Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διάφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διάφορα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Η πρώτη μου γραφομηχανή

 




PACO 2200 dlx.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ

 

֎

 

 

              
  


Την αγόρασα το 1988, τρία χρόνια προτού αρχίσω να δουλεύω στην εκπαίδευση. Το κόστος της το ανέλαβα ο ίδιος, χάρη στα ιδιαίτερα κατ’ οίκον μαθήματα που παρέδιδα σε μαθητές δημοτικού εκείνο το διάστημα. Πρόλαβα να γράψω με τα πλήκτρα της τα πρώτα μου αδέξια ποιήματα και τα πρωτόλεια διηγήματά μου. Κείμενα που έδειξα στον Γιώργο Κάτο, στον Περικλή Σφυρίδη, στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για ν’ ακούσω τη γνώμη τους. Το σατιρικό αφήγημα για τις εμπειρίες μου από την ιδιωτική εκπαίδευση, που δεν τόλμησα ποτέ να εκδώσω. Την πρώτη μου δημοσίευση στο περιοδικό «Παραφυάδα» των Κάτου-Σφυρίδη. Αργότερα, το 2002, η ίδια γραφομηχανή, σε συνδυασμό με τη σύλληψη των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη, μου έδωσε την έμπνευση να συνθέσω ένα από τα καλύτερα διηγήματά μου, το «Παλιά γραφομηχανή», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων μου Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το μοντέλο της: Paco 2200 Dlx.

Πάνω στη δεκαετία την αντικατέστησα με ηλεκτρική γραφομηχανή, και λίγο αργότερα με τον πρώτο μου υπολογιστή. Την κρατώ, ωστόσο, στο θερινό μου κατάλυμα, στη Χαλκιδική, σαν ιερό κειμήλιο, σαν αντικείμενο ανυπολόγιστης αξίας. Καμιά φορά βάζω το παλιό δίχρωμο καρουλάκι στα σπλάχνα της, τη στήνω στο παλιό μπλε τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο του γειτονικού διαμερίσματος που μένει χρόνια ακατοίκητο και χτυπώ ξανά τα πλήκτρα της. Ίσως για να νιώσω εκ νέου τον παλιό ίλιγγο και την έξαψη της γραφής, τον σφυγμό της παλιάς εποχής, τη θύελλα των εικόνων και των εμπνεύσεων που με πετούσαν σαν καρυδότσουφλο, μαγεμένο, εδώ κι εκεί, τις παλιές προσδοκίες. Εκείνος ο χτύπος των πλήκτρων της ήταν συντονισμένος με τον χτύπο της καρδιάς μου. Ήταν ο σωστός, ο ενδεδειγμένος ήχος για να γράφω και να δημιουργώ. Τότε.

Δεν νομίζω πως θα αντέξω ποτέ να την αποχωριστώ. Η ιερότητά της με υπερβαίνει. Κι ας μην έρθουν ποτέ πια οι παλιές εμπνεύσεις, κι ας έχουν ξεθυμάνει οι αλλοτινές προσδοκίες. Η πρωτόγνωρη γλύκα στο στόμα και στην ψυχή από τα πρώτα διηγήματα και τα πρώτα ποιήματα ξαναζωντανεύει όταν την ακουμπώ. Paco 2200 dlx και 1988, μια ιστορία 37 πλέον χρόνων. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Και συνεχίζονται.

 

 

           




Ιδού και ένα ποίημα του 1988, γραμμένο στην παλιά γραφομηχανή. Πάνω αριστερά μόλις που διακρίνεται αχνά το «ναι» του δύσκολου σε καλή κουβέντα και θετικό σχόλιο Χριστιανόπουλου. Όπερ εσήμαινε, τεφαρίκι! Το ποίημα περιλαμβάνεται στη μοναδική ποιητική συλλογή που τύπωσα ως τώρα, τα Ντόρτια (ποιήματα των φίλων, Αθήνα, 2012, σε επιμέλεια Κώστα Ριτσώνη)



                                   


Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

"Ένα δικό του δωμάτιο" -προδημοσίευση

 



 

ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ

 

 

           



Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΡΩΜΗ η καινούρια συλλογή διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο. Πρόκειται για 14 διηγήματα, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα. Παρακάτω, παραθέτω απόσπασμα από το διήγημά μου «Η Αρμένισσα» καθώς και το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

 

 

 

Η ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ

(απόσπασμα)

 

……………………………………..

 

Εκείνη τη βροχερή μέρα ένιωθα από το πρωί ένα σφίξιμο στο στήθος. Σαν να δέθηκε κόμπος η ψυχή μου και πίεζε όλο το σώμα μου. Ένιωθα πως κάποιος μού πίεζε τον λαιμό και είχε σταματήσει η αναπνοή μου. Άνοιξα το παράθυρο να πάρω λίγο αέρα και άκουσα πίσω μου απαιτητική τη φωνή του:

—Κλείσε το παράθυρο!

