Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Personal zoo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Personal zoo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

PERSONAL ZOO (4)

 


PERSONAL ZOO (4)

 

  

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.           

 

֎

 

 

Γάτα από σόι

 

 

 

Παρά τον φαινομενικό αντικομφορμισμό μου είμαι επιρρεπής στην καλή ζωή. Κρύβω μέσα μου βαθιά όπως τόσοι άλλωστε− έναν καλοπερασάκια που, υπό άλλες περιστάσεις, θα επιθυμούσε ολόψυχα να ήταν τουλάχιστον ο Νιάρχος ή ο Ωνάσης. Δεν το ’χω ψάξει περαιτέρω το ζήτημα − ίσως κάποιο χρωμόσωμα της αλυσίδας μου εκφυλίστηκε, ίσως φταίει που στην εφηβεία μου εξιδανίκευσα φίλους αριστερούς. Νομίζω πάντως πως η κατάσταση αυτή συχνά υποτροπιάζει λόγω του κλεισίματος που έχουμε τελευταία υποστεί με τη γυναίκα μου, καθότι με μικρό παιδί. Έτσι, όταν ο φίλος μου ο Μηνάς, εργένης και γλεντζές αμετανόητος, περνά τα καλοκαίρια με το αμάξι του από τη Νέα Φώκαια, δεν θέλω και πολύ να κουρντιστώ.

Πάμε στο Πόρτο Σάνι για ψαράκι; βάζει το φουρνέλο του, κι εγώ κομματιάζομαι.

― Άντε, ευκαιρία να ξεδώσετε και σεις λιγάκι..

   Το Πόρτο Σάνι είναι ό,τι πιο χλιδάτο υπάρχει σε ολόκληρη την Κασσάνδρεια. Μια ειδικά διαμορφωμένη πολιτεία σε πέτρινο παραδοσιακό στιλ − μαγαζιά με ρούχα, κεραμικά, χρυσαφικά, ταβέρνες, σούπερ μάρκετ, μέχρι και βιβλιοπωλείο επώνυμου εκδοτικού οίκου. Πίσω, οι μεζονέτες στις οποίες διανυκτερεύουν οι ματσό παραθεριστές. Και ευθεία μπροστά, στο λιμανάκι, αραγμένα κότερα πανάκριβα, που για το καθένα τους δεν φτάνουν οι μισθοί μιας ζωής τριών δασκάλων, μαζί με τα εφάπαξ τους, για να καλύψουν το κόστος αγοράς του.

   Καθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα που το μόνο ταπεινό πάνω της ήταν το όνομά της − κάποια σύνθεση αντρικού ονόματος με τη λέξη ψάρι, που παραπέμπει σε τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών ή άφθαρτους λαϊκούς ήρωες του παρελθόντος. Ενώ οι αστακοί, οι γαρίδες σαγανάκι και οι ακριβές ψαρούκλες δίναν και παίρναν, στάθηκα στο ύψος μου παραγγέλλοντας υγιεινή σαρδέλα σχάρας. Ο Μηνάς ζήτησε απ' το γκαρσόνι μία απλησίαστη για το βαλάντιό μου μάρκα κρασιού, προκαλώντας μου εφίδρωση. Ευτυχώς η μουσική υπόκρουση της συγκεκριμένης στιγμής λειτούργησε κατευναστικά. «Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;», παίζανε τα μεγάφωνα στη διαπασών κι εγώ το πήρα απόφαση να καμακώσω το πρώτο τυρομπουρεκάκι.

  Τότε ήταν που ανακάλυψα τη γατούλα. Μια παχουλή, ήρεμη γατούλα, άσπρη με μαύρα στίγματα σε πρόσωπο και σώμα, που ζάρωνε ευτυχισμένη κάτω από το διπλανό τραπέζι. Στο κάλεσμά μου ανταποκρίθηκε με περισσή αρχοντιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μαχμουρλίδικα κι έπειτα αδιαφόρησε παραμένοντας στη θέση της. Δεν φαινόταν σπιτίσια, γάτα του δρόμου ήταν αναμφίβολα, αλλά φερόταν σαν αριστοκράτισσα.

