια μετά

 

 

Ο Ροθ έκρινε σκόπιμο να προσθέσει μετά το τέλος του μυθιστορήματος ένα εκτενές (40 σελίδων) υστερόγραφο, που περιλαμβάνει «Σημείωμα προς τον αναγνώστη», «Πραγματικό χρονολόγιο των βασικών προσώπων», «Άλλα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στο βιβλίο» και «Μερικά ντοκουμέντα». Χαρακτηρίζει το μυθιστόρημά του ως μυθοπλαστικό, ενώ εξηγεί πως αυτό το Υστερόγραφο-επίμετρο αφορά τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται να μάθουν πού τελειώνει το ιστορικό γεγονός και πού αρχίζει η ιστορική φαντασία. Είναι σαφώς χρήσιμα και διαφωτιστικά όλα αυτά, ιδίως για έναν μελετητή του Ροθ ή για κάποιον ιστορικό που τον ενδιαφέρει, παράλληλα, και η λογοτεχνία, ωστόσο εμπεριέχουν τον κίνδυνο να μετατρέψουν τον αναγνώστη σε ντετέκτιβ που ερευνά ποιο γεγονός ή ποιο πρόσωπο του έργου είναι αληθινό και ποιο επινοημένο, απομακρύνοντάς τον, έτσι, από τη βαθύτερη αξία της λογοτεχνίας, που είναι η αναγνωστική απόλαυση ενός λογοτεχνικού κειμένου. Όπως και να έχει, ο Ροθ −που κατά δήλωσή του δεν είχε ψηφίσει ποτέ στη ζωή του Ρεπουμπλικάνους− πίστεψε πως, γράφοντας αυτό το βιβλίο, είχε βάλει ένα μικρό λιθαράκι στο να μην εκτροχιαστεί η Αμερική και στο να παραμείνει, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα, σε δημοκρατική τροχιά. Η πρώτη εκλογή του Τραμπ το 2017 και τα έργα και ημέρες του, πιστεύω πως θα τον είχαν καταθλίψει βαθύτατα. Δυστυχώς, είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου και με απόντα σωματικώς τον Αμερικανό συγγραφέα, η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον χειρότερο τρόπο. Ο Τραμπ, για δεύτερη φορά, στη θέση του υποτιθέμενου υποψήφιου Λίντμπεργκ του παρελθόντος. Η ζωή αντιγράφει δις τη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα επιστρέφει, είκοσι χρόνια μετά, για δεύτερη φορά. Όχι ως φάρσα ούτε ως καλογραμμένη μυθοπλασία αυτή τη φορά, αλλά ως οδυνηρή πραγματικότητα.