Γύρισα και τον κοίταξα. Το εξασθενημένο του σώμα, ζαρωμένο σε μία γωνιά του δωματίου, τελείως ανίσχυρο και ασθενικό, ήταν χωμένο κάτω από μία κουβέρτα. Προεξείχαν μόνο τα πόδια του, δύο ισχνά, ολόλευκα, γερασμένα πόδια, ενώ τα βαθουλώματα στα μάγουλά του θύμιζαν νεκροζώντανο. Ανέπνεε βαριά, μέσα από τα σωληνάκια του ιατρικού μηχανήματος παροχής οξυγόνου, που χρησιμοποιούσε τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Και μόνο δύο κατάμαυρα επίμονα μάτια έλαμπαν στο ημίφως, καθηλωμένα πάνω μου, αμετακίνητα. Σαν δύο κάννες όπλου με σημάδευαν ανελέητα. Ούτε οι φίλοι του, ούτε ο γιος του από τον πρώτο του γάμο, ο φέρελπις επιχειρηματίας, ο αμετανόητος εργένης και μπον βιβέρ της πόλης, ούτε τα τυπωμένα βιβλία του και οι όποιες ενθαρρυντικές κριτικές είχε αποσπάσει, τίποτα δεν του έδιναν πλέον ζωή.

Πήρα από τη βιβλιοθήκη το Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι –ένα δικό του, παλιό αγαπημένο βιβλίο, από τα φοιτητικά του χρόνια– και άρχισα να του διαβάζω. Έκανα τη φωνή μου όσο πιο μαλακή και τρυφερή γινόταν. Του διάβασα αργά λίγες σελίδες. Τον είδα να γαληνεύει, να κλείνει ήσυχα τα μάτια του. Συνέχισα για λίγο ακόμη την ανάγνωση. Ένας ήρεμος ρόγχος, σαν ανεπαίσθητο σφύριγμα, βγήκε από το στόμα του. Πανικοβλήθηκα. Ζει ή έφυγε; Ζούσε ή φεύγει; αναρωτήθηκα, ενώ κρύος ιδρώτας με είχε περιλούσει. Ψηλάφησα με τα δάχτυλα τον σφυγμό του. Αδύναμος, μα σταθερός. Η ανάσα του ανεπαίσθητη, όμως την άκουγα, έστω με δυσκολία. Κοιμόταν. Όταν συνειδητοποίησα ότι τελικώς ζούσε, αισθάνθηκα ότι δεν είχε πια κανένα νόημα η δική μου ζωή. Εγώ ήμουν η πεθαμένη του διαμερίσματος, αυτός άντεχε, και δεν ήξερα για πόσο ακόμη. Έκλεισα μαλακά το βιβλίο και το έβαλα πάλι στη θέση του. Ξαναγύρισα, ύστερα από λίγα λεπτά, από το σαλόνι στο δωμάτιό του. Και τότε διαπίστωσα έκπληκτη ότι τα σωληνάκια από τη συσκευή παροχής οξυγόνου είχαν βγει από τα ρουθούνια του. Πάγωσα στη σκέψη να του τα ξανατοποθετήσω, έμεινα αδρανής και άπραγη. Έλεγξα εκ νέου τον σφυγμό του. Ήταν αργά. Ποιος αποσύνδεσε το μηχάνημα οδηγώντας τον στον θάνατο; Πρόλαβε να ξεπεράσει τα όριά του στην ελάχιστων λεπτών απουσία μου ή μήπως εγώ, σε κάποια ύπουλη συσκότιση του νου μου, προκάλεσα το αποτρόπαιο συμβάν, χωρίς να έχω συνείδηση της πράξης μου;

            

             ……………………………………..

 

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

 

 

Οι αντρικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του βιβλίου ισορροπούν δραματικά στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη στρωμένη και ευπρεπή ζωή τους και στην υπέρβασή της. Οι γυναίκες ηρωίδες, πάλι, προσπαθούν ν’ αποτινάξουν από πάνω τους όσα κρίματα η κοινωνία, η ζωή ή τα συγγενικά τους πρόσωπα τούς έχουν εναποθέσει. Όλοι τους -ευκολοπίστευτοι και πάντα προδομένοι, κατά τον σολωμικό στίχο -δεν έχουν σταθμίσει σωστά τα δεδομένα της ζωής τους και όλο κάτι τους διαφεύγει, ενώ στον αγώνα τους για επιβίωση πάντα το μάταιο καραδοκεί. Ένας αφανής κόσμος, που ζει και ανασαίνει δίπλα μας.