 Τι μέσο να ’χει άραγε αυτή η γατούλα, σκέφτηκα, και ξεκαλοκαιριάζει σ’ αυτήν την πολυτελή ψαροταβέρνα; Ποια φανταστική γατίσια επετηρίδα παρέκαμψε στις δωρεάν διακοπές της; Ποια θεία τύχη βόλεψε κι αυτήν και τα παιδιά της; Κάνω να της πετάξω ψαροκόκκαλα και με σνομπάρει επιδεικτικά. Έχει, φαίνεται, ακριβά γούστα. Καρφί δεν της καίγεται αν θα της ρίξεις ατόφια ραχοκοκαλιά. Και ψάρια ολόκληρα τ’ αφήνει άθικτα στο τσιμέντο. Μήπως χόρτασε, τους δυο προηγούμενους μήνες, αποφάγια και τώρα κάνει την αυγουστιάτική της δίαιτα;

  Έφερα στον νου μου άλλες γατούλες σε λαϊκές ταβέρνες που στη ζωή μου επισκέφτηκα. Κάτι κοκκαλιάρες, συνήθως μονόφθαλμες ή κουτσές, που νιαούριζαν παραπονιάρικα δίπλα ή κάτω στο τραπέζι μου, ικετεύοντας την παραμικρή προσφορά. Βολεύονταν με μια πατατούλα, ένα αγγουράκι, λίγο λαδωμένο ψωμάκι. Και αν τις έριχνα ψαροκόκαλο, γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Τρεις-τέσσερις ορμούσαν επάνω του και το εξαφάνιζαν στη στιγμή. Κι ύστερα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Νιαούριζαν κι αυτές και οι φίλες τους εν χορώ, τόσο που, νιώθοντας τύψεις για το φαγητό που έτρωγα, μου ερχόταν να κατεβάσω όλη την πιατέλα με τα ψάρια στο πάτωμα, να χορτάσει σύσσωμο το γατομάνι της περιοχής.

   Η γάτα από σόι ανοιγόκλεισε άλλη μια φορά τα μάτια της, σνόμπαρε επιδεικτικά και τη δεύτερη σαρδέλα που πέταξα μπροστά της, τεντώθηκε και πήγε σ’ άλλο τραπέζι να κουρνιάσει. Δίπλα σε κάποιους λιγότερους ενοχλητικούς από μένα.

 

(συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων μου Τα λάφυρα του Αυγούστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 52-55)


Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Personal zoo (3)-Τα σκυλιά

 

 

 

PERSONAL ZOO (3)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

 

 

 

Δυο κοπρόσκυλα κατηφορίζουν κάθε πρωί στην παραλία της Ποτίδαιας. Δεν ανέχονται το αυγουστιάτικο καμίνι, παίρνουν το γνώριμο χωμάτινο μονοπατάκι και βουτούν στα καθαρά νερά να δροσιστούν. Ύστερα, βρεγμένα όπως είναι, τινάζονται ευτυχισμένα και περιφέρονται ανέμελα στην πλαζ, σπέρνοντας τον πανικό. Μικρά παιδιά τρομάζουν στη θέα τους. Πετάνε, όπου βρουν, φτυάρια και κουβαδάκια και τρέχουν τσιρίζοντας στις ομπρέλες των γονιών τους για να προφυλαχτούν. Άντρες και γυναίκες τα κυνηγούν με πέτρες ανελέητα. Κάποιοι τα βάζουν με τον πρόεδρο της κοινότητας που αδιαφορεί για το γεγονός και δεν τα μαζεύει. Τα σκυλιά, έκπληκτα, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, κι εντέλει βρίσκουν κατάλυμα και σωτήρια στην απομονωμένη ομπρέλα δύο τουριστριών, που τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τ’ αφήνουν και να ξαπλώσουν δίπλα τους, στην αμμουδιά. Αφού κυνηγήθηκαν με λύσσα από τους περισσότερους λουόμενους, βρήκαν παρηγοριά και θαλπωρή στην άκρη της παραλίας.

Από την τρίτη κιόλας μέρα, έμαθαν να πηγαίνουν κατευθείαν στις τουρίστριες. Ξετρύπωσαν ένα πιο σύντομο δρομάκι που τα κάνει να γλιτώνουν το αφρισμένο μωρομάνι και τα βγάζει μπροστά στις καλαμιές, δέκα μόλις μέτρα από το επιθυμητό σημείο. Οι κοπέλες το διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Θαρρείς κι έχουν καθημερινά ραντεβού μαζί τους. Γίνονται ολοένα και πιο διαχυτικές με τα σκυλιά, μέχρι και λουκουμά τα αγοράζουν απ’ τον πλανόδιο λουκουματζή και τα ταΐζουν στο στόμα. Ένα εικοσαήμερο τώρα, ανελλιπώς, κάτω από τη θαλασσιά ομπρέλα τους.

