Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Παρουσίαση βιβλίου του Π. Γούτα στο "Μεσιέ Σαρλό"

 




Παρουσίαση βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα

στο βιβλιοπωλείο «Μεσιέ Σαρλό»

 

Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, στον φιλόξενο και ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου «Μεσιέ Σαρλό», στην περιοχή Χαριλάου, έγινε η παρουσίαση της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο (εκδ. Ρώμη, 2025). Ομιλητές, εκτός του συγγραφέα, ο εκδότης Γιάννης Κιντάπογλου και ο πεζογράφος Γιώργος Γκόζης. Παλιοί και νέοι φίλοι, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί και αρκετοί ομότεχνοί μου με τίμησαν με την παρουσία τους, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς!

 

 

 


(αναδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή Ένα δικό του δωμάτιο)

 

ΔΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

 

Ο αριθμός δέκα τον κυνηγούσε από τότε ανελέητα. Στα προσωπικά του, στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, στις σχέσεις του. Θυμάται, αρχές της δεκαετίας του ’90, ως δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφικής είχε ξετρυπώσει ένα μυθικό στέκι της Θεσσαλονίκης, που το έλεγαν «Δέκα βήματα στην άμμο». Εκεί, συχνά, τα Σάββατα, ξεσήκωνε τη συμφοιτήτριά του Μαρία Ν., που καταγόταν από την Αθήνα, και πήγαιναν ν’ ακούσουν μουσική από μια παρέα μουσικών, που έμελλε να γράψει ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Όλως τυχαίως –ή μήπως πάλι όχι;– η κομπανία του μαγαζιού ήταν δέκα άτομα. Το ρεπερτόριό τους: πολιτικά τραγούδια της εποχής, κάποια αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, πολύ Σαββόπουλος, έντεχνο και, στο τέλος, πάλι λαϊκά. Το «Δέκα βήματα στην άμμο» στα καλύτερά του. Λένε πως εκεί σύχναζε τακτικά και ο καθηγητής Μαρωνίτης – ο ίδιος πάντως δεν είχε την τύχη να τον συναντήσει. Μια εξήγηση που είχε ακούσει τότε για την προέλευση του ονόματος του μαγαζιού ήταν πως πάρθηκε από ένα παιχνίδι, που συνήθιζε να παίζει η παρέα των μουσικών σε παραλία της Χαλκιδικής. Αλλά δεν είναι απολύτως βέβαιος επ’ αυτού.

Θυμάται πως με τη Μαρία διαφωνούσαν συχνά για τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές τους επιλογές. Εκείνος, ήπιος Ρηγάς, αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής, μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. Κάποτε, μάλιστα, στην προσπάθειά του να χωρίσει έναν ΚΝίτη από έναν αναρχοαυτόνομο, που είχαν πιαστεί στα χέρια στον περίγυρο της Φιλοσοφικής για ασήμαντη αφορμή, είχε αποκτήσει ως παράσημα της «ειρηνευτικής του δράσης» μώλωπες από χτυπήματα και των δύο, που έκαναν σχεδόν τρεις μήνες να φύγουν οριστικά από το σώμα του. Εκείνη αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική συνδικαλίστρια και φοιτήτρια επί πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα μαζί με τη διπλωματική της, και σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.

Την ενοχλούσε που εκείνος διάβαζε το Δέκα μικροί νέγροι της Άγκαθα Κρίστι με μεγάλο ενδιαφέρον, και χιμούσε εναντίον του απροκάλυπτα:

—Μα, αστυνομική λογοτεχνία, άνθρωπέ μου… Ελαφρότητες! Πού πήγε η ταξική σου συνείδηση; Οι επιλογές σου ανέκαθεν ήταν συντηρητικές! τον έβαζε στη θέση του.

Έδινε τόπο στην οργή και ανεχόταν στωικά την απολυτότητα της κρίσης της. Θα ερχόταν, άλλωστε, η στιγμή που θα τα έβρισκαν οι δυο τους. Πρώτα με το «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, ύστερα με τον Μαρκές και τέλος… στο κρεβάτι της φοιτητικής εστίας, όπου στέγαζαν τον έρωτά τους.

