ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ ΚΑΙ
ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ
֎
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»
Το
λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κυκλοφορεί ανελλιπώς εδώ και
35 ολόκληρα χρόνια από το 1981 μέχρι σήμερα, από τον ποιητή και εκδότη Γιώργο
Χρονά. «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» το αποκαλεί ο εκδότης δημιουργός του,
αφού κι ο ίδιος, απόλυτος, επιλεκτικός, εργασιομανής και συγκεντρωτικός
χαρακτήρας ανθρώπου (τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που οφείλει να έχει κάθε
σημαντικός άνθρωπος του καιρού του, αναφορικά με την ενασχόλησή του με την
τέχνη) αισθάνεται ως εργάτης μιας φάμπρικας πολιτισμού, που παράγει και
προξενεί εξαιρετικά αισθήματα και συναισθήματα στους αναγνώστες του, είτε με
την ιδιότητα του ποιητή είτε με αυτήν του εκδότη. Η ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κερδίζει τον
αναγνώστη για τους παρακάτω λόγους:
* Είναι κομψό σε σχήμα και μέγεθος περιοδικό, θυμίζει βιβλίο τσέπης και
μπορεί άνετα να εισχωρήσει σε φαρδιά τσέπη δερμάτινου σακακιού, κάποιο
χειμωνιάτικο απόγευμα, αγορασμένο από το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς.
* Εκφράζει και αντανακλά τις αισθητικές
και καλλιτεχνικές αντιλήψεις, ανησυχίες και επιλογές του εκδότη του, δηλαδή
αποτελεί μια συνέχεια, τρόπον τινά, της αντίληψης και της περί τέχνης άποψης
σπουδαίων και γενικώς αποδεκτών προσωπικοτήτων που χάραξαν την πορεία και τη
λογοτεχνική-καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Χρονά (Παζολίνι, Φελίνι, Τένεση
Ουίλιαμς, Βισκόντι, Μαρία Κάλας, Όσκαρ Ουάιλντ, Τσαρούχης, Χατζιδάκης, Γκάτσος,
Κατσαρός, Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος κ. α), όπερ σημαίνει εξασφαλισμένη
ποιότητα λόγου και αισθητική-καλλιτεχνική αρτιότητα και αναγνωρισιμότητα.
* Δεν είναι αγκυλωμένο σε
ιδεολογικά-πολιτικά μετερίζια αλλά ούτε έχει λογοτεχνικού τύπου προσκολλήσεις
σε είδη γραφής, ύφη, λογοτεχνικές θεωρίες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Είναι ένα
προσιτό, λαϊκό, συνάμα όμως και αριστοκρατικό έντυπο, προσιτό σε κάθε αναγνώστη
που αποζητά την αισθητική ποιότητα και σέβεται πάνω απ’ όλα τον εαυτό του.
* Στη θεματολογία του βρίσκεις θέματα που
ενδιαφέρουν από τους πολύ ψαγμένους αναγνώστες της λογοτεχνίας μέχρι κομμάτια
της νεολαίας που πρωτίστως θα τους ενδιέφερε ένα μικρό αφιέρωμα σε ένα μουσικό
συγκρότημα, σε κάποιο σκηνοθέτη ή σ’ ένα είδος σύγχρονης μουσικής.
* Καλύπτει μια μεγάλη γκάμα καλλιτεχνικών
ενδιαφερόντων: ελληνική και ξένη πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, κινηματογράφο,
εικαστικά, κριτική βιβλίου αλλά και θεάτρου, αφιερώματα σε προσωπικότητες της
ελληνικής ή της παγκόσμιας τέχνης, πολιτιστική ατζέντα, σχόλια από εφημερίδες
και πολλά άλλα
*
Το βρίσκεις όχι μόνο σε ψαγμένα και γνωστά βιβλιοπωλεία, αλλά, απ’ όσο
γνωρίζω, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στη Θεσσαλονίκη ή και σε άλλες πόλεις,
πωλείται ακόμα και σε περίπτερα ή χώρους διανομής έντυπων μέσων (στη Χαλκιδική
το βρίσκω εύκολα ακόμα και στο ψιλικατζίδικο του χωριού, όπου περνώ τα
καλοκαίρια μου)
Κάτι που με συγκινεί ιδιαιτέρως και πρέπει
να το αναφέρω είναι και η σύνδεση της τέχνης με την καθημερινότητα και τον
κόσμο των ειδήσεων, που σχεδόν σε κάθε τεύχος θα το δούμε μέσα από κάποια
συνήθως τραγική είδηση, απ’ αυτές που σπανίως γίνονται πρωτοσέλιδα στις
εφημερίδες και στον «κίτρινο» Τύπο που μας κατακλύζει, ειδήσεις όμως που
κρύβουν σπαραγμό, τραγικότητα και θλίψη, και που οι τίτλοι, από μόνοι τους,
αποτελούν στίχους ποιημάτων ή σπαραχτικών σεναρίων: Διαβάζω μερικούς τέτοιους
τίτλους ειδήσεων που ο Χρονάς, αποθησαυρίζοντας, εντάσσει στο περιοδικό του,
φαντάζομαι όχι μόνο ως απλές ειδήσεις, αλλά ως δραματικά θραύσματα-σχόλια ζωής,
ως σπαραχτικά, ποιητικά συμβάντα: Ιερόδουλες κατέλαβαν εκκλησία. Έριξαν από
γέφυρα τα 6 παιδιά τους και έπειτα αυτοκτόνησαν. Πατέρας εγκατέλειψε το ανάπηρο
διανοητικά παιδί του. Αποπειράθηκε να βιάσει την αδελφή του. Έσφαξε τη γυναίκα
έγκυο τεσσάρων μηνών και μάνα 5 παιδιών. Σκότωσε τη γυναίκα του και μετά
αυτοκτόνησε. Δηλητηριάστηκαν με ηρεμιστικά 20χρονη μητέρα και 4χρονη κόρη.
Σκότωσε τον άνδρα της μπροστά στα παιδιά της. Τον δολοφόνησαν και έκαψαν το
πτώμα του με λάστιχο κ.τλ.
