Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Συγγραφείς του κόσμου

 



 

 

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

[ΠΕΝΤΡΟ ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ (Κούβα), ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ (Κολομβία), ΤΖΟΝ ΤΣΙΒΕΡ (Η.Π.Α.), ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ (Τσεχοσλοβακία), ΤΖ. Μ. ΚΟΥΤΣΙ (Νότιος Αφρική) ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΧΑΪΣΜΙΘ (Η.Π.Α.), ΧΑΛΕΝΤ ΕΛ ΧΑΜΙΣΙ (Αίγυπτος)]

 

֎

 

 

 

 

ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΛΑΓΝΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ

 

Πέντρο Χουάν Γκουτιέρες, Ο βασιλιάς της Αβάνας, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2015, Pocket

 

 

Το βιβλίο Ο βασιλιάς της Αβάνας ξεκινά μ’ ένα τραγικό περιστατικό που λειτουργεί ως τραγική ειρωνεία ή, καλύτερα, ως φάρσα για τον δεκατριάχρονο Ρέι, ένα αγόρι που ζει σε μια φτωχογειτονιά της Αβάνας. Είναι ο μόνος επιζών ενός οικογενειακού δράματος, στο οποίο μάνα, γιαγιά και αδελφός βρίσκουν φριχτό θάνατο μέσα σε μια στιγμή, ενώ ο άλαλος και απονευρωμένος Ρέι απλώς κοιτάζει άπραγος το αναπάντεχο που συνέβη μπροστά του. Μάρτυρας για το συμβάν δεν υπάρχει κανένας, και όταν φτάνει η αστυνομία συλλαμβάνει το δεκατριάχρονο αγόρι, το οποίο, σοκαρισμένο, δεν ανοίγει καν το στόμα του για να επικαλεσθεί την αθωότητά του και να υπερασπισθεί τον εαυτό του.

Η συνέχεια, γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις. Σύλληψη, αναμορφωτήριο, πρώτη επαφή με ανθρώπους του περιθωρίου, σεξουαλικές οχλήσεις, τατουάζ, δύο πέρλες στον προικισμένο φαλλό του εφήβου, μετά δραπέτευση, άγρια περιπλάνηση στους δρόμους της Αβάνας πάντα με τον φόβο κάποιας νέας σύλληψης, σκληρή ενηλικίωση on the road, μια τετραετία γεμάτη μικροκλοπές, χινετέρας, τραβεστί, μικροπωλητές, μετακομίσεις σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, κλεμμένους πίνακες ζωγραφικής, μπεκρήδες, ναρκομανείς, άφθονο σεξ, χαρτορίχτρες που ορέγονται νεαρούς και κάνουν πνευματικούς «καθαρισμούς», μια ανηλεής, σχεδόν ζωώδης περιπλάνηση μέσα στη φτώχεια και στην πλήρη ανθρώπινη εξαθλίωση, για να προκύψει ένα τέλος σκληρότερο και τραγικότερο κι απ’ την πιο σκληρή και τραγική εκδοχή της ίδιας της ζωής. Όρνεα πεινασμένα, δίπλα σε μια τεράστια χωματερή, να γεύονται το νόστιμο λιπόσαρκο σώμα του εφήβου Ρέι, ο οποίος, λίγες σελίδες πριν, μόλις είχε προλάβει να θάψει, κακήν κακώς, το μισοσαπισμένο πτώμα της Μάγδας, μιας λερής χινετέρας που ωστόσο ο Ρέι την αγάπησε βαθιά, μέσα σε λίτρα ρούμι, επαναλαμβανόμενο σεξ, σκηνές ζηλοτυπίας και μια συμπεριφορά εκ μέρους του που εναλλασσόταν από την πιο τρυφερή αγάπη μέχρι τη βιαιότερη οργή και εκδίκηση.

 

 

Στην παράδοση του "βρόμικου ρεαλισμού"

 

Ο Γκουτιέρες στήνει ένα σκληρό, άμεσο, αντιλυρικό βιβλίο, πιστός στην παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού. Ο έφηβος ήρωας Ρέι (λογοπαίγνιο το όνομά του με τη λέξη βασιλιάς) θυμίζει σε πολλά σημεία τον Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, στον Φύλακα στη σίκαλη, συνεχώς περιπλανιέται, θυμάται, βρίζει, ζει με ωμότητα και κυνισμό τη στιγμή του παρόντος, αδιαφορώντας για παρελθόν και μέλλον, κι όλο επιστρέφει στη Μάγδα, όπως ο Κόλφιλντ επέστρεφε τρυφερά στην αδελφούλα του, τη Φοίβη, για να την υπερασπιστεί και να την προστατέψει. Διαβάζουμε στη σ. 224 του βιβλίου: «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέρα τη μέρα. Ο Ρέι ζούσε το λεπτό. Μόνο το συγκεκριμένο λεπτό που ανέπνεε. Αυτό είχε ζωτική σημασία για την επιβίωσή του, αλλά ταυτόχρονα τον καθιστούσε ανίκανο να προχωρήσει με θετικό τρόπο. Ζούσε όπως ζει το νερό που λιμνάζει σε μια λακκούβα, ακίνητο, μολυσμένο, σιχαμερό, που εξατμίζεται ενώ σαπίζει. Κι εξαφανίζεται». Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αφήγηση παρουσιάζουν οι αναρωτήσεις του εφήβου που κρύβουν –σχεδόν πάντα– ένα βίαιο πρωτογονισμό αλλά και έντονο και αυξημένο αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, μέχρι τον απροσδόκητο χαμό του.

Στο Ο βασιλιάς της Αβάνας θα συναντήσουμε πολλά αφηγηματικά στοιχεία και στερεότυπα από παλιότερα βιβλία του Γκουτιέρες: ο υπερσεξουαλισμός των ηρώων του, η αποσύνθεση και η ηθική χαλάρωση των ηθών της Κούβας, το ερωτικό γυναικείο δίπολο (Μάγδα-Σάντρα) που βασανίζει (μεταξύ άλλων εφήμερων επαφών) τον Ρέι, θυμίζοντάς μας το Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα, με το σεξουαλικό δίπολο Σουηδέζα-Κουβανή, που ταλάνιζε τον εκεί αφηγητή, η πείνα και η εξαθλίωση της Αβάνας, η εμβληματική παραλιακή λεωφόρος Μαλεκόν με όλη την ερωτική της μυθολογία, οι θρησκευτικές δοξασίες των Κουβανών, αλλά και οι μεστές υπαρξιακές αναρωτήσεις του συγγραφέα-αφηγητή, όλα αναπτύσσονται δημιουργικά σ’ αυτό το σκληρό αλλά τόσο αληθινό βιβλίο.

Αντιγράφω κάποια από τα, κατά τη γνώμη μου, δυνατά σημεία της αφήγησης του Γκουτιέρες, που καθηλώνουν με την αλήθεια και την ευθύτητα της διατύπωσής τους:

σ. 51: «Ο φτωχός σε μια φτωχή χώρα μπορεί μόνο να περιμένει το χρόνο να περάσει και να έρθει η ώρα του. Και στο μεσοδιάστημα, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι που πεθαίνει, το καλύτερο είναι να προσπαθεί να μην πηγαίνει γυρεύοντας μπελάδες. Αλλά ορισμένες φορές σε γυρεύουν οι μπελάδες. Πέφτουν από τον ουρανό. Έτσι, δωρεάν. Χωρίς να τους γυρεύεις».

σ. 103: «Η λεπτότητα της αγάπης είναι πολυτέλεια. Το να την απολαμβάνεις είναι μια υπερβολή που δεν ταιριάζει στους στωικούς».

σ. 117: «Ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει. Εάν κάθε μέρα τού δίνουν μια κουταλιά σκατά, στην αρχή του έρχεται αναγούλα, και μετά ζητάει μόνος του με αγωνία την κουταλιά του με τα σκατά και καταστρώνει σχέδια για να φάει δυο κουταλιές και όχι μόνο μία».

σ. 121: «“Η μόνη περιουσία του φτωχού είναι η πείνα” έλεγε η γιαγιά του όταν ακόμη μιλούσε. Από μικρό τον είχαν μάθει να μην δίνει σημασία σ’ αυτήν την περιουσία. Να κάνει σαν να μην υπήρχε. “Ξέχνα την πείνα γιατί δεν υπάρχει τίποτα για φαΐ” τον φώναζε η μάνα του πάντα, κάθε μέρα, κάθε ώρα».

σ. 222: «Εκείνο το μέρος ήταν καλό. Βρόμικο, μισογκρεμισμένο, ετοιμόρροπο, όλα κατεστραμμένα, αλλά ο κόσμος έμοιαζε άτρωτος. Ζούσαν κι ευγνωμονούσαν τους αγίους κάθε μέρα και το απολάμβαναν. Μέσα στα ερείπια και τη βρόμα, αλλά το απολάμβαναν».

