ΝΤΟΡΤΙΑ
Ντόρτια
στο τάβλι είναι οι τεσσάρες. Μια ζαριά άλλοτε ευνοϊκή κι άλλοτε καταστροφική
για τους παίκτες, αναλόγως της εξέλιξης του παιχνιδιού. Ένα γράμμα, πάλι,
χρειάζεται μόνο να αλλάξει στη λέξη, για να γίνουν τα ντόρτια ντέρτια. Και μια
λογοτεχνική ζαριά με άθροισμα οχτώ, με δυο τεσσάρες δηλαδή –τουτέστιν ποιήματα
μοιρασμένα σε οχτώ ενότητες– μπορεί να κρύβει χαρές, μπορεί όμως και κάμποση
πίκρα, καημούς και νοσταλγία.
Ποιήματα,
μικρά, ολιγόστιχα ή λίγο μεγαλύτερα, γραμμένα (και διορθωμένα) στο διάστημα της
δεκαπενταετίας 1998-2002. Ήσυχα σαν βρόχινες ψιχάλες, κουβεντιαστά και
εξομολογητικά, έχουν κάτι από το βλέμμα του γράφοντα, που διαθλάται στον χρόνο.
Επιλογή
πέντε ποιημάτων του βιβλίου
Όρθρος
μακεδονίτικος
Ορθρίζει.
Κοπάδια βελάζουν σιγανά.
Κρυστάλλινα
νερά κυλούν σε γούρνες.
Τσεμπέρια,
ντορβάδες, χέρια με ρόζους.
Ο
απόηχος του χθεσινού γλεντιού:
Χάλκινα
πνευστά και μολυβένια θλίψη
Στον
Χολομώντα αναθρώσκων καπνός.
Μια
ήσυχη βροχούλα στο Παγγαίο.
Κι
οι βουρδουνάρηδες το κίνησαν στον Άθω,
Με
τεριρέμ και κύριε ελέησον στα χείλη.
Ραμφίζουνε
στις Πρέσπες ερωδιοί
Με
ρω του έρωτ’ απερίγραπτα.
Κι
ένα φλαμίνγκο μοναχό του απορεί,
Στο
Δέλτα του Στρυμόνα.
Σοφά
πλατάνια, μοιρολόγια.
Έντιμοι
γιακάδες, σηκωμένοι.
Κρύο
σοβαρό και μετρημένα λόγια.
Παρεκκλησάκι’
αχνίζουνε στο λυκαυγές,
Στον
Βάβδο, στη Γαλάτιστα, στην Όσσα.
Κουρμπάνι
στη Γουμένισσα, ντόπιο κρασί
Σκυλιά
που αλυχτούνε σε σοκάκια
Ορθρίζει
και πάλι.
Σεμνά,
μακεδονίτικα,
όπως
αρμόζει.
Και
στην υγρή Συμβασιλεύουσσα,
Σα
μέσ’ απ’ όνειρο βγαλμένος,
Ο
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
Ψέλνει
εσαεί το ανέκφραστο.
●
Στο θέατρο και στη ζωή
Υποδυόταν
καταπληκτικά επί σκηνής
το
περιστατικό της καρδιακής προσβολής
–απόρροια τόσων και τόσων
επαναλήψεων στις πρόβες.
Φέρνοντας
αργά το χέρι στο στήθος
λύγιζε
πειστικά τα πόδια του.
Τελικώς
σωριαζόταν πάνω στην πολυθρόνα.
Σαν
του ’ρθε ανακοπή στο σαλόνι του σπιτιού του
τον
βρήκαν πεσμένο άγαρμπα στο πάτωμα
με
τα χέρια ορθάνοιχτα.
●
Παλιά
λικέρ
Παλιά
λικέρ κλεισμένα σε ιδιότροπα μπουκάλια
–σε
σχήμα αμφίκοιλων σπαθιών
ή
ανθρωπίνων ομοιωμάτων–
σκονίζονται
ξεχασμένα σε ντουλάπια και σκρίνια
στα
σπίτια υπερήλικων ανθρώπων.