Το περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, εκτός των άλλων,
αποτέλεσε και αποτελεί κατάλυμα δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων, συνεργατών,
Θεσσαλονικιών ή γενικότερα από τον Βορειοελλαδίτικο χώρο, που συνεργάστηκαν ή
εξακολουθούν να συνεργάζονται με κείμενα, δοκίμια, ποιήματα, συμμετοχή σε
αφιερώματα, ποίηση ή κριτική βιβλίου ή θεάτρου στις σελίδες του. Κάνοντας μια
μικρή έρευνα στα πρώτα 100 τεύχη του περιοδικού (δηλαδή περίπου στα δύο τρίτα
της συνολικής έως τώρα παραγωγής του) κατέληξα ότι τα κείμενα που σχετίζονται
με τη Θεσσαλονίκη, αφορούν χοντρικά τρεις μεγάλες κατηγορίες.
1) Συνεργασίες Θεσσαλονικιών δημιουργών
(κυρίως πεζογράφων, ποιητών ή κριτικών). Αναφέρω κάποια ονόματα με επιπρόσθετα
διευκρινιστικά στοιχεία: Ζυράννα Ζατέλη (εκ Σοχού Θεσσαλονίκης ορμώμενη) 7
συνεργασίες μόλις στα πρώτα 17 τεύχη του περιοδικού. Διονύσης Στεργιούλας
(μάλλον ο σταθερότερος Βορειοελλαδίτης συνεργάτης του περιοδικού με τις
περισσότερες συνολικά συνεργασίες, 17 μόνο στα πρώτα 100 τεύχη, και συνολικά
έως σήμερα περί τις 50, κυρίως με ποιητικά δοκίμια, συμμετοχή σε αφιερώματα και
κριτικές βιβλίων. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν μόλις στα τελευταία τεύχη της Οδού
Πανός.), Θωμάς Κοροβίνης (πρώτη του συνεργασία με το σπαραχτικό «Ένα γράμμα
στον Κώστα Ταχτσή», τεύχ. 39, ακολουθούν άλλες 5 συνεργασίες ως τα 100 τεύχη,
σε κάποια από αυτά, κείμενα για το μετέπειτα βιβλίο του «Κανάλ ντ’ αμούρ»),
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Καβαλιώτης πεζογράφος, 5 συνεργασίες), Γιάννης Παλαμιώτης
(ηθοποιός και πεζογράφος, 3 συνεργασίες), Σπύρος Λαζαρίδης (ποιητής,
δοκιμιογράφος) 2 συνεργασίες, Ζωή Σαμαρά (ποιήτρια, πανεπιστημιακός, πρόεδρος
της ΕΛΘ) (15 οι συνολικές της παρουσίες μέχρι τώρα, με ποιήματα, κριτική
θεάτρου, βιβλιοκρισίες, δύο επιπλέον δοκίμια για τον Τηλέμαχο Αλαβέρα και τον
Οδυσσέα Ελύτη, συν μία επιμέλεια αφιερώματος στον Μίλτο Σαχτούρη), Ιγνάτης
Χουβαρδάς (ποιητής, πεζογράφος) 2 συνεργασίες, Δημήτρης Χορόσκελης (ποιητής) 2
συνεργασίες, Πάρις Παρασχόπουλος (κιθαρίστας, συνθέτης και δημοσιογράφος) 2
συνεργασίες, και οι: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (πεζογράφος), Σάκης Σερέφας (ποιητής,
πεζογράφος, μελετητής, θεατρικός συγγραφέας), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου
(ποιήτρια, δοκιμιογράφος) και Ξενοφών Κοκκόλης (πανεπιστημιακός) από 1
συνεργασία ο καθένας.
2) Η κατηγορία αυτή αφορά αφιερώματα σε
σπουδαία πρόσωπα της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Δύο αφιερώματα στον Γιώργο
Ιωάννου (τεύχ. 18, λίγο μετά τον θάνατό του, αλλά και στο τεύχ. 86-87 –, 10
χρόνια μετά τον θάνατό του, πλήρες αφιέρωμα, ίσως το πληρέστερο έως τώρα σε
λογοτεχνικό περιοδικό · εδώ δεν πρέπει να αδικηθεί και το περιοδικό
«Εντευκτήριο» που κατά καιρούς παρουσίασε αφιερώματα ή σημαντικές σελίδες για
τον σπουδαίο πεζογράφο της πόλης μας). Ένα πλήρες αφιέρωμα στον ποιητή
Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (τεύχ. 90-92), ένα μικρό αφιέρωμα στον Ντίνο
Χριστιανόπουλο (τεύχ. 96, ενώ το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού στο τεύχ.
165, Μάρτιος 2015, είναι σαφώς πληρέστερο και αναλυτικότερο) και ένα αφιέρωμα
στην ποιήτρια Ζωή Σαμαρά (τεύχ. 97-98)
3) Η τρίτη κατηγορία αφορά κείμενα για
Θεσσαλονικιούς δημιουργούς ή για την πόλη της Θεσσαλονίκης που γράφτηκαν από μη
Θεσσαλονικιούς ή και από Θεσσαλονικιούς δημιουργούς: Γιώργος Χρονάς, τεύχ.
20-21 για τον Τόλη Καζαντζή, Γιώργος Χρονάς, τεύχ. 77, Φθινοπωρινά στάσιμα για
τη Θεσσαλονίκη, Χρύσα Σπυροπούλου, τεύχ. 73-74, Οι γυναικείες μυθικές μορφές
στο έργο της Ζωής Καρέλλη, Τάσος Κόρφης για τον Ασλάνογλου (τεύχ. 65), Αντώνης
Περαντωνάκης για τον Γιώργο Ιωάννου (τεύχ. 18) κ. τλ.