Κάποιο βράδυ, μέσα στην κάπνα του μαγαζιού και στις στραγγισμένες Δεμέστιχες και Μαλαματίνες, η Μαρία σκέφτηκε να σηκωθεί επί σκηνής και να τραγουδήσει. Στο εν λόγω μαγαζί, σχεδόν για ένα μισάωρο κάθε βράδυ, είχε τη δυνατότητα ο καθένας να παίρνει το μικρόφωνο και να παρουσιάζει το ταλέντο του στο κοινό, ερμηνεύοντας κάποιο τραγούδι της αρεσκείας του – ένα είδος διαγωνισμού ταλέντων της εποχής. Η Μαρία ερμήνευσε το «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη. Το είπε μοναδικά, με λαγγεμένα τσακίσματα και σωστή τονικότητα στη φωνή της. Χάλασε ο κόσμος. Όρθιοι οι θαμώνες επευφημούσαν, οι παρέες ενθουσιασμένες τη χειροκροτούσαν, απαιτώντας επίμονα να πει κι άλλο τραγούδι. Εκείνη πετούσε στους επτά ουρανούς. Δεν τόλμησε να συνεχίσει. Παράτησε το μικρόφωνο και κούρνιασε δίπλα του σαν γατί.

—Λες να γίνω ποτέ τραγουδίστρια; τον ρώτησε γλυκά, με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία.

—Γιατί όχι; Τι παραπάνω, δηλαδή, έχουν οι άλλες; την ενθάρρυνε, θαυμάζοντας κρυφά το πάθος της με το τραγούδι.

Κόλλησε αυθόρμητα τα χείλη της στα δικά του σε ένα βαθύ φιλί, δίχως τελειωμό.

Δύο μήνες από εκείνο το βράδυ, από εκείνο το ανέλπιστο φιλί, χώρισαν. Εκείνη, ενθαρρυμένη από έναν κάπως γνωστό συνθέτη της πόλης που την είχε πλησιάσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, στο τραπέζι τους, τάζοντάς της λαγούς με πετραχήλια, παράτησε και τη Φιλοσοφική και τη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο. Έγινε τραγουδίστρια, αλλά ποτέ πρώτο όνομα. Βγάζει, απ’ ό,τι μαθαίνει από κοινούς φίλους, τα προς το ζην φυτοζωώντας, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, σε συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Η νυχτερινή ζωή τσάκισε και τη φωνή της και την όψη της.

Περνάει συχνά από τον αριθμό 16 της οδού Φλέμινγκ. Από το 2014, στον ίδιο ακριβώς χώρο, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση, στεγάζεται το θέατρο Τ. Ένα μικρό θεατράκι, ογδόντα περίπου θέσεων, που λειτουργεί ως κατάλυμα σε άστεγες θεατρικές ομάδες της πόλης και σε φιλοξενούμενες παραστάσεις. Θυμάται τα περασμένα. Το Δέκα μικροί νέγροι από τις εκδόσεις Λυχνάρι και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του αγαπημένου του Νιόνιου. Το Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Μαρκές. Την Αριστερά, που «είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης»5 και τη Μαρία Ν., που ήθελε απεγνωσμένα, από τότε, να γίνει τραγουδίστρια. Και το δέκα το καλό, τον Γιώργο Κούδα, που αλώνιζε εκείνα τα χρόνια τα γήπεδα, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να επιστρατεύουν ακόμη και αθέμιτα μέσα για να ανακόψουν τις μεγαλειώδεις επελάσεις του, με την μπάλα στα πόδια. «Πώς να περνά τα βράδια της;» αναρωτιέται συχνά. «Τι να περνά αυτή τη στιγμή από τη σκέψη της; Όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει, θα θυμάται καμιά φορά τις βραδιές μας στο “Δέκα βήματα στην άμμο” ή τα έχει διαγράψει όλα από τις κυψέλες της μνήμης της;»

Πρόσφατα, είδε το παλιό του αίσθημα αποτυπωμένο σε μια ρεπροντιξιόν ενός ζωγραφικού πίνακα του Πάνου Παπανάκου. Έργο με τέμπερα, μικρών διαστάσεων –μόλις 17x20 cm–, με τον τίτλο: «Οι αλησμόνητοι πανηγυρισμοί της νεότητος». Ζωγραφισμένος τρία ολόκληρα χρόνια πριν από τη γνωριμία του με τη Μαρία, τον είχε καθηλώσει με τη θέρμη των χρωμάτων του αλλά και με τον συμβολισμό του. Έμεινε να τον κοιτά σαν μαγεμένος στο σπίτι ενός φίλου του, όπου ήταν αναρτημένος.