Κεράσι,
φρούτο, πικραμύγδαλο, η γεύση τους.
Σκόνη
επικάθεται στη σκόνη,
καινούρια
θλίψη στις τσαγιέρες,
στα
ηδύποτα, στα γυαλικά, στα πιατάκια του γλυκού.
Παλιά
λικέρ που περιμένουν ένα χέρι,
να
τους ελευθερώσει το πώμα με λαχτάρα,
σε
ποτήρια κατάλληλα να χυθούν,
να
προσφερθούν σε συγγενείς και καλεσμένους,
σερβιρισμένα
σε κρυστάλλινους δίσκους.
Όμως
κανένας πια δεν έρχεται εδώ,
ποτέ
κανένας επισκέπτης δεν πατάει,
κι
εκείνα μένουν άπραγα και σκονισμένα,
αιώνια,
μες στα μπουκάλια τους, να περιμένουν.
●
Για
καπνίζοντες
Ασφυκτιούν
ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης,
μέσα
στους δερματόδετους, σκονισμένους τόμους,
στην
αποθήκη του Σχολείου επί της Κρυστάλλη.
Πλάι
τους, προτομές αγωνιστών του ’21
κι
εγκαταλειμμένες χειροκίνητες γραφομηχανές.
Στα
διαλείμματα,
τρυπώνουν
δασκαλίτσες και καπνίζουν,
ανυποψίαστες
για τη διάχυτη
ποιητικότητα
του χώρου.
●
Αφομοιώθηκε
Κάποτε
τον τρόμαζαν όλα αυτά
τα
βλέμματα στιλέτα,
τα
φριχτά υπονοούμενα,
οι
κλίκες, οι φατρίες, οι αυλές,
οι
οχληρές αποσιωπήσεις,
η
απολυτότητα των απόψεων
η
ματαιότητα των πραγμάτων
η
πόζα, το τουπέ,
το
περισπούδαστο κενό
κάποτε,
με όλα αυτά,
ένιωθε
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
τώρα
μπασταρδεύτηκε κι εκείνος, χάλασε
χωμένος
μες στον βούρκο
πούλησε
την ψυχή του στον έξω από ’δω
αυτά
που, κάποτε, κατέκρινε και περιγελούσε
πρώτος
ο ίδιος τα εφαρμόζει
μπερδεύτηκε
με τη λάσπη, αφομοιώθηκε
ίσως
γι’ αυτό τον παίρνει πια
με
τόλμη και με γνώση να μιλήσει
δυο
δράμια αξιοπρέπειας
μήπως
και περισώσει
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΝΤΟΡΤΙΑ
«Λέξη
λέξη / Νοικοκυρεύω το ποίημα / Έχει μεγάλη σημασία, βλέπεις, / Η εκφορά της
απόγνωσης».
Έπειτα
από οχτώ βιβλία πεζογραφίας κυκλοφορεί η πρώτη ποιητική συλλογή του
Θεσσαλονικιού συγγραφέα Παναγιώτη Γούτα (1962) με τίτλο Ντόρτια (εκδ.
Ποιήματα των Φίλων).
Στον
σύντομο πρόλογο εξηγείται ο ιδιόρρυθμος –τουλάχιστον για ποιητική συλλογή–
τίτλος: ντόρτια είναι φυσικά οι «τεσσάρες» στο τάβλι, μια ζαριά που αναλόγως
του παιχνιδιού και της εξέλιξής του, μπορεί να αποβεί εξίσου ευεργετική και
καταστροφική. Τα ντόρτια όμως με την αλλαγή ενός γράμματος μπορούν πολύ εύκολα
να γίνουν ντέρτια, όπως λέμε μελαγχολία, μπλουζ, φάντος.