Από το 101 τεύχος του περιοδικού μέχρι το
πιο πρόσφατο, οι Θεσσαλονικείς συνεργάτες ολοένα αυξάνονται και πληθύνονται, σε
διάφορους τομείς. Σ’ αυτό έπαιξε τον ρόλο του και το σημαντικό αφιέρωμα που
επιμελήθηκε ο Διονύσης Στεργιούλας για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, για το
οποίο θα σας μιλήσει ο ίδιος, και η διαμεσολάβησή του για συνεργασίες
Θεσσαλονικιών δημιουργών αναφορικά με αυτό το αφιέρωμα (τεύχ. 133,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006). Αναφέρω απλώς μερικά ακόμη ονόματα νέων
Θεσσαλονικιών συνεργατών, που προστέθηκαν στους ήδη παλιούς, με σημαντικές
συνεργασίες: Ντίνος Χριστιανόπουλος (με ποιήματα και με μια μαρτυρία για τον
Καβάφη στο τεύχ. 147), οι πανεπιστημιακοί Δημήτρης Κόκορης, Βασίλης Σαρρής,
Χρήστος Δανιήλ και Αναστάσιος Πολυχρονιάδης (με δοκίμιά τους), ο
συγγραφέας-τραγουδοποιός Μανόλης Ρασούλης (κείμενο για τον Καλδάρα), η
ποιήτρια-δοκιμιογράφος Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (κυρίως με δοκίμια και
βιβλιοκρισίες), ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης με δοκίμιό του, οι
ποιητές και κριτικοί Θανάσης Μαρκόπουλος και Βασίλης Ιωαννίδης με δοκίμιά τους,
ο πεζογράφος Γιώργος Καρτέρης με διηγήματα, ο πεζογράφος και δοκιμιογράφος
Παναγιώτης Γούτας με μικρά πεζά, διηγήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες, ο
Γιάννης Ατζακάς, βραβευμένος πεζογράφος, με βιβλιοκρισίες, οι ποιητές Βαγγέλης
Τασιόπουλος και Παναγιώτης Μαυρίδης (δοκίμιο ο πρώτος, ποιήματα και μεταφράσεις
ποιημάτων ο δεύτερος), ο Πέτρος Θεοδωρίδης με ποιήματα, ο Μάριος Μαρίνος
Χαραλάμπους με συμμετοχή σε αφιερώματα, η Ελευθερία Ντανούρα και ο Νίκος Παπατζέλος
με δοκίμια, ο Μπάμπης Ιμβρίδης, κυρίως με ανταποκρίσεις από το Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά και αρκετοί ακόμη που για οικονομία χρόνου
παραλείπω.
Το περιοδικό, χρόνο με το χρόνο
εξελίσσεται γραφιστικά, η ύλη του συνεχώς πυκνώνει και ανανεώνεται σύμφωνα με
την εποχή και τις απαιτήσεις της, τα αφιερώματα συνεχίζονται το ίδιο πάντα
ενδιαφέροντα, και το καλλιτεχνικό στίγμα του Γιώργου Χρονά, μέσα στο χρόνο,
παραμένει αναλλοίωτο.
Ανάμεσα στους Θεσσαλονικιούς δημιουργούς
και, παράλληλα, συνεργάτες της Οδού Πανός (είτε ευκαιριακούς είτε ταχτικούς)
και στον Γιώργο Χρονά νομίζω πως διαμορφώθηκε, σε βάθος χρόνου, μια πολύ
εποικοδομητική και χρήσιμη ώσμωση, τόσο για τους ίδιους τους δημιουργούς όσο
και για τον εκδότη και το περιοδικό του. Αυτό το δούναι και λαβείν νομίζω πως
υπήρξε αμοιβαίο, ισότιμο και ωφέλιμο και για τις δύο πλευρές. Άλλωστε ο Χρονάς
και η Οδός Πανός θεωρούν τη Θεσσαλονίκη κομμάτι του εαυτού τους και της ζωής
τους, όπως και αρκετοί Θεσσαλονικείς δημιουργοί έβρισκαν (και εξακολουθούν να
βρίσκουν) ένα σταθερό κατάλυμα για να στεγάσουν τα κείμενά τους και τις
συνεργασίες τους σ’ αυτό το περιοδικό. Ο Χρονάς πάντα μας εξομολογούνταν –το
έχει γράψει μάλιστα κατ’ επανάληψη– πως, αν και Πειραιώτης, θεωρεί τη
Θεσσαλονίκη δεύτερη πατρίδα του. Θέλω να του ευχηθώ από καρδιάς υγεία,
δημιουργικότητα, καλή δύναμη και συνέχεια στον δύσκολο αγώνα του. Και επειδή
μια ευχή του τύπου «να χιλιάσουν τα τεύχη του περιοδικού» είναι οπωσδήποτε υπερβολική,
ανεδαφική και ανέφικτη, του εύχομαι ολόψυχα να φτάσει στο μεγαλύτερο δυνατό
τριψήφιο νούμερο έκδοσής του, πάντα με την ίδια ποιότητα και απλότητα στην
οποία επενδύει εδώ και ολόκληρες δεκαετίες, αναφορικά με την όλη εικόνα του και
τις πάντα ενδιαφέρουσες συνεργασίες του.
(το
κείμενο αναγνώσθηκε σε εκδήλωση της ΔΕΒΘ, την Κυριακή 10 Μαΐου, 2015, με τίτλο:
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»)
●
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ
Όχι
δεν πρέπει να συναντηθούμε / πριν από τη δύση του ήλιου / στο δάσος με τις
άδειες κονσέρβες / γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία / που θ’ αράξουν μια
νύχτα του χειμώνα / απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς / θα ζητάμε τις νυχτερινές
βάρδιες / της Βηρυτού, της Όστιας
Με
χαρά και τιμή υποδεχόμαστε στη Θεσσαλονίκη τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά.
Κάθε φορά που ο ίδιος ανηφορίζει στον Βορρά, είτε για την παρουσίαση βιβλίου
του είτε για το περιοδικό του είτε για κάποια θεατρική παράσταση με αφορμή
κάποιο έργο του, η πόλη πάντα τον υποδέχεται θερμά ως δικό της παιδί, αφού η
σχέση του μαζί της είναι πολύχρονη, βαθιά και αγαπητική.
