Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Βιβλιοκρισίες (δοκίμια)

 


 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

ΔΟΚΙΜΙΩΝ

(επιλογή)


֎

 

 

 

 

 

 

ΚΑΦΚΑ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΥΛΑ

 

 

Διονύσης Στεργιούλας, Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα, δοκίμιο για τη λογοτεχνία, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2017

 

Ο κριτικός και συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας (1967) κυκλοφόρησε έως τώρα τέσσερα βιβλία. Το πρώτο, Οι μαθητευόμενοι της οδύνης (Οδός Πανός, 1995), αποτελεί μια συλλογή ποιητικών δοκιμίων για διάφορα πρόσωπα της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής μυθολογίας (Καββαδίας, Καρυωτάκης, Σολωμός, Ασλάνογλου, Τσιτσάνης, Βιζυηνός, Σαββόπουλος αλλά και Απόλλων, Περσεφόνη, Πλάτωνας, Σωκράτης κ. ά.). Ακολούθησε μία συνέντευξη που πήρε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τιτλοφορείται Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (Οδός Πανός, 2004), όπου ο γνωστός Θεσσαλονικιός ποιητής εξομολογείται στον Διονύση Στεργιούλα τις σχέσεις του με τον Σολωμό ή, μάλλον, μιλάει για την απασχόλησή του με τον Σολωμό και για το μικρό, όπως το χαρακτηρίζει, έργο που απέρρευσε από αυτήν. Ακολούθησε η μελέτη Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (Εμπόδια και αλληλεπιδράσεις), από τις εκδόσεις Νησίδες, ένα κείμενο για το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή, τις σχέσεις του με τους ποιητές της εποχής του, τη σχέση του με την ιστορία, την πολιτική, αλλά και ένα κείμενο, γενικότερα, για την ποίηση και την εποχή μας. Γράφτηκε, στην πρώτη του μορφή, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ανέφερε σε συνέντευξή του στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη (περιοδικό Fractal, 26-3-2015), για να διαβαστεί ως ομιλία σε εκδήλωση της 10ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, ενώ με αφορμή αυτήν τη συνέντευξη συμβούλεψε, τότε, τους νέους ποιητές «να εντάξουν στα προς ανάγνωση βιβλία κλασικούς και αναγνωρισμένης αξίας ποιητές του παρελθόντος, γιατί έτσι θα υπάρχει μέτρο σύγκρισης και δεν θα διαμορφώνουν τις αισθητικές τους αντιλήψεις πάνω σε βάσεις σαθρές». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτή τη μελέτη του Στεργιούλα παρουσιάζει η απόπειρα αποκωδικοποίησης του τελευταίου ποιήματος του Αλεξανδρινού (γραμμένο μεταξύ 1932 και 1933), το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», που, παρά τον υποκειμενισμό της και τον κάπως αυθαίρετο χαρακτήρα της, πατώντας σε αδιάψευστα πραγματολογικά στοιχεία τεκμηριώνει πως ο Ιουλιανός του ποιήματος δεν ήταν άλλος από τον αμφιλεγόμενο και, κατά πολλούς, υπερεκτιμημένο Έλληνα πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το πρόσφατο βιβλίο του Στεργιούλα, που έχει τον τίτλο Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα και που το εξέλαβα ως συνέχεια του προηγούμενού του, τυπωμένο πάλι από τις εκδόσεις Νησίδες, δεν είναι μόνο μια συνδυαστική μελέτη για δύο εμβληματικά λογοτεχνικά έργα, το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα Η Δίκη. Είναι, πρωτίστως, μια συμπυκνωμένη σύνοψη των λογοτεχνικών απόψεων και προτιμήσεων του συγγραφέα σε ένα χρονικό εύρος που απλώνεται από τον Όμηρο και φτάνει μέχρι τον εικοστό αιώνα. Εδώ θα βρούμε αρκετές από τις «λογοτεχνικές αγάπες» του Στεργιούλα: Παπαδιαμάντης, Κάφκα, Κ. Π. Καβάφης, Όμηρος, Σολωμός, Πεντζίκης, Αντρέας Παγουλάτος, Ζωή Καρέλλη, αλλά και αναφορές σε Τζόυς, Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι, Ντεφόε, Σουίφτ. Βέβαια, η παγκόσμια βιβλιοθήκη και η παγκόσμια λογοτεχνία δεν εξαντλούνται και δεν συνοψίζονται σ’ αυτά τα παραπάνω ονόματα, η αναφορά όμως στους συγκεκριμένους δημιουργούς είναι ένα δείγμα αποκαλυπτικό των επιρροών και των προτιμήσεων του συγγραφέα, και, κυρίως, του τι, κατά τη γνώμη του, συναποτελεί τη μεγάλη λογοτεχνία των καιρών.

Η πυκνογραμμένη αυτή κριτική μελέτη κερδίζει τον αναγνώστη, ακόμη και από τη δυσκολία του στο να την κατατάξει κάποιος, επακριβώς, σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Είναι ποιητικό δοκίμιο, αμιγώς κριτική μελέτη, εξομολόγηση, μαρτυρία, φιλοσοφικό δοκίμιο; Νομίζω πως πρόκειται για μικτό είδος γραφής που έχει στοιχεία από όλα τα παραπάνω είδη (άλλα σε μεγαλύτερο, άλλα σε μικρότερο βαθμό) κι αυτό συγκαταλέγεται στα συν του βιβλίου. Ο Στεργιούλας προσδιορίζει το πόνημά του με τον γενικό και αποστασιοποιημένο υπότιτλο «Δοκίμιο για τη λογοτεχνία» αποφεύγοντας τους παραπάνω προσδιορισμούς, θυμίζοντάς μας την αμηχανία (ή μήπως τη σοφή επιλογή;) του Γιώργου Ιωάννου να προσδιορίσει το είδος γραφής των κειμένων του, καταφεύγοντας στον γενικό και ουδέτερο χαρακτηρισμό «πεζογραφήματα».

Στο δοκιμιακού τύπου κείμενο του Στεργιούλα, που είναι μοιρασμένο σε υποενότητες δίχως επιμέρους υπότιτλους, θα συναντήσουμε μεταξύ άλλων: Έναν διακειμενικό συσχετισμό ανάμεσα στο διήγημά του «Ποιος είμαι, κύριε Παπαδιαμάντη;» και στο διήγημα της Άννας Ζέγκερς «Η συνάντηση». Μια διακειμενική προσέγγιση ανάμεσα σε Παπαδιαμάντη και Σολωμό, με βάση το διήγημα του πρώτου «Όνειρο στο κύμα» αλλά και στίχους του δεύτερου από τα έργα του Λάμπρος, Κρητικός και Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Μια ψυχαναλυτική αλλά και κοινωνικοπολιτική ερμηνεία της Δίκης του Κάφκα, στην οποία εμφιλοχωρούν μία ρήση του Καζαντζάκη από την Ασκητική του, θεωρίες του Πλάτωνα αλλά και αναφορά στη δίκη του Σωκράτη. Αντιθέσεις και συγκλίσεις ανάμεσα στο έργο του Κάφκα και του Παπαδιαμάντη. Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις-απόψεις για την ποιητική γενιά του ’30, για τους δημιουργούς της οποίας, ο Στεργιούλας, πιστεύει πως, λόγω του οράματος της Μεγάλης Ιδέας με το οποίο ήταν ζυμωμένοι, συμπεριφέρθηκαν ως ποιητές του 19ου και όχι του 20ου αιώνα (πισωγύρισμα το έργο του Παλαμά, μπροστά από την εποχή του ο Καβάφης). Σ’ αυτό το τελευταίο, ο Στεργιούλας δείχνει να συμφωνεί με την άποψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου πως, στις μέρες μας, «ο Καβάφης καλπάζει», αφού δεν έμεινε προσκολλημένος σε ιδεολογήματα και καλλιτεχνικού τύπου προκαταλήψεις. Τέλος θα συναντήσουμε και μια συγκριτικού τύπου παρατήρηση για τον «άλλον» στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, η ύπαρξη του οποίου στα έργα των δημιουργών μοιάζει με «σταγόνα στον ίδιο ωκεανό», και τη μετεξέλιξη της γραφής στα έργα του 20ου αιώνα σε ενδοσκοπική, με εσωτερικές φωνές και μονολόγους.

Ο συγγραφέας με τις αναρωτήσεις του της σ. 24 για την πηγή έμπνευσης του Παπαδιαμάντη, αναφορικά με το «Όνειρο στο κύμα» λειτουργεί ως επίμονος σκαπανέας, αναζητώντας τις ρίζες, τις πηγές και τα θεμέλια ενός λογοτεχνικού κειμένου. Στις δύο καταληκτικές σελίδες, πάντως, του βιβλίου διαπιστώνει, ύστερα από αυτή τη διεξοδική περιδιάβαση σε μερικά σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πως, τα λογοτεχνικά κείμενα που αντέχουν στον χρόνο, δεν έχουν γραφτεί ούτε με κάποιου είδους σκοπιμότητα ούτε βάσει κάποιας λογοτεχνικής θεωρίας ούτε με συγκεκριμένη τεχνική ή εξαιτίας κάποιας συγκεκριμένης θέασης ζωής εκ μέρους των συγγραφέων, αλλά η γοητεία και η έλξη που αυτά εξακολουθούν να ασκούν στους αναγνώστες με το πέρασμα των χρόνων είναι ζητήματα αδιευκρίνιστα και ανεξήγητα. Εν ολίγοις, η μεγάλη λογοτεχνία παραμένει, κατά τον Στεργιούλα, ένα μυστήριο, αναφορικά με το πώς και το γιατί αυτή δημιουργήθηκε.

Αντιγράφω κάποιες σκέψεις του συγγραφέα που φανερώνουν τη διαύγεια, καθαρότητα και ευστοχία των συμπερασμάτων του αναφορικά με τα λογοτεχνικά έργα και την απήχησή τους στους αναγνώστες.

σ. 34: «Ίσως αυτός είναι ένας κοινός τόπος στη λογοτεχνία: ο δημιουργός νομίζει ότι μπορεί να κατευθύνει ή να οδηγήσει το κοινό εκεί που ο ίδιος θέλει, παραβλέποντας την περίπτωση το κοινό να έρχεται προς το μέρος του από άλλες κατευθύνσεις και να αντιλαμβάνεται το έργο του διαφορετικά»

σ. 37: «[Ο πρωταγωνιστής της Δίκης του Κάφκα] μοιάζει με ένα έντομο που θέλοντας να ξεφύγει από τον ιστό της αράχνης κάνει γρήγορες και νευρικές κινήσεις, με αποτέλεσμα ο ιστός να το αποδυναμώνει και να το ακινητοποιεί».

σ. 39: «[Στο “Όνειρο στο κύμα”] ο Παπαδιαμάντης γυρίζει το ρολόι πίσω, πριν το προπατορικό αμάρτημα, και δίνει την ευκαιρία σε έναν βοσκό να απαλλάξει την ανθρωπότητα από ένα ακατανόητο βάρος»

σ. 10: «Στον Όμηρο οφείλουμε και την όμορφη ιστορία με το σάβανο του Λαέρτη, που η πιστή στον Οδυσσέα Πηνελόπη ύφαινε επί τρία χρόνια τη μέρα και ξήλωνε τη νύχτα προσπαθώντας να κοροϊδέψει του μνηστήρες. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει συγγραφέας σε όλη τη γη, που δεν λειτούργησε κάποια περίοδο της ζωής του όπως η Πηνελόπη, γράφοντας και σβήνοντας λέξεις πάνω στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί, επιδιώκοντας να ξεγελάσει ποιον άλλο αν όχι τον ίδιο τον εαυτό του.»

Η τύπωση του βιβλίου από τις εκδόσεις Νησίδες είναι λιτή και κομψή, όπως αρμόζει σε τέτοιου είδους βιβλία, και το εξώφυλλο –φωτογραφία της Ελευθερίας Ντανούρα– είναι λεπτομέρεια από έργο του 17ου αιώνα.

Ο Διονύσης Στεργιούλας, με πύκνωση λόγου και διεισδυτική ματιά, δίχως να φιλολογεί ή να πατά σε λογοτεχνικές θεωρίες ή λογοτεχνικά ρεύματα, καταθέτει αυτό το κατανοητό (όχι απλοϊκό) αλλά στοχαστικό πόνημα, αναζητώντας την πηγή έμπνευσης σπουδαίων λογοτεχνικών κειμένων. Θα μπορούσε βέβαια να επεκτείνει τους λογοτεχνικούς προβληματισμούς του, θέτοντας,  έστω προς το τέλος, κάποιες σκέψεις-γέφυρες και για έργα του 21ου αιώνα, για να μη θεωρηθεί πως η λογοτεχνία τελειώνει με τη δύση του 20ου αιώνα. Από την άλλη, η ενασχόληση με λογοτέχνες που έφυγαν από τη ζωή, πάντα κρύβει τον κίνδυνο (ή την παρεξήγηση) μιας «μουσειακού» τύπου μελέτης ή μιας ελιτίστικης συμπεριφοράς εκ μέρους του εκάστοτε μελετητή, που αδιαφορεί ή αποστασιοποιείται από σύγχρονες τάσεις και φωνές, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τον Στεργιούλα, αφού γνωρίζω καλά πως παρακολουθεί συστηματικά και την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Γνωρίζει άλλωστε κι ο ίδιος πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς διανοητές της γενιάς του, πως, αυτό που τόσο αγαπά, μοιάζει με ποτάμι, που δεν σταματά ποτέ η ροή του, αφομοιώνοντας δημιουργικά στην κοίτη του ολοένα και πιο φρέσκα (όχι απαραιτήτως και ωφέλιμα) υλικά.

 

(περιοδικό ΘΕΥΘ, τχ. 5, Ιούνιος 2017)

 

 

 

 

 

 

«ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΜΕ,

ΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ…»

 

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Για το σχολείο, δοκίμια, εκδόσεις Πόλις, 2017, σελ. 192

 

Αν συνοψίσει κανείς τις εκάστοτε ιδιότητες του Σταύρου Ζουμπουλάκη (1953), έτσι όπως τις γνωρίζουμε αλλά και όπως αναφέρονται στο αυτί του τελευταίου βιβλίου του Για το σχολείο (Πόλις, 2017), δηλαδή φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση, διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία επί δεκαπενταετία, πρόεδρος του Δ. Σ. του Βιβλικού Ιδρύματος «Άρτος Ζωής», επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αρκετές άλλες ακόμη, νομίζω πως η συνισταμένη τους οδηγεί σε δύο λέξεις-κλειδιά, λέξεις συχνά παρεξηγημένες και φορτισμένες με διαφορετικά πρόσημα, ίσως και κάπως φθαρμένες από τη συχνή τους χρήση αλλά και τον αήττητο λαϊκισμό που όλα τα ισοπεδώνει: διανοητής και δάσκαλος. Αυτές οι δύο επικρατούσες ιδιότητες, νομίζω, κυριάρχησαν μέσα του και τον έκαναν να συγκεντρώσει στον παρόντα τόμο κείμενα για το σχολείο, την εκπαίδευση και την εκπαιδευτική πράξη, είκοσι τον αριθμό, «δεκαεννιά για το σχολείο και ένα από το σχολείο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, τα οποία, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό Νέα Εστία και στις εφημερίδες «Αυγή» και «Καθημερινή».

 

 

Σχολείο μετάδοσης και όχι καινοτομίας

 

Ο βασικός άξονας της συλλογιστικής και των προβληματισμών του Σ. Ζ. σε όλα τα κείμενά του είναι πως το σχολείο είναι ένας θεσμός μετάδοσης γνώσης και παράδοσης, στους μαθητές, του πολιτισμού των προγόνων και των κλασικών έργων του παρελθόντος, και όχι θεσμός καινοτομίας, ενώ κεντρική μορφή του σχολείου είναι ο δάσκαλος, που αναλαμβάνει την ευθύνη να διδάξει τον μαθητή, σε μία σχέση μαζί του που, εξ ορισμού, κρίνεται ασύμμετρη. Η θέση αυτή, εμποτισμένη σε όλα τα κείμενα του βιβλίου, με μια πρόχειρη και επιφανειακή εκτίμηση από κάποιον «προοδευτικό» αναγνώστη ή εκπαιδευτικό, μπορεί να εκληφθεί ως άκρως συντηρητική, όμως ο συγγραφέας όχι απλώς δεν τη θεωρεί συντηρητική, αλλά αυτονόητη και αληθινή. Και κάτι περισσότερο: Πιστεύει πως αυτή του η θέση αγγίζει τα όρια της ουτοπίας, ως πρόωρη, αψηλάφητη αλήθεια, αφού η απομάκρυνση του σημερινού σχολείου από τον αληθινό του προορισμό μάς έχει φτάσει στο σημείο να θεωρούμε άκρως επαναστατικό και πρωτοποριακό το να βρει κάποτε αυτό τον αληθινό προορισμό του. Να κυριαρχήσει δηλαδή κάποτε το αυτονόητο της υπερβολής, της διαστρέβλωσης και του εκτροχιασμού του νοήματος και του στόχου του ως θεσμού.