Τα παίρνω μάτι, απ’ το σημείο που βρίσκομαι, και ζηλεύω. Σκέφτομαι όμως πως τ’ όνειρο κάποτε θα τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα φύγουν οι τουρίστριες για την πατρίδα τους και θ’ αρχίσει πάλι η σκυλίσια ζωή τους. Αν τα δεχτούν, φυσικά, τα άλλα κοπρόσκυλα στο σινάφι τους, στην πλατεία, έτσι που καλόμαθαν απ’ την ανθρώπινη φροντίδα.

 

(Τα λάφυρα του Αυγούστου, αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 37-38)

 

 

 

 


Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

personal zoo

 



 

 

PERSONAL ZOO (2)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ

 

 


Βαρέθηκα τους κουλτουριάρηδες του «Σαντέ» και του «De facto», ανήμερα εθνικών επετείων, να χαζολογούν ασύστολα. Τους πρωινούς καφέδες, τα χουζουρέματα κάτω από το πάπλωμα. Τραβώ γραμμή για την παραλιακή, στην παρέλαση που μόλις αρχίζει.

Αεράκι επετειακό, στριμωξίδι κaι εθνική ανάταση. Ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Οι αδελφές  νοσοκόμες. Οι αψείς  λοκατζήδες με τις αρβύλες να βουλιάζουν στην άσφαλτο. Η κραυγή της ομάδας καταδρομέων. Οι ευέλπιδες με το άψογα συντονισμένο σηκωμένο χέρι και το σπαθάκι να χρυσίζει. Αρραβωνιαστικιές από την επαρχία που ήρθαν για να καμαρώσουν τους καλούς τους. Ηλικιωμένοι που αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία του έθνους μας και της ζωής τους.

Και ξαφνικά, λίγο πίσω από τους μαυροσκούφηδες, απρόσμενα, αναπάντεχα, εντελώς συμπτωματικά, πέντε σκυλιά του δρόμου περιφέρονται στον χώρο της παρέλασης. Μικρά παιδάκια χαχανίζουν βλέποντάς τα. Μανάδες τα δείχνουν με το δάχτυλο και υπομειδιούν. Μέχρι και οι επίσημοι παραξενεύονται. Εκείνα, σαν χαμένα, γυρίζουν εδώ και εκεί, κι εντέλει τρέχουν προς τη σωστή κατεύθυνση,  ατάκτως ερριμμένα. Τα πλησιάζει ένας βλοσυρός αστυφύλακας με το Ο Κ Ι στο χέρι και τα κλοτσάει. Αγριεύουν, απομακρύνονται για λίγο παραξενεμένα, συμμορφώνονται κάπως, μα επανέρχονται δριμύτερα. Με αδιακρισία και αναίδεια συνεχίζουν τη δική τους ασυνήθιστη παρέλαση.

Στημένος πίσω από τα σχοινιά του πεζοδρομίου, θαυμάζω τούτα τα κοπρόσκυλα που παρελαύνουν, δίχως να νιώθουν τίποτα από φρονήματα και επετείους.

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τεύχ. 131, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006)

 


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

personal zoo

 



PERSONAL ZOO (1)

 


Από παιδί, ένιωθα πως τα ζώα καταλάβαιναν κάτι που εμείς ξεχάσαμε μεγαλώνοντας. Μια γάτα που κουλουριαζόταν δίπλα μου τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ένα σκυλί που ακολουθούσε τη διαδρομή μου χωρίς να ζητά τίποτα, ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε τον κόσμο του στους ώμους.


Σε αυτή τη στήλη, θα βρίσκετε κείμενα –δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα– που γεννήθηκαν από τέτοιες μικρές συναντήσεις.


Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει.


Ίσως, όπως λέει και ο Μίλαν Κούντερα, «τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο».


 

 


֎

 

 

 

ΤΟ ΕΣΧΑΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ

 

 

 

Τα καλοκαίρια, το κατάλυμά μου στη Χαλκιδική είναι τίγκα στο κουνούπι. Ένα ρέμα, εκατό μέτρα στα αριστερά μας, όπου καταλήγουν τα πάσης φύσης νερά και απονέρια –τα δικά μας και των γειτόνων– αποτελεί το ορμητήριο των φτερωτών εχθρών. Από ’κει ξεκινούν τις πτήσεις τους, ιδίως τις βραδινές, τα κουνούπια. Κουνούπια καλοθρεμμένα και ισχνά, μικρά και μεγάλα, αναιδή και διακριτικά, όλων των ειδών και προελεύσεων, ντόπια και αλλοδαπά, εφορμούν για ανθρώπινο αίμα.