Ο Χρονάς, ένας από τους σημαντικότερους
και πιο χαρισματικούς ποιητές της γενιάς του, ευτύχησε να συναναστραφεί
πνευματικά με προσωπικότητες μεγάλου βεληνεκούς, τους οποίους και ο ίδιος
κατονομάζει (και προς τιμήν του) ως δασκάλους του. Τον Μάνο Χατζιδάκι, τον
Γιάννη Τσαρούχη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Ντίνο
Χριστιανόπουλο. Μεγάλη παρακαταθήκη η φιλία, η άμεση επικοινωνία, ο
συγχρωτισμός μαζί τους, που του φανέρωσαν την κοίτη της αληθινής ζωής και της
αληθινής τέχνης, κάνοντάς τον να ασπασθεί το μεγαλείο μιας Ελλάδας, που σήμερα
πολύ δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε γύρω μας. Με τη λάμψη των δασκάλων του,
λοιπόν, στα μάτια, με τέχνη αλλά και αγάπη και ενσυναίσθηση για τους απλούς,
λαϊκούς ανθρώπους, συνέθεσε και συνθέτει αληθινά ποιήματα. Ποιήματα ολιγόστιχα
ή μεγαλύτερα σε έκταση, ερωτικά και βαθιά ανθρώπινα, με αφαιρετική γραφή,
ελλειπτικότητα, αμεσότητα, συχνά σκηνοθετική ματιά, που μίλησαν και μιλάνε στις
ψυχές πολλών αναγνωστών. Επιρροές του οι αρχαίοι τραγικοί, τα ερωτικά επιγράμματα,
οι Ιταλοί νεορεαλιστές (ποιητές και σκηνοθέτες), ο Καβάφης. Θυμάμαι έντονα,
αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, πρωτοετής στη Νομική Κομοτηνής, τη λατρεία που
του είχαν πολλοί φοιτητές, αφού από τότε στα μάτια τους ήταν ένα μυθικό
πρόσωπο, υπό την έννοια ότι η ποιητική του μυθολογία είχε αρχίσει ήδη να
διαγράφεται. Η ποίηση του Χ. άγγιζε βαθιά τους νέους ανθρώπους, που ψάχνονταν
σε προσωπικό, πολιτικό και ερωτικό επίπεδο, αναζητώντας τον εαυτό τους. Ως νέος
Μακεδών πραματευτής που βρέθηκε σε λιμάνι της Κρήτης ή της αρχαίας Φοινίκης,
αντάλλασσα βιβλιαράκια με ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου (στην παλιά τους
έκδοση, της Διαγωνίου), υπό μορφή δανεισμού πάντα, για να ξεφυλλίσω τα Αρχαία
βρέφη του άγνωστού μου ακόμη ποιητή Χρονά, που απλά κορίτσια από το Πέραμα,
τα Σεπόλια, το Ηράκλειο, την Αθήνα, και νέα παιδιά από την Πάτρα, το Αίγιο και
την Ευρυτανία, που σπούδαζαν, τότε, δικηγόροι, έπιναν νερό (ή και κρασί) στο
όνομά του.
Ο ποιητικός κόσμος του Χρονά είναι λαϊκός
και αριστοκρατικός συνάμα. Όπως στον βίο του έτσι και στην ποιητική του τέχνη,
το απλό, το λαϊκό, το καθημερινό, το φαινομενικά ευτελές, γίνεται εξαίσιο,
άριστο, μεγαλειώδες, σημαντικό. Στο κλείσιμο ενός κειμένου του ποιητή, που
τιτλοφορείται «Η Αθήνα μου ανοχύρωτη φαντασία» (Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου),
ο Χρονάς μάς καταθέτει ένα υποδειγματικής λιτότητας και περιεκτικότητας
βιογραφικό, στο οποίο προσδιορίζεται ως εξής: «Γεννήθηκα στον Πειραιά τον
Οκτώβριο του 1948. Δεν είχα πολλές επιλογές. Ήμουν αυστηρός στον τρόπο μου.
Συμβαίνει στους Πειραιώτες». Επίσης, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής του συλλογής
«Τα αρχαία βρέφη» (εκδ. 1980), ο Χρονάς μάς συστήνει τους ήρωές του ως εξής:
«Ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες,
πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει
πάντοτε, κάθε μέρα». Στις συλλογές Αρχαία βρέφη, Αναιδής θρίαμβος και
Κίτρινη όχθη Β΄ τα κρεβάτια στα οποία ξαπλώνουν οι ήρωές του είναι γεμάτα
ιδρώτα, σπέρμα και οσμές προσώπων. Παιδιά από μηχανουργεία, τύποι λαϊκοί,
πόρνες, τσακισμένες φιγούρες, θαμώνες γηπέδων ή κινηματογράφων πορνό,
λεηλατημένοι φαντάροι, λαϊκές τραγουδίστριες, παρελαύνουν σε ξενοδοχεία Δ΄
τάξεως, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων. Τα
κρεβάτια του είναι από φτηνό υλικό, ξένοι τα επισκέπτονται και πλαγιάζουν πάνω
τους, φιλοξενούν ηρωίδες που μοιάζουν με εκείνες των ποιημάτων του Τσεζάρε Παβέζε,
που αργοπεθαίνουν καπνίζοντας σε φτηνά ξενοδοχεία και αποτυπώνουν τον θάνατο.
Αποπνέουν αίσθημα φθοράς, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη ανθρώπων χαμένων από
χέρι, που όμως ο ποιητής τους αγκαλιάζει τρυφερά με τη ζεστή ματιά του κι
εντέλει τους σώζει, δίνοντας νόημα και ουσία στην ύπαρξή τους.
Οι ήρωες του Χρονά είναι συφιλιδικοί και
ξαπλώνουν σε αχυρένια στρώματα, δεν ντρέπονται για την αμάθειά τους, είναι
ναύτες του θωρηκτού Ποτέμκιν και πλαγιάζουν σε τρίκλινα ξενοδοχείων. Γυναίκες
και άντρες μιλούν χαμηλόφωνα, λένε λόγια συνηθισμένα, κάνουν κινήσεις και χειρονομίες
απλών ανθρώπων (βγάζουν αργά τις φουρκέτες από τα μαλλιά τους, σβήνουν τα φώτα,
γέρνουν στο κρεβάτι) ή διαιωνίζουν το είδος σε διπλά κρεβάτια, καθαρά σεντόνια,
κάτω από καθρέφτες. Θα λέγαμε πως λειτουργούν όπως οι ηθοποιοί κάποιου αόρατου
θιάσου που παίζουν τον ρόλο τους, τηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ή
πράττουν όπως οι αυτοκράτορες του Καβάφη στα ιστορικά και ιστορικοφανή του
ποιήματα.