προδημοσίευση του βιβλίου, που αναρτήθηκε στην book press


https://bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/23053-ena-diko-tou-domatio-tou-panagioti-goyta-prodimosiefsi

 








Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Παγκόσμια ημέρα τζαζ-Ένα διήγημα

 



ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ

ΤΖΑΖ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

 

[Η 30η Απριλίου έχει ανακηρυχθεί ως Διεθνής Ημέρα Τζαζ, ύστερα από Γενική Συνέλευση της ΟΥΝΕΣΚΟ, τον Νοέμβριο του 2011. Η πρωτοβουλία για την ανακήρυξη οφείλεται στον Αμερικανό τζαζίστα και πρέσβη καλής θελήσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ Χέρμπι Χάνκοκ. Επαναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το διήγημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Jazz & Τζαζ, τεύχ. 173/174, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007 (επιλογή και πρόλογος Σάκη Παπαδημητρίου).]

 

 

֎

 

 

 

Η ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

 

 

 

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε με λίγο Drambui, σε αναλογία τρία μέρη προς ένα, έβαλε στο πικάπ το δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Η τρομπέτα του διάσημου τζαζίστα θαρρείς ακαριαία τού έσβησε τη θλίψη. Άρχισε να τον ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Απόλυτα εναρμονισμένη με το πιάνο του Herbie Hancock, το διακριτικό, πλην σαφές, μπάσο του Ron Carter που «έκτιζε» ασταμάτητα, και τα αρσενικά τύμπανα του Tony Williams που σφυροκοπούσαν και κάρφωναν ανελέητα, όλα μαζί δημιουργούσαν ένα μαγικό ηχόχρωμα που τον είχε καθηλώσει.

 

 

Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το ομώνυμο «Nefertiti», ένιωσε ήδη να ίπταται ανεβασμένος σ’ ένα σύννεφο από πούπουλα. Η ιδέα τού σφηνώθηκε στο κεφάλι για τα καλά. Σήκωσε εκ νέου το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του εκδότη του.

—Κύριε Μαγδαλήνη, ο Βεργής είμαι πάλι. Διατίθεμαι να αγοράσω τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου μου, για να επισπεύσω την ολοκλήρωση της πρώτης έκδοσης. Πόσα ακριβώς μου είπατε προηγουμένως πως έχουν μείνει απούλητα;

—Περίπου χίλια…

—Είστε ικανοποιημένος από την έως τώρα κυκλοφορία του;

—Έτσι κι έτσι. Θα μπορούσε να πάει καλύτερα, αν ήσουν κι εσύ λίγο πιο δραστήριος και κινητικός…

—Σε περίπτωση που εξαντληθεί η πρώτη έκδοση;

—Ό, τι προβλέπει το συμβόλαιο…

—Δηλαδή;

—Θα τυπώσουμε δεύτερη.

—Μια παράκληση μόνο, κύριε Μαγδαλήνη.

—Σε ακούω…

—Θα ήθελα να διορθώσουμε μια λεπτομέρεια στο στόρι…

—Τι ακριβώς;

—Στο σημείο που ο ήρωάς μου είναι στο σαλόνι του σπιτιού του, νιώθει ανάλαφρος και βάζει να ακούσει στο πικάπ του μια τζαζ-ροκ μπάντα, τους Return to forever, και συγκεκριμένα τον δίσκο Light as a feather, πρέπει να γίνει μια μικρή αλλαγή.

—Τι θα βάλεις;

—Η επιλογή του δίσκου και του συγκροτήματος είναι μάλλον αποτυχημένη. Ο ήρωάς μου πρέπει οπωσδήποτε να ακούσει Miles Davis. Και συγκεκριμένα το κομμάτι Nefertiti.

Ο εκδότης γέλασε στην άλλη άκρη της γραμμής.

—Μακάρι να άλλαζαν όλα μ’ αυτό, ρε Βεργή, και να μεγάλωναν οι πωλήσεις …

—Βρίσκετε ότι πάσχει και αλλού το μυθιστόρημά μου;

—Κοίταξε, όταν με το καλό πάμε σε δεύτερη έκδοση, θα πρέπει με τον επιμελητή να δείτε και δυο τρία σοβαρά σημεία στην πλοκή, που πάσχουν πραγματικά.

—Πάντως αυτήν την αλλαγή που σας είπα προηγουμένως πρέπει να την κάνω οπωσδήποτε.

