Διηγήματα

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

 

(2021)

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Η ψυχοπαθολογική αποτύπωση στην οξεία φάση της πανδημίας φανερώνει πως ο covid-19 δεν προκάλεσε απλώς ιογενή πνευμονία σε αρκετούς συνανθρώπους μας, οδηγώντας τους συχνά στον θάνατο, αλλά υπήρξε κάτι βαθύτερο, κρυφό και ύπουλο, αφού αλλοίωσε ανθρώπινες προσωπικότητες και διατάραξε τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο, η απόσταση από πρόσωπα και καταστάσεις είχε ως επακόλουθο να αναπτυχθεί μια άλλου τύπου εγγύτητα, που δεν σχετίζεται με τα κοινωνικά δίκτυα και την αλόγιστη επικοινωνία, αλλά με τη συνειδητοποίηση των ορίων μας, της ύπαρξής μας και τη βαθύτερη γνώση των πραγμάτων.

Είκοσι μία ιστορίες γραμμένες στο διάστημα της πρώτης και της δεύτερης καραντίνας. Η αντανάκλαση των παρενεργειών του κορωνοϊού σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Ιχνηλασίες ανθρώπων που άγγιξαν ή ξεπέρασαν κάποιο όριο, ευρισκόμενοι στην κρίσιμη καμπή της ζωής τους. Παράλληλα, όμως, και ιχνηλασίες των ορίων της γραφής, που, σε κρίσιμες περιστάσεις, λειτουργεί ως βακτηρία κι αποκούμπι.

 



 

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

(σσ. 29-35)

 

 

 

ΑΧ, ΤΖΕΝΑΚΙ…

 

 

 

Για το Τζενάκι είμαι πάλι στημένος έξω από την καφετέρια «Νούφαρο». Καθιστός στη θέση του οδηγού φορώ μάσκα –κατεβασμένη ως το πιγούνι–, πίνω το καφεδάκι μου που αγόρασα από το απέναντι Coffee Island κι έχω στη διαπασών το «Εγώ, ο ξένος» του Στράτου. Βλέπω κλειδαμπαρωμένη την εξώπορτα της καφετέριας και ραγίζει το μέσα μου. Όμως εγώ βλέπω μέσα απ’ την τζαμαρία, τρυπά το βλέμμα το γυαλί και καρφώνεται στο poster του απέναντι τοίχου. Το Grand Canyon της Αμερικής σε όλο του το μεγαλείο! Κι ύστερα η ματιά μου κολλάει στο απέναντι μπαρ με τα μπουκάλια ουίσκι και τα ηδύποτα. Και φαντάζομαι το Τζενάκι. Να γυρίζει πέρα-δώθε σαν αερικό, να ετοιμάζει καφέδες και ποτά, να τα σερβίρει στους θαμώνες, να παίρνει κι άλλες παραγγελίες και, περιστρέφοντας τον άδειο δίσκο της ψηλά, στον αέρα, σαν θεϊκός ουράνιος δισκοβόλος που ανέβαλε εκτάκτως τη ρίψη του, να τον προσγειώνει στη μασχάλη της, και πάλι πίσω από το μπαρ για να ετοιμάσει αγόγγυστα τα καινούρια ποτά. Ποτέ μου δεν την έχω δει σ’ αυτήν την ιεροτελεστία του σερβιρίσματος, απλώς τη φαντάζομαι. Τη φαντάζομαι και αναστενάζω. Αχ, Τζενάκι…

Την πρωτογνώρισα στο δεύτερο έτος της Φαρμακευτικής, στη Σόφια. Είχα κατοχυρώσει τις απαραίτητες διδακτικές εξήντα μονάδες του πρώτου έτους σπουδών, το ίδιο κι εκείνη. Την κοιτούσα στις διδασκαλίες, στην αίθουσα φαγητού ή έξω, στην πόλη, στα καφέ και στα μαγαζιά πρόχειρου φαγητού, και μ’ έπιανε ένα αλλόκοτο τρέμουλο σε όλο μου το σώμα. Τι πεταλούδες και φτερουγίσματα και μαλακίες μού λέτε… Τρέμουλο κανονικό. Σπαρταρούσα σαν το ψάρι από τη λαχτάρα μου να την πλησιάσω και να της μιλήσω. Όμως δεν το τολμούσα, ένιωθα πως θα έχανα ή θα μπέρδευα τα λόγια μου και θα γινόμουν ρεζίλι. Έτσι, μόνο την κοιτούσα από μακριά και έλιωνα. Το τσουλούφι της που ανέμιζε ατίθασο, την περπατησιά της, το γέλιο της, το νάζι της, όλα τα ξεσήκωνα. Φωτογράφιζα, κάθε στιγμή, τα πάντα επάνω της. Τίποτα δεν άφηνε σκόρπιο ή αμοντάριστο η κάμερα της ψυχής μου. Τα πάντα όλα. Και τα βράδια, το φιλμ παιζόταν στις οθόνες του μυαλού μου ξανά και ξανά, με όλες τις λεπτομέρειες, και ριγούσα από συγκίνηση, πλάνταζα από την επιθυμία.

Εκείνη, τότε, έκανε παρέα με κάτι Έλληνες αλλά και Βούλγαρους φοιτητές. Μεγάλη παρέα, αγόρια κορίτσια. Εγώ με κάτι Έλληνες ξημεροβραδιαζόμασταν στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης ή στο διαμέρισμα που νοικιάζαμε. Το βρήκαμε φτηνό, πολύ κοντά στη Σχολή, ζάχαρη. Τρεις το νοικιάζαμε, και οι τρεις μας όλως τυχαίως από γειτονικούς νομούς της Βόρειας Ελλάδας. Χαρμάνηδες ερωτικά, λιγομίλητοι και ήσυχοι τύποι, ταίριασαν τα χνώτα μας. Κολλήσαμε, το τρίο Στούτζες. Ο Βλάσσης με τον Αντρέα είχαν εξαιρετική επίδοση στο λύκειο, εγώ ήμουν βαρύς με τα γράμματα από μικρός, «στόκο» με φώναζε ο φιλόλογός μου στο λύκειο. Όμως ο μπαμπάς έχει χρήμα, βάλαμε και κάποιο μέσο στις εισαγωγικές της Σχολής, ένα πασάλειμμα στη Βιολογία έκανα μονάχα και κάτι ιδιαίτερα αγγλικά με μια καθηγήτρια κατ’ οίκον – τη Χημεία, για να πω την αλήθεια, ούτε που την άνοιξα –, προκατέβαλε κι ο γέρος όλο το ποσό των διδάκτρων μια κι έξω –τριάντα χιλιάδες ευρώ για πενταετή φοίτηση στο ξένο πανεπιστήμιο– με πέρασαν, τι θα μ’ έκαναν; Τα δύο πρώτα χρόνια, κουτσά στραβά, τα κατάφερνα, με βοηθούσαν και οι συγκάτοικοι με τα sos, έπιανα αγκομαχώντας το όριο των εξήντα διδακτικών μονάδων ανά έτος στα μαθήματα. Μόλις, όμως, μπήκε το Τζενάκι στη ζωή μου –στο οπτικό μου πεδίο, καλύτερα– πάνε και τα μαθήματα και οι παρακολουθήσεις και οι διδακτικές μονάδες και τα sos, πάνε όλα. Η Τζένη και πάλι η Τζένη και μόνο η Τζένη…

 

 

Της πρωτομίλησα στο Yalta Club, ένα Σαββατοκύριακο του Ιούνη, ύστερα από το τελευταίο μάθημα της εξεταστικής. Εγώ καθόμουν με τους συγκάτοικους λίγο παράμερα και έπινα το ποτό μου. Η Τζένη, όπως πάντα με μεγάλη παρέα. Ακτινοβολούσε στην ομήγυρή της, ήταν και πάλι το επίκεντρο σχολίων και συζητήσεων, η απόλυτη σταρ. Κάποια στιγμή το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό μου. Με είδε έτσι, σιωπηλό και απομονωμένο, και μου έγνεψε να πάω στην παρέα τους. Πώς να πήγαινα όμως, μονάχος; Και τους δύο συγκάτοικούς μου τι θα τους έκανα; Θα τους άφηνα κάγκελο να ξεροσταλιάζουν στη μοναξιά τους; Διαισθανόμενη τον δισταγμό μου φώναξε με περίσσιο κέφι:

–Φέρε και τους φίλους σου μαζί!

Κολλήσαμε στο τραπέζι τους. Θα ήμασταν όλοι μαζί περί τα δώδεκα άτομα. Ένα ζευγάρι Ρουμάνων, δυο-τρεις Βούλγαροι, η Τζένη και οι υπόλοιποι Έλληνες. Μια μικρή βαλκανική συντροφιά. Όλοι της Φαρμακευτικής, αλλά από διαφορετικά έτη σπουδών. Ένας Βούλγαρος μάς εξηγούσε με σπαστά αγγλικά την ιστορία του Yalta Club. Μας είπε πως είναι η παλιότερη ντίσκο στη Σόφια και ένα απ’ τα καλύτερα νυχτερινά κέντρα του κόσμου. Ακόμη και επί κομμουνισμού έπαιζε ηλεκτρονική μουσική με ξένους djs. Την κονσόλα της τίμησαν στο παρελθόν διάσημα ονόματα, όπως ο Victor Calderon, ο Rojer Sanchez και  ο Timo Maas. Κι άλλοι, κι άλλοι… Η Τζένη, εντυπωσιασμένη, κρεμόταν από τα χείλη του Βούλγαρου συμφοιτητή μας και εγώ από την Τζένη. Νόμιζα πως ζούσα ένα όνειρο.

Γύρω στη μιάμιση, κι ενώ όλοι είχαν γλαρώσει, η Τζένη μού γνέφει με νόημα:

–Θέλεις να πάμε στην πίστα; Α, δεν ρώτησα το όνομά σου;

–Γεράσιμο με λένε, της είπα κάπως φοβισμένα.

–Άντε, Γεράσιμε, σήκω γιατί εδώ θα κοιμηθούμε…

Όταν ανεβήκαμε στην πίστα, άρχισε να παίζει στα ηχεία ένα τραγούδι των Talking Heads, πολύ ξεσηκωτικό. Η Τζένη χόρευε σαν ξεβιδωμένη. Προσπαθούσα με πολύ κόπο να ανταποκριθώ, συνοδεύοντάς την στον ξέφρενο χορό της. Μάλλον ήμουν αστείος και χόρευα άθλια, γιατί, όσο με έβλεπε, της ερχόταν να βάλει τα γέλια. Κουνούσα χέρια και πόδια σαν μαριονέτα με χαλασμένες κλωστές. Εντούτοις, το βράδυ, στο διαμέρισμα, ένιωθα σαν Θεός. Ο Βλάσσης και ο Αντρέας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους στο πρόσωπό μου. Και να σκεφτείς πως εμένα τα λαϊκά μ’ άρεσαν περισσότερο, κι όχι αυτά τα θορυβώδη, τα ξένα. Τα λαϊκά νιώθω δικά μου κι αυτά ακούω από μικρός στο σπίτι.

Την άλλη μέρα την πλησίασα στην αίθουσα φαγητού. Παραδόξως ήταν μόνη της, είχε πάρει τον δίσκο της και καθόταν απόμερα σε ένα τραπεζάκι. Είχα μεθοδεύσει επί πολλή ώρα αυτή τη συνάντηση. Το είχα κανονίσει έτσι, ώστε να φανεί ως «τυχαία». Δηλαδή δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο, απλώς ευχήθηκα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Και έτσι ήρθαν.

–Να καθίσω; τη ρώτησα δειλά.

–Και δεν κάθεσαι; μου πετά ανάλαφρα.

Μετά, τι έπαθα πάλι, μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. Την κοιτούσα αμίλητος κι έτρεμα σαν το ψάρι. Το διέκρινε αυτό κι άρχισε να γελάει. Όχι πνιχτά και από μέσα της, όπως το προηγούμενο βράδυ στην πίστα, αλλά αυτή τη φορά δυνατά. Δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτό το πράγμα, δηλαδή ότι γελούσε μαζί μου. Όμως και που ήμουν δίπλα σ’ αυτό το πλάσμα, έστω και περιγέλαστος, το θεωρούσα επιτυχία πρώτου μεγέθους. Ανέλπιστο τρίποντο από την άλλη άκρη του γηπέδου. Τεφαρίκι.

–Θέλεις να πιούμε το απόγευμα καφέ στον πεζόδρομο; Στη Βίτοσα; τόλμησα να τη ρωτήσω.

Άρχισε τώρα να γελά πιο ηχηρά. Μας άκουσαν τα γύρω τραπέζια. Κάνα δυο κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας και κοιτούσαν με περιέργεια. Τι κοιτούσαν; Κοκάλωσα. Ντράπηκα, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Οι επόμενες κουβέντες της με αποκάρδιωσαν εντελώς.

–Ε, μη γίνεσαι τώρα και stalker!*

Πρώτη φορά είχα ακούσει αυτή τη λέξη. Νόμισα πως, όπως ο φιλόλογος του λυκείου μας, με χαρακτήριζε κι εκείνη «στόκο». Όμως η Τζένη, πάλι με την αλάνθαστη διαίσθησή της, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους:

–Stalker, πώς το λέτε; Τοξικός. Ούτε αυτό ξέρεις τι σημαίνει; Δεν διάβασες για τα θεραπευτικά και τα τοξικά σκευάσματα του τρίτου εξαμήνου στη Φαρμακολογία;

Ούτε αυτό κατάλαβα τι ακριβώς σήμαινε, αλλά υπέθεσα πως είναι μάλλον κάτι κακό. Δεν είχα διαβάσει καθόλου καλά τη συγκεκριμένη ενότητα στη Φαρμακολογία. Χάρη σε κάτι σκονάκια του Βλάσση πέρασα το μάθημα.

Σηκώθηκα άπραγος από το τραπέζι μην αντέχοντας άλλη προσβολή της, κι εκείνη μου είπε:

–Σ’ έχω δει, τυχαία κάνα δυο φορές στην πλατεία του Πολυκάστρου, όταν πήγαινα, παλιά, με κάτι παιδιά. Από τη Νιγρίτα είμαι. Αν έρθεις καμιά φορά στα μέρη μου, θα σε κεράσω καφέ στο «Νούφαρο». Εκεί, πολλές φορές, τα καλοκαίρια, δουλεύω στο μπαρ…

 

Δεν την ξαναπλησίασα από τότε. Στο τρίτο έτος τραβιόταν με έναν νταγλαρά Βούλγαρο, πτυχιούχο της Σχολής, όλο γελάκια, χαδάκια και φιλάκια ήταν μαζί. Εγώ σκάλωσα στις διδακτικές μονάδες γιατί είχα γίνει η σκιά της. Όλη μέρα την παρακολουθούσα από απόσταση, δίχως ποτέ να φανερωθώ και να την πλησιάσω. Στις διδασκαλίες, στον πεζόδρομο, στα πάρτι της Παρασκευής, έξω από τις καφετέριες. Όταν ο γέρος πληροφορήθηκε από τη γραμματεία της Σχολής πως η χρονιά είχε χαθεί και όφειλα να την επαναλάβω, μου κόβει εκτός εαυτού την επιχορήγηση και, κακήν κακώς, με φέρνει πίσω, στο Πολύκαστρο. Αφού τέλειωσα με το στρατιωτικό μου, χώθηκα –με έχωσε ο γέρος δηλαδή– σε ένα γυράδικο της πόλης να χτυπώ τις τιμές των πακέτων και των σάντουιτς στην αριθμομηχανή. Ξεκούραστη δουλειά, χαλαρή –δεν λέω–, με κάνει κάποιες φορές να νιώθω άρχοντας. Δεν βαριέσαι…

Στα ρεπό μου και στις αργίες παίρνω τ’ αμάξι του γέρου και πετάγομαι μέχρι τη Νιγρίτα, μήπως συναντήσω το Τζενάκι και με κεράσει καφέ, όπως μου είχε τότε τάξει. Ποτέ μου μέχρι τώρα δεν την έχω συναντήσει, όμως πού θα πάει, κάποτε θα την πετύχω. Να με κορόιδεψε, τότε, δεν το κόβω. Τώρα με τον κορωνοϊό, που η καφετέρια είναι κλειστή λόγω των απαγορευτικών μέτρων, τη στήνω καμιά φορά μπροστά στην εξώπορτα του μαγαζιού και την περιμένω. Σκέφτομαι πως είτε τελείωσε το Τζενάκι τη σχολή είτε όχι, θα έχει φύγει λόγω της πανδημίας από τη Βουλγαρία και θα βρίσκεται στην πόλη της. Υποθέτω δηλαδή. Επίσης σκέφτομαι πως δεν θα μπορεί πια να βρίσκει τον Βούλγαρό της για να φιληθούν και ν’ αγκαλιαστούν, αφού αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν θα μπορεί επίσης να φιλά κανέναν, ακόμη, στο στόμα, αφού το απαγορεύουν αυτό οι λοιμωξιολόγοι. Παίρνω κουράγιο, ενθαρρύνομαι με τις παραπάνω σκέψεις.

Δύο του Απρίλη και στημένος έξω από το «Νούφαρο» την περιμένω. Και να μην έρθει ποτέ, μου φτάνει που είμαι εδώ και τη σκέφτομαι. Μου αρκεί να τη φαντάζομαι να σερβίρει ποτά και καφέδες πίσω από την τζαμαρία. Έχω, για παν ενδεχόμενο, τα τριακόσια ευρώ για το πρόστιμο που ίσως με κόψουν οι αστυνομικοί, έχω έγκριση με SMS για μετακίνηση σε ηλικιωμένο πρόσωπο, σηκώνω τη μάσκα, πίνω μια τζούρα καπουτσίνο με αφρόγαλα και περιμένω. Ο Στράτος στο σιντί τα δίνει όλα:

–Απόκληρος και πικραμένος · εγώ, ο ξένος!

Αχ, Τζενάκι…

 

 

 

 

 

____________________________________________

* stalker: ο άνθρωπος που παρακολουθεί σε υπερβολικό βαθμό και εμμονικά τη ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

 

 

 

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ 

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ:

ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ 

ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

 

 

Το πρόσφατο συγγραφικό εγχείρημα του Παναγιώτη Γούτα είναι μια συλλογή είκοσι ενός διηγημάτων, μικρής έως μέσης έκτασης, που ενοποιούνται και συνέχονται μεταξύ τους λόγω της κοινής τους αφετηρίας, αφόρμησης και αφορμής, που υπήρξε η εμπειρία της πανδημίας του κορονοϊού. Το κοινό αυτό σημείο εκκίνησης αντανακλά και επιβεβαιώνει και ο υπότιτλος που ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του, είκοσι μία ιστορίες δωματίου, ο οποίος οδηγεί με άκρα ευθύτητα στις συνθήκες εγκλεισμού, στις οποίες υποχρεώθηκαν οι χώρες παγκοσμίως –μεταξύ αυτών και η Ελλάδα– κατά τη διάρκεια των ετών 2020 και 2021. Η απόπειρα αυτή ενέχει από μόνη της κάποια επικινδυνότητα. Το συγγραφικό, δηλαδή, αποτέλεσμα κινδυνεύει να μείνει καθηλωμένο στην επικαιρότητα, να λιμνάσει μέσα στην πρώτη ύλη που προσφέρει η πραγματικότητα της εποχής και να μην αγκαλιάσει, ούτε να αναδείξει το περίφημο αριστοτελικό «καθόλου», μια γενικότερη και διαχρονική άποψη και πτυχή της ανθρώπινης συνθήκης. Ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει σε κάθε αντίστοιχη προσπάθεια που καθοδηγείται και εμπνέεται από τη διάθεση, τη βούληση του συγγραφέα να διασώσει μέσα στη λογοτεχνική μνήμη μια σημαντική ιστορική στιγμή, αφού βέβαια τη μεταπλάσει καλλιτεχνικά, με τους όρους, δηλαδή, και τα όρια που η ίδια η τέχνη θέτει. Κι αυτό γιατί πολλές φορές το ίδιο το γεγονός υπερισχύει της πρόθεσης ή, ακόμα πιο πιθανό, ίσως τελικά η ίδια η τέχνη να μην μπορεί και να μην πρέπει να δείχνει τις καταβολές της από την πραγματικότητα, τις σαφείς και δεδηλωμένες εξαρτήσεις της από συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά. Στην περίπτωση, ωστόσο, του εν λόγω βιβλίου δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα που ο χειρισμός της επικαιρότητας έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η όλη προσπάθεια να μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμεύσει ως παράδειγμα ενδεικτικό και χαρακτηριστικό του τρόπου, με τον οποίο η πρώτη ύλη της επικαιρότητας μπορεί, πράγματι, να μετουσιωθεί σε τέχνη με διαχρονικό μήνυμα και προοπτική.

Στο κατόρθωμα αυτό συντείνουν και οδηγούν, βέβαια, αρκετοί παράγοντες. Είναι, πρώτα απ’ όλα η αφηγηματική τέχνη και τεχνική του πεζογράφου που προσδίδει στις ιστορίες του το στοιχείο εκείνο που τις καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικές και ευανάγνωστες. Είναι η άνεση, η ροή, η απρόσκοπτη εκτύλιξη του αφηγηματικού λόγου που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην «περιπέτεια» της ανά-γνωσης, της ευθύς εξ αρχής αναγνώρισης και σημασιοδότησης του αφηγηματικού σύμπαντος που έχει, μεταξύ άλλων, και τη σημασία ή το νόημα της αναδημιουργίας. Είναι το ίδιο το στήσιμο των ιστοριών, η πλοκή και η εξέλιξή τους που τους δίνει ένα ρεαλιστικό προσανατολισμό και τις κάνει να μοιάζουν  με «κομμάτια» ή ψήγματα αληθινής ζωής μεταφερμένα στο χαρτί. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Γούτας πλάθει και τεχνουργεί τους ήρωές του, ούτως ώστε αυτοί να ακροβατούν και να μετεωρίζονται με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα στα υπαρκτά, πραγματικά πρόσωπα της εποχής και σε λογοτεχνικές υπάρξεις καθαρά πλαστές και πλασματικές. Πράγματι, τα πρόσωπα που εμφανίζονται και δρουν μέσα στις ιστορίες του Γούτα πείθουν για την αλήθεια, την καταγωγή και την προέλευσή τους από έναν κόσμο πραγματικό, αληθή, υπαρκτό. Είναι πρόσωπα που μπορεί κανείς να συναντήσει στους χώρους όπου ζουν, δρουν και κινούνται καθημερινοί άνθρωποι, με τα ιδιαίτερα και τα τυπικά τους χαρακτηριστικά, με τα γνωρίσματα εκείνα που τους ενοποιούν και, ταυτόχρονα, τους διαφοροποιούν μεταξύ τους. Από αυτήν την άποψη δεν διαθέτουν τίποτα το ηρωικό, φαίνεται δηλαδή ότι δεν ξεφεύγουν από το καθιερωμένο, το οικείο, το τυπικό, το αναμενόμενο. Η πρώτη όμως αυτή εντύπωση είναι, ίσως, εν μέρει βεβιασμένη. Γιατί στον ίδιο βαθμό που ισχύει ο ρεαλισμός και η αντιπροσωπευτικότητα των ηρώων του Γούτα από ανθρώπους της πραγματικής ζωής, στον ίδιο ακριβώς βαθμό τα πρόσωπα αυτά, εισερχόμενα στο αφηγηματικό σύμπαν, απεκδύονται του ρεαλιστικού τους περιγράμματος και καθίστανται λογοτεχνικές φιγούρες οι οποίες μοιάζουν αλλά δεν είναι αληθινές, φαίνονται αλλά δεν είναι υπαρκτές. Από αυτήν την άποψη, τα πρόσωπα ανάγονται σε ένα επίπεδο υψηλότερο και καθολικότερο και «ηρωοποιούνται», προσλαμβάνουν δηλαδή μια ποιότητα εξω-ανθρώπινη, έναν χαρακτήρα που η τοποθέτησή του και μόνο στον κόσμο του διηγήματος, του προσδίδει μια εμφανή –κάποιες φορές έντονη– πλαστότητα.

Η επιλογή και η μεθόδευση αυτή δεν μπορεί να είναι τυχαία. Καταδεικνύει ενδεχομένως τη μέριμνα του συγγραφέα να αναδείξει, να τονίσει και να προβάλλει τον τρόπο, με τον οποίο η πραγματικότητα του κορονοϊού μεταμόρφωσε, μετουσίωσε και μετέτρεψε τους ανθρώπους της εποχής σε φιγούρες που συνέχονται με τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες αντιδράσεις, την ίδια συμπεριφορά. Ο φόβος, η επιφύλαξη, η απόσυρση, η απουσία κοινωνικής ζωής και επαφών, η καχυποψία, ο απομονωτισμός, ταυτόχρονα όμως και η βαθιά ανάγκη της ανθρώπινης προσέγγισης και επαφής, η ακατανίκητη έλξη προς την επι-κοινωνία, τη φιλία, τον έρωτα συνιστούν κάποια από τα ενοποιητικά στοιχεία των ηρώων του Γούτα που εκβάλλουν σε μια ουσιαστικά ανθρώπινη μορφή και φυσιογνωμία, τη φυσιογνωμία που απέκτησαν οι άνθρωποι μέσα στην πραγματικότητα της πανδημίας. Έτσι, παρά τις διάφορες, ποικίλες εκδοχές ανθρώπων, με τις οποίες εμπλουτίζει τις ιστορίες του ο συγγραφέας, ένας είναι ουσιαστικά ο ανθρώπινος τύπος που πλάθεται και προβάλλει, ο ανθρώπινος τύπος της εποχής του κορονοϊού. Η διαπίστωση αυτή ανοίγει μια σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες προοπτικές για την ερμηνεία όχι μόνο του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η λογοτεχνία σε σχέση πάντα με την κοινωνική συνθήκη και συγκυρία. Έτσι, θα ήταν εύλογο να προβεί κανείς στην υπόθεση, που αποκτά και τη χροιά ή τον χαρακτήρα της βεβαιότητας, ότι η λογοτεχνία αποκτά τη δύναμη και τη δυναμική των κοινωνικών δυνάμεων που μορφοποιούν και σχηματοποιούν την ανθρώπινη προσωπικότητα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να τις αντανακλά και να τις αποτυπώνει.

Πρόκειται, ουσιαστικά, για τη θεώρηση της λογοτεχνίας ως μιας αναπλαστικής δύναμης που μπορεί να κατορθώνει να συλλάβει όλα εκείνα τα στοιχεία που στο επίπεδο της πραγματικότητας παραμένουν και αιωρούνται αδιαμόρφωτα ή απροσδιόριστα και να τα κλείσει μέσα στο καλούπι του λόγου, προσδίδοντάς τους διαχρονική αξία και νόημα. Έτσι ακριβώς και οι ήρωες του Γούτα μετατρέπονται σε φορείς και καθρέφτες του ανθρώπου της εποχής, όπως αυτή εξέβαλε, αποτυπώθηκε και μνημειώθηκε μέσα στην τέχνη. Είναι κι αυτοί, λοιπόν, «μνημεία» της παράδοξης αυτής συγκυρίας που προσφέρονται στον αναγνώστη, τόσο τον σύγχρονο, όσο και τον μετέπειτα, προκειμένου αυτός να μπορέσει να προσδιορίσει, να κατανοήσει και να βιώσει αυτό που ενδεχομένως στην εξωτερική πραγματικότητα μοιάζει ακατανόητο, ασαφές και συγκεχυμένο. Μια ακόμα απόδειξη της δύναμης και της δυναμικής της τέχνης να περιγράφει τη ζωή καλύτερα από την ίδια τη ζωή.

 

(Ευσταθία Δήμου, από τον αφιερωματικό τόμο Ο εγγύς των πραγμάτων Παναγιώτης Γούτας, συντονισμός-επιμέλεια Γιώργος Δελιόπουλος, εκδ. Ρώμη, 2022)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΖΑΖ, ΠΑΘΗΣΕΙΣ 

ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ

(2015)

 

 



 

 

 

 

 

 

 

Ιστορίες σύντομες, άλλες πιο απλωμένες κι άλλες που αγγίζουν σε έκταση τη μικρή νουβέλα. Ήρωες της διπλανής πόρτας, που κάποια ουλή του παρελθόντος ή κάποιο πάθος του παρόντος τους κατατρώει, αλλά δεν τους καταβάλλει. Άντρες ευάλωτοι, νοσοφοβικοί, αλαφροΐσκιωτοι και γυναίκες εύθραυστες, που άγγιξαν ή ξεπέρασαν κάποια όρια, υπερβαίνοντας την κόκκινη γραμμή των αντοχών τους. Συγγραφικές εμμονές που ανακυκλώνονται και ανεπίδοτοι έρωτες του παρελθόντος που επιστρέφουν και εκδικούνται. Ένας ολόκληρος κόσμος, αφανής και ασάλευτος, που οι υπόγειες εκρήξεις του ξεσπούν και, σαν λάβα ηφαιστείου, ανασύρονται στην επιφάνεια. Και η μουσική τζαζ, σε πολλά σημεία του βιβλίου, να δίνει τον τόνο, άλλοτε ως υπόκρουση ηχητική κι άλλοτε χτίζοντας και στηρίζοντας τους χαρακτήρες και την εξέλιξη κάθε ιστορίας.

 

Τριάντα διηγήματα του Παναγιώτη Γούτα, γραμμένα στο διάστημα ενός τετάρτου του αιώνα.

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

(σσ. 57-61)

 

 

 

ΠΑΛΙΑ ΑΡΤΙΣΤΑ

 

 

 

 

Η Ελεονώρα Μπαγιάτη, εβδομηκοντούτις κυρία, διάγει αξιοπρεπώς σε παλιό διαμέρισμα επί της οδού Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη.

Μόνη της συντροφιά η Ντόλι, ένα πεκινουά με πυκνό τρίχωμα και υγρό, απορημένο βλέμμα.

Παλιά αρτίστα της πόλης –γνωστή και ως Λολό–, τραγουδούσε και χόρευε στα νιάτα της σε ονομαστά  νυχτερινά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας.

Σήμερα δεν βγαίνει από το διαμέρισμά της. Μια χρόνια αρθρίτιδα των κάτω άκρων την κρατά πολλές μέρες τον χρόνο κλεισμένη στο σπίτι.

Όλα στο διαμέρισμά της θυμίζουν άλλη εποχή. Ο παλιός καθρέφτης με τα δαιδαλώδη σχέδια στην κορνίζα, το μεταλλικό της κρεβάτι, οι μπορντό βελουδένιες κουρτίνες, τα βάζα και οι αντίκες. Εξώφυλλα δίσκων του Μουζάκη και του βασιλιά της ελληνικής τζαζ, του Γιάννη Σπάρτακου, ριγμένα εδώ κι εκεί. Σκόρπια κάδρα με φωτογραφίες της. Φωτογραφίες από τη μακρινή της νεότητα. Τότε που, με κορμί λαμπάδα κι ένα χαμόγελο αστραφτερό, σάρωνε τις πίστες ξεσηκώνοντας πλήθη και θαυμαστές.

Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, θα έρθει το πρωί ο φυσικοθεραπευτής της. Η Ντόλι θα γρυλίσει χαρούμενα στο χτύπημα του κουδουνιού.

Τρίτη και Πέμπτη, η αδελφή της η Ισμήνη –νεότερη σε ηλικία και καλοδιατηρημένη– θα της κάνει τα ψώνια και θα της μαγειρέψει για όλη την εβδομάδα. Θα γεμίσει το σπίτι εφημερίδες και περιοδικά, γιατί η Ελεονώρα Μπαγιάτη, όταν δεν παίζει με την Ντόλι, διαβάζει, διαβάζει ασταμάτητα.

Την Παρασκευή το απόγευμα αρχίζει να ξαναζεί. Είναι η μέρα της κομμώτριας που θα της χτενίσει τα όμορφα, μπουκλέ μαλλιά της.

–Σαν ψεύτικα, κυρία Λολό! Όμως τόσο φυσικά και τόσο αληθινά! θα της πει, και η Λολό θα κολακευτεί. 

Θα καθίσει μπροστά στην τουαλέτα της, όπως κάποτε φτιαχνόταν στα καμαρίνια των κέντρων.

Αντίκρυ στον καθρέφτη θα έρθει ξανά αντιμέτωπη με τον χρόνο. Το βλέμμα όμως θα βρει τρόπο να γλιστρήσει απ’ τις ρυτίδες και τις ζάρες του προσώπου της. Θα επικεντρωθεί στα σηκωμένα, αχτένιστα ακόμη μαλλιά της. Και πίσω απ' αυτά.

 

 

Α, τα Σάββατα, τα Σάββατα, οι άγιες μέρες της ζωής της!

Από το πρωί έχει μια λαχτάρα, σαν πρωτόβγαλτη καλλιτέχνιδα που βγαίνει στο σανίδι.

Γύρω στις δέκα βάζει ρίμελ και μεϊκάπ σε βλεφαρίδες και πρόσωπο. Φορά το βελούδινο μακρύ της φόρεμα με τα ροζ κεντημένα λουλουδάκια. Βάζει το μαύρο της καπέλο και τα δερμάτινα μακριά της γάντια. Ρίχνει ανέμελα στη ράχη τη γουνίτσα της.

Προηγουμένως έχει καλλωπίσει την Ντόλι, την έχει χτενίσει και της έχει φορέσει το καλό της πλεκτό ζακετάκι και το λευκό της σκουφάκι.

Κούκλες κι οι δυο, ξεκινούν στις δωδεκάμισι και καλούν το ασανσέρ με τις διπλές πόρτες ασφαλείας. Βλέπουν με αγωνία τον ιμάντα, μέσα από το παλιό πλέγμα, να ξεδιπλώνει.

Πρώτα θα χαζέψει σε μερικά μαγαζιά. Μπουτίκ και παπουτσάδικα – στο Nak απαραιτήτως.

Ύστερα, πάντα με βήμα προσεχτικό –ανεπαίσθητα λικνιστό–, θα μπει στο Κουρδιστό γουρούνι για φαγητό. Την έμαθαν όλοι στην μπιραρία και της έχουν κρατημένο τραπεζάκι για τη συγκεκριμένη ημέρα. Επάνω του υπάρχει καρτελάκι που γράφει «για την κ. Μπαγιάτη».

Η Ελεονώρα θα παραγγείλει, όπως πάντα, ένα μικρό ποτήρι κρίκετ και μεζέδες. 

Η Ντόλι θα φάει μπιφτεκάκια, τεμαχισμένα ειδικά για την περίσταση από το αφεντικό του μαγαζιού.

Μια αδιόρατη θλίψη διαγράφεται στο βλέμμα της ενώ μασάει αργά, ευγενικά, κοιτάζοντας έξω από την τζαμαρία την κίνηση στους δρόμους.

Η Ντόλι, ξένοιαστη, απολαμβάνει το καλοψημένο κρέας.

Το γεύμα θα κλείσει με γλυκό κυδώνι. Μία μόνο μερίδα, γιατί για τη σκυλίτσα δεν ενδείκνυται.

Ύστερα η Ελεονώρα θα ανάψει, με φωτιά που θα της προσφέρει ο σερβιτόρος –του αφήνει γερό πουρμπουάρ– ένα τσιγάρο More 120 menthol, που με δυσκολία θα βγάλει από την επάργυρη ταμπακέρα της.

Για ένα μισάωρο, οπωσδήποτε, θα καθίσουν για καφέ στο Journal.

Η Ντόλι, στην αγκαλιά της κυρίας της, ρουθουνίζει ευτυχισμένη.

Η κοπέλα που σερβίρει της προσφέρει πάντα ένα μπισκότο και η Ντόλι το αρπάζει στον αέρα.

Η Ελεονόρα πάντα θα της υπενθυμίσει:

–Πες ευχαριστώ, κοπέλα μου, στην ευγενική δεσποινίδα που τόσο σε αγαπάει …

Λίγο προτού επιστρέψουν σπίτι, μια στάση στον Αγαπητό για λίγα ταρτάκια φρούτων και μισό κιλό σοκολατένιες ελίτσες, που αρέσουν στην Ισμήνη.

Θα πλησιάζει τέσσερις, όταν με τρεμάμενα δάχτυλα θα βάλει το κλειδί στην εξώπορτα του διαμερίσματος.

 

 

Τις Κυριακές, η Ελεονώρα Μπαγιάτη είναι βαρύθυμη κι αμίλητη. Έχουν βγει, πλέον, το ρίμελ και το μεϊκάπ,  κι αντικρίζει στον καθρέφτη το σαφρακιασμένο δέρμα της.

Νιώθει απελπισμένη.

Βάζει το τραγούδι «Πιτσιρίκα-πιτσιρίκα» του Γιάννη Σπάρτακου, εκτελεσμένο από το κουαρτέτο Μίδας, και προσπαθεί να πάρει κουράγιο.

«Πιτσιρίκα μη σε μέλει / το φιλί σου είναι μέλι / κι αν δεν έχεις διόλου προίκα / πιτσιρίκα έχεις γλύκα …» αντηχεί η παλιά γνώριμη μελωδία και νιώθει ξανά, δίπλα της, τους νεαρούς της εποχής της να της σφυρίζουν, ξαναμμένοι, στο αυτί τα ίδια λόγια.

Αραδιάζει δεκάδες παλιές φωτογραφίες στον καναπέ και τις κοιτά βουρκωμένη.

Η Ντόλι καταλαβαίνει, διαισθάνεται τη θλίψη της κυρίας της και τρίβεται στα πόδια της.

Η Ελεονώρα την ανεβάζει στον καναπέ, σκουπίζει τα δάκρυά της κι αρχίζει να της εξιστορεί περιπέτειες από την ένδοξη νιότη της. Τους παλιούς της έρωτες.

Το σκυλί ανοίγει διάπλατα τα μάτια κι ακούει έκπληκτο.

 

 

Αν την συναντήσετε ποτέ τα Σάββατα στην Τσιμισκή, στην Αγίας Σοφίας ή στην Αλεξάνδρου Σβώλου, με το σκυλάκι πάντα αγκαλιά, να κλυδωνίζεται στον δρόμο σαν γέρικο σκαρί σε τρικυμία, μην σχολιάσετε πικρόχολα την ύπαρξή της. Μην τη χλευάσετε. Κυρίως, μην την αγνοήσετε. Στείλτε της ένα βλέμμα θαυμασμού, ό,τι κι αν σκέφτεστε για κείνη. Κάντε της ένα κομπλιμάν, κι ας μην το νιώθετε. Θα το κρατήσει μέσα της βαθιά, σαν φυλαχτό, για τις γκρίζες ημέρες που έρχονται. Για τα άδεια απογεύματα της Κυριακής.

 

2002, 2006

 

 

(από τη συλλογή διηγημάτων μου Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, Κέδρος, 2015)

 


 

 


ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ

ΤΖΑΖ, ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ

 

 

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ, «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ»

 

 

 

Πρώτα, κάτι προσωπικό. Το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα, Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, εκδόθηκε από τον Κέδρο τον Μάη του 2015. Για μένα, η περίοδος αυτή ήταν από τις οδυνηρότερες της ζωής μου, αφού η Φρίντα, η γυναίκα μου, νοσούσε από καρκίνο και πηγαίναμε τότε κάθε Παρασκευή πρωί στην κλινική «Άγιος Λουκάς» για χημειοθεραπείες. Μαζί μας ερχόταν πάντα και η Σωτηρία Σταυρακοπούλου –της οφείλω διά βίου χάριτας– για να μας βοηθήσει. Κάθε χημειοθεραπεία διαρκούσε πάνω από οκτώ ώρες, που αργοκινούσαν βασανιστικά. Ήταν τότε που ο Γούτας μού έδωσε τη συλλογή αυτή διηγημάτων του. Για να περνάει η ώρα διάβαζα φωναχτά ένα ή δύο διηγήματα από το βιβλίο να τα ακούνε οι γυναίκες κι ύστερα προσπαθούσαμε να τα αναλύσουμε –καλύτερα, να μπούμε στο μεδούλι του κάθε διηγήματος– με σχόλια που κάναμε, η Σωτηρία κι εγώ, αλλά και η Φρίντα ακόμα, παρόλη την ταλαιπωρία της με τους ορούς στη φλέβα των χεριών της. Έτσι, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι γι’ αυτό το βιβλίο είχα γράψει μια επαινετική βιβλιοκρισία, γιατί πραγματικά περιέχει ορισμένα διηγήματα από τα καλύτερα του Γούτα. Όταν τον Οκτώβριο του 2020 ο αγαπητός φίλος Κώστας Ριζάκης μού ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για την πεζογραφία του Γούτα, δέχτηκα, φυσικά, αμέσως και έψαξα στους τρεις τόμους των κριτικών μου δοκιμίων (Παραφυάδες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) να δω τι είχα γράψει, για κάποιες από τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του. Διαπίστωσα με έκπληξη ότι στις Παραφυάδες ΙΙΙ δεν υπήρχε κείμενο για το βιβλίο αυτό. Αλλά ούτε και στον υπολογιστή μου. Τα έχασα. Πού το είχα δημοσιεύσει; Αναγκάστηκα να ρωτήσω τον ίδιο τον Παναγιώτη αν γνώριζε εκείνος που είχε δημοσιευτεί η βιβλιοκρισία μου για το βιβλίο του. «Μα δεν έγραψες», μου είπε. Έτσι, μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να αποκαταστήσω μια παράλειψη.

Το βιβλίο, όπως άλλωστε το λέει και ο τίτλος, απαρτίζεται από τρεις ομάδες διηγημάτων. Μόνο που αλλάζει η σειρά τους. Προηγούνται οι «Παθήσεις» (12 διηγήματα), έπονται τα διηγήματα που αναφέρονται στη σχέση του αφηγητή με την «Τζαζ» (13 διηγήματα) και ακολουθούν άλλα πέντε διηγήματα με τον γενικό τίτλο «Και άλλα τινά». Στο τέλος του βιβλίου διαβάζουμε ότι «όλα τα διηγήματα γράφτηκαν (και ξαναγράφτηκαν) στο διάστημα 1989-2014, ενώ η παράθεσή τους στο βιβλίο δεν ακολουθεί ακριβή χρονολογική σειρά» (σ. 268). Επίσης, από το σύνολο των είκοσι πέντε αυτών διηγημάτων, τα δώδεκα έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ένα, η «Αϊσέ», γράφτηκε υπό μορφή λιμπρέτου, που μελοποιήθηκε από τον μουσικό Καμπάνη Σαμαρά και παρουσιάστηκε στη σκηνή του θεάτρου «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο του 2014. Τώρα, γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα γιατί το χρονικό άνυσμα της εικοσιπενταετίας και το «γράψιμο και ξαναγράψιμο» πολλών εξ αυτών με έχουν πείσει ότι ο Γούτας πρέπει να θεωρεί το βιβλίο του αυτό ως το πιο αντιπροσωπευτικό της διηγηματογραφικής του πορείας – και όντως έτσι είναι.