   Σήτες δεν έχω βάλει στις μπαλκονόπορτες. Έχω, όμως, όλο τον αντικουνουπικό οπλισμό που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Σπρέι, οικολογικά και μη, το κλασικό Αουτάν, ταμπλέτες, υγρό που απωθεί έντομα, συσκευή εντομοαπωθητική με μυρωδιά, ηλεκτρική συσκευή που απωθεί με ήχο και, φυσικά, το παραδοσιακό φιδάκι που καίγεται αργά και εξοντώνει σταθερά. Κάθε που βραδιάζει, βάζω όλες τις συσκευές σε λειτουργία σ' όλους τους χώρους του σπιτιού, δύο σε κάθε χώρο. Τα φιδάκια προορίζονται για τα μπαλκόνια. Αλείβομαι με Αουτάν ή κάτι άλλο πιο εύοσμο και περιμένω, πάνοπλος, την επίθεση του αντιπάλου.

   Πάντα βρίσκουν τρόπο να χωθούν και ίπτανται στο διαμέρισμα. Πιάνουν γωνίες, πηγαινοέρχονται στο μπαλκόνι, φλερτάρουν με τις αναμμένες λάμπες ή αράζουν στα ταβάνι καρτερικά, προγραμματίζοντας τα αιμοδιψή τους χτυπήματα. Κάνω πως δεν δίνω σημασία. Βασίζομαι στην τεχνολογία και στα γρήγορα αντανακλαστικά μου.

   Δύο με τρεις, το βράδυ, πυκνώνουν οι επιθέσεις. Ηχηρές πτήσεις, αδιάκριτες και θρασύτατες, από έντομα που παραβίασαν το ζωτικό μου χώρο, τα σύνορά μου και το F. I. R. του αέρα που ανασαίνω –επικυρωμένο με βούλα συμβολαιογράφου– επιζητώντας φορτικά μια ελάχιστη σταγόνα από το αίμα μου. Πολλά, καθ’ οδόν, ζαλίζονται, άλλα πεθαίνουν στον αέρα, άλλα στην παλάμη μου. Μερικά το κόβουν προς το μπαλκονάκι και από ’κει σε άλλο διαμέρισμα με πιο ανίσχυρο σύστημα αεράμυνας από το δικό μου. Κάποια, περισσότερο ανθεκτικά και αχόρταγα, τσιμπούν ανελέητα τα μπούτια, τον λαιμό μου, τα χέρια, τις πατούσες μου, τα μάγουλά μου, μέχρι κι απ’ το σλιπάκι μέσα διεισδύουν. Χραπ και χρουπ, κρότοι και παλαμίσματα ηχηρά, σφαλιάρες ξεγυρισμένες μες στη νύχτα, κάθε νύχτα.

   Ξημερώνει. Μια λωρίδα ανατέλλοντος ηλίου τρυπώνει ανάμεσα παράθυρο και στόρι και με ξυπνά. Με μισάνοιχτο μάτι το βλέπω, το παρακολουθώ στην πτήση του. Το μόνο που απέμεινε από το χθεσινό σμήνος, από τη βραδινή αδυσώπητη αερομαχία του δωματίου μου. Ένα κουνούπι παραζαλισμένο από σπρέι και αντικουνουπικό υλικό εν γένει, ίπταται πτήση χαμηλή, μ’ έναν ήχο αλλόκοτο, σιγανό, ξεθυμασμένο. Εντελώς αδύναμο, σαν υπνωτισμένο, συνεχίζει να πετά παίρνοντας την κατιούσα. Θα ήταν εύκολη λεία  να το αποτελειώσω. Μ’ ένα απλό, ανεπαίσθητο χτυπηματάκι να το βυθίσω στην ανυπαρξία.

  Δεν το αγγίζω, μόνο το καμαρώνω. Θαυμάζω το έσχατο κουνούπι της πρωίας που άντεξε στις αδίστακτες μεθόδους μου. Πρόλαβε, τάχα, να αξιωθεί το αίμα μου και να χορτάσει ή περιφέρεται άσκοπα σαν νησιώτικο καμάκι του Σεπτέμβρη που, όλο το καλοκαίρι, δεν σταύρωσε μήτε ντόπιο γκομενάκι;

   Ανοίγω, πλέον, και τα δύο μάτια, ανοίγω διάπλατα και τα παράθυρα. Αποτίνω ύστατο χαιρετισμό στον καταρρέοντα αιχμάλωτο. Ύστερα του επιτρέπω, αν μπορεί, να δραπετεύσει. Ή να πεθάνει, τέλος πάντων, όπου και όπως επιθυμεί.

 

(αδημοσίευτο διήγημα)