—Τόσο πολύ σ’ αρέσει αυτός ο πίνακας; τον ρώτησε με νόημα ο φίλος του. Αν θέλεις, μπορώ και να σ’ τον χαρίσω.

Ακαριαία, σκέφτηκε πόσο επώδυνη θα του ήταν μια ισοβίως καθημερινή ενατένιση του πίνακα, αν αυτός γινόταν κτήμα του. Η μόνιμη αίσθηση εκείνου του πικρού αποχωρισμού.

—Προσέχω τον συνδυασμό των χρωμάτων και την τεχνική του καλλιτέχνη, δικαιολογήθηκε στον φίλο του, κρύβοντας, όπως όπως, την ταραχή του.

 

2019

 

Στην παρακάτω διεύθυνση μπορείτε να παρακολουθήσετε βίντεο ελάχιστων λεπτών από την εκδήλωση:

 

https://photos.app.goo.gl/5yR6h4hMJa5DP9AZ9

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ταχυδρομικό κυτίο (3)-(Γ)ράμματα

 




ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (3)

 

 

(στη στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)

 

 

Χριστίνα Γεωργιάδου, (Γ)ράμματα, ποίηση, εκδ. Έναστρον, 2025

 

Από τον τίτλο ήδη της τρίτης κατά σειρά ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Γεωργιάδου, ο αρχικός υπαινιγμός μάς προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει στις σελίδες του βιβλίου. Ποιήματα-γράμματα, δηλαδή ποιήματα σαν επιστολές της ποιήτριας στον εαυτό της, στον πλησίον, στον κόσμο γενικότερα, σε ένα μπουκάλι με σκοπό να αποσταλεί το μήνυμα σε έναν άγνωστο, μακρινό δέκτη−παραλήπτη, μέχρι και γράμματα στην ίδια την ποίηση. Παράλληλα, όμως, και ποιήματα-ράμματα, επουλωτικά του τραύματος που όλοι μας βιώνουμε, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Γιατί η ποίηση είναι ίαμα, φάρμακο και βάλσαμο που επουλώνει πληγές και απαλύνει τις εκδορές του σώματος και της ψυχής.

Η Χριστίνα Γεωργιάδου γράφει με ευαισθησία και συναίσθηση του κενού και της ακινησίας της ζωής και της ύπαρξης, νιώθοντας ως χρέος της το να καλύψει αυτό το κενό και να μας κινητοποιήσει διά της γραφής. Παράλληλα, κάποιες φορές, επιδεικνύει μια τόλμη κι έναν αξιοπρόσεκτο δυναμισμό στους στίχους της, εξεγειρόμενη απέναντι στη γενική παρακμή, που τείνει να καλύψει τα πάντα, προτάσσοντας ως αντίδοτο την τέχνη και την ενσυναίσθηση.

Η εικόνα του εξώφυλλου από τον εικαστικό Γιάννη Πρώιο, άκρως ενδιαφέρουσα και συμβατή με το περιεχόμενο του βιβλίου

 

Δείγμα γραφής (σελ. 48 του βιβλίου)

 

    Homo sapiens (?)

 

Το κλάμα ενός βρέφους

μας θυμίζει το δάσος

−η καταγωγή μας

Μας βάζει στη θέση μας

−του κτήνους

Αγγίζει τα όριά μας

 

Το κλάμα ενός βρέφους

Το κλάμα ενός βρέφους

Το κλάμα ενός βρέφους

είναι ό,τι αγριότερο

 

Είναι εμείς

−ζώο που πάλλεται απεγνωσμένα

για ένα χάδι.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

 

 

 

 


Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Ταχυδρομικό κυτίο (2)-Με το βλέμμα σ' έναν στίχο

 



 

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (2)

 

(στη στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)

 