   Ο Σ. Ζ. αντιλαμβάνεται το σχολείο όχι ως θεσμό καινοτομίας και επικοινωνίας, αλλά συντήρησης και μετάδοσης γνώσεων από τον δάσκαλο στους μαθητές. Θεωρεί ολέθριο ιδεολόγημα ότι το παιδί βρίσκεται στο επίκεντρο του σχολείου, που με τη σειρά του δεν είναι χώρος επικοινωνίας, ζωής, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών και των ταξικών ανισοτήτων και «άλλων ωραίων πραγμάτων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει (σ. 29). Ο δάσκαλος δεν είναι εμψυχωτής (animateur) αλλά οφείλει να έχει τη μεταδοτική ικανότητα και να γνωρίζει εις βάθος το περιεχόμενο του μαθήματος που διδάσκει. Το σχολείο οφείλει να είναι κλειστό στη ζωή, γιατί «ανοίγω το σχολείο στη ζωή σημαίνει ανοίγω τον δρόμο για να γίνει το σχολείο προέκταση της οικογένειας, με τον δάσκαλο στον ρόλο του μπαμπά, ή, περισσότερο, της μαμάς των μαθητών, …, και η αίθουσα διδασκαλίας προέκταση του παιδικού ή εφηβικού δωματίου» (σ. 41). Αλλού, (σ. 48), ο Σ. Ζ. αναφέρει: «Τους μαθητές, λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον δρόμο της γνώσης», για να αντιδιαστείλει τον επαρκή δάσκαλο με τον ναρκισσιστικό τύπο του συναισθηματικού δασκάλου που «φέρνει μέσα στην τάξη την οικογένεια». Ο θεσμός της Βουλής των Εφήβων κρύβει, κατά τον συγγραφέα, την «αβουλία των εφήβων» και αποκαλύπτει τον μικρομεγαλισμό των εφήβων-βουλευτών, βασισμένος στο πολιτιστικό φαινόμενο του «φιλονεϊσμού» που τον πριμοδοτεί. Φυσικά ο συγγραφέας στέκεται αρνητικά απέναντι στις σχολικές καταλήψεις που αποσαθρώνουν το δημόσιο σχολείο θεσμικά και συμβολικά, αλλά από την άλλη, θεωρεί βλακώδεις και αντεθνικές τις υπουργικές αποφάσεις που στερούν από αριστούχους μαθητές που δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια και, παράλληλα, έχουν πάρει απαλλαγή από το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, το δικαίωμα να σηκώνουν την ελληνική σημαία στις παρελάσεις και στις εθνικές γιορτές. Στο ζήτημα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο Σ. Ζ. έχει θετική στάση και δικαιολογεί τη μη ορθή διδασκαλία τους στο ότι «η παράταξη του δημοτικισμού και εν γένει του προοδευτικού παιδαγωγισμού δεν έτρεφε ποτέ φιλικά αισθήματα για τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας». Πολύ ενδιαφέρουσες οι θέσεις του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο (για το πώς θα γεμίσει μια ώρα διδασκαλίας ποίησης προτείνει κάτι απλό και ευφυές –και αποτελεσματικό, θα πρόσθετα από τη δική μου εμπειρία–: διαβάζοντας πολλά άλλα ποιήματα του ίδιου ποιητή ή άλλων ποιητών, και όχι κάνοντας εξαντλητικού τύπου αισθητική ανάλυση του ενός μόνο ποιήματος), για το φάντασμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που όλο την περιμένουμε και ποτέ δεν έρχεται, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια των πολιτικών όλων των κυβερνήσεων, και για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, κάτι που σκοντάφτει στην τακτική και στις αντιλήψεις των συνδικαλιστών και των εργατοπατέρων αυτής της χώρας. Τέλος, για το μάθημα των Θρησκευτικών (προφητικό κείμενο, γραμμένο πριν από 17 χρόνια) πιστεύει πως για να μην αποσυρθεί και καταργηθεί ως μάθημα, θα πρέπει να διδάσκεται ως βιβλικό και όχι ως ομολογητικό μάθημα, γιατί, ως τέτοιο, έχει κλείσει προ πολλού ο κύκλος του (σ. 145).

 

 

Τελικές επισημάνσεις

 

Οι θέσεις και οι αντιλήψεις του Σ. Ζ. για το σχολείο μπορεί να ερεθίσουν, να προκαλέσουν δυσφορία ή και αποστροφή σε πολλούς που επένδυσαν (ηθικά, παιδαγωγικά, ιδεολογικά) στο νέο σχολείο, στη μαθητοκεντρική εκπαίδευση, στις καινοτόμες δράσεις, στην πληθώρα των πολιτιστικών προγραμμάτων, στο γκρέμισμα της αυθεντίας του δασκάλου και στην αυτοακύρωση του παλιού του ρόλου, με την ιδιότητα του εμψυχωτή ή του διαμεσολαβητή γνώσεων, το περιεχόμενο των οποίων επιλέγουν τα ίδια τα παιδιά. Πιστεύω πως, όποια αντίληψη κι αν έχει ο καθένας μας για τον θεσμό και τον ρόλο του σχολείου (είτε ζώντας τον εκ των έσω, ως εκπαιδευτικός, είτε από μακριά), δεν μπορούμε να αρνηθούμε και να μην αναγνωρίσουμε τα παρακάτω:

•  Ο Ζουμπουλάκης είναι πρακτικός, ρεαλιστής και ουσιαστικός στις απόψεις του, μαχόμενος, πρωτίστως, για την εξασφάλιση της κανονικότητας της λειτουργίας του σχολείου και συγκρουόμενος με έναν αέναο μεταρρυθμιστικό οίστρο και έναν κούφιο παιδαγωγικό προοδευτισμό, που, τις περισσότερες φορές, είναι λόγια και πράξεις (ή μη πράξεις) ανθρώπων που κυνηγούν Χίμαιρες.

•  Μιλάει από πρώτο χέρι, αφού δούλεψε επί 15 χρόνια ως φιλόλογος σε Γυμνάσια και Λύκεια ιδιωτικών σχολείων της Αθήνας.

• Εκτιμά, τονώνει και στηρίζει την έννοια και το κύρος του δασκάλου, που τείνει στην εποχή μας να χάσει το αληθινό και ουσιαστικό της περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του δασκάλου στο σημερινό σχολείο.

• Λειτουργεί εξισορροπητικά και συνθετικά στις δύο τάσεις-φιλοσοφίες της εκπαίδευσης και του σχολείου που, διαχρονικά, κυριάρχησαν (αυστηρά δασκαλοκεντρικό παλιό σχολείο με κατήχηση, ιδεοληψίες, τιμωρίες και κακού τύπου εκπαίδευση από τη μια, ανοιχτό σχολείο τύπου «παιδικής χαράς» ή «λούνα παρκ» με ακυρωμένο τον δάσκαλο και πληθώρα καινοτόμων δράσεων που αναιρούν την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την άλλη).

• Απομυθοποιεί, με τόλμη, σύγχρονες μεταρρυθμιστικές προθέσεις και απόπειρες προσώπων που ηγήθηκαν του Υπουργείου Παιδείας, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν (Ράλλης, Αρσένης, Διαμαντοπούλου), επισυνάπτοντάς τους αμέλειες, σφάλματα, παραλείψεις ή, το λιγότερο, διφορούμενη γλώσσα στις εξαγγελίες τους.

•  Όλα τα δοκίμια είναι αποστάγματα βαθιάς αγάπης και εκδήλωση γνήσιας αγωνίας-ανησυχίας για το μέλλον του σχολείου, του ρόλου του δασκάλου και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

 

(book press, Μάιος 2017)

 

 

 

 

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

 

 

Κώστας Ζωτόπουλος, Το ερωτικό πάθος και η ορθόδοξη πίστη στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου, δοκίμιο, Οκτασέλιδο+ του Μπιλιέτου, 2015

 

Εύστοχο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το δοκίμιο του Κώστα Ζωτόπουλου (1958) –τύπωσε επίσης διηγήματα και ποιήματα στις εκδόσεις Τόπος– που τιτλοφορείται Το ερωτικό πάθος και η ορθόδοξη πίστη στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου και κυκλοφόρησε από τη σειρά Οκτασέλιδο+ των εκδόσεων Μπιλιέτο το 2015. Ο συγγραφέας κατ’ ουσίαν τοποθετεί στο μικροσκόπιο της κριτικής και της ανάλυσης την τελευταία συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων του Δημητράκου, το Στίγματα φέρω (ποιήματα 1997-2012, Μπιλιέτο, 2013) εντοπίζοντας στα ποιήματά του τη συνύπαρξη και τον συγκερασμό του ερωτικού πάθους με την ορθόδοξη πίστη. Βέβαια, για αυτόν τον συγκερασμό, μίλησαν στο παρελθόν και άλλοι κριτικοί αναφορικά με τον Δημητράκο, όμως πρώτη φορά γίνεται τόσο διεξοδικά και αναλυτικά, σχεδόν ποίημα προς ποίημα, η επισήμανση αυτού του τόσο ιδιαίτερου δίπολου στη συνολική ποιητική παραγωγή του ποιητή και εκδότη από την Παιανία.

Από το σύνολο των άκρως ενδιαφερουσών και χρήσιμων επισημάνσεων του Ζωτόπουλου θα σταθώ ιδιαίτερα στα παρακάτω σημεία: Πως η εξομολόγηση στην ποίηση του Δημητράκου «θυμίζει λίγο και απηχεί μια άλλη εξομολόγηση του μακρινού παρελθόντος, όπως γινόταν κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού» (αναφέρεται στη δημόσια εξομολόγηση και το «εξομολογείσθε αλλήλους τα παραπτώματα, και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθήτε…» σ. 2). Στον διαχωρισμό των ποιημάτων του Δημητράκου στα αμιγώς ερωτικά και σε κείνα όπου συνυπάρχει το ερωτικό και το θρησκευτικό στοιχείο. Στην ομοιότητα του ποιήματος του Δημητράκου «Σπουδαστής ιχθυολογίας» με το καβαφικό «Μισή ώρα», ως προς την κοινή τους σκηνοθεσία. Στον παραλληλισμό του στίχου του Δημητράκου «δόντι δεν έτριξε» με το ευαγγελικό «οστούν ου συντριβήσεται» από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, αναφορικά με το ποίημα του πρώτου «Τρία σκυλιά» (σ. 4). Στον σχολιασμό του ποιήματος του Δημητράκου «Αγρύπνια» και στη διαπίστωση πως ο τίτλος της συγκεντρωτικής του συλλογής είναι παρμένος από στίχο της νεκρώσιμης ακολουθίας: «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων, οικτίρισον τον σον πλάσμα…»

Αντιγράφω δυο ολόκληρες προτάσεις που νομίζω πως συμπυκνώνουν την ουσία της ποίησης του Δημητράκου, διατυπωμένες από τον Ζωτόπουλο: «Η ποίηση του Βασίλη Δημητράκου συνδυάζει ρεαλιστικά, μεταφυσικά και θρησκευτικά στοιχεία και είναι διαυγής, με ευνόητες και παραστατικές αλληγορίες, συμβολισμούς και παραλληλισμούς. Είναι σπάνια η ακριβολογία και η λιτότητα της έκφρασής του, καθώς και η δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας» (σ. 18)

Περισσότερες ουσιαστικές και χρήσιμες παρατηρήσεις διακρίνω στις τέσσερις τελευταίες σελίδες του δοκιμίου (σσ. 18-22), που αποτελούν τρόπον τινά την απόληξη ή τον επίλογο του όλου πονήματος. Εδώ ο Ζωτόπουλος προχωρά από τις φιλολογικές αναλύσεις και διαπιστώσεις των προηγούμενων σελίδων του (που κι αυτές έχουν την αξία τους) σε πιο καίριες κριτικές και συγκριτικές επισημάνσεις. Διαχωρίζει το στοιχείο της θρησκευτικής προσήλωσης του Δημητράκου από εκείνο του μέντορά του, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αφού στον πρώτο συνολικά επικρατεί το δίδαγμα της εκκλησίας, η αγάπη και η καρτερία, ενώ στον Ντίνο Χριστιανόπουλο η προσήλωση και η υποταγή αφορούν το ίδιο του το πάθος. Διακρίνει στους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου κυνισμό και έντονο το αίσθημα των τύψεων και της αμαρτίας, ενώ στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου ο έρωτας «δεν παρουσιάζεται μόνο ως αμαρτία, σύμφωνα με τα θρησκευτικά πιστεύω, αλλά είναι ταυτόχρονα και αρμονική… υπό την έννοια ότι ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι κατά βάθος έρωτας για τον Θεό…» (σ. 20). Επίσης ο Ζωτόπουλος εύστοχα διακρίνει πως ο Δημητράκος έχει κληρονομήσει από τον Καβάφη (την κοινή ποιητική τους κοίτη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) «το θάρρος της έκφρασης, τη σαφήνεια της διατύπωσης, τον εξομολογητικό τρόπο και τα πεζολογικά στοιχεία» (σ. 19). Και παρακάτω λέει: «Κοινά χαρακτηριστικά των δύο (δηλ. του Βασίλη Δημητράκου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου) με τον κυριότερο πνευματικό τους πρόγονο είναι η κρυμμένη, εσωτερική μουσικότητα, η τέλεια σχεδόν έλλειψη κάθε επιθέτου, η λιτή, υποβλητική έκφραση και η καθαρότητα στο ύφος.». Για να καταλήξει στο δοκίμιό του ο συγγραφέας: «Και από την άποψη αυτή είναι πολύ εύστοχος ο ερανισμός των δύο λέξεων του τίτλου του βιβλίου του Δημητράκου από τον οικείο του υμνωδό Ιωάννη Δαμασκηνό: Στίγματα φέρω, ώστε τα ποιήματά του να μπορούν να θεωρηθούν ως προγυμνάσματα ενός σύγχρονού μας υμνωδού» (σ. 22).

Μία μόνο σχολαστική παρατήρηση για κάτι που δεν μου «χτύπησε» καλά στο εξαίρετο κατά τα άλλα δοκίμιο του Κώστα Ζωτόπουλου. Στις φιλολογικού τύπου ερμηνείες-διαπιστώσεις του πρώτου μέρους του κειμένου του, όπου αναλύει ποίημα προς ποίημα τον συγκερασμό θρησκευτικότητας και ομοερωτικού πάθους του Δημητράκου, κάνει τουλάχιστον δύο φορές χρήση της φράσης «το ποιητικό υποκείμενο», αναφερόμενος προφανώς στον ίδιο τον ποιητή. Αντιλαμβάνομαι πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αναφοράς σε ένα κριτικό κείμενο για ένα ποιητικό βιβλίο ή για ένα συγκεντρωτικό βιβλίο ποίησης, όταν ο δοκιμιογράφος θέλει, ουδέτερα και αποστασιοποιημένα, να αναφερθεί στο πρόσωπο του ποιητή. Όμως στην περίπτωση του Δημητράκου (όπως φυσικά θα συνέβαινε και με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο), που είναι βαθιά εξομολογητικός, ρεαλιστής, σχεδόν αυτοβιογραφούμενος (παιδί της «Διαγωνίου» και του ποιητικού κλίματος που δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος), αυτή η φράση φαντάζει ψυχρή, επίπλαστη και κάπως περισπούδαστη, παράταιρη και με την ποίηση του Βασίλη Δημητράκου αλλά και με την ιδιοσυγκρασία του. Εξάλλου, όταν αλλού χαρακτηρίζεις τον ποιητή «παπαδοπαίδι» προσδίδοντας στο κριτικό δοκίμιο τη μορφή μαρτυρίας, κι αλλού, φιλολογίζοντας, τον αποκαλείς «ποιητικό υποκείμενο», φωνάζει το πράγμα πως θα έπρεπε να βρεθεί η κοινή συνισταμένη των δύο παραπάνω εκφραστικών τρόπων: ίσως η βαθιά, μεστή και ξεκάθαρη λέξη «ποιητής» να ήταν υπεραρκετή.

 

(book press, Οκτώβριος 2016)

 

 

 

 

 

 

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

 

 

Θανάσης Μαρκόπουλος, Ένα πουλί στην άσφαλτο, ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, Μελάνι, Αθήνα, 2013, σελ. 244

 

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, είναι, μαζί με τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Μίλτο Σαχτούρη, από τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις ποιητών στη σκιά. Ποιητών δηλαδή που, για διάφορους λόγους και όχι κατ’ ανάγκη εξ αιτίας κάποιας ανεπάρκειας του συνολικού τους έργου, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, στη δεύτερη γραμμή των δημιουργών που χάραξαν ή διαμόρφωσαν, ποιητικά, την εποχή μας.

