Ο ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΟΥ ΝΙΟΥΑΡΚ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ
(1933-2018)
֎
ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΟΥ ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ:
«ΠΕΦΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΣΕΚΟΥΡΙΕΣ ΣΑΝ ΔΕΝΔΡΑ»*
(Σκέψεις
για το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Παντρεύτηκα έναν κομουνιστή (μτφρ.
Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις), με αφορμή τα τέσσερα χρόνια –στις
22.05.2018– από τον θάνατό του)
Όταν
το 1996, η Βρετανή ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Κλερ Μπλουμ
(1931) κατηγόρησε τον τρίτο της σύζυγο, τον Αμερικανό συγγραφέα Φίλιπ Ροθ για
χειραγώγηση και συναισθηματικούς εκβιασμούς, κυκλοφορώντας την αυτοβιογραφία
της με τίτλο Εγκαταλείποντας το κουκλόσπιτο, ίσως δεν φανταζόταν ποτέ
την απάντηση του τελευταίου με το μυθιστόρημά του Παντρεύτηκα έναν
κομμουνιστή (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις), ένα
μυθιστόρημα-ποταμό που κυκλοφόρησε στην Αμερική δύο χρόνια έπειτα από το
εγχείρημα της Μπλουμ, δηλαδή το 1998.
Η
αρρωστημένη σχέση μάνας και κόρης
Στον
δικό του σαιξπηρικού τύπου θίασο ο Ροθ «τοποθετεί» –όπως έχει επισημανθεί και
από κάποιους κριτικούς– την πρώην του σύζυγο, στον ρόλο της μυθιστορηματικής
πραγματικότητας αυτήν τη φορά, με την ηθοποιό Εύα Φρέιμ, την αντιηρωίδα του
στόρι, μια γυναίκα της υψηλής κοινωνίας και του θεάματος, που έχει ήδη τελέσει
τρεις γάμους (παραποίηση στοιχείων πραγματικής ζωής, προφανώς για κάλυψη από
μεριάς Ροθ), είναι εμμονική με τη μουσικό κόρη της, τη Σίλφιντ, και ντρέπεται
για την εβραϊκή καταγωγή της, κρύβοντάς την από όλους όσοι την περιβάλλουν. Ο
δεύτερος στη σειρά σύζυγός της, ο Πένινγκτον, ένας αντισημίτης ομοφυλόφιλος
σταρ του βωβού και «γνήσιος», κατά Ροθ, αριστοκράτης, δεν βγαίνει οριστικά από
τη ζωή της λόγω της Σίλφιντ, που διατηρεί επαφή με τον πατέρα της. Γράφει ο Ροθ
στη σ. 210 για την Εύα Φρέιμ, υπερασπίζοντας την εβραϊκότητα του βασικού του
ήρωα, του Άιρα Ρίνκολντ (μιλά ο αδελφός του Άιρα, ο Μάρεϊ Ρίνκολντ):
«Είσαι Αμερικανίδα που δεν θες να είσαι το
παιδί των γονιών σου; Ωραία. Δεν θες να συναναστρέφεσαι Εβραίους; Ωραία. Δεν
θες να ξέρει κανείς ότι γεννήθηκες Εβραία, θες να συγκαλύψεις το πώς ήρθες στον
κόσμο; Θες να παρακάμψεις το πρόβλημα και να υποκριθείς πως είσαι κάποια άλλη;
Ωραία. Ήρθες στη σωστή χώρα. Αλλά δεν είναι ανάγκη να μισείς και τους Εβραίους
από πάνω. Δεν είναι ανάγκη να δίνεις γροθιές για να βγεις από κάπου και να
βαράς τον άλλον στη μούρη. Οι φτηνές χαρές του μίσους για τους Εβραίους δεν είναι
απαραίτητες. Πείθεις ως μη Εβραία και χωρίς αυτές…»
Η κόρη της Φρέιμ, η Σίλφιντ, είναι ένα
πραγματικά σκοτεινό και απωθητικό πλάσμα. Μισεί και χειραγωγεί τη μητέρα της,
παίζει άρπα, είναι βουλιμική, μιλά ελάχιστα στις επαφές της μητέρας της με τον
Άιρα – από τους πιο ύπουλους μυθιστορηματικούς δευτεραγωνιστές του Ροθ, ο
οποίος έχει κοινά στοιχεία συμπεριφοράς με τη ζαϊνίστρια και βομβίστρια Μέρι,
την κόρη του Σίμουρ Λιβόβ στο Αμερικανικό ειδύλλιο. Αφού πρώτα ο Ροθ μάς
αποκαλύπτει στη σ. 119 πως στη σχέση μάνας και κόρης «η Σίλφιντ είναι αυτή που
κρατά το μαστίγιο», κάποιες σελίδες παρακάτω γράφει για την αντίδραση της
Σίλφιντ, όταν ο Άιρα με την Εύα Φρέιμ σκέφτονταν ν’ αποκτήσουν ένα παιδί:
«Από τους πόρους της Σίλφιντ αναδύονταν
στην επιφάνεια κάθε λογής πρωτόγονα στοιχεία που δεν είχαν καμιά σχέση με το
παίξιμο της άρπας. Αυτό που ο Άιρα ακούει να λέει η Σίλφιλντ στη μητέρα της
είναι: “Έτσι και το επιχειρήσεις ξανά, θα το πνίξω το βλαμμένο στην κούνια
του!”»
.