Αυτόν τον μήνα, μεταξύ άλλων, ο ταχυδρόμος μού έφερε και τον τόμο «Με το βλέμμα σ’ έναν στίχο», 50+2 βραβευμένα διηγήματα, ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ, 2025. Κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους κριτικούς λογοτεχνίας και συγγραφείς Ευτυχία Γιαννάκη, Τέσυ Μπάιλα και Κωνσταντίνο Μπούρα, επέλεξαν 52 διηγήματα από ένα σύνολο 1003 διηγημάτων που έλαβαν. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται για όγδοη συνεχή χρονιά και, κατά την κριτική επιτροπή, φέτος "τα κείμενα ανέδειξαν τη ζωντάνια, τη φαντασία και το βαθύ συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί όταν η πεζογραφία συναντά την ποίηση". Αντί γενικού σχολίου, αναδημοσιεύω ένα από αυτά τα διηγήματα του ενδιαφέροντος αυτού τόμου.

 


 

Αναπαράσταση ΙΙΙ

Της ΓΟΥΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ

 

 

Μα εγώ θα κάνω την αναπαράστασή του·

ο πιο μικρός του φίλος, μια σκιά

 

από το ποίημα του Γιώργου Ιωάννου «Αναπαράσταση»,

Συλλογή Τα Χίλια Δέντρα, 1963

 

με αναφορά στον Γιάννη Χρήστου

 

Ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο περίμενε ακίνητος πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα έκανε δύο τρία μικρά βήματα προτού ξεκινήσει να περπατά σαν υπνωτισμένος, κατευθυνόμενος προς το πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής. Βημάτισε για λίγο αργά, επιβράδυνε απότομα και συνέχισε να περπατά με ταχύτερο ρυθμό αυτήν τη φορά. Σε απόσταση ενός μέτρου από το πιάνο σταμάτησε απροσδόκητα. Παρέμεινε εκεί ακίνητος και ωχρός για μερικές στιγμές, που διήρκησαν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε και λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε, και, έπειτα από περισυλλογή, αποφάσισε πως θα το προσέγγιζε επιφυλακτικά.

Την επόμενη στιγμή, χωρίς να το καταλάβει, βρισκόταν μόλις μια ανάσα μακριά του. Έτσι ορθός ακόμα, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι, τεντώθηκε στοιχειωδώς και, με τα ακροδάχτυλα δειλά και το κορμί λοξό, άγγιξε το άσπρο διερευνητικά. Ο πιανίστας Γρηγόρης Σεμιτέκολο δεν είχε άλλη επιλογή από το να καθίσει. Με τα χέρια να κρέμονται άχαρα πλάι στα πλευρά του και τον νου του σε επιφυλακή, κοίταξε ευθεία μπροστά του αμήχανα. Όποιος είχε κλειστά τα μάτια θα έλεγε πως δεν ακουγόταν κανένας ήχος ως τότε, αλλά ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο γράπωσε εκείνη τη στιγμή το καπάκι του πιάνου και ξεκίνησε να πνίγει έναν βουβό θρήνο μέσα σε βραχύφωνες συλλαβές, κουνώντας το κεφάλι του ανεπαίσθητα μπρος και πίσω και φτιάχνοντας ολοένα και μεγαλύτερες κυφώσεις.

Σήκωσε το δεξί του χέρι, σκληρό σαν σε τετανία, και το προσγείωσε ευγενικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, πάνω στο τελευταίο δεξί πλήκτρο, ενώ ο καημός του μεγάλωνε. Το έκρουσε με ορμή, δεν γινόταν αλλιώς. Το πελέκισε με την κόψη της παλάμης δυνατά και, στιγμιαία, ένιωσε μια απέραντη ανακούφιση. Σχημάτισε ένα τόξο και κατευθύνθηκε αντιδιαμετρικά προς τα μπάσα. Και πάλι πέτυχε την κρούση, με τις δύο παλάμες αυτή τη φορά, βίαια, καλωσορίζοντας στην ψυχή του μια νέα αναζωογόνηση. Ίσιωσε την πλάτη του και ξεκούρασε τα χέρια μπροστά, πάνω στα πλήκτρα, έπειτα από μία εκπλήρωση, με μία ψευδαίσθηση υποταγής.