Ωστόσο το έργο του είναι σημαντικότατο και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τον συμπεριέλαβε στην περιβόητη τριάδα των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης (Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος, Ιωάννου), οι οποίοι, όπως σχολιάζει ο Περικλής Σφυρίδης στη δική του μελέτη για τον Ασλάνογλου (Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Μελέτη, Μπιλιέτο, Παιανία, 2009), «αποτέλεσαν τον αρχικό και βασικό ποιητικό πυρήνα του λογοτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983), που είχε εκδότη και διευθυντή τον Χριστιανόπουλο» (σ. 1)

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος (ποιητής, φιλόλογος και κριτικός, Κρανίδια Κοζάνης, 1951), κάνοντας ένα μοντάζ σε παλιότερες μελέτες και δοκίμιά του, συνέθεσε ένα αξιοπρόσεχτο και κατατοπιστικό κριτικό πόνημα, τυπωμένο με καλή αισθητική και λιτότητα από τις ποιοτικές εκδόσεις Μελάνι, αναφορικά με τον Ν.-Α. Α. Ο τίτλος του πάρθηκε από στίχο του ποιητή: Ένα πουλί στην άσφαλτο, και ο υπότιτλος: ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Κείμενο συνολικής δουλειάς αρκετών χρόνων, που αποτελεί ένα άρτιο και ολοκληρωμένο φιλολογικό και ποιητικό πορτρέτο του μεγάλου ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης.

Το βιβλίο ξεκινά με τα ποιήματα Εκκοκκιστήρια Α΄ και Β΄ του Ασλάνογλου, με τα οποία η Βέροια (ο τόπος διαμονής του Μαρκόπουλου) περνά οριστικά στην ελληνική ποίηση χάρη στο καίριο σύμβολο που προσφέρει στην ευαισθησία του ποιητή (σ. 23).

Στο δεύτερο μέρος, ο Μαρκόπουλος σχολιάζει και επισημαίνει πώς αδυνατίζει –ίσως και ακυρώνεται– ένα ποίημα με την αντικατάσταση μιας μόνο λέξης, από φοβία και πρόθεση απόκρυψης του δημιουργού, που, όμως, μπορεί να σταθεί μειωτική ακόμη και για το συνολικό του έργο. Χειροπιαστή απόδειξη των παραπάνω, το ποίημα του Ασλάνογλου «Οι κερασιές ανθίζουν», που με την αντικατάσταση της αρχικής λέξης «μελανιές» με το «κερασιές», το ποίημα έχασε σε ευθύτητα και δραστικότητα, σχεδόν απονευρώθηκε. Σ’ αυτήν την ενότητα ο Μαρκόπουλος κάνει και μια αντιπαράθεση της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας των Χριστιανόπουλου και Ασλάνογλου, καταλήγοντας πως ο μεν πρώτος μιλά απροκάλυπτα στα ποιήματά του, λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και έτσι κερδίζει σε ευθύτητα και αμεσότητα, ενώ ο δεύτερος συχνά διστάζει, σκεφτόμενος τις αντιδράσεις του περίγυρού του, με όσα γράφει, κι αυτό αδυνατίζει τη συνολική του προσπάθεια.

 

 

Η μοίρα του Μύρωνα

 

Ακολουθούν «Τα ποιήματα του Μύρωνα». Εδώ ο συγγραφέας μελετά διεξοδικά τις αλλαγές των στίχων του Ασλάνογλου αναφορικά με το πρόσωπο του Μύρωνα, ενώ προσπαθεί να εξηγήσει και να ερμηνεύσει την παρουσία του. Καταλήγει πως η έμμονη παρουσία του Μύρωνα (που κατά τον Σφυρίδη είναι υπαρκτό πρόσωπο, μια ματαιωμένη εφηβική αγάπη του Ασλάνογλου) τον ανάγει σε ποιητικό σύμβολο. Επιπλέον κρίνει πως οι αλλεπάλληλες αλλαγές στους στίχους και στα ποιήματα που αναφέρονται στον Μύρωνα, οφείλονται στη λαχτάρα του ποιητή να αγγίξει τα όρια της αισθητικής τελείωσης. Ο Μύρωνας παρουσιάζεται σε όλες τις περιπτώσεις ως «τέλος». Λέει χαρακτηριστικά ο Μαρκόπουλος. «Είτε πρόκειται για θάνατο βιολογικό είτε για τη λήξη μιας σχέσης ερωτικής, η μοίρα του Μύρωνα σημαδεύει τον ποιητή, γίνεται έμμονη ιδέα, αδειάζει ολόκληρο τον κόσμο από τα μάτια του» (σ. 52)

Η τέταρτη ενότητα του βιβλίου αφορά τα πρωτόλεια ποιήματα του Ασλάνογλου. Η ύπαρξή τους βασίζεται σε 2 τεφτέρια που χάρισε στον Μαρκόπουλο ο Χριστιανόπουλος. Ο συγγραφέας, σχολαστικά και με μεγάλη λεπτομέρεια στις παρατηρήσεις του, διακρίνει τις αλλαγές των στίχων των πρωτολείων (20 ποιήματα τον αριθμό) και σ’ αυτούς που διασώθηκαν στον Δύσκολο Θάνατο. Οι αλλαγές αυτές, κατά τον Μαρκόπουλο, πιστοποιούν το υψηλό επίπεδο γραφής του Ασλάνογλου, εφόσον στα 47 του χρόνια επιστρέφει σε κατακτήσεις της εφηβείας (15 έως 18 χρονών).

Στο «Το ζήτημα των επεξεργασιών», ο Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται αναθεωρητικός, αφού αντιμετώπισε το έργο του συνολικά σαν ένα ποίημα εν προόδω, κάτι που κατά τον Μαρκόπουλο δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε την κριτική (σ. 102). Διάφοροι κριτικοί, πάντως, στάθηκαν σ’ αυτήν την παράμετρο του έργου του Ασλάνογλου άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά.

Στην υποενότητα «Η περιπέτεια της γραφής», ο Μαρκόπουλος επισημαίνει πως ο Ασλάνογλου προτιμά την ποίηση της «προσωπικής εξομολόγησης» επειδή ήταν επιφυλακτικός στον ρητορισμό των «κοινωνικών ποιητών». Εντούτοις, διαπιστώνει πως ο Ασλάνογλου δεν γλίτωσε σε κάποιους στίχους του τη «φθαρμένη λέξη της αγοράς, την τραχύτητα της έκφρασης και τον κραυγαλέο τόνο», ό,τι δηλαδή γνώριζε πως είναι μειωτικό για το έργο του και προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Ο σαρκασμός και η επιθετικότητα, κρίνει ο Μαρκόπουλος, που θα ταίριαζε στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, δεν ταιριάζουν στον Ασλάνογλου «ο οποίος, μόνο όταν μιλά πίσω από το φύλλωμα, βρίσκει τη φωνή του» (σ. 123).

Τέλος, αναφορικά με το πώς δούλευε ο ποιητής τους τίτλους και τους στίχους των ποιημάτων του, ο Μαρκόπουλος μάς λέει πως αυτό γινόταν άλλοτε με γνώμονα την πύκνωση, άλλοτε την πρόθεση απόκρυψης στοιχείων, την απάλειψη κακόηχων φράσεων αλλά και τη μεγαλύτερη παραστατικότητα και τελειότητα των στίχων του.

Ακολουθεί «Κριτικό υπόμνημα», οι ενότητες «Παραλειπόμενα Α΄ και Β΄» με αναλυτικές και διαφωτιστικές σημειώσεις, το «Επίμετρο», οι πρώτες δημοσιεύσεις των δοκιμίων-ενοτήτων του βιβλίου και «Ευρετήριο» ονομάτων.

 

 

Μερικές σκέψεις...

 

Καταθέτω κάποιες τελευταίες προσωπικές –ίσως αυθαίρετες– σκέψεις διαβάζοντας το σύνολο των ποιημάτων της ενότητας «Παραλειπόμενα Β΄» του βιβλίου. Με μια πρόχειρη ματιά πολλοί τίτλοι ή στίχοι ή και θέματα ολόκληρα των ποιημάτων του Ασλάνογλου σ’ αυτήν τους τη μορφή θυμίζουν έντονα Ντίνο Χριστιανόπουλο. Είναι γνωστή η επιρροή του Χριστιανόπουλου στον Ασλάνογλου την περίοδο της φιλίας τους και της συνεργασίας τους στη Διαγώνιο. Επίσης είναι πάλι γνωστή η καθοδήγηση που υπέστη (όχι απαραίτητα με την κακή έννοια της λέξης, αλλά πάντως με τον περιορισμό και το φορτίο που αυτή υποδηλώνει) ο Ασλάνογλου από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε βαθμό που, ο πρώτος, να τη θεωρήσει υπέρ το δέον φορτική και να αποσχιστεί μελλοντικά από τον δεύτερο, καταφεύγοντας στην Αθήνα. Αν και το όλο θέμα στα χέρια ενός ερευνητή-μελετητή μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα (ζώντος και του Χριστιανόπουλου), θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον ένας όχι εμπαθής, δίκαιος και αποστασιοποιημένος μελετητής να ερευνήσει μέχρι ποιου βαθμού φτάνει αυτή η ώσμωση ή η επίδραση ή η επιρροή, αντιπαραβάλλοντας ποιήματα και χρονολογίες, και πώς φτάνουν σε σημείο οι δύο μεγάλοι μας ποιητές να χρησιμοποιούν μέχρι και ίδιες φράσεις ή λέξεις στους στίχους τους: «μουτράκι» και «Μουτράκια», «Πώς την κατάντησαν την πόλη μας» και «Κατατρέχουν τη γραφικότητα», «Αδειούχος» και «Αποστρατευμένος», «η μουσική δε ζαχαρώνει» και «είναι πολύ ζαχαρωμένα τα τραγούδια σας», και τόσα πολλά άλλα. Αυτή μου η παρατήρηση, φυσικά, και η ιδέα για μελλοντική μελέτη (που, λόγω ακεραιότητας χαρακτήρα αλλά και ικανοτήτων θα μπορούσε να την αναλάβει πάλι ο Μαρκόπουλος ή ο Περικλής Σφυρίδης, που είναι γνώστης αυτής της αλληλεπίδρασης και μελέτησε διεξοδικά το έργο και των δύο) δεν μειώνει ούτε ακυρώνει στο ελάχιστο το έργο των δύο σπουδαίων ερωτικών ποιητών της πόλης μας. Απλώς θα μπορούσε να φωτίσει νέες πτυχές τόσο της προσωπικής σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους όσο και των διακειμενικών αλληλεπιδράσεων του έργου τους.

 

Συμπερασματικά:

 

O Θανάσης Μαρκόπουλος εκμεταλλευόμενος την τριπλή του ιδιότητα (προσεχτικός και αναλυτικός φιλόλογος, ευαίσθητος και οξύνους κριτικός και αξιόλογος ποιητής) φώτισε με αυτό του το βιβλίο έναν κάπως ξεχασμένο στις μέρες μας ποιητή, που για πολλούς όμως, μέρα με την ημέρα, αρχίζει να βαραίνει μέσα μας όλο και περισσότερο.

 

 (book press, Ιούνιος 2013)

 

 

 

 

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ*

 

 

(Πετρόπουλος, Ηλίας, 1928-2003. Ελλάδος κοιμητήρια / φωτογράφιση Ηλίας Πετρόπουλος, 1η έκδ. - Αθήνα: Κέδρος, 2005. - 311σ.: εικ. · 34x25εκ.)

  

Επισκεπτόμενος ένα bazaar βιβλίων στην πόλη μου, έπεσα πάνω στο λεύκωμα του Ηλία Πετρόπουλου με τον τίτλο Ελλάδος κοιμητήρια (Κέδρος, 2005). Η νέα του τιμή εξευτελιστική. «Ποτέ ο θάνατος δεν ήταν τόσο φτηνός!» σκέφτηκα και το αγόρασα.

Ξεφυλλίζοντάς το, μέσα από εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κοιμητηρίων (τραβηγμένες είτε από τον ίδιο τον συγγραφέα είτε από φίλους του, κυρίως συγγραφείς) ένιωσα το χέρι του θανάτου να μου αγγίζει τον ώμο.

Η παράθεση των ενοτήτων των φωτογραφιών σχετιζόταν με τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας. Έτσι, ως υπότιτλο της ενότητας «Αθήναι και Πειραιάς», διαβάζουμε τη σημείωση: «2-7-2002: σειρά κωλικών νεφρού (αρχίζω να κολλάω τις λεζάντες)». Με πρώτη φωτογραφία την «Κοιμωμένη του Βιτσάρη» (φωτογραφημένη το 1967) αρχίζει η παράθεση των νεκρικών εικόνων, να διαδέχεται η μία την άλλη. Οικογενειακοί τάφοι και Μαυσωλεία. Επιτύμβιες στήλες διαφόρων ειδών. Τάφοι με προτομές. Αστικοί και μεσοαστικοί τάφοι. Τάφοι του παλιού νεκροταφείου στην Βαγγελίστρα της Θεσσαλονίκης. Σαρκοφάγοι και αρχαίες στήλες. Τάφοι σε επαρχιακά νεκροταφεία. Έρημα κοιμητήρια, μικρά και μεγάλα. Νησιώτικα μνήματα γεμάτα άρκλες. Αλλά και φέρετρα, γραφεία κηδειών, επιτάφιοι και φερετροποιεία. Τα κιβουρτζίδικα της Θεσσαλονίκης, απέναντι στο φαρμακείο του Πεντζίκη, σε ευκρινή φωτογραφία του 1915, στην οδό Εγνατίας. Και νεκροφόρες, δεσποτικοί τάφοι, κηδειόσημα. Μέχρι φωτογραφίες με κομμένα κεφάλια ληστών ή ανταρτών από την εποχή του Εμφυλίου. Και στο τέλος, ενδεικτικά, πίνακες ζωγράφων ή έργα γελοιογράφων, που σατιρίζουν ή διακωμωδούν τον θάνατο, σχετίζοντάς τον με πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας περασμένων δεκαετιών. Στις ενότητες ακολουθούν, ως υπότιτλοι, και άλλες φράσεις του συγγραφέα για την πρώτη και δεύτερη εγχείριση στις οποίες υποβλήθηκε, μέχρι τη σοκαριστική διαπίστωση της σ. 253: «26-7-2002 – συνάντηση με τον γιατρό: Πάσχω από καρκίνο!». Λίγους μήνες μετά, το 2003, θα πεθάνει και οι στάχτες του, ύστερα από επιθυμία του, θα ριχτούν στους υπονόμους του Παρισιού.

Το λεύκωμα του Πετρόπουλου, ο οποίος ταξινομούσε με απίστευτη νοικοκυροσύνη εικόνες και τόπους θανάτου, ενώ επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας του και οδηγούνταν στο μοιραίο, είναι μια άρτια διατριβή θανάτου. Παντού είναι αποτυπωμένο το ιδιαίτερο βλέμμα του συγγραφέα, αιχμηρό, πάντα αιρετικό αλλά και κάπως θλιμμένο, εμβαθύνοντας και επικεντρώνοντας στο αναπόφευκτο ενός τέλους που πλησιάζει. Είναι μια ελεγεία, ένας ύμνος στην ανθρώπινη ματαιότητα. «Πάνω από το Χάρο κανείς δε στέκει·  ούτε ο Θεός» σημειώνει ο Π. ως μότο στην πρώτη χρωματιστή σελίδα του λευκώματος. Κι εγώ θυμάμαι τον τίτλο μιας συλλογής ενός αγαπημένου, θανόντα ποιητή, του Γιάννη Βαρβέρη, που επίσης τον απασχόλησε έντονα ο θάνατος στο αξιολογότατο έργο του, ίσως και λόγω της φιλάσθενης κράσης του και του νοσοφοβικού χαρακτήρα του. «Ο θάνατος το στρώνει.».