Ο
άνθρωπος από σίδερο καταρρέει
Βρισκόμαστε
στην Αμερική του ’50, στα σκοτεινά χρόνια του μακαρθισμού και η ειρωνεία του
Ροθ αρχίζει –από το όνομα ακόμη του κεντρικού ήρωα του βιβλίου– το
αποκαθηλωτικό και αδηφάγο σχέδιό της. Το όνομα του βασικού ήρωα του στόρι είναι
Άιρα, χαϊδευτικό του Άιρον, που σημαίνει «άνθρωπος από σίδερο». Ο Άιρα –κρύβει
ένα βαθύ, ανείπωτο μυστικό από τα δεκαέξι του, που το μαθαίνουμε προς το τέλος
του βιβλίου– είναι ένας μονίμως εξεγερμένος και οργισμένος τύπος, που ασπάζεται
την ιδεολογία του κομμουνισμού. Έζησε στη ζωή του «όλα τα μικροαστικά σκατά»
(σ. 366). «Σπίτι. Γάμος. Οικογένεια. Ερωμένη. Μοιχεία». Στις σελίδες 415 και
416 ο Ροθ συνοψίζει σε κάποιες σειρές το μάταιο και ανικανοποίητο της ζωής του
ως εξής:
«Ο Άιρα και το φτυάρι. Όλα αυτά που
επέβαλε στον εαυτό του… Οι κακές ιδέες και τα αφελή όνειρα. Όλα του τα
ρομάντζα. Το πάθος του να είναι κάποιος που δεν ήξερε πως είναι. Δεν ανακάλυψε
ποτέ τη ζωή του. Την αναζήτησε παντού – στο ορυχείο ψευδαργύρου, στο εργοστάσιο
δίσκων, στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, στο σωματείο, στη ριζοσπαστική
πολιτική, στο θέατρο στο ραδιόφωνο, στο ξεσήκωμα του όχλου, στον προλεταριακό
τρόπο ζωής, στον αστικό τρόπο ζωής, στον γάμο, στη μοιχεία, στη βαρβαρότητα,
στην πολιτισμένη κοινωνία. Δεν τη βρήκε πουθενά…».
Ο Άιρα αναδεικνύεται σε πολλαπλά τραγικό
πρόσωπο όταν καταλήγει στη μαύρη λίστα, άνεργος, με τη ζωή του ρημαγμένη. Η
γυναίκα του, η Εύα Φρέιμ, τυπώνοντας το βιβλίο με τον τίτλο Παντρεύτηκα έναν
κομμουνιστή τον καταγγέλλει ως κατάσκοπο της Σοβιετικής Ένωσης, και το
προσωπικό δράμα της σχέσης του μετατρέπεται σε εθνικό σκάνδαλο. Πεθαίνει σε
ηλικία μόλις 51 ετών, πουλώντας τα πετρώματα του φίλου του Τόμι Μίναρεκ (εκ των
ελαχίστων φίλων του μέχρι το τέλος) σε παιδιά· σακουλάκια με πετρώματα για 15
σεντς το καθένα. Η ειρωνεία του Ροθ οργιάζει.
Ο συνεπής μελετητής της ειρωνείας του
λογοτεχνικού του μέντορα, του Κάφκα (πρωτίστως, βέβαια, του Σαίξπηρ) αλλά και
της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας δίνει ειρωνικές στιγμές-διαμάντια:
➺
Όταν ο Άιρα αδειάζεται ιδεολογικά από τον δικό του καθοδηγητή-μέντορα, τον Ο’
Ντέι.
➺
Όταν η Εύα Φρέιμ γονατίζει στο ψυχιατρείο ζητώντας του συγνώμη και η εξέλιξη
της συζήτησης την οδηγεί από απλή επισκέπτρια στον διπλανό θάλαμο των
«Ημιδιαταραγμένων», με φορείο, να ουρλιάζει υστερικά, αρνούμενη ν’ ακούσει
οποιοδήποτε αρνητικό σχόλιο για την κόρη της.
➺
Όταν ο Ροθ παραλληλίζει την κηδεία του Νίξον με την κηδεία του Τζίμι, του
καναρινιού ενός γραφικού Ιταλού μετανάστη του Νιούαρκ το 1918 – παραλληλισμός
σπαρταριστός αναφορικά με τον βαθμό γελοιότητας των δύο συμβάντων.
➺
Ή όταν ο Άιρα παραλληλίζεται με τον Αβραάμ Λίνκολν, που τον υποδύθηκε νεαρός σε
θεατρική παράσταση, και του μοιάζει φυσιογνωμικά τις στιγμές της κατάρρευσής
του, όταν ο ίδιος έχει αδυνατίσει υπερβολικά.
Όλο το βιβλίο Παντρεύτηκα έναν
κομμουνιστή διακρίνεται από μια συνεχή και επίμονη ειρωνεία (άλλοτε λεπτή,
άλλοτε λιγότερο διακριτική) και η υψηλή αίσθηση του γελοίου που διακρίνει τον
Ροθ, το αναγάγει σε σύγχρονη τραγωδία όπου όλοι, πρωταγωνιστές και
δευτεραγωνιστές, βγαίνουν στο τέλος χαμένοι. Παρόλα αυτά και παρά τις πολλαπλές
στρώσεις τραγικότητας με τις οποίες χτίζει ο Ροθ τον βασικό του ήρωα, δεν
αγγίζει τον βαθμό τραγικότητας και πειστικότητας ηρώων άλλων βιβλίων του, ίσως
λόγω αυτού του συγκεχυμένου και αλλοπρόσαλλου του χαρακτήρα του Άιρα, αλλά και
των πολλών (συχνά ανεξήγητων) αντιφάσεών του. Παράλληλα όμως δεν υπάρχει και
άλλο βιβλίο του Ροθ που, με τόσους θανάτους, καταρρεύσεις ανθρώπων, ιδεολογικές
και προσωπικές καταρρακώσεις και άλλα στενόχωρα, να διαβάζεται τόσο ευχάριστα
και απολαυστικά.