Ο Χρονάς, όντας διάσημος, δεν αγαπά πολύ
τα φώτα της δημοσιότητας – και καλά κάνει. Δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, δεν
κόβει και ράβει σε ύποπτης εγκυρότητας λογοτεχνικές επιτροπές, δεν είναι καν
στην πρώτη γραμμή των επάλξεων, όπου, συνήθως κάποιοι μέτριοι και καπάτσοι,
διαφεντεύουν τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα. Κινείται πίσω από τις φανταχτερές
βιτρίνες και τις εκκωφαντικές κραυγές της τέχνης που υπηρετεί, λιτά, ουσιαστικά
και χαμηλόφωνα, τρόπος απόλυτα συναφής και συνεπής με την αρκαδική καταγωγή
του. Είναι σπουδαίος με το έργο του, τον μύθο που δημιούργησε (έναν μύθο που
πλέκεται αξεδιάλυτα με την προσωπική του αλήθεια), τις εμμονές του, τη σιωπή
του. Γράφει ποιήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα και εκδίδει το σημαντικό (και
μακροβιότερο στη δική μου συνείδηση) περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, δίνοντας στέγη και
σελίδες σε πολλούς ανέστιους των γραμμάτων, από κάθε μεριά της Ελλάδας. Η ΟΔΟΣ
ΠΑΝΟΣ, το «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί,
κυκλοφορεί με σταθερή περιοδικότητα εδώ και 34 περίπου χρόνια. Ένα περιοδικό
που χάραξε γενιές ολόκληρες αναγνωστών, καθόρισε ένα ύφος και ένα ήθος γραφής,
ένα λαϊκό και συνάμα απαιτητικό έντυπο, που θα το βρει κανείς ακόμα και στα
περίπτερα της πρωτεύουσας, και που το εμπορικό δαιμόνιο του εκδότη του σε συνδυασμό
με την εργατικότητά του, το έκανε ευπώλητο στις μεγάλες αναγνωστικές μάζες.
Θα ήθελα να κλείσω αυτό το κείμενο
διαβάζοντας δυο αγαπημένα σ’ εμένα ποιήματα του Γιώργου Χρονά. Δεν θα μπω στη
διαδικασία να τα κρίνω με λογοτεχνικά κριτήρια, δεν ξέρω αν είναι από τα
καλύτερά του. Σχετίζονται με τα πρώτα μου ποιητικά διαβάσματα και ανατρέχω
συχνά στους στίχους τους γιατί αναδεικνύουν και σώζουν μια παλιότερη, αγαπημένη
εποχή, με την οποία ψάχνω να βρω γέφυρες επικοινωνίας, κυρίως μέσω της τέχνης.
Ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος έδωσε μάλιστα και τον τίτλο σε ένα δικό μου,
σχετικά πρόσφατο, μυθιστόρημα.
(Διαβάστηκαν τα ποιήματα «Τετάρτη» και «Πάντα
είναι Αύγουστος», από τη συλλογή του Γιώργου Χρονά Αρνητικά ειδώλων)
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του ποιητή Γιώργου Χρονά στη Δημοτική
Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 22 /1 /2014. Άλλοι ομιλητές της βραδιάς ο
Διονύσης Στεργιούλας και ο Ιορδάνης Κουμασίδης)
Περιοδικό
Οδός Πανός, τ.147, αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010
Με
ένα χορταστικό αφιέρωμα 176 πυκνογραμμένων σελίδων για τον Καβάφη κυκλοφόρησε
το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός, που διευθύνει ο πάντα εργατικός
και ακούραστος ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. Το αφιέρωμα, όπως ο ίδιος ο
Χρονάς δηλώνει, «ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη», αφού επιμελητής του είναι ο
συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Διονύσης Στεργιούλας, ο οποίος συμμετέχει
και με πρωτότυπο κείμενο τριάντα οκτώ σελίδων αναφορικά με το τελευταίο ποίημα
του Καβάφη, ενώ παράλληλα ανθολογεί είκοσι επτά ποιήματα του Μεγάλου
Αλεξανδρινού. Άλλες σημαντικές υπογραφές αυτού του τεύχους, εκείνες των: Ντίνου
Χριστιανόπουλου, Μένη Κουμανταρέα, Ανδρέα Παγουλάτου, Δημήτρη Κόκορη και
Γιώργου Χρονά.
Η συμμετοχή των συνεργατών της
Θεσσαλονίκης αφορά έξι κείμενα των Χριστιανόπουλου, Στεργιούλα, Κόκορη,
Ντανούρα, Ιωαννίδη και Γούτα. Ο Χριστιανόπουλος, με το κείμενό του «Το χωριό
της μητέρας μου και ολίγα καβαφικά» αναφέρεται στο Χαράκι της Κυζίκου, ένα
χωριό έξω από την Πόλη το οποίο επισκέφτηκε ο Καβάφης τα χρόνια που έζησε στην
Κωνσταντινούπολη, και το αναφέρει σε μία μελέτη του δημοσιευμένη στην
αλεξανδρινή εφημερίδα «Τηλέγραφος». Από το κείμενο του Χριστανόπουλου φαίνεται
πως τον Καβάφη τον απασχολούσαν και γλωσσολογικά ζητήματα.
Ο Στεργιούλας με «Το τελευταίο ποίημα του
Καβάφη» –πρόκειται για το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», που ολοκληρώθηκε
λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, το 1933– σπάει τους καβαφικούς κώδικες, και
ύστερα από πολύχρονη και κοπιαστική πολύπλευρη μελέτη καταλήγει πως ο Ιουλιανός
τού ποιήματος αφορά διάσημη πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας εκείνων των
χρόνων. Υποδεικνύει νέους τρόπους προσέγγισης και ανάγνωσης των ιστορικών
ποιημάτων του Καβάφη, που πιθανότατα σχετίζονταν με ιστορικά γεγονότα της
εποχής του, στα οποία ο Καβάφης αναφερόταν υπαινικτικά. Ο Στεργιούλας με τη
μελέτη του αυτή διευρύνει τις μελέτες του Σεφέρη και του Τσίρκα για το καβαφικό
έργο.