 

 

Απομυθοποίηση της πόλης της Αβάνας

 

Η Αβάνα του Γκουτιέρες, η Αβάνα του 1998, έχει μια έντονη πτυχή, που ίσως κάνει τους υπέρμαχους του υπαρκτού σοσιαλισμού (όσοι, τέλος πάντων, έχουν απομείνει) να θυμώσουν, καθότι συνήθισαν να βλέπουν, με μυωπικά γυαλιά, μόνο τις ενδεχόμενες αρετές του εν λόγω συστήματος. Ο Γκουτιέρες απομυθοποιεί την Αβάνα δεόντως, αναδεικνύοντας πτυχές και όψεις της πόλης που σχετίζονται με την εκπόρνευση των φτωχών ανθρώπων της, τη βρόμα, την εξαθλίωσή της, τη βία των σκοτεινών και κακόφημων δρόμων της. Αλλά και το καθεστώς της Κούβας καυτηριάζει ο συγγραφέας, που μέχρι πρότινος αδυνατούσε να τυπώσει τα βιβλία του στη χώρα του, έχοντας το στίγμα του «αντιδραστικού» και του «μηδενιστή» λογοτέχνη. Γράφει σχετικά ο Γκουτιέρες: «Και ποιες είναι οι απαιτήσεις; (για να μπεις στη ζώνη dollar και να ευημερήσεις σ’ αυτήν τη χώρα). Πρέπει να είσαι απόφοιτος πανεπιστημίου, του κόμματος, κάτω από τριάντα χρονών, να μιλάς μια ξένη γλώσσα». Και παρακάτω: «Όλο και κάποιος γέρος μουρμούριζε: “Αυτοί γίνονται εκατομμυριούχοι και η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Είναι εναντίον του λαού, όλα εναντίον του λαού”. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Ορισμένοι γέροι εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι η κυβέρνηση όλο και κάτι θα έλυνε. Τους είχαν πιπιλίσει τόσο το μυαλό μ’ αυτήν την ιδέα, που είχε περάσει στα γονίδιά τους». Η μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη άμεση, εύστοχη, με εμβόλιμες νεανικές φράσεις αργκό, μετέφερε επιτυχώς όλον τον αισθησιασμό, τον ερωτισμό, τη λαγνεία, τον κυνισμό αλλά και την τρυφερότητα της αφήγησης του Γκουτιέρες.

Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, ο νεότερος της παράδοσης του βρόμικου ρεαλισμού, έστησε ένα τολμηρό, άμεσο, ειλικρινές και έντιμο μυθιστόρημα, συνεχίζοντας στον δρόμο των κορυφαίων του είδους, του Μπουκόφσκι, του Σάλιντζερ, του Κάρβερ, του Τσίβερ, του Τομπάιας Γουλφ, του Κόρμακ Μακάρθυ και τόσων άλλων δημιουργών. Πάτησε δηλαδή, δημιουργικά, σε ό,τι πιο ευθύ, άμεσο, γήινο, χωμάτινο και ειλικρινές έχει γραφτεί ως τώρα από τους αιώνιους μάστορες της αμερικανικής ηπείρου, και κατάφερε, με ακόμα ένα βιβλίο του, να μας εκπλήξει.

 

(book press, Ιούνιος 2018)

 

 

 

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΥΩΔΙΑΖΕΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

 

 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, Άπαντα διηγήματα, μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου, Νεφέλη, 2015, σελ. 505

 

 

Ενενήντα χρόνια φέτος από τη γέννηση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές (ο βιολογικός του θάνατος επήλθε στην πόλη του Μεξικού, το 2014) και εβδομήντα χρόνια (1947) από τη δημοσίευση του πρώτου του διηγήματος, είναι δύο καλές αφορμές-επέτειοι για να θυμηθούμε και να επιστρέψουμε στο διηγηματογραφικό corpus του μεγάλου λατινοαμερικανού πεζογράφου. Εφαλτήριο αυτής της καταβύθισης σε παλιότερα, αγαπημένα διαβάσματα, ο ωραίος, συνοπτικός του διηγηματογραφικού του έργου, τόμος των εκδόσεων «Νεφέλη», Άπαντα διηγήματα, που κυκλοφόρησε το 2015. Περιλαμβάνει τρεις συλλογές διηγημάτων του Μαρκές, το Μάτια γαλάζιου σκύλου, το Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα και το Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της, σε αναθεωρημένη (ύστερα από 30 χρόνια) μετάφραση της μεταφράστριας, ποιήτριας και πεζογράφου Κλαίτης Σωτηριάδου.

       

 

Συγγραφική μαγιά για τα μεγάλα μυθιστορήματα

 

Ο αναγνώστης, διαβάζοντας τα συνολικά 29 διηγήματα του τόμου (28 για την ακρίβεια, συν μία νουβέλα) μπορεί να διακρίνει την πεζογραφική εξέλιξη του Μαρκές από την πρώιμη συγγραφική του περίοδο (διηγήματα που έγραψε σε ηλικία 20, 21 ετών, και λίγο μεγαλύτερος) μέχρι την ηλικία των 45 ετών, δηλαδή το 1972, την περίοδο που ο υπερρεαλισμός του –αυτό δηλαδή που εδώ και χρόνια η κριτική ονομάτισε ως «μαγικό ρεαλισμό»– βρίσκεται σε ώριμο στάδιο, οπότε και γράφει το σημαντικότερο ίσως κείμενο του τόμου, τη νουβέλα του Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της. Τα διηγήματα των δύο πρώτων συλλογών προϋπήρξαν των σπουδαίων έργων του Μαρκές Εκατό χρόνια μοναξιάς και Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, αποτελώντας τρόπον τινά τη συγγραφική μαγιά, τη λογοτεχνική ζύμη για το πλάσιμο ηρώων, καταστάσεων και μυθιστορηματικών σκηνικών.

Τα διηγήματα της πρώτης συλλογής, η μεταφράστρια του βιβλίου, σε κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμά της, τα ονομάζει «ψυχογραφήματα». Ο Μαρκές σ’ αυτά του τα κείμενα είναι πιο εσωστρεφής και ερμητικός, υπάρχει ένα στοιχείο που προσιδιάζει σ’ αυτό που αποκαλούμε «συνειδησιακή ροή» (σταδιακά, από κείμενα εσωτερικής δράσης οδηγούμαστε σε κείμενα με στοιχειώδη εξωτερική δράση και διαλόγους), και τα περιγράμματα των ηρώων του δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα όπως στα μετέπειτα διηγήματά του. Ο θάνατος, βέβαια, είναι το θέμα που έντονα και κατ’ εξοχήν τον απασχολεί, αλλά και τα γεράματα, ο μοναξιά, η φτώχεια, ο «άλλος», τα παιχνίδια του νου και ο τρόμος της ανθρώπινης ψυχής απέναντι στα αναπόφευκτα της ζωής. Στο διήγημα «Η Εύα βρίσκεται μες στο γάτο της», ο μόλις εικοσάχρονος, τότε, Μαρκές κάνει την παρακάτω ώριμη, μεταφυσική σκέψη αναφορικά με τον θάνατο και τη συνέχεια της ζωής: «Όχι. Δεν μπορούσε να τα φάει (τα πορτοκάλια). Ήξερε πως κάτω από κάθε πορτοκαλιά, σε όλο τον κόσμο, υπήρχε θαμμένο ένα παιδί που γλύκαινε τα φρούτα με το ασβέστιο από τα κόκαλά του. Ωστόσο, τώρα έπρεπε να φάει ένα πορτοκάλι». Στο «Το άλλο πλευρό του θανάτου», ο θάνατος ενός εκ των δύο δίδυμων αδελφών της ιστορίας φέρνει ανεπανόρθωτα τραύματα στο έτερο ήμισυ, διαταράσσοντας τη ζωή μιας ενιαίας δυάδας, ενώ στο «Το πώς ο Ναταναέλ κάνει μια επίσκεψη» ο ήρωας του διηγήματος, γυαλίζοντας τα παπούτσια του σ’ ένα λούστρο, αντιγράφει (σχεδόν οικειοποιείται) στοιχεία του χαρακτήρα του λούστρου. Πάλι σχετικό με πορτοκάλι ένα ενδιαφέρον σημείο του διηγήματος: σ. 99 «Όταν το παιδί ύγρανε με μισό πορτοκάλι την άκρη του αριστερού παπουτσιού, ο Ναταναέλ ένιωσε να τον διαπερνά το φρέσκο οξύ μέχρι τα δάχτυλα και σχεδόν ταυτόχρονα τη γεύση του πορτοκαλιού στον ουρανίσκο του και μια λεπτή κι ελεύθερη κλωστούλα σάλιο που του γέμισε το στόμα μ’ ένα γλυκό υγρό. Ήταν λες κι ο λούστρος να μην είχε τρίψει το πορτοκάλι στο παπούτσι παρά στη γλώσσα του».

 

 

Ηθογραφία και μαγικός ρεαλισμός

 