—Μωρέ, τα της μουσικής είναι όλα καλά. Εδώ κι η κριτικός του Βήματος σ’ το είχε επισημάνει: «Το μυθιστόρημα του Βεργή έχει αισθησιακές περιγραφές και άψογα επιμελημένη μουσική υπόκρουση». Έτσι δεν έγραψε; Αλλά αν πάλι επιμένεις…

—Όχι απλώς επιμένω, το κρίνω απαραίτητο, κύριε Μαγδαλήνη…

Ο εκδότης, ακούγοντας τον συγγραφέα να χρωματίζει ιδιαιτέρως τη λέξη «απαραίτητο», γέλασε και δεύτερη φορά.

—Ας φτάσουμε, με το καλό, στη δεύτερη έκδοση και τότε τα ξαναλέμε…

—Όσο για τα εναπομείναντα αντίτυπα…

—Ναι…

—Θα τα αγοράσω σε τιμή βιβλιοπωλείου. Δεν θα κάνω χρήση του ποσοστού έκπτωσης που δικαιούμαι…

 

 

Έναν μήνα μετά το τύπωμα της δεύτερης έκδοσης,  του τηλεφωνεί ο ίδιος ο εκδότης.

—Βεργή, θρίαμβος! Τι λαμπρή ιδέα ήταν αυτή που είχες. Φαντάζει απίστευτο, τρομερό… Διακόσια αντίτυπα έχουν μείνει μόνο στις αποθήκες μας. Σε λίγο θα βάλουμε μπροστά την τρίτη έκδοση. Φυσικά και δεν πιστεύω πως με τις αλλαγές σου καλυτέρεψε το βιβλίο, αλλά, βρε αδελφέ, έφεραν γούρι οι ιδιοτροπίες σου…

—Δεν είναι ιδιοτροπίες, κύριε Μαγδαλήνη. Αυτό που σας ζήτησα να διορθωθεί ήταν θέμα ουσίας…

—Βεργή, άσε τα τρελά σου, που με μια αλλαγή ονόματος σε έναν μουσικό της τζαζ συγκίνησες τα πλήθη. Πάντως ήσουν τυχερός, ρε μπαγάσα! Μπράβο σου! Εύχομαι να γίνει και μπεστ σέλερ. Ετοίμασε να μου στείλεις και καμιά καινούργια δουλειά σου. Μυθιστόρημα κατά προτίμηση. Ό, τι και να μου δώσεις, όμως, θα το δω με άλλο μάτι…

 

 

Το βιβλίο έκανε σε έναν χρόνο είκοσι συνεχόμενες εκδόσεις. Το εμπορικότερο μυθιστόρημα της χρονιάς. Ο Βεργής, από τα ποσοστά των πωλήσεων, αγόρασε φουσκωτό θαλάσσης με μηχανή, για τα καλοκαίρια του στη Χαλκιδική. Ο Μαγδαλήνης έτριβε τα χέρια του με το κελεπούρι που του προέκυψε. Και μάλιστα σάρωσε στην ανάδειξη νέων δημιουργών, αφήνοντας πίσω, σ’ αυτό τον τομέα, τους άλλους εκδότες που πόνταραν στα παλιά, σίγουρα και δοκιμασμένα ονόματα. Όλα τα έντυπα της πρωτεύουσας είχαν αφιερώματα στον Βεργή και στο έργο του. Ο ίδιος διέδιδε πως το μυστικό της ανέλπιστης επιτυχίας του υπήρξε εκείνη η αλλαγή του συγκροτήματος και η αντικατάστασή του με το ηχηρό όνομα του διάσημου τρομπετίστα. Φυσικά κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά την επισήμανσή του. Όλοι την αντιμετώπιζαν σαν επίδειξη χιούμορ εκ μέρους ενός νέου ανερχόμενου μυθιστοριογράφου, που έγινε πρώτο θέμα συζήτησης μεταξύ λογοτεχνών και αναγνωστών για τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του.

 

 

 

Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε πάλι με Drambui, σε αναλογία τρία προς ένα, έβαλε στο πικάπ τον δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Λίγα λεπτά πριν, μιλώντας με τον εκδότη του, τον κύριο Μαγδαλήνη, είχε συνηγορήσει –με κρύα καρδιά– τα χίλια περίπου εναπομείναντα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματός του, που κυκλοφορούσε εδώ και εφτά χρόνια, να πολτοποιηθούν, λόγω μηδενικής –πλέον– εμπορικής ζήτησης.

 

2006


Τρίτη 15 Απριλίου 2025

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών..."