Ενδιαφέροντες
δευτεραγωνιστές της ιστορίας
Όλη
την ιστορία αφηγείται ο 90χρονος Μάρεϊ Ρίνγκολντ, αδελφός του Άιρα, ένας
οξύνους και επιβλητικός καθηγητής Αγγλικών στον αφηγητή (alter ego του Ροθ)
Νέιθαν Ζούκερμαν, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν μαθητής του. Ο Μάρεϊ είναι
εξίσου τραγικό πρόσωπο με τον αδελφό του. Χάνει την κόρη του, χάνει τον αδελφό
και τη νύφη του, ενώ η γυναίκα του, η Ντόρις, δολοφονείται από συμμορία μαύρων
μαθητών του Νιούαρκ, που επιχείρησε να τη ληστέψει. Ο Μάρεϊ δεν σκέφτηκε ποτέ
να εγκαταλείψει το Νιούαρκ, αν και του δόθηκε στο παρελθόν η ευκαιρία, υπήρξε
ένας ευπατρίδης, ιδεολόγος εκπαιδευτικός, που μέχρι τέλους πιστεύει πως «αν
υπάρχει κάποια ευκαιρία να βελτιωθεί η ζωή, πού αλλού θ’ αρχίσει αυτό αν όχι
στο σχολείο;» (σ. 414).
Ενδιαφέρουσα η περίπτωση του Ο’ Ντέι, του
καθοδηγητή και μέντορα του Άιρα στα πολιτικά, που με αδρές γραμμές σκιαγραφεί ο
Ροθ. Ασκητικός, λιτοδίαιτος, κάπως απόκοσμος, κυνικός, πιστός στις γραμμές του
κόμματος, δεν συμπαραστέκεται διόλου στον Άιρα, στην πτώση του, κατηγορώντας
τον μάλιστα για προδότη. Γράφει, σχετικά, ο Ροθ, στη σ. 377, πώς ο Ο’ Ντέι
απαντά στην έκκληση του Μάρεϊ για συμπαράσταση στον αδελφό του:
«Έγινε υποχείριος της αστικής τάξης… Δεν
κράτησε ούτε ίχνος από την επαναστατική ιδεολογία του… Οπορτουνιστής μπούφος.
Πιθανόν και οπορτουνιστής χαφιές… Μήπως, κύριε καθηγητά, τη στήσανε μαζί με το
FBI τη δουλειά;»
Άλλος δευτεραγωνιστής, ο πατέρας του
Νέιθαν. Φτιαγμένος από το ίδιο υλικό με τον πατέρα του Κέπες ή τον πατέρα του
Σίμουρ Λιβόβ. Είναι ο ίδιος ακριβώς πατέρας της Πατρικής κληρονομιάς,
εκφράζει το ίδιο πανομοιότυπο πατρικό πρότυπο προηγούμενων ή και επόμενων
βιβλίων του Ροθ. Τυπικός Εβραίος, ποδίατρος στο επάγγελμα, στηρίζει στα
πολιτικά τους δημοκρατικούς αλλά φοβάται τους κομμουνιστές και αγωνιά μήπως ο
Νέιθαν μπλέξει μ’ αυτούς. Η ανάκριση που κάνει στον Άιρα για να ελέγξει αν
μπορεί να συναναστρέφεται με τον γιο του, είναι πανομοιότυπου χαρακτήρα με την
ανάκριση του πατέρα του Σίμουρ Λιβόβ για την ανοχή στην εβραϊκότητα της
καθολικής μέλλουσας νύφης του, της Ντόουν, παζαρεύοντας τις γιορτές του
μελλοντικού του εγγονού, στο Αμερικανικό ειδύλλιο.
Τέλος, ο Νέιθαν Ζούκερμαν. Το προσωπείο
του Ροθ και στα τρία βιβλία της πολιτικής του τριλογίας (Αμερικανικό
ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή, Το ανθρώπινο στίγμα). Μπαίνει στην
ιστορία 16χρονος και ακούει την ιστορία από το στόμα του Μάρεϊ Ρίνγκολντ, ενώ
βρίσκεται στην ηλικία των 65 χρόνων. Ο Νέιθαν επηρεάζεται από τις ριζοσπαστικές
ιδέες του Άιρα (αλλά και του Ο’ Ντέι), συν τω χρόνω όμως τον ξεπερνά (και αυτόν
και τις ιδέες του) χάρη στην αφοσίωσή του στη συγγραφή και τη λογοτεχνία.
Μικρό, ζουμερό και κάπως πικάντικο ρόλο
στην όλη αφήγηση κατέχει και η Εσθονή Χέλγκι Περν, ένα από τα ερωτικά
παραστρατήματα του Άιρα, που είναι η αντικομμουνίστρια μασέρ-πόρνη με το χρυσό
δόντι (πάλι η ειρωνεία του Ροθ εν δράσει), που βοηθά τον ήρωά μας στις μυαλγίες
του, ενώ τον απελευθερώνει ερωτικά από την αρρωστημένη Εύα, που είναι
προσκολλημένη και καθηλωμένη στην κόρη της.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Ροθ, σ’ αυτό
του το βιβλίο, εκφράζεται (οι σκέψεις του, οι πεποιθήσεις του) μέσα από τα
πρόσωπα του Μάρεϊ, του Νέιθαν αλλά και του Άιρα – αυτή όμως η τριχοτόμηση της
μορφής και της προσωπικότητάς του μέσα στο βιβλίο αδυνατίζει κάπως την
ευθυβολία των μηνυμάτων που θέλει ο ίδιος να εκπέμψει. Για την ακρίβεια,
περισσότερο προσποιείται, μεταμορφώνεται, αλλάζει συγγραφικά προσωπεία και
χτίζει χαρακτήρες, παρά υποδύεται τον εαυτό του, αν και ο πυρήνας και η αφορμή
αυτού του βιβλίου (διαζύγιο, «όλα στη φόρα» με το βιβλίο της πρώην συζύγου,
κατάθλιψη και ψυχανάλυση του Ροθ κ.τ.λ.) είναι καθαρά βιωματικά.