Όμως ο θάνατος το στρώνει και στην ελληνική λογοτεχνία, παλιότερη και νέα, αφού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματά της. Ο Μέγας ων, όπως τον αποκαλούσε ο Βαφόπουλος στα ποιήματά του. Τι να πρωτοθυμηθούμε και από πού να πρωτοξεκινήσουμε; Τα εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδας και τα Τροπάρια του Ιωάννη Δαμασκηνού που χρησιμοποιούνται στη νεκρώσιμη ακολουθία, είναι λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά αριστουργήματα, σπάνιας δύναμης και έντασης. Ο Παλαμάς με τον συγκλονιστικό του Τάφο, συνομιλεί με τον πεθαμένο, τετράχρονο γιο του, τον Άλκη, σ’ ένα εκτενές ποίημα που προκαλεί ρίγος. Ο Ρίτσος με τον Επιτάφιό του, τα θανατόφιλα κρεβάτια του Βαφόπουλου και οι πεισιθανάτιοι στίχοι του Καρυωτάκη, επίσης. Ο Σολωμός με τα κεριά, τις νεκρικές μορφές και τα χλομά πρόσωπα των ηρώων του, ύμνησε κι αυτός τον θάνατο. Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, το ίδιο. Ο μέγας Σαχτούρης, που ο θάνατος του τηλεφωνούσε καθ’ οδόν. Ο Γιώργος Κάτος, που, μεθυσμένος, πηδούσε το τοιχάκι των κοιμητηριών της Αναστάσεως του Κυρίου, για να συνομιλήσει με τον πεθαμένο πατέρα του. Ένα σπαραχτικό ποίημα της Ζωής Σαμαρά για την πεθαμένη κόρη της, κι αυτό φτάνει αβίαστα στη μνήμη. Η συλλογή Όροφος μείον ένα της καλής Θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ευτυχίας Λουκίδου για αγαπημένα και συγγενικά πρόσωπα που λιώνουν αργά από ακτινοβολίες, σε νοσοκομεία και αντικαρκινικά κέντρα, χτυπημένα από την επάρατο νόσο, είναι, αν μη τι άλλο, ένα αληθινό βιβλίο. Η συνομιλία του Περικλή Σφυρίδη με τον πεθαμένο πεθερό του αλλά και τον πρόωρα χαμένο Αλμπέρτο Ναρ, τον καλό πεζογράφο της πόλης μας και φίλο του συγγραφέα, κι αυτά συγκλονιστικά. Το Των κεκοιμημένων του Μίγγα και τα γράμματα του Ηλία Κουτσούκου στην πεθαμένη μάνα του, βιβλία αξεπέραστα. Κι άλλα κι άλλα πολλά που η ανάκληση στη μνήμη είναι πάντα συγκινητική αλλά και επώδυνη.

Ο θάνατος μάς ξεπερνά όλους, σκέφτομαι, κλείνοντας το λεύκωμα. Ο θάνατος σκέπει τους πάντες και τα πάντα. Είναι η πιο οδυνηρή πραγματικότητα, η πιο σκληρή αλήθεια της ύπαρξής μας. Το περιπαιχτικό δίστιχο που τραγουδούσαμε, όντες ανέμελοι έφηβοι, κάνοντας καζούρα στους πεθαμενατζήδες της πόλης, που ξενυχτούσαν στα γραφεία τελετών περιμένοντας την επόμενη κηδεία για να βγάλουν τον επιούσιο, δε νομίζω πως απαλύνει ούτε αποφορτίζει την όλη κατάσταση. Το «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ / κουφάλα νεκροθάφτη!» αποτελεί, πλέον, μια ουτοπική ψευδαίσθηση, μια ξεθυμασμένη νεανική πλάκα, ένα ανίσχυρο, εφηβικό ξόρκι, που δεν πιάνει, δεν φοβίζει πια κανέναν. Όλοι κάποτε θα πεθάνουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ωστόσο, μέσα στον ζόφο και στη θανατίλα που μας περιβάλλουν, θα τολμήσω να αποφορτίσω το κλίμα με ένα μικρό πεζό μου που σκάρωσα, μόλις φέτος το καλοκαίρι, επισκεπτόμενος το μαγικό Ναύπλιο. Αν ζούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, θα του το ταχυδρομούσα ως συμπλήρωμα στο λεύκωμά του, για μελλοντική επανατύπωση, συνοδευόμενο φυσικά από τις σχετικές φωτογραφίες:

  

Πηγαίνοντας στο Ναύπλιο για βραδινή περιήγηση, η ματιά μου σκάλωσε σε μία επιγραφή. «Γραφείο τελετών, ο Τζίμυς. Ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο». Άθελά μου ήρθε στον νου μου μια άλλη επιγραφή γνωστού θεσσαλονικιώτικου οίκου τελετών. «Γραφείο τελετών, ο Μπαμπούλας. Από το χίλια εννιακόσια τόσο στην πόλη μας».

Σκέφτηκα πως, εδώ, ο θάνατος είναι πιο σκαμπρόζικος και ανάλαφρος απ’ ό,τι στον Βορρά. Έχει κάτι το ανέμελο, το νεανικό και το μοντέρνο. Είναι τελείως διαφορετικό να σε απιθώνει απαλά στο χώμα ένας κάποιος Τζίμυς, από το να σε θάβει ο Μπαμπούλας!

 

 (book press, Νοέμβριος 2013)

 

         ________________________________________

   *τίτλος συλλογής του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη

 

 

 

 

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ-ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

 

Έλενας Χουζούρη, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο), εκδόσεις Επίκεντρο, 2012

 

 

 

Το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι αυτό που δηλώνει ο υπότιτλός του, δηλαδή μία περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο, αναφορικά με το έργο (ποιητικό και πεζογραφικό) του σπουδαίου Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Πρόκειται για μια πυκνή, ευθύβολη (δεν ξεφεύγει σε κανένα σημείο από τον στόχο-αντικείμενο) και ολοκληρωμένη μελέτη, διαρθρωμένη σε πέντε ενότητες, που καταδεικνύουν την ερωτική-σωματική σχέση του συγγραφέα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, σε βαθμό τέτοιο ώστε με την ταύτιση αφηγητή και πόλης, να μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, όπως θα κάναμε λόγο για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Παρίσι του Μπαλζάκ, του Μπωντλέρ ή του Ουγκό, ή το Νιούαρκ του Φίλιπ Ροθ.

Στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟ, η Χ. διαχωρίζει την πραγματική πόλη από εκείνη που έγινε ανάμνηση. Οι πόλεις, μας λέει, ακολουθούν τη διαδρομή Πραγματικότητα-Μύθος-Λογοτεχνία, ενώ ο συγγραφέας, ως είθισται, ακούει τον λόγο της πόλης και τον μετατρέπει σε λόγο κειμένων. Ο χώρος της Θεσσαλονίκης, χώρος φορτωμένος από συλλογική μνήμη και ευαισθησία, με τις εθνολογικές διασταυρώσεις του και τις εθνικές-κοινωνικές-πολιτισμικές αντιφάσεις του, βρήκε στο πρόσωπο του Ιωάννου τον ιδανικό μεσολαβητή, τον ιδανικό δημιουργό που θα αφουγκραζόταν τον λόγο και την ιστορία της, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων.

Στην δεύτερη ενότητα, Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η Χ. περιγράφει ωραία τη διάβαση του Ιωάννου από την εποχή της αθωότητας, των φωτεινών εικόνων και της τρυφερότητας, στην εποχή της ερωτικής αναζήτησης, των ερωτικών ενοχών και φόβων, στη γενέθλια πόλη. Ο Ιωάννου θυμάται έντονα ένα κομμάτι της πόλης ως τα δεκαπέντε του, και πρόλαβε την ύπαρξη της γειτονιάς και των σχέσεων που αναπτύσσονταν σ’ αυτήν. Όπως μας επισημαίνει η Χ., ο Ι. αντλεί το υλικό του από τη Θεσσαλονίκη, είναι δηλ. βιωματικός λογοτέχνης και δεν πιστεύει στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Συνεχώς επιστρέφει στη γενέθλια πόλη κατά το η πόλις σε ακολουθεί του Καβάφη. Μια διακριτική ψηλάφηση τού αν η λογοτεχνία του Ι. είναι βιωματική ή αυτοβιογραφική μένει στα σπάργανα, αφού παρά το ερεθιστικό και ενδιαφέρον τού ζητήματος (παρατίθενται σχετικά απόψεις του Μάριο Βίτι και του Πάνου Μουλλά), μας διευκρινίζει η συγγραφέας πως δεν ήταν το ζητούμενο της μελέτης της.

Στην τρίτη ενότητα, Η ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, η X. εξετάζει τα δύο πρώτα ποιητικά του βιβλία και το πρώτο πεζογραφικό του, το Για ένα φιλότιμο, και πολύ εύστοχα κάνει λόγο για πόλη της μοναξιάς – έτσι σκιαγραφείται η πόλη στα Ηλιοτρόπια και στο Τα χίλια δέντρα, τις δύο ποιητικές συλλογές του Γ. Ιωάννου, που στάθηκαν πάντως αρκετές για να τον συμπεριλάβει ο Χριστιανόπουλος στην τριάδα των ερωτικών ποιητών της πόλης μαζί με τον ίδιο και τον Ασλάνογλου. Γενικά στα πρώτα έργα του Ιωάννου το προσωπικό βίωμα του αφηγητή κατακλύζει και υπερκαλύπτει την πόλη, που περισσότερο υπονοείται παρά περιγράφεται. Η πόλη ταυτίζεται με τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και την ενοχή. Χώροι και άνθρωποι αποκτούν κάτι το δαιμονικό. Ο συγγραφέας βρίσκεται ακόμα στο Εγώ – σταδιακά θα οδηγηθεί στο Εμείς, στα επόμενά του έργα.

Με τη Σαρκοφάγο και το Η μόνη κληρονομιά, η πόλη παύει να λειτουργεί ως πρόσχημα αλλά γίνεται ο χώρος ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής. Η πόλη διευρύνεται, οικοδομείται ο Μύθος της. Έχουμε πλέον εικόνες από συλλογικά βιώματα. Η περιπλάνηση του αφηγητή δεν υπαγορεύεται από την αναζήτηση του έρωτα και οι χώροι εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου. Προσωπικό και συλλογικό βίωμα συνυφαίνονται. Πάντα, βέβαια, η εστίαση και η αναφορά του Ιωάννου αφορούν λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες της πόλης. Στην περίοδο της συγγραφικής ωριμότητας που, πλέον, διανύει, ο χρόνος και ο τόπος αλλάζουν πολλές φορές μέσα σε ένα μόνο κείμενο. Η Χ. διακρίνει πως η πεζογραφία του Ι. είναι γεμάτη από δίπολα και σχήματα του στιλ χώρος-καθαριότητα, εξαγνισμός και σώμα-έρωτας-απελευθέρωση ή αμαρτία, ενοχή-κάθαρση, εξαγνισμός, ενώ και ο συγγραφέας, γράφοντας για την πόλη των αντιθέσεων, τη μεταμορφώνει και την αναπλάθει συνεχώς, πολλές φορές μέσα στο ίδιο κείμενο. Η πόλη της ομίχλης, της παρακμής και του θανάτου μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε πόλη του τραμ, των φώτων, της κίνησης των ανθρώπων.

Η τέταρτη ενότητα, Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, αφορά τα βιβλία Το δικό μας αίμα (μάλλον το κορυφαίο βιβλίο του Ιωάννου) και το Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Το πρώτο, επισημαίνει η Χ., περιέχει τα πλέον αποενοχοποιημένα πεζογραφήματα του Ι. Άλλες επισημάνσεις, εν τάχει, της μελετήτριας αναφορικά με αυτά τα βιβλία: Έχουμε πολλαπλή τοπογραφική εμφάνιση της πόλης. Η μνήμη του αφηγητή μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μνήμη συλλογική και η πόλη αποκτά διαστάσεις μέσα στον χρόνο. Οι χώροι της είναι πλέον φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Πάλι θα διακρίνουμε, πιο ευκρινή αυτήν τη φορά, τα αφηγηματικά άλματα του Ιωάννου στον χρόνο τόσο στην περιγραφή ενός καλντεριμιού της πόλης, της οδού Ευριπίδου ή της πλατείας του Αγίου Βαρδαρίου. Η πόλη εμφανίζεται άλλοτε αποσπασματική κι άλλοτε ολόκληρη. Πάλι προσλαμβάνει ποικίλες εκδοχές και σημασίες. Πόλη μάνα, πόλη καταφύγιο, πόλη πλατυτέρα, πόλη σκηνικό θανάτου (στο «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων»), αλλά και πόλη της ορθοδοξίας, της βυζαντινής παράδοσης και του ακραιφνούς συντηρητισμού. Η πόλη συχνά μιλά ποιητικά («Σέιχ Σου», «Με τα σημάδια της απάνω μου»), ενώ στο εμβληματικό «Με τα σημάδια της απάνω μου» ο αφηγητής συνομιλώντας με την πόλη-σώμα του συνομιλεί με την Ιστορία.

Τέλος, στον επίλογο της μελέτης, η Χουζούρη καταθέτει συμπερασματικά την άποψή της πως η περιπλάνηση του αφηγητή Ιωάννου στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζεται και μετά θάνατον. Ο Ιωάννου, αυτό που επιτέλεσε κατά τη συγγραφέα ήταν πως έκανε την πόλη της Ιστορίας πόλη του Μύθου. Και καταλήγει πως όλα τα πεζογραφήματά του αποτελούν το μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης, που ήθελε αλλά δεν πρόλαβε, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, να γράψει. Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται με την ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ. Ι., με φωτογραφικό παράρτημα με μερικές αντιπροσωπευτικές (πάντα ασπρόμαυρες) φωτογραφίες του Θεσσαλονικιού λογοτέχνη, εμπλουτισμένη βιβλιογραφία και ευρετήριο.

Σκέφτομαι, ολοκληρώνοντας το βιβλίο της Χουζούρη, πως η ανατυπωμένη αυτή μελέτη της από τις εκδόσεις Επίκεντρο, είναι μια ουσιαστική και ανιδιοτελής προσφορά της που αφορά τόσο τη γενέθλιά της πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όσο και τον προσωπικό και πρωτότυπο (χρησιμοποιώ δύο επίθετα του κριτικού Γιώργου Αράγη για τον Ιωάννου) κορυφαίο πεζογράφο της. Παρότι πιστεύω πως η πόλη γενικά (άφυλη ούσα) παίρνει υπόσταση από τους ανθρώπους της, τη μνήμη, την ιστορία, το παρόν και το παρελθόν της και δεν είναι κτήμα κανενός συγγραφέα, δεν βρίσκω πιο πετυχημένη ταύτιση πόλης και δημιουργού από το δίπολο Θεσσαλονίκη και Ιωάννου. Αυτό που μένει, βέβαια, στα γραπτά κείμενα πέρα από προσωπικά ή συλλογικά βιώματα, και ξέχωρα απ’ την αφηγηματική μαστοριά, είναι το βλέμμα τού εκάστοτε συγγραφέα, που προσδίδει αυτό το κάτι ιδιαίτερο και εντελώς ξεχωριστό στην πόλη που γεννήθηκε ή για την οποία γράφει κείμενα. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε (και να μελετήσουμε) για τη Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, του Βαφόπουλου, του Αναγνωστάκη, του Μπακόλα, του Καζαντζή, του Χριστιανόπουλου, της Αγαθοπούλου, του Σφυρίδη. Δεν μπορώ όμως να μη συμφωνήσω πως αυτήν τη σωματική-ερωτική σχέση-επαφή της πόλης με τον δημιουργό, ή, για να το αντιστρέψω, έναν δημιουργό που θεωρεί την πόλη του όχι απλώς ως σωματική του προέκταση αλλά ως το ίδιο του το σώμα, μόνο στον Ιωάννου θα το συναντήσουμε, και μάλιστα στον πιο έντονο, εμφατικό, σχεδόν παράφορο, βαθμό.