Τα δέκα βογκητά του Γρηγόρη Σεμιτέκολο δεν μπορούσαν να σιγήσουν πλέον. Όταν ένιωσε έτοιμος, προετοίμασε το στόμα και το κορμί του για τη διαπεραστική κραυγή του αβάστακτου πόνου, που διακόπηκε θαρρείς στη μέση αφήνοντάς τον παγωμένο. Το χέρι σαν τσεκούρι άρχισε να πέφτει άδικο και αδιάκριτο πάνω στα πλήκτρα. Το πιάνο αντέδρασε γκρεμίζοντας το καπάκι, και ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο έπεσε στα γόνατα μπροστά του μετανοώντας, εκλιπαρώντας, άλλες φορές εξαπολύοντας απειλές και ύβρεις. Όταν σηκώθηκε ηττημένος, έγνεψε έντρομος προς κάθε κατεύθυνση με προτροπή για διαφυγή. Χρόνια μετά, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο ακόμα γνέφει χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ρωγμή στο κέλυφος.

 

(σς. 32-34 του τόμου)

 

 


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Βαλέτα

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 



ΒΑΛΕΤΑ

 

 

 

ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ

 

 

Όταν μού το πρότειναν οι ιππότες της Μάλτας, ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον νου μου ν’ αρνηθώ. Να ζωγραφίσω, μού είπαν, στο Ιερό της εκκλησίας τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη, του Βαπτιστή. Έβαλα τα δυνατά μου, ξεδίπλωσα όλη την τέχνη μου, τα έδωσα όλα. Όχι από υπέρμετρη θρησκευτικότητα, από ευλάβεια ή από υποταγή στον Πάπα. Όχι, όχι γι’ αυτά! Έβαλα τα δυνατά μου όχι για τα χρήματα, ούτε για να ενισχύσω την πίστη κανενός προσκυνητή του ιερού χώρου. Ό, τι έκανα, το έκανα για να εξαγνιστώ εγώ ο ίδιος, για να διώξω μακριά τις τύψεις που λυσσαλέα με καταδιώκουν. Δεν μπορούσα να το καταστήσω πιο ευκρινές, πιο αποκαλυπτικό. Εκείνο το f μπροστά στην υπογραφή μου, κάτω από την κηλίδα αίματος, υποδήλωνε την αδελφότητα που ανήκα. Όχι, δεν θα ζωγράφιζα τον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή για χατίρι κανενός τάγματος ιπποτών – ποτέ κάτι τόσο ρηχά θρησκευτικό δεν πέρασε από τη σκέψη μου. Το έγκλημα τού 1606 θέλησα ν’ αναπαραστήσω, τον φόνο του Ρανούτσιο, που εγώ προκάλεσα για ένα στοίχημα σ’ έναν αγώνα τένις.

 

 

Σ΄ ένα στενάκι στους δρόμους της Βαλέτας, σώζεται μέχρι και σήμερα ένα από τα αρχαιότερα πορνεία της Μάλτας. Η επιγραφή στην πόρτα αναφέρει το εξής: «Το παλειό Ελληνικό Μπουρδέλλο.» Και από κάτω, μεταφρασμένο στα αγγλικά: «The old Greek Bordello». Η πόρτα είναι σχεδόν ετοιμόρροπη, ένα κουδούνι φανερώνει το πώς καλούσαν οι πελάτες την ιερόδουλο ν’ ανοίξει, ενώ διάφοροι τουρίστες έχουν χαράξει πάνω στην πόρτα σχόλια, στιχάκια ή πικάντικες φράσεις.

Είναι, ίσως, το συγκινητικότερο σημείο της παλιάς πόλης, σκέφτηκα. Μπορεί ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιπποτικά τάγματα και παπική εκκλησία να φρόντισαν πλουσιοπάροχα για την καλλιτεχνική, πνευματική και ψυχική ανύψωση των περιοίκων, όμως τη σωματική τους ανάταση την είχε αναλάβει –σχεδόν εξ ολοκλήρου, για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως αναφέρεται στην Ιστορία– μια απλή, ξεριζωμένη από το νησί της, Ροδίτισσα.

 

 

Ο κορμός του υπέργηρου φίκου του Βασιλικού κήπου –σπόρος ριγμένος από βρετανικό χέρι, από την εποχή της αποικιοκρατίας– κατευθύνεται ψηλά, ύστερα παίρνει απότομα κλίση προς τη γη, διεισδύει στο χώμα ως ρίζα και ξαναφύεται στην επιφάνεια με κατεύθυνση, ξανά, στον ουρανό. Ένα θέαμα αρκετά εντυπωσιακό και πρωτότυπο, που καθηλώνει το βλέμμα.