Η
άρπα της Σίλφιντ
Αν
στο Αμερικανικό ειδύλλιο το συγγραφικό φετίχ της τραγικότητας –αν μπορώ
να το ορίσω έτσι– ήταν ένα ζευγάρι καλοφτιαγμένα γάντια στο εργοστάσιο γαντιών
του πατρός Λιβόβ (τα γάντια για τα οποία υποδύθηκε την ενδιαφερόμενη η φίλη της
Μέρι, οδηγώντας τον τραγικό πατέρα Σίμουρ στα ίχνη της εξαθλιωμένης κόρης του),
στο Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή το αντικείμενο που δεσπόζει τεντώνοντας
την ειρωνεία του Ροθ στα άκρα και επιτείνοντας την τραγικότητα του βασικού του
ήρωα είναι μια άρπα. Η άρπα της Σίλφιντ. Γράφει ο Ροθ για το πώς φάνταζε ο
προσωπικός χώρος του Άιρα στα μάτια του Νέιθαν (σ. 163):
«Στα δικά μου μάτια (το δωμάτιο του Άιρα,
όταν ζούσε με την Εύα και τη Σίλφιντ) φάνταζε σαν πολυτελές ατμόπλοιο των
λιμανιών, το τελευταίο μέρος όπου θα ανησυχούσες μήπως διαταραχθεί η ισορροπία
σου. Στο κέντρο του, όρθιο, ογκώδες μα κομψό πάνω στο ανατολίτικο χαλί της
βιβλιοθήκης, συμπαγές αλλά τρισχαριτωμένο και ορατό ευθύς ως έστριβες από την
είσοδο στο σαλόνι, σύμβολο που παρέπεμπε σε φωτισμένες απαρχές πολιτισμού,
σύμβολο της πνευματικώς εξευγενισμένης σφαίρας της ύπαρξης, το υπέροχο όργανο
που με το σχήμα του ενσαρκώνει τον εξορκισμό κάθε ελαττώματος χοντροκοπιάς και
κακογουστιάς στη γήινη φύση του ανθρώπου… εκείνο το επιβλητικό όργανο
υπέρβασης, η επίχρυση Λάιον εντ Χίλι άρπα της Σίλφιντ».
Ο Άιρα κάθε Παρασκευή βράδυ κουβαλούσε την
άρπα της Σίλφιντ για να τη βοηθήσει στο πρόγραμμα που την καλούσαν να παίξει σε
ένα ρεστοράν πολυτελείας. Γράφει ο Ροθ:
«Κάθε Παρασκευή. Τη σιχαινόταν όλη αυτή τη
σωματική αγγαρεία –αυτά τα πράγματα ζυγίζουν καμιά τριανταπενταριά κιλά– αλλά
την έκανε. Θυμάμαι στο νοσοκομείο, όταν είχε καταρρεύσει, μου είπε: “Με
παντρεύτηκε για να κουβαλάω την άρπα της κόρης της! Γι’ αυτό με παντρεύτηκε η
γυναίκα! Για να κουβαλάω τη μαλακισμένη την άρπα!”». (σσ. 156-157)
Μερικές σελίδες πιο μετά (σ. 186), ο Άιρα
έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει με μάνα και κόρη. Γράφει ο Ροθ:
«Μόνο δεκαετίες αργότερα, μετά την
επίσκεψη του Μάρεϊ Ρίνγκολντ, κατάλαβα ότι ο μόνος τρόπος για να αισθάνεται η
Σίλφιντ άνετα στο πετσί της ήταν να μισεί τη μάνα της και να παίζει άρπα. Να
μισεί την εξοργιστική αδυναμία της μάνας της και να βγάζει αιθέριους,
μαγευτικούς ήχους, να έχει με τον Φορέ και τον Ντεμπισί όλη την ερωτική επαφή
που επέτρεπε ο κόσμος».
Για να κλείσει αυτό το οδοιπορικό της
άρπας στο βιβλίο του Ροθ με την εξομολόγηση του Μάρεϊ στον Νέιθαν αναφορικά με
τις προθέσεις του Άιρα για μάνα και κόρη, όταν είχε ήδη διαπομπευθεί λόγω του
βιβλίου της συζύγου του σε όλη την Αμερική:
«Θα τη στραγγάλιζε. Κι αυτή και την κόρη.
Θα τις στραγγάλιζε και τις δύο με τις χορδές της άρπας. Είχε το συρματοκόφτη.