Η μελέτη όμως της Έλενας, πέρα από τη ζωντάνια και φρεσκάδα που διατηρεί στο ακέραιο δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη της τύπωση, πέρα από χρήσιμο εγχειρίδιο μελέτης του συνολικού, σχεδόν, έργου του Ιωάννου, είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο. Καταδεικνύοντας αυτήν τη σωματική-ερωτική επαφή του δημιουργού Ιωάννου με την πόλη του, οδηγεί μοιραία –πιθανότατα παρά τη θέλησή της– σε συγκρίσεις και αποτιμήσεις για τη σχέση των νεώτερων δημιουργών με την πόλη όπου ζουν και δημιουργούν. Η πόλη στους σημερινούς πεζογράφους (καλώς ή κακώς, δεν είναι του παρόντος να το σχολιάσουμε), κατά τη γνώμη μου πάντα, ή θα είναι απούσα ολοκληρωτικά ή θα χρησιμεύει απλώς ως σκηνοθετικό φόντο ή θα ταυτίζεται αποκλειστικά με τους ήρωες των βιβλίων ή η ιστορία της, οι μνήμες και το παρελθόν της θα ανατέμνονται σε κάποιο λογοτεχνικό εργαστήρι, ψυχρά, εγκεφαλικά και αποστασιοποιημένα. Έχει χαθεί, νομίζω, η προσωπική σχέση, η αμεσότητα, η σωματική επαφή του δημιουργού με την πόλη. Άλλοι καιροί θα μου πείτε κι άλλες εποχές. Δεν αντιλέγω. Κι ούτε αυτή η (ίσως αυθαίρετη) διαπίστωση μειώνει τη λογοτεχνική αξία βιβλίων σύγχρονων πεζογράφων που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το αλλοπρόσαλλό της σήμερα με βάση τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ας μείνουμε όμως, προς το παρόν, στην επανέκδοση της μελέτης της Χουζούρη για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, που και γοητεύει και πληροφορεί και αποσαφηνίζει και ανοίγει δρόμους στην ανάγνωση και μελέτη του έργου ενός κορυφαίου πεζογράφου της νεοελληνικής μας γραμματείας.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε στην ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 27/5/2012, στην παρουσίαση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. Άλλοι ομιλητές: Βενετία Αποστολίδου και Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΡΤΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

ΕΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

 

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ-ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2011, σελ. 371

 

Ο Περικλής Σφυρίδης είναι από τους λίγους εναπομείναντες παλιούς μάστορες της πεζογραφίας μας. Καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι τύπωσε και μυθιστορήματα ή μυθιστορίες) εντάχθηκε στον πυρήνα μιας τάσης πεζογράφων, που πλαισίωσαν το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τάση αυτή έφερε ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο τον ρεαλισμό, ενώ στη Θεσσαλονίκη μεσουρανούσε και κυριαρχούσε ο μοντερνισμός (εσωτερικός μονόλογος). Αυτό από μόνο του ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του. Ο Σ. επίσης συμπεριλαμβάνεται σε μία πλειάδα πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που έφεραν ως καινούρια στοιχεία της γραφής τους τη στροφή στο ατομικό και στην καθημερινότητα, μέσα από βιωματικά έως αυτοβιογραφικά κείμενα. Ωστόσο το έργο του δεν είχε ούτε έχει πανελληνίως την απήχηση (μιλώ για την εμπορική πλευρά του, που ωστόσο σχετίζεται με την αναγνωρισιμότητα του κοινού) που θα του άξιζε. Στάθηκε, όμως, τυχερός, γιατί ευτύχησε να πέσει σε… καλά χέρια μελετητή. Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Α. Π. Θ., πεζογράφος και η ίδια, με μεθοδικότητα, σχολαστικότητα και διεισδυτικότητα που αρμόζει σε ικανή ερευνήτρια, έκανε ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Σ., αφού ο τελευταίος, από το 2006, της παραχώρησε το αρχείο του.

Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, στην Εισαγωγή, γίνεται αναφορά στην πεντάδα των πεζογράφων που συσπειρώθηκαν γύρω από τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου: Γιώργος Ιωάννου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τόλης Καζαντζής, Σάκης Παπαδημητρίου και Περικλής Σφυρίδης. Όλοι τους είχαν κοινά, μεταξύ τους, στοιχεία αλλά και διαφορές. Αν σταθούμε περισσότερο στο τι τους ένωνε από το τι τους χώριζε, μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν εξομολογητικό τόνο στα γραπτά τους, ο οποίος τους βοήθησε να αξιοποιήσουν λογοτεχνικά είτε ατομικά τους βιώματα από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις είτε συλλογικές τραυματικές εμπειρίες από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τα χρόνια μετά, κάτι που συνεπάγεται και την περιγραφή θανάτων συγγενικών προσώπων κι άλλων του περιβάλλοντός τους. Άλλο κοινό τους στοιχείο είναι η μικρή αφηγηματική φόρμα που προσφέρεται στην αξιοποίηση της προσωπικής εμπειρίας. Κατά τον ίδιο τον Σφυρίδη που ως κριτικός κάνει μια αποτίμηση του όλου του έργου, ο έρωτας κι ο θάνατος είναι τα θέματα που κυριαρχούν στα βιβλία του. Η Σταυρακοπούλου αναφέρεται και στο ρεύμα της νεορεαλιστικής πρόζας που καθιερώθηκε τρόπον τινά από τους πέντε προαναφερθέντες πεζογράφους και το ακολούθησαν νεώτεροι πεζογράφοι, ένα ρεύμα που συνδύασε, με αρμονικό τρόπο, παραδοσιακά με μοντερνιστικά στοιχεία και εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980. Επίσης, τονίζει πως, κατά μία έννοια, οι μεταπολεμικοί αυτοί πεζογράφοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Σφυρίδης, είναι μακρινοί επίγονοι του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, αφού δίνουν κείμενα υψηλής ποιοτικής στάθμης με τη μορφή του διηγήματος.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «Ο Περικλής Σφυρίδης και η κριτική για το έργο του» Χωρίζεται σε τρεις υποενότητες. Στο Θέματα-χαρακτήρες, στο Χώρος-χρόνος-τοπογραφία και στο Αφηγηματικές τεχνικές.

Στην πρώτη υποενότητα η Σταυρακοπούλου παρακολουθεί την πεζογραφική πορεία του Σ. βήμα προς βήμα, εστιάζοντας στη θεματολογία (πολιτικά, κοινωνικά, ιατρικά, ερωτικά, ζωοφιλικά διηγήματα) και στους χαρακτήρες του. Παράλληλα, παρεμβάλλονται ως σφήνες απόψεις κριτικών για επιμέρους θέματα της πεζογραφίας του. Θα εστιάσω σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες –κατά τη γνώμη μου– επισημάνσεις-διαπιστώσεις τόσο της Σταυρακοπούλου όσο και άλλων προσώπων (κριτικών, πεζογράφων, ζωγράφων κ ά.) για την πεζογραφία του Σ.

Η πρώτη επισήμανση της συγγραφέως: Στη συλλογή Το τίμημα τα ερωτικά διηγήματα υπερτερούν ποιοτικά των κοινωνικών. Αυτό όμως θα ανατραπεί μελλοντικά (στη δεκαετία του ’80) όπου σε επόμενα βιβλία του (Ψυχή μπλε και κόκκινη) θα διαπιστώσουμε τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα των βιβλίων του Π. Σ. Ενδιαφέρουσες οι απόψεις του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια (Δεν βγάζετε εσείς κανένα φταίχτη, κι αυτό μ’ ενδιαφέρει πολύ στο βιβλίο σας) και του Πάνου Παπανάκου για τις γυναίκες στα διηγήματα του Σφυρίδη (Σ’ όλα τα πεζογραφήματα του βιβλίου, κάτω απ’ τον ρεαλισμό, την αργκό, το κοφτό ύφος με τη φανταρίστικη σκληράδα, κρύβονται τα αναφιλητά ενός γνήσιου ρομαντικού ανθρώπου. Ο Πέτρος είναι το ηρωικό ποντίκι που κάθε φορά τρώει το φιστίκι και δέχεται την ηλεκτρική εκκένωση, εκεί που τα συντρόφια του έχουν αποσυρθεί από την πρώτη κιόλας φορά.). Η Σταυρακοπούλου επισημαίνει πως στα ερωτικά διηγήματα του Σ. υπάρχει ερωτική ματαίωση, διάψευση και ατελέσφορος έρωτας. Παρακάτω διαπιστώνει πως «παρά το βιωματικό της πλαίσιο, η πεζογραφία του Σφυρίδη αποποιείται τα δεσμά του εγώ, στοχεύοντας στο πέραν του εαυτού, σε ένα πιο ουσιαστικό τρόπο της ύπαρξης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο» Ενώ, στη σ. 36 συμπυκνώνει το πεζογραφικό του στίγμα μέσα σε μόλις δύο λεκτικά δίπολα: αφηγηματικός μινιμαλισμός και ρεαλιστική καθαρότητα. Εύστοχη και η διαπίστωσή της πως, παρά τον σκεπτικισμό και την όποια μελαγχολία εκπέμπουν, οι ιστορίες του Σ. δεν διακρίνονται για άμετρη απαισιοδοξία ή θολό αίσθημα παγίδευσης ή ασφυξίας.

Προχωρώ στις άλλες επισημάνσεις: Στα ιατρικά διηγήματα του Σ. (για τα οποία παλιότερα είχα παρατηρήσει ότι υπάρχει μετάθεση με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου από το ερωτικό-προσωπικό τομέα στον εργασιακό/επαγγελματικό χώρο του συγγραφέα) ο έρωτας υπάρχει απλώς ως φόντο και υπερισχύει το πλησίασμα του ανθρώπινου πόνου και του θανάτου (απόρροια των πολύχρονων εμπειριών του ως γιατρού καρδιολόγου). Στο Μισθός ανθυπιάτρου συνυπάρχουν το τραγικό με το κωμικό στοιχείο σε πολλά αφηγήματα. Κατά τη Σταυρακοπούλου, τα ιατρικά διηγήματα του Σ. φωτίζουν για πρώτη φορά το παρασκήνιο της ιατρικής, όπως το ζει ένας γιατρός, και δεν μπορεί να τα φανταστεί ο ασθενής του ή ο αναγνώστης του. Εδώ θίγονται κοινωνικά προβλήματα τη στιγμή που βρίσκονταν στο φόρτε τους, αλλά λίγοι, τότε, τολμούσαν να τα θίξουν (το ζήτημα της ευθανασίας, η διαφθορά στον χώρο της υγείας με το φακελάκι των γιατρών, τα συνδικαλιστικά αδιέξοδα, το aids). Ο Πέτρος στα ιατρικά διηγήματα του Σ. αποτελεί σταθερή περσόνα του συγγραφέα.

Σφυρίδης και Σταυρακοπούλου φαίνεται να συμφωνούν πως η κορυφαία πεζογραφική κατάθεση του πρώτου είναι η μυθιστορία του Ψυχή μπλε και κόκκινη. Θα συμφωνούσα, παρότι θεωρώ ισάξιο το μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού, για το οποίο επισήμανα παλιότερα πως η κριτική θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ως έργο παγκόσμιου ενδιαφέροντος και απήχησης, που σπάει τα στενά ελληνικά πλαίσια και αφορά όλον τον κόσμο. Για το Ψυχή μπλε και κόκκινη, το θέμα που προέκυψε για το αν σωστά χαρακτηρίστηκε από τον συγγραφέα ως μυθιστορία ή εσφαλμένα, μήπως είναι απλώς μυθιστόρημα ή τριμερές αυτοβιογραφικό κείμενο (Αράγης), πιστεύω πως πρόκειται για σχολαστικό φιλολογικό ζήτημα άνευ ουσιαστικής σημασίας και το προσπερνώ. Το βιβλίο μπορεί να παραλληλιστεί με την αξιόλογη κινηματογραφική ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» – δεν είναι τυχαίο που ο τίτλος της ταινίας περιέχει τη λέξη «ψυχή», προφανώς ο σκηνοθέτης είχε διαβάσει το έργο του Σφυρίδη και, μάλλον ασυναίσθητα, επηρεάστηκε από αυτό. Άλλωστε η περίπτωση αδελφών που αλληλοσκοτώνονται γιατί ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα, θίγεται τόσο στη μυθιστορία του Σ. όσο και στο σενάριο της ταινίας του Βούλγαρη, που ωστόσο εισέπραξε αμφιλεγόμενες κριτικές από μερίδα της Αριστεράς, που δεν αντιλαμβάνεται τον Εμφύλιο ως αλληλοσπαραγμό ανθρώπων που ρέει στις φλέβες τους το ίδιο αίμα, αλλά ως ταξικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ίσως και η μυθιστορία του Σ. να ενόχλησε κάποιους φανατικούς του είδους που εκνευρίζονται με την ουδετερότητα, την επί ίσοις όροις προβολή των ανθρωποθυσιών, και την ισορροπημένη και ήπια ματιά του στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όπως και να έχει πάντως, η Σταυρακοπούλου σχολιάζει στη σ. 50 του βιβλίου της πως «(με το Ψυχή μπλε και κόκκινη) ο Σ. δίνει ένα πολιτικό ταμπλό εποχής που αφορά τον 20ο αιώνα, αλλά συνάμα κι ένα ταμπλό ολόκληρης της ζωής του». Σε άλλο σημείο αναφέρει πως θεωρεί το βιβλίο αυτό όχι μόνο ως το κορυφαίο του Σ., αλλά και ένα από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής γραμματείας, άποψη την οποία πρώτος διατύπωσε ο Ηλίας Γκρης στο βιβλίο του Ο Περικλής Σφυρίδης χωρίς περιστροφές (Ιανός, 2004).

Αναφορικά με τα ζωοφιλικά διηγήματα του Σ., αναφέρει. «Με τα ζωοφιλικά του διηγήματα ο Σ. φαίνεται πως ολοκλήρωσε τη δημιουργία μιας άκρως συνεκτικής στο θεματικό και υφολογικό της πλέγμα πεζογραφίας» Κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, πάλι, το θέμα της ζωοφιλίας, έντονο στο βιβλίο Γάτες του χειμώνα, αποτελεί δείγμα τρυφερότητας και όχι μισανθρωπίας (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ροΐδη). Προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τη διαπίστωση της Σταυρακοπούλου πως στο διήγημα «Ωραίος θάνατος» (συλλογή Χαράμι) έχουμε ένα ιδανικό συνταίριασμα του έρωτα και του θανάτου, των δύο αξόνων γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το έργο του συγγραφέα. Τέλος, εύστοχες και ευρηματικές οι ρήσεις των: Μανόλη Ξεξάκη (ο Σ. κάνει την ζωή του τέχνη), Καρόλου Τσίζεκ (μίλησε για ιμπρεσιονιστικό ρεαλισμό στο έργο του Σ.) και Μάρης Θεοδοσοπούλου (μίλησε για το ρίγος του υπερβατικού στο βιβλίο του Εσωτερική υπόθεση, όπου σε τρία διηγήματα έχουμε για πρώτη φορά μια αυτοϋπονόμευση της ρεαλιστικής γραφής του με υπερβατικά στοιχεία ή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ιδίως στο κλείσιμο των ιστοριών).

Αναφορικά με τους χαρακτήρες του, ο Σ., σε όλα του τα βιβλία, βάζει στο στόμα των ηρώων του λόγια που το αισθητήριο της ακοής τσάκωσε από τη ζωή, κι έτσι τα διηγήματά του έχουν κίνηση, δράση και προφορικότητα. Οι ήρωές του γνήσιοι, αυθεντικοί, μιλούν δρώντας. Ο Σ. έχει διεισδύσει στο πετσί τους, στα μύχια της ύπαρξής τους. Υπάρχει βαθύς ανθρωπισμός και συμπάθεια στους ήρωές του, επισημαίνει η Σταυρακοπούλου.

Στην υποενότητα Χώρος-χρόνος-τοπογραφία, η μελετήτρια μάς πληροφορεί πως οι χώροι όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Σ. είναι το Τόπαλτι (το σημερινό Ροδοχώρι), η περιοχή του Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, η Σκύρος, η Αθήνα ως πέρασμα και η Ινδία (Νέο Δελχί). Η παρατήρησή της που ακολουθεί είναι ιδιαίτερα οξυδερκής: Η πόλη και το νησί αναπνέουν ελεύθερα μέσα στο έργο του Σ. χωρίς το βάρος οποιουδήποτε επιβαλλόμενου κοινωνικού ή λογοτεχνικού «θρύλου».

Τέλος, στην υποενότητα Αφηγηματικές τεχνικές (που, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο κι απ’ την πλευρά του μελετητή) η Σταυρακοπούλου κάνοντας έναν συγκερασμό δύο κριτικών αποτιμήσεων (Μάνος Κοντολέων και Σπύρος Τσακνιάς) αναφέρει: «Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κοντολέων χαρακτήρισε ολόκληρη τη διηγηματογραφία του Σ. ως «σύνθεση ενός πολυσέλιδου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος». Έτσι το έργο του μπορεί να διαβαστεί όχι ως μια σειρά χωριστά διηγήματα, αλλά ως ένα και μόνο διήγημα εν προόδω που το τερματίζει «το αναπότρεπτο της ματαίωσης, συνοδευμένης από μια μεταφυσική σχεδόν χροιά ματαιότητας». Παρακάτω η μελετήτρια επισημαίνει τη συχνή παρουσία νεωτερικών στοιχείων στην αφήγηση του θεσσαλονικιού πεζογράφου, που αφορούν κυρίως αναλυτικές περιγραφές αντικειμένων, π. χ μιας λύρας. Κάτι παρόμοιο είχα επισημάνει κι εγώ, παλιότερα, σε μια βιβλιοκρισία μου για τα διηγήματά του, μιλώντας, τότε, για πληροφοριακό ή εγκυκλοπαιδικού τύπου υλικό, το οποίο, παραδόξως, στον Σφυρίδη δεν αποβαίνει εις βάρος της λογοτεχνικότητας του κειμένου, όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά απεναντίας την ενισχύει. Άλλες αφηγηματικές τεχνικές του Σ. για τις οποίες κάνει λόγο η Σταυρακοπούλου: τα ασχολίαστα αφηγηματικά επεισόδια και οι χαρακτήρες του, η τεχνική του φλας μπακ, άλλοτε αυτούσια κι άλλοτε σε συνδυασμό με την αρχικώς γραμμική ροή της αφήγησης, και οι πολλές αφηγηματικές ανατροπές. Η αφήγηση του Σφυρίδη είναι τριτοπρόσωπη, αλλά πιο συχνά πρωτοπρόσωπη, και διακρίνεται από λιτότητα, διαύγεια, ενάργεια, χιούμορ και, ενίοτε, από μια λεπτή, υποδόρια ειρωνεία. Χιούμορ και ειρωνεία δρουν υπονομευτικά, αποφορτίζοντας αισθητά τη δραματικότητα των ιστοριών του. Τελικά, καταλήγει η Σταυρακοπούλου, ο Σ., παρά τα μοντερνιστικά στοιχεία της γραφής του, δεν είναι συγγραφέας του «πνευματικού εργαστηρίου» και η χρήση των αφηγηματικών τεχνικών δεν γίνεται απ’ αυτόν σκόπιμα ή προμελετημένα, αλλά, κυρίως, από ένστικτο.