Στα διηγήματα της ενότητας «Παθήσεις» έχουμε ιστορίες διαφόρων προσώπων, στις οποίες, άλλοτε κάπως πιο έντονα αλλά συνήθως αχνά, οι ήρωες διακατέχονται από μονομανίες, εμμονές, φοβίες, κτλ. (ή ακόμα έχουν και κάποιες παθήσεις ή αναπηρίες)٠μ’ άλλα λόγια βασανίζονται από νευρώσεις ή ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές από το περιβάλλον των ατόμων αυτών, πάνω όμως στις οποίες στήνεται η πλοκή της κάθε ιστορίας (το «στόρι», όπως το αποκαλεί ο Γούτας στα κριτικά του δοκίμια).Τα άτομα αυτά είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας και συμπεριφέρονται «φυσιολογικά» στην καθημερινή ζωή τους. Από την άλλη μεριά, τα ψυχολογικά τους προβλήματα ή οι κάποιες ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα τους αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται τα διηγήματα Θα προσπαθήσω να γίνω περισσότερο κατανοητός, μιλώντας για κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αρχίζοντας από ένα διήγημα που έχει τον παράξενο τίτλο «Πάρε, γαμώτο!» Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλέξης που, παραμονές Χριστουγέννων, κρατώντας ένα κουτί με μελομακάρονα, πάει με τα πόδια σε μια ανήμπορη, ηλικιωμένη και ανύπαντρη θεία του, που τον έχει για αποκούμπι στα γεράματά της. Στον δρόμο τον διπλαρώνει ένας τύπος που από μακριά έδειχνε να είναι ναρκομανής σε κατάσταση στέρησης. Ας δούμε πώς τον περιγράφει ο συγγραφέας: Αδύνατος, αξύριστος, με γλιτσερά μακριά μαλλιά, πιασμένα πίσω κότσο μ’ ένα κίτρινο λαστιχάκι. Φορούσε πορτοκαλί μπουφάν από υαλοβάμβακα, που έβρισκες παλιά μισοτιμής σε κάτι μαγαζάκια στο Βαρδάρι. Κούτσαινε χαρακτηριστικά στο δεξί του πόδι, όμως αυτό του το κούτσαμα δεν του στερούσε την ικανότητα να κινείται σβέλτα (σ. 28). Ο τύπος, παρακλητικά αλλά ταυτόχρονα και ενοχλητικά, άρχισε να του ζητά μια βοήθεια, ακόμα και μισό ευρώ. Ο Αλέξης δεν του έδωσε σημασία και κατάφερε να ξεφύγει από το κόλλημα που του έκανε. Γύρισε, όμως, σπίτι του αναστατωμένος. Γράφει: Ο απόηχος της φωνής του άλλου ακόμη αντηχούσε  στ’ αυτιά του. Η πίκρα του, ο θυμός του, αγκάθι στο στήθος του να τον διαπερνά. Κάτι ακατάλληλες ώρες πάντα που του κολλάνε οι τύψεις (σ. 29). Μέχρις εδώ κάτι το συνηθισμένο, που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Στο σημείο, όμως, αυτό κάνει την εμφάνισή της η νεύρωση. Χρονιάρα μέρα αρχίζει να έχει ημικρανία. Σουβλιές κάτω από το αριστερό του μάτι. Το βράδυ ξύπνησε με μια τάση για εμετό. Πήγε δυο τρεις φορές στην τουαλέτα να ξεράσει. Πήρε παυσίπονα. Τίποτα. Την επομένη, τα ίδια. Το βράδυ είχε έναν εφιάλτη, καθώς στο όνειρό του εμφανίστηκε το πρεζόνι που αρχίζει να τον βρίζει χυδαία. Λόγια ακατανόμαστα. Την τρίτη μέρα, τα ίδια. Δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά του. Προφασίστηκε τον άρρωστο. Αποφασίζει να ψάξει για να τον βρει σε γνωστό κέντρο, δίπλα στο γαλλικό λύκειο, όπου οι χρήστες είχαν μπει σε πρόγραμμα μεθαδόνης και περίμεναν υπομονετικά να πάρουν τη δόση τους. Κανείς δεν τον ήξερε. Ξαναπέρασε από το στέκι αυτό και το απόγευμα. Τίποτα πάλι. Τον πλεύρισε ένας άλλος στραπατσαρισμένος. Του έχωσε στο χέρι ένα εικοσάρικο. Ο πονοκέφαλος και η τάση για εμετό συνέχιζαν. Του μπήκαν ιδέες μήπως και πάθαινε κανένα εγκεφαλικό, όπως ο πατέρας του. Τελικά αποφάσισε και τηλεφώνησε σ’ έναν στενό του φίλο, λάτρη των κινηματογραφικών ταινιών, και του εμπιστεύτηκε το πρόβλημά του. Εκείνος του συμπαραστέκεται και τον καθησυχάζει. Πήγαν σινεμά. Άρχισαν να βγαίνουν έξω. Ξέδωσε. Τα συμπτώματα άρχισαν να υποχωρούν. Ησύχασε٠ μέχρι που ένα βράδυ, κατεβαίνοντας με το αστικό στο κέντρο της πόλης, τον είδε από το παράθυρο έξω από την Καμάρα, να ’ναι μαστουρωμένος και να τρεκλίζει, Τον πιάνει πάλι το άγχος. Σταματάει το λεωφορείο και τον πλησιάζει να του δώσει εκατό ευρώ. Εκείνος, στον κόσμο του, νομίζει ότι τον εμπαίζει, και αρνείται να τα πάρει. Ο Αλέξης τον παρακαλεί. Εκείνος τα ίδια. Θαρρεί πως τον κοροϊδεύει. Κι ο Αλέξης: Πάρε! Πάρε, γαμώτο μου! Πάρε! Πάρε! (σ. 35). Ωραίο διήγημα, ωραίο τέλος.

Στο ίδιο μοτίβο των τύψεων, αλλά με πιο λογικό ειρμό, κινείται και το διήγημα «Όσα γράφει η σημαία». Γραμμένο κι αυτό σε τρίτο πρόσωπο, αλλά ως ήρωα έχει τον ανώνυμο αφηγητή, κάτι που ενδεχομένως να παραπέμπει στον ίδιο τον συγγραφέα. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελευταίο διήγημα της ενότητας αυτής, που τιτλοφορείται «Η ποίηση στην εντατική» και αναφέρεται στην περιπέτεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου που υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου και νοσηλευόταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Η αφήγηση έχει πραγματικό χρόνο, τόπο και γεγονότα και ο αφηγητής είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό άτομο. Είναι δε αφιερωμένο στον Ντίνο, που τα κατάφερε. Γυρίζω ξανά στο «Όσα γράφει η σημαία». Ο αφηγητής παίρνει ταξί για να γυρίσει σπίτι του, και στο πάτωμα του πίσω καθίσματος βλέπει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ, που προφανώς έπεσε από κάποιον προηγούμενο πελάτη. Ο πειρασμός είναι μεγάλος. Γράφει: Παίρνει την απόφαση σε κλάσματα δευτερολέπτου. Επωφελούμενος της συνομιλίας και παρακάμπτοντας τους όποιους ηθικούς φραγμούς του, σκύβει με απόλυτη φυσικότητα – σαν να του έπεσε κάτι κι έκανε να το σηκώσει – χουφτώνει το χαρτονόμισμα και το χώνει βαθιά στη μέσα τσέπη του σακακιού του. «Εγώ για να το βγάλω σκοτώνομαι όλη μέρα στη δουλειά, ενώ αυτοί… Με δυο γερά αγώγια το τσιμπήσανε…» (σ. 44). Ο ταξιτζής είναι φλύαρος, βρίζει κάποιους άλλους οδηγούς που του κλείνουν τον δρόμο, ενώ ταυτόχρονα σταυροκοπιέται κάθε τόσο. Του ζητά την άδεια να βάλει ένα CD με τραγούδια του Adamo κι ύστερα του εκμυστηρεύεται:: «Δεν θέλω να βρίζω. Καθόλου δεν μ’ αρέσει. Το άγχος, η κίνηση, καταλαβαίνεις, αυτά με κάνουν νευρικό.» (σ. 45). Ο αφηγητής τον βλέπει να βουρκώνει καθώς του λέει πως έχει στο νοσοκομείο ένα μικρό με μαστοειδίτιδα, που την επομένη θα έμπαινε στο χειρουργείο. Του αφηγείται και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο επάγγελμα. Του λέει πως πιστεύει στον Θεό, πως τις προάλλες ένας ηλικιωμένος ήταν άφραγκος και τον πήγε σπίτι του και πως κάποτε, νύχτα πρωτοχρονιάς, δυο κακοποιοί προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Τέλος, του λέει ότι δεν δέχεται φιλοδωρήματα: «Νιώθω πως με θίγουν, Με εξευτελίζουν. Θέλω μόνο όσα γράφει η σημαία.» (σ. 46). Ο αφηγητής συγκινείται, θυμάται την κόρη του που χειρουργημένη στράτιζε στην κλινική με τον ορό στο χέρι και τη γυναίκα του να την υποβαστάζει. Νιώθει τύψεις. Με τρόπο ρίχνει το χαρτονόμισμα ξανά στο πάτωμα και λέει στον ταξιτζή να τον αφήσει σ’ ένα περίπτερο της γειτονιάς του. Βγάζει ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του και πληρώνει το αγώι. Με τα ρέστα που του έδωσε ο ταξιτζής αγοράζει τσιγάρα για να τα ξεφορτωθεί.

Ο Γούτας στην ενότητα αυτή στρέφει με συμπόνια τη ματιά του σε άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, αναπηρίες ή παράξενες συμπροφορές. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Παλιά αρτίστα» περιγράφει την καθημερινή ζωή της ηρωίδας του στα γηρατειά της. Πρώην τραγουδίστρια και χορεύτρια της Θεσσαλονίκης, γνωστή με το καλλιτεχνικό της όνομα Λολό, ζει στο παλιό της διαμέρισμα με μόνη συντροφιά της ένα μικρό σκυλάκι, αλλά, παρά τα εβδομήντα χρόνια της, δεν αλλάζει καθόλου τις συνήθειές της και κάθε Σάββατο μεσημέρι ντύνεται, όπως όταν ήταν νέα, και λουσάτη θα πάει με το σκυλάκι της να γευματίσει στο ίδιο πάντα γνωστό και ακριβό εστιατόριο, και θα φάει – μαζί με το σκυλάκι της – το ίδιο πάντα μενού. Τα γκαρσόνια την ξέρουν και της συμπεριφέρονται ως ντίβα εν ενεργεία. Η επόμενη μέρα, Κυριακή, είναι η χειρότερη της εβδομάδας. Γράφει: Έχουν βγει πλέον τα ρίμελ και τα μέικ απ, κι αντικρίζει στον καθρέφτη το σαφρακιασμένο δέρμα της. Νιώθει απελπισμένη.(σ. 60).

Το ποδόσφαιρο κι ο ΠΑΟΚ δεν θα μπορούσαν να λείπουν από μια συλλογή διηγημάτων του Γούτα. Στο διήγημα «Το ντέρμπι», ένας φανατικός οπαδός, οργανωμένος, που πήγαινε παντού όπου έπαιζε ο ΠΑΟΚ, έχασε παλιά την όρασή του από μια κροτίδα, που του ήρθε στο πρόσωπο, σ’ ένα ντέρμπι με την ΑΕΚ στην Αθήνα. Έτσι, πηγαίνει πάντα στο γήπεδο μ’ έναν φίλο του, ο οποίος του λέει λεπτομερειακά τις φάσεις του αγώνα για να τις σχολιάσουν. Και είναι πάλι ντέρμπι ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, αλλά στην Τούμπα αυτή τη φορά. Παρά την τύφλωσή του, όλη του η ζωή κινείται γύρω από την ομάδα και τους ποδοσφαιριστές της (γνώρισα κι εγώ προσωπικά εκατοντάδες παρόμοιους φιλάθλους ως γιατρός του ΑΡΗ, την επταετία 1968-1975). Ο ΠΑΟΚ νίκησε. Βγαίνοντας έξω από το γήπεδο, αρχίζουν τη συζήτηση. Γράφει: – Θέλει μεταγραφές τον Γενάρη η ομάδα, Σταύρο… Θέλει δυνάμωμα… του λέει… – Σώπα, καημένε! Μια χαρά πάμε. Έτσι αν συνεχίσουμε δεν χάνουμε με τίποτα την Ευρώπη. Ο άλλος δεν απαντά. Μένει για λίγο σκεφτικός. Του έρχονται στον νου κάτι βαριές σιωπές στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου. Σκοτεινές και παγωμένες. Χτυπάει επίμονα το μπαστουνάκι του, δεξιά αριστερά, στο κράσπεδο. – Θέλει! επαναλαμβάνει, απορώντας πώς ο φίλος του με δυο μάτια κατάγερα δεν είναι σε θέση να το δει (σ. 26). Ωραίο τέλος!

Γενικά το θέμα των ψυχολογικών – και ψυχικών – ανωμαλιών φαίνεται να είναι προσφιλές μυθοπλαστικό υλικό του συγγραφέα. Στην πρώτη σελίδα του διηγήματος «Τα οστά δεν του μιλούσαν πια» (σ. 63) διαβάζουμε τα εξής: Την είχε στο μυαλό του ολόκληρη τη φράση: «Τα όρια της λογικής. Το μεταίχμιο. Η απαρχή της παράνοιας». Πάνε χρόνια – φοιτητής τότε – που τα αποτύπωσε σε σεμινάριο ψυχιατρικής. Το ένιωσε σαν μια δυσβάστακτη, λεπτή ισορροπία. Τότε. Κι όλο φοβόταν πως τώρα πλησιάζει στο τέλος. Αγγίζει το μεταίχμιο. «Και μετά τι;» αναρωτιέται με φρίκη. Ας δούμε λίγο τώρα την ιστορία. Ο ήρωας αγαπούσε πολύ μια γυναίκα που πέθανε. Την περιγράφει πολύ όμορφη, ψηλή, με μακριά πόδια. Κάθε πρωί πάει στα μνήματα μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο (σαν τα χείλη της). Γέμισε το δωμάτιό του με φωτογραφίες της. Από κάτω γράφει με χοντρό μαρκαδόρο το όνομά της: Βέρα. Μένει μόνος, δεν έχει κοινωνική ζωή. Στα τρία χρόνια η ανακομιδή της. Ζητάει να πάρει τα οστά της. Ξεπερνάει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια μ’ ένα γερό φιλοδώρημα στον αρμόδιο υπάλληλο του κοιμητηρίου. Φέρνει το οστά σε κασελάκι στο σπίτι του. Μερικές  φορές τα έβαζε στο προσκέφαλό του κι όλο το βράδυ μιλούσε μαζί τους. Με τον καιρό τα οστά δεν του απαντούσαν٠ δεν του μιλούσαν. Άρχισε να την αναζητά μέσα από τυχαία τηλεφωνήματα που έπαιρνε τα βράδια. Γράφει:

Κάποτε σ’ ένα από αυτά...

        «Ορίστε», απάντησε μια απαλή φωνή.

        «Βέρα», εκείνος  ξέπνοα.

        «Ποιος είναι;»

        «Βέρα», βάζοντας όλη του τη δύναμη.

      «Ναι, η ίδια είμαι, η Βέρα. Ποιος στο τηλέφωνο,  παρακαλώ;»

        Το πρόσωπό του πήρε να φωτίζει.

        «Μίλα μου!» σαν ικεσία.

        «…»

        «Μίλα μου!» σαν ρόγχος ετοιμοθάνατου.

        «Βλάκα!»

        «Μίλα μου!»

        «Ηλίθιε, διεστραμμένε!»

        «Μίλα μου!» (σ. 66).

 

Άφησα να σχολιάσω τελευταίο το πρώτο διήγημα της ενότητας αυτής του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «Η παλιά γραφομηχανή», κι αυτό γιατί, ενώ παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον με την πλοκή και την πρωτοτυπία του, μου άφησε αρκετά ερωτηματικά, ιδίως με το τέλος του. Το κεντρικό πρόσωπο αναφέρεται με τα αρχικά του Σ. Κ., κι είναι ένας σαρανταεπτάχρονος  φιλήσυχος τραπεζικός υπάλληλος. Ζει μόνος του και, παράλληλα με τη δουλειά του,  κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του, προσπαθεί να καθιερωθεί στη λογοτεχνική πιάτσα γράφοντας ποιήματα και πεζά με μια παλιά γραφομηχανή που του αγόρασε ο πατέρας του, όταν ήταν φοιτητής στα είκοσί του χρόνια. Έχει μια παράξενη εμμονή μ’ αυτή τη γραφομηχανή. Πιστεύει πως μόνο μ’ αυτή την παλιά γραφομηχανή των είκοσι επτά χρόνων μπορεί να γράψει λογοτεχνία. Υπολογιστή χρησιμοποιεί μόνο στη δουλειά του. Παρ’ όλα αυτά, νομίζει ότι τα λογοτεχνικά του κείμενα δεν εκφράζουν γνήσια τον εσωτερικό του κόσμο. Κι αυτό γιατί έχει μια ακόμα έμμονη ιδέα: θαυμάζει την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες. Το διήγημα αρχίζει με τους εξής δύο στίχους από ποίημα του Θανάση Μαρκόπουλου: Να χτυπάς και να φεύγεις / σαν εγκεφαλικό επεισόδιο, και παρακάτω, στην ίδια πρώτη σελίδα, δυο πάλι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου, τα παιδιά με τα μαλλιά / και με τα μαύρα ρούχα. Τρομοκράτες και αναρχικοί είναι το ιδανικό ενός συνηθισμένου ανθρώπου χαμηλών τόνων, ο οποίος, κατά τον παντογνώστη αφηγητή, ούτε μύγα δεν μπορούσε να σκοτώσει. Άκακος σαν αρνί και τελείως αδιάφορος για τα πολιτικά. Του προξενούσε σιχαμάρα αυτό που λέμε «πολιτικός βίος». Αυτός, στο μυαλό του, είχε εξιδανικεύσει τους τρομοκράτες και πίστευε πως με τη δράση τους αποσκοπούσαν σ’ έναν κόσμο καλύτερο, δικαιότερο και ειρηνικό. Γράφει: Έδειχνε έναν αλλόκοτο, ανεξήγητο θαυμασμό για ό,τι σχετιζόταν με την τρομοκρατία. Κρατούσε μάλιστα αρχείο με αποσπάσματα εφημερίδων και περιοδικών σε ότι είχε σχέση με τρομοκρατικές οργανώσεις και χτυπήματα. Άρθρα για πιθανά ιδρυτικά στελέχη και ιδρυτικές διακηρύξεις.(σ. 13). Ο  Σ. Κ. ταύτιζε την τρομοκρατική πράξη με το γράψιμο. Τότε, που για να γράψει ένα λογοτεχνικό κείμενο βρισκόταν σε υπερένταση, σε τρόμο, όπως ο τρομοκράτης, φανταζόταν, πριν τραβήξει τη σκανδάλη του όπλου του για να σκοτώσει. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει ένα μυθιστόρημα που θα προκαλούσε στον αναγνώστη το ίδιο ρίγος, όπως μια τρομοκρατική ενέργεια. Τον Ιούλιο (του 2002 – δεν το γράφει) ξεσπά η εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης της 17 Νοέμβρη, με την έκρηξη μιας βόμβας στα χέρια ενός μέλους της τρομοκρατικής ομάδας (του Σάββα Ξηρού – δεν το γράφει, αλλά οι αναγνώστες το γνωρίζουν). Παρατάει το γράψιμο κι αρχίζει να παρακολουθεί με πάθος τα τεκταινόμενα από την τηλεόραση. Γράφει: Με το αργό ξήλωμα της οργάνωσης ξηλώνεται και κάτι μέσα του. Κατεδαφίζεται συθέμελα. Μόνο στην παλιά γραφομηχανή της οργάνωσης πλέον ελπίζει [που είναι όμοια σε μάρκα και ηλικία με τη δική του]. Προσπαθεί απεγνωσμένα να ακούσει, να μάθει κάποιο νέο για την ύπαρξή της.(σ. 19). Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε η γραφομηχανή κι αυτός χάνει και την ύστατη ελπίδα του. Όταν μάλιστα έγινε γνωστό ότι οι συλληφθέντες δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, χάνει και το τελευταίο του αποκούμπι, που πάνω του στήριζε στο μυαλό του την εξιδανίκευση της τρομοκρατίας. Κλείστηκε στο δωμάτιό του, έβαλε χαρτί στην γραφομηχανή του κι άρχισε να χτυπά τα πλήκτρα σαν δαιμονισμένος.

Για μένα, κάπου εδώ τελειώνει το διήγημα, που το θεωρώ, όπως είπα, ωραίο. Με ξάφνιασε όμως –και με προβλημάτισε– ο επίλογος. Ο ήρωας πεθαίνει αγκαλιάζοντας τη γραφομηχανή του, μες στην ανίατη ασθένεια του καιρού του, πρησμένος ολόκληρος (προηγουμένως είχε αναφέρει ότι έγραφε με πρησμένα πόδια) και, παρά την προχωρημένη του σήψη, ευωδίαζε.

Όταν πρωτοδιάβασα το διήγημα στο νοσοκομείο, το 2015, δεν πρόσεξα ότι το διήγημα κλείνει με τον θάνατο του κεντρικού προσώπου. Νόμισα πως είχε αγκαλιάσει τη γραφομηχανή του κι έκλαιγε, με την απότομη προσγείωσή του σε μια σκληρή πραγματικότητα. Το ότι ο θάνατός του ήταν ο τρομερός επίλογος του μυθιστορήματος που έγραφε, δεν πέρασε από το μυαλό μου. Τώρα όμως που διάβασα το διήγημα πιο προσεκτικά, μου δημιουργήθηκαν κάποιες απορίες. Τα πόδια του, όταν έγραφε, ήταν πρησμένα. Αν εξαιρέσουμε κάποιες βαριές παθήσεις (π.χ. προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια), η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η φλεβίτιδα, που γίνεται επικίνδυνη μόνο όταν δημιουργηθεί φλεβοθρόμβωση. Ποια είναι, επομένως, η ανίατη ασθένεια του καιρού του; Ξέρω πολλές, με πιο γνωστή τον καρκίνο (συγγνώμη που δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ από την ιατρική μου ιδιότητα). Επομένως, αναρωτιέμαι, μιλάει για πραγματική νόσο ή μήπως πρόκειται για αλληγορική επινόηση; Και πώς ένα σώμα σε προχωρημένη σήψη ευωδιάζει; Κι αν το πτώμα ενός ήρωα που υπήρξε λάτρης της τρομοκρατίας ευωδιάζει, μήπως ευωδιάζει ή ίδια η τρομοκρατία ή το τρομοκρατικό μυθιστόρημα που έγραφε με επίλογο τον θάνατό του ήρωα, ενός –όπως περιγράφεται–  φιλήσυχου ανθρώπου, καταπιεσμένου όμως από τις  κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, αλλά δεν έχει το ηθικό βάρος ή θάρρος να τις ανατρέψει; Ειλικρινά, αυτή η μετάβαση από μια ρεαλιστική αφήγηση σ’ ένα αλληγορικό ή φανταστικό τέλος με μια παράγραφο επτά μόνο αράδων, με ξενίζει.

 

 

Τα διηγήματα της ενότητας «Τζαζ»

 

Πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να εκφράσει τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις αποχρώσεις τους (όπως η αγάπη, ο έρωτας, ο πόνος, η απογοήτευση, η νοσταλγία, το μίσος, ο φόβος ή το θάρρος) καλύτερα, ίσως, από τις άλλες τέχνες. Γνωρίζω επίσης ότι είναι πολλοί οι φανατικοί ενός μόνο είδους μουσικής (κλασική, παραδοσιακή, ρεμπέτικη, τζαζ, κτλ). Το χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής των διηγημάτων, για την οποία μιλάμε, είναι ότι οι ήρωες των ιστοριών ανήκουν στους φανατικούς της τζαζ. Δεν ξέρουν μόνο τις συνθέσεις, τους συνθέτες, τους μουσικούς ή τραγουδιστές των κομματιών κάθε δίσκου, αλλά και πότε παίχτηκε ζωντανά η κάθε σύνθεση, πότε ηχογραφήθηκε κτλ. Κατά τα άλλα, έχουμε να κάνουμε με καθημερινές ερωτικές ιστορίες, απ’ τις οποίες δεν λείπουν και τα άλλα στοιχεία της διηγηματογραφίας του Γούτα. Ας δούμε το διήγημα της ενότητας αυτής, που τιτλοφορείται «Αϊσέ». Ο ανώνυμος ήρωας της ιστορίας έχει συνδυάσει μια σύντομη ερωτική παλιά του περιπέτεια με τον δίσκο του πιανίστα Art Lande. Η Αϊσέ ήταν μια μουσουλμάνα, τελειόφοιτη λυκείου, που έμενε στην Ξάνθη. Αυτός, φαντάρος, υπηρετούσε εκεί τη θητεία του. Λόγω των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτή ανάμεσα στην ελληνική και μουσουλμανική κοινότητα, η γνωριμία τους και το ειδύλλιο που αναπτύχτηκε μεταξύ τους δεν μπορούσε να έχει μέλλον. Έκαναν έρωτα τρεις τέσσερις φορές σε ξενοδοχείο της Καβάλας κι ύστερα η Αϊσέ εξαφανίστηκε. Αυτός δεν άντεχε τον χωρισμό τους. Θυμόταν πόσο όμορφη ήταν: τα μάτια της, τα μαλλιά, η τρυφερή της επιδερμίδα. Το βαρύ ανατολίτικο άρωμά της. Σαν τρελός την έψαχνε στα σοκάκια, στα μαγαζιά και στα καλντερίμια της Άνω Πόλης. Τίποτα. Η Αϊσέ άφαντη. Για μήνες άκουγε ένα συγκεκριμένο κομμάτι τζαζ του Art Lande, προσπαθώντας να αποδεχτεί το γεγονός. Τελειώνοντας τη θητεία του, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά η Αϊσέ δεν ξεκολλούσε από το μυαλό του. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, την έψαχνε ακόμα, παντρεμένος και με δύο παιδιά. Το συγκεκριμένο κομμάτι τζαζ το είχε σε κασέτα που δεν περιείχε όλη τη σύνθεση. Έψαξε σε δισκάδικα να τη βρει. Δεν υπήρχε. Του είπαν ότι μόνο σε δίσκο 78 στροφών σε βινύλιο θα μπορούσε να υπάρχει σε κανένα παλαιοδισκοπωλείο. Γράφει: Συμβιβάστηκε μ’ αυτήν την ιδέα, με το μαρτύριο να ακούει κάθε τόσο ήχους από μια παλιά ιστορία, ξεχασμένη εδώ και χρόνια.(σ.117).

Μια μέρα, βαδίζοντας ένα μεσημέρι στην Κολόμβου, του ήρθε πάλι στον νου η εισαγωγή του συγκεκριμένου κομματιού της τζαζ, αλλά με μια απίστευτη καθαρότητα. Περνώντας έξω από  ένα παραβαρδάρειο ξενοδοχείο, ένας τύπος τον σταμάτησε και του είπε ότι έχει ωραία κορίτσια. Τουρκάλες, πρώτο πράμα. Μπουκιά και συχώριο. Του είπε να μπει στο ξενοδοχείο και θα του έστελνε μία μ’ ένα τηλεφώνημα. Ανέβηκε. Το μουσικό θέμα το θυμήθηκε ολόκληρο ύστερα από τόσα χρόνια. Το κορίτσι τον περίμενε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ας δούμε πώς τελειώνει το διήγημα:

«Δεν αρχίζουμε… Τα κάνω όλα. Τι θέλεις; Ανάλογα με τα χρήματα δηλαδή…»

 Επικεντρώθηκε στα στήθη της.

  «Πώς σε λένε;»

  «Ναζλή, Τανσού, Εμινέ; Πώς θέλεις;»

  «Όχι, όχι έτσι…»

  «Πώς θέλεις;»

  «Αϊσέ…»

  «Με λένε Αϊσέ, λοιπόν. Ξεκινάμε;

 

Βγήκε από το ξενοδοχείο, ένιωσε για λίγο σαν εξοδούχος φαντάρος είκοσι δύο χρόνων που βγήκε στην πλατεία μιας άγνωστης πόλης γεμάτης ομίχλη. Καμιά απολύτως μουσική δεν γυρόφερνε πλέον στη σκέψη του.

Γεννιέται, βέβαια, το ερώτημα, αν ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει από τζαζ, μπορεί  να απολαύσει, σ’ όλη του την έκταση και ένταση, ένα τέτοιο διήγημα. Νομίζω πως ναι – όσον αφορά, τουλάχιστον, εμένα. Γιατί, παράλληλα με την ερωτική ιστορία, έχουμε και μιαν άλλη: τη λογοτεχνική απόδοση του συγκεκριμένου κομματιού, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στο μυαλό του ήρωα από την παλιά ερωτική του περιπέτεια με την Αϊσέ. Τα δυο μαζί ταυτίστηκαν κι έγιναν   εμμονή, μέχρι που επήλθε η κάθαρση (με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου), όταν συνειδητοποίησε τη σκληρή πραγματικότητα στο παραβαρδάρειο ξενοδοχείο.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό διήγημα της δεύτερης αυτής ενότητας είναι το πρώτο της σειράς, με τίτλο «Σπασμένη φλέβα». Ας δούμε πώς αρχίζει: Εργένης, πατημένα σαράντα. Φανατικός της τζαζ. (σ.103). Τον λένε Ισίδωρο. Πηγαίνει σε ιατροδιαγνωστικό κέντρο να πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος του πατέρα του. Στη γραμματεία του κέντρου τα δακτυλογραφεί στο κομπιούτερ μια πολύ όμορφη υπάλληλος. Διαβάζουμε την περιγραφή: Κουκλίστικο πρόσωπο, μάτια μελιά, φωτεινά, ένα πιγούνι ποίημα. Δυο ανεπαίσθητα βαθουλώματα στα μάγουλα την κάνουν ασυναγώνιστη (σ. 103). Την παρομοιάζει με συγχορδία του Jarret. Την ερωτεύεται ακαριαία. Προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα με αφορμή τα αποτελέσματα των εξετάσεων του πατέρα του. Είναι συνεσταλμένος τύπος. Ντροπαλά της ζητάει το όνομά της. Τη λένε Έλσα. Επισκέπτεται φίλο του γιατρό παθολόγο και του ζητά μια συνταγή για να κάνει εξετάσεις αίματος ο ίδιος, χωρίς να έχει τίποτα٠ μόνο για να την ξαναδεί. Γράφει: Επιστρέφοντας στο σπίτι έβαλε στο σιντί το ίδιο μουσικό θέμα. Το κομμάτι «Soltice από τον δίσκο Belonging, μια συνεργασία του Jan Garbarek με τον Keith Jarret. Έβαλε ένα διπλό ουίσκι στο ποτήρι και το αραίωσε με λίγη κόκα κόλα. Περίμενε το κατάλληλο σημείο. Τη στιγμή που ο Jarret έχε αφήσει με το πιάνο του έναν ανυπέρβλητο λυρισμό, μια γλύκα να πλανάται στο δωμάτιο, κι εκεί που χαμηλώνει, που κλείνει, που σβήνει αυτή η ακουστική ευδαιμονία, προτού κοπάσει δηλαδή η αγαλλίαση της στιγμής, να μπαίνει απότομα το σαξόφωνο, τραχύ, αδιάκριτο και ευθύβολο, σαν κεραυνός που ταράζει τη γαλήνη της εσπέρας.(σ. 107).

Η ιστορία ξετυλίγεται με το να πάει ο Ισίδωρος και να του πάρει αίμα η Έλσα (το φρόντισε αυτός), να ξαναπηγαίνει για να εξετάσει τα ούρα του, να τα έχει χαμένα, και για να συνεχίσουν την κουβέντα να τη ρωτάει τι να κάνει με το δοχείο που περιέχει τα ούρα του. Φοβάται μην τον ειρωνευτεί και του πει να τα πιεί. Αλλά τότε του ήρθε στο μυαλό του το συγκλονιστικό σημείο από τη μελωδία του Jarret. Το πιανάκι χαμήλωσε και ήρθε το σαξόφωνο, οξύ και διαπεραστικό, λιτό και ξεκάθαρο, και αποτόλμησε να της προτείνει:

«Θέλεις να βγούμε το απόγευμα για καφέ;» […].

Όλες οι εισπράξεις από τα τζαζ φέστιβαλ του Σαν Φρανσίσκο πως θα μου πει όχι. Πως δεν μπορεί, κωλύεται, έχει δουλειές, έχει άρρωστη μαμά και τα τοιαύτα..

Το σαξόφωνο ήρθε πάλι στα αυτιά του. Τον στήλωσε, τον κράτησε όρθιο. Την κοίταξε ίσια στα μάτια Δεν θα τα άφηνε από πάνω της, αν δεν του απαντούσε. Μισάνοιξε το θεσπέσιο στόμα της. Πνευστό του φάνηκε να ηχεί, κάτι σαν φλάουτο, σ’ ένα ατέλειωτο δάσος από τουλίπες.

«Τι ώρα;» τον ρώτησε.(σ. 113).

Ωραίο, πάλι, τέλος. Χαρακτηριστικό διήγημα πώς ο Γούτας παντρεύει έντεχνα τη μουσική της τζαζ με τον έρωτα.

Τα δύο αυτά διηγήματα, που παρουσιάσαμε κάπως πιο αναλυτικά, είναι, πιστεύω, χαρακτηριστικά του κλίματος, μέσα στο οποίο κινούνται και τα υπόλοιπα της ενότητας αυτής. Βέβαια, σ’ ένα από αυτά η κλασική μουσική υποκαθιστά την τζαζ, όταν μια Ρωσίδα μετανάστρια, η οποία στη Μόσχα σπούδαζε κλασική μουσική, εδώ, για να βγάλει το ψωμί της, πάει σε σπίτια και σιδερώνει ρούχα («Η Ιρένε σιδερώνει») κι ο αφηγητής, συνεπαρμένος από την ομορφιά της, διαλέγει ένα σιντί με κλασική μουσική, όπου κυριαρχεί η βιόλα που παίζει μια υπέροχη  Ασιάτισσα μουσικός.

Το προτελευταίο διήγημα, «Το ρυάκι», περιγράφει μια μέρα από τη ζωή του ανώνυμου αφηγητή που είναι δάσκαλος και ταυτόχρονα συγγραφέας. Η μέρα αυτή κλείνει το βράδυ, όταν ο αφηγητής παρουσιάζει μαζί με άλλους δύο ένα μέτριο βιβλίο. Το κάνει με κρύα καρδιά, επειδή ο συγγραφέας του βιβλίου εξέδιδε ένα λογοτεχνικό έντυπο στην πόλη και οι ντόπιοι δημιουργοί τον είχαν ανάγκη.

Η ενότητα ολοκληρώνεται με το διήγημα «Χαμηλόφωνη ποίηση», όπου ο αφηγητής διακωμωδεί τον δρόμο που έχει πάρει η ποίηση στη νεότερη γενιά, όταν αποφάσισε να πάρει μέρος με ψευδώνυμο σ’ έναν  ιστότοπο, στον οποίο νέοι ποιητές αναρτούσαν τα ποιήματά τους και τα σχολίαζαν με ψευδώνυμο. Σαρκαστικό και ταυτόχρονα απολαυστικό διήγημα. Επίσης και αποκαλυπτικό, για τον δρόμο που μπορεί να πάρει η ποίηση – και γενικότερα η λογοτεχνία –  με την ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας.

 

 

Λίγα λόγια  και για τα «άλλα τινά» διηγήματα.

 

Η ενότητα αυτή απαρτίζεται από πέντε διηγήματα, μεγαλύτερα σε έκταση. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Μποτάκια με ραφές». Κεντρικό πρόσωπο ο ανώνυμος αφηγητής, καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, ο οποίος αγόρασε για πρώτη φορά ένα ζευγάρι δερμάτινα μποτάκια με ραφές από ένα μοντέρνο υποδηματοποιείο της Καλαμαριάς. Τα μποτάκια αυτά ήταν πολύ όμορφα, αλλά επειδή τ’ αγόρασε την άνοιξη, άρχισε να τα φοράει συνέχεια με τα πρώτα κρύα του χειμώνα. Του έτυχε κι ένα ταξίδι στην Πάτρα, μ’ έναν φίλο του μαέστρο, και στον γυρισμό διαπίστωσε ότι άρχισε να πονάει λίγο πάνω από τον αστράγαλο το δεξί του πόδι. Σουβλιές. Στην αρχή προσπάθησε να μη δείχνει ότι υποφέρει, αλλά άρχισε να κουτσαίνει. Ένας γείτονάς του τον είδε μια φορά στον δρόμο και προθυμοποιήθηκε να τον πάει μέχρι το σπίτι του με το αυτοκίνητό του. Εκείνος αρνήθηκε, δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι κούτσαινε. Ο γείτονας τού συνέστησε να πάει σε γιατρό. Τελικά αποφάσισε να επισκεφτεί φίλο του ορθοπεδικό, ο οποίος διέγνωσε μια απλή τενοντίτιδα και του συνέστησε ήπια αντιφλεγμονώδη και ανάπαυση.  Ύστερα από μια μικρή περίοδο βελτίωσης, άρχισαν πάλι οι σουβλιές. Τον έζωσαν φίδια. Φοβόταν μην κουτσαθεί, μη μείνει ανάπηρος. Έβλεπε εφιάλτες. Ξαναπήγε στον ορθοπεδικό. Του είπε να κάνει μια ακτινογραφία. Σαν την είδε, τον διαβεβαίωσε πάλι ότι δεν ήταν τίποτα κι ότι θα του έκανε μια ένεση κορτιζόνης στον αστράγαλο, εκεί  που πονούσε, κι όλα θα τέλειωναν. Μα πώς δεν ήταν τίποτα, αφού η γνωμάτευση της ακτινογραφίας μιλούσε για οστεοαρθρικές αλλοιώσεις και πιθανή οστική νησίδα στο κάτω τριτημόριο της κνήμης; Κι ο φίλος του ορθοπεδικός να του λέει πως αυτά είναι τυχαία ευρήματα και να μην τα δίνει σημασία. Τον παρεξήγησε. Νόμισε πως δεν είχε πάρει την περίπτωσή του σοβαρά. Ο νους του πήγε σε καρκίνο και μεταστάσεις. Μετά την ένεση κορτιζόνης βελτιώθηκε για κάποιο διάστημα η κατάσταση, αλλά ύστερα υποτροπίασε πάλι. Όταν μάλιστα μια μεσόκοπη γυναίκα θέλησε να του παραχωρήσει τη θέση της στο αστικό, γιατί τον είδε να κουτσαίνει, αρνήθηκε πάλι, αλλά επισκέφτηκε δεύτερο ορθοπεδικό, ο οποίος μίλησε για μετατραυματική αρθρίτιδα. Πήγε και σ’ έναν παθολόγο που τον γνώριζε χρόνια. Αυτός τού συνέστησε να επισκεφτεί ρευματολόγο, μήπως κι ο πόνος στο πόδι του οφειλόταν σε ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα είχε χαμένα. Έγινε εριστικός στο σπίτι. Στον ύπνο του έβλεπε  χιλιάδες ανθρώπους με σακατεμένα πόδια, που ήταν, λέει,  πρόσφυγες του 1922 και έρχονταν στη νέα τους πατρίδα πεζοπορώντας.

Σε μια από τις τελευταίες μετακινήσεις για το φροντιστήριο του γιου του στην Καλαμαριά είδε στη βιτρίνα του παπουτσάδικου τα μποτίνια του με ραφές να φιγουράρουν πάλι. Ήταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, που, στο λύκειο, δάσκαλοι, γονείς, και μαθητές, διοργάνωναν ένα εναλλακτικό-ανταλλακτικό παζάρι – έτσι το έλεγαν. Αντάλλαζαν μεταχειρισμένα αντικείμενα. Ο αφηγητής, που με παπούτσια αθλητικά με αερόσολα πήγαινε καλύτερα, πήγε στο παζάρι τα μποτάκια του. «Μα αυτά είναι καινούργια», του είπε μια συνάδελφος. Παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι αντάλλαξαν δώρα. Η γυναίκα του αφηγητή τού είχε αγοράσει ένα ωραίο πουλόβερ, αλλά για τον γιο τους ένα ολόιδιο ζευγάρι μποτάκια με ραφές από το ίδιο κατάστημα.

Το διήγημα αυτό είναι χαρακτηριστικό της μονομανίας, από την οποίαν διακατέχονται πολλοί ήρωες του Γούτα. Εδώ πρόκειται για περίπτωση νοσοφοβίας, η οποία όμως δίνεται με πολλές επαναλαμβανόμενες λεπτομέρειες, στις οποίες εμπλέκονται και περιστατικά από τη ζωή του αφηγητή –παλιές  ερωτικές ιστορίες, κάποιοι ίλιγγοι που τον είχαν τρομοκρατήσει, αλλά αποδείχτηκε πως ήταν ψυχοσωματικής αιτιολογίας, και άλλα διάφορα– έτσι που στο τέλος, το ωραίο αυτό διήγημα που αναπαριστάνει με πιστότητα, όχι μόνο τα πραγματικά δεδομένα αλλά και την εσωτερική περιπέτειά του, να καταντάει φλύαρο.

Το δεύτερο στη σειρά διήγημα έχει τον δάνειο τίτλο «Πατρική κληρονομιά», από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ (ταιριάζει απόλυτα ως τίτλος, παρόλο που ως περιεχόμενο είναι κάτι το τελείως διαφορικό). Το διήγημα είναι γραμμένο με την τεχνική του παντογνώστη αφηγητή. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ανώνυμος μεσήλικας, παντρεμένος, και συνάμα λογοτέχνης. Από τον γάμο του απέκτησε μια κόρη, την Ελένη. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν εκείνος ήταν δύο ετών. Ο πατέρας του, Ηλίας Τσουρέλας, είναι απόστρατος αξιωματικός, αυταρχικός, με καταγωγή από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Ο γιος μοιάζει τρομερά με τον πατέρα, κάτι που φαίνεται να τον ενοχλεί, αλλά η ομοιότητα είναι μόνο στην εμφάνιση. Η ψυχή του είναι ίδια με αυτήν της μάνας του, της Ελένης Ζαλμά. Κόρη εκπαιδευτικών αυτή, φοροτεχνικός στο επάγγελμα. και κάτοικος Θεσσαλονίκης. Γιατί χώρισαν αυτοί οι δύο άνθρωποι σε τόσο σύντομο διάστημα; Ο γιος, όταν μεγάλωσε, προσπάθησε να μάθει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τα στόματα παντού κλειστά. Υποθέσεις μόνο μπορούσε να κάνει. Και δεν ήταν μόνο ότι χώρισαν, αλλά υπήρχε κι ένα αβυσσαλέο μίσος μεταξύ τους. Το διαζύγιο βγήκε με την αόριστη αιτιολογία «ασυμφωνία χαρακτήρων». Η επιμέλεια του παιδιού δόθηκε στη μάνα. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Μια φορά που τον πήρε για βόλτα, έφερε μαζί και τη καινούργια του γυναίκα. Διαβάζουμε: Οκτώ χρονών παιδάκι, όσο περίπου και η κόρη του, τον είχε βγάλει βόλτα με την καινούργια του γυναίκα – ακόμη δεν είχαν γεννηθεί τα παιδιά με τα προβλήματα. Έξω από ένα κατάστημα με παιχνίδια, κι ενώ ο άλλος τον έβλεπε να αδημονεί για το δώρο του, του πέταξε ξαφνικά: «Αυτή που βλέπεις απ’ εδώ και στο εξής θα είναι η μάνα σου. Αυτή, και όχι η άλλη… Εντάξει;» […]. Στο σπίτι τα ξέρασε όλα στη μητέρα  του. Εκείνη αφηνίασε. «Έτσι είσαι, παλιοχωριάτη… Θα δεις τώρα τι σε περιμένει…» έσκουζε ασυγκράτητη. […] Υπήρχε απόφαση δικαστηρίου για την επιμέλεια του παιδιού. Έτσι, σταμάτησε να τον βλέπει. Έως ότου, λίγο πριν τον αρραβώνα του, τον ξανάψαξε εκείνος.(σσ.222-223).

Ο Γούτας διαθέτει περιγραφική και ψυχογραφική δεινότητα των χαρακτήρων στα διηγήματά του. Στο διήγημα αυτό η περιγραφή του παππού του Γιάννη, ο οποίος τον μεγάλωσε, είναι χαρακτηριστική. Η μορφή του παππού αυτού είναι κυρίαρχη και σε πολλά άλλα διηγήματα του Γούτα, κυρίως στη συλλογή Το ίδιο έργο της ζωής μου (2002) και στην αφήγηση Ενός καφέ μύριοι έπονται (2010). Υπάρχει μια σχέση αγάπης ανάμεσα στον παππού και στον εγγονό, σχέση που φτάνει, θα έλεγα, μέχρι την εξάρτηση. Και σίγουρα, ο θυμόσοφος χαρακτήρας του παππού συνέβαλε και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του εγγονού. Όταν, λοιπόν, ο εγγονός παντρεύτηκε κι έμεινε έγκυος η γυναίκα του, επιθυμούσε το παιδί να είναι αγόρι, για να του δώσει το όνομα του αγαπημένου του παππού. Το ίδιο όμως επιθυμούσε και ο πατέρας του, ο οποίος κουβαλήθηκε πριν από δύο χρόνια στον γάμο του, περισσότερο με την ελπίδα πως θα του κάνει γιο και θα του δώσει – το απαιτούσε – το όνομά του. Τελικά ήρθε στον κόσμο κορίτσι κι έτσι το θέμα λύθηκε ανώδυνα. Το ονόμασαν Ελένη. Φυσικά, ο πατέρας του δεν πήγε ούτε στα βαφτίσια της εγγονής του. Ας σημειώσουμε εδώ ότι και η περιγραφή του γαμήλιου τραπεζιού, με τους γονείς του ήρωα να κάθονται μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, κι όχι μόνο δεν είχαν κάνει χειραψία, ούτε μίλησαν, αλλά τα βλέμματά τους – ιδίως της μάνας του – ήταν γεμάτα μίσος ύστερα από τόσα χρόνια στη χαρά του γιου τους, είναι ολοζώντανη. Κι ο αφηγητής αναρωτιέται: από πού τέτοιο μίσος; Εδώ κοτζάμ Εμφύλιος, που χάραξε με τα τραύματά του γενεές επί γενεών, κι αυτά έχουν απαλυνθεί, ξεπεράστηκε τώρα, και αυτοί οι δύο άνθρωποι να ζουν περιμένοντας ο ένας τον χαμό του άλλου;

Το διήγημα δεν ακολουθεί την ευθύγραμμη χρονικά αφήγηση, αλλά εκείνη του κινηματογραφικού φλας-μπακ. Έτσι, αρχίζει με την επίσκεψη του γιου στο σπίτι του πατέρα του στον συνοικισμό των Σαράντα Εκκλησιών ύστερα από πρόσκληση εκείνου. Παρά τα εβδομήντα του, ο πατέρας ήταν ακόμα καλοστεκούμενος. Η γυναίκα του φάνταζε σαν υποταγμένη δούλα που τον υπηρετούσε. Κάθε τόσο τής φώναζε ή, μάλλον, τη διέταζε «Στέλλα, καφέ!». Είχαν δυο παιδιά με αυτισμό. Αρκετά σοβαρές περιπτώσεις٠ τα ετεροθαλή αδέλφια του. Πατέρας και γιος είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Έτσι, η συζήτηση – η όποια συζήτηση – άρχισε με ανώδυνα, τετριμμένα πράγματα, Ο πατέρας μιλούσε για πολιτικά και για μια βυζαντινή χορωδία, όπου ήταν μέλος, και ο γιος δεν ήξερε αν ο πατέρας του γνώριζε πως ήταν συγγραφέας, κι αν το ήξερε δεν του είχε πει ποτέ κουβέντα, γιατί, προφανώς, τον θεωρούσε βλαμμένο. Έτσι κι αυτός περιορίστηκε να δίνει συμβουλές υγείας στον πατέρα του, να κόψει το τσιγάρο και τους πολλούς καφέδες. Τελικά ήρθε η στιγμή να πει ο πατέρας γιατί κάλεσε τον γιο του. Του έδειξε τα δυο ετεροθαλή αδέλφια και του είπε: «Όταν ψοφήσω, μην αφήσεις αυτά τα παιδιά. Ακούς; Την ευχή μου να έχεις, μην τ’ αφήσεις…» […].Ύστερα του έφερε ένα χαρτί συνταγμένο από δικηγόρο να το υπογράψει. Το χαρτί περιέγραφε την κατάσταση των παιδιών του και όριζε ως επίτροπο τον πατέρα του, και παρεπιτρόπους τη μητριά του και τον θείο του (έναν αδελφό του πατέρα του). Του ζητούσε να υπογράψει πως δεν θα διεκδικούσε, μετά τον θάνατο  του, το μερίδιό του από την «πατρική κληρονομιά», που θα πήγαινε όλη στα ετεροθαλή αδέλφια του, και επιπλέον του ανέθετε την ευθύνη, με κάτι χρήματα που θα άφηνε, να φροντίσει για την άνετη επιβίωσή τους (σσ. 215 και 224). Ο γιος είπε στον πατέρα ότι τον βρίσκει απροετοίμαστο και πως θα ερχόταν ένα άλλο απόγευμα να το διαβάσει με την ησυχία του και να το υπογράψει. Ο πατέρας χλόμιασε. «Θα το έχεις βάρος στη συνείδησή σου, αν δεν το κάνεις!» ξέσπασε κουνώντας απειλητικά το δάκτυλο στο πρόσωπό του. Σηκώθηκε και του άνοιξε την πόρτα να φύγει.