Το εννοούσε. Θα ’κοβε τις χορδές, θα τις έδενε στον λαιμό τους και θα τις
έπνιγε». (σ. 395)
Οι
απόψεις του Ροθ περί πολιτικής και λογοτεχνίας
Ο
Ροθ, δηλωμένος δημοκρατικός και πολέμιος των ρεπουμπλικάνων, τηρεί έντιμη στάση
απέναντι στα διλήμματα «κομμουνισμός ή αντικομμουνισμός;» ή «πολιτική ή
λογοτεχνία;» Τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της λογοτεχνίας που εξειδικεύει την
ανθρώπινη περιπέτεια, και είναι κατά των ιδεολογιών και της πολιτικής εν γένει,
στον βαθμό που αυτά απλουστεύουν και γενικεύουν τα πράγματα (αν δεν τα
συσκοτίζουν κιόλας). Γράφει στη σ. 292:
«Για την πολιτική η λογοτεχνία είναι
παρακμασμένη, συναισθηματική, άσχετη, πληκτική, ξεροκέφαλη, ανιαρή, κάτι που
δεν βγάζει νόημα και ουσιαστικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Γιατί; Επειδή η τάση
να εξειδικεύεις είναι λογοτεχνία».
Ο Ροθ στέκεται τρυφερά και συμπονετικά
απέναντι στον ριζοσπάστη αριστερό ήρωά του, ωστόσο με πολλές φωνές και
ποικίλους τρόπους επισημαίνει το πόσο πλανημένος υπήρξε τόσο από τους φίλους
του που τον λησμόνησαν στα δύσκολα, από τον πολιτικό του καθοδηγητή που εν μία
νυκτί τον απαρνήθηκε, αλλά και απ’ όλο το σύστημα (πολιτικό, τηλεοπτικό,
καλλιτεχνικό, οικογενειακό) που τον ξεζούμισε και τον αχρήστεψε. Η καταγραφή
της σκοτεινής και μισαλλόδοξης εποχής του μακαρθισμού στην Αμερική εξαιρετική.
Η αντικομμουνιστική υστερία, η δαιμονοποίηση των αριστερών, τα τηλεοπτικά σόου
εξέγερσης των αντιφρονούντων, η ψυχογράφηση των κυνικών καθοδηγητών, τα
αλληλογλειψίματα δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων πολιτικών στην κηδεία του
Νίξον, όλο το σκοτεινό, πολιτικό παρασκήνιο των καιρών αποδίδονται με ενάργεια,
τόλμη και χιούμορ από τον συγγραφέα.
Αν κάπου χωλαίνει το όλο εγχείρημα είναι η
κάπως «εξωτικού τύπου» αντιμετώπιση της αριστερής ιδεολογίας στα μάτια του
μέσου Αμερικανού (μήπως και του Ροθ;) αλλά και η κάποια εμπάθεια του συγγραφέα
απέναντι στις γυναίκες που –δεδομένου και του βιωματικού στοιχείου του
διαζυγίου του (παρά τις συγγραφικές προσποιήσεις, τις μεταμορφώσεις και τις
πλαστοπροσωπείες, που λέγαμε προηγουμένως)–, φαντάζει σε κάποια σημεία ως
ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ωστόσο η νοηματική και συναισθηματική πύκνωση και
σύνοψη που κάνει ο Ροθ στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σε συνδυασμό με το
μαγικό κλείσιμο, όπου ο Νέιθαν εντοπίζει στον έναστρο ουρανό της αγροικίας όπου
αναπαύεται, ένα ένα, όλα τα πρόσωπα του στόρι, που ρήμαξαν και ρημάχτηκαν κι
έγιναν, πλέον, αστεροειδή στον σκοτεινό γαλαξία, αποζημιώνει τον αναγνώστη στο
έπακρο.
Και
κάτι τελευταίο…
Παρότι
όλα μαζί τα βιβλία του Ροθ μπορούν να διαβαστούν ως ενιαία αφήγηση ή ως ένα
μεγάλο μυθιστόρημα εν συνεχεία και εν εξελίξει (αυτός άλλωστε ήταν και ένας από
τους λόγους που τα Άπαντά του εκδόθηκαν σε πλήρη και οριστική έκδοση από τη
Library of America, όσο ο Ροθ ήταν ζωντανός), το Παντρεύτηκα έναν
κομμουνιστή δείχνει να προκύπτει από την ίδια συγγραφική μήτρα που προέκυψε
και το Αμερικανικό ειδύλλιο, που κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα μόλις
χρόνο νωρίτερα (1997). Οι αντιστοιχίες και οι συσχετισμοί πολλοί και
πασιφανείς:
➺
Τα λογοτεχνικά ψηφιδωτά της Αμερικής του ’50 και του ’60 αντίστοιχα.
➺
Ο Νέιθαν Ζούκερμαν σκεπτόμενος ακροατής και στα δύο μυθιστορήματα.
➺
Ένας αδελφός (Τζέρι Λίβοβ–Μάρεϊ Ρίνγκολντ) του βασικού ήρωα αφηγείται πάντα την
ιστορία.
➺
Μία –πάντα– κόρη (Μέρι–Σίλφιντ) σπέρνει έχθρες και διχόνοιες με τον
αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα της.
➺
Ένας Εβραίος πατέρας διαπραγματεύεται, ανακρίνει και ψυχομετρά πρόσωπα που
υπεισέρχονται στην οικογένειά του.
➺
Και, το κυριότερο, ένα τραγικό πρόσωπο –άνδρας πάντα– καταρρέει σαν χάρτινος
πύργος από την αυτοκρατορία του απρόοπτου και λυγίζει από το βάρος των
περιστάσεων.