Έπονται εξήντα έξι κριτικές για βιβλία ή για το συνολικό έργο του θεσσαλονικιού πεζογράφου, επιλεγμένες από ένα σύνολο άνω των εκατό κριτικών που γράφτηκαν έως τώρα (είναι αυτές από τις οποίες χρησιμοποίησε αποσπάσματα στο κείμενό της η Σταυρακοπούλου). Κριτικές, κατά έργο και με χρονολογική σειρά. Εξαιρέθηκαν φυσικά οι απλές παρουσιάσεις δημοσιογραφικού τύπου, ενώ στο επιλεγμένο σύνολο των κριτικών προστίθενται: μια απομαγνητοφωνημένη κριτική του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια και μια προφορική παρουσίαση του συνολικού έργου του Σ. από τον κριτικό Γιώργο Αράγη. Με το έργο του Π. Σ. ασχολήθηκαν οι σημαντικότεροι κριτικοί λογοτεχνίας της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Αλέξης Ζήρας, Σπύρος Τσακνιάς, Μιχάλης Μερακλής, Ελισάβετ Κοτζιά, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Αράγης, Γιώργος Παγανός, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Θανάσης Μαρκόπουλος, Παναγιώτης Μουλλάς, Χ. Δ. Γουνελάς, Νίκος Δαβέττας και Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το πεζογραφικό πορτρέτο του Σ. κλείνει με στοιχεία ταυτότητας του συγγραφέα (βιογραφικό σημείωμα και εκτενές, σχεδόν εξαντλητικό, χρονολόγιο και εργογραφία). Ωστόσο χρήσιμο και ενημερωτικό είναι και το επόμενο μέρος που αφορά τη συμμετοχή του Σ. σε λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αφού αποκαλύπτει το πολιτιστικό προφίλ της πόλης, τις εκδηλώσεις βιβλίου, τις ημερίδες λόγου και όποιο άλλο γεγονός διοργάνωσε ή στο οποίο συμμετείχε ο σημαντικός αυτός πεζογράφος).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο παρών τόμος αποτελεί ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Περικλή Σφυρίδη, σχεδιασμένο με μεθοδικότητα και συνέπεια από μία ικανότατη μελετήτρια, που δίχως να ακολουθήσει το στεγνό και στείρο μονοπάτι της αποστασιοποίησης, έσκυψε με μεγάλη αγάπη και αφοσίωση σε ένα έργο ζωής, ίσως βέβαια με λίγο περισσότερο δέος απ’ όσο χρειαζόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Σαφέστατα πρόκειται για άρτια φιλολογική μελέτη και όχι για προσωπική κριτική αποτίμηση, ωστόσο έχει το προτέρημα πως σχολιάζει και η ίδια σημεία κριτικής άλλων προσώπων, παραθέτοντας τη δική της (συνήθως θετική) άποψη για επιμέρους σημεία της πεζογραφίας του Σ. Παρότι είμαι γενικά κάπως επιφυλακτικός με τις φιλολογικές μελέτες, πιστεύοντας πως η υπερβολική φιλολογία βλάπτει σοβαρά τη λογοτεχνία, ομολογώ πως η όλη δουλειά της Σταυρακοπούλου και ισορροπημένη είναι και άκρως κατατοπιστική. Ο τόμος σίγουρα θα αποτελέσει στο μέλλον ολοκληρωμένο, χρηστικό εργαλείο για όποιον θελήσει να μελετήσει ή απλώς να ασχοληθεί με το έργο του θεσσαλονικιού πεζογράφου.

Κλείνοντας θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις και απόψεις μου αναφορικά με τον Περικλή Σφυρίδη, προσθέτοντας –αν αυτό μού είναι επιτρεπτό– δυο αδέξιες πινελιές στο πεζογραφικό πορτρέτο του, που τόσο ωραία και πειστικά φιλοτέχνησε η Σωτηρία. Πιστεύω πως ο Σφυρίδης εκτός από σημαντικός πεζογράφος και κριτικός, είναι μια ευρύτερη προσωπικότητα στον χώρο της λογοτεχνίας, και όχι μόνο. Ανεξάρτητα σε ποια λογοτεχνική τάση και σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα τον εντάσσει κανείς, πέρα από το έργο του που αντικατοπτρίζεται στα δεκάδες βιβλία που έχει τυπώσει, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων που γράφουν, σχολιάζουν ή διαβάζουν λογοτεχνία, ως δάσκαλος, με την ευρεία έννοια του όρου. Η έννοια του χρέους και του καθήκοντος που τον διακρίνουν είναι έντονη στα βιβλία του, στη λογοτεχνία του, στις κριτικές του, ακόμη και στην ίδια τη ζωή του. Οι ζεστοί, πηγαίοι και αυθεντικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του, τα οξυδερκή κριτικά του κείμενα, οι ημερίδες που διοργανώνει και τα συνέδρια, τα νέα ταλέντα που ανίχνευσε και ανιχνεύει, η έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία, με μεράκι, επιμελήθηκε ή κυκλοφόρησε στο παρελθόν, όλα κατευθύνονται και πηγάζουν από αυτήν τη βαθιά αίσθηση του χρέους που νιώθει για τη λογοτεχνία και τους συνανθρώπους του. Πρόκειται για έναν ουμανιστή συγγραφέα, αλλά παράλληλα και για έναν τρυφερό, ευαίσθητο, συνεπή και σταθερό στις ιδέες του άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως καθήκον. Αυτό το χρέος έχει ηθική υπόσταση, και δεν είναι τυχαίο που ο Αλέξης Ζήρας τον τοποθετεί λογοτεχνικά στους συνεχιστές του «ηθικού βιώματος» που καλλιέργησε και εμπέδωσε η Διαγώνιος.

Ως κατακλείδα αυτής της παρουσίασης του βιβλίου της Σταυρακοπούλου, κρατώ μια φράση ενός σημαντικού σύγχρονου λογοτέχνη, του Κουβανού Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες. Περιέχεται στο βιβλίο του Η βρώμικη τριλογίας της Αβάνας, και την αναφέρω πιστεύοντας πως εκφράζει απόλυτα τις λογοτεχνικές πεποιθήσεις του Σφυρίδη, δίνοντας, τρόπον τινά, το στίγμα τού έως τώρα πεζογραφικού του έργου. «Το καλύτερο είναι η πραγματικότητα. Ωμή. Την παίρνεις όπως την βλέπεις στο δρόμο. Τη βουτάς με τα δυο σου χέρια, κι αν έχεις τη δύναμη, τη σηκώνεις να πέσει πάνω στη λευκή σελίδα. Κι αυτό ήταν. Είναι εύκολο. Χωρίς φτιασίδια»

 

(εκφωνήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2011, σε παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ της Αθήνας∙ στο πάνελ ο Περικλής Σφυρίδης, ο Νίκος Δαβέττας, ο Αλέξης Ζήρας και η Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Επίσης δημοσιεύτηκε στο τχ. 161-162, χειμ.-Άνοιξη 2012 του περιοδικού η παρέμβαση)

  

 

 

 

 

 

ΤΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

                                              

 

Περικλής Σφυρίδης, ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008, εισαγωγή-ανθολόγηση-επιμέλεια Σωτηρία Σταυρακοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 576

 

 

Ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης ολοκληρώνοντας μια γόνιμη πορεία τριάντα χρόνων στα γράμματα, εκδίδει το βιβλίο ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ  ΙΙ, που περιλαμβάνει κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκριτικής αναφορικά με το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2008. Ο παρών τόμος είναι συνέχεια του βιβλίου του ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ (ο ίδιος θεωρεί και τους δύο τόμους ως ένα βιβλίο) και αποτελεί ένα μέρος μόνο του συνολικού κριτικού του έργου, αφού προηγήθηκαν άλλα τέσσερα βιβλία λογοτεχνικής κριτικής: Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης 1980-1990 (Τραμάκια, 1992), Χριστιανόπουλος-Καβάφης. Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους (Τραμάκια, 1993), Εν Θεσσαλονίκη, 13 σύγχρονοι πεζογράφοι (Ιανός, 2001) και Σε πρώτο πρόσωπο. Αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας (Μπιλιέτο, 1999).

Ο τίτλος ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ από τον πρώτο ήδη τόμο οφείλεται στην άποψη του Σφυρίδη για το κριτικό του έργο, που το θεωρεί να φύτρωσε ως παραφυάδα στον κορμό τού κατεξοχήν έργου του, που είναι το πεζογραφικό. Παραπέμπει όμως και στον τίτλο του λογοτεχνικού περιοδικού «Παραφυάδα», το οποίο παλιότερα επιμελούνταν, και αφορούσε ανέκδοτα διηγήματα Θεσσαλονικιών πεζογράφων.

Ο Σφυρίδης θητεύοντας ως συνεργάτης στη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αφομοίωσε σε σημαντικό βαθμό τις αρχές, τα αισθητικά κριτήρια και τον προσανατολισμό του περιοδικού, που άφησε εποχή στα θεσσαλονικιώτικα (και όχι μόνο) γράμματα. Παράλληλα η φιλία του και η συνεργασία του με τον Χριστιανόπουλο άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο πεζογραφικό και κριτικό του έργο. Ξεκινώντας την ενασχόλησή του με τα γράμματα στην ώριμη ηλικία των 46 ετών, είχε κατασταλαγμένες περί λογοτεχνίας απόψεις. Οι απόψεις του αυτές μετουσιώθηκαν σε έργο με τα λογοτεχνικά και τα τεχνοκριτικά του κείμενα, αλλά και τις βιβλιοκρισίες του. Η πρώτη του κριτική αφορούσε το βιβλίο του Αλέκου Δαμιανίδη Τα μάτια του σμηνία και δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος της «Διαγωνίου» του 1979.

Όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του βιβλίου η Σωτηρία Σταυρακοπούλου που επιφορτίστηκε με την επιμέλεια και την ανθολόγηση κειμένων, βιβλιοκρισιών και γραμμάτων αντίστοιχα: «(τον Σφυρίδη) τον ενδιαφέρει περισσότερο η συναισθηματική ένταση την οποία εισπράττει από το βιβλίο που διαβάζει και λιγότερο η πνευματική εργασία της λεγόμενης “δημιουργικής φαντασίας”. Γι’ αυτό και η κριτική του είναι κυρίως διαισθητικά εμπειρική και λιγότερο “εγκεφαλική” εργασία, που βασίζει την κατάστασή της σε ξένα κυρίως αναγνώσματα». Ο ίδιος ο Σφυρίδης αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο ως επαρκής αναγνώστης που νιώθει την εσωτερική ανάγκη να μιλήσει για βιβλία που πιστεύει πως αξίζει τον κόπο να γίνουν ευρύτερα γνωστά, παρά ως κριτικός. Σε άλλο, πάλι, σημείο της εισαγωγής της, η Σταυρακοπούλου μάς αποκαλύπτει τα τρία κριτήρια που, κατά τον Σφυρίδη, πρέπει να ισχύουν για να είναι άξιο λόγου ένα λογοτεχνικό βιβλίο:1) Η αισθητική αξία του και η συγγραφική του αρτιότητα 2) η αναγνωσιμότητά του και 3) η αναπαράσταση της πραγματικότητας, εφόσον πρόκειται για ρεαλιστική αφήγηση. Και τι τον ενοχλεί ιδιαιτέρως στα βιβλία; Η διανοητική σύλληψη, οι φιλοσοφικές εμμονές, ο διδακτισμός, το «κουλτουριάρικο» λεξιλόγιο, η επεξήγηση της συμπεριφοράς των ηρώων ενός βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα, οι ψεύτικοι και όχι πειστικοί διάλογοι, η έλλειψη (όχι πάντα) βιωματικού έρματος.

Το βιβλίο ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ έχει την παρακάτω διάρθρωση. Αρχικά η εκτενής (76 ολόκληρες πυκνογραμμένες σελίδες) εισαγωγή-παρουσίαση του συνολικού κριτικού έργου του Περικλή Σφυρίδη, από την επίκουρο καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και πεζογράφο Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε όλον τον τόμο. Ακολουθούν δεκατρία κείμενα λογοτεχνίας του Σφυρίδη, στα οποία φωτίζονται σημαντικές μορφές της λογοτεχνίας μας όπως ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αλλά το συνολικό βάρος πέφτει πάντα στη συμβολή του περιοδικού Διαγώνιος στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης. Έπονται είκοσι έξι βιβλιοκρισίες. Εδώ το ενδιαφέρον του Σφυρίδη επικεντρώνεται σε βιβλία σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων, κυρίως Θεσσαλονικιών ή Βορειοελλαδιτών, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στους νέους λογοτέχνες. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα, με τα οποία ασχολήθηκε ο Σφυρίδης: Βασίλης Τσιαμπούσης, Δημήτρης Μίγγας, Νίκος Δαβέττας, Δήμητρα Μήττα, Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Σωτήρης Δημητρίου, Παναγιώτης Μουλλάς και αρκετοί ακόμα. Τέλος, δέκα επιστολές του Σφυρίδη προς καταξιωμένους και νεότερους πεζογράφους, στις οποίες κυρίως αναφέρει τις ενστάσεις του για τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία (η ιδέα και η ανθολόγηση οφείλεται στη Σταυρακοπούλου, που πολύ εύστοχα διείδε πως μέσα από αυτές τις επιστολές διακρίνει κανείς όλο το απόσταγμα της σκέψης και των αντιλήψεων του κριτικού Σφυρίδη· εξίσου εύστοχα χαρακτήρισε η ίδια αυτές τις επιστολές ως μικρής έκτασης κριτικά δοκίμια) ολοκληρώνουν το πόνημα του Θεσσαλονικιού κριτικού και πεζογράφου.

Ανώτερο, λοιπόν, το κριτικό έργο του Σφυρίδη από το πεζογραφικό του ή το αντίστροφο; Αν και το ερώτημα παραμένει ερεθιστικό, δυσκολεύομαι να πάρω θέση, αφού εκτιμώ εξίσου τόσο την πεζογραφική του πένα όσο και την κριτική του ματιά. Υποψιάζομαι πάντως πως το κριτικό έργο του είναι περισσότερο σημαντικό από ό,τι ο ίδιος διατείνεται. Θα εκφράσω όμως κάποιες σκέψεις μου που έχουν να κάνουν με τη συνολική προσφορά του πεζογράφου και κριτικού στην πολυετή του ενασχόληση με τα γράμματα. Ο Σφυρίδης υπήρξε και εξακολουθεί να είναι, αν μη τι άλλο, υπόδειγμα μεθοδικότητας και εργατικότητας με ό,τι κι αν ασχολήθηκε. Βοήθησε και στήριξε πολλούς νέους λογοτέχνες, στους οποίους διέκρινε ταλέντο, να βγουν πατώντας γερά στο λογοτεχνικό σανίδι. Αρκετοί του το αναγνωρίζουν, άλλοι το αποσιωπούν. Κάποιοι ίσως και να νιώθουν άβολα με τις περί λογοτεχνίας απόψεις του και τη μαχητικότητά του στο να τις διαφυλάττει ακέραιες. Μερικοί νέοι δημιουργοί που λοξοκοιτάζουν στις εκδόσεις τους την εμπορική επιτυχία παραμελώντας τη λογοτεχνικότητα των κειμένων τους, ίσως σκοντάψουν στο αιχμηρό του βλέμμα. Πιθανόν να ακούσουν σκληρά λόγια από το στόμα του. Αυστηρός ο Σφυρίδης, απόλυτος και παρορμητικός, τσινάει συχνά στα νέα λογοτεχνικά ρεύματα επειδή δεν τον πείθουν. Κανείς όμως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για εμπάθεια και ανειλικρίνεια. Έντιμα, ντόμπρα και ξεκάθαρα λέει τα πράγματα με το όνομά τους, τουλάχιστον όπως ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται. Δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν χαρίζεται σε κανέναν, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται. Λέει με τα κριτικά του κείμενα (αλλά και με το συνολικό του έργο): «Κύριοι, αυτός είμαι, αυτά τα στάνταρ θέτω, εκεί ψηλά βάζω τον πήχη, όποιος έχει τα κότσια κι όποιος συμφωνεί μαζί μου, ας ακολουθήσει». Όσο για το προσωπικό του μότο αναφορικά με τη λογοτεχνία, πιστεύω πως δύσκολο να βρεθεί, έστω και ένας, που θα διαφωνήσει μαζί του: «Ο γνήσιος λογοτέχνης δεν στοχεύει στη νόηση αλλά στην καρδιά μας».