 «Μη θυμώνεις, δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Θα ξανάρθω και θα τα συζητήσουμε πιο ήρεμα…» τον καθησύχασε. Ο άλλος δεν του είπε ούτε καληνύχτα ούτε τίποτα.(σ. 225).

 Ένα μήνα μετά, κι ενώ σκεφτόταν να πάει και να υπογράψει εκείνο το «κωλόχαρτο», όπως το θεωρούσε, γιατί τον αδικούσε, του τηλεφώνησε η μητριά του από το νοσοκομείο Άγιος Παύλος, πως τον πατέρα του τον χτύπησε αμάξι και τον είχαν στην εντατική. Πήρε άδεια από τη δουλειά του κι έτρεξε να τον δει. Ήθελε να τον προλάβει, να τον δει ζωντανό. Μην τυχόν και φύγει με το παράπονο στα χείλη κι ας τον είχε πικράνει τόσο με τη συμπεριφορά του, Όταν έφτασε, ήταν πλέον αργά. Η μητριά του έκλαιγε ήδη βουβά στην αγκαλιά του θείου του. Στην  κηδεία του ο γιος ήταν σκεφτικός και παγωμένος. Δεν έκανε κουβέντα στη μάνα του, που είχε κι αυτή τις δικές της αρρώστιες٠ δεν ήθελε να τη συγχύσει. Δύο μέρες μετά την ταφή του πατέρα του, τηλεφώνησε η μητριά του ότι ο πατέρας του τού είχε αφήσει ένα γράμμα και να πάει να το πάρει. Το γράμμα αυτό, γραμμένο καλλιγραφικά με το παλιό πολυτονικό σύστημα, φέρνει μια απρόσμενη ανατροπή στην πλοκή του διηγήματος και πιστεύω ότι αξίζει να το αντιγράψω:

 Ο πατέρας μου πέθανε στην αγκαλιά μου και οι τελευταίες κουβέντες που μου είπε ήταν «Σ’ αδίκησα Λιάκου μ’!» Μου το είπε αυτό διότι, μετά θάνατον, όλη του η περιουσία πέρασε στους δύο αδελφούς μου, κι εγώ, επειδή ζούσα στην πόλη και είχα σταθερή δουλειά, κατά τη γνώμη του, δεν δικαιούμουν τίποτα. Μπορεί να μη στάθηκα σωστός πατέρας, όμως δικαιούμουν, νομίζω, ένα εγγονάκι με το όνομά μου. Με εξαπάτησες όταν μου έταξες πως θα ’ρθει και ο Ηλίας. Δεν πειράζει. Σε παρακαλώ μην πετάξεις στον δρόμο αυτά τα παιδιά. Είναι τελείως αδύναμα. Ευχή και κατάρα σού δίνω να τα προστατέψεις.(σ. 227).

Με το άνοιγμα της διαθήκης ο πατέρας άφηνε στον γιο ό,τι του αναλογούσε – ένα σεβαστό ποσόν και κάτι κτήματα στην Γαλάτιστα. Ο γιος αποποιήθηκε την πατρική κληρονομιά και ζήτησε το μερίδιό του να μεταφερθεί στη μητριά και στα αδέλφια του. Στάθηκε ηθικά στα δυο καθυστερημένα αδέλφια του, εξασφαλίζοντάς τους μια αξιοπρεπή διαβίωση με τη βοήθεια δύο γυναικών από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Και κάτι ακόμα. Στο σπίτι τους είχαν μια Αλβανίδα οικιακή βοηθό, η οποία ερχόταν μια φορά τη βδομάδα να το καθαρίζει.  Είχε οικονομικά προβλήματα και δεν έβρισκε κάποιον να βαπτίσει τον μικρό της. Ο γιος, με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του, της είπαν ότι ευχαρίστως θα γινόταν νουνά του η κόρη τους η Ελένη, αλλά υπό έναν και μοναδικό όρο: θα του έδινε το όνομα Ηλίας.

Το διήγημα αυτό μου δημιούργησε την αίσθηση πως ένα σύγχρονο περιστατικό μπορεί να πατάει γερά στα χνάρια μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Χαρακτήρες ξεκάθαροι: του απόστρατου πατέρα, που πίσω όμως από τη φανταρίστικη σκληράδα κρύβεται ένας συναισθηματικός κόσμος με ηθική υπόσταση. Ένα αίσθημα ευθύνης για τα καθυστερημένα παιδιά του, που εκφράζεται με την αγωνία του τι θα απογίνουν αυτά όταν αυτός φύγει από τη ζωή. Ταυτόχρονα αισθάνεται το βάρος της αδικίας που έκανε στον πρωτότοκο γιο του. Ομολογεί πως δεν ήταν καλός πατέρας του και συνεχίζει ακόμα, αφού του ζητά να αποποιηθεί το μερίδιο από την πατρική περιουσία για να σιγουρέψει την επιβίωση των ανήμπορων ετεροθαλών αδελφών του, κάτι που στο τέλος αναιρεί, γιατί τον βαραίνουν, προφανώς, οι τύψεις (η ανατροπή, για την οποία μίλησα). Έτσι στη διαθήκη του αφήνει την περιουσία του ισότιμα και στα τρία παιδιά του. Ακολουθεί η ευαίσθητη συνείδηση του πρωτότοκου γιου, ο οποίος  αποποιείται την κληρονομιά, βάζοντας την ηθική ευθύνη πάνω από το προσωπικό του συμφέρον. Σκιαγραφούνται ο πεισματικός χαρακτήρας της μάνας και ο θυμόσοφος, και γεμάτος αγάπη για τον εγγονό, του παππού. Αλλά και κάτι ακόμα. Ο συγγραφέας περνάει στη λογοτεχνία ένα πρόβλημα του καιρού μας με τα πολλά διαζύγια, όπου τα παιδιά γίνονται, πολλές φορές, πιόνια – και θύματα – στη μεταξύ των γονιών τους αντιδικία.

Το επόμενο διήγημα φέρει τον τίτλο «Πουέντ». Πουέντ είναι τα ειδικά εκείνα παπούτσια που φορούν οι μπαλαρίνες του κλασικού μπαλέτου, για να στέκονται όρθιες στα δάκτυλα των ποδιών τους. Στο διήγημα ο συγγραφέας φροντίζει να ενημερώσει τον αναγνώστη, όχι μόνο το πώς αυτά κατασκευάζονται με ειδική παραγγελία για κάθε χορεύτρια, που έχει πάντα περισσότερα από ένα ζευγάρι, αλλά και το συναισθηματικό δέσιμο της μπαλαρίνας με τα παπούτσια της αυτά (κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους επαγγελματίες αθλητές, του στίβου και του ποδόσφαιρου ή του μπάσκετ, για παράδειγμα).  Και το διήγημα αυτό είναι γραμμένο με παντογνώστη αφηγητή, αλλά ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονικά αφήγηση. Όλα τα ονόματα των προσώπων γίνονται γνωστά, εκτός από εκείνο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Αυτός είναι ένας τριανταπεντάρης, παντρεμένος, κι έχει μια μικρή κόρη. Όπως συνηθίζεται, στη σύγχρονη αστική κοινωνία το παιδί πηγαίνει σε ωδείο δύο φορές τη βδομάδα κι άλλες δύο σε μια σχολή μπαλέτου, ύστερα από σύσταση μιας διαιτολόγου, γιατί η κόρη ήταν κάπως χοντρή κι έπρεπε, με την άσκηση στη σχολή χορού, να χάσει βάρος. Ο κεντρικός ήρωας συνεννοείται με τη γυναίκα του να συνοδεύει εκείνη την κόρη τους στο ωδείο κι αυτός στη σχολή του μπαλέτου. Η σχολή αυτή είχε δυο τμήματα. Ένα για μεγάλα παιδιά κι ένα για μικρότερα. Η κόρη, που λέγεται Δήμητρα, ανήκει στην ομάδα των μικρών, που, τα Χριστούγεννα, θα έπαιζαν το έργο Η Χιονάτη με τους επτά νάνους, όπου η Δήμητρα είχε ένα μικρό ρόλο. Τα μεγάλα παιδιά θα ανέβαζαν επί σκηνής τον Καρυοθραύστη. Πρόβες στη σχολή έκαναν πρώτα τα μεγάλα παιδιά κι ακολουθούσαν τα μικρότερα. Ο ήρωάς μας έκατσε μια φορά, ένα απόγευμα, να παρακολουθήσει μια πρόβα της πρώτης ομάδας και σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της πρίμα μπαλαρίνας, που την έλεγαν Σόνια. Ας δούμε πως την περιγράφει ο παντογνώστης αφηγητής: Θα ήταν δώδεκα με δεκατριών χρόνων –τέτοιες ηλικίες είχε συνήθως το τμήμα των μεγάλων κοριτσιών– αλλά  έδειχνε τουλάχιστον δεκαπέντε. Ήταν ψηλόλιγνη, είχε μακρύ λαιμό σαν κύκνου, και φερσίματα και κινήσεις που θύμιζαν επαγγελματία χορεύτρια Είχε πίσω δεμένα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της ακτινοβολούσε και τα μελιά μάτια της έδειχναν μονίμως επικεντρωμένα σε μια ανώτερη ιδέα που ξεπερνούσε την ηλικία της, ίσως και τις δυνάμεις της. Όμως ανταποκρινόταν θαυμάσια στις προκλήσεις και τις δυσκολίες του έργου. (σ. 231). Ένα άλλο απόγευμα, που περίμενε στην αίθουσα αναμονής να τελειώσει η κόρη του την πρόβα, πρόσεξε πού τα μεγαλύτερα κορίτσια άφηναν τους σάκους με τα ρούχα του μπαλέτου. Της Σόνιας ήταν ένας πράσινος. Σε μια στιγμή που η γραμματέας της σχολής βγήκε έξω από την αίθουσα, μια εξωλογική συναισθηματική διέγερση τον ώθησε να πάει να βρει τον σάκο της Σόνιας και να τον ανοίξει. Μέσα εκεί, ανάμεσα στα ρούχα της, υπήρχε σε ένα νάιλον σακουλάκι κι ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα πουέντ. Αυθόρμητα – χωρίς να σκεφτεί τίποτα – τα πήρε και τα έκρυψε στην τσάντα του. Η ερωτική ζωή με τη γυναίκα του, τη Δόμνα, ύστερα από τόσα χρόνια γάμου, βρίσκεται σε τέλμα. Διαβάζουμε: Δεν μπορεί επακριβώς να προσδιοριστεί το τι συμβαίνει μεταξύ τους, αλλά οι επαφές του με τη Δόμνα θυμίζουν ραγισμένο γυαλί. Όχι σπασμένο, θρυμματισμένο, κομμάτια και θρύψαλα, που λένε, απλώς ραγισμένο.(σ. 235). Τα πουέντ της πανέμορφης και ταλαντούχου μικρής αυτής μπαλαρίνας γίνονται το φετίχ ενός ακατανίκητου πλατωνικού ερωτισμού. Τα χάιδευε και τα φιλούσε κρυφά στην τουαλέτα του σπιτιού του κι ύστερα, προσεκτικά πάλι, τα ξαναέβαζε στην τσάντα του.

Ανήμερα Χριστούγεννα, που ήταν η μέρα της παράστασης του Καρυοθραύστη (η παράσταση των μικρών κοριτσιών είχε προηγηθεί), θρονιάστηκε στην πρώτη σειρά της αίθουσας. Δίπλα του κάθονταν οι γονείς της Σόνιας, με τους οποίους είχε γνωριστεί μια από τις προηγούμενες μέρες ως ο πατέρας της Δήμητρας. Γεμάτος θαυμασμό την καμάρωνε. Του φαινόταν όμορφη όσο ποτέ. Στο τέλος της παράστασης σηκώθηκε όρθιος και χειροκροτούσε ενθουσιασμένος. Τον κυρίευσε ένα αίσθημα ότι εκείνο το βράδυ η κοπέλα χόρευε μόνο γι’ αυτόν. Βγαίνοντας από την αίθουσα, ο πατέρας της Σόνιας, που με τη γυναίκα του περίμεναν την κόρη τους στο αμάξι τους, του πρότεινε να τον πάει μέχρι το σπίτι του. Δέχτηκε μόνο για να τη δει. Εκείνη ήρθε κι έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της. Αυτός της έπιασε το μικρό χεράκι της και το φίλησε. «Έτσι κάνουν με τις πρίμες μπαλαρίνες», πέταξε ως δικαιολογία.

Τον επόμενο χρόνο έψαξε να τη βρει στη σχολή χορού, αλλά η ιδιοκτήτρια της σχολής τον πληροφόρησε ότι η Σόνια, που όντως τον διαβεβαίωσε ήταν μεγάλο ταλέντο, έφυγε με τους γονείς της στην Κρήτη, γιατί ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και είχε πάρει μετάθεση εκεί. Διαβάζουμε: «Ευτυχώς που έχω κάτι δικό της», σκέφτηκε. «Μπορεί να την έχασα, αλλά κράτησα τη μορφή της, την ψευδαίσθηση της αιώρησής της και τις πουέντ της.» (σ. 243).

Δέκα χρόνια μετά, τυχαία, τη συνάντησε ξανά σερβιτόρα σε μια καφετέρια της παραλίας. Τη ρώτησε αν τον θυμόταν. Εκείνη απάντησε αρνητικά. Της θύμισε την παράσταση του Καρυοθραύστη και το χειροφίλημα μέσα στο αυτοκίνητο του πατέρα της. Στα όρθια τού άνοιξε την καρδιά της. Του είπε ότι τελειώνει παιδαγωγός, ύστερα από επιμονή της μητέρας της, ενώ εκείνη την ενδιέφερε το μόντελινγκ. Ο πατέρας της, όμως, είχε ένα τροχαίο ατύχημα και βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Η μάνα δύσκολα τα έφερνε βόλτα με την οικονομική κρίση και συμβιβάστηκε. Στο μπαράκι αυτό, του είπε ότι δουλεύει πού και πού για να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Εκείνος, παρόλο που η Σόνια διατηρούσε κάτι από την παλιά ομορφιά της, ένιωσε ότι το πλατωνικό ερωτικό του ίνδαλμα πατούσε πλέον γερά στη γη. Όταν γύρισε σπίτι του, έψαξε για τα πουέντ της. Δεν του έκαναν πλέον καμιά αίσθηση και σκέφτηκε να της τα επιστρέψει, γιατί ήταν η σειρά του να της μιλήσει κι αυτός γι’ αυτή την παλιά ιστορία.

Είναι γνωστό ότι για την ερωτική ψύχωση ενός ώριμου άντρα με ένα ανήλικο παιδί, που γίνεται ερωτικό του πάθος, έχουν γραφτεί πολλά. Πρόχειρα μού έρχονται στον νου το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν Θάνατος στην Βενετία (εκδόθηκε το 1912 και αφορά έναν πλατωνικό ομοφυλόφιλο έρωτα) και η Λολίτα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (εκδόθηκε το 1955٠ εδώ ο έρωτας εξελίχτηκε σε σαρκικό, μ’ ό,τι  αυτό συνεπάγεται). Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα θεωρούνται πλέον κλασικά κι έγιναν και υπέροχες κινηματογραφικές ταινίες. Με παραξενεύει επίσης το γεγονός ότι και οι δύο ήρωες των μυθιστορημάτων αυτών ήταν λογοτέχνες.

Δεν θα αναφερθώ στα επόμενα δύο διηγήματα της ενότητας αυτής, στο «Ανεπαίσθητο ρήγμα» (αφορά μια καταπιεστική σχέση μιας αυταρχικής μάνας προς τον γιο της, που διήρκησε μια ολόκληρη ζωή) και στο «Ο Αρζεντίνας στα δύσκολα» (είναι η ιστορία ενός φανατικού ποδοσφαιρόφιλου με τα ινδάλματά του · μέσα της ενσωματώνεται και μια ερωτική του σχέση με μια τουρίστρια). Στα δύο αυτά διηγήματα η μυθοπλασία έχει το πάνω χέρι, και δεν μπόρεσαν να με συγκινήσουν όπως τα τρία προηγούμενα, στα οποία αναφέρθηκα αναλυτικά. Στα πρώτα υπάρχει σωστό πάντρεμα προσωπικής εμπειρίας και μυθοπλασίας, έχοντας όμως το βίωμα την πρωτοκαθεδρία.

 

Επιλογικά

 

Θα ολοκληρώσω αυτήν τη βιβλιοκρισία με ορισμένες γενικές παρατηρήσεις όπως το συνηθίζω:

1. Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής κινούνται, θα έλεγα, σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι το πραγματικό. Τα γεγονότα εκείνα (πραγματικά ή αληθοφανή) συγκροτούν την πλοκή. Το δεύτερο είναι η περιπέτεια του εσωτερικού κόσμου των ηρώων από τα γεγονότα αυτά. Με την εξέλιξη της ιστορίας το κέντρο βάρους του κάθε διηγήματος (και του αναγνώστη φυσικά) μετατοπίζεται από το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο, το οποίο δίνεται με μια αφήγηση συνειδησιακής εσωτερικής ροής, αλλά με ρεαλιστικό όμως πάντα τρόπο.

2. Οι περισσότεροι ήρωες των διηγημάτων, σ’ όποια ηλικία κι αν ανήκουν, παρά την ποικιλία επαγγελμάτων και οικογενειακών καταστάσεων, φαίνεται να έχουν φανερές ομοιότητες στους χαρακτήρες και στη συμπεριφορά τους. Παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία, που τους οδηγεί σε κάποιες κοινές εμμονές. Ο έμπειρος αναγνώστης καταλαβαίνει ότι όλα αυτά παραπέμπουν σε μια κοινή συνείδηση, που δεν είναι άλλη από αυτήν του συγγραφέα.

3. Η απαραίτητη για τη λογοτεχνία μυθοπλασία, στην περίπτωση των διηγημάτων αυτών, άλλοτε προσπαθεί να καλύψει τα κενά της κάθε ιστορίας, άλλοτε να επιμηκύνει την αφήγηση και συχνά να καμουφλάρει την πραγματικότητα.

4. Ο Γούτας ανήκει στους συγγραφείς με άψογο και σαφή αφηγηματικό λόγο. Η μαστοριά, όμως, ενός πεζογράφου φαίνεται στα διαλογικά μέρη των κειμένων του. Από τον τρόπο που μιλούν κι από αυτά που λένε, ο αναγνώστης πρέπει να καταλαβαίνει το επίπεδο της νοημοσύνης τους, τον χαρακτήρα τους, το επάγγελμά τους, τα ενδιαφέροντά τους, σε ποιο κοινωνικό επίπεδο κινούνται και τι τελικά επιδιώκουν. Ο Γούτας έχει το ταλέντο αυτό, γιατί, εκτός από καλά ελληνικά (αυτό για τα αφηγηματικά μέρη), γνωρίζει σε βάθος και τη γλώσσα των ηρώων του.

 

(Περικλής Σφυρίδης, από τον αφιερωματικό τόμο Ο εγγύς των πραγμάτων Παναγιώτης Γούτας, συντονισμός-επιμέλεια Γιώργος Δελιόπουλος, εκδ. Ρώμη, 2022)

 


 

 

ΜΙΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ

 

Στους φίλους της Θεσσαλονίκης

 

Τον Παναγιώτη Γούτα τον είχα ακουστά με θετικά σχόλια από φίλους μου, μέχρι που μου έστειλε πριν από δύο και κάτι χρόνια το βιβλίο διηγημάτων του με τίτλο Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά. Πρόκειται για μια διηγηματογραφία διαφορετική και αντιπροσωπευτική της τέχνης του. Θα σταθώ πρώτα στα δύο αυτά χαρακτηριστικά.

Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει στο περιεχόμενο των διηγημάτων με μια χροιά ερμηνευτική. Τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης την παρακολουθώ, όσο μπορώ βέβαια, πολλά χρόνια. Με βάση αυτή μου την εμπειρία έδωσα τον τίτλο «διαφορετική» στην πεζογραφία του Π. Γ., τίτλο που εμπεριέχει συγχρόνως, εκτός από την έννοια του νέου συγκριτικά με το καθιερωμένο, και την έννοια του αξιόλογου, του ξεχωριστού.

Η συλλογή αυτή του 2015 είναι αντιπροσωπευτική, γιατί περιέχει παλαιότερα διηγήματα μιας εικοσιπενταετίας από το τέλος της δεκαετίας του ’80 μέχρι το 2014. Αξιοσημείωτη είναι και η ομολογία του συγγραφέα:

«Όλα τα διηγήματα γράφτηκαν (και ξαναγράφτηκαν) στο διάστημα 1989-2014, ενώ η παράθεσή τους στο βιβλίο δεν ακολουθεί ακριβή χρονολογική σειρά». (σ. 268)

Συνεπώς, όποιος θελήσει να εντρυφήσει στη διηγηματογραφία του για να σχηματίσει μια πληρέστερη εικόνα, δεν έχει παρά να μελετήσει το βιβλίο του. Το νέο στη διηγηματογραφία του, που είναι συνώνυμο με το μοντέρνο, το σύγχρονο, αναφέρεται τόσο στη θεματογραφία του που είναι ρεαλιστική και επίκαιρη όσο και στην υφολογία, τη γλώσσα δηλαδή και το ύφος του αφηγητή ή του κύριου προσώπου. Όλα αυτά δεμένα μεταξύ τους. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ο Αρζεντίνας στα δύσκολα»:

 

Άνοιξε κουρείο στην πλατεία με τη ρεκλάμα «Ο Αρζεντίνας», κούρευε κεφάλια ντόπιων και παραθεριστών με δεξιοτεχνία και ταχύτητα, έβγαζε καλό μεροκάματο. […] Νοίκιαζαν και τρία τέσσερα δωμάτια, με την αδελφή του, σε παραθεριστές, τους καλοκαιρινούς μήνες, τα έβγαζαν πέρα. Όταν εκείνη συγχωρέθηκε το ’83 από καρκίνο, έπεσε σε μελαγχολία. Μάνα, πατέρας δεν ζούσαν, ούτε είχε άλλους συγγενείς εκτός από τον γαμπρό του, έναν αδυνατούλη που τον είχε πάρει η μπάλα για τα καλά. Τον στήριξαν δυο τρία φιλαράκια, συνέχισε με το κουρείο, κάπως το ξεπέρασε. Τον χειμώνα έβγαινε καμιά φορά με παρέα για κανένα χαρτί ή πήγαιναν σε κανένα μπουζουκομάγαζο στα Μουδανιά ή στη Βάλτα, για να ξεδίνουν. Γυναίκες στη χάση και στη φέξη, κάτι πουτάνες σε κωλάδικα, για να ξεχαρμανιάζει.

 

Στον τίτλο της συλλογής προηγείται η λέξη Τζαζ, παρόλο που τα διηγήματα με θέμα τη μουσική τζαζ κατέχουν τη δεύτερη θέση στη σειρά του βιβλίου. Δεν νομίζω ότι η έμφαση της τζαζ στον τίτλο είναι τυχαία. Τα διηγήματα με θέμα τη μουσική τζαζ παραπέμπουν στον πεζογράφο επίσης και μουσικό Σάκη Παπαδημητρίου. Να μια συγγένεια με τον πρώτο διδάξαντα.

Αν συνοψίζαμε την ως τώρα περιδιάβασή μας στο ερώτημα σε τι συνίσταται η διαφορετικότητα στη λογοτεχνία, η απάντηση θα ήταν μονολεκτική: στην πρωτοτυπία. Κι αυτό, γιατί η πρωτοτυπία είναι κάτι καινούργιο με το status quo. Σχετίζεται με την ιδέα, τη γλώσσα και το ύφος. Με το θέμα δηλαδή και τη γραφή. Παράδειγμα, το πρώτο διήγημα της συλλογής «Η παλιά γραφομηχανή», όπου παραλληλίζεται η γραφή με την εύστοχη τρομοκρατική ενέργεια:

 

Το ισοδύναμο της γραφής σου, αυτό που αφήνεις στη συνείδηση εκείνου που στα χέρια του πέφτουν τα γραπτά σου, να είναι όμοιο με εγκεφαλικό επεισόδιο. Άμεσο, απρόσμενο, επώδυνο, αιφνιδιαστικό. Αυτά σκεφτόταν συχνά ο Σ. Κ., εργένης στα σαράντα εφτά του […] και κλεινόταν στο δωματιάκι του, όπου πάσχιζε να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εκληφθεί από το αναγνωστικό κοινό όπως σφαίρα στην καρδιά από όπλο τρομοκράτη […] Σαν ρανίδες μαύρου αίματος οι τυπωμένες λέξεις στάλαζαν στην ολόλευκη, παρθένα επιφάνεια, ολοκληρώνοντας την τρομοκρατική του δράση.  (σ. 10)

 

Η αναζήτηση της πρωτοτυπίας με κάθε κόστος, ένδειξη συγγραφικού ταπεραμέντου, μπορεί να οδηγήσει και σε υπερβολές. Μια άλλη τάση του Π. Γ., περισσότερο γειωμένη, είναι η επιτυχημένη μίμηση ύφους από συγκεκριμένο περιβάλλον. Παραδείγματα τέτοια συναντούμε στα διηγήματα που έχουν θέμα τους το ποδόσφαιρο, στο «Ντέρμπι» και στο «Αρζεντίνας στα δύσκολα». Στο διήγημα «Το ντέρμπι» που αναφέρεται στη συνάντηση δύο μεγάλων ομάδων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ένας τυφλός ποδοσφαιρόφιλος, που είχε χάσει την όρασή του σε ένα παρόμοιο παιχνίδι των ίδιων ομάδων, παρακολουθεί τον αγώνα με τα μάτια του φίλου του Σταύρου. Χαρακτηριστική είναι στα διηγήματα αυτά η μίμηση της ποδοσφαιρικής ορολογίας και ο υφολογικός ρυθμός που εναρμονίζεται με την ένταση του ρυθμού του παιχνιδιού:

 

—Θέλει μεταγραφές, τον Δεκέμβρη, η ομάδα, Σταύρο… Θέλει δυνάμωμα..., του λέει.

—Σώπα, καημένε! Μια χαρά πάμε. Έτσι αν συνεχίσουμε, δεν χάνουμε με τίποτα την Ευρώπη!

Ο άλλος δεν απαντά. Μένει για λίγο σκεφτικός. Χτυπάει επίμονα το μπαστουνάκι του, δεξιά- αριστερά, στο κράσπεδο.

—Θέλει! επαναλαμβάνει, απορώντας πώς ο φίλος του, με δύο κατάγερα μάτια, δεν ήταν σε θέση να το δει.

 

Στην ενότητα «Τζαζ» υπάρχουν καλά διηγήματα με γνώση αυτού του είδους της μουσικής, γνώση η οποία κάποτε υπερφαλαγγίζεται από την υπερβολή στην ερμηνεία της σύνθεσης. Στο ιδιαίτερης ευαισθησίας και ανθρωπιάς διήγημα «Η Ιρένε σιδερώνει» είναι αισθητή η τάση επίδειξης:

 

Το σαξόφωνο αρχίζει τα τσαλίμια και τις προκλήσεις. Κάνει κόρτε στη βιόλα, που αρχίζει εκ νέου να ανταποκρίνεται. Όλοι οι θεοί του σύμπαντος αφουγκράζονται για μια στιγμή –στιγμή που μοιάζει με αιωνιότητα–, σκύβουν ν’ ακούσουν το ερωτοτρόπημα της βιόλας με το σαξόφωνο. Το πάθος του σαξοφωνίστα ασίγαστο. Η δεκτικότητα της τσελίστριας απαράμιλλη. Η θηλυκή βιόλα υποθάλπει, χαϊδεύει τρυφερά το αρρενωπό σαξόφωνο, επαναλαμβάνοντας τη μελωδία που, προ ολίγου, εκείνο έπαιξε. Η συνεύρεση, η συνουσία δύο μουσικών οργάνων – μια ηχητική πανδαισία.

 

Η φιλολογική ιδιότητα του Π. Γ. είναι αισθητή στο έργο του. Ειδικότερα στη συγκροτημένη γνώση της νεότερης λογοτεχνίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου. Οι επιδράσεις είναι αφομοιωμένες. Άλλωστε ο συγγραφέας είναι μάστορας. Στη συλλογή του είναι σπάνια η παρουσία αδύναμου διηγήματος, με εξαίρεση κάποια κουραστικά για τον αναγνώστη με τις λεπτομέρειές τους, όπως το διήγημα «Μποτάκια με ραφές». Χαρακτηριστικά διηγήματα με κεντρική ιδέα που συναντούμε και αλλού είναι η «Παλιά αρτίστα», «Τα οστά δεν του μιλούσαν πια» και μερικά άλλα.

Ο Καβάφης είναι ο μεγάλος maitre όχι μόνο της ποίησης αλλά, προπάντων, της πεζογραφίας. Η «Παλιά κασέτα», η «Ακριβοπληρωμένη αξιοπρέπεια» και ο «Πωλητής δίσκων» είναι τα καβαφίζοντα διηγήματα. Το ωραιότερο από τα διηγήματα του είδους αυτού είναι ο «Πωλητής δίσκων». Διακριτικό, υποβλητικό. Ψώνιζε πάντοτε στο ίδιο κατάστημα. Γιατί;

 

Είχε σταμπάρει, χρόνια τώρα, το κατάστημα και αγόραζε πάντα από εκεί δίσκους. Για την ακρίβεια, τον πωλητή είχε σταμπάρει, έναν ευγενικό κομψό πενηντάρη, πάντα ντυμένο στα μαύρα, και γι’ αυτόν περισσότερο πήγαινε, για να τον δει και να τον θαυμάσει. (σ. 151)

 

Και αλλού, υπαινικτικά:

 

Τι τέλειος πωλητής, τι απίθανος τύπος! Και τα χέρια του, τα χέρια του… Με τι επιδεξιότητα ψάχνουν τα σιντί, με τι ταχύτητα, τι προθυμία! Σίγουρα πρόκειται για έναν ξεχωριστό άνθρωπο. «Πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να βρω το κουράγιο κάτι να του πω… Έστω να συστηθούμε, να μάθω τα’ όνομά του…» σκέφτηκε απεγνωσμένα. (σσ. 153-154)

 

Σε ανάλογο κλίμα είναι και το επόμενο αφήγημα η «Παλιά κασέτα». Εδώ πρόκειται για έναν από τα φοιτητικά χρόνια φίλο, με τον οποίο ο αφηγητής άκουγε μουσική τζαζ. Ο φίλος έφυγε, παντρεύτηκε και ζει στην ξενιτιά. Ξέκοψαν οριστικά. Του έμεινε η παλιά κασέτα. Την ακούει και τον θυμάται:

 

Το παρελθόν επιστρέφει, έστω για λίγες στιγμές, ξεθυμασμένο. Όπως άλλωστε και η μουσική των αγαπημένων καλλιτεχνών, αποτυπωμένη στην ταινία της παλιάς κασέτας […] Όσο για τον φίλο του, είναι πάντα μέσα στη μουσική. Κι ο χρόνος φέρνει, θαρρείς, την αγαπημένη μορφή του, κάθε που βάζει να παίξει η παλιά κασέτα. (σ.158)

 

Λαμπρά ταιριάζουν όλα. Ψήγματα καβαφισμού βρίσκουμε και αλλού, όπως στον έξοχο Αγάθο του Νίκου Βασιλειάδη και σε πολλούς ερασιτέχνες –με την ετυμολογική σημασία– λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης.

Τελειώνω με το επιλογικό πάλι διήγημα «Ο Αρζεντίνας στα δύσκολα». Ο συγγραφέας με γνώση των πραγμάτων δίνει ένα υποδειγματικό ρεαλιστικό διήγημα, όπου κυριαρχεί το πάθος του Αρζεντίνα για το ποδόσφαιρο και η αγάπη του για έναν αποκλειστικά παίχτη της ομάδας του. Μετά την ήττα της όμως από τους Γερμανούς καταφεύγει στην έρημη κάμαρή του ανάμεσα στις σκιές και τις εικόνες των αγαπημένων του: του Λιονέλ Μέσι και του γιου του σε βρεφική ηλικία:

 

Σηκώθηκε και άρχισε με βαριά βήματα να κατηφορίζει προς το χωριό. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Τα καφενεία είχαν ερημώσει. Προχώρησε στο δωμάτιό του και άναψε το φως. Ένιωθε ζαλισμένος, ένα κουβάρι το μυαλό του αξεδιάλυτο. Μια γλυκιά μέθη τον είχε κυριεύσει, αισθάνθηκε πως ο χώρος γύρω του είχε πλημμυρίσει από σκιές. Επικεντρώθηκε στο γιγαντιαίο πόστερ με τον Αργεντίνο άσο να ελίσσεται, με την μπάλα θαρρείς κολλημένη πάνω του, γελαστός, φορώντας τη φανέλα της Μπάρτσα. Ύστερα στη φωτογραφία του γιου του, στα πόδια του ποδοσφαιριστή, που του χαμογελούσε με την πιπίλα στο στόμα, έτοιμη να πέσει κάτω.

Βούρκωσε.

—Οχ, τ’ αγόρια μου! είπε με πόνο δυσβάσταχτο.

 

(Γιώργος Δ. Παγανός, περιοδικό Φρέαρ, τεύχ. 25, Μάιος 2019)

 

 

 

 

 

Το βιβλίο του Θεσσαλονικιού πεζογράφου, δοκιμιογράφου και ποιητή Παναγιώτη Γούτα αποτελείται από τριάντα διηγήματα που γράφτηκαν στο διάστημα 1989-2014, κατανεμημένα σε τρία μέρη, ίσης περίπου έκτασης (80 σελίδες). Η παρατήρηση αυτή καταγράφεται ως ενδεικτική, ίσως, της πρόθεσης του συγγραφέα να μην «αδικήσει» κάποιο από αυτά τα αφηγήματα-διηγήματα, αλλά και του ελέγχου των εκφραστικών του μέσων, έτσι ώστε πουθενά να μην δίνεται η εντύπωση ότι χρονοτριβεί ή πλατειάζει. Θα χαρακτηρίζαμε τον τρόπο γραφής των κειμένων ως στοχαστικό, καθώς στο υπόστρωμα των ιστοριών αναμοχλεύονται εφηβικά ή νεανικά (ερωτικά) τραύματα, καθώς και ενήλικες αγωνίες και φόβοι με μία διάθεση, όμως, ψύχραιμης αποτίμησης και με ευοίωνη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, κατάληξη. Αυτό αφορά ιδίως τα διηγήματα του πρώτου μέρους, που επιγράφονται «Παθήσεις», όπως το «Μόνο να σε δει» ή «Η ποίηση στην εντατική», ακόμη και «Το ντέρμπι». Στο δεύτερο μέρος, «Τζαζ», η μουσική είναι κυρίαρχη: αναφέρουμε ενδεικτικά για τον αναγνώστη το διήγημα «Αϊσέ», που γράφτηκε και σε μορφή λιμπρέτου, μελοποιήθηκε και παρουσιάστηκε στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2014.

Εξίσου μας άρεσαν σχεδόν όλα τα διηγήματα του μέρους αυτού, ιδιαίτερα το "Epistrophy" με την επιστροφή της ερωμένης σε μία εξωσυζυγική σχέση, αλλά και το εκπληκτικό «Ρυάκι» που ξεχύνεται σε μία παρουσίαση βιβλίου όπου ο αφηγητής και ομιλών φθάνει καθυστερημένος ∙ επίσης τη «Χαμηλόφωνη ποίηση» που συνδυάζει την αγωνία της πρώτης δημοσίευσης με την ανταλλαγή μουσικόφιλων διαδικτυακών σχολίων. Αξίζει να προσεχθούν και τα διηγήματα του τρίτου μέρους, «Άλλα τινά», στα οποία περιλαμβάνεται και το μακροσκελέστερο της συλλογής, «Μποτάκια με ραφές».

 

(Βασιλική Χρίστη, από το diavasame.gr)

 

 

 

 

Με το τελευταίο του βιβλίο, ο Παναγιώτης Γούτας επανέρχεται στον τύπο της μικρής αφηγηματικής φόρμας, με την οποία είχε ξεκινήσει το 2001. Έχοντας στο μεταξύ δημιουργήσει «δεσμούς αίματος» με τον λεγόμενο κύκλο της Διαγωνίου –χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οποίου εντοπίζονται στη δουλειά του– φαίνεται να τον ανανεώνει, αφού έχει ενστερνιστεί μάλλον τα θετικά και ζωογόνα στοιχεία και λιγότερο τ’ αρνητικά αυτής της τάσης που εγκαινιάστηκε από τον Ντ. Χριστιανόπουλο (με βάση την προσωπική φιλοσοφία και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του) και καλλιεργήθηκε στην πόλη μας (και ίσως όχι μόνο).

Αναμφίβολα πρόκειται για έναν βιωματικό συγγραφέα, αλλά όχι εμμονικά αυτοαναφορικό. Ξεκινώντας από την εμπειρία, ο διηγηματικός του κόσμος εκτείνεται σε μια ποικιλία θεμάτων με ήρωες «της διπλανής πόρτας», που πρωταγωνιστούν σε διάφορα μικροεπεισόδια της καθημερινότητας. Είναι, ωστόσο, εμφανές ότι στην προσέγγιση αυτής της πραγματικότητας δίδεται αρκετός χώρος στη φαντασία, ενώ δεν λείπει και μια τάση μυθοποίησής της που, καθώς έλεγε ο Μ. Κουμανταρέας, χρειάζεται να έχει ο καλός συγγραφέας, ώστε να δημιουργείται ένα κλίμα υπέρβασης στην καθημερινή ιστορία, να της προσδίδει ένα ειδικό βάθος και να παύει έτσι να κινείται αποκλειστικά στα όρια ενός στεγνού (και καμιά φορά ισοπεδωμένου) ρεαλισμού.

Στα δώδεκα πεζά της πρώτης ενότητας («Παθήσεις»), σκιαγραφούνται ήρωες που βιώνουν προσωπικά δράματα, αρρώστιες, προβλήματα μοναξιάς, χαρακτήρες κάποτε αντιφατικοί, που παλεύουν με τον εαυτό τους προκειμένου να οριοθετήσουν τη συμπεριφορά τους κ.λπ. Ο συγγραφέας προφανώς συμπάσχει μαζί τους, κι είναι φορές που υιοθετεί απέναντί τους μια στάση φιλάνθρωπη, κατανόησης και συμπόνιας, («Μόνο να σε δει», «Πάρε, γαμώτο», «Όσο γράφει η σημαία»). Το πεζό «Παλιά αρτίστα» αποπνέει μια τραγική αύρα παλιού, σβησμένου πια, καλλιτεχνικού μεγαλείου, με διάχυτη τη θλίψη για τη διαλυτική φθορά του χρόνου, που όλα τελικά (λαμπερή νεότητα, έρωτες) τα σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους. Το αφήγημα αποδίδει λεπτές ψυχικές αποχρώσεις της ηλικιωμένης πρωταγωνίστριας κι έχει ένα κομψό «φινίρισμα». Σ’ ένα άλλο, ο συγγραφέας επιχειρεί να μπει στο πετσί του ρόλου του εκπαιδευτικού (που του είναι και οικείος από πρώτο χέρι, λόγω επαγγέλματος): ο Γ. Δαλαμπίρας από τη μια επιθυμεί να είναι ένας «συλλέκτης εμπειριών» κι από την άλλη ένας μετρημένος «θεολόγος καθηγητής» (σ.79). Προσέρχεται σε ένα δελεαστικό ραντεβού με μια τολμηρή μαθήτρια που θαυμάζει τις «μοντέρνες ιδέες του» και του εξομολογείται τον έρωτά της, αλλά αυτός τελικά δεν ενδίδει. Νιώθει πως βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση και ότι αυτό είναι το «ακριβό αντίτιμο». Η ηθική αντίδρασή του τον καταβάλλει – «εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωήν του» («Ακριβοπληρωμένη αξιοπρέπεια»). Αν, τέλος, πρέπει να μιλήσει για ένα περιστατικό (που έτυχε όντως να συμβεί στην πραγματικότητα σε γνωστό και αγαπημένο ποιητή της πόλης μας), ο συγγραφέας το συμπλέκει με την παράλληλη ιστορία τού επίσης αγαπημένου παππού του ήρωά του. Η επιμονή του σε κάποιες λεπτομέρειες χρωματίζει συναισθηματικά την αφήγηση και φανερώνει την παρατηρητικότητά του («Η ποίηση στην εντατική»).

Στη δεύτερη ενότητα (13 πεζά), η θεματογραφία είναι κυρίως ερωτική. Το έντονο συναίσθημα της έλξης των αρρένων ηρώων (μιας, κατά βάση, ανδρικής περσόνας, με μουσική υποδομή, που επιμερίζεται στις διηγήσεις) προς το άλλο φύλο συνδυάζεται ή και κλιμακώνεται με το στοιχείο της μουσικής, κατά προτίμηση της τζαζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα «Αϊσέ». Εδώ το θλιμμένο τζαζ κομμάτι του Art Lande παραλληλίζεται με το ανολοκλήρωτο ερωτικό συναίσθημα προς την όμορφη μουσουλμάνα ηρωίδα. Η μισή μουσική επιμένει βασανιστικά να καταδιώκει τον ήρωα, ενώ η μορφή της κοπέλας έχει χαθεί στο μεταξύ μέσα στον χρόνο. Θα επανασυναρμολογηθεί το μουσικό θέμα όταν, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα βρεθούν κάποια στιγμή ερωτικά. Μετά το σεξ, ωστόσο, θα χαθεί κι η μουσική.