Μια σχολαστική συνεξέταση των δύο
μυθιστορημάτων θα έφερνε στην επιφάνεια πολλές ακόμη ομοιότητες και
αντιστοιχίες. Σημασία έχει πως από την πολιτική τριλογία του Ροθ –που για
μερικούς είναι ό,τι μεστότερο και ουσιωδέστερο έχει καταθέσει ο Ροθ στη συγγραφική
του πορεία– το Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή φαντάζει κάπως υποδεέστερο
σε σχέση με τα δύο άλλα μυθιστορήματα της τριλογίας. Που –ας μην το ξεχνάμε,
έχει κι αυτό τη σημασία του– μεταφέρθηκαν και τα δύο στη μεγάλη οθόνη, με πολύ
ικανοποιητικά αποτελέσματα.
(book press, Μάιος 2022)
* Ο τίτλος του κειμένου είναι φράση
παρμένη μέσα από το βιβλίο (σ. 368)
__________________________________________
1 Παναγιώτης Γούτας, Η αδελφή μου /
Πατρική κληρονομιά, book press, Ιανουάριος, 2013
2 Παναγιώτης Γούτας, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ
ΕΙΔΥΛΛΙΟ»: ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ, book press, Μάρτιος 2017
●
ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ, ΝΤΟΝ ΝΤΕΛΙΛΛΟ:
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ
(συγκλίσεις
και αποκλίσεις στο έργο των ΝτεΛίλλο και Ροθ, με αφορμή μια δεύτερη ανάγνωση
του Σημείου Ωμέγα του πρώτου)
Το
Σημείο Ωμέγα
Ο
Αμερικανός συγγραφέας Ντον ΝτεΛίλλο, θαρρείς για να εξιλεωθεί για τη μεγάλη
έκταση του μυθιστορήματός του Υπόγειος κόσμος –βιβλίο άνω των 900 σελίδων, που
ωστόσο συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές της αμερικανικής λογοτεχνίας, αφού
περιλαμβάνει συμπυκνωμένες όλες τις συγγραφικές εμμονές, τα θεματικά μοτίβα και
τις υπαρξιακές αγωνίες του ΝτεΛίλλο– στράφηκε, από ένα σημείο και μετά, στη
συγγραφή μίνιμαλ μυθιστορημάτων (ως προς την έκταση), με σημαντική όμως πύκνωση
ιδεών και μηνυμάτων, σε βαθμό που οι 150 ή οι 200 σελίδες του εκάστοτε
μυθιστορήματος να αντιστοιχούν στον αναγνώστη με την ανάγνωση υπερδιπλάσιας
έκτασης απαιτητικού κειμένου. Συχνά αυτή η πύκνωση της γραφής κάνει τα κείμενα
του Αμερικανού συγγραφέα να προσιδιάζουν με τον δοκιμιακό ή τον ποιητικό λόγο ή
και με τα δύο αυτά μαζί.. Σ’ αυτόν τον άξονα γραφής –πυκνός λόγος με
ποιητικά-δοκιμιακά στοιχεία, με φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις, αλλά,
παράλληλα, και με θεατρική εκφορά του λόγου– κινείται και το σύντομο, μόλις 122
σελίδων, μυθιστόρημα Σημείο ωμέγα (μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη, Εστία, 2010).
Ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από τη
διδασκαλία του Τεγιάρ ντε Σαρντέν[1] αναφορικά με το υψηλότερο σημείο ανάπτυξης
της συνείδησης του ανθρώπου, που, ωστόσο, φτάνοντας σ’ αυτό ο βασικός ήρωας, ο
Ρίτσαρντ Έλστερ, διανοούμενος που επηρέασε ιδεολογικά, επιχειρηματικά και
στρατηγικά τη στρατιωτική επέμβαση του Αμερικανών στο Ιράκ, αποσυρμένος στην
έρημο για να απομονωθεί και να ηρεμήσει, οδηγείται στην εκμηδένιση της δικής
του συνείδησης, στην ψυχική εξουθένωση και στη βίωση του αισθήματος της απώλειας,
ύστερα από την εξαφάνιση της αγαπημένης (πλην ιδιόρρυθμης) κόρης του, Τζέσι.
Ένας νεαρός σκηνοθέτης, ο Τζιμ Φίνλεϊ, που έχει τα μισά χρόνια του Έλστερ,
προσπαθεί να πείσει τον παροπλισμένο διανοούμενο να συμφωνήσει στο γύρισμα μιας
ταινίας για τη ζωή του, ένα είδος μονολόγου, με μοναδικό πρωταγωνιστή-αφηγητή
τον ίδιον και φόντο τον τοίχο κάποιου εγκαταλελειμμένου κτηρίου. Ο Έλστερ
διστάζει για άγνωστους λόγους να συμφωνήσει στην υλοποίηση αυτής της ιδέας,
ωστόσο δέχεται αδιαμαρτύρητα τη διαμονή-παρέα του σκηνοθέτη στο σπίτι του, ο
οποίος με νύξεις και ερωτήσεις σε μπεκετικού τύπου διαλόγους, «ξύνει» και
«σκαλίζει» το παρελθόν και τις επιλογές του διανοούμενου, που νιώθει ηθικά
υπόλογος για τον «πόλεμο χαϊκού» που διοργάνωσε.