Ο Δημήτρης Κόκορης στο δικό του κείμενο
αναφέρεται στη μεταστροφή της γνώμης ενός ελάσσονα ποιητή, του Καίσαρα
Εμμανουήλ, για τον Κ. Π. Καβάφη. Ο Καίσαρ Εμμανουήλ ξεκίνησε με αρνητική άποψη
για την καβαφική ποίηση, για να γράψει τελικά επαινετικά σχόλια.
Ένα συνολικό πορτρέτο του Καβάφη,
πολύπλευρο και πολυπρισματικό, αποτελεί το κείμενο του ποιητή και θεσσαλονικιού
εικαστικού Βασίλη Ιωαννίδη. Ο αναγνώστης θα συναντήσει στις σελίδες του ένα
χρονολόγιο του Καβάφη εμπλουτισμένο με προσωπικά, βιογραφικά, ψυχογραφικά και
λογοτεχνικά στοιχεία για το έργο του και τη σημασία του, ενώ προς το τέλος του
κειμένου του ο Ιωαννίδης μιλάει διεξοδικά για τα πορτρέτα, τις ελάχιστες
φωτογραφίες αλλά και τα σκίτσα του ποιητή που διασώθηκαν.
Η Ελευθερία Ντανούρα στη δική της
συνεργασία που τιτλοφορείται «Η Αντιόχεια στο έργο του Καβάφη», τονίζει πως η
Αντιόχεια θα είναι πάντα η πόλις που θα ακολουθεί τον Αλεξανδρινό.
Τέλος, ο υπογράφων αυτό το κείμενο,
αναζητά την ερωτική διάσταση των ποιημάτων του Καβάφη μέσα από τα λήμματα κλίνη
και κρεββάτι, που συναντούμε πάντα σε υποφωτισμένες κάμαρες, γεμάτες ερωτική
αναπόληση και ηδυπάθεια.
Ένα αφιέρωμα για τον Καβάφη είναι πάντα
ζωντανό και επίκαιρο, αφού το έργο του ποιητή, παρά το πέρασμα του χρόνου,
παραμένει αρυτίδωτο. Ο Καβάφης, ο μετρ της υπαινικτικότητας, ο σκοτεινός,
κρυψίνους και εσωστρεφής ποιητής, ο οικουμενικός δημιουργός που πατά σε τρεις
ηπείρους και το έργο του αφορά πλέον όλον τον κόσμο, η κορυφαία ποιητική
φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα μαζί με τον Έλιοτ και τον Πάουντ, ο ποιητής των
μόλις 154 ποιημάτων, εξακολουθεί να διαβρώνει την εποχή μας και να συναρπάζει.
Πολλοί του στίχοι έχουν γίνει μότο βιβλίων, κορυφαίοι ποιητές έγραψαν ποιήματα
για τον ίδιο ή με τον δικό του τρόπο, μέχρι και σε επιφυλλίδες ή ελαφρολαϊκά
αναγνώσματα πέρασαν ως ατάκες οι στίχοι του. Σε μια εποχή που εξακολουθεί να
συσχετίζει κουτά, στην εποχή της pax Americana και της υποτίμησης των ανθρώπων
από άλλους ανθρώπους, σε κοινωνίες κρίσης, αναξιοπρέπειας, ανέχειας και
παρακμής όπως οι σημερινές, «ο Καβάφης καλπάζει» κατά τη ρήση του
Χριστιανόπουλου.
Κλείνω με λίγες σκέψεις για την Οδό Πανός
και τον Γιώργο Χρονά. Είναι άξιο θαυμασμού πώς κατορθώνει ένα λογοτεχνικό
περιοδικό, όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά σε κάποια τεύχη του να προχωρεί και σε
ανατυπώσεις, αγγίζοντας νούμερα που θα τα ζήλευε και ένας πετυχημένος
μυθιστοριογράφος. Ο Χρονάς χάρη στο ένστικτό του, το ταλέντο του και το
εκδοτικό του δαιμόνιο, πέτυχε αυτό που κατόρθωσε κάποτε ο Μουρσελάς στο
μυθιστόρημα, ο Σκαμπαρδώνης στο διήγημα και η Δημουλά στην ποίηση. Αγγίζοντας
τις μεγάλες μάζες αναγνωστών έκανε ευπώλητο στην Ελλάδα ένα λογοτεχνικό
περιοδικό.
(περιοδ. INDEX, τχ. 38, Μάρτιος 2010)
●
ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
1) Τα πράγματά του όλα που είναι στο
δωμάτιο / και κείνα που πρόκειται κάποτε εδώ να φτάσουν / από φορμάικα είναι. /
Κρεβάτια, τραπέζια κι εταζέρες, /
καρέκλες και ντουλάπα.
2) Υπήρχε χώρος τότε στα δωμάτια / για κάθε ξένο ένα κρεβάτι.
3) Όχι στα κρεβάτια, μήτε στις χαμηλές
κουβέντες / που λέγονται κάτω από σβυσμένες λάμπες / αλλά μαζί σου θα ’βγαινε
στα καφενεία και στους στρατώνες / στα σινεμά πορνό και στα γήπεδα.
4) Κι έπειτα να πέθαινε σαν ηρωίδα του /
Τσέζαρε Παβέζε που ξέχασε / να πάρει Veronal πριν κοιμηθεί κι έτσι ποτέ δεν
κοιμήθηκε / αλλά απλώς έπεσε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου το βράδυ.
5)
Γι’ αυτό ελαφρά διαφωνούν [τα νέα πρόσωπα] / το πρωί βγαίνοντας δεν
μιλούν στον ξενοδόχο / στον ξένο που
πλαγιάζει στο τρίκλινο.
6) Αργά το Σάββατο παρατηρώ το θάνατο
/ όπως αποτυπώνεται στα παλιά πράγματα,
στα ξύλινα / ταβάνια, στα πρόστυχα κρεβάτια, στα βαμμένα με / κίτρινη ώχρα
ξύλινα πατώματα.
7) Δεν ξέρω πώς παντρεύτηκα. Πώς γέννησα.
/ Σε ποιο κρεβάτι μετά τα χωράφια /
κοιμήθηκα.
8) Έτσι μόνη τα βράδια βλέπω τη μάνα μου
στον καθρέφτη / αργά τις φουρκέτες της να βγάζει. / Να σβήνει τα φώτα / να γέρνει στο κρεβάτι.