Με τη συλλογή του Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα ο Μαρκές προχωράει σε μια πιο αδρή και πειστική ηθογραφία, ενώ οι βάσεις του μαγικού ρεαλισμού στη γραφή του έχουν ήδη μπει για τα καλά. Ο θάνατος κι εδώ κυριαρχεί με πολλούς τρόπους, πρόσωπα κι εκφάνσεις. Στο «Η σιέστα της Τρίτης», που ο ίδιος ο Μαρκές το θεωρεί ως το κορυφαίο διήγημά του, η μάνα ενός κλέφτη που σκοτώθηκε πριν από λίγες μέρες, φτάνει με το τρένο σ’ έναν έρημο σταθμό μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι, για να πάνε λίγα λουλούδια στον τάφο που τον έχουν θαμμένο. Πρώτα όμως πρέπει να πάρουν το κλειδί του νεκροταφείου και την άδεια από τον ιερέα του χωριού. Εδώ, η αποπνικτική ζέστη σε συνδυασμό με τον θλιβερό λόγο της επίσκεψης των δύο ανθρώπων σ’ ένα έρημο χωριό, δημιουργούν ένα άκρως πνιγηρό κλίμα που ολοκληρώνεται με την εμφάνιση πολλών περίεργων χωρικών, που αφήνοντας τη μεσημεριάτικη σιέστα τους, έρχονται για να δουν (και, ίσως, και για να αποδοκιμάσουν) τη μάνα του νεκρού κλέφτη. Η μάνα με την εγγονή, όμως, σαν έτοιμες από καιρό, θα ολοκληρώσουν το χρέος τους προς τον νεκρό. Στο «Η χήρα του Μοντιέλ», η χήρα του δον Χοσέ Μοντιέλ, ενός ανθρώπου που διατηρούσε με την άσκηση τρομοκρατίας το μονοπώλιο της τοπικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, ζει ως ζωντανή νεκρή, αδημονώντας για τον θάνατό της. Στο «Μια μέρα μετά το Σάββατο» η εμφάνιση εκατοντάδων πουλιών σ’ ένα χωριό, που προκαλούν καταστροφές στα σπίτια, αποτελεί για πολλούς προμήνυμα θανάτου. Πρόκειται για τα πουλιά νουμήνιοι ή τουρλιά, συγγενικά της μπεκάτσας, που ζουν στην Κολομβία και κρώζουν με ακρίβεια, ανά ώρα. Ενώ στο «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα», ένα διήγημα που γράφτηκε το 1962 και πρωτοδημοδιεύτηκε στην Ελλάδα το 1974, στο θεσσαλονικιώτικο περιοδικό Διαγώνιος (από τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου πρωτοπαρουσιάστηκε ο Μαρκές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό), ο θάνατος φτάνει για σημαίνον πρόσωπο της ζωής της Κολομβίας, σε ένα κείμενο καυστικό, αιχμηρό, «μια αλληγορία για την ηθική υπόσταση της άρχουσας τάξης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μεταφράστρια του τόμου. Η σιέστα, η μεσαυλή, τα πορτοκάλια, τα τριαντάφυλλα, ο ποταμός Μαγκνταλένα, η περιοχή Αρακατάκα όπου έζησε ο Μαρκές, τα πουλιά νουμήνιοι, ένας ξένος που φτάνει σ’ έναν άγνωστο τόπο, είναι μερικά μόνο από τα επαναλαμβανόμενα σύμβολα και αφηγηματικά μοτίβα που αφορούν την κολομβιανή κουλτούρα στην Καραϊβική, και που τα συναντάμε σε αρκετά από τα διηγήματα της δεύτερης συλλογής, αλλά και ολόκληρου του τόμου. Επίσης τα διηγήματα «Μια απ’ αυτές τις μέρες», «Σ’ αυτό το χωριό δεν υπάρχουν κλέφτες» και «Το θαυμαστό απομεσήμερο του Μπαλτάσαρ» είναι διηγήματα εξαιρετικής ηθογραφικής μαεστρίας, που κάλλιστα θα μπορούσαν να μεταποιηθούν σε σπονδυλωτή κινηματογραφική ταινία, κατά το πρότυπο του «Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου», ακόμη κι αν υστερούν σε βάθος και δραματικότητα, συγκρινόμενα με τη γνωστή νουβέλα του Μαρκές.

 

       

Αυθεντικός παραμυθάς

 

Στην τρίτη συλλογή Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της, που η Κλαίτη Σωτηριάδου θεωρεί πως περιέχει τα καλύτερα διηγήματα του Μαρκές, ο υπερρεαλισμός οργιάζει. Παράξενοι ηλικιωμένοι με τεράστια φτερά στα πλευρά τους προσγειώνονται ανέλπιστα σε χωριά, προκαλώντας στους κατοίκους αναστάτωση, άνθρωποι βουτούν σε βαθιά νερά εντοπίζοντας στοιβαγμένους νεκρούς αιώνων, νεκροί πετιούνται στην θάλασσα ή σε χαράδρες κατά τα ταφικά έθιμα του τόπου, ενώ η θάλασσα ευωδιάζει τριαντάφυλλα –πάλι ένδειξη, κατά πολλούς, του ερχομού του θανάτου– και ο πιο όμορφος πνιγμένος άνδρας του κόσμου είναι τεραστίων διαστάσεων και σίγουρα τον λένε Εστέμπαν. Πελώρια φανταστικά υπερωκεάνια και πωλητές θαυμάτων, καρέκλες που δολοφονούν γυναίκες πετώντας τες στη θάλασσα, και απίθανες φάλαινες από αμίαντο, συνθέτουν ένα ασυνήθιστο και σαγηνευτικό αφηγηματικό σκηνικό, ενταγμένο ωστόσο στην πραγματικότητα, όπως τα όνειρα και οι φαντασιώσεις ενός συγγραφέα είναι αναπόσπαστο κομμάτι των βιωμάτων του. Ο αυθεντικός παραμυθάς Μαρκές γνώριζε τη μαγική συνταγή, τις ισόποσες και ακριβείς δόσεις ρεαλισμού και φαντασίας στις αφηγήσεις του, και πλέκοντας αριστοτεχνικά μύθους, δοξασίες και παραδόσεις του τόπου του, τα πάντρεψε γόνιμα και δημιουργικά με τη σκληρή αλήθεια της ζωής. Την αλήθεια του θανάτου που καρτερεί πέρα απ’ τον έρωτα, και του έρωτα που συνθλίβει τον θάνατο. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης και σκληρού ρεαλισμού, όπου ο κυνισμός και η ανέχεια θριαμβεύουν, ο μαγικός ρεαλισμός του Μαρκές είναι μια λυτρωτική διέξοδος, μια αναζωογόνος ανάσα διαφυγής. Έστω πρόσκαιρη και εφήμερη – όσο διαρκεί δηλαδή η ανάγνωση ενός βιβλίου.

 

(book press, Αύγουστος 2017)

 

 



ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

 

 

Τζον Τσίβερ, Φάλκονερ, μυθιστόρημα, μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Καστανιώτης, 2014

Φραντς Κάφκα, Η ετυμηγορία, διήγημα, επίμετρο-χρονολόγιο Καρολίνα Μέρμηγκα, Μελάνι, 2014

 

 

    Καθένας ζει πίσω από κάγκελα

    που κουβαλάει μέσα του.

    Φραντς Κάφκα

   

 

Τι ενώνει τον, εκ των κορυφαίων Ευρωπαίων λογοτεχνών, Φραντς Κάφκα με τον Αμερικανό πεζογράφο Τζον Τσίβερ; Ίσως, φαινομενικά, ελάχιστα πράγματα, αφού και οι δύο έζησαν σε άλλες εποχές και σε άλλες ηπείρους. Ίσως, όμως, και πάρα πολύ περισσότερα από όσα φαντάζεται κάποιος ανυποψίαστος αναγνώστης. Ο Τσίβερ γεννήθηκε το 1912, τη χρονιά που ο Κάφκα έγραφε την Ετυμηγορία του – νά ένα κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσά τους. Κάφκα και Τσίβερ έζησαν και οι δυο βασανισμένες ζωές– ο πρώτος πεθαίνει νεότατος, ψυχικά διαταραγμένος και με τη φυματίωση να έχει προσβάλει σχεδόν όλο το σώμα του (και τον λάρυγγά του), δίχως να μπορέσει να συμφιλιωθεί ποτέ του με τον πατέρα του. Ο Τσίβερ πεθαίνει από καρκίνο στα εβδομήντα του, περνώντας πολλά προβλήματα υγείας λόγω του αλκοολισμού του (κλείστηκε και σε κέντρο αποτοξίνωσης το 1975) με μόνιμο συμπότη του τον εξίσου σπουδαίο διηγηματογράφο Ρέιμοντ Κάρβερ (επίσης αλκοολικό και με τσακισμένη οικογενειακή ζωή) και ζώντας μεγάλες οικογενειακές καταρρεύσεις και προβλήματα.

Άλλο κοινό σημείο τους, ο σεβασμός που έτρεφε μια πλειάδα σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων στον, προγενέστερο εκείνων, Κάφκα, στην τραγικότητα της ζωής του οποίου (ιδωμένη μέσα από τα βιβλία του) αναγνώριζαν τον ίδιο τους τον εαυτό – όλοι οι σύγχρονοι μεγάλοι Αμερικανοί συγγραφείς νιώθουν δέος απέναντι στον Κάφκα, ο Φίλιπ Ροθ μάλιστα (ίσως ο τελευταίος των πολύ σπουδαίων) σε πρόσφατα τυπωμένο στα ελληνικά βιβλίο με δοκίμιά του (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, εκδ. Πόλις), εξαίρει σε συγκεκριμένο κείμενο την λογοτεχνική αξία του Φραντς Κάφκα. Το σημαντικότερο σημείο σύγκλισης όμως του Κάφκα με τον Τσίβερ είναι η βαθιά αίσθηση του εγκλεισμού, της φυλάκισης στα κάγκελα της ψυχής και της ζωής, αυτό το πνιγηρό, ωστόσο εξαιρετικά δημιουργικό από λογοτεχνικής άποψης, αίσθημα της απομόνωσης σε κάποιο κελί, είτε μιας πραγματικής ή μιας φανταστικής φυλακής όπως ο Τσίβερ, είτε κάτω από την επιρροή ενός δεσμοφύλακα πατέρα που εξουσιάζει και συνθλίβει την προσωπικότητα του γιου του, όπως συνέβη με την περίπτωση του Κάφκα, στην Ετυμηγορία του.