Η μουσική, λοιπόν, διεγείρει ερεθιστικά τις αισθήσεις, τα μουσικά όργανα –δηλωτικά του ερωτικού πάθους– με τις ρυθμικές τους εναλλαγές συμμετέχουν σε ένα ιδιόμορφο «ερωτοτρόπημα»: «Η θηλυκή βιόλα υποθάλπει, χαϊδεύει τρυφερά το αρρενωπό σαξόφωνο, επαναλαμβάνοντας τη μελωδία που, προ ολίγου, εκείνο έπαιξε. Η συναίρεση, η συνουσία δύο μουσικών οργάνων – μια ηχητική πανδαισία» (σ.128). Έχει τη δύναμη να παρακινήσει τον ήρωα να φανταστεί την όμορφη (με μουσικές σπουδές) Ρωσίδα πρόσφυγα που έρχεται στο σπίτι τους για το σιδέρωμα των ρούχων να «παίζει με τη βιόλα της μια μεθυστική μελωδία. Τη μελωδία της ίδιας της ζωής της» που τον συνεπαίρνει... (σ.129). Θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως προκάλυμμα μιας παράνομης σχέσης: «...τα έκρυβε όλα περίφημα» («Epistrophy», σ.168). Κατοικεί αδιαλείπτως στο μυαλό αλλά και στην καρδιά της ιδιότυπης περσόνας που επινόησε ο Παναγιώτης Γούτας και μπορεί να εμφανιστεί παντού, ακόμη και στη διάρκεια μιας βιβλιοπαρουσίασης, με αφορμή το ευαίσθητο τρίξιμο ενός τοίχου. Καθώς ένα δροσερό ρυάκι θ’ αναβλύσει από εκείνο το σημείο, αυτός θα θυμηθεί έναν Νορβηγό σαξοφωνίστα και οι μελωδικές νότες θα τον παρασύρουν σαν «ορμητικά νερά...» («Το ρυάκι»). Συμπερασματικά, με την επενέργεια κυρίως της μουσικής (αλλά και με τις ταινίες, τους πίνακες, τα βιβλία), το ερωτικό συναίσθημα ενδυναμώνεται, η ομορφιά των γυναικών σχεδόν εξιδανικεύεται και η φαντασία των ανδρών μπορεί «να ταξιδεύει μαζί τους στα ουράνια». Ωστόσο, πρόκειται για λεπτή ισορροπία, αφού όλα μπορεί να τα γκρεμίσει μια «φτηνή» κίνηση από την άλλη μεριά, μια ασήμαντη «πράξη» που αποκτά μεγεθυσμένες διαστάσεις και μπορεί να «χαλάσει τη μαγεία» («Τα μικρά πράγματα δείχνουν τον άνθρωπο»). Αντίστοιχη «συθέμελη κατεδάφιση» μπορεί να προκαλέσει στην ψυχή του ήρωα η διάψευση μιας καλής αντίληψης που είχε σχηματίσει για κάποιον («Πωλητής δίσκων»).

Ο Παναγιώτης Γούτας συνηθίζει καμιά φορά ν’ απλώνει την έκταση των κειμένων του, γεγονός που παρατηρείται κυρίως στην 3η ενότητα του βιβλίου (5 πεζά), με αποτέλεσμα να χωράνε περισσότερα επεισόδια της καθημερινότητας στην αφήγηση. Ωστόσο, παρά την όποια χαλαρότητα που μπορεί να προκύπτει, δεν ξεφεύγει από τον στόχο του, καθώς το βασικό θέμα του φορτίζεται συνήθως με σχετικές, παράλληλες συνδηλώσεις, που δεν είναι περιττές. Το θέμα της βιολογικής φθοράς επανέρχεται, καθώς, προϊούσης της ηλικίας, αβγατίζουν και τα προβλήματα των ηρώων και δημιουργείται η αίσθηση ότι δοκιμάζεται η απαντοχή τους («Μποτάκια με ραφές»). Ταυτόχρονα, ο συγκρατημένος ερωτισμός κάποιων διηγημάτων της πρώτης ενότητας παραχωρεί τη θέση του σε μια θεματική τολμηρότητα που ξαφνιάζει («Πουέντ»). Στο «Ανεπαίσθητο ρήγμα» ο ήρωας θέλει μάλλον να εκφράσει το «κενό» της ψυχής του για τα πολιτικά τεκταινόμενα των τελευταίων χρόνων που οδήγησαν τη χώρα μας στη σημερινή της κατάντια και στην προοπτική ενός κόσμου «δίχως αύριο». Τέλος, «Ο Αρζεντίνας στα δύσκολα» φανερώνει την ευχέρεια του συγγραφέα να προσεγγίζει τη σύγχρονη ποδοσφαιρική επικαιρότητα (αλλά και την παλαιότερη, καθώς είναι ενήμερος και την παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι), τόσο απ’ τη μεριά του απλού φιλάθλου όσο και του παθιασμένου, με τρόπο που να προκαλεί συγκίνηση (βλ. και «Το ντέρμπι»).

Με το νέο του βιβλίο, ο Παναγιώτης Γούτας ξαναβρίσκει τον καλό του εαυτό, μιας και μας πείθει ότι διαθέτει αξιοπρόσεχτη στόφα διηγηματογράφου. Μάλιστα, αποδεικνύει ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη του εμφάνιση έχει καλλιεργήσει γόνιμα το είδος και βελτιώσει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις επιδόσεις του.

 

(Τάσος Καλούτσας, ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, 7-9-2015)

 

 

 

 

Διηγήματα που ο συγγραφέας έγραψε σε βάθος είκοσι πέντε ετών. Ήρωές του κάτοικοι μεγαλοαστικών περιοχών και προαστίων, που περπατούν στους δύσβατους δρόμους της καθημερινότητας. Η αφήγηση στηρίζεται κυρίως στην παρατήρηση και το βίωμα. Οι αδιάφορες καθημερινές στιγμές και οι εμμονές των πρωταγωνιστών μεγεθύνονται και συχνά αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις. Σε πολλά σημεία το διάβασμα του βιβλίου θυμίζει βόλτα ή περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης.

 

(Διονύσης Στεργιούλας, ιστοσελίδα out of the walls, 31-8-2015)

 

 

 

 

30 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ,

ΑΡΡΩΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ

 

 

Το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης είναι μία σειρά διηγημάτων, τα οποία γράφτηκαν μεταξύ 1989 και 2014. Τον συγγραφέα τον είχαμε γνωρίσει στη Vivlioniki μέσα από ένα άλλο έργο του, το οποίο αναφέρονταν κυρίως στην γειτονιά του, στου Χαριλάου. Αυτή τη φορά η δράση των ιστοριών του ξεφεύγει από τα στενά όρια της περιοχής και οι προσοχή πέφτει στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών των διαφόρων ιστοριών.

Η έκδοση είναι καλή, λιτή, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Η φωτογραφία του εξώφυλλου είναι η φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη, με την γνωστή ομίχλη της μπροστά στον Λευκό Πύργο. Οι σελίδες μου φάνηκαν ιδιαίτερα λεπτές, σε σημείο, που νομίζω ότι θα σχιστούν εύκολα αν βιαστείς να γυρίσεις τη σελίδα. Στο τέλος υπάρχουν κάποιες αναφορές για το πού πρωτοδημοσιεύτηκαν κάποια από τα κείμενα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, όπως αναφέρει και ο τίτλος. Στο πρώτο μέρος έχουμε διηγήματα με κοινό παρονομαστή κάποιες παθήσεις, στο δεύτερο μέρος είναι η τζαζ μουσική (μεγάλη αγάπη του συγγραφέα), που πρωταγωνιστεί, ενώ το τρίτο μέρος είναι αυτό, που θα λέγαμε «ποικίλης ύλης», με ιστορίες χωρίς απαραίτητα κάποιο συνδετικό κρίκο μεταξύ τους.

Η γραφή του Γούτα είναι άμεση και ρεαλιστική. Οι χαρακτήρες του δεν είναι υπερήρωες, ούτε άγιοι. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους, με τα καθημερινά προβλήματα, τη ρουτίνα και τις αγωνίες της σύγχρονης κυρίως εποχής. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι ιστορίες, που δημιουργούνται ταράζουν την ηρεμία των πρωταγωνιστών και φτιάχνουν για τον αναγνώστη ένα ιδιαίτερα ευχάριστο έργο.

Προσωπικά εκτίμησα ιδιαίτερα το πρώτο και το τρίτο μέρος, τις παθήσεις δηλαδή και τα «άλλα τινά». Επειδή δεν έχω τζαζ ακούσματα και στο δεύτερο μέρος οι μελωδίες και τα τραγούδια, που αναφέρει ο Γούτας παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της ψυχολογίας και της προσωπικότητας των χαρακτήρων του, μου φάνηκε δύσκολο να τον παρακολουθήσω. Νομίζω πως οι γνώστες της τζαζ μουσικής θα μπορέσουν να εκτιμήσουν πολύ περισσότερο αυτά τα διηγήματα.

Η Θεσσαλονίκη στις ιστορίες είναι παρούσα, όχι όμως πρωταγωνίστρια όπως στο πρώτο έργο του Γούτα, που παρουσιάσαμε. Υπάρχουν κάποια στοιχεία τοπογραφικά, αλλά οι αναφορές στην πόλη δεν γίνονται ως επεμβάσεις αυτής στην δράση, αλλά περισσότερο για να βοηθήσουν τον αναγνώστη να νιώσει την ιστορία. Όπως και οι πρωταγωνιστές του είναι καθημερινοί άνθρωποι, έτσι και οι αναφορές σε μαγαζιά και σε μέρη της πόλης ακολουθούν την ίδια λογική.

Τα 30 συνολικά διηγήματα διαβάζονται εύκολα. Στις σελίδες τους πιστεύω ότι πολλοί μπορούν να βρούνε κομμάτια του χαρακτήρα τους και συμβάντα, που μπορεί να έχουν τύχει και σε αυτούς. Ο Γούτας ανήκει στη νεότερη γενιά των Θεσσαλονικέων συγγραφέων, των οποίων τα έργα δεν μπορούν να έχουν τη δραματικότητα παλαιότερων λογοτεχνών, με βιώματα Κατοχής και Εμφυλίου. Καταφέρνει όμως να χρησιμοποιεί ό,τι του προσφέρει η σημερινή εποχή με τρόπο τέτοιο, που να δημιουργεί αξιόλογα έργα. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα βιβλίο, που μπορεί να ανήκει στη βιβλιοθήκη σας.

 

(Γιώργος Μπασαγιάννης, Vivlioniki-Βιβλία για τη Θεσσαλονίκη, Διαδίκτυο, 5-10-2015)

 

 

 

 

ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

 

 

Ο ερωτισμός, τα όνειρα, οι στόχοι ζωής, αλλά και οι ηθικές αξίες κυρίως ενός σύγχρονου αστού προβάλλονται στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα. Η τριτοπρόσωπη γραφή ενός παντογνώστη αφηγητή, που ξετυλίγει την πλοκή, κρίνει, σχολιάζει -και ασφαλώς μέσα από τα προσωπεία των διαφόρων πρωταγωνιστών- αδρά τον ζωγραφίζει. Είναι μορφωμένος, ευαίσθητος, με σταθερή προσήλωση για την ομορφιά στις ποικίλες εκδηλώσεις της, αλλά και με συμπάθεια και συμπόνια για τους αδύναμους, περιθωριακούς και ταπεινωμένους. Απουσιάζει εντελώς ο καυστικός ανδρικός κυνισμός, η τάση για αναρχία και καταστροφική ανατροπή, επίσης η ατέρμονη διαιώνιση μιας εφηβικής αντιμετώπισης των πραγμάτων, περιπαικτικής, αστάθμητης και επιπόλαιης.

Όμως αυτός ο ώριμος και στοχαστικός αστός, που δεν απεμπολεί τις ηθικές αξίες του ακόμη και στις πιο ακραίες δραματικές καταστάσεις, έλκεται φλογερά και πολλές φορές χάνει τον έλεγχο του εαυτού του από τη σαγήνη της γυναικείας ομορφιάς. Νεαρές έφηβες απαράμιλλης χάρης και κάλλους, κοπέλες στα ταμεία των σούπερ-μάρκετ, νοσηλεύτριες ιατρικών κέντρων, μετανάστριες που δουλεύουν για ένα μεροκάματο, φοιτήτριες, τουρίστριες που χαίρονται τις περιπλανήσεις τους στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, εξάπτουν τον πάντα ενεργό ερωτισμό του. Ο γλυκόπικρος δαίμονας του πόθου συθέμελα τον αναστατώνει, επιτακτικά τον ωθεί να καταστρώνει σχέδια και τακτικές για να τις πολιορκήσει. Το αιώνιο παιχνίδι του πλησιάσματος, της επιδέξιας ερωτικής κατάκτησης του άνδρα προς την γυναίκα, καταγράφεται  με όλη την απολαυστική φαντασμαγορία και τους ιριδισμούς που προκύπτουν. Αν ο έρωτας είναι πάθηση, αρρώστια από τη μέγγενη των πόθων,  άλλο τόσο αποτελεί στήριγμα, φάρμακο της ψυχής ενάντια στη μοναξιά, στον πόνο από επώδυνες σωματικές ασθένειες, και προπαντός ενάντια στην απειλή του θανάτου. Ωστόσο, δεν επικεντρώνεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά της γυναίκας, ενδέχεται να χάσει κάθε ενδιαφέρον αν κάτι στη συμπεριφορά της είναι άκομψο, αγενές και υπερφίαλο. Πάντως, το πάθος της ερωτικής αφοσίωσης κι εξάρτησης, που οδηγεί στην παραφορά και στην τρέλα, δεν απουσιάζει στο βιβλίο. Επίσης έντονη παρουσία έχει η νοσταλγία για παλιά ειδύλλια, που ακόμη επιμένουν να τροφοδοτούν με θέρμη τη σκέψη του ερωτευμένου ή ξαφνικά συμβαίνει τα ίδια τα πρόσωπα των ειδυλλίων να εμφανίζονται στη ζωή του, γυρεύοντας λύσεις σε επιτακτικά διλήμματα.

Εξαιρετική είναι η προσέγγιση του Παναγιώτη Γούτα όχι μόνο σχετικά με την πολιορκία θελκτικών γυναικών από την πλευρά του άνδρα, αλλά και στην απόγνωση που αυτός αισθάνεται όταν η γυναίκα τον απορρίπτει, προδίδει και εγκαταλείπει. Επίσης διαπιστώνουμε ότι ο Γούτας διαθέτει μια λεπταίσθητη ικανότητα να παρακολουθεί, να ανιχνεύει σε βάθος τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και μέσα στη μαγεία της λαμπρής ωραιότητά της, αλλά και στις πιο οδυνηρές κι αντίξοες καταστάσεις. Το γήρας, η μοναξιά, η αρρώστια, η εγκατάλειψη, η παρακμή και πολλά άλλα παθήματα επικεντρώνονται  σε πολλά γυναικεία πρόσωπα στο βιβλίο.

Στις αιχμηρές συγκρούσεις που πλέκουν τον ιστό των διηγημάτων δεν λείπουν ο φόβος από την επέλαση του θανάτου, οι εξαρτήσεις από ουσίες, η υποχοντρία, οι τυραννικές συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια, το ακριβό τίμημα για τη λατρεία της νεότητας, η τραχύτητα και η απανθρωπιά. Ως παθιασμένη εμμονή επίσης παρουσιάζεται και η ακαταμάχητη ανάγκη του πρωταγωνιστή (τουλάχιστον σε τρία διηγήματα ως συγγραφές εμφανίζεται) να θέλει να φτάσει σε μια υπέρβαση των δυνατοτήτων του ως προς την τέχνη της λογοτεχνίας, ώστε τελικά να κατορθώσει «να γράφει αιχμηρά, δηκτικά. Να αφήνει σημάδια, ίχνη στο μυαλό και την ψυχή του αναγνώστη. Να ταράζει τα ύδατα…».

Σχεδόν τα μισά από τα τριάντα διηγήματα της συλλογής συνδέουν τα παθήματα του πρωταγωνιστή με ήχους και μελωδίες της τζαζ -συμβαίνει να είναι φανατικός ρέκτης αυτής της μουσικής. Η εκρηκτική, ενθουσιώδης, ηδυπαθής ή και μελαγχολική πολλές φορές μουσική της τζαζ δίνει χρώμα, ένταση και βάθος  στα συναισθήματα που τον κατακλύζουν. Υπάρχει ένας τόνος ανατρεπτικότητας, μια άγρια ομορφιά σε αυτό το είδος μουσικής που διοχετεύει με ορμή, θάρρος και τόλμη τη διστακτικότητα του, αλλά κι αρκετές φορές γίνεται το καταφύγιό του όταν πρόσωπα και καταστάσεις εξουθενωτικά τον απωθούν.

Ο Γούτας με την ώριμη, καλοδουλεμένη ρεαλιστική γραφή του (έχει ήδη στο ενεργητικό του άλλα τέσσερα βιβλία με αφηγήματα και τρία μυθιστορήματα) επανέρχεται δυναμικά και κερδίζει άμεσα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κατορθώνει «να αφήνει ίχνη στο μυαλό του», να τον προβληματίζει και να προκαλεί. Τον εξάπτει με τις φωτοσκιάσεις του ερωτισμού, τον αφυπνίζει συγκινησιακά με τις ακραίες περιπτώσεις οικογενειακών σχέσεων, τις ρήξεις που προκύπτουν και τα ηθικά διλήμματα ανθρώπων που τελικά κατατροπώνονται από αδιέξοδα. Οι πιο σκοτεινοί ήρωες είναι και οι πιο συναρπαστικοί, κι ακόμη περισσότερο όταν παρουσιάζονται με την απρόσμενη τροπή που δίνει ο συγγραφέας στην ανέλιξη της πλοκής.

 

(Αλεξάνδρα Μπακονίκα, book press, Οκτώβριος 2015)

 

 

 

 

Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά:

Ιστορίες… ανθρώπινες

 

 

Μια συλλογή τίμιων, ειλικρινών ιστοριών που δεν καινοτομούν σε αφήγηση, αλλά διαθέτουν έναν συγκινητικό ανθρωπισμό που… κάτι έχει να πει.

Το ιδιαίτερο σημείο που εντόπισα από τα πρώτα δύο διηγήματα της συλλογής είναι η σύζευξη σημείων που δεν φαίνονται ταιριαστά, αλλά με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο συνδέονται στην ίδια ιστορία. Μπαίνω κατευθείαν στο ψαχνό, γιατί η γραφή του Γούτα δεν εκπλήσσει μορφικά, αλλά μπορεί και κερδίζει τον αναγνώστη με τον εύστοχο τρόπο που ωσμώνει διαφορετικής φύσης υλικά.

Η γραφομηχανή λ.χ. ενός συγγραφέα μοιάζει με τη γραφομηχανή ενός τρομοκράτη, καθώς ο διηγηματογράφος, με αδιόρατες ομοιότητες και με συνεχή πήγαινε-έλα, ορθώνει μπροστά μας την παραλληλία των δύο προσώπων-ρόλων. Ή ο φίλαθλος του ΠΑΟΚ που παρακολουθεί τον αγώνα και μαθαίνει όσα γίνονται, παρ’ όλο που είναι τυφλός, θύμα κροτίδας, μπορεί να σταθμίσει τα πράγματα και να βγάλει συμπεράσματα για την ομάδα. Ο τρομοκράτης-συγγραφέας και ο τυφλός θεατής είναι δυο εύστοχες εικόνες της αντιφατικής, αλλά όχι αλλόκοτης πραγματικότητας. Ή ο μοναχικός θεολόγος, που διαβάζει τον σκανδαλώδη Καβάφη, κερδίζει τον έρωτα μιας μαθήτριας, πέρα από κάθε κοινωνική υποψία.

Δύο άλλα διηγήματα δίνουν ένα διαφορετικό στίγμα: O άνθρωπος που βλέπει γύρω του τη δυστυχία είναι κατ’ αρχάς ιδιοτελής αλλά μέσα του νιώθει τύψεις και αλλάζει συμπεριφορά. Ο περαστικός που βλέπει τον ζητιάνο ναρκομανή αρνείται να τον βοηθήσει αλλά οι ενοχές του προκαλούν σφοδρές ημικρανίες και τελικά αναζητεί μια διέξοδο ψάχνοντάς τον. Ή ο επιβάτης του ταξί βρίσκει στο πάτωμα ένα πενηντάευρο και σκέφτεται να το κρατήσει, ώσπου συμπαθεί τον ταξιτζή και το άρρωστο παιδί του, με αποτέλεσμα να ξαναφήσει το χαρτονόμισμα εκεί που το βρήκε.

Ο Γούτας δεν καινοτομεί. Ούτε στη μορφή, ούτε στο περιεχόμενο. Γράφει με τους αναμενόμενους όρους και για θέματα που τα βλέπει με ανθρωπισμό και με συγκίνηση. Είναι ο κλασικός συγγραφέας που με έναν σαμαρακικό τρόπο πιστεύει στο καλό και στη δυνατότητα του ανθρώπου να οδηγηθεί σ’ αυτό, ακόμα και αν ξεκινά από άλλη αφετηρία. Είναι ο άνθρωπος που γράφει επειδή έχει πράγματα να πει και όχι από επαγγελματισμό ή από τη λογική του σιναφιού. Οι ιστορίες του, υπό αυτό το πρίσμα, είναι τίμιες, αυθεντικές, έρχονται στον αναγνώστη ειλικρινείς.

Πολύ αισθαντικά θεώρησα τα «μουσικά» διηγήματα, όπου με λέξεις επιχειρήθηκε να συλληφθεί το άγγιγμα της μουσικής. Μουσικά σάουντρακ σε μια ιστορία απώλειας, τζαζ κομμάτια που συνοδεύουν τα αισθήματα του ήρωα, τριζάτα σολαρίσματα που ανακαλούν αναμνήσεις και εικόνες. Η λογοτεχνία συναντά συχνά τη μουσική, καθώς μέσω αυτής συγκινεί, ξυπνά, αναπολεί, συγκλονίζεται… Ο Γούτας αφήνει κατά μέρος την πρωτοτυπία της αφήγησης, για να συνταιριάξει τη μνήμη με το μουσικό της ένδυμα, μέχρι τα αυτιά και την ψυχή του αναγνώστη. Η μουσική ταυτόχρονα εξωραΐζει και εξυψώνει τον άλλο, ενώ, όταν αποκαλυφθεί η πραγματικότητα, όλα προσγειώνονται σε μια πιο ρεαλιστική και ωμή βάση.

Βλέπεις σε πολλά διηγήματα τον κεντρικό χαρακτήρα να είναι δειλός, ή καλύτερα συνεσταλμένος, άτολμος, να αφήνει τις γυναίκες να περνούν, να κλείνεται στη μουσική του και να μην τολμά να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες. Είναι μια συστολή πολύ εύλογη, που δείχνει ωστόσο και μια παθητική στάση απέναντι στη ζωή. Ίσως αυτό που στη ζωή δεν μπορεί να κατακτηθεί, τελικά μεταφέρεται ως νίκη μέσα στη λογοτεχνία.

 

(Πατριάρχης Φώτιος, 26 Ιανουαρίου 2016, IN2LIFE)

 

 

 

 

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

 

Εδώ λοιπόν θα βρούμε αποθησαυρισμένη τη συγγραφική σοδειά είκοσι πέντε ολόκληρων χρόνων, χωρισμένη σε τρεις ενότητες (Παθήσεις, Τζαζ, και άλλα τινά), σύνολο τριάντα διηγήματα. Περισσότερο συνεπώς από τα άλλα έργα του συγγραφέα, και για να αναφερθώ σε όσα μόνο έχω υπόψη μου, σημειώνω τη Ρεβάνς (Μεταίχμιο, 2004) και την Γυναίκα στις δύο και μισή (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006), που εκπροσωπούν μια ορισμένη στιγμή της συγγραφικής διαδρομής, στην προκειμένη έχουμε να κάνουμε με τη συνόψιση ενός μεγάλου και αντιπροσωπευτικού μέρους της. Που σημαίνει ότι το εξεταζόμενο βιβλίο είναι κατάλληλο για πιο ασφαλείς κρίσεις και όσον αφορά την απόσταση που έχει στο μεταξύ διανυθεί και όσον αφορά το γενικότερο συγγραφικό στίγμα. Θα επικεντρωθώ στη δεύτερη διάσταση, δεδομένου του εισαγωγικού χαρακτήρα που δεν μπορεί παρά να έχει ένα τέτοιο κριτικό σημείωμα.

Το βάρος στον Γούτα πέφτει κυρίως στην ιδέα, το στόρι δηλαδή μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Γλώσσα και πλοκή υπάρχουν ως λειτουργικά μέσα, για να το υπηρετούν. Νεωτερικές και μετανεωτερικές καινοτομίες απουσιάζουν από την αφήγησή του. Ο λόγος εκφέρεται από έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή, που οργανώνει το μικρό αφηγηματικό σύμπαν με εστίαση που αναδεικνύει την οπτική του ήρωα και οργανώνει τα καθέκαστα στον άξονα του χρόνου με τις γνωστές τεχνικές της ευθύγραμμης, της πρόδρομης και της αναδρομικής αφήγησης και με την κατάλληλη χρήση της προσήμανσης. Τίποτα λοιπόν το καινούριο μέχρι εδώ, με τη διαφορά ότι τούτη ακριβώς η αφηγηματική επιλογή επιτρέπει την προσήλωση του συγγραφέα στο θέμα του δίχως δαπάνη δυνάμεων και άσκοπους πειραματισμούς και τον διευκολύνει να αναδείξει τις πιο λεπτές πλευρές του, που ειδάλλως μπορεί να υποτιμώνταν ή να αποσκεπάζονταν.

Σημαντικό ρόλο στην προσήλωση αυτή διαδραματίζει και η γλώσσα, που σε σχέση με την αφήγηση φέρει πιο ορατή τη σφραγίδα της ωρίμανσης, από τα πρώτα διηγήματα του ’89 μέχρι τα πιο πρόσφατα του ’14. Με βασικό φορέα το ουσιαστικό και το ρήμα, η γλώσσα του Γούτα κερδίζει σε πυκνότητα, ακρίβεια και απλότητα, αποφεύγοντας τη σπατάλη των εκφραστικών μέσων, τους γλυκερούς λυρισμούς και τη λεξιλογική εντυπωσιοθηρία για να εξασφαλίσει, τελικά, τους χαμηλούς τόνους και τη στοχαστική διάθεση που υπηρετούν πλήρως την πρόθεση του αφηγητή – λειτουργία που βλέπω να ατονεί σε κάποια διαλογικά μέρη, όπου παρ’ όλη την ανάγκη της αληθοφάνειας η γλωσσική κοινοτοπία απονευρώνει την αφηγηματική πρόθεση, για να την εγκλωβίσει στην ευκολία του κλισέ.

Η μεγαλύτερη αρετή της συλλογής βρίσκεται στη θεματολογία της, ή ακριβέστερα στη ζεστή, στην ανθρώπινη ματιά του συγγραφέα απέναντι στα θέματα, στους ήρωες και στα προβλήματα που τον απασχολούν. Εδώ θα δούμε μια σταθερή προτίμηση στις μικρές, λοξές όψεις ενός τόσο οικείου και καθημερινού βίου, όπου ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει σχετικές εμπειρίες και να σχηματοποιήσει με δικά του υλικά τους χαρακτήρες της αφήγησης. Πρόκειται για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας που πίσω από το προσωπείο του φυσιολογικού κρύβουν μια μικρή ιδιοτροπία, ένα χαριτωμένο κουσούρι, ένα καταπιεσμένο πάθος, που συν τω χρόνω μπορεί άλλοτε να λάβει τη μορφή μιας απλής εμμονής, άλλοτε να ανοίξει κακοφορμισμένες πληγές και άλλοτε να εξελιχτεί σε ακραίο φετιχισμό. Σε κάθε περίπτωση, οι ήρωες του Γούτα καταπίνουν σιωπηλά μικρές δόσεις μοναξιάς και δυστυχίας, μοιρασμένοι σε μια εξωτερική και σε μια ιδιωτική πραγματικότητα που τους αποσυντονίζει και τους διασπά, ενόσω οι διαπροσωπικές, φιλικές ή τυπικές ή συγγενικές ή ερωτικές, σχέσεις βαθαίνουν το σμπαράλιασμά τους.

Κλείνοντας, νομίζω ότι είναι άσκοπο να αναφερθώ ως είθισται στα διηγήματα που ξεχωρίζω ανάμεσα στο σύνολο. Υπάρχουν πράγματι πολύ καλά δείγματα γραφής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υστερούν. Να το ξαναπώ: τούτη η συλλογή περιέχει είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια εμπειρίας – αδιάκοπης, αθόρυβης και αποδοτικής. Και αυτό δεν μπορεί παρά σημαίνει κάτι πολύ σημαντικό.

 

(Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Βιβλίο / 03.05.16, περιοδικό artinews)

 

 

 

 

Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ

 

 

 

Η δημιουργικότητα του συγγραφέα Παναγιώτη Γούτα απλώνεται σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λογοτεχνικού και δοκιμιακού λόγου. Ως πεζογράφος βαδίζει εν μέρει στα χνάρια του πρώτου δασκάλου του στη γραφή, του Θεσσαλονικιού διηγηματογράφου Περικλή Σφυρίδη: γραμμική αφήγηση, γλωσσική ομοιομορφία, ρεαλισμός, έμφαση στο περιεχόμενο. Όπως και ο Σφυρίδης, που κατηγοριοποιεί τα διηγήματά του σε θεματολογικές ενότητες (ζωοφιλικά, ερωτικά, ιατρικά, κοινωνικά), ο Γούτας κάνει μία ανάλογη κατηγοριοποίηση: διηγήματα με κοινό τόπο τις αναφορές στη μουσική τζαζ και διηγήματα με τις ιατρικές παθήσεις των ηρώων στο επίκεντρο.

Ο μικροαστισμός, απόρροια και κατάλοιπο, στη σημερινή ελληνική εκδοχή του, της περιόδου της μεταπολεμικής αστυφιλίας και των νόμων της αντιπαροχής, που οδήγησαν στον εγκλωβισμό πρώην κατοίκων της υπαίθρου σε διαμερίσματα των αστικών κέντρων, αποτελεί το σταθερό πλαίσιο αναφοράς του βιβλίου. Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικής συνείδησης και ζουν υπό καθεστώς φόβου, αστάθειας, ανασφάλειας, καχυποψίας απέναντι στο καινούριο, κοινωνικής συμβατικότητας και ατομικιστικών αντιλήψεων αναμένοντας εκείνον τον άγνωστο παράγοντα, θα έλεγε κανείς τον άγνωστο Θεό, που θα τους απαλλάξει από την εφιαλτική καθημερινότητα. Το κοινωνικό αυτό πλαίσιο περιορίζει ή καταργεί κάθε δυνατότητα πραγματικής ελευθερίας και ουσιαστικής επικοινωνίας και παράλληλα ευνοεί την ακίνδυνη για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων εστίαση σε θέματα υγείας και στο ποδόσφαιρο ή και στη νευρωτική ενασχόληση με αυτά.

 Ο Γούτας γράφει εν μέρει ως βιωματικός συγγραφέας και εν μέρει ως παρατηρητής της ζωής των άλλων. Δεν τον ενδιαφέρουν η έρευνα των κοινωνικών δομών, η ανάλυση και η ιδεολογικοποίηση, αλλά κυρίως η παρατήρηση και η καταγραφή. Η ίδια οπτική κυριαρχεί όχι μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και στο σύνολο του έργου του, πεζογραφικού, ποιητικού και κριτικού. Στα διηγήματά του το παρελθόν είναι καλά κρυμμένο -μοιάζει να μην υπάρχει- και το μέλλον παρουσιάζεται σκοτεινό, χωρίς προοπτικές. Υπάρχει μόνο ένα διαρκές παρόν, που ορίζεται από τις συντεταγμένες επιφανειακά ασήμαντων ή αδιάφορων γεγονότων και καταστάσεων, που όμως έχουν τεράστιες επιπτώσεις στον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Οι ήρωές του συνήθως ασφυκτιούν, νιώθουν ξένοι στην ίδια τους τη ζωή, αλλά δέχονται παθητικά αυτή την κατάσταση, όταν δεν θυματοποιούνται από μόνοι τους. Η διαφορετικότητα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή, ενώ η λέξη «ικανοποίηση» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Οι ενοχές, ο φόβος και η ανασφάλεια ξυπνούν μέσα τους με τις πιο παράξενες αφορμές και τους μεταμορφώνουν σε πρωταγωνιστές μικρών δραμάτων, που παίζονται καθημερινά στους δρόμους και σε κλειστούς χώρους των μεγαλουπόλεων. Aναζητούν λόγους για να νιώσουν σημαντικοί στον μικρόκοσμό τους εθελοτυφλώντας μπροστά στις μεγάλες αλλαγές που με ταχύτατο ρυθμό λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Ίσως η «ηθελημένη άγνοια» και η παθητικότητα που τους χαρακτηρίζουν, αλλά και τα κάθε είδους προβλήματα που τους συνοδεύουν, αποτελούν τις βασικές αιτίες, για τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις κερδίζουν τη συμπάθεια των αναγνωστών.

 

(Διονύσης Στεργιούλας, Το Δωμάτιο του Ποιητή / The Poet's Room, 27 Οκτ 2016)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ

ΓΙΑ ΤΟ ΤΖΑΖ, ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ

 

 

 

Ο Παναγιώτης Γούτας, πιστός στο διήγημα, μας παρουσιάζει το νέο του βιβλίο Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται για ιστορίες, που μας είναι γνώριμες και οικείες, που βρίσκουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας σ’ αυτές. Ο κύριος Γούτας μας έκανε την τιμή να μας παραχωρήσει μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.

 

«Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά»: Πώς επιλέξατε αυτό τον τίτλο για το βιβλίο σας;

 

Ο τίτλος του βιβλίου, παρότι φαντάζει αρκετά πρωτότυπος, έχει περισσότερο διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Κι αυτό, με την έννοια πως ενώθηκαν οι τίτλοι των τριών ενοτήτων του βιβλίου και τον δημιούργησαν. Έτσι, απλά. Ωστόσο νομίζω πως όλο αυτό, λειτούργησε καλά, γιατί η τζαζ μουσική σχετίζεται με τις παθήσεις, έχοντας ως κοινό τόπο τη μελαγχολία που αποπνέει. (Βρίσκω εύστοχη και λειτουργική και την επιλογή του εξώφυλλου από τον εκδότη, που στηρίζει και επιτείνει αυτή τη μελαγχολία, με τη φωτογραφία μια ομιχλώδους και υγρής Θεσσαλονίκης) Η τζαζ, πέρα από το αίσθημα ελευθερίας που προσφέρει στον ακροατή, τον υποβάλει ταυτόχρονα σε μια μελαγχολική κατάσταση, αλλά και αντίστροφα, κάποιος που περνάει μια φάση θλίψης ή απελπισίας, κάλλιστα θα μπορούσε να ακούσει ένα τζαζ κομμάτι για να προβάλει και να απαλύνει τα συναισθήματα που τον κατακλύζουν. Το «και άλλα τινά» πάλι, είναι το κάτι διαφορετικό, το απαραίτητο συμπλήρωμα, το κερασάκι στην τούρτα, κάτι που ο ίδιος ο αναγνώστης θα ανακαλύψει διαβάζοντας το βιβλίο.

 


Ποιο από τα διηγήματα του βιβλίου σάς έχει αγγίξει με έναν ιδιαίτερο τρόπο ή σημαίνει για εσάς κάτι πιο προσωπικό;

 

Όλα –ή, τουλάχιστον, σχεδόν όλα– τα διηγήματα της συλλογής, που είναι συγγραφικός καρπός μιας εικοσιπενταετίας, κινούνται ανάμεσα στο βίωμα και στη μυθοπλασία. Τα κείμενα, παρά τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, δεν είναι αυτοβιογραφικά, είναι εν μέρει μόνο βιωματικά. Όλα σημαίνουν κάτι για μένα, γιατί γράφτηκαν σε στιγμές που χρειαζόταν να εκφραστεί κάποιο συναίσθημα ή να καταγραφεί κάποια κατάσταση ή να αποτυπωθεί κάποιο βίωμα, έστω ένα απλό βλέμμα πάνω σε ένα πρόσωπο ή σε ένα αντικείμενο. Τα διηγήματα, από ένα σημείο και μετά, αγγίζουν –αν αγγίζουν– τους αναγνώστες, όταν τα γράφει ο συγγραφέας, τα ξεφορτώνεται, παύουν ήδη να τον απασχολούν. Σαν να κηδεύεις ένα αγαπημένο πρόσωπο – δεν τα ξεχνάς βέβαια, αλλά τα χάνεις, καμιά φορά μπορεί και να τα ξεχάσεις ή να τα απαρνηθείς. Φεύγουν, πάντως, από τα χέρια του συγγραφέα και ανήκουν ήδη στους αναγνώστες. Πάντως το πιο προσωπικό μου κείμενο, ένα διήγημα που το έγραψα με πόνο και αίμα ψυχής, και μέχρι τέλους είχα (και ακόμη έχω) σοβαρούς ενδοιασμούς για το αν έπρεπε να το συμπεριλάβω στη συλλογή ή όχι, είναι το «ΠΑΤΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ», που αναφέρεται στο διαζύγιο των γονιών μου και στο τι επίπτωση είχε αυτό σε μένα προσωπικά, στη μετέπειτα ζωή μου.

 


Φαίνεστε καλός γνώστης της τζαζ και γενικότερα της μουσικής. Όταν γράφετε ακούτε μουσική (και αν ναι, με ποιο είδος εμπνέεστε καλύτερα) ή προτιμάτε να έχετε πλήρη ησυχία;

 

Τζαζ ακούω από τα δεκαοχτώ μου χρόνια, αφού πρώτα πέρασα (πάντα ως προσεχτικός ακροατής, ποτέ ως δημιουργός) από όλα τα στάδια της ροκ μουσικής (ποπ, ροκ, σκληρό ροκ, έντεχνο κτλ.). Τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια ακούω τζαζ, σχεδόν καθημερινά, ξεκίνησα με αμερικάνικη τζαζ, μετά με λάτιν και κατέληξα στην ευρωπαϊκή, κυρίως των Σκανδιναβών δημιουργών. Γκαρμπάρεκ, Τάουνερ, Τζάρετ, Κόνορς, Αρτ Λειντ, Τσικ Κορία, Αλ ντι Μέολα, Πάκο ντε Λουθία, τα άπαντά τους, ένα μέρος μόνο της δισκοθήκης μου. Πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη και απαιτητική μουσική, που θέλει και ιδιαίτερη ψυχική διάθεση για να την ακούσεις. Αρκετά από τα διηγήματα της «τζαζ ενότητας» του βιβλίου γράφτηκαν με μουσική υπόκρουση το τζαζ κομμάτι, στο οποίο κάθε φορά αναφέρονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι γράφω πάντα με μουσική υπόκρουση, με χαμηλό φωτισμό, κάποιο ποτό στο χέρι κτλ., γιατί μεγάλο μέρος του έως τώρα πεζογραφικού μου έργου γράφτηκε σε πρόχειρα σημειωματάρια, σε ανύποπτο χρόνο, πολλές φορές σε διαδρομές αστικών λεωφορείων, σε ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά πούλμαν, αίθουσες αναμονής ιατρείων ή νοσοκομείων, ακόμη και στον εργασιακό μου χώρο. Η απόλυτη ησυχία δεν με βοηθάει τόσο στο γράψιμο, όσο στην ανάγνωση ενός βιβλίου.



Ποιο είναι το αγαπημένο σας jazz κομμάτι; Το αναφέρατε σε κάποια από τις ιστορίες του βιβλίου;

 

Είναι πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Είναι δίσκοι ολόκληροι πολλές φορές. Τι να πρωτοξεχωρίσω… Όλα τα τζαζ κομμάτια των διηγημάτων μου, είναι λατρεμένα κομμάτια, και αναδεικνύουν καλύτερα και τα κείμενά μου. Δηλαδή, πιστεύω, πως αυτή η σύζευξη λόγου και μουσικής, λειτουργεί όχι επιφανειακά, αλλά εις βάθος, τουλάχιστον έτσι εγώ πιστεύω. Οι εκάστοτε ήρωες –που βέβαια μην ξεχνάμε πως από πίσω τους κρύβεται μια κεντρική συνείδηση, δηλαδή ο ίδιος ο συγγραφέας, δηλαδή εγώ ή κάτι περίπου από εμένα– είναι ταυτισμένος και κατευθύνεται, τρόπον τινά, από το μουσικό θέμα της ιστορίας. Η τζαζ, δηλαδή στηρίζει και προωθεί τη συγγραφική ιδέα – αυτή τουλάχιστον ήταν η επιδίωξή μου, και ως ένα σημείο νομίζω πως τα πήγα καλά. Και όλο αυτό προέκυψε δίχως να θέλω να γίνει επίδειξη μουσικών γνώσεων ή μουσικής καλλιέργειας εκ μέρους μου. Προέκυψε αβίαστα από τα μουσικά μου ακούσματα και το τι «έγραψαν» κατά καιρούς στην ψυχή μου. Αν μπορώ να ξεχωρίσω δύο δίσκους μέσα στο δάσος της τζαζ μουσικής, είναι δύο δίσκοι για τους οποίους δεν γίνεται αναφορά στο βιβλίο, και με τους οποίους νιώθω ιδιαίτερα δεμένος ψυχικά. Το «The Koln concert» του Κηθ Τζάρετ και το «Old friends new friends» του Ραλφ Τάουνερ. Στο δεύτερο δίσκο, ξεχωρίζω ιδιαίτερα το αριστουργηματικό «Beneath an Evening Sky», ένα ευαίσθητο, διάφανο, λυρικό κομμάτι, σαν δάκρυ θεού, που με άγγιξε και εξακολουθεί να με αγγίζει εδώ και αρκετά χρόνια.

 


Ένα από τα διηγήματά σας έχει τίτλο «Τα μικρά πράγματα δείχνουν τον άνθρωπο». Πραγματεύεται την απομυθοποίηση μιας γυναίκας στα μάτια ενός άντρα για… έναν αναπτήρα. Πιστεύετε όντως ότι οι άνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στα μικρά και ασήμαντα;

 

Κάποιοι άνθρωποι δίνουν, κάποιοι όχι. Κάποιοι τα ξεπερνάνε εύκολα, και κάποιους τους κατατρώνε μια ζωή. Προσωπικά δίνω σημασία στα μικρά πράγματα, σε μικρές αντιδράσεις, σε χειρονομίες, άστοχες φράσεις αγαπημένων ανθρώπων και βλέμματα. Άλλοτε, κάποια από αυτά, τα δικαιολογώ, άλλοτε όχι. Στο συγκεκριμένο διήγημα, που προσωπικά με εκφράζει πολύ, όπως σωστά είδατε και καταλάβατε, μια γυναίκα απομυθοποιήθηκε στο πρόσωπο ενός άνδρα από μία μόνο κίνησή της και μία φράση της. Από έναν απλό αναπτήρα. Όμως σωστά έγιναν έτσι τα πράγματα, σωστά απομυθοποιήθηκε. Αν ο συγκεκριμένος ευαίσθητος άνδρας το ξεπερνούσε, θα ήταν όλο μια παραφωνία, χώρια που, μελλοντικά, θα έτρωγε τα μούτρα του μαζί της. Το ίδιο μπορεί να συμβεί, φυσικά, και αντεστραμμένα. Φανταστείτε μία γυναίκα που ποθεί και ελπίζει πολύ σε έναν άνδρα, που μόλις της έχει ακυρώσει κάποιο ραντεβού για κάποια επαγγελματική του συνάντηση, να της τηλεφωνεί προς το βράδυ της ίδιας ημέρας, και να της ανακοινώνει (να της το πετά κατάμουτρα) πως είναι με την τάδε φίλη του στο τάδε μπαράκι και πίνουν ποτά και συζητάνε όμορφα, και να την ρωτάει «εσύ, τι κάνεις;». Το μόνο που αυτή έχει να κάνει, ως απάντηση, είναι να του κλείσει κατάμουτρα το τηλέφωνο. Ναι, τα μικρά πράγματα δείχνουν τον άνθρωπο. Το πιστεύω και το έχω υποστεί κατά καιρούς με διάφορα πρόσωπα, πάνω στα οποία επένδυσα συναισθηματικά, κι εκείνα με διέψευσαν. Είναι ζήτημα συναισθηματικής νοημοσύνης, πιστεύω να αντιλαμβάνεστε…

 

 

Ετοιμάζετε κάποια νέα δουλειά;

 

Πάντα γράφω και έχω κάτι έτοιμο προς δημοσίευση. Το συγγραφικό μου νταμάρι έχει ακόμη αρκετά αποθέματα. Έχω αρκετά τελειωμένα βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες, ποιήματα) που περιμένουν τη σειρά τους. Τα ξανακοιτάω κατά καιρούς, τα διορθώνω, τα αλλάζω. Μπορεί, κάποια από αυτά, να τυπωθούν κάποτε, μπορεί και όχι. Τώρα δουλεύω ταυτόχρονα ένα μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μία ποιητική συλλογή. Με απασχολούν, τελευταία, ζητήματα όπως η απώλεια, η εγκατάλειψη και η απουσία, οι μικροί καθημερινοί μας θάνατοι δηλαδή, που ίσως και να είναι χειρότεροι από έναν φυσικό θάνατο, που είναι ένα τυχαίο, αδιαπραγμάτευτο γεγονός. Όμως, για το 2016, αν είμαστε καλά, αν υπάρχουμε ως χώρα, έθνος κτλ., θέλω να δώσω προτεραιότητα σε συγκεντρωμένα δοκίμια, μελέτες και βιβλιοκρισίες, που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν (κυρίως στην book press, όπου εδώ και αρκετά χρόνια είμαι τακτικός συνεργάτης) τα τελευταία πέντε χρόνια, έως το τέλος του 2015, που πλησιάζει. Θέλω κατ’ αυτό τον τρόπο να τονώσω και να στηρίξω και το δοκιμιογραφικό και κριτικό μου έργο, που πιστεύω πως έχει κάποια αξία. Υγεία να έχουμε ως τότε…

 

(συνέντευξη που δόθηκε στις 28-10-2015 στο clevernews.gr)

 

 

 

 

Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας μιλά στο typosthes. gr για το νέο του βιβλίο και την σημερινή μας κατάσταση… (3-7-2015)

Εν μέσω μιας δύσκολης κατάστασης για τη χώρα έγινε η συζήτηση με τον Παναγιώτη Γούτα. Μιλήσαμε μαζί με τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα και κριτικό με αφορμή το νέο του βιβλίο Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ο ίδιος αναφερόμενος στη συλλογή διηγημάτων που απαρτίζουν αυτό το συγγραφικό του πόνημα είπε πως διαβάζοντάς το κανείς μπορεί να δει την εξέλιξή του ως διηγηματογράφου. Αναφέρθηκε στους ήρωες των ιστοριών του που είναι γήινοι, συχνά ευάλωτοι και αδύναμοι, όμως και γοητευτικοί. Απαντώντας σε ερώτησή μας για την ελληνική λογοτεχνία είπε πως μπορεί να έχει αυξηθεί ο αριθμός των βιβλίων όμως η ποιότητά τους στο σύνολο έχει πέσει. Τέλος εξέφρασε την ανησυχία του για όλα αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα.