Η
συλλογή του Γούτα χωρίζεται σε οχτώ ενότητες, των οποίων ο τίτλος είναι
αντίστοιχος με τη θεματική τους: έτσι, στην ενότητα «Επέτειοι», εθνικές
επέτειοι, επέτειοι γάμου, αλλά και θανάτου δίνουν τροφή για (ποιητική) σκέψη·
από αυτά ξεχωρίζει το ποίημα «Επέτειος γάμου», όπου ο καρδιοκατακτητής
επαναστάτης φοιτητής της Νομικής, μεγαλώνοντας, χώνεται βαθιά στον μικροαστισμό
της καθημερινότητας που αποτασσόταν – τουλάχιστον όσο κυκλοφορούσε μέσα του
ζεστό το αίμα και γύρω του τα κορίτσια-θαυμάστριες.
Στην
ενότητα «Κολόμβου» ξεχωρίζει το «Λύκειο», καθώς έχουμε μια ειρωνική καταγραφή
της ανώριμης μαθητικής επαναστατικότητας από έναν δάσκαλο-παρατηρητή· το ποίημα
«Για καπνίζοντες» φέρνει στον νου την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη −με τον οποίον
ο Γούτας μοιάζει να έχει μια εκλεκτική συγγένεια− και πιο συγκεκριμένα με το
ποίημα «Στο βιβλιοπωλείο».
Από
τα ποιήματα του «Τρία» ξεχωρίζουν οι «Αδικαίωτοι έρωτες» με τον αποφθεγματικό
του χαρακτήρα· οι βασανισμένες μνήμες από τις χαμένες ευκαιρίες με γυναίκες του
παρελθόντος επιστρέφουν – αυτή τη φορά με τη μορφή θηλυκού δαίμονα.
Στη
«Λάβα» μεταφερόμαστε στο νησί της Σαντορίνης και σε όλα εκείνα τα (μαγματικά)
υλικά που την έκαναν πασίγνωστη· εδώ όμως το ηλιοβασίλεμα δηλώνει πάντα κάτι
πιο προσωπικό από το σύνηθες φυσικό φαινόμενο, που αφήνει αδιάφορο τον
πρωταγωνιστή, όπως κάνουν και τα δύο σκυλιά στο ποίημα «Τα σκυλιά το
ηλιοβασίλεμα», που γυρνούν επιδεικτικά την πλάτη τους· το διάσημο ναυάγιο του
κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond δεν συγκρίνεται με το ερωτικό ναυάγιο, ενώ στο
«Αποκαΐδι» ο εφιδρωμένος, μεσήλικας αφηγητής πασχίζει να παραβγεί στο τρέξιμο
μια νεαρότερη Σκανδιναβή αθλήτρια.
Στο
«Ψυχοσάββατο» συναντούμε σκέψεις για τον θάνατο μαζί με συγκινητικές
αποτυπώσεις από τις μνήμες του παππού και της προγιαγιάς του Παναγιώτη Γούτα·
το ομώνυμο ποίημα και το συγκινητικό «Εκείνο το κορίτσι» είναι από τα πιο
δυνατά ποιήματα ολάκερης της συλλογής.
Στον
«Αύγουστο» έχουμε αποκλειστικά καλοκαιρινά ποιήματα, τα οποία είναι και τα πιο
μελαγχολικά, αφού στο έντονο καλοκαιρινό φως γίνονται πιο διακριτές οι
απουσίες, η συνήθεια ως στοιχείο μιας αιώνιας επιστροφής στα γήινα και το
αμείλικτο πέρασμα του χρόνου.
Τα
21 ολιγόστιχα ποιήματα που συνθέτουν την ενότητα «Σαράκι», μοιάζουν με μικρούς
αφορισμούς: όλα τους έχουν ως κέντρο την τέχνη της ποίησης, και αφορούν τη χαρά
της δημιουργίας, την επιβεβαίωση της μοναξιάς, αλλά και τη συντριβή μιας
ολόκληρης ζωής.
Στο
«Σινάφι» που κλείνει τη συλλογή, ο Γούτας ασχολείται αποκλειστικά με τις
λογοτεχνικές και ακαδημαϊκές συντεχνίες της χώρας· η υποκρισία είναι το
χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτής της ενότητας, αφού πίσω από τις
–επιφανειακά και μόνο– καλλιτεχνικές προθέσεις, κρύβεται η ματαιοδοξία και η
ανάγκη για πλατιά αναγνώριση.