 

 

Η ευτυχία του Τσίβερ

 

Ας ξεκινήσουμε από τον πιο σύγχρονο των δύο, τον Τζον Τσίβερ, και το μυθιστόρημά του Φάλκονερ. Είναι το δεύτερο βιβλίο του Τσίβερ που μεταφράζεται στα ελληνικά – προηγήθηκε η εξαιρετική συλλογή διηγημάτων Ο κολυμβητής, και άλλες ιστορίες που τυπώθηκε από τον «Καστανιώτη», το 2013. Για την ιστορία, ο Κολυμβητής γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία το 1968, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ στον ρόλο ενός κολυμβητή πισινών, ο οποίος κολυμπώντας από πισίνα σε πισίνα θα ανακαλύψει όλη την τραγικότητα και την πίκρα μιας κοινωνίας που δεν παρείχε κανένα αίσθημα ελπίδας και καμία λύτρωση στους ανθρώπους. Επανέρχομαι στο Φάλκονερ. Για να γράψεις πειστικά για τη ζωή στη φυλακή, θα πρέπει, κάποια στιγμή της ζωής σου, να υπήρξες έγκλειστος (εδώ, ας θυμηθούμε και την περίπτωση του Γιώργου Κάτου, με τη συλλογή του Τα καλά παιδιά, για την οποία γίνεται λόγος σε άλλο δοκίμιο του βιβλίου). Οι λογοτέχνες, βέβαια, είναι νομοταγείς και κόσμιοι χαρακτήρες, οπότε μάταιος ο κόπος. Από την άλλη, ένας φυλακισμένος, σπανίως να εκδηλώσει λογοτεχνικές αρετές για να καταγράψει την εμπειρία του, γιατί αν έγραφε, κατά κανόνα δεν θα ήταν παραβατικός. Αυτή η δυσαρμονία που προκύπτει, αυτό το προβληματικό δίπολο ανάμεσα σε «φυλακή» και «λογοτεχνία», λύνεται μόνο αν σε λένε Τζον Τσίβερ. «Φάλκονερ» είναι το όνομα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος όπου φυλακίζεται ο Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, καθηγητής πανεπιστημίου και ηρωινομανής, εθισμένος στη μεθαδόνη, για τον φόνο του αδελφού του. Οι δεσμοφύλακές του καθημερινά τού κάνουν τον βίο αβίωτο, ενώ συναντά και συναναστρέφεται με ποικίλους βίαιους, διαταραγμένους ή αλλοπρόσαλλους συγκρατούμενούς του. Κατά διαστήματα, στη φυλακή, επισκέπτεται τον Φάραγκατ η σύζυγός του, η Μάρσια, η οποία τον αντιμετωπίζει με ανάμικτα συναισθήματα αηδίας, κυνισμού, αγάπης, αφοσίωσης και απαξίωσης. Οι μνήμες από τα παιδικά του χρόνια αλλά και από τον διαταραγμένο γάμο του έρχονται βασανιστικά στον νου του ήρωα μέσα στην κόλαση της φυλακής. Παρόλα αυτά, ο Φάραγκατ δίνει μια μεγάλη μάχη, πρωτίστως με τον εαυτό του, για να διαφυλάξει την ανθρωπιά του και την αξιοπρέπειά του μέσα στην ανελέητη βαρβαρότητα της φυλακής, όπου είναι κλεισμένος. Το Φάλκονερ θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, ενώ ο Σολ Μπέλοου σχολίασε σχετικά: «Σκληρό, κομψό, αγνό. Αναντικατάστατο για κάποιον που ειλικρινά επιθυμεί να κατανοήσει τι συμβαίνει στις ψυχές των ανθρώπων στην Αμερική». Το Φάλκονερ του Τσίβερ, που ανήκει στη λογοτεχνική κατηγορία των βιβλίων του «βρόμικου ρεαλισμού», είναι ένα βαθιά βιωματικό βιβλίο. Ο Τσίβερ έζησε έγκλειστος σε Κέντρο αποκατάστασης για το αλκοόλ, είχε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα με τη σύζυγό του, έναν ταραχώδη γάμο, η σχέση με τον αδελφό του ήταν καθοριστική για τη ζωή του (ο βιογράφος του, Μπλέικ Μπέιλι, άφησε υπαινιγμούς ακόμη και για αιμομικτική σχέση), ενώ πάλευε, όπως και ο Φάραγκατ του βιβλίου, να ξεπεράσει την ομοφυλοφιλία του. Πέρα από όλα αυτά όμως, το Φάλκονερ, αντιπροσωπεύει και εκφράζει τον εγκλεισμό της ζωής, τη φυλακή της ψυχής και του σώματος, και στο τέλος γίνεται σύμβολο ελευθερίας όλων των τυραννισμένων ψυχών που στενάζουν κάτω από την πατούσα του δεσμοφύλακά τους.

 

 

Η ενοχή του Κάφκα

 

Αν όμως στο Φάλκονερ του Τσίβερ η τελευταία λέξη του μυθιστορήματος είναι «ευτυχία» και η απόληξη έχει αίσιο χαρακτήρα, η απόληξη της Ετυμηγορίας του Κάφκα είναι ολότελα διαφορετική και απολύτως τραγική. Ο δεσμοφύλακας πατέρας, που περιφρονεί τον επικείμενο γάμο του γιου του και τον ταπεινώνει, στο τέλος κατορθώνει να τον εξοντώσει, παρότι πολύ εύστοχα στο επίμετρό της η Καρολίνα Μέρμηγκα αναρωτιέται για το τι ήταν τελικά ο Γκέοργκ, ο ήρωας της Ετυμηγορίας: «Αθώος καταδιωκόμενος ή διαβολικό ανθρώπινο ον;» Το σύντομο διήγημα του Κάφκα κινείται πάνω σε τέσσερις άξονες, που συνοψίζουν τις αγωνίες και εμμονές όλως των βιβλίων του, αφού αποτελούν δομικά στοιχεία όλων των ιστοριών του. Πρώτον η απέχθεια του Κάφκα για τον γάμο, αφού το σπίτι και ο έγγαμος βίος για τον ίδιο ισοδυναμούσε με φυλακή. Ο Κάφκα, βέβαια, κατά βάθος επιθυμούσε να αποδράσει από τη γονεϊκή φυλακή. Δεν ενδιαφερόταν στα σοβαρά να νυμφευθεί. Στην ουσία, όπως ωραία το θέτει και η Μέρμηγκα, «μια ζωή, επιθυμούσε μια γυναίκα που θα αγαπούσε το γράψιμό του». Δεύτερος άξονας ο εσωτερικός πόλεμος που είχε κηρύξει ο Κάφκα με τον εαυτό του. Στην Ετυμηγορία ο Κάφκα περιγράφει έναν πόλεμο. Ξεπερνώντας κατά πολύ το «είμαι ένας άλλος» του Rimbaud, μιλάει συχνά στους άλλους για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Ο φίλος του, στην Ετυμηγορία, που ζει στο εξωτερικό και στον οποίον διστάζει να αποκαλύψει πως αρραβωνιάζεται, είναι ένα άλλο προσωπείο ή, καλύτερα, ένας άλλος εαυτός του Κάφκα. Η Καρολίνα Μέρμηγκα αναφέρει στη σ. 50 του επιμέτρου: «Ο πόλεμος του Κάφκα εναντίον του εαυτού του ήταν μια αέναη δίκη που τελείωνε πάντα με την ίδια, αμετάκλητη ετυμηγορία: Ένοχος». Τρίτος άξονας του διηγήματος η επιθυμία για θάνατο. Για τον Κάφκα ο φόβος του θανάτου ήταν και πηγή απόλαυσης. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται βλέποντας τον ήρωα στο τέλος να πεθαίνει αναφωνώντας πως ακόμα αγαπά πολύ τους γονείς του. Η κριτική σχολίασε για το εν λόγω σημείο του διηγήματος πως ο σαδισμός και η σκληρότητα του δεσμοφύλακα πατέρα τελικώς υπερισχύει της υποταγής και της δοτικότητας της γυναίκας με τη οποίαν ο Γκέοργκ σκόπευε να αρραβωνιαστεί. Τέλος, η μορφή του πατέρα, που δεσπόζει και κυριαρχεί στο διήγημα απέναντι στον γιο του. Τρομακτικός, απειλητικός, αυταρχικός, πηγή ενοχών, οργής και τύψεων. Ο Κάφκα αδυνατεί να κερδίσει την αποδοχή του πατέρα του, αλλά δεν είναι παράλληλα και σε θέση να κρίνει το πόσο ακατάλληλος ήταν ως πατέρας. Σέβεται τον πατέρα του μέχρι τέλους, τιμάει τη σχέση του μαζί του, ακόμη κι αν όλο αυτό τον οδηγεί στον θάνατο.

Τσίβερ και Κάφκα έζησαν σε κελιά της ζωής, έγκλειστοι της σκοτεινής ψυχής τους και των τραυματικών βιωμάτων και εμπειριών που κουβαλούσαν μέσα τους. Το γράψιμο, η συγγραφή, η λογοτεχνία είχαν ευεργετική και καταπραϋντική δράση και επίδραση επάνω τους. Ακόμα κι αν, στα περί ου ο λόγος βιβλία τους, ο πρώτος γλιτώνει και απελευθερώνεται από τα δεσμά του, ενώ ο δεύτερος ολοκληρωτικά καταρρέει.

       

(book press, Νοέμβριος 2015)

 

 

 

 

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

 

Τρία μυθιστορήματα του J.M. Coetzee, τα οποία αποτελούν άτυπη τριλογία για το απαρτχάιντ, τη μετανάστευση και τις ανθρώπινες ψευδαισθήσεις.

 

Η παιδική ηλικία του Ιησού, J.M. Coetzee, μτφρ: Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013, σελ. 350

Περιμένοντας τους βαρβάρους, J.M. Coetzee, μτφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013, σελ. 248

Τα χρόνια του σιδήρου, J.M. Coetzee, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014, σελ. 280

 

 

Οι εκδόσεις Μεταίχμιο αποφάσισαν να συγκεντρώσουν το διασκορπισμένο εδώ κι εκεί μεταφρασμένο έργο του Κουτσί, κι έτσι μας συστήνουν, ή μας επανασυστήνουν, μερικά από τα πιο εμβληματικά βιβλία του σημαντικότατου Νοτιοαφρικανού συγγραφέα, όπως Τα χρόνια του σιδήρου, το Περιμένοντας τους βαρβάρους και το πολύ πρόσφατο Η παιδική ηλικία του Ιησού.