 

-Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το βιβλίο;

 

- Η ιδέα, ή καλύτερα η απόφαση για να τυπώσω το συγκεκριμένο βιβλίο, πάρθηκε πριν από λίγα χρόνια, στην προσπάθειά μου να συγκεντρώσω διηγήματα, που έγραψα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, τα μισά εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας. Τα τριάντα διηγήματα του βιβλίου διαφοροποιούνται από άλλα κείμενα μικρής φόρμας, που έχω παλιότερα εκδώσει, γιατί ακολουθούν τριτοπρόσωπη αφήγηση, έχουν κάποια έκταση που τα διαχωρίζει από αυτό που λέμε «μικρή φόρμα» ή «μικρό πεζό» (κάποια αγγίζουν σε έκταση και τη νουβέλα), υπάρχει πλοκή, ενώ σε πολλά εξ αυτών, πάνω στο βιωματικό έρμα των ιστοριών, επεμβαίνει η δημιουργική φαντασία, απομακρύνοντάς τα από την αυτοβιογραφία, στην οποία ήμουν προσανατολισμένος στα πρώτα μου βιβλία.

 


-Πώς επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα διηγήματα; Και γιατί χωρίστηκαν σε τρεις ενότητες;

 

-Κάποια στιγμή διαπίστωσα πως ο αριθμός αυτού του στιλ διηγημάτων ήταν αρκετά μεγάλος και αναγκάστηκα να κάνω μια επιλογή, σύμφωνα πάντα με τα δικά μου κριτήρια. Έτσι κράτησα τριάντα συνολικά ιστορίες που τις μοίρασα σε τρεις συστάδες (ενότητες), οι τίτλοι των οποίων ενωμένοι μεταξύ τους έδωσαν και τον τελικό τίτλο αυτής της συλλογής-ανθολογίας. ΤΖΑΖ, ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ. Η σειρά των διηγημάτων μέσα στο βιβλίο δεν ακολουθεί αυστηρή χρονολογική σειρά, δείχνει όμως μια συγγραφική πορεία. Έτσι, ένας προσεχτικός αναγνώστης, που παράλληλα παρακολουθεί το έργο μου ή έχει διαβάσει παλιότερα κείμενά μου που σχετίζονται με τη μικρή φόρμα (ακόμα και ένας κριτικός που θέλει να σχολιάσει το συνολικό μου έργο), μπορεί να κάνει διαπιστώσεις και να βγάλει τα συμπεράσματά του, αναφορικά με την εξέλιξή μου ως διηγηματογράφος.

 


-Οι ήρωές σας φέρνουν στο νου ανθρώπους καθημερινούς, που δεν τους έρχονται όλα εύκολα, συναντούν προβλήματα, όμως κάποιες φορές παρά τα εμπόδια συνεχίζουν να έχουν ελπίδα. Πώς πλάθονται από τη στιγμή που τους συλλαμβάνει η σκέψη σας μέχρι να τυπωθούν στο χαρτί; Και πόσο αντλείτε έμπνευση από την πραγματικότητα;

 

-Η διαπίστωσή σας για τους ήρωές μου είναι σωστή. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μου είναι πρόσωπα (άνδρες ή γυναίκες) που ζουν στο μεταίχμιο, στο όριο, στα άκρα μιας ζωής που τους γεμίζει προβλήματα, τους μπλέκει σε ανέλπιστες καταστάσεις, πολλές φορές παραπαίουν, ξεγυμνώνονται ψυχικά, σχεδόν καταρρέουν, πάντα στο τέλος όμως βρίσκουν συχνά τη δύναμη να συνεχίσουν, να κάνουν ένα ανέλπιστο βηματάκι προς τα μπρος και να επιβιώσουν. Επιβίωση όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως δικαίωση. Είναι ένας αφανής κόσμος που με εκφράζει και με εμπνέει, και στο τέλος δικαιώνεται –τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Αν προσέξατε, το τέλος κάποιων διηγημάτων μου μένει ανοιχτό, και ο αναγνώστης το συμπληρώνει ο ίδιος δια της φαντασίας του, όπως συμβαίνει στο διήγημα «Σπασμένη φλέβα». Οι ήρωές μου πλάθονται και ξαναπλάθονται στη διάρκεια της γραφής του διηγήματος, μέχρις ότου να αντιληφθώ πως πήραν σάρκα και υπόσταση και πως είναι αληθοφανείς, δηλαδή είναι ανθρώπινοι χαρακτήρες που θα μπορούσε να τους συναντήσει κάποιος στην καθημερινή του ζωή. Όλοι τους είναι γήινοι, ωστόσο συχνά θα τους βρούμε με αδυναμίες και ευάλωτα στοιχεία του χαρακτήρα, που, νομίζω, τους καθιστούν γοητευτικούς. Ακούνε συχνά τζαζ μουσική, είναι συχνά αλαφροΐσκιωτοι, ευερέθιστοι, κάπως μοναχικοί, συχνά αλλοπαρμένοι. Παρόλα αυτά, υπάρχει σε όλους μια κεντρική συνείδηση που κρύβεται πίσω τους ή μέσα τους, και που δεν είναι άλλη από το ίδιο το πρόσωπο του συγγραφέα, που υποδυόμενος τον ηθοποιό και κρατώντας μια μάσκα κάθε φορά στο πρόσωπό του, κρύβεται, προσπαθώντας να παρασύρει ή να ξεγελάσει τον αναγνώστη, σχετικά με το ποιος τελικά είναι στην πραγματικότητα.

 

 

-Πώς σχολιάζετε τη σημερινή ελληνική λογοτεχνία;

 

-Η σημερινή λογοτεχνία είναι σαφέστατα διαφοροποιημένη από τη λογοτεχνία που γραφόταν πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Επειδή και ως κριτικός παρακολουθώ την εξέλιξή της, διαπιστώνω –αυτό φυσικά είναι κοινή διαπίστωση– πως τυπώνονται σήμερα πολύ περισσότερα βιβλία από ό,τι παλιά. Αυτό είναι και καλό και κακό. Παλαιότερα, στα εκατό βιβλία θα έβγαιναν πέντε εξαιρετικά, ίσως και λίγο περισσότερα. Η σημερινή αναλογία έχει γίνει στα χίλια, δέκα, όχι όμως εξαιρετικά, αλλά ενδιαφέροντα έως πολύ καλά. Αυξήθηκε μεν η παραγωγή, γράφουν πολλοί περισσότεροι από ό,τι παλιά, η ποιότητα όμως νομίζω πως έχει πέσει, παρότι τα ενδιαφέροντα και τα καλά βιβλία είναι περισσότερα από άλλοτε. Υπάρχουν φυσικά νέες φωνές που προσπαθούν να ορθοποδήσουν κυρίως μέσω του διαδικτύου, υπάρχουν φρέσκες ιδέες, όμως αυτή η υπερπροβολή των νέων δημιουργών, όπου εμφανίζεται τόσο συχνά το πρόσωπο του δημιουργού ενώ αγνοούμε συχνά το έργο, που κάποιες φορές είναι αμελητέο ή ανάξιο λόγου, νομίζω πως βλάπτει τα πολύ νέα παιδιά. Φυσικά στην έπαρση και στη βιασύνη της νεότητας, μπορεί κάποιος να αντιπαραβάλει και την απαξίωση ή την υπεροψία των αναγνωρισμένων, ενίοτε γηρασμένων και επαναλαμβανόμενων συγγραφέων, και να εξισορροπήσει έτσι τα πράγματα, βλέποντας η σημερινή συγγραφική και εκδοτική περιπέτεια πιο δίκαια και πιο ολοκληρωμένα.

 


-Το βιβλίο είναι και αυτό θύμα της κρίσης. Στην εποχή που ζούμε πώς μπορεί να αναπτυχθεί περισσότερο η φιλαναγνωσία;

 

-Τις στιγμές που μιλάμε η χώρα μας βασανίζεται από μια αβάσταχτη οικονομική κρίση, που δυστυχώς έφτασε σε ακραίες μορφές, δίχως να ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο. Υπό τις παρούσες συνθήκες η συγγραφή, η λογοτεχνία, η ανάγνωση ενός βιβλίου, που είναι εξαιρετικά σημαντικά πράγματα, φαντάζουν πολυτέλειες και, ίσως, περιττές ενασχολήσεις. Μπορεί η φιλαναγνωσία να είναι όντως σημαντική και θα πρέπει να βρίσκουμε τρόπους για να αναπτυχθεί περισσότερο (π.χ με εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία κτλ.), όμως δεν ξέρω τι νόημα έχει, τώρα, μια τέτοια συζήτηση, όταν η ανεργία μας έχει φτάσει σε απίστευτα ύψη, άνθρωποι εκλιπαρούν για ένα δίευρω σε γωνίες, η ανέχεια οργιάζει, και τα ΑΤΜ δίνουν, πλέον, σε μισθωτούς, υπαλλήλους, καταθέτες εξήντα ευρώ ανά χείρας ως ανώτατο όριο ανάληψης, ημερησίως.

 

(Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ στο typosthes. gr, στις 3-7-2015)

 

 

 

Το τι ακριβώς είναι η γραφή

και γιατί γράφουμε

είναι ένα άλυτο μυστήριο

 

 

Ο Παναγιώτης Γούτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά και παιδαγωγικά. Εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Από το 1990 δημοσιεύει ποίηση, διηγήματα και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ από το 2002, δημοσιεύει τακτικά βιβλιοκρισίες και κριτικά κείμενα. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά «Τραμ», «Παραφυάδα», «Οδός Πανός», «Μπιλιέτο», «Εντευκτήριο», «Ένεκεν», «Πάροδος», «Πόρφυρας», «Παρέμβαση», «diodos 66100», «Jazz & Τζαζ» και το ένθετο «Πανσέληνος» της εφημερίδας «Μακεδονία». Είναι τακτικός συνεργάτης της «Οδού Πανός» και του «Index» και ήταν περιστασιακός συνεργάτης της «Βιβλιοθήκης» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια τη συλλογή αφηγημάτων Τα λάφυρα του Αυγούστου και το 2002 από τις ίδιες εκδόσεις, τα αφηγήματα Το ίδιο έργο της ζωής μου.

 

 

ΕΡ. Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα;

 

ΑΠ. Διηγήματα άρχισα να γράφω περίπου από το 1987, δηλαδή σχεδόν πριν από τριάντα χρόνια. Φυσικά εκείνες οι ιστορίες ήταν πρωτόλεια κείμενα, που ωστόσο έκρυβαν στον πυρήνα τους ιδέες, θέματα και θραύσματα έμπνευσης, που μετουσιώθηκαν αργότερα σε πιο ώριμα και ολοκληρωμένα κείμενα μικρής φόρμας. Το πρώτο μου διήγημα δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παραφυάδα», που ήταν ετήσιο, κυκλοφορούσε την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και την επιμέλεια είχε ο γνωστός πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης. Ο Σφυρίδης ήταν εκείνος που με πρωτοπρόσεξε και δημοσίευσε διήγημα μου σε λογοτεχνικό περιοδικό. Το πρώτο μου δημοσιευμένο διήγημα, που δεν το συμπεριλαμβάνω σε καμία συλλογή μου, λεγόταν «Τα σαΐνια του Λας Βέγκας», και καυτηρίαζε τρόπον τινά τα νέα παιδιά της εποχής που σύχναζαν σε σφαιριστήρια και μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια, και που είχαν έναν ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους. Με το μυθιστόρημα ασχολήθηκα αρκετά χρόνια αργότερα. Το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν η Ρεβάνς, που εκδόθηκε το 2004.

 

 

 

ΕΡ. Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να εμπνέεστε; Μήπως η γραφή είναι ένα ασίγαστο πάθος;

 

ΑΠ. Το τι ακριβώς είναι η γραφή και γιατί γράφουμε είναι ένα άλυτο μυστήριο, και ένα ερώτημα στο οποίο κανένας σοβαρός λογοτέχνης δεν μπορεί να έχει έτοιμη και κατασταλαγμένη απάντηση. Έχω δημοσιεύσει στην ηλεκτρονική εφημερίδα book press και σχετικό δοκίμιο, στο οποίο τονίζω ακριβώς αυτό το πράγμα, το μεταφυσικό της συγγραφικής διεργασίας και το αναπάντητο του ερωτήματος. Βέβαια, ο κάθε συγγραφέας μπορεί να αποδίδει στον όρο γραφή ή συγγραφή ό,τι έννοια ή ορισμό φαντάζεται, αλλά νομίζω πως η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε επ’ ακριβώς γιατί γράφουμε. Επομένως δεν μπορώ να σας πω αν η γραφή είναι «ένα ασίγαστο πάθος», όπως το θέτετε, δίχως όμως και να απορρίπτω αυτήν την εκδοχή ή αυτή την ερμηνεία της. Τώρα αναφορικά με την έμπνευσή μου, αυτή μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή και από οποιαδήποτε αιτία. Με εμπνέει κυρίως ο καθημερινός μου περίγυρος και οι αφανείς άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που γράφουν με τις πράξεις τους κάθε στιγμή την ιστορία του κόσμου – όχι αυτήν που διδάσκω στους μαθητές μου καθημερινά ως δάσκαλος.

 

 

 

ΕΡ. Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, από τις εκδόσεις Κέδρος. Ποιος ήταν ο λόγος που τη γράψατε;

 

ΑΠ. Η συλλογή στην οποία αναφέρεστε αποτελείται από διηγήματα (μικρά ή σε έκταση μικρής νουβέλας) που γράφτηκαν στο διάστημα μιας εικοσιπενταετίας, από το 1989 έως το 2014. Ο λόγος που την έγραψα σκοντάφτει στα περί γραφής και συγγραφής της προηγούμενης ερώτησης, οπότε για να είμαι απολύτως ειλικρινής με τον εαυτό μου με εσάς και με όσους θα διαβάσουν αυτήν τη συνέντευξη, δεν τον γνωρίζω και πολύ καλά. Ξέρω όμως να σας πω γιατί τη δημοσίευσα ως ανθολόγηση διηγημάτων: Για να υπάρχει συγκεντρωμένο ένα διηγηματικό corpus μιας εικοσιπενταετίας, το οποίο ίσως ενδιαφέρει κάποιους μελετητές κυρίως της μικρής φόρμας, για να διαπιστώσει ο υποψιασμένος αναγνώστης την όποια εξέλιξή μου, αλλά και για να προβάλω μια συγγραφική μου πτυχή (το καθαρό διήγημα, όχι αφήγημα, ή μικρό πεζό ή νουβέλα ή μυθιστόρημα), όπου πιστεύω πως τα καταφέρνω αρκετά καλά, ίσως καλύτερα σε σύγκριση με τα άλλα είδη, που ασχολήθηκα στο παρελθόν.

 

 

 

ΕΡ. Όλοι οι ήρωές σας μοιάζουν σαν τα πρόσωπα που ζουν δίπλα μας. Μήπως η εμπειρία βοηθά στο πλάσιμο των χαρακτήρων κατά τη γραφή;

 

ΑΠ. Όλα ξεκινούν από κάποιο μικρό ή πιο μεγάλο σε σημασία βίωμα, που φτάνοντας σε υψηλότερο βαθμό έντασης γίνεται κάποια στιγμή εμπειρία. Αυτό όμως είναι μόνο ένα μέρος των υλικών μου ή των συστατικών που πρέπει να χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας για να γράψει μια στοιχειωδώς πειστική και ολοκληρωμένη ιστορία. Γιατί, παράλληλα με το βίωμα-εμπειρία, απαιτείται και επινόηση και δημιουργική φαντασία, αφού ούτε όλοι μας έχουμε στη ζωή συνταρακτικά βιώματα που μετουσιώνονται σε τέχνη αλλά και ούτε γράφουμε απλώς για να αυτοβιογραφηθούμε. Επομένως βίωμα, επινόηση, φαντασιώσεις, όνειρα και διαβάσματα έργων τρίτων που χωνεύτηκαν δημιουργικά μέσα μου, αποτελούν τα συστατικά της συγγραφικής μου κουζίνας.

 

 

 

ΕΡ. Η οικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης;

 

ΑΠ. Οπωσδήποτε επηρεάστηκε το αναγνωστικό κοινό, και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Με την οικονομική κρίση που μας μαστίζει και που στον ορίζοντα δεν υπάρχουν ακόμη ορατά σημάδια κάποιας ανάκαμψης ή κάποιου τέλους αυτής της ανασφάλειας και της δοκιμασίας που όχι μόνο ατομικά αλλά και ως έθνος μάς έχει καταβάλει, τίποτα δεν προχωράει όπως θα έπρεπε και στα λογοτεχνικά. Όλοι δοκιμάζονται σε τέτοιες συνθήκες: συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες, αναγνωστικό κοινό. Ο μέσος αναγνώστης, μοιραία, για να τα φέρει βόλτα με τις καθημερινές του ανάγκες θα κόψει, θα περιορίσει την ανάγνωση βιβλίων, γιατί ο άνθρωπος χωρίς λογοτεχνία μπορεί να ζήσει, χωρίς πρώτα είδη ανάγκης όμως όχι. Βέβαια, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό φανατικών αναγνωστών που, παρά τις δυσκολίες, θα συνεχίσουν να αποζητούν αναγνωστική απόλαυση μέσω των βιβλίων, ακούω και διαπιστώνω όμως πως και αυτοί έχουν περιορίσει αρκετά την αγορά βιβλίων από βιβλιοπωλεία. Σε μια γενικευμένη και χρονικά απλωμένη οικονομική κρίση όλα ζημιώνονται και επιβαρύνονται. Και αυτές τις μεγαλοστομίες, που μάλλον εκ του πονηρού διατυπώνονται παρά, ας πούμε, από ρομαντισμό, πως σε περίοδο κρίσης θριαμβεύει η τέχνη, η συγγραφή και η έμπνευση, ή πως η τέχνη θα αλλάξει τα πράγματα και θα καλυτερέψει τον άνθρωπο, συγχωρήστε μου το ύφος, αλλά τις κρίνω ανόητες και παιδαριώδεις.

 

 

 

ΕΡ. Είναι η γραφή μια μορφή τέχνης που θα μπορέσει να δημιουργήσει πυρήνες αντίστασης για να ξυπνήσει ο αναγνώστης και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με άλλη ματιά;

 

ΑΠ. Κάποιοι το πιστεύουν ακράδαντα, θαυμάζω αυτήν τους την πίστη και την πεποίθησή τους, αλλά δεν την ενστερνίζομαι πλήρως. Η τέχνη δεν γίνεται για αντίσταση ή για κάποια μορφή επανάστασης ή για να αλλάξει κάτι στον κόσμο –πιστεύω πως αυταπατόμαστε αν πιστεύουμε τέτοια πράγματα, ξέχωρα που έτσι της προσδίδουμε μια ψυχαναγκαστική διάσταση εκ μέρους του γράφοντα. Η τέχνη, και εν προκειμένω η γραφή, δεν κάνει καλύτερους τους ανθρώπους – αν συνέβαινε αυτό θα γινόταν από την εποχή του Ομήρου. Η γραφή το μόνο που μπορεί ίσως να κάνει είναι να απαλύνει στιγμιαία κάποια δυσάρεστα συναισθήματα που μας κατακλύζουν, ίσως κάνει τον δημιουργό κάπως ωριμότερο και πιο ανθρώπινο –αν δεν τον κάνει ματαιόδοξο και υπερφίαλο– και αυτούς τους λίγους ή τους πολλούς που θα τον διαβάσουν, απλώς θα τους δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψουν μια άλλη οπτική της ζωής τους, δίχως απαραίτητα να δώσει και λύσεις στα προβλήματά τους.

 

 

 

ΕΡ. Μένετε στην Θεσσαλονίκη. Νομίζετε ότι το έργο των συγγραφέων που μένουν στην περιφέρεια δεν έχει ευρύτερη προβολή και αποδοχή από ό,τι αν έμεναν στην Αθήνα;

 

ΑΠ. Αυτό είναι αλήθεια. Ο λογοτέχνης της περιφέρειας σαφώς δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες στο να αναδειχθεί το έργο του, όσο αν ζούσε στην Αθήνα. Βέβαια, σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου μπορεί ο οποιοσδήποτε καλός, μέτριος ή κακός συγγραφέας να προβληθεί, να αυτοπροβληθεί ή να δείξει το πρόσωπό του – συνήθως με τους νέους δημιουργούς το πρόσωπο πάντα προηγείται του έργου τους. Πάντως ο συγγραφέας της περιφέρειας δεν μπορεί να διακατέχεται συνεχώς από αυτήν την έμμονη σκέψη της αδικίας, γιατί και το έργο του θα υποτιμήσει, και ψυχολογικά θα πέσει και, αποδεχόμενος εξ ολοκλήρου αυτήν την άποψη θα υπερτιμήσει και το έργο κάποιων μετριοτήτων της πρωτεύουσας που, λόγω γεωγραφικής θέσης ή εύκολης πρόσβασης σε εκδότες κτλ., είχαν την τύχη να αναρριχηθούν ευκολότερα στη συγγραφική επετηρίδα της χώρας. Από την άλλη υπάρχουν δύο ακόμη παράμετροι σ’ αυτό το ζήτημα που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Πρώτον: Η Θεσσαλονίκη δεν είναι περιφέρεια αλλά έχει πλούσια λογοτεχνική παράδοση και σύγχρονες συγγραφικές δυνάμεις, ίσως σημαντικότερες της πρωτεύουσας. Δεύτερον: Όπως και να έχουν τα πράγματα, ένα ισχυρό λογοτεχνικό ταλέντο, και στους Παξούς να ζει και στο Καστελόριζο, κάποια στιγμή θα δικαιωθεί.

 

 

 

ΕΡ. Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα και ποιήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς και να ακουστούν νέες ιδέες;

 

ΑΠ. Αυτό που περιγράφετε, και που είναι γεγονός, είναι και καλό και κακό. Από τη μια τυπώνεται πολύς ανούσιος χαρτοπολτός που παραπλανεί και μπερδεύει τον αναγνώστη (ιδίως όταν αυτό γίνεται μέσα από μια ακριβοπληρωμένη και φανταχτερή έκδοση). Από την άλλη όμως, στατιστικά, περισσότερα τυπωμένα βιβλία σημαίνουν, αναλογικά, και περισσότερα καλά βιβλία, έστω αν αυτά είναι περίπου το πέντε τοις εκατό των τυπωμένων. Περισσότερη σαβούρα λοιπόν, αλλά και περισσότερα σε αριθμό καλά βιβλία. Τώρα, στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης: Νέοι συγγραφείς (είτε ηλικιακά είτε ακολουθώντας νεωτερικά λογοτεχνικά ρεύματα) δεν σημαίνει απαραίτητα και νέες ή φρέσκες ιδέες. Η ηλικία και το λογοτεχνικό ρεύμα που ακολουθείς δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με το νέο, το ανατρεπτικό, το ερεθιστικό και το καινούριο. Υπάρχουν υπερήλικες ποιητές ή πεζογράφοι στη χώρα που γράφουν πολύ πιο φρέσκα και πρωτοποριακά από ένα εικοσάρη ή έναν εικοσιπεντάρη.

 

 

 

ΕΡ. Πέρα από τη συγγραφή, με τι άλλο ασχολείστε, τον ελεύθερο χρόνο σας;

 

ΑΠ. Διαβάζω πολύ (Τύπο, βιβλία, κριτικές κτλ.), παρακολουθώ όσο μπορώ ποδόσφαιρο (φίλαθλος του καναπέ, εδώ και κάποιες δεκαετίες), ακούω μουσική, βλέπω αρκετό κινηματογράφο, ελάχιστη έως καθόλου τηλεόραση, και περνάω αρκετές ώρες με την οικογένειά μου και λίγους φίλους. Εξυπακούεται πως αυτά γίνονται από το μεσημέρι και μετά, γιατί τα πρωινά διδάσκω σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολείο της Θεσσαλονίκης.

 

 

 

ΕΡ. Είστε από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για το μέλλον;

 

ΑΠ. Φυσικά και ονειρεύομαι και κάνω σχέδια για το μέλλον, όπως όλοι οι άνθρωποι που νιώθουν και αισθάνονται ζωντανοί. Μόνο οι πεθαμένοι και οι θανατοποινίτες δεν κάνουν όνειρα ή σχέδια – ίσως και οι δεύτεροι να ελπίζουν, ας πούμε σε μια απάλειψη της ποινής τους. Απλώς, από μια ηλικία και μετά, τα όνειρα και τα σχέδια στον άνθρωπο γίνονται όλο και πιο ρεαλιστικά, απτά και προσγειωμένα, κι έτσι πρέπει να γίνεται με τους ανθρώπους, για να μην απογοητεύονται και, το χειρότερο, για να μην γελοιοποιούνται.

 

 

 

ΕΡ. Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;

 

ΑΠ. Ασχολούμαι με πολύ μέτρο. Προσπαθώ να χρησιμοποιώ το διαδίκτυο και όχι εκείνο να με χρησιμοποιεί. Έχω φυσικά ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, δεν έχω όμως twitter ή facebook, γιατί κατά κάποιο τρόπο νομίζω πως η υπέρμετρη και άσκοπη χρήση τους δεν συμβαδίζουν με την πνευματικότητα που πρέπει να επιζητεί ένας συγγραφέας αλλά και ένα σοβαρός γενικά άνθρωπος. Βέβαια, επ΄ αυτών υπάρχουν αντιρρήσεις από πολλούς «χρήστες», τις ακούω, τις κατανοώ αλλά δεν με πείθει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας. Τα ηλεκτρονικά περιοδικά τα εκτιμώ πολύ και τα διαβάζω. Άλλωστε εδώ και χρόνια είμαι συνεργάτης σε ένα από αυτά, στην book press, που διευθύνει ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας, που πολύ εκτιμώ, ο συντοπίτης σας Κώστας Κατσουλάρης. Στην book press βρήκα κατάλυμα και για τις βιβλιοκρισίες μου, κι έτσι γλίτωσα από το βάσανο των «παρακλήσεων» και των «δεήσεων» σε εκδότες λογοτεχνικών εντύπων, για να μου δημοσιεύσουν κάποια κριτική μου.

 

 

 

ΕΡ. Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;

 

ΑΠ. Τους χαιρετισμούς μου, την αγάπη μου, τη φιλία μου και τη σύσταση, στην επιλογή των βιβλίων που σκοπεύουν να διαβάσουν, να μην θαμπώνονται από το εξώφυλλο, τον όγκο των σελίδων ή το βαρύγδουπο όνομα του συγγραφέα, αλλά να ακούν το ένστικτό τους και μια βαθύτερη φωνή που τυχόν θα τους υποδεικνύει, έστω και δειλά κάποιες φορές, με τι είδους βιβλία θα πρέπει να ασχοληθούν.

 

[Συνέντευξη του Παναγιώτη Γούτα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη (6-4-2016), για την εφημ. ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ]

 

 



 

 

 

 

  

 

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΣΑΝ ΗΜΟΥΝΑ…

 

(2013)

 


 

 

 

 

 

 

Επιλογή πέντε μικρών πεζών του βιβλίου

 

 

 

 

 

–Θέλω την κασετίνα μου! Θέλω την κασετίνα μου! επαναλαμβάνει μονότονα ο Γιάννης – ο καινούριος του τμήματος, με σύνδρομο Άσπεργκερ.

–Θέλω να βρεις την κασετίνα μου!

Ξέρω πού βρίσκεται. Του την έκρυψε πάλι ο Γιώργος, το ζιζάνιο με την ουλή στο μέτωπο, για να σπάσει πλάκα.

 –Θέλω την κασετίνα μου! επιμένει ο Γιάννης σπαραχτικά.

–Δος του την πίσω και μην το ξανακάνεις! μαλώνω το πειραχτήρι, κι εκείνος αναγκάζεται να του την επιστρέψει.

Ο Γιάννης φωτίζεται, σκουπίζει μύξες και κλάματα, ανοίγει την κασετίνα του και κάνει το ίδιο ακριβώς πράγμα που ένα εξάμηνο, κάθε πρωί, κάνει στην τάξη ασταμάτητα: Μετράει μία-μία τις μπογιές του.

 

 

Τρεις ζουζούνες τής πρώτης –τρελολουκουμάκια τις φωνάζω– με πλησιάζουν στην έδρα. Η μία καμώνεται πως με ζωγραφίζει. Φτιάχνει με μολύβι έναν πεπλατυσμένο κύκλο, με δύο βουλίτσες μάτια, γεμάτο με μαύρα στίγματα.

–Τι είναι αυτά; τη ρωτάω.

–Τα γένια σου! απαντάει.

Η δεύτερη χαχανίζει ασταμάτητα.

Η τρίτη, πάλι, με ρωτάει:

–Γιατί φοράς αυτό το δαχτυλίδι;

–Γιατί…, της εξηγώ, …έτσι και το βγάλω, θα μεταμορφωθώ σε πριγκιποπούλα και θα ’ρθει το βασιλόπουλο να με παντρευτεί!

   Τώρα γελάνε και οι τρεις τους, τραβώντας επίμονα το δάχτυλό μου, να μου βγάλουνε το δαχτυλίδι. Κι εγώ σκέφτομαι: «Τι κρίμα που αυτά τα κοριτσάκια κάποτε θα γεράσουν και ύστερα θα πεθάνουν! Τι κρίμα και άδικο, Θεέ μου!»

   Και δος του να πασχίζω απεγνωσμένα, γράφοντας τούτες τις αδέξιες γραμμές, να τα χωρέσω στην αιωνιότητα.

 

 

–Θα καγεί του πελικούδ’! όλο φωνάζει, στα διαλείμματα, ο Γιορντάνης, το γυφτάκι, και καμώνεται πως ρίχνει ζεϊμπεκιά στον τσιμεντένιο αυλόγυρο.

–Θα καγεί του πελικούδ’! και τα αστόπαιδα του Σχολείου γελάνε με τα καμώματα και τις παλαβομάρες του, επαναλαμβάνοντας ειρωνικά την ατάκα.

Όταν είμαι υπηρεσία στην αυλή τον τρώω με τα μάτια μου. Ρουφώ μικρές πρέζες από το κέφι του. «Θα καγεί του πελικούδ’!» λέω από μέσα μου, και αλλάζει, στη στιγμή, η διάθεσή μου

 

 

Στην αρχή τον απασχόλησε η συνταξιοδότηση. Οι συνθήκες εργασίας, χρόνο με τον χρόνο, δυσκόλευαν. Το εφάπαξ, κουτσουρεμένο όσο ποτέ, και η κρίση που συνεχιζόταν αμείωτη, καμία σιγουριά δεν του ενέπνεαν για το μέλλον. Χώρια οι διαθεσιμότητες, η υπαλληλική κινητικότητα, οι υποχρεωτικές μετατάξεις και οι απολύσεις. Οι συνάδελφοι γελούσαν με την αναποφασιστικότητά του.

–Ε, ρε, και να ’μασταν στη θέση σου, ούτε εργατοώρα παραπάνω θα θυσιάζαμε στους αλήτες!

Όμως εκείνος έμεινε, παρ’ όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις. Συνέχισε τη διδασκαλία ως τα εξήντα εφτά του. Δε ήταν τόσο η συνήθεια, η γλύκα της αίθουσας και το σταθερό μηνιάτικο, όσο εκείνο το ακάλυπτο πέρασμα στην αυλή του Σχολείου, από τα χαλασμένα κάγκελα. Σαν τον Χόλντεν Κόλφιλντ, τον ήρωα του Σάλιντζερ, που σ’ ένα δάσος από σίκαλη φυλούσε τα παιδιά μην πλησιάσουν στην άκρη του και γκρεμοτσακιστούν, έτσι κι εκείνος. Έφραζε με το τεράστιο σώμα του, σε κάθε διάλειμμα, την τρύπα. Εμπόδιζε τα άμυαλα πιτσιρίκια να περάσουν από κει, προστατεύοντάς τα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, από κάθε πιθανό ατύχημα.

 

 

Όσο κι αν αυξάνονται και πληθύνονται οι Ελοχίμ, όσο κι αν οριοθετούν καταστάσεις, όσο κι αν αμαρτάνουν και εγκληματούν και εκπίπτουν του Παραδείσου, τα Χερουβείμ μένουν εκεί, υπέρμαχοι της αιώνιας αγνότητας, θεματοφύλακες της αθωότητας και της αγάπης, που δεν εκπίπτει ποτέ και πουθενά. Η πορεία, βέβαια, είναι σταθερά μη αναστρέψιμη. Τα πρωτάκια θα μεγαλώσουν, θα υποψιαστούν, θα πονηρέψουν. Θα γίνουν κι αυτά Ελοχίμ. Αλλά το παιχνίδι δεν χάθηκε εντελώς. Ή, τουλάχιστον, η ελπίδα θα εξακολουθεί να υπάρχει, έστω ως ουτοπία. Καινούρια Χερουβείμ θα φτερουγίζουν στις αυλές των σχολείων, καινούρια πρωτάκια θα σαρώνουν τον κόσμο των μεγάλων με την αγνότητά τους, καινούριοι επίγειοι άγγελοι θα μας γλυκαίνουν με την ολόφωτη παρουσία τους. Κι εγώ, ένας Ελοχίμ που οδεύει σταθερά και αμετάκλητα προς τον χαμό του, νιώθω ευτυχής που αξιώθηκα κάποιες στιγμές άφατης γλύκας και τρυφερότητας, ψηλαφώντας, έστω για λίγο, τα φτερά αυτών των επίγειων αγγέλων.

 

 

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΣΑΝ ΗΜΟΥΝΑ…

 

 

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ

 

 

 

«Τα μικρά παιδιά μπερδεύουν τη λέξη “εκτίμηση”, καταλαβαίνουν θαυμάσια όμως τη λέξη “αγάπη”», γράφει στην όμορφη και τόσο εύστοχη αφιέρωση του βιβλίου, που μου χάρισε ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Παναγιώτης Γούτας για το βιβλίο του με τα μικρά πεζά υπό τον τίτλο Μικρό παιδί σαν ήμουνα…, ένα κομψό, καλαίσθητο τομίδιο από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, που εκδόθηκε το 2013.

Κάθε φορά που ξεχνάμε το πόσο μαγική θα μπορούσε να γίνει η πραγματικότητά μας με μέσα απλά και ταπεινά, έρχονται πάντα να μας το υπενθυμίσουν τα παιδιά με την καθαρή κι ανυπόκριτη ματιά τους, με τον γνήσιο ενθουσιασμό και τη θαυμαστή τους παρόρμηση, κυρίως με την πλούσια και αχαλίνωτη, όχι μόνο φαντασία τους, αλλά κυρίως την πλούσια και αχαλίνωτη ειλικρίνειά τους. Τα παιδιά που ξέρουν να διαβάζουν τους οιωνούς και να παίρνουν τη φαντασία στα σοβαρά, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που κάνουν οι μεγάλοι που παίρνουν στα σοβαρά τη ζωή και συχνά που μοιραία συχνά παίρνουν λανθασμένα στα σοβαρά τον ίδιο τους τον εαυτό.

Το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα με τα μικρά πεζά, τις λιλιπούτειες αλλά δυναμικές αφηγήσεις, πετυχαίνει να βγάλει στο φως τα παιδιά που ήμασταν κάποτε, αυτά που έμειναν είτε χαμένα είτε κρυμμένα κάπου βαθιά μέσα μας. Μας κάνει να ψάξουμε να βρούμε τα μικρά παιδιά που ήμασταν κάποτε σ’ ένα χρυσό κεφάλαιο της ζωής ανεπίστρεπτο και καθολικά χαμένο. Μας κάνει να θυμηθούμε όλα εκείνα τα παιδιά που ζούνε μακάρια μέσα στα παραμύθια τους, χωρίς την ανάγκη να φτιάξουν νέους κόσμους και παράλληλες πραγματικότητες για να κατοικήσουν.

Ένα παιδί ζει μέσα στο παραμύθι που η φαντασία του συλλαμβάνει και είναι σαν να κινείται στο τετράδιο με τις ιχνογραφίες του, γιατί είναι από μόνο του ο καλλιτέχνης ο πιο αυθόρμητος κι ο πιο αληθινός που ζωντανεύει ανάγλυφα μέσα στην παραμυθητική ζωγραφιά του ό,τι αντιπροσωπεύει τον μυθικό και συνάμα ιερό του χώρο. Δεν είναι οι ενήλικες που μυούν τα παιδιά στα παραμύθια, αλλά είναι τα παιδιά που μυούν τους ενήλικες, σε μια θαυμάσια αντιστροφή, στο μεταφυσικό επεισόδιο που στην ανάγνωση ενός παραμυθιού τόσο συχνά συμβαίνει. Σ’ ένα απόσπασμα του βιβλίου απομόνωσα τη συγκινητική εξομολόγηση του συγγραφέα που γράφει σχετικά: «Ναι, τώρα μπορώ κι εγώ να πιστέψω στην Χιονάτη και στον Πήτερ Παν, […] Σ’ όλα τα παραμύθια του ντουνιά, που τους διαβάζω κάθε πρωί. Εγώ, ο δύσπιστος, ο είρων, ο κυνικός, ο που πατά γερά, με τα δύο πόδια, στη γη, ανακαλύπτω ξανά χαμένους θησαυρούς, κρυμμένους μέσα στα πρόσωπα δεκάδων πιτσιρίκων, που εξακολουθούν να πιστεύουν, βαθιά κι ακλόνητα, στο θαύμα των επτά και είκοσι» (σ. 12).

Τα παιδιά είναι αυτά τα χαριτωμένα σφουγγαράκια με αίμα, σάρκα και οστά, που απορροφούν αχόρταγα κάθε ίχνος αγάπης που τους δίνεις κι όσο τους δίνεις άλλο τόσο θα σου ζητάνε, γιατί αυτό είναι το υλικό τους. Τα παιδιά είναι φτιαγμένα και ζυμωμένα με αγάπη και με αγάπη έχουν την ανάγκη να τρέφονται και να πλάθονται, γιατί μπορεί να έρχονται από πολλές και διαφορετικές πατρίδες από τα τέσσερα σημεία της γης, αλλά η αληθινή πατρίδα τους είναι ένας και μόνον τόπος γι’ αυτά κοινός – πατρίδα τους είναι η Αγάπη.

Όλες αυτές οι περιεκτικές σε εμπειρίες ιστορίες του συγγραφέα, που έχει αλιεύσει επιτυχώς από την επαγγελματική ιδιότητά του, αυτή του δασκάλου, με τα λιτά κι απέριττα εκφραστικά τους μέσα, ξεδιπλώνουν βαθύτερες, έμμεσες διαπιστώσεις πως τα παιδιά είναι οι πιο αυθεντικοί ποιητές της ζωής, αυτοί που συλλαμβάνουν κάθε τι αόρατο και το κάνουν απτό.

Ο συγγραφέας με εκφραστική απλότητα και χωρίς ίχνος φλυαρίας, ανακαλεί από τη μνήμη στο χαρτί χαρακτηριστικά σχολικά περιστατικά, σπονδυλωτές ιστορίες που συνέβησαν με τις μικρές μαθήτριες και τους μικρούς μαθητές του, κάποια χιουμοριστικά, κάποια συγκινητικά και στην πλειοψηφία τους λεπταίσθητα κι ανθρώπινα, εξιστορώντας ένα ετερόκλητο πολυφωνικό μικροσύμπαν από πιτσιρίκια, με πρόσωπα φερμένα από πολλές πατρίδες, με τους χαρακτήρες που είναι σαν να μιλούν. Διαβάζοντας για τις συμπεριφορές, εκφράσεις και αντιδράσεις των μικρών πρωταγωνιστών, γίνονται τόσο οικεία όλα αυτά που είναι σαν να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια σου και να τους ακούς και να τους βλέπεις, νιώθοντας ότι δική τους η χαρά, το γέλιο, το όνειρο, η θλίψη, ή η μοναξιά είναι η χαρά, το γέλιο, η θλίψη και η μοναξιά η δική σου.

«Τελικώς η συντέλεια του κόσμου αποφεύχθηκε. Το τέλος της Γης δεν έφτασε ποτέ. Όλες οι προφητείες των σοφών αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά. Το κακό αναχαιτίστηκε. Και η ζωή συνεχίζεται. Την περιφρουρούν σθεναρά οι άγγελοι αυτού του κόσμου. Όχι εκείνοι, του ουρανίου θόλου και της θρησκείας, αλλά οι άλλοι, οι επίγειοι. Τα μικρά παιδιά, που ακόμα γελούν και ελπίζουν». (σ. 28), γράφει γλαφυρά ο Παναγιώτης Γούτας.

Ο εσωτερικός θρήνος του ενήλικα για την απώλεια της παιδικής ανασφάλειας και αθωότητας, και η ανάγκη επαναφοράς της –όταν για παράδειγμα αυτή γίνεται επιτρεπτή μέσω ενός καλλιτεχνικού έργου –φαντάζει σαν μια διεργασία καταπραϋντική για τα βάσανα της ζωής και συνάμα αφάνταστα λυτρωτική κι οι σχετικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη έρχονται να κουμπώσουν άριστα στη διαπίστωση αυτή: «Είμαστε αιχμάλωτοι μιας αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια / και ζήσαμε το απέραντο σε μικρές σκοτεινές κάμαρες και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας / Τι λες; δεν κάνουμε μια παρτίδα ακόμα; / Ο κόσμος είναι μια περίπτωση εντελώς προσωπική. / Ο κόσμος μόνον όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»1

Κι αυτό που θα ευχόταν κανείς είναι να μπορούσαμε, έστω για λίγο, να παραλύσουμε τη λογική, να την απαλλάξουμε από την αυταρχική της δεσποτεία και να χαλαρώσουμε, εισπνέοντας λίγη από την ποίηση του κόσμου και της ζωής, που περιβάλλει με τη φωτεινή της αύρα τα παιδιά, και ναι, είναι τυχερός ο δάσκαλος-συγγραφέας και ο συγγραφέας-δάσκαλος Παναγιώτης Γούτας, που μοιράζεται τον κόσμο του με τα παιδιά.

Τίποτα πιο αληθινό και ανυπόκριτα αντιπροσωπευτικό για να περιγράψει κανείς τα παιδιά, τα μεγάλα αυτά θαύματα που κατοικούν στα μικρά σώματα με τα ολοκάθαρα ξάστερα πρόσωπα, από τους θαυμάσιους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Τα πρόσωπα των παιδιών είναι πατρίδες / φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης / για ένα διάλογο αγάπης. Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος / και τα χέρια που παίζουνε. Βλέπετε αυτά τα παιδιά / που τα μάτια τους είναι γεμάτα ουρανό / και αθωότητα;»2.

 

____________________________________________

 

1. Τάσος Λειβαδίτης, «Η τελευταία παρτίδα», Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1990

2. Νικηφόρος Βρεττάκος, «Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα Ποιήματα (τόμος δεύτερος), Αθήνα: εκδ. Τα τρία Φύλλα, 1981, σσ. 280-281.

 

(Έλσα Κορνέτη, σσ. 111-114 από τον αφιερωματικό τόμο Ο εγγύς των πραγμάτων Παναγιώτης Γούτας, συντονισμός-επιμέλεια Γιώργος Δελιόπουλος, εκδ. Ρώμη, 2022)

 

 

 

 

ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ

 

 

Μυθιστορήματα, αφηγήματα και μια ποιητική συλλογή απαρτίζουν το λογοτεχνικό έργο του Παναγιώτη Γούτα. Με το καινούργιο βιβλίο του, Μικρό παιδί σαν ήμουνα, δίνει δείγμα γραφής και σε μικρά πεζά. Η έκτασή τους είναι περίπου 15 σειρές κατά μέσο όρο, το μεγαλύτερο φτάνει τις 39 και το μικρότερο τις 4 σειρές.