 

(«Ελευθεροτυπία» / «Βιβλιοθήκη», τχ. 593, 5.3.2010)

 

 

 

 

 

 

Περιοδικό Οδός Πανός, τ.147, αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010

 

Με ένα χορταστικό αφιέρωμα 176 πυκνογραμμένων σελίδων για τον Καβάφη κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός, που διευθύνει ο πάντα εργατικός και ακούραστος ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. Το αφιέρωμα, όπως ο ίδιος ο Χρονάς δηλώνει, «ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη», αφού επιμελητής του είναι ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Διονύσης Στεργιούλας, ο οποίος συμμετέχει και με πρωτότυπο κείμενο τριάντα οκτώ σελίδων αναφορικά με το τελευταίο ποίημα του Καβάφη, ενώ παράλληλα ανθολογεί είκοσι επτά ποιήματα του Μεγάλου Αλεξανδρινού. Άλλες σημαντικές υπογραφές αυτού του τεύχους, εκείνες των: Ντίνου Χριστιανόπουλου, Μένη Κουμανταρέα, Ανδρέα Παγουλάτου, Δημήτρη Κόκορη και Γιώργου Χρονά.

Η συμμετοχή των συνεργατών της Θεσσαλονίκης αφορά έξι κείμενα των Χριστιανόπουλου, Στεργιούλα, Κόκορη, Ντανούρα, Ιωαννίδη και Γούτα. Ο Χριστιανόπουλος, με το κείμενό του «Το χωριό της μητέρας μου και ολίγα καβαφικά» αναφέρεται στο Χαράκι της Κυζίκου, ένα χωριό έξω από την Πόλη το οποίο επισκέφτηκε ο Καβάφης τα χρόνια που έζησε στην Κωνσταντινούπολη, και το αναφέρει σε μία μελέτη του δημοσιευμένη στην αλεξανδρινή εφημερίδα «Τηλέγραφος». Από το κείμενο του Χριστανόπουλου φαίνεται πως τον Καβάφη τον απασχολούσαν και γλωσσολογικά ζητήματα.

Ο Στεργιούλας με «Το τελευταίο ποίημα του Καβάφη» –πρόκειται για το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», που ολοκληρώθηκε λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, το 1933– σπάει τους καβαφικούς κώδικες, και ύστερα από πολύχρονη και κοπιαστική πολύπλευρη μελέτη καταλήγει πως ο Ιουλιανός τού ποιήματος αφορά διάσημη πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας εκείνων των χρόνων. Υποδεικνύει νέους τρόπους προσέγγισης και ανάγνωσης των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη, που πιθανότατα σχετίζονταν με ιστορικά γεγονότα της εποχής του, στα οποία ο Καβάφης αναφερόταν υπαινικτικά. Ο Στεργιούλας με τη μελέτη του αυτή διευρύνει τις μελέτες του Σεφέρη και του Τσίρκα για το καβαφικό έργο.

Ο Δημήτρης Κόκορης στο δικό του κείμενο αναφέρεται στη μεταστροφή της γνώμης ενός ελάσσονα ποιητή, του Καίσαρα Εμμανουήλ, για τον Κ. Π. Καβάφη. Ο Καίσαρ Εμμανουήλ ξεκίνησε με αρνητική άποψη για την καβαφική ποίηση, για να γράψει τελικά επαινετικά σχόλια.

Ένα συνολικό πορτρέτο του Καβάφη, πολύπλευρο και πολυπρισματικό, αποτελεί το κείμενο του ποιητή και Θεσσαλονικιού εικαστικού Βασίλη Ιωαννίδη. Ο αναγνώστης θα συναντήσει στις σελίδες του ένα χρονολόγιο του Καβάφη εμπλουτισμένο με προσωπικά, βιογραφικά, ψυχογραφικά και λογοτεχνικά στοιχεία για το έργο του και τη σημασία του, ενώ προς το τέλος του κειμένου του ο Ιωαννίδης μιλάει διεξοδικά για τα πορτρέτα, τις ελάχιστες φωτογραφίες αλλά και τα σκίτσα του ποιητή που διασώθηκαν.

Η Ελευθερία Ντανούρα στη δική της συνεργασία που τιτλοφορείται «Η Αντιόχεια στο έργο του Καβάφη», τονίζει πως η Αντιόχεια θα είναι πάντα η πόλις που θα ακολουθεί τον Αλεξανδρινό.

Τέλος, ο υπογράφων αυτό το κείμενο, αναζητά την ερωτική διάσταση των ποιημάτων του Καβάφη μέσα από τα λήμματα κλίνη και κρεββάτι, που συναντούμε πάντα σε υποφωτισμένες κάμαρες, γεμάτες ερωτική αναπόληση και ηδυπάθεια.

Ένα αφιέρωμα για τον Καβάφη είναι πάντα ζωντανό και επίκαιρο, αφού το έργο του ποιητή, παρά το πέρασμα του χρόνου, παραμένει αρυτίδωτο. Ο Καβάφης, ο μετρ της υπαινικτικότητας, ο σκοτεινός, κρυψίνους και εσωστρεφής ποιητής, ο οικουμενικός δημιουργός που πατά σε τρεις ηπείρους και το έργο του αφορά πλέον όλον τον κόσμο, η κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα μαζί με τον Έλιοτ και τον Πάουντ, ο ποιητής των μόλις 154 ποιημάτων, εξακολουθεί να διαβρώνει την εποχή μας και να συναρπάζει. Πολλοί του στίχοι έχουν γίνει μότο βιβλίων, κορυφαίοι ποιητές έγραψαν ποιήματα για τον ίδιο ή με τον δικό του τρόπο, μέχρι και σε επιφυλλίδες ή ελαφρολαϊκά αναγνώσματα πέρασαν ως ατάκες οι στίχοι του. Σε μια εποχή που εξακολουθεί να συσχετίζει κουτά, στην εποχή της pax Americana και της υποτίμησης των ανθρώπων από άλλους ανθρώπους, σε κοινωνίες κρίσης, αναξιοπρέπειας, ανέχειας και παρακμής όπως οι σημερινές, «ο Καβάφης καλπάζει» κατά τη ρήση του Χριστιανόπουλου.

Κλείνω με λίγες σκέψεις για την Οδό Πανός και τον Γιώργο Χρονά. Είναι άξιο θαυμασμού πώς κατορθώνει ένα λογοτεχνικό περιοδικό, όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά σε κάποια τεύχη του να προχωρεί και σε ανατυπώσεις, αγγίζοντας νούμερα που θα τα ζήλευε και ένας πετυχημένος μυθιστοριογράφος. Ο Χρονάς χάρη στο ένστικτό του, το ταλέντο του και το εκδοτικό του δαιμόνιο, πέτυχε αυτό που κατόρθωσε κάποτε ο Μουρσελάς στο μυθιστόρημα, ο Σκαμπαρδώνης στο διήγημα και η Δημουλά στην ποίηση. Αγγίζοντας τις μεγάλες μάζες αναγνωστών έκανε ευπώλητο στην Ελλάδα ένα λογοτεχνικό περιοδικό.

 

(περιοδ. INDEX,  τχ. 38, Μάρτιος 2010)

 

 

 

 

 

«ΝΑ ΜΗ ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΠΟΛΥ

ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ»

 

 

Pierre Bayard, Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, Μετάφραση Ελπίδα Λουπάκη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 271

 

Η παράξενη συνομοταξία των βιβλιοφάγων έχει χάσει το χρώμα της αντικρίζοντας τον παράδοξο τίτλο στις προθήκες βιβλιοπωλείων. Οι σχολαστικοί φιλόλογοι δυσφορούν. Οι έφηβοι συμμετέχοντες στον θεσμό του ράλι ανάγνωσης σε ιδιωτικά γυμνάσια –καταναγκαστικά διάβασαν δεκάδες βιβλία, κρατώντας σημειώσεις– νιώθουν αμηχανία. Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει. «Μα είναι δυνατόν;» αναρωτιούνται όλοι τους και αλληλοκοιτάζονται δύσπιστοι.

Ναι, είναι δυνατόν, διατείνεται ο Πιερ Μπαγιάρ, καθηγητής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Vincennes–Saint-Denis, συγγραφέας δοκιμιακών έργων και ψυχαναλυτής. Είναι δυνατόν να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, που απλώς ξεφυλλίσαμε, ακούσαμε άλλους να μιλούν γι’ αυτά ή διαβάσαμε από περιέργεια λίγες σελίδες τους και ύστερα τα πετάξαμε στη γωνιά του δωματίου μας ή τα παραχώσαμε στη βιβλιοθήκη μας. Κι όχι μόνο είναι δυνατόν, αλλά και επιβάλλεται. Άλλωστε είτε διαβάσουμε σχολαστικά είτε αποσπασματικά είτε καθόλου ένα βιβλίο, η «συλλογική βιβλιοθήκη» παραμένει αμετάβλητη.

Από το μότο ακόμα του βιβλίου ο Μπαγιάρ μάς προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Ο πολύς Όσκαρ Ουάιλντ ευθαρσώς δηλώνει: «Ποτέ δεν διαβάζω ένα βιβλίο όταν πρέπει να γράψω την κριτική του· ֹεπηρεάζεται κανείς τόσο πολύ!». Νιώθουμε παράξενα γοητευμένοι από την παραπάνω θέση και θέλουμε αμέσως να προχωρήσουμε στα περαιτέρω. Στον πρόλογο μάς περιμένει ακόμα μία έκπληξη. Ο Μπαγιάρ με αφοπλιστική ειλικρίνεια μάς αποκαλύπτει πως ως δάσκαλος λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο, δεν μπορεί φυσικά ν’ απαλλαγεί από την υποχρέωση να σχολιάζει βιβλία που, τις περισσότερες φορές, δεν έχει καν ανοίξει. Πιο πολύ από την εξομολόγησή του μας εντυπωσιάζει το επίρρημα φυσικά που χρησιμοποιεί. Ώστε είναι φυσικό να γίνονται έτσι τα πράγματα, αναρωτιόμαστε.

Ο συγγραφέας συστήνει τη μέθοδο της μη ανάγνωσης, όχι για να απομακρυνθούμε από τη λογοτεχνία και την ανάγνωση, αλλά για να γίνουμε λιγότερο ψυχαναγκαστικοί αναφορικά με την αναγνωστική λειτουργία και να αποενοχοποιηθούμε από το αβάσταχτο βάρος των βιβλίων που περιμένουν να διαβαστούν από εμάς. Σημείο αναφοράς των απόψεων του ο θεωρητικός και πρακτικός της μη ανάγνωσης Πολ Βαλερί και η αιρετική του άποψη: «Η ανάγνωση συνιστά σοβαρότατο εμπόδιο στην καθαρή και ελεύθερη δημιουργία του πνεύματος».

Το δοκίμιο είναι διαρθρωμένο σε τρία κυρίως μέρη, εμπλουτισμένα με πρόλογο, με τον οποίον ο συγγραφέας μάς βάζει στο σκεπτικό του και στο πνεύμα του εγχειρήματός του, και με επίλογο, όπου επικεντρώνεται στην αντινομία που υπάρχει ανάμεσα σε ανάγνωση και δημιουργία, προτρέποντάς μας «να μην στεκόμαστε πολύ πάνω στα βιβλία.»

Στα κυρίως μέρη θα συναντήσουμε τρόπους μη ανάγνωσης (τα βιβλία που δεν γνωρίζουμε, που διαβάσαμε αποσπασματικά, που έχουμε ακουστά ή που ξεχάσαμε), περιστάσεις λόγου όπου πρέπει να αναφερθούμε σε βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει (σε κοσμικές συγκεντρώσεις, μπροστά σε έναν καθηγητή, μπροστά στον συγγραφέα, με την εκλεκτή της καρδιάς μας), ενώ οι προτεινόμενες συμπεριφορές που αναφέρονται στο τρίτο κυρίως μέρος είναι να μη νιώθουμε ντροπή για βιβλία που δεν διαβάσαμε, να επιβάλλουμε τις ιδέες μας, να επινοούμε βιβλία και να μιλούμε για τον εαυτό μας.

Ο Μπαγιάρ με το ειλικρινές και πρωτότυπο αυτό βιβλίο του θέλει να ξεσκεπάσει τη συλλογική υποκρισία που υπάρχει αναφορικά με την ανάγνωση. Επαναπροσδιορίζει τον ορισμό του καλλιεργημένου ανθρώπου της εποχής του. Δεν επιθυμεί να εισάγει καινά δαιμόνια αλλά αποενοχοποιεί τη μη ανάγνωση. Μας θέλει δημιουργικούς και όχι κολλημένους σε σελίδες βιβλίων. Ο κάπως λάιτ τίτλος του ίσως και να ξεγελάσει μερικούς, που θα βιαστούν να απαξιώσουν το όλο εγχείρημα. Όμως το δοκίμιο δεν είναι συνταγή μαγειρικής ούτε οδηγός συμβουλών σε επιδειξίες της γνώσης. Για να συντονιστεί κάποιος με τη σκέψη του συγγραφέα, θα πρέπει πρώτα να έχει διαβάσει πολλά βιβλία. Να είναι συνειδητοποιημένος και συστηματικός αναγνώστης. Και πρέπει να είναι σε θέση να μυρίζεται το περιεχόμενο ενός βιβλίου δίχως να το έχει διαβάσει. Πώς; Με ένα απλό ξεφύλλισμα, με λοξή ανάγνωση κάποιων σελίδων, με νοερή περιδιάβαση στην υπόθεση ή διαβάζοντας μόνο τις τελευταίες αράδες του.

Το ευανάγνωστο, γραμμένο σε μη ακαδημαϊκό ύφος, δοκίμιο κυκλοφορεί από τη σειρά «ΟΖΥΜΑΝΔΙΑΣ–ΔΟΚΙΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ», της οποίας υπεύθυνος είναι ο Χάρης Βλαβιανός, για λογαριασμό των εκδόσεων Πατάκη. Έξοχη η μετάφραση της Ελπίδας Λουπάκη, ανέδειξε την απλότητα του λόγου του συγγραφέα. Εσείς –κατά τα λεγόμενα του Μπαγιάρ– μπορείτε, ακόμα κι αν το αγοράσετε, να μην το διαβάσετε. Απλώς να το ξεφυλλίσετε, επινοώντας οι ίδιοι το περιεχόμενό του.

 

(περιοδ. Εντευκτήριο, τχ. Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009)

 

 

 

 

 

 

ΕΚΜΑΙΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΗ ΤΟΥΣ ΑΛΗΘΕΙΑ

 

 

Πέτρος Τατσόπουλος, Νεοέλληνες (πορτρέτα), Μεταίχμιο, 2007, σελ. 372

 

Ποια η καλύτερη στιγμή για να συνθέσει κάποιος το πορτρέτο μιας προσωπικότητας; Στο ανέβασμά της, στο απόγειο της επιτυχίας της, στην πτώση της ή μετά θάνατον; Οφείλει να έχει γνωρίσει τα πρόσωπα των οποίων τα πορτρέτα τους πρόκειται να υφάνει; Και πόσο άβολα να νιώθουν οι διαχρονικές προσωπικότητες που επέλεξε ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου πλάι στους διάττοντες αστέρες του εφήμερου;

Στην πινακοθήκη του Τατσόπουλου μπόρεσαν να χωρέσουν τα πιο αμφιλεγόμενα, ετεροβαρή και εκ διαμέτρου αντίθετα πρόσωπα της νεοελληνικής κοινωνίας μας, ζώντα και τεθνεώτα: Ο Τάκης Λαμπρίας με την Τζένη Χειλουδάκη, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με την Αννίτα Πάνια, ο Μιλτιάδης Έβερτ με τη Σαβίνα Λόις, ο Κώστας Ταχτσής με τη Νατάσα Καραμανλή. Χέρι χέρι, ώμο με ώμο, πρόσωπο με πρόσωπο, στροβιλίζονται μεταξύ τους σε ένα παράδοξο, σχεδόν εξωφρενικό ρυθμό που υπαγορεύει η αλλόκοτη, αλληλοσυγκρουόμενη αλλά και γοητευτική νεοελληνική πραγματικότητα. Και ο Τατσόπουλος, με μοναδική μαεστρία, κρατάει το ίσο. Με χιούμορ, τρυφερότητα και λοξή ειρωνεία, με καυστικότητα πολλές φορές, με την ιδιαίτερη πάντα πένα του και την προσωπική του ματιά εστιασμένη σε ζωές σκοτεινές και δυσπροσδιόριστες, εκμαιεύει την αλήθεια του νεοέλληνα, με τη ζωή του οποίου καταπιάνεται, και μας την σερβίρει έτοιμη, στο πιάτο, τσιμπολογώντας να την αποτιμήσουμε.