 



[Με αφορμή τις άγιες τούτες μέρες και την εβδομάδα των Παθών, αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου που γράφτηκε ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015)]

 


֎

 

 

«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ»

 

 

Με το «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» σφηνωμένο στο μυαλό, ο Χρήστος Βαλαβάνης –εξήντα οχτώ χρονών, συνταξιούχος σιδηροδρομικός και με μεταστατικό καρκίνο στα οστά– στηρίζεται στο μπράτσο της κόρης του, Ανθούλας, και περιμένει στην ουρά, έξω από την Αγία Κυριακή, να προσκυνήσει τον επιτάφιο.

Δέκα ολόκληρες μέρες είχε να ξεμυτίσει από το διαμέρισμά του. Μόλις ολοκλήρωσε ανεπιτυχώς την πρώτη φάση χημειοθεραπείας στο Θεαγένειο και βρισκόταν στο μεσοδιάστημα, στο δίμηνο αποχής από κάθε ουσία, για να ξαναμπεί σε καινούργιο συνδυασμό φαρμάκων.

Ακόμη δεν του έχουν εξηγήσει οι γιατροί για την κρισιμότητα της κατάστασής του, όμως εκείνος καταλαβαίνει. Το διαισθάνθηκε τις προάλλες στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου βλέποντας τους άλλους καρκινοπαθείς, με τα πεσμένα μαλλιά και τα άδεια μάτια, να περιμένουν απελπισμένοι. Βέβαια, δεν κάνει κουβέντα πουθενά, μιλιά για το τι του συμβαίνει. Θαρρείς το κακό αφορά όλους τους άλλους γύρω του εκτός απ’ τον ίδιο.

Για ένα ενάμιση χρόνο ζωής μίλησαν οι γιατροί στους δικούς του, υπό ευνοϊκές συνθήκες. Απαραίτητη προϋπόθεση η καλή ποιότητα ζωής που θα ακολουθήσει. Να τρώει, λένε, υγιεινά, να ξεκουράζεται. Να μην αγχώνεται με το παραμικρό. Προσοχή στις μετακινήσεις του και στους τραυματισμούς, τα κόκαλά του είναι πολύ εύθραυστα, μπορεί με το παραμικρό να προκληθεί κάταγμα σε χέρια και σε πόδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μεγάλη προσοχή και στα μικρόβια, γιατί ο οργανισμός του είναι καταβεβλημένος κι ευπαθής. Ο ίδιος, πάντως, έχει ηθικό ακμαίο. Προγραμματίζει μάλιστα από τώρα την καινούργια παραγωγή τσίπουρου, που με τόσο μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο σε αποστακτήριο, στην Κατερίνη. Περιμένει πώς και πώς να συνέλθει, να του φύγει η ατονία κι η εξάντληση. Να βγει μια κοντινή βολτίτσα μέχρι την καφετέρια «Ο Φάρος», να κάνει και κανένα κομπλιμέντο σε καμιά μικρούλα, όπως παλιά.

Μεγάλη Παρασκευή, και από το πρωί κάτι τον τρώει. Το σπίτι δεν τον χωράει. Έχει μια λαχτάρα να προσκυνήσει το νεκρό σώμα του Θεανθρώπου, να πάρει ανάσα, ζωή από τη θεία ταφή Του. Να ψηλαφίσει τον άγιο τάφο νοερά. Μήπως κι έτσι απομακρυνθεί απ’ τον δικό του τάφο που άρχισε να τον βλέπει, πού και πού, στον ύπνο του, φρεσκοσκαμμένο.

Ντύθηκε στην τρίχα, φιγουρίνι. Φόρεσε το καλό του κοστούμι, την εμπριμέ μεταξωτή του γραβάτα, τα γυαλιστερά του σκαρπίνια. Έβαλε το μαύρο καπέλο στο κεφάλι να καλύπτει τα αραιωμένα μαλλιά του. Πρόσταξε την Ανθούλα να ετοιμαστεί. Κάτωχρος, μα αποφασισμένος όσο ποτέ, κίνησε από την Αλκαμένους για την Αγία Κυριακή.

Στην εκκλησία περίμεναν τη στιγμή εκείνη για να προσκυνήσουν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Πιάνοντας σφιχτά το μπράτσο της Ανθούλας, κοιτούσε στο βάθος το στολισμένο με λουλούδια κουβούκλιο, τους προσκόπους που ήταν στημένοι δεξιά αριστερά, το χοντρό σχοινί που ανεβοκατέβαινε.

Κι είχε μια γλύκα η μέρα εκείνη. Ηλιόλουστη, γαλήνια, όχι όπως τις προηγούμενες Μεγάλες Παρασκευές, που συνήθως έβρεχε. Τα παράθυρα του ναού χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν διεισδύσει αναπάντεχα. «Σαν την άλλη ζωή, τη μετά θάνατον ...» σκέφτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Το είδε η Ανθούλα και του έσφιξε περισσότερο το μπράτσο.