Δεν είναι καθόλου εύκολο είδος το μικρό πεζό, αν το περιεχόμενο στερείται βαθιάς, δυνατής ουσίας· το κείμενο δεν στέκεται με τίποτα, καταρρέει, αυτόματα ακυρώνεται. Όμως παράλληλα η κάθε λέξη πρέπει να υπολογίζεται εξονυχιστικά, ο λόγος πρέπει να είναι αριστοτεχνικά συμπυκνωμένος. Η αφαίρεση και η απόλυτη οικονομία στην έκφραση είναι προαπαιτούμενο – όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση.

Ο συγγραφέας, με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, μας βάζει στα «άδυτα» της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου συμβαίνουν πράγματα και θαύματα, καθώς εξασκεί το λειτούργημα του δασκάλου σε δημόσιο δημοτικό σχολείο – σε περιοχή εργατών και υπαλλήλων. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η γνήσια, ατόφια τρυφερότητα και αγάπη του δασκάλου προς τους μαθητές του και το αντίστροφο. «Εσύ πάντα στο κέντρο, και πλάι σου πρωτάκια που τιτιβίζουν ασταμάτητα. Νιώθεις κάπως σαν μικρός θεός. Ένας Χριστός που ξαναζεί τα γήινα. Ή, το λιγότερο, σαν ένας άνθρωπος, που ξέχασε προσωρινά μιαν αγάπη που δεν γύρισε ή μια ζωή που πήγε χαράμι», είναι μία από τις πολλές και διάσπαρτες στο βιβλίο περιγραφές που δείχνουν καίρια την ενθουσιώδη, αφοπλιστική και αμοιβαία αγάπη του δάσκαλου-αφηγητή με τα παιδιά της τάξης του. Είναι εξόχως ενδεικτικά και τα επίθετα ή ουσιαστικά με τα οποία περιγράφει τους μαθητές του: «γουστόζικο διαβολάκι», «άγγελος εξ ουρανού», «τρελολουκουμάκια», «ιδρωμένη μελισσούλα», «Xερουβείμ», «ακριβοί μου επισκέπτες», «αναστάσιμες καμπανούλες οι φωνές τους», «θεματοφύλακες αθωότητας», «υπέρμαχοι της αιώνιας αγνότητας».

«Θεός» ο αφηγητής για τους μαθητές του, που τρέχουν γύρω από την έδρα του «σαν τρελά ηλεκτρόνια», όμως ένας θεός πρόσχαρος και δοτικός μέσα από τις ίδιες του τις πράξεις. Σε αντίθεση με το πρότυπο του αυταρχικού δασκάλου της δικής του εποχής, που κτυπούσε με τη βίτσα αδίστακτα ως αμείλικτος εξουσιαστής, δεν θεωρεί καθόλου ταπεινωτικό κάθε πρωί να καθαρίζει την αυλή από πεταμένα μπουκάλια και χαρτιά νυκτερινών επιδρομέων, να μαζεύει τα προφυλακτικά, να διώχνει τα αδέσποτα σκυλιά που βρήκαν κατάλυμα τρυπώνοντας από τη χαλασμένη περίφραξη. Επίσης, ξεχνώντας το αυχενικό με τη ζάλη που τον παραλύει, με χαρά θα σκύψει να δέσει τα κορδόνια σε ένα πρωτάκι, με ενθουσιασμό θα σκαρφαλώσει στη σκάλα για να στολίσει την τάξη κάθε Χριστούγεννα, με όση δεξιοτεχνία του απέμεινε με κέφι θα παίξει μαζί με τα παιδιά ποδόσφαιρο. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, με χάρη, διεισδυτική παρατηρητικότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμό ο συγγραφέας μάς μεταδίδει την ευδαιμονία που αισθάνεται παίρνοντας ικμάδα, δροσιά και ζωντάνια από τους μαθητές του.

Αν η λογοτεχνία είναι ένα κτύπημα με τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, σύμφωνα με τον Κάφκα, στο βιβλίο του Π. Γούτα πολλές παγωμένες θάλασσες ραγίζουν και σπάνε. Ο συγγραφέας με ευαισθησία και πόνο καρδιάς εξιστορεί τις περιπτώσεις παραβατικών παιδιών, που σαν ανήμερα θηρία ξεσπούν με βρισιές, φτυσίματα, ξύλο, εκβιασμούς και απρέπειες στους συμμαθητές τους. Η παραβατικότητά τους οφείλεται σε αρρωστημένο και άκρως βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, που στιγμάτισε για πάντα τον χαρακτήρα τους. Καμία προσπάθεια από το σχολείο δεν θα μπορέσει να τους απαλλάξει «από τον αβάσταχτο σταυρό της σκοτεινής και ταραγμένης τους ψυχής». Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και μια άλλη ομάδα, είναι τα «γυφτάκια» που μένουν βυθισμένα στον δικό τους κόσμο. Σκορπάνε κέφι με τα καμώματά τους, καθώς και με την εκπληκτική δεξιοτεχνία τους στο ποδόσφαιρο – εντελώς ξεκομμένα από τα μαθήματα, πόσο μάλλον που το μισό χρόνο περιοδεύουν με τους γονείς τους σε εποχιακές δουλειές ανά την επικράτεια. Με κραδασμούς ψυχής που πιάνουν και τις πιο λεπτές αποχρώσεις, ο αφηγητής δίνει βαθυστόχαστες περιγραφές για τα πληγωμένα αισθήματα, τις αντιδράσεις και «την αδιόρατη ουλή, που δεν λέει να κλείσει» για παιδιά μεταναστών, χωρισμένων γονιών ή και ανυπάκουων παιδιών που οι αδιάφοροι γονείς τους τα τρέχουν στους ψυχίατρους.

 


Μικροί αναγνώστες και «μεγαλοκαρχαρίες»

 

Άμεσα κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας οι επισημάνσεις για τις τάσεις και προτιμήσεις των παιδιών. Σαγηνεύονται από θρίλερ, περιπέτειες του Χάρι Πότερ, τους εξωγήινους, τα κόμικς και την επιστημονική φαντασία. Η «καλή» λογοτεχνία που τους βομβαρδίζει για ειρήνη και ισότητα τους ξενερώνει, και «κλωτσάνε». Όμως κι εμείς οι μεγάλοι, συμπληρώνει ο αφηγητής, λύσαμε τα ζητήματα της ειρήνης, της ισότητας, της φιλίας, της αγάπης; Μήπως κι εμείς οι μεγάλοι δεν τα «θαλασσώνουμε» και δεν τα περιπλέκουμε χωρίς να δίνουμε λύσεις, γι’ αυτό και «τα παιδιά αντιδρούν με σοφία».

Η αιχμηρή γραφή του συγγραφέα «χτυπάει» αλύπητα το σαθρό καθεστώς της δημόσιας εκπαίδευσης με τις τόσες χαίνουσες πληγές επί δεκαετίες, που η οικονομική χρεοκοπία ενέτεινε ακόμη περισσότερο. Τα άθλια κτήρια με τις προβληματικές κατασκευές, την ελλιπή θέρμανση, την απουσία νυχτερινών φυλάκων, τις απλήρωτες καθαρίστριες και σχολικούς τροχονόμους, τις φημολογούμενες μίζες «μεγαλοκαρχαριών» σε διάφορα προγράμματα. Και αυτά τα «σφυροκοπήματα» τα εντάσσει στη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει η κοινωνία μας. Μια κοινωνία ρεμούλας, αναξιοκρατίας, άθλιας συναλλαγής και παρανομίας. Ενδεικτικά γράφει στη σελ.25: «Διάβαζε να γίνεις δάσκαλος, αλλιώς θα πουλάς τυρόπιτες στο κυλικείο της Ακαδημίας», μου έλεγε η θεία μου, «πού να φανταζόταν ότι το κυλικείο θα γινόταν κοφτήριο, ο κυλικειάρχης θα κυκλοφορούσε με BMW, ενώ ο δάσκαλος θα φυτοζωούσε με τρεις κι εξήντα».

Μέσα σε μια κοινωνία παρακμής, όπου οργιάζει η έλλειψη αξιών, ο αφηγητής βρίσκει απάγκιο γράφοντας ποίηση, οι στίχοι τού δίνουν διέξοδο να καταγράψει όχι μόνο τις ανησυχίες και τους φόβους του ζώντας σε ένα εχθρικό και βίαιο κόσμο, αλλά και τα ψιχία αγνότητας και ομορφιάς που με ανείπωτη χαρά περισυλλέγει. Εκ παραλλήλου πηγή ποίησης γι’ αυτόν είναι και τα «Xερουβείμ», που φτερουγίζουν στις αυλές του σχολείου, καθώς «καινούργια πρωτάκια θα σαρώνουν τον κόσμο των μεγάλων με την αγνότητά τους».

Οι σχέσεις δασκάλου και μαθητών, δασκάλων και γονιών, εκπαίδευσης και κοινωνίας, και από την άλλη τα αντίθετα δίπολα, διαφθοράς και αγνότητας, ψυχικής κούρασης κι ευδαιμονίας, καλού και κακού, άνοστης ξιπασιάς και γενναίας αξιοπρέπειας, παραίτησης και θαρραλέας ανάτασης, αναφύονται μέσα από την στέρεα ακριβόλογη, ρεαλιστική γραφή του συγγραφέα. Τα «Μικρά πεζά» μας παρέχουν μια μεγάλη δόση ώριμης και δραστικής τέχνης.

 

(Αλεξάνδρα Μπακονίκα, book press, Ιούλιος 2014)

 

 

 

 

Κείμενα εξαιρετικής ευαισθησίας και γραφή στο επίπεδο του υποδειγματικού συνθέτουν αυτό το πρόσφατο εκδοτικό κομψοτέχνημα του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Παναγιώτη Γούτα. Έχοντας αφομοιώσει όλα τα θετικά στοιχεία μιας σχετικής παράδοσης, ο Γούτας μας μεταφέρει με το χαρακτηριστικό του ύφος σε έναν κόσμο καθοριστικό για τη ζωή του κάθε ανθρώπου, αυτόν της πρώτης παιδαγωγικής μας εμπειρίας. Μια γραφή που συμπυκνώνει έναν αυθεντικό στοχασμό και μια διάθεση τρυφερότητας, υλικά που διαπνέουν τη ματιά του συγγραφέα, που αναδεικνύει την ποίηση ενός κόσμου εύθραυστου και μεταβατικού όσο και η ίδια η ζωή. Ο κόσμος των παιδιών μέσα από τα μάτια ενός εκπαιδευτικού, που ταυτόχρονα είναι και ένας σημαντικός συγγραφέας, πιστοποιεί ακόμη μια φορά ότι ο λόγος και η καλλιέργειά του είναι μια πράξη αγάπης και εμπιστοσύνης, τελικά, στον άνθρωπο.


(Γιώργος Γιαννόπουλος, περ. ΕΝΕΚΕΝ, τεύχος 33, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014)

 

 

 

Τις επόμενες μέρες ο ταχυδρόμος μού έφερε το καινούργιο βιβλίο – δώρο του Παναγιώτη Γούτα, Μικρό παιδί σαν ήμουνα, εκδ. Μπιλιέτο, Παιανία, 2013,το πήρα λοιπόν κι εγώ μαζί μου- ήταν μόνο 39 σελίδες- και το διάβαζα στα μεσοδιαστήματα των ταινιών. Ο τίτλος, του νέου κύματος, αλλά και οι σελίδες του αναδίδουν ένα άρωμα ελευθερίας, αυτό που νιώθει ένας δάσκαλος συμφιλιωμένος με τη δουλειά του και τον εαυτό του, αγαπώντας τα παιδιά και θεωρώντας δώρο τη καθημερινότητα μαζί τους: «Τα πρωτάκια της πρωινής φύλαξης, τρέχουν σαν τρελά ηλεκτρόνια γύρω από την έδρα μου»…

Παρατηρεί γελαστά ή μελαγχολικά ένα-ένα τα παιδιά μαζεμένα γύρω του, με την αφοπλιστική τους τρυφερότητα στο δάσκαλο, και σχολιάζει με οξύτητα και οξύνοια και τα πολιτικοκοινωνικά ή παιδαγωγικά συμφραζόμενα, γνωρίζοντάς μας με χιούμορ, ανθρώπινη κατανόηση και σοφία το ελληνικό σχολείο με τις αντιφάσεις του, και τις υπερβάσεις του κάποτε. Η δομή των μικρών πεζών μπονζάι είναι νομίζω η καλύτερη επιλογή για την αφήγηση αυτών των μικροϊστοριών –ψηφίδων του σημερινού σχολείου που εξάλλου αποδίδονται με γοητευτική γλώσσα και ύφος.

 

(Αρχοντούλα Διαβάτη, ηλεκτρονικό περ. Φρέαρ, 3 / 4/ 2014)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

ΕΝΟΣ ΚΑΦΕ ΜΥΡΙΟΙ ΕΠΟΝΤΑΙ

(2010)

 

 

 


 

 

 

  

 

 

Χιλιάδες καφέδες έρχονται στη μνήμη του Χάρη Σεμνού. Της νιότης και της άγουρης εφηβείας του. Της στρατιωτικής του θητείας και της δουλειάς του. Του έρωτα και της αναπόλησης. Της συγγραφικής αγωνίας. Φουσκώνουν τα χρόνια στο μυαλό όπως το καϊμάκι σε μπρίκι τούρκικου καφενέ. Μπερδεύονται οι γεύσεις, οι ποικιλίες, τα αρώματα, σε  ένδοξο παρελθοντικό χρόνο αλλά και στο άγονο παρόν, αναδίδοντας ένα δικό τους ξεχωριστό άρωμα, μια ιδιαίτερη γεύση. Το γλυκό χαρμάνι της ζωής που τον κρατάει ζωντανό και τον διεγείρει. Ακόμα και τώρα που έχει κόψει, πλέον, τους καφέδες.

 

 

 

 

 

απόσπασμα από το βιβλίο

(σσ. 16-19)

 

 

Δεκάξι στα δεκαεφτά κι η ζωή κυλούσε ρολόι. Σχολείο, παρέες, ροκ συγκροτήματα, και, στον ελεύθερο χρόνο του, ποδοσφαιράκια στο σφαιριστήριο της γειτονιάς του και μπιλιάρδο. Κυριακή παρά Κυριακή σκαρφάλωνε στο λεωφορείο «Αποθήκη-Τριανδρία», το κασκόλ περασμένο φίδι στον λαιμό, και γραμμή για τον «ναό». Το παλιό αστικό, αγκομαχώντας και ξεφυσώντας, τον ξερνούσε μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, πενήντα μέτρα από το γήπεδο του ΠΑΟΚ.

Κόχλαζε το καμίνι της Τούμπας. Πλήθη πιστών συνέρρεαν ευλαβικά ανεμίζοντας μαξιλαράκια από φελιζόλ. Οι ιαχές, τα κορναρίσματα, η τσίκνα από τα λουκάνικα που τσιτσίριζαν στις υπαίθριες σχάρες, οι ασπρόμαυρες ορδές που κατηφόριζαν με τις σημαίες, τού ανέβαζαν την αδρεναλίνη. Στο ημίχρονο, απαραιτήτως τσιγάρο κι ένα στιγμιαίο καφεδάκι μάρκας «Κυφωνίδη», αγορασμένο από τον ίδιο πάντα μικροπωλητή της θύρας οκτώ – έναν κοντούλη με μεγάλο κεφάλι, όχι ιδιαίτερα έξυπνο. Το ντουμάνι του καπνού στον μολυβένιο ουρανό της Τούμπας μεταρσίωνε τα όνειρα και τις προσδοκίες του ψηλά, πάνω από τους προβολείς.

Εύκολο το καφεδάκι του γηπέδου του ΠΑΟΚ όπως εύκολα ήταν όλα, εκείνα τα χρόνια. Και οι νίκες της ομάδας απανωτές. Άνοιγε το μαυριδερό πατικωμένο φακελάκι τού νες καφέ, το έχυνε στο πλαστικό ποτηράκι με το νερό, δύο φακελάκια ζάχαρη απαραιτήτως, το προστατευτικό καπάκι να εφαρμόσει καλά κι η μισή δουλειά είχε γίνει. Μετά, κούνημα γερό, το καλαμάκι στη μισάνοιχτη τρυπούλα σαν ψηλόλιγνος φαλλός που ξεπαρθενεύει την πλαστική μήτρα-συσκευασία και το φραπέ έτοιμο. Γρήγορο όπως τα γκολ του ΠΑΟΚ. Μια τζούρα στη σέντρα του Γκουερίνο, μία αργή, ηδονική στη φανταιζί τρίπλα του Κούδα, και μια γερή, χορταστική στους πανηγυρισμούς για την γκολάρα του Σαράφη. Στη χρυσή δεκαετία της ομάδας κανένας καφές δεν εκσφενδονίστηκε στον διαιτητή, στα κάγκελα ή στους αντιπάλους. Οι αγώνες όλοι ήταν χαλαροί και προβλέψιμοι. Όλοι, εκτός από τα ντέρμπι.

ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός έπαιζαν στην Τούμπα, κι αυτός, στριμωγμένος στις κερκίδες, σαρδελοποιημένος, με δύο φιλαράκια εκατέρωθεν στη θύρα οκτώ, λίγα μέτρα δίπλα από τα διαχωριστικά κιγκλιδώματα της άλλης θύρας. Εκεί, στην επτά, στοίβαξε η αστυνομία καμιά διακοσαριά οπαδούς του Παναθηναϊκού που δεν σταματούσαν, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, να φωνάζουν ενισχύοντας την ομάδα τους απέναντι σ’ έναν αντίπαλο που μέσα στην έδρα του μασούσε σίδερα. Εκατό περίπου αστυνομικοί είχαν σχηματίσει τριπλή και τετραπλή ζώνη προστασίας, ανάμεσα στους πράσινους εκδρομείς και τους τρελαμένους ΠΑΟΚτζήδες που είχαν ξεχειλίσει γι’ άλλο ένα απόγευμα το γήπεδο. Στην επικίνδυνη σέντρα από αριστερά δεν είχε ορατότητα. Ο κόσμος είχε σηκωθεί από τη θέση του και αγωνιούσε για την εξέλιξη της φάσης. Πρόσωπα λαϊκά, ανεπιτήδευτα, εργάτες και μικροπωλητές, οδηγοί και φρουτέμποροι, δεξιοί κι αριστεροί, οικογενειάρχες και κουμάσια, μαθητές λυκείου και φοιτητές, με σφιγμένα από την ένταση χαρακτηριστικά, με ιδρωμένα μάγουλα, πουκάμισα μισάνοιχτα να κρέμονται έξω από το παντελόνι, με μασχάλες που μύριζαν κακοσμία και ιδρωτίλα, ήλπιζαν βάσιμα. Με ξεραμένο σάλιο στις άκρες των χειλιών απ’ τις φωνές και τις βρισιές που ξεστόμιζαν, είχαν ποντάρει τα πάντα σ’ αυτήν τη σέντρα από αριστερά όπως κατέβαινε ο ΠΑΟΚ. Όλη η ζωή τους, θαρρείς, αυτή η άψογη, μαγική, καλοζυγισμένη, ευοίωνη μεταβίβαση, ύστερα από την πλαγιοκόπηση της δεξιάς πτέρυγας του αντιπάλου. Όλοι κοιτούσαν τη σέντρα κι αυτός κοιτούσε τον κόσμο. Τα μάτια έλαμπαν από την προσδοκία για τη διαφαινόμενη επιτυχία, μύριζε το γκολ, ψηνόταν, σαν τα λουκάνικα που μοσχοβολούσαν στις υπαίθριες καντίνες. «Ψήνεται, ψήνεται…»

Δεν πρόλαβε ούτε τη σέντρα του ακραίου κυνηγού της ομάδας του ούτε τη χορευτική κίνηση του σέντερ-φορ που με κεφαλιά-ψαράκι τίναξε τα πράσινα δίχτυα. Ένα παρατεταμένο, άναρθρο, υστερικό, ατελείωτο γκοοοοολ, ο ταυτόχρονος γηπεδικός οργασμός εκφρασμένος από σαράντα χιλιάδες στόματα, δόνησε την ατμόσφαιρα. Γροθιές υψωμένες κι ανεξέλεγκτες, δάχτυλα τεντωμένα, ορθωμένα σαν σε στύση, φωνές, τσιρίδες, φτυσιές, συνθήματα και αντιαθηναϊκό μένος. Το γκολ της ισοφάρισης, η λύτρωση στα τελευταία λεπτά.

Στη στιγμή ένα σύννεφο από καφέδες «Κυφωνίδη» ταξίδεψε από την κερκίδα στους παγωμένος Αθηναίους φιλάθλους που ακόμα να χωνέψουν το συμβάν. Οι αστυνομικοί σήκωσαν τις ασπίδες τους να τους προστατέψουν. Δεκάδες καφέδες προσγειώθηκαν ανώμαλα επάνω τους. Αγανακτισμένος που έχασε το γκολ, που δεν είδε τίποτα παρότι η φάση διαδραματίστηκε μπροστά του, και με σχετική, είν’ η αλήθεια, καθυστέρηση –οι πτήσεις των ιπτάμενων καφέδων είχαν κοπάσει– σηκώνει ενστικτωδώς τον μισοτελειωμένο καφέ του και τον εκσφενδονίζει προς την εξέδρα των μισητών αντιπάλων. Αλλά ο καφές είναι μισογεμάτος, το ποτήρι –σχετικά ελαφρύ– παίρνει περίεργη κλίση στον αέρα, καντηλιάζεται ψηλά προς στιγμήν κι ύστερα, θαρρείς, σκαλώνει στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα, κολλάει απρόσμενα, δεν εκτοξεύεται παρά πέντε-έξι μέτρα μακριά από ’κει που βρίσκεται, και προσγειώνεται αναπάντεχα στον σβέρκο θηριώδους γενειοφόρου ΠΑΟΚτζή, κάνοντας γλυκόπικρη την τρέλα και την έξαψή του.

Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε; Έξαλλος, παραμέριζε τους φιλάθλους για ν’ ανεβεί στις επάνω κερκίδες, να βρει τον δράστη, τουτέστιν εκείνον.

—Ποιος καριόλης το πέταξε, ρε, να τον γαμήσω…, βρυχιόταν, ανήμερο θηρίο στο κλουβί του.

Ευτυχώς δεν τον εντόπισε. Πού να τον έβρισκε μέσα σε τόσο κόσμο; Και ποιος τον έδινε σημασία; Άλλωστε οι Αθηναίοι άρχισαν, δειλά δειλά, κάτι συνθήματα κι οι ΠΑΟΚτζήδες έβαλαν μπροστά και δεύτερο γύρο καφεβολισμών, με τα πλαστικά, στιγμιαία καφεδάκια που τα έπαιρναν άρον άρον κάνοντας πλιάτσικο στην πραμάτεια του έκπληκτου πωλητή, στα διαζώματα, να συνεχίζουν τις εναέριες πτήσεις τους.


 

Αυτό το περιστατικό θυμήθηκε τις προάλλες που πήγε στην Τούμπα, ύστερα από δύο ολόκληρες δεκαετίας, για να παρακολουθήσει αγώνα του ΠΑΟΚ. Η ατμόσφαιρα χλιαρή, υποτονική. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες πιστών ζήτημα να υπήρχαν στις κερκίδες. Η ομάδα καταρρακωμένη, έχανε δύο-μηδέν από τον νεοφώτιστο και άπειρο Εργοτέλη. Κανένας δεν διαμαρτυρόταν, ούτε ένα καφεδάκι πετάχτηκε στον αγωνιστικό χώρο. Όχι πως «εκπολιτίστηκαν» οι φίλαθλοι, απλώς συνήθισαν τόσα χρόνια στη μιζέρια και στα χουνέρια. Μένουν, πλέον, απαθείς και στις εντός έδρας ήττες από εύκολες ομάδες. Μονάχα ένας οργισμένος νεαρός, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα του βόρειου πέταλου, έβριζε και απειλούσε Θεούς και δαίμονες. Έμοιαζε με βυζαντινό μαχητή που αντιστεκόταν μέχρι τελευταίας ρανίδας στις πολεμίστρες των τειχών. Η Τούμπα εάλω!

Αγόρασε –κατόπιν εορτής– ένα στιγμιαίο καφεδάκι και απολάμβανε τον θεατρικό μονόλογο του απαυδισμένου ΠΑΟΚτζή, που τα είχε βάλει τώρα με τον προπονητή της ομάδας. Όταν ο καφές του έφτασε στη μέση, ασυναίσθητα σηκώνει το ποτηράκι και το πετάει με δύναμη στις κάτω θέσεις. Ο καφές, σχηματίζοντας μικρή, ανώδυνη, απόλυτα ελεγχόμενη καμπύλη, προσγειώνεται αδιάφορα, αναίμακτα, ειρηνικά στις άδειες κερκίδες.

(2008)

 

(από την αφήγηση ΕΝΟΣ ΚΑΦΕ ΜΥΡΙΟΙ ΕΠΟΝΤΑΙ, Νησίδες, 2010)

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ

ΕΝΟΣ ΚΑΦΕ ΜΥΡΙΟΙ ΕΠΟΝΤΑΙ

 

 

 

ΚΑΛΟ ΧΑΡΜΑΝΙ

 

 

Ο Παναγιώτης Γούτας (γεν. 1962) εμφανίστηκε στα γράμματα το 1990 ταυτόχρονα ως ποιητής (από το περ. Το Τραμ) και ως πεζογράφος (από το περ. Παραφυάδα). Ομολογώ πως τα πρώτα αυτά δείγματα γραφής του νέου τότε λογοτέχνη, που μου τα εμπιστεύθηκε, ήταν εξίσου ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα: τα κατάφερνε καλά τόσο στην αρένα της ποίησης όσο και σε εκείνη της μικρής αφηγηματικής φόρμας. Η δεκαετία του 1990 όμως είναι αυτή, όπου το λογοτεχνικό βιβλίο μπαίνει για τα καλά στην αγορά με πρώτο θύμα την ποίηση. Έτσι, δέκα περίπου χρόνια αργότερα, ο Γούτας κυκλοφορεί την πρώτη λογοτεχνική του κατάθεση, όχι με μια ποιητική συλλογή αλλά με μια σειρά από είκοσι ένα μικρά  σε έκταση πεζά κείμενα, με τίτλο Τα λάφυρα του Αυγούστου (1), τα οποία ο ίδιος αποκαλεί αφηγήματα. Πετυχημένος ο τίτλος του βιβλίου αφού όλα τα κείμενα αυτά (πλην ενός) αναφέρονται σε περιστατικά ή στιγμιότυπα που συνέβησαν στην Χαλκιδική, απ’ όπου ο συγγραφέας τα αποθησαύρισε, παραθερίζοντας εκεί τον μήνα Αύγουστο. Αυτό που χαρακτηρίζει τα μικρά αυτά πεζά είναι μια αισθαντική παρατήρηση, ο καυστικός ενίοτε σχολιασμός των γεγονότων ή περιστατικών που εξιστορεί, και το άφθονο αλλά λεπτεπίλεπτο χιούμορ. Κι όλα αυτά δοσμένα με μια γλώσσα από καλά δουλεμένα ελληνικά, μια γραφή ρεαλιστική εξομολογητικού χαρακτήρα, χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς και πυκνότητα τέτοια που θυμίζει έντονα την ποιητική ρητορική.

Αν ο άξονας, πάνω στον οποίο στοιχήθηκαν τα αφηγήματα του πρώτου αυτού βιβλίου του Γούτα υπήρξε η Χαλκιδική κατά την τουριστική χρονική της περίοδο, η δεύτερη συλλογή αφηγημάτων του, Το ίδιο έργο της ζωής μου (2), τον επόμενο χρόνο, αφορά τον τόπο και τους ανθρώπους της γειτονιάς όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Στο βιβλίο του αυτό αναβιώνει κυριολεκτικά τον συνοικισμό Χαριλάου και τις ζωές συγγενών, φίλων και γειτόνων του, εξιστορώντας και σχολιάζοντας γεγονότα με χιούμορ πάλι και αγάπη, αλλά και με κάποια νοσταλγία για το παλιό που χάθηκε, το οποίο συχνά συγκρίνει το με το νέο του παρόντος,  που φαντάζει στα μάτια του –και στα κείμενά του– άχαρο και κάπως ευτελές.

Το εκτεταμένο αφήγημα, Ενός καφέ μύριοι έπονται, είναι το τρίτο του βιβλίο που κινείται πάνω στα δοκιμασμένο πλέον δρόμο της εξιστόρησης και σχολιασμού στοιχείων της προσωπικής ζωής του αφηγητή, με άξονα, στην προκειμένη περίπτωση, τον εθισμό του ως θεριακλή –ή μήπως  μανιακού;–  καφεπότη. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και οι τίτλοι τους, όπως μας πληροφορεί στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας, είναι παρμένοι από λαϊκά τραγούδια. Κάθε ενότητα αποτελείται από μικρά πάλι σε έκταση κείμενα, από μισή ως το πολύ τρεις σελίδες, τα οποία όμως, παρ’ όλο που είναι αυτοτελή και χωρίζονται στο βιβλίο, το ένα από το άλλο, με έναν κόκκο καφέ ως βινιέτα –έξυπνο εύρημα–, είναι αλληλένδετα, θαρρείς δεμένα πάνω σε ιστορίες με καφέδες, όπως οι χάντρες ενός κομπολογιού είναι περασμένες πάνω σε μια γερή κλωστή. Επιπλέον, κάθε ενότητα αναφέρεται σε συγκεκριμένο στάδιο της ζωής του κεντρικού ήρωα, του Χάρη Σεμνού, που είναι μεν δημιούργημα του συγγραφέα, ταυτόχρονα όμως, όπως γνωρίζουμε και μας πληροφορεί κι ο Γούτας στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του, τού «δάνεισε» πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς του, έτσι που συμπεριφέρεται ως το alter ego του. Έχουμε, επομένως: πρώτη ενότητα, 13 πεζά, «Και του καφέ το παραμύθι θ’ ακουστεί», αφορά την παιδική και εφηβική ηλικία του ήρωα˙ δεύτερη ενότητα, 17 πεζά, «Όσα τ’ ανακατέματα του τούρκικου καφέ», στρατός και επαγγελματική ζωή ως δάσκαλος στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση˙ τρίτη ενότητα, 14 πεζά, «Του καφέ κοιτώ τα μαύρα κατακάθια», αγώνες και αγωνίες στην οικογενειακή ζωή˙ τέταρτη ενότητα, 13 πεζά, «Με το φλιτζάνι να γυρνά της μοίρας τα σημάδια», άγχη και προβλήματα υγείας της μέσης και κάτι ηλικίας.

Η πρώτη ανάμνηση του Χάρη από τον καφέ είναι οσφρητική. Ένα αγόρι, λίγο πιο μεγάλο από αυτόν που δούλευε σ’ ένα καφεπωλείο στου Χαριλάου, φόρτωνε στη σχάρα του ποδηλάτου του δεκάδες πακετάκια καφέ «Σάντος» και τα μοίραζε στη γειτονιά – ένα είδος delivery της εποχής, μας πληροφορεί ο συγγραφέας. Αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Χάρης Σεμνός γνώριζε τη βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική ομάδα «Σάντος» του διάσημου Πελέ, από τα διαφημιστικά χαρτάκια που μάζευε και φανταζόταν ότι οι παιχταράδες αυτοί μπαλαδόροι έπιναν βραζιλιάνικο καφέ και κατατρόπωναν τους αντιπάλους τους. Έπεισε, λοιπόν, τον παππού του να αγοράζει από τον φίλο του καφέ «Σάντος». Ο καφές στο σπίτι τους υπήρξε ανέκαθεν ιεροτελεστία. Το μπρίκι, η γκαζιέρα, η σωστή για τα γούστα του παππού δόση καφέ και ζάχαρης, το ανακάτεμα και το αργό ψήσιμο. Μοσχοβολούσε η κουζίνα, χώρια που η θεία του Αριέτα έβλεπε και το φλιτζάνι σε συγγενείς και φίλους, ακόμα και σε αγνώστους ημιεπαγγελματικά. Η γευστική μύησή του στον καφέ έγινε από τον παππού, όταν εκείνος, κρυφά από τη δασκάλα μάνα και τη γιαγιά του, που απαγόρευαν να δοκιμάσει το παιδί καφέ για να μην «πάθουν τα νεύρα του», πήρε λίγο καφέ από το φλιτζάνι του και μ’ ένα κουταλάκι το έβαλε στο στόμα του εγγονού. Αργότερα, όταν με τον παππού ή τη μάνα του πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο «Ευρωπαϊκόν» για παγωτό, αυτός προτιμούσε παγωτό μόκα για να απολαμβάνει τη γεύση  των κόκκων του στιγμιαίου καφέ. Δεκαπέντε χρονών δοκίμασε νες καφέ με γάλα στο ίδιο ζαχαροπλαστείο, το οποίο είχε γίνει το στέκι της εφηβικής παρέας του. Μαζί με τους καφέδες της άγουρης εφηβείας ήρθε και το πρώτο τσιγάρο με μαγκιά και άγιος ο Θεός. Ατέρμονες συζητήσεις με φίλους και συμμαθητές για καθηγητές και μαθήτριες του θηλέων Χαριλάου, «Ποια γουστάρεις ρε;» και «σιγά τη γκόμενα». Ερωτικές εφηβικές φαντασιώσεις που κατέληγαν σε συστηματική αυτοϊκανοποίηση. Λίγο αργότερα, φανατικός οπαδός του ΠΑΟΚ παρακολουθεί τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας πίνοντας έτοιμους στιγμιαίους καφέδες, που πουλούσαν μέσα στο γήπεδο συσκευασμένους σε πλαστικά ποτηράκια, τα οποία οι φίλαθλοι εκσφενδόνιζαν άλλοτε εναντίον των οπαδών της αντιπάλου ομάδας κι άλλοτε εναντίον του διαιτητή. Αρχές της δεκαετίας του 1980, φοιτητής νομικής στην Κομοτηνή, ενώ ο καφές φίλτρου κάνει θραύση στους φοιτητικούς κύκλους, αυτός αγοράζει μπακιρένιο μπρίκι και ψήνει τον παραδοσιακό ελληνικό – ή μήπως τούρκικο; – καφέ του μ’ ένα γκαζάκι μέσα τη φοιτητική εστία. Είναι η εποχή, μας πληροφορεί, όπου καθιερώνεται και το καλυμμένο σεξουαλικό υπονοούμενο «πάμε για καφέ;», όπου στην εν λόγω φράση η λέξη καφές υπονοεί μεταφορικά άλλα τολμηρά και ανομολόγητα πράγματα.

Δεν έχω πρόθεση να περιγράψω εδώ τη σχέση του Χάρη με τους καφέδες σ’ όλη την πορεία της προσωπικής του ζωής: εργένικη περίοδος με πολλές και ποικίλες σεξουαλικές εμπειρίες που άρρηκτα συνδέονται με καφέδες, στρατιωτική θητεία στην αεροπορία, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή, κ.ο.κ. Θέλω όμως να σταθώ στο πώς σχολιάζει τους καφέδες που πίνει ο ίδιος και πώς δένονται οι άνθρωποι του εκάστοτε περιβάλλοντός του με την εποχή, τα γεγονότα που εξιστορεί και τους χαρακτήρες των προσώπων που περιγράφει. Επανέρχομαι, π.χ., στην εποχή της φοιτητικής ζωής του Χάρη στην Κομοτηνή, όπου ο παντογνώστης αφηγητής-συγγραφέας μας πληροφορεί: Οι αυτόνομοι με τους οποίους συγχρωτίστηκε και εξ αιτίας των οποίων δεν αξιώθηκε πτυχίο, παραδόξως σνόμπαραν τον ελληνικό καφέ. Συχνότερα τον εκσφενδόνιζαν μέσα σε πλαστικά ποτηράκια στους κνίτες ή στους δαπίτες, στα αμφιθέατρα της σχολής και στις συνελεύσεις, παρά τον έπιναν. Μόνο κάνα δυο θεριακλήδες θα παράγγελναν στα καφενεία της πλατείας ή στον σταθμό, όπου πήγαιναν τις Κυριακές να ρεμπελέψουν. Θεριακλήδες οι περισσότεροι, φούμερναν τα σέρτικα τσιγάρα τους, τα βαριά τους άφιλτρα, συνοδεία φραπέ ή με τσαγάκια  με κονιάκ, που πολύ συνηθίζονταν, τότε, στην Κομοτηνή (σ. 24). Βέβαια ο σχολιασμός του για τις πολιτικές φοιτητικές παρατάξεις στο πανεπιστήμιο της Κομοτηνής δεν σταματάει εδώ. Μαθαίνουμε ότι αργότερα «κόλλησε» για λίγο  στην ΚΝΕ. Γράφει: Στα φεστιβάλ της ΚΝΕ  όλα ήταν όμορφα, γλυκά και λαμπερά. Περίσσευε το κόκκινο, ξεχείλιζε παντού. Στον χώρο, στις σημαίες, στις περασμένες στο λαιμό μαντίλες των νέων παιδιών, στα τραγούδια, στα κοφτερά βλέμματα. Κόκκινο στις φιλίες και τα αισθήματα, κόκκινο στους αγώνες και στα συνθήματα. Στις ψυχές, στις ελπίδες μικρών και μεγάλων για ένα καλύτερο κόσμο. […] άκουγε συνεπαρμένος Λεοντή και Φαραντούρη, αγόραζε στη ζούλα κάνα «Ριζοσπάστη» ή «Οδηγητή» κι αποζητούσε στα άγνωστα κοριτσίστικα βλέμματα, με τα οποία διασταυρωνόταν το δικό του φοβισμένο, κάποια μελλοντική του αγάπη. Ιδεολογική ανάνηψη στο βάλτωμα της Κομοτηνής. […] Αυτό το χλιαρό του πέρασμα από την αριστερά να κράτησε το πολύ τρία χρόνια – το πολιτικό αγροτικό του στην προοδευτικότητα,  σχολιάζει. Κι από το φοιτητικό παρελθόν της Κομοτηνής τον βρίσκουμε αραγμένο στο παρόν σε μια καφετέρια κοντά στο Πανεπιστήμιο απ’ όπου περνάει μια ομάδα αριστερών φοιτητών και διαβάζουμε: Τον συγκινεί και πάλι η αθρόα τους προσέλευση, η ένταση κάποιων βλεμμάτων, εκείνη η βαθιά ελπίδα μερικών για κάτι που έσβησε οριστικά ως πολιτικό σύστημα σε όλο τον ντουνιά, αφού ο υπαρκτός σοσιαλισμός – δυστυχώς – κατέρρευσε, όμως οι ίδιοι εξακολουθούν να διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της ιδέας. Για να επιμένουν ακόμη μετά από τόσα στραπάτσα, σημαίνει πως αξίζει να τους υποστηρίζεις, καταλήγει και, προς στιγμή, παρατάει τον καφέ του. Κάνει να σηκωθεί να τους ακολουθήσει, να γίνει ένα με το άλικο ποτάμι των νεανικών του χρόνων, που το έχει χάσει εδώ και καιρό. Κοκαλώνει ακαριαία. Η αστραφτερή αμερικάνικη φίρμα στην κωλοτσέπη του τζιν της κοπέλας και το γελοίο σκουλαρίκι στο αυτί του συνοδού της, τον αποθαρρύνουν να συνεχίσει. Είναι κι εκείνος ο απόηχος του παλιού συνθήματος που επιστρέφει στο αυτί του όλο ειρωνεία: «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι». Γυρίζει στη θέση του για να τελειώσει τον καφέ του (σσ. 34-36).

Ο κοινωνικός σχολιασμός –που σε τελική ανάλυση είναι και πολιτικός– γεγονότων και προσώπων υπάρχει στις περισσότερες ψηφίδες αυτού του βιβλίου Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα του παρόντος χρόνου από την τέταρτη ενότητα του βιβλίου. Ο Χάρης είναι πλέον μεσήλικας, παντρεμένος, με κόρη που πηγαίνει σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο, όπου κάποτε, στο παρελθόν, είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος και ο ίδιος. Έχει επίσης κυκλοφορήσει τρία τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία κι έχει γίνει αρκετά γνωστός ως συγγραφέας. Το σχολείο διοργανώνει ένα παιδικό πάρτι, όπου μετά από μια διαφωνία με τη γυναίκα του αν το παιδί πρέπει ή δεν πρέπει να παραβρίσκεται συνεχώς στα πάρτι αυτά και ποιανού καθήκον είναι να το πηγαίνει, αναγκάζεται να υποχωρήσει στην απαίτηση της συζύγου του και να πάει αυτός την κόρη τους στο πάρτι, ξέροντας ότι θα πλήξει, γι’ αυτό πήρε μαζί του και κανά δυο εφημερίδες για να περάσει την ώρα του. Διαβάζουμε: Φτάσανε από τους πρώτους. Άραξαν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, αμόλησε τη μικρή στα φουσκωτά, άνοιξε μια εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει. Παρήγγειλε γαλλικό καφέ, να ξεφύγει απ’ την ανοστιά του ντεκαφεϊνέ. Μια σουγλιά στην κόγχη του δεξιού του ματιού, κάθε ένα δύο λεπτά, ήταν το προμήνυμα κάποιου ενοχλητικού πονοκέφαλου. «Όταν σε πονάει το μάτι ή παίζουν τα βλέφαρα, κάτι θα δεις», έλεγε η συγχωρεμένη γιαγιά του.

Και τις είδε να φτάνουν μία-μία, με τα παιδιά τους και τις σακούλες με τα δώρα. Οι μανούλες των συμμαθητών της κόρης του, στο ιδιωτικό σχολείο όπου πηγαίνει. Ντυμένες στην τρίχα – δώδεκα το μεσημέρι – βαμμένες και καλοζωισμένες, με τα βροντερά κοσμήματα και τα ξιπασμένα χείλη τους, ξεπρόβαλαν κι άρχισαν χειραψίες, ευχές και διαχύσεις. Τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, θρονιάστηκαν στα υπόλοιπα τραπεζάκια της αίθουσας. Φρέντο, εσπρέσο και καπουτσίνο με αφρόγαλα έφταναν μπροστά τους σωρηδόν. […] Δεν πέρασαν δέκα λεπτά της ώρας, και μια καθώς πρέπει κυρία σηκώνεται και τον πλησιάζει. Είμαι σε θέση να διαβάζω τη σκέψη του, από την έκφραση του προσώπου του – τον ξέρω, βλέπετε, καλά. «Μεγάλε, μας την πέφτουνε…» Αυτό σκέφτηκε, σας το προσυπογράφω. Η καθώς πρέπει κυρία κρατάει στο χέρι τον καφέ σαν να κρατάει ποτήρι με σαμπάνια σε δεξίωση. Έχει άψογη οδοντοστοιχία και κάποια θλίψη στο βλέμμα. Τη θλίψη που έχουν οι περισσότερες γυναίκες στην ηλικία της, ζώντας με την κενότητα των υψηλών εισοδημάτων τους.

 – Ο κύριος Σεμνός; Ο πατέρας της Βίκυς;

 – Μάλιστα.

 – Ο συγγραφέας;

Κι άλλη γκριμάτσα αμηχανίας από τον ήρωά μας.

– Ας πούμε αυτός που γράφει βιβλία… (τι διάολο Σεμνός θα ήταν, αν δεν απαντούσε έτσι!).

– Την διάβασα τη «Εκδίκηση» και μου άρεσε πολύ.

Καλοσύνη σας.

Βγάζοντας μια μικρή κραυγή ενθουσιασμού, φώναξε κάτι φίλες της να έρθουν στο τραπέζι.

– Ο κύριος Σεμνός είναι συγγραφέας. Ας δούμε τι καφέ πίνουν οι συγγραφείς.

Γέλασε και, παρασύροντάς τον, τον έκανε να γελάσει χαζά. Πέντε έξι κυρίες κάθισαν στο τραπέζι κι άρχισαν αμέσως να ρωτάνε διάφορα. Για βιβλία, για τη δασκάλα, την πορεία του τμήματος, τον παράλογο φόρτο εργασίας των παιδιών. Κολακεύονται να συζητούν μ’ έναν σαν κι εκείνον. Η υψηλή κοινωνία πάντα θέλει να σφετερίζεται το «πνεύμα». Αλλά και του τελευταίου τα θέλει ο κώλος του. Πνεύμα και υψηλή κοινωνία, με δυο λόγια, τα ίδια σκατά. Βέβαια, ο Χάρης δεν αντιπροσωπεύει κανενός είδους πνεύμα. Ή για την ακρίβεια, τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα δεν ένιωθε δράμι από δαύτο στο κεφάλι του. Διασκέδαζε, λοιπόν, και φλέρταρε μαζί τους, μέχρι που μια κυρία με εφηβικό στήθος, ελιές στο πρόσωπο και τζιν παντελόνι με το ονόματα των δύο Ιταλών εραστών μόδιστρων πάνω στην κωλοτσέπη, του ζήτησε να μεσολαβήσει στην ιδιοκτήτρια του σχολείου που την γνώριζε, για να διώξει τη φετινή δασκάλα την οποία δεν γούσταρε. Και ο Γούτας συμπληρώνει: Άκουσον, άκουσον! Να μεσολαβήσει για να φύγει μια δασκάλα από το σχολείο. Να διώξει μια συνάδελφο δηλαδή, επειδή ξινίζει της κυρίας που πληρώνει και γαμάει με τα λεφτά της! Κι όλα αυτά εν ονόματι της συγγραφικής του ιδιότητας! (σσ.116-119).