Ο Πέτρος Τατσόπουλος δεν αγιοποιεί όταν σκιτσάρει, ούτε πυροβολεί ανελέητα ούτε ωθεί στο πυρ το εξώτερο. Αν λειτουργούσε έτσι, θα ακύρωνε το πρόσωπο με το οποίο καταγίνεται, το ίδιο και τις πράξεις του. Συχνά φέρνει σε αμηχανία το συνεντευξιαζόμενο πρόσωπο, με τις ερωτήσεις που του θέτει. Οι ερωτήσεις του δεν είναι ανακριτικού τύπου, αλλά φαίνεται συχνά και η δική του τοποθέτηση πάνω στο θέμα που εξετάζει. Με τα περισσότερα πρόσωπα ήρθε ο ίδιος σε επαφή, μίλησε μαζί τους, τους αφουγκράστηκε, πήρε συνεντεύξεις. Κάποιοι υπήρξαν ή παραμένουν φίλοι του. Σε αρκετές περιπτώσεις, στη συνέντευξη, προστέθηκε στην αρχή, ως πρόλογος, ένα δικό του σχόλιο για το πρόσωπο που τον απασχόλησε. Συχνά οι διατυπωμένες ερωτήσεις του είναι ενσωματωμένες σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, και αναλόγως παίρνει και τις απαντήσεις. Αυτές οι πλάγιες ερωτήσεις, διανθισμένες με δικά του σχόλια, με σφήνες από προσωπικές σκέψεις και εκτιμήσεις, μαζί με τους προλόγους ή τους επίλογους των πορτρέτων, δημιουργούν ένα μικτό είδος λόγου –για λογοτεχνική δημοσιογραφία ή για δημοσιογραφίζουσα λογοτεχνία θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος σ’ αυτό το βιβλίο– που σαγηνεύει,  καθηλώνει και ευχαριστεί τον αναγνώστη. Άλλωστε ο Τατσόπουλος, διατηρώντας τις δύο του ιδιότητες, λογοτέχνης και αρθρογράφος εφημερίδας (σκιτσογράφος πορτρέτων, για την ακρίβεια), αλλά και ταχτικός συνεργάτης σε ένθετο για βιβλίο, με οξυδερκείς και διεισδυτικές κριτικές στο γυλιό του, μπορεί να εναλλάσσει το λόγο και το ύφος του, αναλόγως της περίστασης και της διάθεσής του.

Οι Νεοέλληνες του Τατσόπουλου είναι γεμάτοι πρόσωπα. Εκτός των είκοσι δύο πορτρέτων που συνθέτουν το βιβλίο, θα συναντήσουμε και καμιά πεντακοσαριά άλλα πρόσωπα να παρελαύνουν στις σελίδες των Νεοελλήνων, έστω ως απλή αναφορά. Πρόσωπα που ο αναγνώστης θα τα βρει όλα συγκεντρωμένα στο αναλυτικό και εκτενές ευρετήριο, στο τέλος του βιβλίου, ως κομπάρσους, βουβά πρόσωπα, συμπληρώνοντας το παζλ με χρήσιμες λεπτομέρειες κι απαρτίζοντας τον νεοελληνικό θίασο, που χάρη στην ανήσυχη περιέργεια και ευαισθησία του συγγραφέα, δίνει τη δική του παράσταση. Όλα τα πορτρέτα των είκοσι δύο προσώπων έχουν προδημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά (Πρόσωπα, ELLE, ESQUIRE, ένθετο περιοδικό Ταχυδρόμος). Στην περίπτωση της Έλλης Λαμπέτη –το Αγριοκάτσικο από πορσελάνη, όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, λόγω του ατίθασου και εύθραυστου χαρακτήρα της– ο Τατσόπουλος στήνει ολόκληρο ρεπορτάζ συγκεντρώνοντας γνώμες, απόψεις και βιώματα σημαντικών ανθρώπων που έτυχε να τη γνωρίσουν ή να συνεργαστούν μαζί της (Φρέντυ Γερμανός, Φρίντα Μπιούμπι, Θανάσης Νιάρχος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αντώνης Καφετζόπουλος). Κάτι ανάλογο γίνεται και με τον σημαντικό συγγραφέα, τον Κώστα Ταχτσή, η δολοφονία του οποίου ακόμα παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό όχι μόνο για τον λογοτεχνικό κόσμο αλλά και για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Ο Τατσόπουλος μέσα από αφηγήσεις της Πάολας αλλά και του Θανάση Νιάρχου, προσπαθεί –υποδυόμενος τον ντετέκτιβ– να ρίξει φως στο άλυτο μυστήριο του θανάτου του.

Το δείγμα των προσώπων που επιλέγει ο Τατσόπουλος για να στήσει τους Νεοέλληνες, είναι ικανό, αντιπροσωπευτικό και αξιόπιστο, για να θυμηθούμε κάποιους όρους της στατιστικής, που παραπέμπουν σε έρευνες πάνω σε καυτά θέματα της νεοελληνικής κοινωνίας. Τα πρόσωπα δεν είναι μόνο καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Δεν ανήκουν απαραίτητα στον «προοδευτικό» χώρο, αλλά σε όλο το πολιτικό φάσμα. Δεν είναι μόνο ζώντες, αλλά και πεθαμένοι. Δεν αντιπροσωπεύουν μια ιδεατή νεοελληνική πραγματικότητα, που με τη βαρύγδουπη και σοβαρή τους –ή σοβαροφανή τους– περίπτωση, αναβαθμίζουν την κοινωνία και το έθνος. Στην πινακοθήκη του Τατσόπουλου χωρούν όλοι. Ακόμα και οι εκφραστές της εικονικής πραγματικότητας, τα πρόσωπα της τηλεόρασης, μέχρι και οι συντελεστές ή εκφραστές τηλεοπτικών σκουπιδιών. Ο Τατσόπουλος βλέπει ολιστικά τη νεοελληνική κοινωνία, δεν ηθικολογεί, δεν αφορίζει. Κρατάει και τα σκουπίδια και τις αξίες. Ξέρει καλά πως στα σκουπίδια βρίσκεις, συχνά, διαμάντια, ενώ πολλές από τις λεγόμενες «αξίες» ξεπεράστηκαν από την ίδια την εποχή και φαντάζουν παράταιρες. Δεν προτείνει λύσεις ξεβαλτώματος και ανάνηψης από κάποια ηθική σήψη που μας μαστίζει, δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο – και καλά κάνει. Θα τον ενδιέφερε αν ήταν θρησκευτικός ηγέτης, πολιτικός ή στρατευμένος δημοσιογράφος. Όμως ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι συγγραφέας. Που εκπλήσσει κάθε φορά με το επόμενο λογοτεχνικό βήμα του.

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του Πέτρου Τατσόπουλου στα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη από τον Όμιλο Δημιουργικής γραφής Γυμνασίου-Λυκείου και δημοσιεύτηκε στο περιοδ. Εντευκτήριο, τχ. 81, Απρίλιος-Ιούνιος 2008)

 

 

 

 

 

ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑ

                   

                                       

Οι μαθητευόμενοι της οδύνης, Οδός Πανός, Αθήνα,  Μάιος 1995, σελ. 102

 

Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι δάσκαλος, ενώ παράλληλα είναι συγγραφέας και κριτικός. Γεννήθηκε στα Γρεβενά, αλλά ζει στη Θεσσαλονίκη. Λογοτεχνικά και κριτικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά: Εντευκτήριο, Τραμ, Συντέλεια, Δυτικές Ινδίες, Bestseller κ.λπ. Είναι ταχτικός συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Οδός Πανός (έχει επιμεληθεί  αφιερώματα  ποιητών και πεζογράφων). Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πριν από εννέα χρόνια μια συλλογή δοκιμίων, με τον τίτλο Οι μαθητευόμενοι της οδύνης.*

Πρόκειται για 41 σύντομα κείμενα – ποιητικά δοκίμια, ίσως να ήταν ο όρος που θα τα χαρακτήριζε επακριβώς. Όλα τα κείμενα είναι γραμμένα με απλό –αλλά καθόλου απλοϊκό– και κατανοητό τρόπο, είναι διεισδυτικά και φτάνουν στον πυρήνα προσώπων και καταστάσεων, με τα οποία καταγίνονται.

Όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο: «Στις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύουν και βρίσκονται κοντά μας για λίγες στιγμές ο Καβαδίας, ο Καρυωτάκης, ο Καζαντζάκης, ο Κορνάρος, ο Βιζυηνός, ο Σολωμός, ο Πτωχοπρόδρομος, ο Κόντογλου, ο Τσιτσάνης, ο Θεοτοκόπουλος, αλλά και ο Απόλλων, η Περσεφόνη και άλλα πρόσωπα της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής μυθολογίας». Όλα τα παραπάνω πρόσωπα τα συνδέει, μέσα στους αιώνες, κάτι κοινό και ανεπανάληπτο ταυτόχρονα, μια χορδή. Μια κοινή χορδή που ο Στεργιούλας, με την πένα του, την κρούει απαλά και επιδέξια, αποκαλύπτοντάς μας τον ήχο που τους αντιπροσωπεύει. Όλοι τους υπήρξαν βοηθοί, μαθητευόμενοι στο άσπιλο κι ανεξιχνίαστο ιερό της οδύνης. Αυτή η οδύνη, άλλωστε, υπήρξε η γενεσιουργός αιτία του σπουδαίου έργου τους.

Τα κείμενα γράφτηκαν από τον συγγραφέα σε νεανική ηλικία, διατηρούν μια δροσιά και μια φρεσκάδα, διαβάζονται όμως και σήμερα με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Χάρη στη λιτότητα, στην εκφραστική ακρίβεια αλλά και στην ποιητικότητα που τα διακρίνει, θα τολμούσα να τα χαρακτηρίσω πρότυπα δοκιμιακού λόγου. Δεν είναι τυχαίο που δύο απ’ αυτά («Γιατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα» και «Θάλασσα, η αληθινή μας φύση»), περιλαμβάνονται σε γλωσσικά βιβλία του ΟΕΔΒ για το γυμνάσιο και το λύκειο.


 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (Δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός, 2004, σελ. 60

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά (λογοτεχνικά και μη) και άλλα έντυπα μέσα. Κάποιες απ’ αυτές, λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, έγιναν και βιβλία. Το βιβλίο που αφορά δύο πρόσφατες συνεντεύξεις του ποιητή στον Διονύση Στεργιούλα, τιτλοφορείται Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για το Διονύσιο Σολωμό, και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός, σε επιμέλεια  του Γιώργου Χρονά.

Ο Χριστιανόπουλος δεν είναι «εύκολος» συζητητής ούτε βολικός συνεντευξιαζόμενος. Συχνά αντιδρά σε άστοχες ή ασαφείς ερωτήσεις δημοσιογράφων, φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Πρέπει, ο ερωτών, να έχει κότσια γερά και να ’ναι άριστα ενημερωμένος και μελετημένος για να αναμετρηθεί μαζί του. Το εκρηκτικό ταπεραμέντο του σε συνδυασμό με το απρόβλεπτο τού χαρακτήρα του, το λιγότερο, μπορούν να εκθέσουν (τις περισσότερες φορές δικαίως, κάποτε αδίκως) αυτόν που του υποβάλλει ερωτήσεις. Ο Διονύσης Στεργιούλας, από τη θέση του ερωτώντα, πιστεύω πως έφερε σε πέρας το δύσκολο και παράτολμο εγχείρημά του. Εισέπραξε απλώς κάποια δυσφορία τού ποιητή αναφορικά με τις πολλές υποερωτήσεις του, που περιέπλεκαν κάπως το περιεχόμενο κύριων ερωτήσεων, και σκόνταψε –ευτυχώς, μόνο με λίγες εκδορές– στην –νομίζω ορθή– πεποίθηση τού Χριστιανόπουλου, πως δεν είναι υποχρεωμένος, σώνει και καλά, να γνωρίζει θέματα ανεξιχνίαστα ως τώρα, σχετικά με τη ζωή και το έργο του μεγάλου μας ποιητή.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί έναν μονόλογο ή –καλύτερα– μιαν εξομολόγηση του Ν. Χ., που καλύπτεται σε τέσσερις υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα ο ποιητής, με το γνώριμο ύφος του, αναφέρεται στην απασχόλησή του με τον Σολωμό και το έργο του (εδώ, καταλυτικό ρόλο παίζει ο καθηγητής του Λίνος Πολίτης, χάρις στον οποίον αρχίζει η ενασχόλησή του με τον Μέγα Επτανήσιο).

Στη β΄ υποενότητα ο Ν. Χ. αναφέρεται στις μεταφράσεις του Ύμνου εις την Ελευθερίαν – εξακολουθεί να πλουτίζει αυτήν τη μελέτη ως σήμερα και, ήδη, οι μεταφράσεις έφτασαν στις ενενήντα, σε δεκαέξι γλώσσες. Ο Χριστιανόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Σολωμό, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον Ρίτσο, πως: «διακόσια χρόνια μετά το θάνατό του, όταν πια δεν υπάρχει ίχνος από τα κοκκαλάκια του, θριαμβεύει, γιατί βασίζεται στις ίδιες του τις δυνάμεις». Εντούτοις, παραδέχεται πως, αν και σπουδαιότερος ποιητής, ξεπεράστηκε από τον Καβάφη, γιατί παρέμεινε ποιητής για τους Έλληνες, ενώ ο Καβάφης για όλη την οικουμένη.

Η τρίτη υποενότητα αφορά μελέτες, διαλέξεις και έρευνες του Ν. Χ. για τον Σολωμό – σε εξέλιξη βρίσκεται εργασία τού ποιητή που αφορά τις σχέσεις της Θεσσαλονίκης με τον Σολωμό.

Στην τέταρτη υποενότητα, ο Ν. Χ. αναφέρεται στο πώς πλησίασε τον Σολωμό από λογοτεχνικής πλευράς (με μια ανθολογία περίπου 100 δεκαπεντασύλλαβων του Σολωμού, με τίτλο Οι ωραιότεροι δεκαπεντασύλλαβοι κι ένα τετράστιχο ποιηματάκι εμπνευσμένο από το έργο του εθνικού μας ποιητή που όμως αφορά καταστάσεις πιο ρεαλιστικές, θλιβερές κι απογοητευτικές από εκείνες με τις οποίες καταγίνονταν ο Σολωμός).

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφορά τη δεύτερη συνέντευξη του Ν. Χ. στον Στεργιούλα. Ο Στεργιούλας, που δεν είναι «χθεσινός» περί τον Σολωμό –επιμελήθηκε και αφιέρωμά του, έκτασης 73 σελίδων, στην Οδό Πανός (τεύχ. 105-106)– υποβάλλει καίριες και διεισδυτικές ερωτήσεις-τοποθετήσεις στον ποιητή, εκμαιεύοντας πλούσιες και διαφωτιστικές απαντήσεις. Είναι πράγματι εθνικός ποιητής, όταν η ιδέα της ελευθερίας που πραγματεύεται είναι παγκόσμια; Τι επίδραση είχε ο Ύμνος στους Έλληνες της εποχής του; Μήπως οι «σολωμιστές» αναλώνουν τις δυνάμεις τους σε θέματα εντελώς τυπικά, απομακρυνόμενοι από την «ουσία της ποίησης»; Ποια η σκευή και ποιες οι πηγές του Σολωμού στην ποίησή του; κάποιες από τις ερωτήσεις του συγγραφέα. Ο Χριστιανόπουλος, πάλι, με τον μοναδικό του τρόπο μάς πληροφορεί πως ο Σολωμός «βυζαίνει από δύο βυζιά και μάλιστα πολύ ωραία» (από ομοιοκατάληκτη μαντινάδα και δημοτικό τραγούδι), ενώ για το σολωμικό απόφθεγμα «υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και, αν είσαι αρκετός, υπόταξέ την», σχολιάζει: «Δεν αρκεί να μείνεις μόνο στη γλώσσα του λαού, αλλά και να την ανεβάσεις σε υψηλό επίπεδο, αν είσαι αρκετός». Ιδιαίτερα, όμως, συγκλονίζει και συγκινεί ο παρακάτω συλλογισμός του θεσσαλονικιού ποιητή: «…Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια του σολωμικού έργου έχει κάποια σχέση με το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια της νεοελληνικής ιστορίας.»

Ο Διονύσης Στεργιούλας κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κάθισαν και συζήτησαν απλά, φιλικά αλλά διόλου ρηχά, για ένα μεγάλο κοινό τους έρωτα, που ακούει στο όνομα: Διονύσιος Σολωμός. Και παρά τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις σε επιμέρους θέματα, συντονίστηκαν αρμονικά με το πνεύμα του εθνικού μας ποιητή.

 

_____________________________________

•  Από στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου

 

 

 

(«Πανσέληνος» της εφημ. Μακεδονία, τεύχ. 254, Ιούλιος 2004)