Η πτώση και η ψυχική ανάταση του ανθρώπου, σκέφτομαι, αναπαριστάμενες σ’ έναν πρώην αποικιοκρατικό κήπο, από τον κορμό και τα κλαδιά ενός ταπεινού φίκου. Ίσως, όμως, κι ένα ανεπανάληπτο σύμπλεγμα υποταγής κι ελευθερίας.

 

 

Η γάτα του Βασιλικού κήπου –μία από τις ελάχιστες που συνολικά υπάρχουν στο νησί– μόνο από τα χέρια της Μαλτέζας ξεναγού δέχεται χάδια. Σε όλους εμάς που την πλησιάζουμε για να τη χαϊδέψουμε, μάς δείχνει τα νύχια της.

 

 

Πάνω στο πάτωμα του Καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη, στη Βαλέτα, το καλυμμένο με εντυπωσιακές μαρμάρινες ταφόπλακες (πάνω από τετρακόσιοι ιππότες είναι θαμμένοι από κάτω), βαδίζει ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα, ευειδής νεαρή τουρίστρια. Ανυποψίαστη για τις ιστορικές λεπτομέρειες του χώρου, έχει στραμμένο το βλέμμα ψηλά και ασταμάτητα φωτογραφίζει με το κινητό της την οροφή της εκκλησίας. Για το δάπεδο δεν δίνει δεκάρα. Το λεπτό φουστάνι της λικνίζεται στο πέρασμά της, τραβώντας ουκ ολίγα βλέμματα τουριστών.

Κάτω από τα πόδια της οι θαμμένοι ιππότες αρχίζουν να σαλεύουν. Ξυπνούν από ύπνο αιώνων, φορούν ξανά τις σκουριασμένες πανοπλίες τους και κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιος θα την πολιορκήσει.

 

 

Ο νεαρός Ινδός εργαζόμενος του ξενοδοχείου στη Sliema, την ώρα του πρωινού, ήταν υπέρμετρα ευγενικός. Αποκαλώντας με «sir», μου ετοίμασε στη στιγμή την κρέπα που του ζήτησα. Όταν την έβαλα με τη λαβίδα στο πιάτο μου, θαρρώ πως μου έκανε και μια μικρή υπόκλιση. Προτού, όμως, προλάβω ν’ απομακρυνθώ, άκουσα τον κρότο της λαβίδας και παραξενεύτηκα. Είχε πάρει τη λαβίδα και την τοποθέτησε στο σωστό σημείο: επάνω σ’ ένα άδειο πιάτο. Ένιωσα μέσα μου την ένταση και τον θυμό του γι’ αυτήν την μικρή ατασθαλία που είχα προκαλέσει με το να εναποθέσω το σκεύος όχι στο ενδεδειγμένο σημείο. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος. Πάντα χαμογελαστός, είχε στραφεί τώρα στον επόμενο πελάτη του, που του είχε ζητήσει διπλή κρέπα με σοκολάτα, αποκαλώντας τον κι εκείνον «sir».

 

Τα καρπούζια εδώ είναι ακριβά. Δεκατέσσερα, περίπου, ευρώ χρεώνουν το ένα, όσο και μία καλή μπλούζα σε καιρό εκπτώσεων! Πληρώνετε και το νερό που χρειάζεται για να ποτιστεί, που είναι δυσεύρετο!, μας αποκάλυψε ο αρχηγός της εκδρομής, δείχνοντάς μας τον μικροπωλητή, στην άκρη του δρόμου, καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο.

Η μοναχική, καλοδιατηρημένη κυρία του γκρουπ, «πο, πο, τρομερό!» αναφώνησε και, μη ανεχόμενη τη ζέστη και την υγρασία της ημέρας, βγάζει από το σακίδιό της μια βεντάλια, σχεδιασμένη στις διαστάσεις και στα χρώματα φέτας καρπουζιού, κι αρχίζει απεγνωσμένα να δροσίζεται.

 

(Αύγουστος 2024)

 

 


Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (2)

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 

               

 

ΠΑΡΙΣΙ (2)

 

 

Ο άστεγος του κέντρου του Παρισιού προτίμησε να κατασκηνώσει στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο ενός παρακείμενου κτηρίου από το σκιερό πλατύσκαλο του «Πανθέου των αθανάτων», όπου ξαποσταίνουν οι κατάκοποι, από τις περιηγήσεις, τουρίστες.