Μυθιστορήματα που αποτελούν τρόπον τινά μια άτυπη τριλογία, με σταθερούς θεματολογικούς άξονες το απαρτχάιντ, τα γηρατειά, τον άλλον, τον ξένο, τη μετανάστευση, την ατομική ταυτότητα και το κοινωνικό καλό, αλλά και τη βία, τη φθορά, τον θάνατο, τις ανθρώπινες ψευδαισθήσεις και τις παρανοήσεις του ανθρώπινου μυαλού. Ας σημειωθεί πως ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας, από το 2002, μετακόμισε στην Αυστραλία, όπου και διαμένει.

 

 

Τα χρόνια του σιδήρου

 

Όλο το μυθιστόρημα Τα χρόνια του σιδήρου είναι ένα σπαραχτικό και βαθιά ανθρώπινο γράμμα μιας λευκής, εβδομηντάχρονης Νοτιοαφρικανής που πάσχει από καρκίνο, στην κόρη της που ζει στην Αμερική, και αγνοεί την κρισιμότητα της υγείας της μητέρας της. Στην πραγματικότητα είναι μάλλον μια φωνή απόγνωσης από τη χώρα του απαρτχάιντ σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, που, ίσως, ζει ανυποψίαστος για όσα συμβαίνουν εκεί. Η ύπαρξη της κόρης είναι προφανώς ένα εύρημα, ένα λογοτεχνικό πρόσχημα για να υπάρξει ένα αόρατο αυτί που θα αφουγκραστεί τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας που απασχολούν τον Κουτσί: σχέσεις μάνας-κόρης, γηρατειά, ανθρώπινη φθορά, ο άνθρωπος στον προθάλαμο του θανάτου, η αγωνία για το επέκεινα της ζωής, αλλά παράλληλα και κοινωνική ανισότητα, κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες, ανθρώπινη εξαθλίωση, βία, ρατσισμός, πόλεμος, οδοφράγματα, απαρτχάιντ. Η εβδομηντάχρονη κυρία Κάρεν συμβιώνει με τον ρακοσυλλέκτη Βερκέιγ που τυχαία συναντά στην αυλή του σπιτιού της, τη μέρα που πληροφορείται για την κρισιμότητα της υγείας της από τον γιατρό της. Ανάμεσά τους δημιουργείται μια παράδοξη σχέση που διανύει διάφορες φάσεις, ώσπου να καταλήξει σε μια αμοιβαία αλληλοπεριχώρηση θαλπωρής, ζωής και συναισθημάτων. Ο Βερκέιγ, αρχέγονος, χοϊκός, στεγνός, λιγομίλητος, γνήσιος χαρακτήρας, ζει όπως ένα σκυλί, ή καλύτερα ζει όμοια με το σκυλί που μονίμως τον ακολουθεί και γαβγίζει και χώνει το μουσούδι του στο βρώμικο σώμα του. Η συμβίωση της κυρίας Κάρεν με τον ρακοσυλλέκτη, οι συζητήσεις τους (τον προορίζει μελλοντικά ως μεταφορέα του γράμματός της στο ταχυδρομείο για να σταλεί στην κόρη της), οι σιωπές τους, η ασυνεννοησία τους, όλα όσα ζουν με φόντο τα αιματηρά και αποτρόπαια συμβάντα του απαρτχάιντ, με τα οποία και οι δυο τους μοιραία θα εμπλακούν εξ αιτίας δύο νέων παιδιών που φιλοξενούνται στο σπίτι της και που καταδιώκονται από τους άνδρες της λευκής ρατσιστικής κυβέρνησης της χώρας, όλα τα παραπάνω αποτελούν έναν ύμνο ανθρωπιάς και πλησιάσματος του άλλου, του κοντινού, του χειροπιαστού, που οφείλουμε να το αγαπάμε «όπως αγαπά ένα σκυλί του δρόμου».

Πρόκειται για μια καταγραφή της ανθρώπινης εξαθλίωσης αλλά και μια ανάδυση του ατόμου από τον πυθμένα του θανάτου σε μια άλλη ζωή, ανθρωπινότερη και πιο ενσυναισθητική. Εξέλαβα αυτό το ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο ως μια ελεγεία για τη ζωή και τον θάνατο, για τη ζωή που φθίνει, αλλά και ως την έκφραση μιας ανυπότακτης ψυχής που αντιδρά ως τα υστερνά της για το άδικο που συμβαίνει γύρω της. Όμως σε ένα άλλο επίπεδο, πιο βαθύ και στοχαστικό, όλο το μυθιστόρημα του Κουτσί είναι η παρακαταθήκη μιας παλιότερης γενιάς που σβήνει και εκλείπει, στη νεότερη που παραμένει. Ο παλιός κόσμος που φεύγει και ο νέος που εγκαθιδρύεται. Αντιγράφω χαρακτηριστικές προτάσεις-σκέψεις της ηρωίδας από τη σ. 236. «Η ζωή είναι χώμα ανάμεσα στα παπούτσια μας. Η ζωή είναι χώμα ανάμεσα στα δόντια μας. Η ζωή καταλήγει στο χώμα». Το μυθιστόρημα, που πρωτοκυκλοφόρησε στο εξωτερικό το 1990, αναφέρεται στα γεγονότα του 1986, στη Νότια Αφρική, την περίοδο του απαρτχάιντ.

  

 

Περιμένοντας τους βαρβάρους

 

Η σκόνη και το χώμα της Αφρικής ακολουθεί τους ήρωες του Κουτσί και στο Περιμένοντας τους βαρβάρους, που προϋπήρξε πάντως εκδοτικά από Τα χρόνια του σιδήρου. Σκόνη ανάμεσα στα μάτια, στα παντελόνια στρατιωτών, στα ρούχα του επιτρόπου στο προκεχωρημένο φυλάκιο της Αυτοκρατορίας. Η διαφορά με το προηγούμενο βιβλίο είναι ότι εδώ ο τόπος παραμένει απροσδιόριστος, υπονοείται βεβαίως πάλι η Νότιος Αφρική και το απαρντχάιντ, όμως, όπως μας αναφέρει ο μεταφραστής Μίλτος Φραγκόπουλος στο πολύ ενδιαφέρον εισαγωγικό του σημείωμα, ο Κουτσί βάζει στη χώρα που ξετυλίγεται η ιστορία να υπάρχουν διαστήματα χιονοπτώσεων (στο τέλος μάλιστα τα παιδιά μπροστά στα μάτια του βασικού ήρωα φτιάχνουν κι έναν χιονάνθρωπο) πράγμα σπάνιο για τις κλιματικές συνθήκες της Νοτίου Αφρικής. Η χρονιά έκδοσης του βιβλίου όμως στο εξωτερικό (1980) μας επιτρέπει να συσχετίσουμε και πάλι την αλληγορική και συμβολική ιστορία του με τις φυλετικές διακρίσεις και το απαρτχάιντ, που καταργήθηκε τον Ιούνιο του 1991. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο Κουτσί συνομιλεί με το αριστουργηματικό ποίημα του Καβάφη, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Σε ένα ακριανό κομμάτι κάποιας αυτοκρατορίας, η εξουσία, οι στρατιωτικοί και το Τρίτο Γραφείο πιστεύει πως στα σύνορα της χώρας υπάρχουν βάρβαροι που εποφθαλμιούν εκτάσεις στο εσωτερικό της. Γίνεται κάποια πλύση εγκεφάλου στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας γι’ αυτόν τον διαφαινόμενο κίνδυνο και κάποιοι «διαφορετικοί» πολίτες της Αυτοκρατορίας που διαβιούν στα σύνορα ή έξω απ’ αυτά (κάτι φτωχοί, απελπισμένοι με πρωτόγονο οπλισμό και πρωτόγονη διάλεκτο) συλλαμβάνονται. Ο επίτροπος της πόλης κρατά μία από αυτές τις κοπέλες ως δούλα για οικιακές δουλειές, ανάμεσά τους όμως αναπτύσσεται μια ερωτική σχέση, στην αρχή λανθάνουσα, η οποία θα ολοκληρωθεί μετά τα μισά του βιβλίου. Ο επίτροπος νιώθοντας τύψεις για τα βασανιστήρια που υπέστη η κοπέλα από τον στρατό, που είχαν ως αποτέλεσμα και τον θάνατο του πατέρα της, αποφασίζει με ελάχιστη συνοδεία να κάνει ένα μακρύ ταξίδι μέχρι τα σύνορα της χώρας για να την παραδώσει στους δικούς της, αλλά και για να ανακαλύψει και ο ίδιος το μυστήριο με την ύπαρξη ή όχι των βαρβάρων. Το ταξίδι είναι μάλλον αποτυχημένο και όταν επιστρέφει στον προορισμό του, βρώμικος, πεινασμένος και εξαθλιωμένος, συλλαμβάνεται από τους στρατιωτικούς γιατί είχε επαφές και επικοινωνία με τον εχθρό της Αυτοκρατορίας.

Όλο το βιβλίο εκφράζει την αγωνιώδη προσπάθεια ενός ανθρώπου να περισώσει με κάθε τίμημα την ανθρωπιά και τη λογική του, να μην εκβαρβαριστεί από τη σκληρότητα και τον παραλογισμό των κατοίκων μιας φανταστικής (μήπως πραγματικής;) Αυτοκρατορίας, που δεν μπορούσε να ζήσει ούτε λεπτό χωρίς τον φόβο και την ύπαρξη βαρβάρων, γιατί αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. Ο επίτροπος είναι τρόπον τινά ο διαμεσολαβητής ή ο συμφιλιωτής του κόσμου των βαρβάρων με εκείνον της εξουσίας. Ο βάρβαρος, κατά Κουτσί, είναι ο άλλος, ο διαφορετικός, ο έξω από τις συνήθειες μας, τον πολιτισμό και τα όριά μας, και παρότι το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε πριν από 34 χρόνια είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού οι έννοιες της διαφορετικότητας, της ετερότητας και της προσέγγισης του άλλου μας απασχολούν τα τελευταία χρόνια έντονα, ιδιαίτερα με το μεταναστευτικό ζήτημα που έχει φουντώσει εδώ και κάποιες δεκαετίες. Στη σ. 136 αποκαλύπτεται ο ρόλος του επιτρόπου, όπως τον ήθελε και τον φαντάστηκε ο συγγραφέας. Αντιγράφω: «Και να με τώρα εγώ, προσπαθώντας να διασώσω κάποιες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους του μέλλοντος και τους ανθρώπους του παρελθόντος, επιστρέφοντας, με χίλιες συγνώμες, ένα σώμα που του ρουφήξαμε το αίμα – ο μεσάζων, ένα τσακάλι της Αυτοκρατορίας μασκαρεμένο σαν πρόβατο!»