Νομίζω ότι τα δύο αυτά παραδείγματα στα οποία αναφέρθηκα είναι αρκετά διαφωτιστικά για να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι ο Γούτας όχι μόνο παρατηρεί, καταγράφει και σχολιάζει αλλά και κρίνει – για την ακρίβεια κατακρίνει. Κι από τη γραφίδα του δεν ξεφεύγει κανείς από το περιβάλλον του, κι αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει και την εποχή με τις τόσο γρήγορες κοινωνικές αλλαγές της. Συγγενείς, όπως ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα, η σύζυγος η καφετζού θεία του Αριέτα. Χωρίς να αποσιωπά τις αδυναμίες τους, τούς αναβιώνει με αγάπη. Γείτονες, όπως ο παιδικός του φίλος Χάρης που ήταν κι αυτός τόσο μερακλής του καφέ και αγόρασε τεράστιο καφεκοπτικό μηχάνημα για να φτιάχνει μόνος του το δικό του χαρμάνι ή η γειτόνισσα πρώτη του δασκάλα, η κυρία Μάρθα, που δεν τον αναγνώρισε στο δρόμο γιατί είχε αλτσάιμερ ή ο άλλος παιδικός του φίλος, ο Ηλίας, που έφυγε πρόωρα.  Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σχόλια για τον ίδιο τον ήρωά του – το alter ego του, που τον παρακολουθεί στα διάφορα στάδια της ζωής του: σμηνίτη στη στρατιωτική του θητεία, δάσκαλο στα διάφορα σχολεία, σύζυγο και πατέρα στη συνέχεια. Τέλος, συγγραφέα να παρακολουθεί στο πατάρι βιβλιοπωλείου την παρουσίαση του τελευταίου μυθιστορήματος Θεσσαλονικιάς πεζογράφου, που κάνει ένας πανεπιστημιακός «μαϊντανός», ο οποίος δεν ξέρει τι λέει. Ο Χάρης πλήττει, αλλά ο καφές που σέρβιρε η όμορφη υπάλληλος του βιβλιοπωλείου έχει τελειώσει και τον έχει καταλάβει ένα είδος στερητικού συνδρόμου. Ομολογεί πως η παρουσία του εκεί είναι συμβατική, κάτι που είναι λυπηρό, αλλά έτσι έμαθε να συμπεριφέρεται από τους προκατόχους του, ακόμα κι αν εισπράττει, όπως μας λέει ο αφηγητής, αποδοκιμαστικά βλέμματα στη πλάτη από παλιές καραβάνες του είδους που, βλέποντάς τον να μπερδεύεται στα πόδια τους, αναρωτιούνται: «Τι θέλει πια αυτό το τσουτσέκι ανάμεσά μας;» Τελικά η κοπέλα του βιβλιοπωλείου, που σέρβιρε πορτοκαλάδες και ουίσκι σε βαριεστημένες ζοχάδες της διανόησης, διαισθάνθηκε το μαρτύριό του και πήγε και του έφερε μερικά σοκολατάκια με εκχύλισμα καφέ εσπρέσο.

Από τον σχολιασμό του δεν ξεφεύγει ούτε ο ίδιος ο καφές. Όταν άρχισε να έχει κάποιες ταχυπαλμίες και ανέβηκε λίγο η πίεσή του επισκέφτηκε μια γιατρό υπερτασιολόγο, η οποία του απαγόρευσε τους καφέδες ή στην ανάγκη να πίνει μόνο ντεκαφεϊνέ. Γράφει: Καφές χωρίς καφεΐνη είναι θάλασσα δίχως νερό. Διακοπές χωρίς ταξίδια. Έρωτας δίχως πάθος. Γυναίκα δίχως μουνί. Δουλειά χωρίς χρήματα. Είναι ζωή δίχως γλύκα. Μια αηδία είναι, ένα άγευστο άοσμο πράγμα, ένα υποκατάστατο της κακιάς ώρας. Είναι η απόλυτη κατάντια, η χαρά του χειρότερού σου εχθρού. Καλύτερα να μην πίνει καθόλου καφέδες, παρά να υποστεί το έσχατο μαρτύριο, την ντεκαφεϊνέ ξεφτίλα (σ. 113).

Το καβατζάρισμα της μέσης ηλικίας με την εμφάνιση μιας ήπιας υπέρτασης του δημιουργούν για πρώτη φορά το άγχος  ενός  ενδεχόμενου θανάτου και αρχίζει –παρά το παράλογο της υπόθεσης– να βλέπει ότι σχηματίζονται στην επιφάνεια του διπλού ελληνικού καφέ που πίνει κάθε πρωί τα πρόσωπα αγαπημένων του νεκρών με πρώτο του αγαπημένου του παππού με τα ρουφηγμένα ζυγωματικά να του χαμογελάει με δυσκολία. Γράφει: Στέκεται και κοιτάζει αποσβολωμένος. Κι άλλοι, κι άλλοι κεκοιμημένοι –φίλοι, γείτονες, μακρινοί συγγενείς, μέχρι και φίλος, επώνυμος συγγραφέας με τα μεγάλα, λυπημένα, αλκοολικά του μάτια να τον κοιτάζουν επίμονα– παρελαύνουν στο φλιτζάνι του ξαφνικά. Θαρρείς και θέλουν να προλάβουν να του στείλουν, με τη σειρά τους ο καθένας, το δικό του μήνυμα. Είναι η πρωινή καλημέρα που του στέλνουν με τον καφέ αγαπημένες ψυχές από τον κάτω κόσμο. Στην τελευταία γουλιά αντικρίζει το απόλυτο κενό. Στο μαύρο, πηχτό υπόλειμμα καμία μορφή ποτέ δεν σχηματίζεται. Τα λόγια του ντελβέ, που λένε οι φλιτζανούδες, μόνο υποθέσεις και γεγονότα ζωής αφορούν. Ποτέ δεν καταγίνονται με πεθαμένους. Εκτός κι αν πρόκειται να προαναγγείλουν τον ίδιο τον θάνατο (σ. 132).

Το αφήγημα τελειώνει με τον Χάρη να μυεί τη δεκάχρονη κόρη του στον καφέ, κρυφά από τη δασκάλα σύζυγό του, με τον ίδιο τρόπο, που ο παππούς του είχε μυήσει εκείνον πριν από σαράντα τόσα χρόνια.

 

Θα ολοκληρώσω την παρουσίαση του βιβλίου με κάποιες –όπως πάντα – παρατηρήσεις.

1. Ο Γούτας εκτός από τα τρία βιβλία με αφηγήματα που ανέφερα έχει κυκλοφορήσει ενδιάμεσα και δύο μυθιστορήματα: Η ρεβάνς (3) και Γυναίκα στις δύο και μισή (4). Προσωπικά πιστεύω ότι βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του, και καταξιώνεται λογοτεχνικά, στη μικρή, εξομολογητικού τύπου, αφηγηματική φόρμα, όπου το πάνω χέρι έχει το βίωμα. Στα μυθιστορήματά του, παρόλο που ο αναγνώστης διαισθάνεται την ύπαρξη κάποιων διάσπαρτων βιωμάτων –π.χ., υπάρχουν εξαιρετικές σελίδες από τη φοιτητική ζωή στη Κομοτηνή στα πρώτα κεφάλαια της Ρεβάνς– το πάνω χέρι παραχωρείται στη φαντασία, η οποία λοξοκοιτάζει προς της απαιτήσεις της αγοράς και συνακόλουθα των εκδοτών. Και έχει συνείδηση ότι τα μυθιστορήματά του, παρόλο που είναι καλογραμμένα, φλερτάρουν με την παραλογοτεχνία. Γράφει, π.χ., στο παρόν βιβλίο: Καθιστός μπροστά στον υπολογιστή του προσπαθεί να γράψει. Πρέπει να διορθώσει ένα σημείο στο μυθιστόρημά του που δεν άρεσε στον εκδότη. Δεν το βρίσκει [ο εκδότης] δεόντως πειστικό, το θεωρεί περιττό, «μπορεί και να αφαιρεθεί», του λέει. Άλλωστε το νέο πρόσωπο που εμφανίζεται στην ιστορία σαν κομήτης είναι τελείως άχρηστο στην πλοκή, οπότε προς τι; Αυτός, απ’ τη μεριά του, δεν βρίσκει πειστικό όλο το μυθιστόρημα και παραδόξως – δυνατό το περί ου ο λόγος σημείο, αλλά αφού αυτό αρέσει του ανθρώπου, δεν το συζητάει. Τσεκάρει την επίμαχη ενότητα με σύρσιμο του ποντικιού, μαυρίζει το κομμάτι στην οθόνη κι αδίστακτα το εξαφανίζει με delete.

Η περίπτωση του Γούτα μού δίνει την ευκαιρία να πω δυο λόγια για το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα λογοτέχνες: να ακολουθήσουν το συγγραφικό του ένστικτο και να μείνουν στο περιθώριο ή να αποδεχτούν τους όρους που απαιτούν οι εκδότες για να ρίξουν ένα ακόμα μυθιστόρημα παραλογοτεχνίας –ή έστω ημιλογοτεχνίας– στην αγορά, απ’ αυτά που προτιμά ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, το οποίο δεν έχει λογοτεχνική παιδεία; Ο Γούτας μού εμπιστεύθηκε το αφήγημά του αυτό πικραμένος – δεν έβρισκε εκδότη. Τον παρέπεμψα σ’ ένα μικρό εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης, στις «Νησίδες», γνωρίζοντας πως ο ιδιοκτήτης του, ο Βασίλης Τομανάς, ενδιαφέρεται και αγαπάει το καλό βιβλίο κι όχι το αμφιβόλου ποιότητας εμπορικό. Έτσι, ο κ. Τομανάς με το μεράκι του και ο Γούτας με τη «γνήσια» πλευρά του πεζογραφικού του ταλέντου, πλούτισαν τη λογοτεχνία μας με ένα ακόμα αξιοπρόσεχτο βιβλίο. Και μια διαίσθηση, πες το πρόγνωση: οι μεγάλοι εκδότες, με το να κυνηγούν συνεχώς τα ευπώλητα, έχουν ρίξει τόση και τέτοια πεζογραφική σκαρταδούρα στα βιβλιοπωλεία, που βούλωσε η λεκάνη και δεν απορροφούνται πια από το σιφόνι της αγοράς. Ήρθε και η οικονομική κρίση καπάκι και μαθαίνω ότι ορισμένοι κινδυνεύουν με πτώχευση. Οι αναγνώστες όμως της καλής λογοτεχνίας μπορεί να είναι λίγοι –μερικές μόνο χιλιάδες–  αλλά είναι θεριακλήδες του καλού βιβλίου, και είμαι σίγουρος ότι προτιμούν να κόψουν από το φαΐ τους παρά να πάψουν να αγοράζουν τα βιβλία που αγαπούν. Πλησιάζει, πιστεύω, η ώρα που η «σοβαρή» λογοτεχνία θα πάρει τη «ρεβάνς» από την παραλογοτεχνία.

2. Ο Γούτας μού εμπιστεύθηκε το Ενός καφέ μύριοι έπονται γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το αφήγημα είχε έντονη συναισθηματική φόρτιση με τον απροκάλυπτα εξομολογητικό του χαρακτήρα, που παραπέμπει στο παράδειγμα και τη γραφή των πεζογράφων του «κύκλου της Διαγωνίου». Στην έκδοσή του με παντογνώστη αφηγητή, έπεσε κάπως η ένταση του συναισθήματος αλλά είχε δύο άλλα προτερήματα: ο συγγραφέας κρατάει κάποια απόσταση από τα εξιστορούμενα με τη δημιουργία ενός πλαστού ήρωα, κάτι που τον προφυλάγει από μικρόψυχες περιπέτειες στο οικογενειακό και επαγγελματικό του περίγυρο. Επίσης του δίνει την ευχέρεια να παρατηρεί και να σχολιάζει τις πράξεις και τη ζωή του ήρωά του σε τέτοιο βαθμό, που στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι δύσκολο να επιτευχθεί με τη μορφή του αυτοσχόλιου ή του αυτοσαρκασμού. Εξάλλου, να μη μας διαφεύγει ότι κάθε λογοτεχνικό κείμενο, όσο αυτοβιογραφικό κι αν είναι, είναι καρπός προσωπικής εμπειρίας και δημιουργικής φαντασίας. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξέρει –καμιά φορά, με τον χρόνο, ούτε και ο ίδιος ο συγγραφέας– τι υπήρξε πραγματικό και τι αποκύημα φαντασίας. Αυτό που μετράει είναι η αληθοφάνεια που εκπέμπει ένα ρεαλιστικό αφήγημα. Και είναι αυτή η αληθοφάνεια που, από κάποιους αφελείς ή κακοήθεις αναγνώστες, παρεξηγείται.

3. Στο παρόν βιβλίο υπάρχουν πρόσωπα τα οποία έχουμε συναντήσει και στις δύο προηγούμενες συλλογές αφηγημάτων του Γούτα. Ιδίως πρόσωπα της οικογένειάς του (ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα, η θεία) ή της γειτονιάς του. Κι όχι μόνο πρόσωπα αλλά και τόπους. Π.χ. τη Βάβδο της Χαλκιδικής, όπου η μάνα του υπηρετούσε δασκάλα τα πρώτα  χρόνια μετά τον Εμφύλιο, όπου το χωριό, ακόμα και το καφενείο «Η Γερακίνα», ήταν χωρισμένο σε «μπουραντάδες» από τη μια μεριά και «κατσαπλιάδες» από την άλλη. Είκοσι χρόνια μετά που επισκέφτηκε πάλι τη Βάβδο των παιδικών του αναμνήσεων ο ήρωας του βιβλίου, υπήρχε πάλι «Η Γερακίνα» με αφεντικό τον Νίκο, γιο του παλιού ιδιοκτήτη, ο οποίος τον αναγνώρισε. Ο Χάρης τον ρώτησε αν μαλώνουν ακόμα οι χωριανοί για τα πολιτικά. «Αν μαλώνουν», λέει, «σαν τα κοκόρια˙ κι όχι μόνο για τα κόμματα, μα και για τις ομάδες!». Και η ψηφίδα αυτή κλείνει με τα εξής: Φύλαξε ανέπαφη στη μνήμη του τη «Γερακίνα». Προτού ο Νίκος την πιάσει απ’ τις φτερούγες και, κάνοντάς την καφετέρια, της αλλάξει τον αδόξαστο (σσ. 56-57). Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι το φαινόμενο, τα ίδια πρόσωπα και τόποι να εμφανίζονται σε διάφορα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, είναι χαρακτηριστικό των έντονα βιωματικών πεζογράφων, οι οποίοι ανακυκλώνουν το ίδιο εμπειρικό υλικό δημιουργώντας το δικό τους  λογοτεχνικό σύμπαν.

4. Ο συγγραφέας περιβάλλει όλα τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται με στοργή, ακόμα κι όταν δείχνει να τον ενοχλούν οι ιδιορρυθμίες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα λέει για τους συναδέλφους του: Δάσκαλοι λογής-λογής. Σκληροί μα και ευάλωτοι, νευρωσικοί κι απαθείς, συμπαθητικοί κι αποκρουστικοί. Κι δασκάλες, κάθε χρόνο δασκάλες! Απομυζούν την ψυχή του μόνο με την ύπαρξή τους. Αδιαφορεί και τον προκαλούν, τις θαυμάζει τον συκοφαντούν, τις εξομολογείται τον παρεξηγούν, τις βρίζει τον εκτιμούν, τις σιχαίνεται του γίνονται τσιμπούρι. Οι δασκάλες. Με τα προβλήματά τους, τα άγχη τους, τις χαμηλές αποδοχές τους, τους άνδρες τους –το πώς τους ευνουχίζουν, θα σας το αποκαλύψω σε προσοχές βιβλίο μου– τα άρρωστα παιδιά τους, την έλλειψη συμπαράστασης από τα πεθερικά τους, την ημιμάθειά τους, την τρέλα τους (σ. 103).

5. Το εύρημα του καφέ, που λειτουργεί ως στημόνι, πάνω στο οποίο υφαίνεται ένα καθαρά αυτοαναφορικό αφήγημα, είναι ένα πρωτότυπο εύρημα και δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να αναφερθεί σε διάφορους λογοτέχνες της ντόπιας ή και της διεθνούς γραμματολογίας που έδωσαν κείμενα ή και δοκίμια ακόμα για τον καφέ.

 

___________________________________________

 

1 Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2001.

2 «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2002.

3 «Μεταίχμιο», Αθήνα 2004.

4 «Σύγχρονοι ορίζοντες», Αθήνα 2006.

 

(Περικλής Σφυρίδης, Σκύρος, Ιούλιος 2010.

Περιοδικό Νέα Εστία, τχ. 1837 (Οκτ. 2010) 551-558 σσ.).

 

 

 

 

Σπονδυλωτό αφήγημα ή «μυθιστορία σε συνέχειες», όπως θα το προτιμούσε ο συγγραφέας του, που γεννήθηκε το 1962 στη Θεσσαλονίκη. Ρεαλιστική γραφή, ωμές σχεδόν σεξουαλικές περιγραφές μιας ανήσυχης εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας, με ψήγματα φιλάνθρωπης τρυφερότητας και ερωτικής στοργής για τα αναξιοπαθούντα ράθυμα ανθρώπινα όντα που σέρνονται από καφενείο σε καφενείο και σκοτώνουν τον καιρό της, χωρίς ωστόσο να κακολογούν τη μοίρα τους και να μέμφονται της ζωής τους «πετυχημένους», τους βολεμένους. Μια στωική κι ενίοτε επικούρεια αντιμετώπιση της ζωής και του χαοτικού κόσμου μέσα στον οποίο βρεθήκαμε να επιβιώνουμε όλοι μας. Δεν ήταν για φάρμακα αυτός. Προτιμούσε να κάνει ασκήσεις χαλάρωσης, γιόγκα ή ψυχανάλυση, πιο εύκολα του ερχόταν να ψέλνει βουδιστικά μάντρα απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ με υπόκρουση σιτάρ –Ραβί Σανκάρ κατά προτίμηση–, ακόμα και ομαδική ψυχοθεραπεία σε αίθουσα, πιασμένος χέρι χέρι με λογής νευρωσικούς και ανισόρροπους της πρωτεύουσας, ήταν διατεθειμένος να υποστεί, παρά να πάρει χάπια. Όμως δεν είχε χρόνο ούτε χρήματα να κάνει κάτι από τα παραπάνω και οι ταχυπαλμίες συνεχίζονταν (σ. 83).

 

(Κωνσταντίνος Μπούρας, Ταξιδεύοντας και μιλώντας κάτω από καθαρούς ουρανούς, «Ελευθεροτυπία»/ «Βιβλιοθήκη», τχ. 609, 25.6.2010)

 

 

 

Ο καφές ως μέσον και πηγή διανοητικής διέγερσης, γευστικής μνήμης, αισθητικής αναρώτησης, αλλά και καθημερινής αίσθησης της ζωής. Ένα βιβλίο για την υλικότητας των προσώπων και των πραγμάτων, όπως και για τις αφανείς χαρές που μπορούμε να συναντήσουμε παντού.

 

(Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Τυπογραφείο Ελευθεροτυπίας, ένθετο ΕΠΤΑ(7) 20/6/2010)

 

 

 

 

ΜΝΗΜΕΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΝΤΕΛΒΕ

 

 

Λένε πως ο Καλντί ο γιδοβοσκός ανακάλυψε το καφεόδεντρο όταν είδε τις κατσίκες του να χοροπηδούν σαν παλαβές καθώς έτρωγαν τους καρπούς του. Ο Καλντί έδειξε σε ιμάμη το δέντρο και εκείνος το σκέφτηκε ως λύση για να μην κοιμούνται οι μαθητές του στις ολονύχτιες προσευχές και τα κηρύγματα που έκανε. Ενός καφέ μύριοι έπονται το αφήγημα του Παναγιώτη Γούτα, εκδόσεις Νησίδες. Μυθιστορία σε συνέχειες που κατακάθονται όπως ο ντελβές του καφέ στον πάτο του φλιτζανιού. Χιλιάδες καφέδες έρχονται στη μνήμη του Χάρη Σεμνού. Της νιότης και της άγουρης εφηβείας του. Της στρατιωτικής του θητείας και της δουλειάς του. Του έρωτα και της αναπόλησης. Της συγγραφικής αγωνίας. Φουσκώνουν τα χρόνια στο μυαλό όπως το καϊμάκι σε μπρίκι τούρκικου καφενέ. Το γλυκό χαρμάνι της ζωής που τον κρατάει ζωντανό και τον διεγείρει.

 

(Γιώργος Κιούσης, Στήλη Ανθρώπινα της Ελευθεροτυπίας, Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011)

 

 

 

 

Απ’ τη Θεσσαλονίκη ο Παναγιώτης Γούτας επιμένει με ένα ενδιαφέρον αφήγημα πως Ενός καφέ μύριοι έπονται (εκδ. «Νησίδες»)

 

(Γιάννης Ξανθούλης, Ελευθεροτυπία,  25 / 6 / 2011)

 

 

 

 

 

Το αφήγημα του Γούτα είναι ένας ύμνος στον καφέ σε όλες του τις μορφές: ο ελληνικός, ο νες καφέ, ο γαλλικός, ο ιρλανδικός, ο καπουτσίνο ενώνουν τα κομμάτια της ζωής του Χάρη Σεμνού, το alter ego του Παναγιώτη Γούτα. Η ιστορία του Χάρη (και μαζί μ’ αυτήν και του καφέ) ξετυλίγεται σε τέσσερα κεφάλαια: από το γήπεδο της Τούμπας τη χρυσή δεκαετία του ’70, στη μαντεία του φλιτζανιού, στα φοιτητικά χρόνια της Κομοτηνής, από εκεί στην ΚΝΕ, στη στρατιωτική θητεία, μέχρι τον γάμο και τα παιδιά και στη συγγραφική αγωνία του πρωταγωνιστή. Το βιβλίο πρόκειται για ένα ημιαυτοβιογραφικό αφήγημα για τη σημασία και τον ρόλο που παίζει ο καφές στη σύγχρονη κοινωνία και πόσο φυσικά έχει επηρεάσει και –μερικές φορές– καθορίσει τις ζωές των ανθρώπων τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.

Άλλωστε, και το ίδιο το βιβλίο μοιάζει πάρα πολύ με έναν επιτυχημένο καφέ: στο τέλος μένει μια γλυκόπικρη γεύση. Πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, με έναν τίτλο φοβερά επιτυχημένο, ενώ θα πρέπει να γίνει αναφορά στην πολύ όμορφη έκδοση και στο εξαιρετικό εξώφυλλο.

 

(Κώστας Δρουγαλάς, στήλη βιβλία, περ. ΕΝΕΚΕΝ, τεύχ. 17, Ιούλιος-Αύγουστος 2010)

 

 

 

 

Χιλιάδες καφέδες έρχονται στη μνήμη του Χάρη Σεμνού: της νιότης και της άγουρης εφηβείας, της στρατιωτικής του θητείας και της δουλειάς του, του έρωτα και της αναπόλησης, της συγγραφικής αγωνίας. Φουσκώνουν τα χρόνια όπως το καϊμάκι σε μπρίκι τούρκικου καφενέ. Σχεδόν αυτοβιογραφικά αφηγείται τη ζωή του ήρωά του ο συγγραφέας. Τον τοποθετεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ζωής του, του δανείζει τη συγγραφική και επαγγελματική του ιδιότητα και τον βάζει να πίνει τους αμέτρητους καφέδες που συνοδεύουν τις αναμνήσεις του.

Μια μυθιστορία σε συνέχειες με πενήντα οχτώ σπόνδυλους, όπου μπερδεύονται οι γεύσεις, οι ποικιλίες , τα αρώματα, σε ένδοξο παρελθοντικό χρόνο αλλά και στο άγονο παρόν, αναδίδοντας ένα δικό τους ξεχωριστό άρωμα, κι αφήνοντας μια ιδιαίτερη επίγευση στο στόμα. Το γλυκό χαρμάνι της ζωής που κρατάει τον πρωταγωνιστή του μύθου ζωντανό και τον διεγείρει. Ακόμα και τώρα που έχει κόψει, πλέον, τους καφέδες.

Αυτό είναι το πέμπτο βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα που δημοσιεύει διηγήματα, μελέτες και βιβλιοκριτικές σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

 

(περιοδ.INDEX, στήλη Βιτρίνα, τεύχ. 42, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010, σελ. 30)

 

 

 

Μεγαλώνοντας στη Φραπεδούπολη με συντροφιά

έναν καφέ (ή και περισσότερους)

 

 

 

Η σχέση της Θεσσαλονίκης με τον καφέ είναι νομίζω γνωστή σε όλους, δεν έχει ονομαστεί τυχαία «Φραπεδούπολη». Εδώ γεννήθηκε άλλωστε ο φραπέ στη Διεθνή Έκθεση του 1957 από το Δημήτρη Βακόνδιο. Το βιβλίο αυτής της ανάρτησης έχει να κάνει με τον καφέ και την ζωή του πρωταγωνιστή στη Θεσσαλονίκη.

Η έκδοση είναι απλή, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Πλαστικοποιημένο εξώφυλλο, ευανάγνωστο κείμενο, αξιοπρεπέστατη δουλειά για ένα αφήγημα.

Τον Παναγιώτη Γούτα τον έχουμε γνωρίσει παλαιότερα στη Vivlioniki μέσα από δύο έργα του (το τελευταίο του με τίτλο Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά και ένα παλαιότερο με τίτλο Το ίδιο έργο της ζωής μου). Ανήκει στη νέα γενιά λογοτεχνών της πόλης μας και έχει παρουσιάσει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα δείγματα γραφής.

Ο συγγραφέας στο βιβλίο του αυτό μας παρουσιάζει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, όπου πρωταγωνιστεί ο Χάρης Σεμνός, πρόσωπο, που δημιούργησε ο Γούτας για να μπορεί να γράψει σε τρίτο πρόσωπο και να αποκτήσει μία απόσταση από τα γεγονότα, που έζησε και περιγράφει, ώστε να τα δει καλύτερα. Πιθανόν να υπάρχουν και στοιχεία μυθοπλασίας, τα οποία δεν είναι ευδιάκριτα και αυτό αποτελεί ένα ατού για το βιβλίο.

Χωρισμένο σε 4 ενότητες το βιβλίο (με τίτλους διάφορους στίχους τραγουδιών, που έχουν σχέση με τον καφέ), περιγράφει τη ζωή του Χάρη Σεμνού από τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές του, την στρατιωτική του θητεία, την «ενηλικίωση» με την αρχή της εργασίας του, τον γάμο και τη δημιουργία της οικογένειάς του. Σε κάθε «επεισόδιο» της ζωής του πρωταγωνιστεί και ο καφές σε διάφορες μορφές του, ελληνικός, φραπέ, στιγμιαίος, φίλτρου, καπουτσίνο μέχρι και στον μισητό ντεκαφεϊνέ. Τον μεταφέρει στο παρελθόν, όπως ο καφές μας ξυπνάει και μας τονώνει, έτσι στον Χάρη Σεμνό ξυπνάει τις αναμνήσεις.

Καλογραμμένο και ευχάριστο στην ανάγνωση, χωρίς περιττές φιοριτούρες και επιτηδευμένα κουραστικά στολίδια, ο Γούτας χρησιμοποιεί την απλή γραφή με ρεαλιστικό τρόπο και προσφέρει ένα ιδιαίτερο έργο, πρωτότυπο, που σε μερικά σημεία αποκτά και κινηματογραφική ζωντάνια. Διαβάζοντάς το μου ήρθε για κάποιο λόγο στο μυαλό η ταινία «Νοτιάς», του Τάσου Μπουλμέτη.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε. Το διάβασα φυσικά συνοδεία καφέδων και νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί από τους κατοίκους της Φραπεδούπολης και να αναλογιστούν με τη σειρά τους σε πόσα κομμάτια της δικής τους ζωής ένα ποτήρι καφέ, ζεστού ή κρύου, τους συντρόφευε. Νομίζω ότι θα είναι αρκετές οι στιγμές και πολλοί οι καφέδες.

 

(Γιώργος Μπασαγιάννης, Vivlioniki, 18-12-2016)

 

 



 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

(2002)

 

 


 

 

 

 

 

Οδός Αδριανουπόλεως. Οδός Μαρασλή. Οδός Εμμανουήλ Ροΐδη. Σοκάκια αγαπημένα που ξυπνούν μέσα μου τη χαμένη αθωότητα. Όσο κι αν άλλαξαν, όσο κι αν μεταμορφώθηκαν, ξέρουν καλά να κρύβουν τα παλιά μυστικά τους. Σε γωνίες και πλατείες. Σε χαμηλά σπιτάκια ακατοίκητα. Σε μαγαζιά με αλλαγμένες πινακίδες. Σε διασταυρώσεις και αλσύλλια. Σε πρόσωπα γνωστά που ακόμα θυμούνται. Γόνατα ματωμένα από χώματα, ποδήλατα και ιδρωμένα φανελάκια. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί. Οικογενειάρχες, νοικοκύρηδες αλλά και περιθωριακοί. Ρακοσυλλέκτες και μισότρελοι. Καμιά αντιπαροχή δεν μπόρεσε να αλλοιώσει τις λεπτομέρειες της μνήμης. Καμιά πολεοδομική αναμόρφωση δεν κατάφερε να τους εξορίσει, να τους διαγράψει. Η γειτονιά ψυχορραγεί, μα ζωντανεύει μέσα από τις θύμησες. Απ’ τις παλιές φωτογραφίες. Ξεκίνησα, την άνοιξη του ’96, να συνθέτω κομμάτι-κομμάτι αυτό το πάζλ του παρελθόντος, με την ίδια συγκίνηση που τακτοποιεί κάποιος παλιά οικογενειακά κειμήλια.

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ

ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

(σσ. 135-137)

 

 

Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ

ΣΚΟΡΑΡΕΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ

 

 

Λούις Φίγκο. Ο γύπας του Μπερναμπέο. Η άψογη κάθετη μεταβίβαση, το εύκολο τρύπημα της αντίπαλης άμυνας. Το ίνδαλμα όλων των οπαδών της ιβηρικής χερσονήσου, η πιο ακριβοπληρωμένη μεταγραφή στα χρονικά των ευρωπαϊκών γηπέδων. Ξετινάζει με θράσος –αριστερό φαρμακερό στο γάμα– τα δίχτυα και τρέχει να πανηγυρίσει στο πέταλο των φανατικών οπαδών της θρυλικής βασίλισσας του ποδοσφαίρου, της Ρεάλ Μαδρίτης.

Εκεινού τη φανέλα φοράει στη γειτονιά ο εννιάχρονος Βασιλάκης Λεμπέσης. Μπροστά αχνοφαίνεται σε κύκλο η μορφή του Πορτογάλου άσου, και στην πλάτη, πάνω από τον αριθμό 10, είναι γραμμένο με κεφαλαία ξενικά το επώνυμό του. Τον αφήνουν στην πιλοτή της διπλανής μας πολυκατοικίας για κάνα μισάωρο να παίξει με την τσακαλαρία της Ηγηλόχου. Τα άλλα παιδιά κάνουν εστία στο μεσοδιάστημα δύο κολόνων κι ο Βασιλάκης σκοράρει.

Ο Βασιλάκης πάσχει από σύνδρομο Ντάουν. Είναι παχουλός, δυσκίνητος, με βούρτσα κατάμαυρο μαλλί. Όταν κατεβαίνει, τον δέχονται τα άλλα παιδιά με συμπάθεια. Σταματούν το μονό και του δίνουν πάσες μπροστά στη νοητή γραμμή της υποτιθέμενης εστίας. Εκείνος βάζει γκολ. Πολλά γκολ. Μετά ουρλιάζει πανευτυχής. Κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση με τα δύο μεγάλα δάχτυλα των χεριών του στο πίσω μέρος της φανέλας και δείχνει, στο αόρατο κοινό που παρακολουθεί, το όνομά του.

—Φίκου… Φίκου…, λέει με στόμα μπουκωμένο πετώντας σάλια εδώ κι εκεί.

Ο πατέρας του, που καραδοκεί λίγα μέτρα παραπέρα, του φωνάζει:

—Εντάξει, Βασιλάκη… Άντε, παίξε λίγο ακόμα και θα πάμε στη μαμά…

Γυρίζω κατάκοπος απ’ τη δουλειά. Ο Βασιλάκης, έμαθα, έβαλε αυτό τ’ απόγευμα δεκάξι τέρματα. Τον πετυχαίνω τη στιγμή του σκοραρίσματος. Η σαγιονάρα έχει φύγει από το παχουλό του πόδι και, διαγράφοντας ελλειψοειδή τροχιά στον αέρα, προσγειώνεται στα σκαλιά της εισόδου. Η μπάλα χτυπάει με δύναμη ένα σταθμευμένο Ρενό κι εξοστρακίζεται.

Με βλέπει που τον πλησιάζω. Έρχεται με σηκωμένα χέρια να πανηγυρίσουμε μαζί. Τον αγκαλιάζω, τον σφίγγω, του φιλώ το μάγουλο. Μου δείχνει επίμονα το όνομα στην πλάτη της φανέλας του.

 —Φίκου… Φίκου…, παραληρεί γεμίζοντάς με σάλια και ψωμοτύρια.

 —Γεια σου, Φίγκο, παιχταρά μου, γκολτζή μου εσύ…, επαναλαμβάνω φωναχτά τρεις και τέσσερις φορές κι εκείνος χαίρεται. Μου σκάνει ένα χαμόγελο που με τσακίζει και τρέχει στην εστία να σκοράρει ξανά.

(2001)

 

(Από τη συλλογή αφηγημάτων Το ίδιο έργο της ζωής μου, Αλεξάνδρεια, 2002.)

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

 

 

 

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ

 

 

Μαγεμένος στο χτες, φυλακισμένος στο σήμερα, ο Παναγιώτης Γούτας, μετά τη θετική, πρώτη εμφάνιση, με τη συλλογή αφηγημάτων Τα λάφυρα του Αυγούστου, επανέρχεται με μια ακόμη συλλογή: Το ίδιο έργο της ζωής μου.

Κι ενώ στο πρώτο βιβλίο του έψαχνε τη σχέση της μνήμης με την εξαϋλωμένη κατάσταση που δημιουργεί η καλοκαιρινή άπνοια στη Σκιάθο, τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος, στο νέο του βιβλίο, με φόντο τη Θεσσαλονίκη, καταγράφει τις ηλικίες της ταυτότητας ενός προσώπου, σε σχέση πάντα με την ηλικία της γενέθλιας πόλης του. Όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποφύγει την πικρία κι ακόμη την ερωτική απογοήτευση. Η κάθε πόλη, άφυλη ούσα, είναι πάντα σκληρή με τα παιδιά της, όταν μάλιστα επιχειρούν, στην ηλικία της ωριμότητας, να κάνουν ταμείο. Η πόλη, στα μάτια ενός ώριμου αυτοβιογραφούμενου, έχει μια ασυνείδητη, απόκοσμη, αποπροσωποιημένη στάση, παγερά αδιάφορη για όποιον επιδιώκει μαζί της παράταση ερωτική ύστερα από τη σφοδρή νεανική περίοδο. Όπως και τα ζώα, φοβάται πάντα τους ανθρώπους της όταν είναι παιδιά ή βιαστικοί νέοι. Τους άλλους, όλους, τους αναγκάζει να πληρώσουν σκληρό αντίτιμο. Η πόλη μεγαλώνει συνεχώς, χωρίς να γερνάει. Ο Π. Γούτας αρχίζει την ιστορία του μ’ ένα μικρό παιδί στη δεκαετία του ’60. Κι αφού το παιδί είναι πάντα η ουρά του μέλλοντος, ένα είδος κατασκόπου, αναρμόδιου να μιλήσει, αφού ζει μακριά απ’ τις δοκιμαζόμενες ηλικίες, όταν μιλάει για τον κόσμο των μεγάλων το κάνει σαν να αναφέρεται σ’ ένα πράγμα.

Κι αυτό το πέτυχε ο Π. Γούτας, να δώσει, δηλαδή, με κείμενα μιας ανάσας, τη συντομογραφία της πρώτης ματιάς, τα στιγμιότυπα και τις καταστάσεις που δίνουν χρώμα στην καθημερινότητα. Και το πετυχαίνει  συνδυάζοντας δύο αντίθετα στοιχεία: το πένθος ενός ιδανικού αισθηματία με το χιούμορ και το πείραγμα, κάνοντας τον ίδιο συγγραφέα να κλαίει και να γελάει γράφοντας.

Σε μια πόλη μικρή οι παρέες έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Το πείραγμα και το διαβολικό κουτσομπολιό, επίσης. Κι όποιος γράφει, όχι μέσα από ένα μεγάλο αστικό σπίτι, αλλά από μια μικροαστική, εργατική συνοικία, δεν μπορεί παρά να απομυθοποιεί ταυτόχρονα αυτό που την ίδια ώρα μυθοποιεί. Έτσι, τα αφηγήματα του Π. Γούτα βγαίνουν μέσα από έναν προφορικό, λαϊκό πολιτισμό, κληροδοτώντας στους νεότερους κωμικοτραγικές καταστάσεις ελληνικού και ιδιαίτερα βορειοελλαδικού κώδικα.

Το οδοιπορικό του Π. Γούτα μοιάζει με μονόλογο του δρόμου, και ενώ τα αφηγήματα μπορούν να διαβαστούν ανάκατα, η δουλειά του συγγραφέα έχει έναν κεντρικό πυρήνα ανάπτυξης. Δεν είναι μόνο το παιδί που μεγαλώνει και φτάνει στις μέρες μας, αλλά κάτι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης μετά το πρώτο μικρό μέρος του βιβλίου. Ένας μεγάλος μάς αφηγείται πώς μεγαλώνει. Ίσως ένας που διαλέγεται με τις μνήμες του, ψάχνοντας να βρει ποιες του είναι περισσότερο χρήσιμες για να θυμηθεί ποιος είναι.

Γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, Το ίδιο έργο της ζωής μου είναι μια επιτυχημένη προσπάθεια να χωρέσει το μεγάλο στο μικρό. Είναι μια ιμπρεσιονιστική ματιά, που βοηθάει τον συγγραφέα να αποφύγει τη γραφικότητα και να πιάσει την κατάσταση. Κυνηγώντας διαλόγους με μεγάλη ανεκδοτολογική ικανότητα, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο ρεπεράζ και το ντεκουπάζ μιας ταινίας μικρού μήκους, δίνοντάς μας πολύ όμορφα αφηγήματα, αλλά και το σχεδίασμα μιας έμμεσης νουβέλας. Γιατί ξεκινάει με μια οικογένεια, της οποίας ορισμένα πρόσωπα θα μπορούσαν να επεκταθούν σ’ όλο το βιβλίο.

Όπως και να ’χει, Το ίδιο έργο της ζωής μου είναι φτιαγμένο με πανουργία. Ένας συγγραφέας γράφει, με όσο γίνεται λιγότερες λέξεις, ένα βιογραφικό που υπονοεί πολλά. Αυτή η αποστασιοποιητική ματιά δείχνει τον ερωτικά πληγωμένο, εκείνον που λίγα λέει και πολλά καταλαβαίνουμε. Γι’ αυτό  και στο τέλος μας αφήνει κι ένα αίσθημα ενοχής. Η αδυναμία γίνεται δύναμη, γίνεται μια γλώσσα κρυφή, μέσα από την οποία ο συγγραφέας θέλει να συνεννοηθούμε, να ομολογήσουμε κι εμείς την πληγωμένη μας ταυτότητα.

Ο μικρόκοσμος είναι ένας μεγάλος κόσμος. Η χίμαιρα κάθε εποχής βρίσκει τον τρόπο να τρυπώνει στη ζωή όποιου ζει τη ζωή καταστασιακά, ως ποιητής εκ του προχείρου.

Τα εννέα πρώτα αφηγήματα, με κορυφαίο το «Τσάκα Πίκο», αποτελούν την ενότητα «Το χώμα τότε μύριζε αλλιώς». Είναι το σπίτι στην Αδριανουπόλεως, τα παιδικά χρόνια. Ακολουθούν δεκαοχτώ κείμενα με τον τίτλο «Σε κάποια πάροδο της Μαρτίου», αλλαγή σπιτικού, τσιμέντο, εφηβεία και πολιτική. Ο τετραγωνισμός του κύκλου, σε αντίθεση με το πρώτο μέρος, στο οποίο βγαίνει μια νοσταλγία της μικροαστικής κοινότητας. Στο σπίτι της Μαρτίου, τελικά, στο τέρμα της Εγνατίας, βγαίνουν οι τελευταίες φωτογραφίες πριν από τη βίαιη αλλαγή. Σ’ αυτό το μέρος υπάρχει κι ένα υπέροχο κείμενο με τίτλο «Οι Γύφτοι», στο οποίο γίνεται πολυεπίπεδη ανάπτυξη που αποδεικνύει την ικανότητα του συγγραφέα.

«Το εικοσιτεσσάρι φιλμ» είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος, με είκοσι τέσσερα κείμενα, ανάμεσα στα οποία το «Ποιητής εκ του προχείρου» και το «Φρουτέμπορας», με το οποίο ο Π. Γούτας πιάνει το ζεστό ευχαριστώ στον φίνο τρόπο με τον οποίον τον κλέβει ο φρουτέμπορας, πουλώντας του μπανάνες τσικίτα.

Παίζει, λοιπόν, το ίδιο έργο πάντα. Αρκεί ο καθένας να το ξέρει και να το αφηγείται, έστω κι αν η εποχή που ο Π. Γούτας έζησε τα νεανικά του χρόνια ευεργετήθηκε γιατί η ζωή, σαν παράσταση, ένωνε τα ιδιαίτερα δωμάτια με την πλατεία.

 

(Κώστα Καλημέρης, περιοδικό διαβάζω, τεύχος 438, 2003)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ

 

 

 

Ο συγγραφέας του βιβλίου Το ίδιο έργο της ζωής μου (αφηγήματα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002) χωρίς να απομακρύνεται από την παράδοση της πόλης του, της Θεσσαλονίκης, στον πεζό λόγο, έχει καταφέρει, ήδη με την πρώτη του συλλογή αφηγημάτων (Τα Λάφυρα του Αυγούστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001), να αρθρώσει έναν ιδιαίτερο λόγο, που τον χαρακτηρίζουν οι αναμνήσεις κυρίως της παιδικής ηλικίας, οι οποίες καταγράφονται άλλοτε άμεσα, με πλήθος λεπτομερειών, και άλλοτε με έναν ποιητικό ρεαλισμό, που αναδεικνύει κρυφές πτυχές της καθημερινότητας. Τα δυο βιβλία του Π. Γούτα (και ιδιαίτερα το δεύτερο) λειτουργούν ως ψηφιδωτά, όπου το κάθε αφήγημα αποτελεί μία ψηφίδα.

Καθημερινές ιστορίες των δεκαετιών του ’60, του ’70 και του ’80 παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου, με τρόπο αληθοφανή, σχεδόν ως μαρτυρίες, έτσι που να μην είναι εύκολο να γίνει διάκριση των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Καθώς διαβάζουμε τα κείμενα του βιβλίου μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη που μεταμορφώνεται από μέτρια πληθυσμιακά πόλη σε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη. Οι κάτοικοί της άλλοτε αντιδρούν με ηρεμία και άλλοτε εκδηλώνουν απίθανες νευρώσεις απέναντι στην πόλη που αλλάζει και στα πρότυπα της νεάς εποχής που έρχεται. Παρόλο που ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα, με τρόπο πρωθύστερο, να δει από απόσταση και να ερμηνεύσει «εκ του αποτελέσματος» την εποχή που καταγράφει στα πεζά του ο Γούτας, πρακτικά αυτό δεν συμβαίνει, επειδή παρασύρεται από τον τρόπο γραφής των αφηγημάτων, ώστε κλείνοντας το βιβλίο να αποτελεί και ο ίδιος κάτοικος της Θεσσαλονίκης των περασμένων δεκαετιών, η οποία, παρά τις προβληματικές σχέσεις μεταξύ εκείνων που την κατοικούν, αποπνέει, όπως η Σκιάθος του Αλ. Παπαδιαμάντη, μία πρωτόγονη αθωότητα. Η αθωότητα αυτή έρχεται βεβαίως σε αντίθεση με τη σκληρότητα της εποχής στην οποία το βιβλίο αναφέρεται, με αποτέλεσμα να υποψιάζεται, κάποιες στιγμές, ο αναγνώστης ότι πρόκειται για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, δηλαδή για ένα τόπο λογοτεχνικό, και όχι για την πραγματική Θεσσαλονίκη. Μήπως όμως το ίδιο ή κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσαμε να πούμε για τη Θεσσαλονίκη του Ασλάνογλου, του Πεντζίκη, του Χριστιανόπουλου ή του Ιωάννου;

Η ματιά του Π. Γούτα είναι διεισδυτική, επειδή δεν απλώνεται στην επιφάνεια, αλλά εστιάζεται σε συγκεκριμένες πτυχές ανθρώπινων συμπεριφορών. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τις ψυχολογικές ή τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις των πράξεων των ηρώων. Τον απασχολεί, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, η λεπτομερής καταγραφή φαινομενικά ασήμαντων γεγονότων, που δείχνουν, χωρίς αυτό να είναι επιδίωξή του, ότι η ιστορία δεν γράφεται μόνο με τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά και με ό,τι συμβαίνει σε σκοτεινές γωνιές της πόλης και του μυαλού κάποιων ανθρώπων. Θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τη σκέψη του, πως μια ιδιότυπη, δαρβινικού τύπου «φυσική επιλογή» συνεχίζεται στο αστικό περιβάλλον, πετώντας στα αζήτητα της ζωής πρόσωπα παράξενα και ιδιόρρυθμα, που οι άλλοι αποφεύγουν, σχολιάζουν με κακεντρέχεια ή γελούν μαζί τους.