Αυτόν, δεν τον ενδιαφέρει η αθανασία!

 

 

Ένα τμήμα της πρόσοψης της Όπερας Garnier του Παρισιού καλύπτεται από γιγαντοαφίσα που διαφημίζει επώνυμο οίκο μόδας.

Σε μία από τις εισόδους του Λούβρου, δίπλα στην ατέλειωτη ουρά των επισκεπτών και παραπλεύρως της μπουτίκ με τα αναμνηστικά, ξεπροβάλλει μεγαλεπήβολη αίθουσα προϊόντων της Lacoste.

Ο λογότυπος της Nike έχει παρθεί από το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης.

 

Ο καπιταλισμός, σκέφτομαι, ελίσσεται σαν φίδι. Βρίσκει πάντα τον τρόπο να χωθεί ξεδιάντροπα στην καρδιά του πολιτισμού.

 

 

Έξω από τον κήπο του Palais Royal, απέναντι από το Λούβρο, άκουσα εκείνο το πρωί έναν μεσήλικα να σφυρίζει ανέμελα το «Lhymne á lamour» της Εντίθ Πιάφ. Η μελωδία σφηνώθηκε στον νου μου για αρκετές ώρες, φτιάχνοντάς μου τη διάθεση

«Le ciel bleu sur nous peut s’ effondrer…»

Κι ας ήταν όλη μέρα ο ουρανός συννεφιασμένος.

 

 

Από τον έκτο όροφο του πολυκαταστήματος Lafayette, στο Παρίσι, έχεις άμεση οπτική πρόσβαση στην Όπερα Garnier. Από την ταράτσα, μάλιστα, του έβδομου ορόφου φωτογραφίζεις το αέτωμα του εμβληματικού κτηρίου.

Εκεί ψηλά, ο επισκέπτης του πολυκαταστήματος έχει τη απατηλή εντύπωση πως το βλέμμα του είναι ισοϋψές του κτηρίου. Στην πραγματικότητα όμως, για λίγες δεκάδες μέτρα, η Τέχνη υπερβαίνει της ματαιοδοξίας του.

 

 

Το ταξί Uber που προπλήρωσα για να επιστρέψω στο ξενοδοχείο το οδηγούσε ένας μελαψός νεαρός, μάλλον αλγερινής καταγωγής. Άκουγε μουσική τζαζ από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό και φορούσε μπλούζα αθλητική, που έγραφε πίσω «Miguel, 5, ΑΛΜΩΠΟΣ». Του εξήγησα με τα μετριότατα γαλλικά μου ότι η λέξη «Αλμωπός» είναι ελληνική και τον ρώτησα από πού βρήκε αυτήν την μπλούζα.

Μου την έδωσε ο άντρας της αδελφής μου, μου είπε. Έπαιζε, παλιά, ποδόσφαιρο στην Ελλάδα…

Όπου και να ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε εκπλήσσει!

 

 

Όσο και να προσπαθούν να αλλοιώσουν τη συνοικία La Defense, με τα επιχειρηματικά γραφεία, τις πολυεθνικές εταιρείες, τους γυάλινους, επιθετικούς ουρανοξύστες και τον εν γένει απρόσωπο χαρακτήρα των σύγχρονων κτηρίων, δεν θα μπορέσουν ποτέ να το πετύχουν. Ούτε θα καταφέρουν να αμαυρώσουν και να αναιρέσουν τη ζηλευτή ισορροπία και αρμονία των παλιών κτηρίων, τα ευθυγραμμισμένα οικοδομικά τετράγωνα, την αριστουργηματική ρυμοτομία της πόλης. Τα λεπτά φορέματα των γυναικών στην avenue de lOpera πάντα θα θροΐζουν μαυλιστικά στο πέρασμά τους, το δυνατό άρωμα της Ιστορίας πάντα θα συνεπαίρνει τον επισκέπτη και το ασταμάτητο μουρμουρητό του Σηκουάνα θα εκλεπτύνει αενάως τη συνείδησή μας, σε πείσμα των επιχειρήσεων και των πολυεθνικών.

 

 (συνεχίζεται)