9) Σκέφτηκα να το σκεπάσω με μια πετσέτα /
ένα σάλι για την πλάτη / για να το δει ο
Νίκος / στο κρεβάτι.
10) Τον έβλεπα μέχρι που χάθηκα / στους
διαδρόμους / κι αυτός είχε σηκωθεί στο κρεβάτι / όσο μπορούσε / και με χαιρέταγε.
11) Υψώνω την αμάθειά μου πάνω από πόλεις
/ γκρεμισμένες. / Πάνω από άρρωστα παιδιά / που κλαίνε σε άδεια κρεβάτια.
12) Σε τρίκλινα ξενοδοχεία / πλαγιάζουν οι
τελευταίοι ναύτες του θωρηκτού /
Ποτέμκιν.
13) Και πάνω σε διπλά κρεβάτια, σε καθαρά
στρώματα / κάτω από καθρέφτες. / Πώς αποφασίζουνε τη διαιώνιση του είδους τους.
/ Μετά πώς βάζουνε στα δάχτυλα κολώνιες.
14) Πάνω σε γυμνά / Σε αχυρένια στρώματα
/ Ξαπλώνουν κάτι αγόρια / Κάτι άντρες που ’χουνε σύφιλη.
15)
Με ποιο κρασί θ’ αλείψετε το σώμα σας / και σε τι στρώματα θα γείρετε / θα γείρετε / το βράδυ να
πλαγιάσετε;
16)
Ο τελευταίος φίλος μου θυμάμαι / είχε ένα όνομα παράξενο. / Έφτανε ώρες
που κανείς δεν γνώριζε / μάζευε τα πόδια του στο ντιβάνι / μέχρι που χανότανε.
-----------------------------------------
Στα
κρεβάτια του περιθωρίου δεσπόζει ο ποιητής Γιώργος Χρονάς με στίχους από τις συλλογές του Αρχαία βρέφη, Αναιδής
θρίαμβος και Κίτρινη όχθη Β΄. Τα κρεβάτια του είναι γεμάτα ιδρώτα,
σπέρμα και οσμές προσώπων που –όπως ο ίδιος επισημαίνει– «ανήκουν στη Β΄
εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς
ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Παιδιά
από μηχανουργεία, τύποι λαϊκοί, πόρνες, τσακισμένες φιγούρες, θαμώνες γηπέδων ή
κινηματογράφων πορνό, λεηλατημένοι φαντάροι, παρελαύνουν σε ξενοδοχεία Δ΄
τάξεως, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων.
Τα κρεβάτια του Χρονά είναι από φτηνό
υλικό (φορμάικα, περ. 1), ξένοι τα επισκέπτονται και πλαγιάζουν πάνω τους (περ.
2), φιλοξενούν ηρωίδες που μοιάζουν με εκείνες των ποιημάτων του Τσεζάρε
Παβέζε, που αργοπεθαίνουν καπνίζοντας σε φτηνά ξενοδοχεία (περ. 4) και είναι
πρόστυχα αποτυπώνοντας τον θάνατο (περ. 6). Αποπνέουν ένα αίσθημα φθοράς, τη
μοναξιά και την εγκατάλειψη ανθρώπων χαμένων από χέρι, που όμως ο ποιητής τούς
αγκαλιάζει τρυφερά με την πένα του κι εντέλει τους σώζει, δίνοντας νόημα στην
ύπαρξή τους.
Οι ήρωες του Χρονά είναι συφιλιδικοί και
ξαπλώνουν σε αχυρένια στρώματα (περ. 14), δεν ντρέπονται για την αμάθειά τους
(περ. 11), είναι ναύτες του θωρηκτού Ποτέμκιν και πλαγιάζουν σε τρίκλινα
ξενοδοχείων (περ. 12). Στις περ. 8, 9, 10, 13 και 16 οι ηρωίδες και οι ήρωές
του μιλούν χαμηλόφωνα, λένε λόγια συνηθισμένα, κάνουν κινήσεις και χειρονομίες
απλών ανθρώπων (βγάζουν αργά τις φουρκέτες, σβήνουν τα φώτα, γέρνουν στο
κρεβάτι κ. τλ.) ή διαιωνίζουν το είδος σε διπλά κρεβάτια, καθαρά σεντόνια, κάτω
από καθρέφτες. Θα λέγαμε πως λειτουργούν όπως οι ηθοποιοί κάποιου αόρατου
θιάσου που παίζουν τον ρόλο τους τηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ή
πράττουν όπως οι αυτοκράτορες του Καβάφη στα ιστορικά και ιστορικοφανή του
ποιήματα. Ο Χρονάς, πάντα με σκηνοθετικό τρόπο γραφής, ανακαλύπτει ποίηση και
στο πιο απλό, ασήμαντο και ευτελές.
Επίλογος
«Το
κρεβάτι είναι ο σταυρός του καθενός», λέει σε κάποιο ποίημά του ο Κωστής
Γκιμοσούλης. Πάνω του επιτελούνται τα δύο μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής: ο
έρωτας κι ο θάνατος. Πάνω του οι ποιητές υποφέρουν, νοσταλγούν, θλίβονται,
περιμένουν, αγαπιούνται. Καπνίζουν ατέλειωτα τσιγάρα ατενίζοντας το ταβάνι.
Μετρούν τις στιγμές που φύγανε, τους έρωτες που προσπεράσανε, τις ουλές του
παρελθόντος, το αύριο που καραδοκεί αβέβαιο. Μετρούν την ίδια την ανάσα τους.
Και τα κρεβάτια, αποθεώνονται απ' την αγωνία, την οδύνη, τη θλίψη, το σπέρμα
των ηρώων τους. Γίνονται πλοία ολόφωτα που ταξιδεύουν στους γαλαξίες του
σύμπαντος.
(2006)
[Το
κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη μελέτη μου ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των
άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011. Το απόσπασμα
της μελέτης που αφορά τον Καβάφη δημοσιεύτηκε στην Οδό Πανός, τχ. 147,
Ιανουάριος-Μάρτιος 2010 (αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, σε επιμέλεια Δ.