Ο ΝτεΛίλλο, πέρα από τις υπαρξιακές και
φιλοσοφικές ενατενίσεις των ηρώων του, την έμμεση κριτική στο ζήτημα των
πολεμικών ενεργειών της πατρίδας του, τον ρόλο της τεχνολογίας, το πάντρεμα της
λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες –εν προκειμένω του κινηματογράφου– και τον
εντοπισμό της παρακμής των ανθρωπιστικών αξιών, εστιάζει, κυρίως, στο
συγκεκριμένο βιβλίο, στις έννοιες του χρόνου και της απώλειας, που στη
συνείδηση του Έλστερ αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις. Ο διανοούμενος έφυγε από
τον πολύ κόσμο και την πόλη γιατί «οι πόλεις χτίστηκαν για να μετράνε τον
χρόνο, για να απομακρύνουν τον χρόνο απ’ τη φύση» (σ. 51), ενώ στην έρημο όπου
έχει αποσυρθεί «ο χρόνος παραμένει τυφλός». Σ’ αυτό το κοντράστ διεσταλμένου
και συμπυκνωμένου χρόνου, με όλα τα υπαρξιακά συνδηλούμενα που εξ αυτών
προκύπτουν, λειτουργεί θαυμάσια και το εύρημα με το Μουσείο τέχνης που
επισκέπτεται στις πρώτες σελίδες ο αφηγητής κι όπου παρατηρεί τους δύο βασικούς
ήρωες του βιβλίου, επισκέπτες κι αυτοί στην προβολή της ταινίας «Ψυχώ» που
προβάλλεται σε ταχύτητα δύο καρέ ανά δευτερόλεπτο. Η ταινία, πάντα ασπρόμαυρη,
ολοκληρώνεται στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου.
ΝτεΛίλλο-Ροθ:
δύο «αταίριαστοι» που συγκλίνουν σε κάποια σημεία
Στο
ζήτημα του τρόμου του θανάτου και της βασανιστικής ιδέας της απώλειας ο
ΝτεΛίλλο φαίνεται πως συγγενεύει και συνομιλεί με τον αταίριαστο (κυρίως
θεματολογικά) μεγάλο συνοδοιπόρο του στα Γράμματα, τον Φίλιπ Ροθ, που εδώ και
περίπου τρία χρόνια έφυγε από τη ζωή. Σε πρώτο επίπεδο αυτή η σύγκριση ξενίζει
κάπως· πώς είναι δυνατόν ο μεταμοντέρνος, εγκεφαλικός, εμμονικός με τον ψυχρό
πόλεμο και τον τρόμο των συνεπειών της τεχνολογίας, ο επινοητής μυθιστορημάτων
ΝτεΛίλλο να προσεγγίζει τον σωματικό, συχνά αυτοαναφορικό, άμεσο στη γραφή του
και ακραιφνώς ρεαλιστή Ροθ, ιδίως όταν οι, κατά δήλωση του πρώτου, επιρροές του
ήταν πρωτίστως ο Φόκνερ και ο Πίντσον; Κι όμως, αν ανατρέξουμε κάπως
σχολαστικότερα και πιο προσεκτικά στα βιβλία και των δύο θα βρούμε την ιδέα του
θανάτου, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, τη στηλίτευση του αμερικανικού
ονείρου, το συλλογικό τραύμα των πολεμικών επιχειρήσεων της υπερδύναμης, μέχρι
και το μπέιζμπολ ως σημεία σύγκλισης των δύο μεγάλων αυτών Αμερικανών
συγγραφέων.
Ο Έλστερ από το Σημείο Ωμέγα έχει
στοιχεία τόσο από τον Μίκυ Σάμπαθ (Το θέατρο του Σάμπαθ) που οδηγείται
στον παραλογισμό ύστερα από την απώλεια της Κροάτισσας ερωμένης του από
καρκίνο, όσο και από τον Σάιμον Άξλερ, τον ηθοποιό της Ταπείνωσης του
Ροθ (συνομήλικος ήρωας με τον Σάμπαθ) που οδηγείται σε τραγικό τέλος, δίνοντας
την πιο μεστή και ολοκληρωμένη παράσταση της ζωής του. Αλλά και με τον μανιακό,
πρώην σύζυγο της βασικής ηρωίδας του Ανθρώπινου στίγματος, της Φιόνα, θα
βρούμε ομοιότητες – εκείνος βετεράνος πολεμιστής του Βιετνάμ, με εμμονική
συμπεριφορά απέναντι στην πρώην γυναίκα του, ο Έλστερ διανοούμενος σε
συνειδησιακού τύπου κρίση για τον πόλεμο του Ιράκ, τον οποίο διοργάνωσε. Η
απώλεια, πάλι, της κόρης του Έλστερ, της Τζέσι, μας φέρνει στο μυαλό μια άλλη
ιδιόρρυθμη κόρη βασικού ήρωα βιβλίου του Ροθ, που αποσυντονίζει τον πατέρα της
οδηγώντας τον στην ολοκληρωτική κατάρρευση – μιλώ φυσικά για τη
ειρηνίστρια-ζαϊνίστρια, βραδύγλωσση Μέρι από το Αμερικανικό ειδύλλιο, η
οποία υπερασπιζόμενη τον αγώνα του βιετναμέζικου λαού τσάκισε με τις επιλογές
της τον Σιμούρ Λιβόβ, τον «Σουηδό», τον άψογο Αμερικανό οικογενειάρχη και
σύζυγο, το πρότυπο του ειλικρινούς, λογικού, δοτικού και χαρισματικού άντρα –
και πρώην πρωταθλητή του μπέιζμπολ, παρακαλώ, στο φοιτητικό πρωτάθλημα της
χώρας· ένας τέλειος ενσαρκωτής τού, τελικώς, «σαθρού» ιδεολογήματος του
αμερικανικού ονείρου.