  

 

Η παιδική ηλικία του Ιησού

 

Το Η παιδική ηλικία του Ιησού είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα. Κυκλοφόρησε το 2013. Ένας μεσήλικας, ονόματι Σιμόν και ο πεντάχρονος Νταβίντ έρχονται με πλοίο από το Μπέλσταρ στη Νοβίλα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, με ένα παρελθόν ξεριζωμένο, ανύπαρκτο, δίχως αναμνήσεις. Η Νοβίλα είναι, προφανώς, ένας φανταστικός τόπος (ή καλύτερα ένας μη-τόπος κατά τα συμφραζόμενα, μια ουτοπία) που παραπέμπει όμως σε σοσιαλιστική ή χίπικη κοινότητα. Ο μικρός κρατούσε στα χέρια του μια επιστολή που θα τον βοηθούσε να αναγνωρίσει την πραγματική του μητέρα, και ο Σιμόν αναλαμβάνει υπό την προστασία του το παιδί, αποφασίζοντας να του εξασφαλίζει μια μητέρα και ένα ευτυχισμένο μέλλον. Όμως η επιστολή χάνεται αναπάντεχα στη διαδρομή, και ο Σιμόν, που δουλεύει λιμενεργάτης για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, από διαίσθηση αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Ινές, μιας μάλλον κακομαθημένης γυναίκας, ανέραστης και παρθένας στα τριάντα της χρόνια, που παίζει τένις και ζει με τα δύο της αδέλφια, το πρόσωπο της μητέρας του Νταβίντ. Όταν ο Νταβίντ πρέπει να πάει στο σχολείο, γύρω στα έξι του χρόνια, εκεί φαίνεται ότι πρόκειται για ένα διαφορετικό παιδί, που ωστόσο δεν συμφιλιώνεται με την ιδέα του σχολείου, της πειθαρχίας, των αριθμητικών πράξεων και της υπακοής σε δασκάλους. Οι δάσκαλοί του δεν εκτιμούν την γόνιμη φαντασία του και την ιδιαίτερη ευφυΐα του, τον αντιμετωπίζουν ως παραβατικό και προβληματικό. Η λύση που προτείνεται τόσο στον ίδιο όσο και στους, ας τους ονομάσουμε, κηδεμόνες του, είναι να φοιτήσει εσώκλειστος σ’ ένα σχολείο για ειδικά, απείθαρχα και ανυπότακτα παιδιά, κάνει τόσο την Ινές όσο και τον ίδιο τον μικρό να δυσανασχετήσουν. Τελικώς, επιστρέφουν στον παλιό τους ρόλο, γίνονται εκ νέου πρόσφυγες, θαρρείς διωγμένοι από την κοινωνία που θέτει όρους, νόμους και δεν αποδέχεται τους όποιους διαφορετικούς, και καταφεύγουν στο κέντρο μετεγκατάστασης μιας άλλης πόλης, ψάχνοντας για μια «καινούρια ζωή». Ένα βιβλίο γεμάτο αλληγορίες, υπαινιγμούς, συμβολισμούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, αλλά και παραλληλισμούς της ζωής κάποιων ανθρώπων δίχως παρελθόν και μέλλον, που ο κοινωνικός ιστός τους αποβάλει ως παρείσακτους, με το Θείο δράμα. Ένας ύμνος στις ανθρώπινες αξίες, στο πλησίασμα του άλλου, στη μετανάστευση, στην ατομική ταυτότητα. Μια παραβολική μεταφορά, τρόπον τινά, της παιδικής ηλικίας του Ιησού, εστιασμένη στο πρόσωπο ενός σύγχρονου μικρού μετανάστη, δίχως πατρίδα, δίχως μητέρα, δίχως αποδοχή, που ωστόσο, χάρη στο ιδιαίτερο χάρισμά του, καταφέρνει να συσπειρώσει ετερόκλητα πρόσωπα στο κυνηγητό μιας άγνωστης, ωστόσο καινούριας ζωής. Ένα παράξενα γοητευτικό ανάγνωσμα, ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Στο βιβλίο αυτό, όπως εύστοχα τονίστηκε από την κριτική, ο Κ. φλερτάρει με τον γερμανόφωνο μοντερνισμό του Κάφκα, του Μούζιλ, του Ρίλκε.

 

Κοιτώντας εκ παραλλήλου τα σπουδαία αυτά μυθιστορήματα, καταλήγουμε σε κάποια κοινά συμπεράσματα:

1) Και στα τρία υπάρχει αναφορά στον παλιό κόσμο που καταρρέει και σ’ αυτόν που έρχεται, και που ίσως, στο μέλλον, αναζητήσει χνάρια και ερείπια του παλιού πολιτισμού που προϋπήρξε. Ακόμη και στο Η παιδική ηλικία του Ιησού, γίνεται αναφορά για αναζήτηση «καινούριας ζωής» ενώ περιγράφεται ο βλοσυρός παλιός κόσμος του ανταγωνισμού, της εξουσίας, του αποκλεισμού της διαφορετικότητας, ακόμα και σε φανταστικές κοινότητες που παραπέμπουν σε σοσιαλιστικά, βουδιστικά ή χίπικα πρότυπα.

2) Υπάρχουν κραυγές αγωνίας για άδικες καταστάσεις, σχεδόν φριχτές ή αποτρόπαιες, που ταλανίζουν τους ήρωες, οδηγώντας τους στα άκρα των αντοχών τους και της συνείδησής τους. Πάντα υπάρχουν φιλοσοφικοί στοχασμοί και μεταφυσικές αγωνίες, σε βαθμό που να υπονομεύεται ο όποιος ρεαλισμός του περιεχομένου των βιβλίων.

3) Κάποιοι από τους βασικούς ήρωες του Κουτσί είναι ακρωτηριασμένοι σωματικά (η κυρία Κάρεν έχει βγάλει τον μαστό της λόγω καρκίνου, η βάρβαρη δούλα είναι ανάπηρη-τυφλή και με σπασμένους αστραγάλους σχεδόν σ’ όλο το διάστημα που υπάρχει μέσα στην ιστορία) – ο μεταφραστής Φραγκόπουλος επισημαίνει πως το φαινόμενο του ακρωτηριασμού υπάρχει και σε ήρωες άλλων έργων του Κουτσί. Φυσικά ο σωματικός ακρωτηριασμός συνυπάρχει και με κάποιον ψυχικό ή συνειδησιακό ακρωτηριασμό, μια γενικευμένη άγνοια, που ωστόσο τους σώζει ή καλύτερα τους ηρωοποιεί στα μάτια του αναγνώστη.

4) Οι χαρακτήρες του Κουτσί επωμίζονται οι ίδιοι το βάρος των αποφάσεών τους, των αντιλήψεων που έχουν για τη ζωή και της κοσμοθεωρίας τους. Έχουν μέχρι και αμφιβολίες για την ορθότητα της γνώμης τους, σε περιπτώσεις που έχουν προφανές δίκαιο να εξεγείρονται. Ωστόσο παραμένουν ευάλωτοι άνθρωποι, έρμαια της ιστορίας, των ανθρωπίνων ενστίκτων και, μάλλον, πλανημένοι. Ο Κουτσί μέσω αυτών δεν ηθικολογεί, δεν κάνει κήρυγμα, ούτε προσπαθεί να μας περάσει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Βλέπει ολιστικά τη ζωή, την ανθρώπινη μοίρα, την ιστορία, την ανθρώπινη περιπέτεια, και πάντα κρατάει ο ίδιος αποστάσεις από τα γεγονότα (αυτό γίνεται πιο ευδιάκριτο στα πιο πρόσφατα βιβλία του). Ακόμη και οι πρωταγωνιστές του τελευταίου βιβλίου του, διακατέχονται από ένα απόλυτα προσωπικό ήθος και μία πίστη, που ξενίζει, όμως που ωθεί τη ζωή τους και κατευθύνει τις αποφάσεις τους μέχρι τέλους.