Τα
πεζολογικά στοιχεία που συναντά κανείς σε ολόκληρη τη συλλογή Ντόρτια
δεν είναι το μοναδικό κοινό στοιχείο με τα μυθιστορήματα και τις συλλογές
διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα· κυρίως είναι το αίσθημα της οικειότητας που
προκαλείται στον σταθερό αναγνώστη του Γούτα βιβλίο με το βιβλίο, σαν να
συναντάς μια στο τόσο έναν παλιό φίλο: εκείνη η γραφή που μπορεί να την κάνει
κτήμα του ο καθένας και που είναι γεμάτη αναπόληση, ειρωνεία, ευτυχία και
πολλά, μα πάρα πολλά ντέρτια.
Τα
Ντόρτια δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας με το περιεχόμενό τους· ούτε η
μορφή των ποιημάτων χαράσσει μια δική της αυτόφωτη πορεία – δεν είναι άλλωστε
αυτός ο στόχος του Γούτα· επισημάναμε άλλωστε πιο πάνω και την επίδραση του
Λάσκαρη στο έργο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Αυτό που ενδιαφέρει τον ποιητή
είναι η αποτύπωση εκείνων των μικρών, καθημερινών στιγμών, που όμως μέσα τους
κρύβεται μια ποιητικότητα –αλλά μόνο για αυτούς που μπορούν να τη διακρίνουν–
και που ξεχωρίζουν από τη σωρό των εφήμερων καταστάσεων. Εκεί όμως που τα
ποιήματα του Γούτα διακρίνονται, είναι στην ανάδειξη μιας βαθύτερης αλήθειας,
την οποία προστατεύουν από κάθε εξωτερικό εχθρό: είναι εκεί για να υπενθυμίσουν
πως η ατομική ευτυχία περνάει πάντοτε από το πρόσωπο του άλλου και πως το ρητό
«η κόλαση είναι οι άλλοι» απλώς αποδεικνύει τη σαρτρική ισοπέδωση της
πραγματικότητας.
(Κώστας Δρουγαλάς, book press, Μάιος
2013)
●
Δεν
είμαι αρμόδιος για να κρίνω τη λογοτεχνική αξία των ποιημάτων του Παναγιώτη
Γούτα (που μας έχει δώσει, μεταξύ άλλων, κι ένα βιβλίο με ενδιαφέροντα
αφηγήματα, Το ίδιο έργο της ζωής μου, Αλεξάνδρεια 2002), θεωρώ όμως ότι
ορισμένες αναφορές του στον χαρακτήρα και στη συλλογική περιπέτεια της πόλης
πρέπει να επισημανθούν.
«[…]
Το σινέ Αλκαζάρ πρόβαλλε παλιά τα πάθη του Χριστού.
Μετά
το γύρισε με ταινίες πορνό στα ανθρώπινα πάθη […]»
«Η
πόλη γιορτάζει τα εκατόχρονα της λευτεριάς της,
Κι
αυτός το Ιωβηλαίο της υποταγής του σε εκδότες,
Προϊσταμένους,
γονείς και οικογένεια.
Η
πόλη τον χαβά της κι αυτός τον δικό του […]»
Όπως
σημειώνει ο Π. Γ.: «Ντόρτια στο τάβλι
είναι οι τεσσάρες. Μια ζαριά άλλοτε ευνοϊκή κι άλλοτε καταστροφική για τους
παίκτες, αναλόγως της εξέλιξης του παιχνιδιού. Ένα γράμμα πάλι χρειάζεται μόνο
ν’ αλλάξεις στη λέξη για να γίνουν τα ντόρτια ντέρτια …».
Τα
ποιήματα του Π. Γ., γραμμένα στο διάστημα της δεκαπενταετίας 1998-2012,
επιδέχονται πολλές αναγνώσεις και συνθέτουν ένα χρήσιμο όχημα για τη μελέτη της
διαχρονικής φυσιογνωμίας της πόλης.
(Γιώργος
Αναστασιάδης, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας, Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.,
στήλη Βιβλία, περ. Θεσσαλονικέων πόλις, τεύχ. 22[45], 2013)