Με δυσκολία πλησίασε τον Μέγα Νεκρό. Το Ιερό Ευαγγέλιο, τα αγιασμένα άμφια με την αναπαράσταση της μέγιστης θλίψης. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έσκυψε να προσκυνήσει. Έξαφνα ένιωσε τα γόνατα κομμένα. Μια γνώριμη σουγλιά στο δεξί του ισχίο τον παρέλυσει. Σαν να έσκυψε σε ανοιγμένο  μνήμα, στην άβυσσο την ίδια. Αισθάνεται να καθεύδει στον Άδη. Ένα θολό  σύννεφο στον νου, μια σκοτοδίνη. Όμως μόνο για μια στιγμή. Με τη βοήθεια της Ανθούλας σηκώθηκε. Μια κοπελίτσα, ντυμένη στα μαύρα, του έβαλε λίγα λουλούδια στη χούφτα. «Καλή Ανάσταση!» του ψιθυρίζει σιγανά.

Βγαίνει από την εκκλησία με την κόρη πάντα στο πλευρό. Ο πόνος στο ισχίο του σαν να του έφυγε προσωρινά. Το πόδια του τα αισθάνεται πιο ελαφριά, πιο σίγουρα. Το ανοιξιάτικο αεράκι, γεμάτο ευωδιές από το διπλανό άλσος, του μπατσίζει ευχάριστα το πρόσωπο. Νιώθει άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος. «Θανάτω, θάνατον πατήσας...» στριφογυρίζει στη σκέψη του.

Περνάνε τώρα έξω από την καφετέρια «Ο Φάρος». Ένα μπουκέτο δροσερά κοριτσόπουλα, με χυμούς και καφέδες μπροστά τους, συζητούν και γελούν δυνατά. Τα χαϊδεύει για λίγο με το βλέμμα του, τσιμπολογώντας σφρίγος και νεότητα. Διακρίνει ανάμεσά τους και τη Δώρα, την εγγονή του παλιού συμμαθητή του, του Ιορδάνη, ξεπεταρούδι στα δεκάξι της χρόνια. 

—Πώς μεγάλωσες έτσι, βρε Θοδωρούλα; Κοπέλα της παντρειάς έγινες, της πετάει το κομπλιμάν, κι εκείνη χαμογελάει φιλάρεσκα.

Κι ήταν αυτή του η φράση κι εκείνη η αίσθηση της στιγμής μια μικρή παράταση ζωής, μια προσωρινή αναβολή ενός αναπόφευκτου τέλους. Ένα αχνό φως ελπίδας μέσα στους παγερούς λειμώνες του θανάτου.

 

                                                                       1995

 


Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Το εμπόδιο της ζωής του

 



ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

 

 

(Με αφορμή την αυριανή επέτειο της 25ης Μαρτίου αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία έως τώρα τυπωμένη συλλογή διηγημάτων μου. Δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου του 2021 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», σε αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από την επέτειο της επανάστασης του 1821. Περιλαμβάνεται επίσης στην Ανθολογία 33 Ιστορίες για το 1821, εκδόσεις Gema, 2021.)

 

֎

 

 

Τον Οκτώβριο του 1984 ο εικοσιδυάχρονος, τότε, Οδυσσέας Τσελεπής παίρνει το τρένο από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στην Τρίπολη, να παρουσιαστεί στην 124 πτέρυγα μάχης ως νεοσύλλεκτος της Α84 ΕΣΟ. Το πελοποννησιακό τοπίο τού είναι οικείο, αφού στη Βυτίνα ζουν οι παππούδες του, από το σόι του πατέρα του. Δύο φορές στο παρελθόν επισκέφτηκε το όμορφο ορεινό χωριό της Αρκαδίας για να τους δει, όμως τότε ήταν ακόμη παιδί και τους θυμάται αμυδρά, σαν σε όνειρο. Κρατά στο δισάκι του –ένα πράσινο αθλητικό σακίδιο ώμου– το πορτοφόλι του, την αστυνομική του ταυτότητα, το χαρτί της κατάταξής του από το Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, μια ακτινογραφία θώρακος, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα και την Ασκητική του Καζαντζάκη. Στο βλέμμα του είναι χαραγμένη η απορία και ο φόβος για το τι θα συναντήσει. Όλα, όμως, πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Η στρατιωτική ζωή κυλά φυσιολογικά, δίχως εκπλήξεις και παρατράγουδα. Προσαρμόζεται σχετικά εύκολα στις επιθεωρήσεις, τις αγγαρείες, τα θαλαμοφυλίκια, τις πορείες και τις βολές. Συνηθίζει ακόμα και τις σκοπιές και το άνοστο φαγητό των μαγειρείων. Ανήκει στην τέταρτη μοίρα, την πιο ζόρικη του στρατοπέδου νεοσυλλέκτων, και τραγουδά δεκάδες φορές την ημέρα στα απανωτά προσκλητήρια το ίδιο πάντα στρατιωτικό σύνθημα:

«Είμαστε σκληροί και πειθαρχικοί

γιατ’ είμαστε στην Τέταρτη, τη δυναμική

Τέ-ταρ-τη, Τέ-ταρ-τη α-ε-τοί!»