5) Υπάρχει στους τίτλους των βιβλίων συχνά κάποια αλληγορία, κάτι συμβολικό ή κάποια σύνδεση με την ιστορία, τη θρησκεία ή την ποίηση. Ο επίτροπος πλένει τα πόδια της βάρβαρης-σκλάβας σχεδόν με κατάνυξη, θυμίζοντάς μας σκηνή από τον Μυστικό Δείπνο. Η ζωή του χαρισματικού προσφυγόπουλου Νταβίντ παραλληλίζεται με την παιδική ηλικία του Ιησού (κοντράρεται με τους δασκάλους του, ο άφθονος άρτος που υπάρχει και στα θαύματα του Χριστού, οι ενορατικές του ικανότητας, η περιπλάνηση-φυγή από τόπο σε τόπο κτλ.) ενώ οι λιμενεργάτες της συγκεκριμένης ιστορίας ανταλλάσσουν συχνά φιλοσοφικούς στοχασμούς ή απλώς λογικές σκέψεις, που ξενίζουν τον αναγνώστη. Υπάρχει ένα άχρονο, απροσδιόριστο σκηνικό που δεν ταυτίζεται με αληθινές συμπεριφορές, ενώ οι ήρωες, νιώθει κανείς, πως είναι αρχέγονοι, ή καλύτερα διακατέχονται από έναν παλλαϊκό, αρχέγονο ήθος και μια πίστη και αξιοπρέπεια άλλων εποχών. Επίσης φαίνεται πως ο ελληνικός πολιτισμός επηρέασε τη σκέψη και τις απόψεις του συγγραφέα (η κυρία Κάρεν ως συνταξιούχος καθηγήτρια λατινικών –μιας πεθαμένης γλώσσας, όπως λέει χαρακτηριστικά στον ρακοσυλλέκτη, όταν την ρωτά για το επάγγελμά της– μνημονεύει Θουκυδίδη, αλλού γίνεται αναφορά σε μια σπαρτιάτισσα δέσποινα, με καρδιά από σίδερο, που γεννάει γιους πολεμιστές για το έθνος, ενώ κι ο Καβάφης έχει την τιμητική του με το ποίημα με τους βαρβάρους, που όλο τους περίμεναν στην Αυτοκρατορία και όλο δεν εμφανίζονταν).

6) Και κάτι τελευταίο: Τα δύο παλιότερα βιβλία του Κουτσί, θαρρεί ο αναγνώστης πως γράφτηκαν πρόσφατα, πως αφορούν σημερινές καταστάσεις, πως είναι επίκαιρα όσο ποτέ, ενώ γράφτηκαν πριν από αρκετά χρόνια. Ενώ το Η παιδική ηλικία του Ιησού, παρότι θίγει ζητήματα σημερινά (μετανάστευση, ετερότητα, εκπαιδευτικά στερεότυπα που διαιωνίζονται κτλ.) και είναι πρόσφατα γραμμένο, παραπέμπει σε αλληγορίες υπαρξιακού, θρησκευτικού ή βιβλικού τύπου, καθιστώντας το διαχρονικό.

 

Συμπερασματικά: Ο Κουτσί είναι ένας συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας και εκφράζει πανανθρώπινες αξίες. Δεν είναι συγγραφέας της επιφάνειας, του εύκολου εντυπωσιασμού ή καταγραφέας απλώς μιας δυστοπικής κοινωνίας, στο πλαίσιο μιας γραφής αμφισβήτησης ενός γενικότερου πολιτικοοικονομικού συστήματος, που έχει επιβληθεί σε κοινωνίες και σε κράτη. Δεν είναι αρνητής καταστάσεων, δεν αδικεί κάποιους για να στηρίξει την αλήθεια κάποιων άλλων. Επίσης δεν τον ενδιαφέρει η ρεαλιστική απεικόνιση πραγμάτων και καταστάσεων, ούτε κάνει ένα είδος ντοκουμενταρίστικης λογοτεχνίας, με αυστηρές χρονολογίες, πρόσωπα, γεγονότα, προσδιορισμένους τόπους. Πρόκειται για έντονα στοχαστικό, συχνά με μεταφυσικές ανησυχίες, ουμανιστή συγγραφέα που μεταποιεί, πάντα με αφηγηματικό δόλο και συγγραφική δεινότητα, την ανθρώπινη περιπέτεια σε βαθιά, υπαινικτικά, συχνά αλληγορικά μυθιστορήματα, προκαλώντας και ξαφνιάζοντας συχνά την κριτική με τις θεματικές επιλογές του. Πήρε δύο βραβεία Μπούκερ (1983, 1999) και τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ (2003) για το σπουδαίο έως τώρα έργο του.

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 27-5-2014, στο ΟΞΥΓΟΝΟ του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ, στη Θεσσαλονίκη, σε αφιέρωμα για τον Κουτσί. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book press τον Ιούνιο του ίδιου έτους)

 

 

 

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΧΑÏΣΜΙΘ

 

 

PATRICIA HIGHSMITH, Γάτες, τρία διηγήματα, τρία ποιήματα, ένα δοκίμιο και επτά σχέδια, εκδ. Άγρα, 2006

  

 

Τι κοινό έχουν μεταξύ τους η Πατρίσια Χάισμιθ, ο Φραντς Κάφκα, ο Τζακ Λόντον, ο Ελίας Κανέττι και ο Τζ. Μ. Κουτσί; Και όλοι οι παραπάνω με τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τη Λένα Διβάνη και τον Περικλή Σφυρίδη; Μα όλοι τους αγαπούν (ή αγαπούσαν) τα ζώα.

Η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ (1921-1995) στο βιβλίο της Γάτες που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 2006 σε μικρή, κομψή έκδοση, φανερώνει τη σχέση που ανέπτυξε με τα χαριτωμένα τετράποδα – μια σχέση ζωής. Ιστορίες με κομμένα ανθρώπινα δάχτυλα που τα ξετρυπώνουν, θαμμένα στο χώμα, κάποιες γάτες φέρνοντας, παράλληλα, στην επιφάνεια αποσιωπημένα συμβάντα του παρελθόντος, φαντάσματα που πλανώνται συνεχώς κόβοντας την ανάσα του αναγνώστη, μυστηριώδη ζωάκια που σπέρνουν τον τρόμο σε αγροικίες και που αναλαμβάνουν να τα εξολοθρεύσουν γάτες-κυνηγοί, αλλά και σάτιρα, λεπτοδουλεμένα ψυχογραφήματα ή απλώς τρυφερά πορτρέτα, σχεδιασμένα με μολύβι ή με μορφή ποιημάτων, δεσπόζουν σ’ αυτό το βιβλίο. Η Χάισμιθ, που εκτός από φιλολογία σπούδασε και ζωολογία, σέβεται τα αγαπημένα της τετράποδα, τα αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους λογοτεχνικούς ήρωες των κειμένων της (τα θέτει, ίσως, και ελαφρώς υψηλότερά τους), ενώ η παρουσία των γατών στο κλείσιμο των ιστοριών της είναι καταλυτική. Το βιβλίο Γάτες περιλαμβάνει τρία διηγήματα, τρία ποιήματα, ένα δοκίμιο και επτά σχέδια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις της Χάισμιθ για τις γάτες, που περιέχονται στο δοκίμιό της Για τις γάτες και τον τρόπο ζωής. Αντιγράφω από τη σ. 128: «Μια γάτα κάνει το σπίτι πιο οικείο, ένας συγγραφέας δεν είναι ποτέ μόνος του όταν έχει γάτα. Είναι όμως αρκετά μόνος του για να δουλέψει. Και επιπλέον η γάτα είναι ένα έργο τέχνης που κινείται, κοιμάται και διαρκώς αλλάζει. Ένας συγγραφέας μπορεί να «χρησιμοποιήσει» μια γάτα για να μυρίσει κάτι στο πάτωμα την κατάλληλη στιγμή, αλλά είναι από τις εκδοχές που φαίνονται αληθοφανείς στην αληθινή ζωή και ψεύτικες στη μυθοπλασία».

Η Χάισμιθ εντάσσει τις γάτες στα διηγήματά της ως μυθοπλαστικό εύρημα και σκηνοθετικό ντεκόρ. Η διακριτική παρουσία τους εντείνει το μυστήριο του στόρι και σε κάποια δεδομένη στιγμή, που εκείνη αποφασίζει ποια θα είναι, ο φακός της κεντράρει στο ζώο, που το σκιτσάρει θαυμάσια (το ίδιο και τις αρετές του) καθιστώντας το πρωταγωνιστή και καταλύτη των εξελίξεων, που συχνά επισπεύδονται εξ αιτίας του.

  

(απόσπασμα από κείμενο, δημοσιευμένο στην book press τον Αύγουστο 2013)

 

 

 

ΟΙ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ ΤΟΥ ΚΑΪΡΟΥ

 

 

Χάλεντ Ελ Χαμίσι, Ταξί στους δρόμους του Καῒρου, αφηγήματα, Μεταίχμιο, 2009, σελ. 232

 

 

Στο Κάιρο τα ταξί είναι περισσότερα από 80.000 και οι ταξιτζήδες περίπου 250.000. Τα ταξί είναι συνήθως παλιά ή μεταχειρισμένα και οι ταξιτζήδες φτωχοί μεροκαματιάρηδες. Οδηγούν πάντα με κόρνα, δεν χρησιμοποιούν ταξίμετρο, και το αντίτιμο της διαδρομής προκαθορίζεται σε συνεννόηση με τον πελάτη. Ο Χαμίσι σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Καῒρου, ενώ ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη δημοσιογραφία. Στο πρώτο του βιβλίου Ταξί στους δρόμους του Καῒρου, που είχε σημαντική απήχηση στον αραβικό κόσμο, αφουγκράζεται τους ταξιτζήδες του Καῒρου. Έχουν πολλά να του αφηγηθούν κι ο συγγραφέας, ανοίγοντας διάπλατα τις κεραίες του, προσέχει, ακούει και καταγράφει. Η σερμαγιά που αποκομίζει νόστιμη κι ενδιαφέρουσα. Πενήντα οχτώ, μικρά σε έκταση, αφηγήματα συναποτελούν ένα ενιαίο ψηφιδωτό που αφορά την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική κατάσταση της σημερινής Αιγύπτου. Πάνω απ’ όλα όμως αυτή η συλλογή αποτελεί ένα κολάζ καθημερινών εικόνων, στιγμών, και διαλόγων με τους πιο καθημερινούς πολίτες της χώρας σε δράση: τους ταξιτζήδες.