 

(Διονύσης Στεργιούλας, περ. Δυτικές Ινδίες, τχ. 8, Αθήνα, 2003, σ. 121)

 

 

Το βιβλίο αυτό είναι μία διαχείριση παιδικών αναμνήσεων από μία γειτονιά της Θεσσαλονίκης. Σύντομες ιστορίες για τα χρόνια που είχε μεγάλη σημασία αν στην οικογένεια υπήρχαν χωροφύλακες ή κομμουνιστές, που ο παππούς είχε τον ρόλο μέντορα, που τα αγόρια έπαιζαν μπάλα σε αλάνες και έγδερναν τα γόνατά τους. Μία σειρά αφηγημάτων στα οποία οι ανθρωπότυποι ψιλικατζού, περιπτεράς, γειτόνισσα, φρουτέμπορας, διαμορφώνουν σχέσεις καθημερινότητας και ζωής.

 

(Έφη Φαλίδα, «Βιβλιοδρόμιο» της εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, Μάρτιος 2003)

 

 

 

 

ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

 

 

Ένα ακόμη έργο με αναμνήσεις και άλλες αφηγήσεις από μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, είναι το βιβλίο αυτής της ανάρτησης στη Vivlioniki. Η γειτονιά αυτή τη φορά είναι η Χαριλάου, η οποία ήταν πρωταγωνίστρια και σε κάποια έργα του Περικλή Σφυρίδη (Ψυχή μπλε και κόκκινη, Η ανακομιδή του Χαριλάου). Ο χρόνος ξεκινάει περίπου στη δεκαετία του 1960 και φτάνει μέχρι το σήμερα.

Η έκδοση είναι απλή, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, αν εξαιρέσουμε το εξώφυλλο, που είναι κολάζ από πίνακα του Παπανάκου και του Φωτάκη. Του Φωτάκη μάλιστα το έργο, κοσμεί και το εξώφυλλο βιβλίου του Σφυρίδη. Γενικά διαβάζεται εύκολα το κείμενο.

Όπως είπαμε και πριν, για την Χαριλάου είχε μιλήσει και ο Περικλής Σφυρίδης και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας τον ευχαριστεί στο τέλος του βιβλίου. Βέβαια ο Σφυρίδης ζούσε κάπως πιο βόρεια, στην καρδιά της συνοικίας, ενώ ο Γούτας έζησε λίγο πιο νότια, κοντά στην Μαρασλή. Τα τοπογραφικά στοιχεία που παραθέτει όμως είναι πάρα πολλά για την ευρύτερη περιοχή, κυρίως για μαγαζιά, δρόμους και ονομασίες.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, από τα οποία στα δύο πρώτα είναι έντονο το παρελθόν, ενώ το τρίτο μέρος κινείται περισσότερο στο σήμερα. Αναμνήσεις και ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, σύντομες, αλλά περιεκτικές. Από τα πιο ξεκούραστα βιβλία, ο Γούτας καταφέρνει σε μικρά κείμενα να πει αυτό, που θέλει και να περιγράψει με σαφήνεια τους ανθρώπους, τα μέρη, την Χαριλάου, που αυτός έζησε.

Σε κάποια από τα κείμενα είναι ιδιαίτερα έντονη και φανερή η επιθυμία του να μιλήσει για τον τόπο, την περιοχή, ενώ σε άλλα κάνει σχόλια για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Φυσικά μεγάλο μέρος του έργου είναι η νοσταλγία για μία εποχή, που πέρασε και η οποία στα μάτια του φαίνεται να ήταν καλύτερη από το σήμερα. Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια, δεν είναι εύκολο να πει κάποιος αν όντως ήταν καλύτερες οι εποχές ή αν ο συγγραφέας τα έβλεπε ομορφότερα, λόγω της παιδικής του ηλικίας.

Ο Γούτας είναι από τις τελευταίες γενιές, που έζησε αυτό, που λέμε «γειτονιά». Κόσμος απλός, καθημερινός, με τα προβλήματά του, μαζεμένος σε μια περιοχή να εργάζεται και να κάνει τα δικά του όνειρα. Με τα υπέρ και τα κατά της, η «γειτονιά» είχε βρει τον τρόπο να έχει ισορροπίες τις περισσότερες φορές και να προστατεύει (ή να αποβάλλει δυστυχώς) τα μέλη της.

Το βιβλίο μου άρεσε αρκετά. Η γραφή του Γούτα είναι άμεση, χωρίς περιττά στολίδια, που θα βάραιναν ένα τέτοιο κείμενο. Και ιστορικά επίσης έχει σημασία, αφού υπάρχουν πολλές αναφορές στην τοπογραφία της περιοχής. Αν μεγαλώσατε γύρω από τους δρόμους Γαμβέτα, Μαρτίου, Μαρασλή κτλ, σίγουρα θα σας ενδιαφέρει και θα σας κάνει να δείτε τα μέρη αυτά με διαφορετικό μάτι.

 

(Γιώργος Μπασαγιάννης, Vivlioniki-Βιβλία για τη Θεσσαλονίκη, 28-4-2015, Διαδίκτυο)

 

 

 

Δεύτερη συλλογή αφηγημάτων ενός που παίρνει και δίνει εντυπώσεις και τις γειώνει εντός της ψυχής του. Δρόμοι που χάθηκαν, καθώς έπεσε ο γδούπος της μπουλντόζας στα σπίτια τα παλαιά, της μνήμης, άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν στα άστρα, γιατί αυτά θεραπεύουν δωρεάν. Οικογένειες, ο ήχος της φωνής των τεθνεώτων, οι ζωντανοί είναι παρόντες, αλλά έχουν ένα βλέμμα χαμένο, στο πουθενά. Η έννοια της γειτονιάς νοσταλγείται ως ο τόπος του παιχνιδιού, το τόπι που έφυγε εκτός γηπέδου· ακόμη είναι σε τροχιά, δεν έμεινε ακίνητο.

 

(Βασίλης Καλαμαράς, Βιβλιοθήκη της εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  Ιανουάριος 2003)

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

Εντυπωσιακή η συμμετοχή του κοινού στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα Το ίδιο έργο της ζωής μου. Ακόμη πιο εντυπωσιακή, όμως, υπήρξε η παρουσία του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Περικλή Σφυρίδη στην εκδήλωση. Ο δεύτερος, μάλιστα, μ ένα χειμαρρώδες λογύδριο ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους η θεσσαλονικιώτικη «βιωματική» λογοτεχνία προτίμησε τις μικρές φόρμες του διηγήματος. Πρώτον, βόλευαν στη συσπείρωση των λογοτεχνών γύρω από τα υπάρχοντα περιοδικά, δεύτερον υποβοηθούσαν την ανάδειξη του αυτοβιογραφούμενου πάθους και τρίτον ήταν παρεπόμενο της αδιαφορίας των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών για τα μεγάλα κρατικά βραβεία και την καριέρα, που απαιτούσαν ογκώδη βιβλία.

 

(Βασίλης Κεχαγιάς, Τέχνες, εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 11/5/2003)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

(2001)

 

 

 

 


 

 

 

 

Μέσα στην άπνοια και στο βύθισμα του θέρους η μνήμη βασανιστικά επιμένει. Παλιά καλοκαίρια, ιστορίες λησμονημένες, πρόσωπα του παρελθόντος σιγοκαίνε στη στάχτη του νου. Θέλουν να πάρουν σάρκα και οστά, να βγουν στην επιφάνεια. Αλλά και η άπιαστη στιγμή του παρόντος, που κυλά σαν μαγική χρυσόσκονη στην παλάμη και γίνεται χθες, σκαλώνει κάποιες φορές στο βλέμμα μου, ακινητοποιείται ανέλπιστα, μου γνέφει μυστικά να την αγγίξω. Αρκεί, τότε, ένα ασήμαντο γεγονός για ν’ ανάψει η σπίθα και να σκιρτήσει το κείμενο. Είκοσι ένα αφηγήματα, με φόντο τη Χαλκιδική του χτες και του σήμερα, τη Σκιάθο και το Όρος, συνθέτουν αυτή τη συλλογή. Λάφυρα καλοκαιρινά στη μάχη με το χρόνο, που γλιστρά και ξεφεύγει.

 

 

 

 

 

 

 

 

(απόσπασμα του βιβλίου, σσ. 37-38)

 

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

 

 

 

Δυο κοπρόσκυλα κατηφορίζουν κάθε πρωί στην παραλία της Ποτίδαιας. Δεν ανέχονται το αυγουστιάτικο καμίνι, παίρνουν το γνώριμο χωμάτινο μονοπατάκι και βουτούν στα καθαρά νερά να δροσιστούν. Ύστερα, βρεγμένα όπως είναι, τινάζονται ευτυχισμένα και περιφέρονται ανέμελα στην πλαζ, σπέρνοντας τον πανικό. Μικρά παιδιά τρομάζουν στη θέα τους. Πετάνε, όπου βρουν, φτυάρια και κουβαδάκια και τρέχουν τσιρίζοντας στις ομπρέλες των γονιών τους για να προφυλαχτούν. Άντρες και γυναίκες τα κυνηγούν με πέτρες ανελέητα. Κάποιοι τα βάζουν με τον πρόεδρο της κοινότητας που αδιαφορεί για το γεγονός και δεν τα μαζεύει. Τα σκυλιά, έκπληκτα, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, κι εντέλει βρίσκουν κατάλυμα και σωτήρια στην απομονωμένη ομπρέλα δύο τουριστριών, που τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τ’ αφήνουν και να ξαπλώσουν δίπλα τους, στην αμμουδιά. Αφού κυνηγήθηκαν με λύσσα από τους περισσότερους λουόμενους, βρήκαν παρηγοριά και θαλπωρή στην άκρη της παραλίας.

Από την τρίτη κιόλας μέρα, έμαθαν να πηγαίνουν κατευθείαν στις τουρίστριες. Ξετρύπωσαν ένα πιο σύντομο δρομάκι που τα κάνει να γλιτώνουν το αφρισμένο μωρομάνι και τα βγάζει μπροστά στις καλαμιές, δέκα μόλις μέτρα από το επιθυμητό σημείο. Οι κοπέλες το διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Θαρρείς κι έχουν καθημερινά ραντεβού μαζί τους. Γίνονται ολοένα και πιο διαχυτικές με τα σκυλιά, μέχρι και λουκουμά τα αγοράζουν απ’ τον πλανόδιο λουκουματζή και τα ταΐζουν στο στόμα. Ένα εικοσαήμερο τώρα, ανελλιπώς, κάτω από τη θαλασσιά ομπρέλα τους.

Τα παίρνω μάτι, απ’ το σημείο που βρίσκομαι, και ζηλεύω. Σκέφτομαι όμως πως τ’ όνειρο κάποτε θα τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα φύγουν οι τουρίστριες για την πατρίδα τους και θ’ αρχίσει πάλι η σκυλίσια ζωή τους. Αν τα δεχτούν, φυσικά, τα άλλα κοπρόσκυλα στο σινάφι τους, στην πλατεία, έτσι που καλόμαθαν απ’ την ανθρώπινη φροντίδα.

 

 

(από τη συλλογή αφηγημάτων Τα λάφυρα του Αυγούστου, Αλεξάνδρεια, 2001)

 

 

 

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

Ως πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο πρόσεξα τον Παναγιώτη Γούτα που με τα μικρά του πεζά Τα λάφυρα του Αυγούστου δείχνει μια αξιοπρόσεκτη ικανότητα να αφηγείται με άκρα επιγραμματικότητα, χωρίς ωστόσο να λείπει από τις ιστορίες του η πηγαία συγκίνηση και θερμότητα.

 

(Αλέξης Ζήρας, για τα λογοτεχνικά βραβεία του 2002, περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχ. 433, Οκτώβριος 2002. Το βιβλίο, που έφτασε στη μικρή λίστα των υπό βράβευση βιβλίων πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου, ψήφισε και η κριτικός Τιτίκα Δημητρούλια)

 

 

 

 

ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΗ ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ

 

 

 

Τα τελευταία χρόνια νέοι –πρωτοεμφανιζόμενοι– αλλά και πολλοί δόκιμοι πεζογράφοι κυκλοφορούν μανιωδώς ογκώδη μυθιστορήματα, προσπαθώντας να πιάσουν την καλή μ’ ένα μπεστ-σέλερ. Αρκετοί χρησιμοποιούν θεμιτά ή αθέμιτα μέσα επιδιώκοντας την προβολή και διαφήμιση του βιβλίου τους. Η ποιότητα, ως αναντικατάστατη λογοτεχνική αξία, έπαψε από καιρό να μετράει και, το κυριότερο, δεν ενδιαφέρει πλέον τους εκδότες. Έτσι, ορισμένα καλά βιβλία, ολιγοσέλιδα, τα οποία ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής, υπηρετούν την πεζογραφική μορφή του διηγήματος, κινδυνεύουν να περάσουν απαρατήρητα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και Τα λάφυρα του Αυγούστου του Παναγιώτη Γούτα.

Τα λάφυρα του Αυγούστου είναι το πρώτο βιβλίο του Γούτα, ενός συγγραφέα που εμφανίστηκε στα γράμματα το 1990 με ποιήματα από το περιοδικό Το τραμ και με διηγήματα από την Παραφυάδα. Πρόκειται για είκοσι ένα σύντομα πεζά (από μία έως ελάχιστες σελίδες το καθένα), που ο συγγραφέας τα αποκαλεί αφηγήματα1. Το σύντομο αυτό πεζογραφικό είδος είναι και δύσκολο και ριψοκίνδυνο. Δύσκολο γιατί προϋποθέτει μεγάλη συμπύκνωση του γραπτού λόγου, που κάνει τα μικρά αυτά πεζά να φλερτάρουν με την ποίηση2. Ριψοκίνδυνο γιατί η μικρή αφηγηματική φόρμα, οι ελάχιστες σελίδες, δεν παρέχουν την άνεση για να ξεδιπλωθεί μια ολοκληρωμένη πλοκή ή να σχηματιστούν ανάγλυφοι οι χαρακτήρες. Ελλοχεύει, επομένως, πάντα ο κίνδυνος να σχηματίζει ο αναγνώστης την εντύπωση ότι το μικρό πεζό είναι λειψό –χωρίς σημασία– αν δεν δεχτεί την ανάλογη εκκένωση συναισθηματικού φορτίου εντός του. Και για να χρησιμοποιήσω μαθηματική ορολογία, επηρεασμένος από το πρόσφατο βιβλίο του Στέφανου Μπαλή Μαθηματικά και ποίηση, θα έλεγα ότι στο καλό μικρό πεζό πρέπει η προσφερόμενη συγκίνηση να είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πυκνότητα του εκφερόμενου λόγου.

Ο τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει ότι όσα ο Γούτας διηγείται με τις μικρές ιστορίες του –δηλαδή τα λάφυρα– συνέβησαν τον μήνα Αύγουστο, που είναι ο κατεξοχήν μήνας των θερινών διακοπών. Γι’ αυτό και ο τόπος όλων σχεδόν των αφηγημάτων είναι η Χαλκιδική – πλην ενός που είναι η Σκιάθος. Ως χρόνος είναι μεν ο μήνας Αύγουστος, αλλά ως αφετηρία της αφήγησης, γιατί άλλοτε επεμβαίνει η μνήμη και μας γυρίζει στο παρελθόν, πραγματοποιώντας και τις ανάλογες συγκρίσεις του τότε με το τώρα, κι άλλοτε εισβάλλει μια κριτική διάθεση που σχολιάζει πρόσωπα και γεγονότα, σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να επισημάνει τα κακώς –κατά την άποψή του– κείμενα και υποδορίως να νουθετήσει τον αναγνώστη. Έτσι, στο αφήγημα «Η Γερακίνα» ο συγγραφέας επισκέπτεται τον Βάβδο Χαλκιδικής και το καφενείο «Η Γερακίνα» και θυμάται πώς ήταν χωρισμένο το χωριό και το καφενείο την περίοδο του Εμφυλίου, όταν ζούσε εκεί με τη μητέρα του, που υπηρετούσε στον Βάβδο ως δασκάλα (πρώτη περίπτωση). Στο αφήγημα «Η εκδρομή» πηγαίνει μ’ έναν φίλο του στη Σκιάθο και καθώς οδεύουν για μπάνιο στις Κουκουναριές, αξύριστοι και ατημέλητοι, με σαγιονάρες και σορτσάκια, βλέπουν μια ταμπέλα που έγραφε «Προς οικίαν Αλ. Παπαδιαμάντη». Ο αφηγητής, ενθουσιασμένος, προτείνει στον φίλο του να πάνε να δούνε το σπίτι αλλά εκείνος αντιδρά λέγοντας ότι με την αμφίεση που έχουν θα βεβήλωναν όχι μόνο την οικία αλλά και τη μνήμη του Παπαδιαμάντη. Και καταλήγει: «Ο Θωμάς έχει δίκιο. Δεν ήταν σωστό να περιφέρουμε τη γύμνια και τ’ αντηλιακά μας σ’ έναν τέτοιο χώρο. Και παρότι εγώ είχα φάει τον Παπαδιαμάντη με το κουτάλι, έδειξε πως σέβεται κι εκτιμά περισσότερο από μένα το όνομά του» (δεύτερη περίπτωση).

Τα περιστατικά που γίνονται σπινθήρες έμπνευσης είναι συνήθως καθημερινά και εν μέρει ασήμαντα: ένα πεταμένο στα σκουπίδια παλιό θρανίο δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα να μας ταξιδέψει στα μαθητικά του χρόνια· μια θεούσα που πουλάει κομποσκοίνια στους λουόμενους του Σωτήρος (6 Αυγούστου) σε παραλία της Χαλκιδικής τού θυμίζει έναν συνάδελφό του στον στρατό, τον Σωτήρη, ο οποίος μόνασε στο Άγιον Όρος· μια επίσκεψη στη Μονή Γρηγορίου του Όρους γίνεται η αφορμή να κατακρίνει την απρεπή συμπεριφορά δύο αλητοτουριστών που πήγαν να δουλέψουν έναν γέροντα μοναχό και το μάθημα που πήραν από εκείνον. Από τον σχολιασμό του δεν ξεφεύγουν κάποιοι νεόπλουτοι Αθηναίοι, οι αγιογδύτες ταξιτζήδες της Κασσάνδρας και το πώς τους εκδικήθηκε, καθώς και ένας κουλτουριάρης νέος συγγραφέας, που καυχιόταν ότι γνώριζε όλους τους πρωτοεμφανιζόμενους στα γράμματα σε λεκανοπέδιο και Θεσσαλονίκη αλλά αγνοούσε τη Μαρία Ιορδανίδου και τη Λωξάντρα της. Το ενδιαφέρον του Γούτα επεκτείνεται ακόμα και ως τους 118 ναύτες του ρωσικού υποβρυχίου που, εγκλωβισμένοι στα βάθη της θάλασσας, πέθαιναν από έλλειψη οξυγόνου στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, επειδή οι Ρώσοι αξιωματούχοι αρνήθηκαν την αμερικανική βοήθεια. Τέλος, δύο μικρές ιστορίες, μία που αφορά σκύλους και μία γάτες, φανερώνουν τρυφερά φιλόζωα αισθήματα. Έτσι, ποικίλα ασήμαντα ή καθημερινά περιστατικά γίνονται, από την πένα του συγγραφέα, σημαντικά για τη λογοτεχνία και τους αναγνώστες.

Ας δούμε τώρα ποια είναι τα ιδιαίτερα στοιχεία στα μικρά αυτά πεζά του Γούτα. Όλα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο· αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται απόλυτα. Πρόκειται, επομένως, για βιωματική πεζογραφία στα όρια των αυτοβιογραφικών στιγμιότυπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το αφήγημα «Ο ανυπότακτος του καλοκαιριού». Η βιωματική πεζογραφία για να αποκτήσει ενάργεια πρέπει να συνοδεύεται και από μικρή ή μεγαλύτερη δόση χιούμορ, που στις σελίδες του Γούτα ρέει διακριτικά. Στο αφήγημα, π.χ., «Γάτα από σόι», ο συγγραφέας δέχεται πρόταση ενός φίλου του, εργένη και γλεντζέ, να πάνε στο Πόρτο Σάνι για ψαράκι. Γράφει: «Καθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα που το μόνο ταπεινό πάνω της ήταν το όνομά της – κάποια σύνθεση αντρικού ονόματος με τη λέξη ψάρι, που παραπέμπει σε τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών ή άφθαρτους λαϊκούς ήρωες του παρελθόντος. Ενώ οι αστακοί, οι γαρίδες σαγανάκι κι οι ακριβές ψαρούκλες δίναν και παίρναν, στάθηκα στο ύψος μου παραγγέλνοντας υγιεινή σαρδέλα σχάρας».

Ένα ακόμα στοιχείο στην πεζογραφία του Γούτα είναι η λεπτεπίλεπτη παρατήρηση. Παρατηρεί ασήμαντα πράγματα και τα σχολιάζει με ευαισθησία. Έτσι, στο αφήγημα «Τα σκυλιά» –μία μόλις σελίδα και κάτι– ο συγγραφέας παρατηρεί δύο κοπρόσκυλα που, για να δροσιστούν στο αυγουστιάτικο καμίνι, βουτούν στην παραλία της Ποτίδαιας σκορπώντας πανικό στα μικρά παιδιά και στους γονείς τους, οι οποίοι τα κυνηγούν ανελέητα με πέτρες. Απόμακρα, στην άκρη της παραλίας, τα υποδέχονται με τρυφερότητα δύο ξένες τουρίστριες, που τα ταΐζουν και παίζουν μαζί τους. Από την τρίτη κιόλας μέρα τα δύο σκυλιά μαθαίνουν να πηγαίνουν κατευθείαν στις τουρίστριες. Και ο αφηγητής παρατηρεί: «Τα παίρνω μάτι, απ’ το σημείο που βρίσκομαι, και ζηλεύω. Σκέφτομαι όμως πως τ’ όνειρο κάποτε θα τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα φύγουν οι τουρίστριες για την πατρίδα τους και θ’ αρχίσει πάλι η σκυλίσια ζωή τους. Αν τα δεχτούν, φυσικά, τα άλλα κοπρόσκυλα στο σινάφι τους, στην πλατεία, έτσι που καλόμαθαν απ’ την ανθρώπινη φροντίδα».

Ένα ακόμα στοιχείο στα αφηγήματα του Γούτα είναι μία τάση νουθεσίας, που όταν υπερβαίνει κάποιο όριο –επιτρεπτό ίσως από την ιδιότητά του, του δασκάλου–ενοχλεί, γιατί θυμίζει έντονα τον Χριστιανόπουλο, που κι αυτός στους Ρεμπέτες του ντουνιά –συλλογή μικρών πεζών– εμφανίζει την ίδια ροπή, απότοκη της θητείας του στα κατηχητικά, που επηρέασε τον χαρακτήρα και τη λογοτεχνία του.

Η πλοκή άλλοτε είναι υποτυπώδης και η επιτυχία του αφηγήματος εξαρτάται αποκλειστικά από το άρωμα της συγκίνησης που αποπνέει («Νέα Ηράκλεια», «Ένας φίλος από τα παλιά») κι άλλοτε είναι περισσότερο συγκροτημένη, οπότε η γραφή γίνεται νευρώδης και αφθονούν τα διαλογικά μέρη («Η ψησταριά», «Κούρσες για το πουθενά»). Κάποτε πάλι δεν υπάρχει πειστική εξήγηση στη συμπεριφορά κάποιου προσώπου. Ο αναγνώστης δεν μπορεί, π.χ., να καταλάβει γιατί στο αφήγημα «Μάθημα πατριδογνωσίας» ο ηλικιωμένος Άγγλος παραθεριστής, τον οποίον ενοχλούσε η ραθυμία και απραξία των Ελλήνων, που την άραζαν στο καφενείο μ’ ένα κομπολόι στο χέρι, άλλαξε γνώμη μέσα σε μια βδομάδα και άρχισε να τους μιμείται.

Η γραφή είναι ρεαλιστική, χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς και πλατειασμούς. Οι επιδράσεις που προφανώς δέχτηκε ο Γούτας προέρχονται από τους πεζογράφους της «Διαγωνίου», και ειδικότερα από εκείνους που καλλιέργησαν τη μικρή –ή και τη μικρή– αφηγηματική φόρμα.

Το εξώφυλλο της συλλογής αποτελείται από σύνθεση δύο έργων του Γιώργου Παραλή, που μας γυρίζουν στο παρελθόν, σε μια Θεσσαλονίκη και μια Χαλκιδική που δεν υπάρχουν πλέον, αλλά εξακολουθούν να ζουν στη μνήμη εκείνων που αγαπούν τους τόπους όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.

Ο Γούτας, με τρόπο σαφή, λιτό και εξομολογητικό, έθεσε με το πρώτο ήδη βιβλίο του ένα στέρεο λιθαράκι στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης και της χώρας γενικότερα.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 Είναι πραγματικά δύσκολο πώς και πού να κατατάξει κανείς τα σύντομα πεζογραφήματα. Ο Χριστιανόπουλος ονόμασε το βιβλίο του Οι ρεμπέτες του ντουνιά (μικρά πεζά). Το ίδιο κι ο Ριτσώνης τις Τσίλιες του. Ο Ιωάννου αποκάλεσε τα πεζά του βιβλίου του Για ένα φιλότιμο πεζογραφήματα. Ο Δαμιανίδης τις συλλογές του Τα μάτια του σμηνία και Η καινούργια κλίκα διηγήματα. Εγώ το βιβλίο μου με μικρά πεζά Μισθός ανθυπιάτρου το βάφτισα αφηγήματα, για να το αντιδιαστείλω από τα άλλα βιβλία «κλασικών» –θα έλεγα– διηγημάτων. Φαίνεται ότι το παράδειγμά μου υιοθέτησε και ο Γούτας.

2 Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι όσοι καταπιάστηκαν με τη μικρή αφηγηματική φόρμα έχουν κάποια σχέση με την ποίηση; Ο Χριστιανόπουλος και ο Ριτσώνης, π. χ., ως κυρίως ποιητές και οι υπόλοιποι ως πεζογράφοι που πρωτοξεκίνησαν με ποιήματα;

 

(Περικλής Σφυρίδης, περιοδικό διαβάζω, τεύχος 427, Μάρτιος 2002)

 

 

 

 

ΘΗΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ

 

 

 

Οι πάλι ποτέ ομοβροντίες της επονομαζόμενης λογοτεχνικής γενιάς της Θεσσαλονίκης μπορεί να έχουν μετατραπεί σε σποραδικούς πυροβολισμούς, ωστόσο δεν έπαψαν να βρίσκουν το στόχο τους. Αυτό αποδεικνύει η πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή διηγημάτων Τα λάφυρα του Αυγούστου (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) του Παναγιώτη Γούτα, ως πρώτη συγκεντρωμένη δουλειά των έως τώρα προσπαθειών του συγγραφέα. Εάν ο μελετητής θα προσπαθούσε να καταγράψει τα χαρακτηριστικά αυτής της «συνομοταξίας της πένας», αναγκαστικά θα είχε ως πρώτη του αναφορά τον τρόπο με τον οποίο η ατομική εμπειρία αντιδρά με τη γραφή, για να προκύψει το γενικού ενδιαφέροντος ισοδύναμό της. Ακολουθώντας τη μεθοδολογία αυτή ο Παναγιώτης Γούτας μετατρέπεται σε έναν λαφυραγωγό –όπως προδίδει κι ο τίτλος–αυγουστιάτικων περιστατικών, πάνω στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να προβάλει τις προσωπικές του μνήμες. Το φως του Αυγούστου, η «ραχατλίδικη διάθεση» και οι μεταφυσικές οπές του χρόνου, ως τόπο συνάντησης των προηγουμένων, αποτελούν το κυριότερο όπλο του συγγραφέα για την κατάκτηση των λαφύρων. Μια τέτοια λογοτεχνική επιλογή βέβαια απαιτεί οξύτατες κορυφώσεις, διηγηματικές απολήξεις σαν αλεξικέραυνα, όπου οι προσωπικοί σπινθήρες μετατρέπονται σε ηλεκτρικό ρεύμα. Αλλού επιτυχημένη και αλλού λιγότερο ολοκληρωμένη η ανάλογη κατασκευή αθροίζεται σε μια ευχάριστη και πολλαπλά προσεγμένη αφήγηση, συνέχιση μιας γόνιμης λογοτεχνικής περιόδου της Θεσσαλονίκης.

 

(Βασίλης Κεχαγιάς, εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 25 / 8 / 2001)

 

 

 

 

Είκοσι ένα σύντομα αφηγήματα, που κρατούν από το σήμερα το άρωμα της απουσίας. Άνθρωποι δοσμένοι στην καθημερινότητα, καρφωμένοι εκεί, στο σημείο εκείνο όπου η επιβίωση δυναστεύει και καταδυναστεύει. Το παρελθόν παλιννοστεί ως αύρα που χάνεται κι όλο κερδίζεται, λέξεις που ειπώθηκαν και μετά ξεχάστηκαν, χειρονομίες που έμειναν μετέωρες εν μέσω θέρους, πράξεις που ματαιώθηκαν και η ματαίωσή τους αφήνει τη θλίψη που έχει η Ομορφιά, όταν δοκιμαστεί στα πιο οδυνηρά πεδία των μαρτυρίων. Ο λόγος του είναι κοφτός, χωρίς να είναι ασθματικός, αρδεύει από τα γόνιμα της γλωσσικής επάρκειας, χωρίς να επιθυμεί τον εντυπωσιασμό ή να «χαμηλώνει» τη γλώσσα, θέλοντας να δείξει ότι με τα μικρά ασχολείται. Αβίαστα όλα έρχονται, θέμα, γλώσσα, αφήγηση. Λάμπει το ελάχιστο, λάμπει, στρεφόμαστε εντός μας, κοιτάζει ο ένας τον άλλο και φωτιζόμαστε.

 

(Βασίλης Καλαμαράς, «Βιβλιοθήκη» Ελευθεροτυπίας, 7 / 9 / 2001)

 

 

 

 

Γραφή λιτή, προσεκτικά διατυπωμένα νοήματα και περιγραφές. Ένα αίσθημα νοσταλγίας των παιδικών και εφηβικών βιωμάτων. Ιστορίες σύντομες, με συχνές παλινδρομήσεις στο χρόνο, καθώς οι μνήμες ξυπνούν κάποτε εντελώς αναπάντεχα. Είκοσι ένα αφηγήματα με φόντο τη Χαλκιδική –παραλίες, χωριά, ανθρώπους –τη Σκιάθο και το Άγιον Όρος. Να τι περίπου κομίζει στα γράμματα με το πρώτο βιβλίο του –όχι όμως και πρώτη εμφάνιση –ο Παναγιώτης Γούτας. Θεσσαλονικιός γέννημα-θρέμμα, εκπαιδευτικός, στα 39 του τώρα. Σε όλα τα κείμενά του δεσπόζει ο Αύγουστος των διακοπών –«λάφυρα», όπως επιγραμματικά τα ονομάζει ο ίδιος, αυτού του μήνα από τη μάχη με το χρόνο και τη λησμονιά. Δεν θα έλεγα πως τούτο το πρώτο βιβλίο «σφραγίζει» τρόπον τινά την πορεία του συγγραφέα, είναι όμως ένα δείγμα καλό.

 

(Νίκος Ντόκας, «Βιβλιοθήκη» Ελευθεροτυπίας, 19 / 10 / 2001)

 

 

 

Πίσω από τα φώτα και τον θόρυβο της πόλης, μακριά από τις κοσμικές συγκεντρώσεις, τις «παρέες» λογοτεχνών και την εύκολη φήμη, η Θεσσαλονίκη αγωνίζεται μα αρθρώσει τη δική της φωνή στην ποίηση, την πεζογραφία, τον δημιουργικό λόγο γενικά. Οι περισσότεροι από τους επιγόνους του Πεντζίκη, του Ασλάνογλου, του Ιωάννου, του Αναγνωστάκη φαίνεται ότι στην πορεία απώλεσαν την επαφή με τη μεγάλη παράδοση της πόλης στα γράμματα. Με αποτέλεσμα να χαθούν ο καθένας στο προσωπικό του εγωκεντρικό σύμπαν και να επιμένουν, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, να εκδίδουν το ένα βιβλίο μετά το άλλο, χωρίς να έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις κάτι να πουν. Λίγοι πιστεύω θα διαφωνούσαν με αυτή τη διαπίστωση.

Τα Λάφυρα του Αυγούστου είναι το πρώτο βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα, που ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Διαβάζοντάς το είχα την αίσθηση ότι κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλίο που ακολουθεί την παράδοση των μεγάλων συγγραφέων της πόλης. Το γράψιμό του σε πολλά σημεία θυμίζει το γνώριμο ύφος του Γιώργου Ιωάννου. Όμως ο τρόπος γραφής του, καθώς και ο τρόπος που αντικρίζει το παρελθόν, την παιδική ηλικία, αλλά και το παρόν, έχει κάτι διαφορετικό, κάτι νέο, που δεν θα ήταν εύκολο να το προσδιορίσει κανείς.

Τα περισσότερα από τα εικοσιένα αφηγήματα του βιβλίου αναφέρονται σε ένα από τα πλέον τουριστικά μέρη της χώρας, τη Χαλκιδική, χωρίς ίχνος φολκλόρ ή χρήσης στερεότυπων δημοσιογραφικού τύπου, από αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από Έλληνες πεζογράφους. Πρόκειται για μία γραφή γεμάτη εσωστρέφεια, από την οποία δε λείπουν οι ενδολογοτεχνικές αναφορές, αν και συνήθως δίνεται η εντύπωση της προσκόλλησης στο γεγονός. Υπάρχει πλήθος αναφορών σε γνωστά πρόσωπα, τοποθεσίες κτλ., με αποτέλεσμα να παρασύρεται ο αναγνώστης σε ένα κλίμα αληθοφάνειας, ενώ στην ουσία κινείται σε μία πραγματικότητα που οριοθετείται από λέξεις και ιδέες, και όχι από πράγματα ή γεγονότα, όπως αρχικά νομίζει. Ο αναγνώστης κινείται σε μία γη καθαρά λογοτεχνική και όχι στη Χαλκιδική, στην οποία διαδραματίζονται οι περισσότερες από τις ιστορίες.

Παρόλο που κάθε πεζό παρουσιάζεται με αφορμή ένα συγκεκριμένο θέμα, το θέμα στην πορεία μένει μόνο ως αφορμή. Ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να μιλήσει όχι τόσο για τις αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε έναν τόπο, στη Χαλκιδική, αλλά κυρίως για τις αλλαγές που συντελέστηκαν μέσα του. Στην πραγματικότητα η Χαλκιδική δεν είναι ένας τόπος αλλά μία συμβατική ή συμβολική ονομασία της παιδικής του ηλικίας. Δεν υπάρχουν καλές και κακές εποχές ούτε φυσικά ο συγγραφέας δαιμονοποιεί το παρόν ενός τόπου σε σύγκριση με το παρελθόν, Μιλά αλληγορικά για την παιδική αθωότητα που έχει χαθεί οριστικά, όπως και για πράγματα και καταστάσεις που είχαν λάβει μία διάσταση μυθική στη σκέψη του παιδιού που τα βίωνε, ενώ τώρα απομυθοποιούνται και αποκαθηλώνονται. Απαλλαγμένος πλέον από την ψεύτικη ασφάλεια που παρείχε η παιδική ηλικία, μοιάζει να απορεί για το παρόν, στο οποίο νιώθει μετέωρος, και να αγωνιά για ΄,τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Αισθήματα όπως η νοσταλγία, η αίσθηση της απώλειας, η λύπη για πράγματα που μένουν μισά, η οργή για ό,τι καταστρέφουμε για να το αναπολούμε μετά από λίγα χρόνια μεταφέρονται με τρόπο φυσικό στον αναγνώστη. Στο κείμενο με τίτλο «Νέα Ηράκλεια» διαβάζουμε: «Ποιος άραγε γνωρίζει τις αλλαγές που συνέβησαν σ’ αυτό το χωριό; Πόσα στέκια παλιά εξαφανίστηκαν, πόσα δρομάκια μαγικά ασφαλτοστρώθηκαν, όσα δεντράκια των ερωτικών μας συνευρέσεων ξεριζώθηκαν; Πόσα της μνήμης και της ψυχής σημάδια εντάχθηκαν σε κάποιο πλαίσιο αναμόρφωσης και αναδόμησης της περιοχής;».

Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο των αφηγημάτων αναφέρεται στη φθορά που φέρνει ο χρόνος στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων. Σε μέρη όπως η Χαλκιδική,  όπου νοοτροπίες ανθρώπων από διαφορετικούς τόπους συνυπάρχουν, τα συμπτώματα μιας μακρόχρονης παρακμής είναι εμφανή. Η ελπίδα είναι κρυμμένη εκεί που λίγοι φαντάζονται: «Μόνο στα μικρά παιδιά, πλέον, ελπίζω. Σε κάτι ξυπόλητους μπόμπιρες που πρωί-βράδυ αλητεύουν μ’ ένα ποδηλατάκι στο χωριό». Πέρα από τη συχνή αναφορά στο τότε σε σχέση με το τώρα υπάρχουν και άλλα ζεύγη εννοιών που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όπως: οι ξένοι και οι ντόπιοι, η ζωή και ο θάνατος, ο παραδοσιακός και ο μοντέρνος τρόπος ζωής, η υπευθυνότητα και η αναίδεια, η ξενοιασιά του καλοκαιριού και η ρουτίνα της δουλειάς.

Ο συγγραφέας, γράφοντας για το βιβλίο του, σημειώνει μεταξύ άλλων στο οπισθόφυλλο: «Μέσα στην άπνοια και στο βύθισμα του θέρους η μνήμη βασανιστικά επιμένει. Παλιά καλοκαίρια, ιστορίες λησμονημένες, πρόσωπα του παρελθόντος σιγοκαίνε στη στάχτη του νου. Θέλουν να πάρουν σάρκα και οστά, να βγουν στην επιφάνεια».

 

(Διονύσης Στεργιούλας, περιοδικό Οδός Πανός, Ιανουάριος-Μάρτιος 2002)

 

 

 

Συμπυκνωμένες εικόνες αυγουστιάτικης Χαλκιδικής δίνει με τα συντομότατα αφηγήματά του ο Θεσσαλονικιός Παναγιώτης Γούτας, στο πρώτο του βιβλίο Τα λάφυρα του Αυγούστου. Και, παρόλο που πρόκειται για εικόνες, δεν θυμίζουν σε τίποτε καρτ ποστάλ. Το τουριστικό σκηνικό χρησιμεύει ως φόντο για να περιγραφούν και να σχολιαστούν γενικότερες καταστάσεις, με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο και τις σχέσεις του με τους γύρω και το περιβάλλον του. Σημαντικό ρόλο στα πεζά κείμενα του βιβλίου παίζει και το παρελθόν του αφηγητή, τόσο που ο ίδιος ο συγγραφέας να χαρακτηρίζει τη μνήμη «όχημα» για άντληση δυνάμεων.

 

(Βασίλης Πάγκαλος, «Πανσέληνος» της εφ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,….)

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ

 

 

Στα αφηγήματά σας καταρχήν μου έκανε εντύπωση το είδος τους: σύντομα, σαν στιγμιότυπα, ενώ κυρίαρχη τάση είναι το μυθιστόρημα.

 

Όταν γράφεις δεν επιλέγεις το είδος που συνηθίζεται ή έχει καθιερωθεί, αλλά αυτό που σε εκφράζει. Το ότι γράφονται σήμερα πολλά μυθιστορήματα δεν σημαίνει πως το αφήγημα ή το διήγημα είναι υποδεέστερες μορφές λόγου. Απεναντίας, είναι καταλληλότερες για κάποιον που γράφει βιωματικά. Επιπλέον είναι στενά συνδεδεμένες με τη λογοτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Προσωπικά πάντα με γοήτευε και με συγκινούσε το μικρό, σύντομο, περιεκτικό κείμενο. Επιμένω, λοιπόν, σε πείσμα των καιρών, στο μικρό, βιωματικό αφήγημα, που, σημειωτέον, είναι κι απ’ τα δυσκολότερα είδη λογοτεχνικής έκφρασης.

 

 

Πώς μετατρέπεται ένας πραγματικός τόπος, και μάλιστα ένας κατ’ εξοχήν τουριστικός προορισμός, σε λογοτεχνικό τόπο;

 

 

Καταρχάς, η Χαλκιδική, που αποτελεί το φόντο του συνόλου σχεδόν των αφηγημάτων μου, προϋπήρξε λογοτεχνικός τόπος –προτού γίνει τουριστικός –μέσα από τον Πεντζίκη. Επίσης, το ότι σ’ έναν τουριστικό τόπο κυριαρχεί η συναλλαγή, το χρήμα, η εκμετάλλευση, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει και ως πεδίο απ’ όπου αναδύεται ο έρωτας, η μνήμη, ο άνθρωπος, το βίωμα. Σημασία έχει η προσωπική ματιά εκείνου που προσπαθεί να τον αποκρυπτογραφήσει. Παρατηρώντας, λοιπόν, και καταγράφοντας τον τουριστικό τόπο ή σκαλίζοντας μνήμες του παρελθόντος αναφορικά μ’ αυτόν, προκύπτει το βιωματικό αφήγημα. Η αφορμή για δημιουργία έρχεται μέσα από απλά περιστατικά. Μια γάτα σε μια ψαροταβέρνα, ένα παλιό πεταμένο θρανίο, μια είδηση στο ραδιόφωνο για κάποιο ναυτικό ατύχημα, μπορούν ν’ αποτελέσουν το ερέθισμα για το ξεκίνημα της ιστορίας.

 

 

Η επιλογή του καλοκαιριού ως χρόνου των αφηγημάτων σας σχετίζεται μόνο με τον τόπο;

 

Θέλοντας να δείξω πως η μνήμη επιμένει πολλές φορές βασανιστικά, ακόμα και υπό «δύσκολες» συνθήκες, σκόπιμα επέλεξα ως χρόνο των αφηγημάτων μου το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα έναν καλοκαιρινό μήνα, το Αύγουστο, με τη δική του μυθολογία, όπως λέει κι ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, που η νωχέλεια του σώματος σε συνδυασμό με την ανυπόφορη ζέστη φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Η ιστορία, το αφήγημα, μπορούν να σκιρτήσουν ακόμα και κάτω από τέτοιες συνθήκες άπνοιας και ραστώνης. Το βίωμα, βλέπετε, η μνήμη, η γραφή, δεν πάνε διακοπές, δεν χαλαρώνουν…

 

 

Είστε νέος, κι όμως στο έργο σας σας απασχολεί πολύ η μνήμη. Πώς το εξηγείτε;

 

Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι χρονικές συμβάσεις που τις δεχόμαστε για πρακτικά ζητήματα. Ο χρόνος είναι ενιαίος, έτσι τον βιώνουμε. Το παρόν κουβαλά μέσα του ολόκληρο το παρελθόν και εμπεριέχει σπέρματα μέλλοντος. Αυτό το ενιαίο, το συνεχόμενο του χρόνου, γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο στη λογοτεχνία. Με όχημα, λοιπόν, τη μνήμη γυρίζω στα παλιά, αντλώ ό,τι μου χρειάζεται και επιστρέφω δυναμωμένος στο σήμερα. Δεν πρόκειται για… πρόωρη γήρανση, ούτε αποστασιοποίηση από την εποχή μας. Είναι, μάλλον, γνώση των αναγκών μου και των καιρών μας. Αυτό το προνόμιο, άλλωστε, της επιστροφής στα παλιά γιατί πρέπει να το έχουν μόνο οι συγγραφείς κάποιας ηλικίας;

 

(συνέντευξη στον Βασίλη Πάγκαλο, στην Πανσέληνο της εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, το 2001)