 

 

Όμως μόνο σκληρός δεν είναι ο Οδυσσέας. Μοναχοπαίδι, καλομαθημένος από το σπίτι του, ήταν άψητος στις δυσκολίες της ζωής. Στο γυμνάσιο, στο μάθημα της Γυμναστικής, δεν μπορούσε να εκτελέσει σωστά ούτε απλή κυβίστηση επί στρώματος, αποσπώντας τη χλεύη και τις κοροϊδίες του γυμναστή αλλά και των συμμαθητών του. Ποδόσφαιρο δεν έπαιξε ποτέ του κι ούτε ήρθε ποτέ στα χέρια με κανέναν φίλο του. Ξύλο μόνο έτρωγε, ποτέ του δεν έδινε στις αλάνες της γειτονιάς του. Ωστόσο η βασική του εκπαίδευση στην αεροπορία κυλά μάλλον ομαλά, ανέλπιστα φυσιολογικά γι’ αυτόν τον νέο. Όμως υπάρχει ακόμα ο στίβος μάχης και η υπερπήδηση του τοιχίου που τον προβληματίζουν σφόδρα. Πώς θα τα βγάλει πέρα αυτός, ο άμαθος, ο καλοπερασάκιας; Μήπως γκρεμοτσακιστεί και γίνει των σκυλιών ο περίγελος, μήπως τα θαλασσώσει και του κοτσάρει καμιά ξεγυρισμένη κράτηση ή φυλακή εκείνος ο φωνακλάς δόκιμος, που τους έχει βγάλει το λάδι ενάμιση μήνα τώρα με τα παραγγέλματα και τις απειλές του;

Πρωί εκείνης της κρύας μέρας του Δεκέμβρη κρύος ιδρώτας τον είχε περιλούσει. Κατάφερε κακήν κακώς την αναρρίχηση στα σχοινιά, σύρθηκε κιόλας στον βρεγμένο λάκκο με τις λάσπες και το Μ1 αγκαλιά, πέρασε σχετικά αργά και αγκομαχώντας τη λιμνούλα, όμως το τοιχίο; Εκείνο το ενάμιση μέτρου εμπόδιο, το φτιαγμένο από τούβλα και πέτρες για τις ανάγκες του στρατού, πώς θα το υπερπηδούσε; Μπα, αδύνατον να τα καταφέρει, του είχαν στερέψει και οι δυνάμεις άλλωστε. Θα σκοντάψει, θα γελοιοποιηθεί, θα φάει τα μούτρα του. Ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο, πανάθεμά το, που, αν το υπερπηδήσει, θα είναι σαν να τελειώνει το στρατιωτικό του. Κι αυτό γιατί, μετά την ορκωμοσία, ο πατέρας του θα τον τραβούσε με βύσμα στον Βορρά ως τηλεφωνητή στην αεροπορική βάση της Μίκρας. Μετά το τοιχίο, ζάχαρη η κατάσταση. Σε ένα μήνα από τώρα θα ανηφορίζει ανέμελος, με τον σάκο του, για τη Θεσσαλονίκη. Όμως προηγείται το τοιχίο. Πώς θα υπερπηδήσει το εμπόδιο αυτός, που στο σκάμμα του γυμναστηρίου του λυκείου του μπέρδευε τον βηματισμό του και προσγειωνόταν κακήν κακώς στην άμμο με απελπιστικές επιδόσεις;