Διαβάζοντας τα ζωντανά αυτά αφηγήματα συλλέγουμε τύπους ταξιτζήδων του Καῒρου. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε: Ταξιτζήδες που κοιμούνται στο τιμόνι για να ξοφλήσουν χρέη κι άλλοι που ερωτεύονται τυφλά κοινές γυναίκες. Υποσιτισμένοι, που, όσα βγάζουν στο τιμόνι, τα τρώνε αμέσως, απάνθρωποι τύποι που δεν εξυπηρετούν φτωχούς λούστρους, κι άλλοι, πονόψυχοι, που μεταφέρουν δωρεάν φτωχά παιδιά στα σχολεία τους. Οδηγοί που πληρώνουν μίζα στην Τροχαία για να πάρουν πίσω την άδειά τους κι άλλοι που διάβηκαν το κατώφλι της τρέλας για να την ανανεώσουν προσωρινά. Ταξιτζήδες που δεν έκαναν οικογένεια για να καπνίζουν αιώνια, κι άλλοι που κάνουν λαθρεμπόριο τσιγάρων. Μορφωμένοι, με μεταπτυχιακά, που κάνουν δεύτερη δουλειά για να τα φέρουν βόλτα, και ποδοσφαιρόφιλοι που δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν ένα εισιτήριο της εθνικής Αιγύπτου. Ταξιτζήδες που παίζουν στο χρηματιστήριο, κι άλλοι που επαιτούν, επινοώντας απίθανες ιστορίες για να συγκινήσουν τον πελάτη. Άνθρωποι που παίρνουν κουράγιο κοιτώντας σιωπηλά τα νερά του Νείλου, άλλοι που παρενοχλούν ερωτικά ανήλικα κορίτσια, κι άλλοι που σκοτώνονται στη δουλειά για τα ιδιαίτερα μαθήματα των παιδιών τους. Ταξιτζήδες που πιστεύουν σε δαιμόνια, που συμπαθούν το Ιράκ και βρίζουν τους Αμερικάνους, τα καρτοκινητά και τις γυναίκες. Νοσταλγοί του Σαντάτ, υποστηρικτές της κυβέρνησης Μουμπάρακ ή φανατικοί επικριτές του τελευταίου.

Τα αφηγήματα διαβάζονται απνευστί και, με την πρώτη ματιά, δεν διεκδικούν ιδιαίτερες λογοτεχνικές δάφνες. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, και με δεδομένο ότι έχουμε να κάνουμε με αραβόφωνη λογοτεχνία που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, η γραφή αναδεικνύεται πρωτότυπη και ασυνήθιστη. Το μοτίβο, βέβαια, σε κάθε ιστορία φαντάζει μονότονο. Ο συγγραφέας πάντα βρίσκεται μόνος στο δρόμο, παίρνει ταξί και ο ταξιτζής του εξομολογείται την ιστορία της ζωής του. Εντούτοις όλες οι ιστορίες εκπέμπουν γνησιότητα, ειλικρίνεια και αλήθεια. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως όλο αυτό είναι ένα εύρημα, μια μεταμόρφωση του συγγραφέα για να μιλήσει ο ίδιος μέσα από στόματα φτωχών, καθημερινών ανθρώπων για τη συνολική κατάσταση της χώρας του, δεν έχουμε λόγο να μην πιστέψουμε πως έτσι έγιναν τα πράγματα, όπως μας τα αφηγείται ο Χαμίσι στις σελίδες του, και πως οι εξομολογήσεις των ταξιτζήδων είναι αυθεντικές. Η Πέρσα Κουμούτση, που ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα της μετάφρασης του βιβλίου από τα αραβικά στα ελληνικά, πέτυχε να μεταφέρει αυτούσια τη θυμοσοφία των απλών ανθρώπων του Καῒρου και να αναδείξει το διακριτικό χιούμορ του συγγραφέα.

Κλείνω με δύο σχόλια για το βιβλίο και τους ταξιτζήδες του Χαμίσι. Μ’ άρεσε που ο αφηγητής μιλά ελάχιστα στις ιστορίες του και –ως έμπειρος δημοσιογράφος που δείχνει ότι είναι– δίνει το μικρόφωνο στους ταξιτζήδες εκμαιεύοντας τις αλήθειες τους. Τους ακούει υπομονετικά, ακόμη κι όταν διαφωνεί μαζί τους. Δεν νουθετεί, δεν διδάσκει, δεν αλλάζει γνώμες. Αφουγκράζεται και καταγράφει. Και κάτι τελευταίο για τους ταξιτζήδες του Καῒρου. Παρά τη φτώχεια, την εξαθλίωση, ακόμα και τον τυχοδιωκτισμό μερικών, όλοι τους είναι βαθιά θρησκευόμενοι, μιλούν ευγενικά στον πελάτη και τον αποκαλούν, με σεβασμό, κύριε, Πασά μου, ή αφέντη. Μπορεί η οδήγησή τους να είναι ριψοκίνδυνη, μπορεί το μίσθωμα να ανεβοκατεβαίνει από τα παζάρια, μπορεί το αμάξι να είναι σκέτο σαράβαλο κι η κόρνα να σε ξεκουφαίνει ασταμάτητα, αλλά έρχονται στιγμές που θα το σκεφτόταν κανείς αν θα έπρεπε να τους προτιμήσει σε κάποια διαδρομή του από τους συναδέλφους τους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης.

 

[περιοδ. INDEX,  τχ. 34, Σεπτ.- Οκτ. 2009· το κείμενο περιέχεται και στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), εκδ. Νησίδες, 2011]

 

 

 

«ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

 

 

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007

 

 

Τον χαρακτήρισαν, όχι άδικα, Μπουκόφσκι της Καραϊβικής. Στο Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα (Μεταίχμιο, 2011) φιλοτέχνησε αριστουργηματικά δύο χαρακτηριστικά γυναικεία πορτρέτα, μιας Κουβανής και μιας Σουηδής, επικεντρωμένος στο γλυκό αδιέξοδο του αφηγητή να κατασταλάξει ερωτικά σε μία από τις δύο. Στο παρόν βιβλίο ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες συνθέτει το ψηφιδωτό μιας πόλης, της Αβάνας, με υλικά συναφή εκείνων του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Άφθονο ρούμι που ρέει ασταμάτητα στις φλέβες του αλλά και στις φλέβες των ηρώων του, αχαλίνωτο σεξ, μαριχουάνα, ερωτισμός, πείνα, πολιτικές νύξεις, επιθυμίες, ανέχεια και –συνήθως– καλή διάθεση.

Ο Γκουτιέρες επιστρέφει στην Αβάνα σε μια εποχή όπου όλα γύρω του καταρρέουν, στη μετακομουνιστική Αβάνα της φτώχειας, της ανέχειας και του ατομικού ευτελισμού. Είναι γοητευμένος όμως από τη μαγεία και τον ερωτισμό που εκπέμπει η πόλη του και προτιμά να ζει σε φτηνά, εξευτελιστικά σολάρ παρά να την αποχωριστεί. Βιώνει το καβαφικό «η πόλις σε ακολουθεί» έντονα και απόλυτα, κι αυτό του αρκεί. Εντέλει επιβιώνει, ακονίζει τη σκληρότητα και τον κυνισμό του ανασαίνοντας τη σκόνη της και καταγράφει μέσα από τις ιστορίες του την υγρή και παρακμιακή φυσιογνωμία της. Κι εμείς γνωρίζουμε μιαν άλλη Αβάνα. Την Αβάνα της εγκληματικότητας, της σκληρής ζωής, που υποθάλπει νέγρους επιδειξίες, μισότρελους ηλικιωμένους, πρώην πλούσιους που φτώχυναν, ομοφυλόφιλους, πρώην μποξέρ που έκαναν φυλακή και ζουν πουλώντας παλιά βιβλία. Αλλά και χινετέρας –κορίτσια για μία νύχτα–, ερωτικές νέγρες που απιστούν ασύστολα ή γειτόνισσες του συγγραφέα που, παρά τα προβλήματα και τα προσωπικά τους αδιέξοδα, γεύονται τον έρωτα σε όλες τις εκδοχές του.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει τις απόψεις του για τα διηγήματα και εν γένει για τη λογοτεχνία. «Το καλύτερο είναι η πραγματικότητα. Ωμή. Την παίρνεις όπως τη βλέπεις στο δρόμο. Τη βουτάς με τα δυο σου χέρια, κι αν έχεις τη δύναμη, τη σηκώνεις να πέσει πάνω στη λευκή σελίδα. Κι αυτό ήταν. Είναι εύκολο. Χωρίς φτιασίδια.» (σσ. 141-142). Και παρακάτω, λέει: «Κι όμως τίποτα δεν είναι αποκύημα της φαντασίας μου. Απλώς είχα αρκετή δύναμη να πιάσω ολόκληρη την πραγματικότητα και να την αφήσω να πέσει μονομιάς πάνω στη λευκή σελίδα…» (σ. 142).

Σκληρά διηγήματα, ωμά και αυθεντικά, συγκινητικά και εξομολογητικά, καυτά, προσωπικά μα και βαθιά ανθρώπινα, συνθέτουν τη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας. Όλα τους φαίνεται πως προέκυψαν από την ίδια συνταγή, την ίδια συγγραφική κόπια, και ο μεγάλος αριθμός τους (60 το σύνολο) με την ίδια κάθε φορά θεματολογία, ίσως κάποια στιγμή και να κουράζει τον αναγνώστη. Όμως η τέχνη του Γκουτιέρες είναι χαραγμένη στο καθένα ξεχωριστά. Και παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων τι περίπου θα διαβάσεις, θέλεις να προχωρήσεις παρακάτω.

Όλες μαζί οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο μυθιστόρημα, αφού πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις επανέρχονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου.

 

[περιοδ. Οδός Πανός, τχ. 141, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008 και Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), 2011, εκδ. Νησίδες, σσ. 179-180]