Στεργιούλα), ενώ το απόσπασμα της μελέτης που αφορά τον Χρονά στο περιοδικό Πόρφυρας,
τχ. 135, Απρίλιος-Ιούνιος 2010 (αφιέρωμα στον Γιώργο Χρονά)]
●
Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΧΑΡΑΞΑΝ
Γιώργος
Χρονάς, Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου, Οδός Πανός εκδόσεις, Αθήνα, 2005,
σελ. 261
Το
1980, στο οπισθόφυλλο της συλλογής ποιημάτων Τα αρχαία βρέφη, ο Γιώργος
Χρονάς μάς σύστηνε τους ήρωές του ως εξής: «Ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια,
με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον
θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Στο διάστημα των είκοσι πέντε
χρόνων που μεσολάβησε, κυκλοφόρησε πολλές σημαντικές ποιητικές συλλογές αλλά
και συλλογές πεζών κειμένων. Πάντα μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, τα εκτυφλωτικά φώτα και το
εκκωφαντικά κενό λογοτεχνικό αλισβερίσι, ο Χρονάς καλλιεργεί ένα ιδιαίτερο,
μοναχικό προφίλ, απόλυτα προσωπικό και ευδιάκριτο, «χτυπώντας» όταν κρίνει
σκόπιμο πως έχει κάτι να πει. Και πάντα έχει να πει κάτι ουσιαστικό και
ενδιαφέρον, αφού κρατάει τον πήχη ψηλά, μην κάνοντας εκπτώσεις στον λόγο και
στη γραφή του. Κάθε νέα του δουλειά λειτουργεί για τους αναγνώστες του ως
ευχάριστη έκπληξη και ως αναγνωστική πρόκληση μα και απόλαυση.
Στα Κοκόρια της οδού Αισχύλου –το
τελευταίο του πόνημα από τις εκδόσεις Οδός Πανός– περιέχονται κείμενα που
εκτείνονται χρονικά από το 1979 μέχρι το 2005 (τεύχος 128 του περιοδικού Οδός
Πανός). Άλλα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, η
Αυγή), άλλα σε τεύχη της Οδού Πανός, σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά ή σε
περιοδικά ποικίλης ύλης (Μελωδία, Κλικ, Δίφωνο κ. τλ.). Τέλος, υπάρχουν και
κάποια ανέκδοτα κείμενα.
Ένας θίασος προσώπων παρελαύνει μέσα από
τις σελίδες του βιβλίου. Προσώπων διάσημων ή άλλων που έζησαν στο περιθώριο της
ζωής. Ανθρώπων που χάραξαν, με την πορεία τους και με τη στάση ζωής τους, την
πατρίδα αλλά και τον ίδιο τον ποιητή, αποκαλύπτοντάς μας ένα «ήθος ζωής»
μοναδικό. Κάτι που σπανίζει στις μέρες μας και που με το μικροσκόπιο θα
μπορούσε κανείς να το εντοπίσει, πλέον, σε λιγοστές φωτεινές εξαιρέσεις.
Η Σεβάς Χανούμ, ο Ηλίας του Λευκού Πύργου,
η Σουζάνα Γιακάρ, η κυρία με την πάπια που νοικιάζει αποκριάτικες στολές στη
Θεσσαλονίκη, ο Παζολίνι, η Κάλλας, ο Τσαρούχης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο
Χριστιανόπουλος, ο Ασλάνογλου, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Ελία Καζάν, είναι μερικά
μόνο από τα πρόσωπα του θιάσου του Χρονά, τα οποία, «μες στην βουή του κόσμου,
λένε τα δικά τους». Οι ιστορίες του θυμίζουν τα κοκόρια της οδού Αισχύλου που
λαλούν πίσω από αυλές, ανεβασμένα πάνω σε καφάσια αναγγέλλοντας την άφιξη της κάθε
νέας αυγής. Ο πολύς κόσμος, αδιάφορος, συχνά τα προσπερνά. Έτσι βιαστικά που
κινείται στους δρόμους αρνείται να τα ακούσει. Όμως εκείνα είναι εκεί λαλώντας
ασταμάτητα και θριαμβικά. Ζητούν μονάχα λίγους σπόρους, χώμα και νερό για να
ραντίσουν πλουσιοπάροχα με το αίμα τους τα θεμέλια των σπιτιών εκείνων που τα
παραβλέπουν.
Τα κείμενα του Χρονά δεν έχουν ενιαίο
ύφος, αλλά αυτό το «άναρχο» ψηφιδωτό που συνθέτουν, τα κάνει πιο γοητευτικά και
αυθεντικά. Μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης θα συναντήσει σκέψεις, σημειώσεις,
επιστολές, ποιητικές αφηγήσεις, δοκίμια, ποιήματα σε πεζή μορφή, συνεντεύξεις,
μια επιλογή από τη στήλη «Δευτέρα» της Οδού Πανός, ποιητικά ρεπορτάζ βασισμένα
σε ειδήσεις εφημερίδων, μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα. Όλο αυτό το εύοσμο και
δυνατό χαρμάνι λόγου, εμπλουτισμένο με φωτογραφίες, αφιερώσεις, χειρόγραφα και
σχέδια των: Αργυράκη, Λαλέτα, Γιακουμίδη, Μελισσανίδη και Μελά, απαρτίζουν τα Κοκόρια
της οδού Αισχύλου. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να κάνετε «ενός λεπτού σιγή»
–όπως λέει κι ο Χριστιανόπουλος– για ν’ ακούσετε τη φωνή τους.
Και μια τελευταία επισήμανση: πρόκειται
για το μοναδικό βιβλίο του Χρονά που περικλείει μέσα του τόση Θεσσαλονίκη.
Δεκάδες κειμένων για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη και τους ιδιαίτερους
ανθρώπους της από κάποιον που, στο κλείσιμο ενός γραπτού του («Η Αθήνα μου
ανοχύρωτη φαντασία»), συστήνεται ως εξής: «Γεννήθηκα στον Πειραιά τον Οκτώβριο
του 1948. Δεν είχα πολλές επιλογές. Ήμουν αυστηρός στον τρόπο μου. Συμβαίνει
στους Πειραιώτες».
(«Πανσέληνος»
εφημ. Μακεδονία, τεύχ. της 2/ 10/ 2005)