Την κρίσιμη στιγμή μια ακαθόριστη δύναμη τον οδήγησε, του έδωσε ανέλπιστη ώθηση. Με σφιγμένα τα δόντια και απέραντη αποφασιστικότητα, κρατώντας στα χέρια το Μ1 –προς στιγμή τού φάνηκε πούπουλο– έτρεξε, και σαν έμπειρος εμποδιστής υπερπήδησε άνετα το εμπόδιο. Η προσγείωσή του, μάλιστα, ήταν τόσο ομαλή, ώστε κάτι σμηνίτες, πίσω του, από τον ίδιο θάλαμο, που, διακρίνοντας την έμφυτη δειλία του, περίμεναν πώς και πώς να φάει τα μούτρα του για να του κάνουν καζούρα, έμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο να τον θαυμάζουν. «Μπράβο, λεβέντη!» άκουσε πλάι του τον σμηνία εκπαίδευσης να τον ενθαρρύνει, και με φτερά στα πόδια, έτρεξε να ολοκληρώσει το υπόλοιπο μέρος του στίβου μάχης που του είχε απομείνει. Αυτήν την ανέλπιστη εμπειρία διηγείται ο Οδυσσέας, χρόνια τώρα, σε γνωστούς και φίλους, που, γνωρίζοντας τον ήπιο και φοβισμένο χαρακτήρα του, δυσκολεύονται να την πιστέψουν. Για να λέμε την αλήθεια ούτε ο ίδιος ακόμη μπορεί να πιστέψει πόσο εύκολα τα κατάφερε τότε σε κάτι που του φαινόταν βουνό.

 

 

Είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε, Φλεβάρη του 2008, τον ειδοποιούν να κατέβει στη Βυτίνα γιατί πέθανε ο τελευταίος πρόγονός του, ο παππούς Θόδωρος, στα ενενήντα έξι του χρόνια. Παίρνει με το αμάξι τους γονείς του, που ακόμη καλοστέκονται, και κατηφορίζουν στην Πελοπόννησο. Στο χωριό παγωνιά, στρωμένο το χιόνι κοντά στο μέτρο. Μετά την εξόδιο ακολουθία και την ταφή στα κοιμητήρια, τον πλευρίζει στο καφενείο του χωριού ένας υπερήλικας, φίλος του μακαρίτη, και αρχίζει να του λέει μια ιστορία:

—Στην Τριπολιτσά, γιε μου, είχε την έδρα του τότε ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής όλης της Πελοποννήσου. Την υπερασπιζόταν μεγάλος αριθμός ενόπλων σωμάτων. Οι Έλληνες έπρεπε να την καταλάβουν για να πιάσει τόπο ο αγώνας τους. Είδε κι έπαθε ο Κολοκοτρώνης να πείσει τους οπλαρχηγούς για το σχέδιό του. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνουν νους του σχεδίου ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Αρχές Μαΐου του ’21 πλακώνει από τα Γιάννινα ο Μουσταφάμπεης με τρεισήμισι χιλιάδες άντρες να κυνηγήσει τους Έλληνες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε και η πόλη υπέφερε. Τριάντα πέντε χιλιάδες ψυχές μέσα στην πόλη, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι. Με κόλπα της συμφοράς ο Μουσταφάμπεης καθυστερούσε την πολιορκία. Θα παραδίδονταν αργά ή γρήγορα, αλλά τους πρόλαβε ένας δικός μας, ο Μανώλης Δούνιας. Μαζί με δύο παλικάρια της περιοχής μας σκαρφάλωσαν στα τείχη της πόλης που έφταναν τα πεντέμισι μέτρα, και, εξουδετερώνοντας τον φύλακα, άνοιξαν την Πύλη του Μυστρά και όρμησαν οι Έλληνες στην πόλη. Έτσι έπεσε η Τριπολιτσά. Σκότωσαν οι Έλληνες πολλούς, έβγαλαν μεγάλο θυμό και λύσσα, πάνω από τριάντα χιλιάδες μακελεύτηκαν, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Για το καλό του Αγώνα… Αυτά γράφει, γιε μου, η Ιστορία…

—Και γιατί μου τα λες όλα αυτά, μπαρμπα-Θύμιο; απόρησε ο Οδυσσέας.

—Το ένα από τα δύο παλικάρια που ανέβηκαν στα τείχη μαζί με τον Μανώλη Δούνια λεγόταν κι αυτός Οδυσσέας Τσελεπής. Είχε το όνομα του παππού σου και το δικό σου. Μακρινός σου πρόγονος. Μου το διαβεβαίωσε τις προάλλες ο δάσκαλος του χωριού που καταγίνεται πολύ με την Ιστορία. Μελέτησε κάποια παλιά κιτάπια της κοινότητας, διασταύρωσε αρχεία και από το Ληξιαρχείο της Τρίπολης και από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Να είσαι περήφανος, γιε μου, για τους προγόνους σου και να γνωρίζεις πως το σόι σας έβγαλε παλικάρια που το έλεγε η καρδιά τους.

Ο Οδυσσέας άκουγε το γλυκομίλητο γεροντάκι αποσβολωμένος. Είκοσι τέσσερα χρόνια από εκείνη την παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη, είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή να ξεδιαλύνει μέσα του τι ήταν εκείνο που του έδωσε, τότε, ώθηση να ξεπεράσει μ’ ένα ανάλαφρο σάλτο το εμπόδιο.

 

                                                                                   Π. Γ.