Και μια που μιλάμε για μπέιζμπολ, να και η
απάντηση του ΝτεΛίλλο: Στο Αντίο Κολόμπους του Ροθ και στο Αμερικανικό
ειδύλλιο, που βρίθουν πληροφοριών για το μπέιζμπολ, ο ΝτεΛίλλο
αντιπαραβάλλει τον Υπόγειο κόσμο του, όπου όλα ξεκινούν από έναν
περίφημο αγώνα μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη του 1951, ανάμεσα στους Τζάιαντς και
τους Ντότζερς, ενώ η βολή του Μπόμπυ Τόμσον διαπλέκεται στο εν λόγω μυθιστόρημα
με το παρασκήνιο του Ψυχρού Πολέμου, τις πυρηνικές δοκιμές και τα κάθε είδους
απόβλητα της αμερικανικής κοινωνίας. Υπόγειος κόσμος και Αμερικανικό ειδύλλιο,
άλλωστε, έχουν και γενικότερες ομοιότητες ως βιβλία, αναφορικά με το τι αυτά
εκφράζουν: Είναι δύο σύνθετες και ολοκληρωμένες απεικονίσεις της αμερικανικής
κοινωνίας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, με πιο σκοτεινά χρώματα στο
βιβλίο του Ροθ, πιο φωτεινά και αισιόδοξα σ’ εκείνο του ΝτεΛίλλο. Δεν είναι
τυχαίο που και τα δύο, συμπεριλαμβάνονται στα κορυφαία αμερικανικά
μυθιστορήματα όλων των εποχών, ενταγμένα στον Δυτικό Κανόνα του κριτικού
Μπλουμ.
Και μια τελευταία σύγκλιση: Δύο
τουλάχιστον βιβλία των δύο αυτών δημιουργών είναι συντονισμένα στην κοινή
γραμμή του «τι θα γινόταν, εάν…», κάτι που ο Ροθ ακολουθεί κατά κόρον και ως
συγγραφική διαπίστωση-ανάλυση αναφορικά με την πορεία των ηρώων του και τα
αδιέξοδα που βιώνουν. Το Η συνομωσία εναντίον της Αμερικής (2004) του
Ροθ (όπως έχω γράψει και σε άλλο κείμενο) είναι ένα δυστοπικό, πολιτικό
μυθιστόρημα βασισμένο στο υποτιθέμενο σενάριο «τι θα γινόταν εάν τις εκλογές
του 1940 στην Αμερική δεν τις κέρδιζε ο δημοκρατικός Ρούζβελτ, αλλά ο αντίπαλός
του, ο αντισημίτης, προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Τσαρλς Λίντμπεργκ;».
Συντονισμένος σε ίδιου τύπου προβληματισμό, στο δικό του πάντα ύφος, ο ΝτεΛίλλο
στο πρόσφατο ευσύνοπτο βιβλίο του Η σιωπή (2020)[2] καταγράφει «τι θα
γινόταν εάν κάποια προσεχή μέρα σταματήσουν να λειτουργούν όλες οι τεχνολογικές
συσκευές στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Διαφορετικοί οι αφηγηματικοί χρόνοι
των δύο βιβλίων (το παρελθόν για τον Ροθ, το εγγύς δυστοπικό μέλλον για τον
ΝτεΛίλλο), διαφορετικά στόρι, όμως η καταγραφή του κλίματος τρόμου και οι
συνέπειές του στους ανθρώπους, κοινή και στους δύο δημιουργούς στα εν λόγω
βιβλία τους.
Ροθ και ΝτεΛίλλο, λοιπόν, έχουν
περισσότερες συγκλίσεις και ομοιότητες απ’ όσες θα μπορούσε να φανταστεί ο
μέσος αναγνώστης. Το ότι και οι δύο είναι ακριβολόγοι στη διατύπωση της σκέψης
τους και λάτρεις της σαφήνειας του λόγου, είναι διαπίστωση προφανής για τους
αναγνώστες των βιβλίων τους[3]. Φυσικά ως κορωνίδα των συγγραφικών υποθεμάτων
που απασχόλησαν και τους δύο, ως κοινός τόπος τρόπον τινά, κυριαρχούν η
στηλίτευση του αμερικανικού ονείρου αλλά και ένα είδος περιπλάνησης των ηρώων
τους – απότοκος ίσως της επιρροής του προγενέστερου ρεύματος του βρόμικου
ρεαλισμού και στους δύο, με μια διαφορά: Αυτή η περιπλάνηση στο έργο του Ροθ
είναι σωματική και προσωπική (διά των ηρώων του πάντα), ενώ στον ΝτεΛίλλο, που
πάνω απ’ όλα με τα βιβλία του στοχεύει στη διαμόρφωση ενός συγγραφικού
κλίματος, είναι εσωτερική και υπαρξιακή. Τέλος, ας μη λησμονούμε πως Ροθ και
ΝτεΛίλλο υπήρξαν φίλοι στην πραγματική ζωή, ενώ ο Ροθ, ως πρόεδρος κριτικής
επιτροπής του βραβείου PEN / Soul Bellow, δεν δίστασε να εισηγηθεί να βραβευτεί
ο ΝτεΛίλλο, το 2010, για το σύνολο του έργου του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γάλλος παλαιοντολόγος, γεωλόγος,
Ιησουίτης Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και φιλόσοφος, που συμμετείχε στην ανακάλυψη
του Ανθρώπου του Πεκίνου. Συνέλαβε την ιδέα του «Σημείου Ωμέγα» και ανέπτυξε
την έννοια της νοόσφαιρας του Βλαντιμίρ Βερνάτσκυ.
[2] Παναγιώτης Γούτας, Η σιωπή, του
Ντον ΝτεΛίλλο – η κενή οθόνη και ο χωροχρόνος του Αϊνστάιν, Book Press, 26
Ιανουαρίου 2021
[3] Ο Δημήτρης Δουλγερίδης σε κείμενό του
στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (4-3-2016) εύστοχα επισημαίνει πως (ο ΝτεΛίλλο) «στο
ύφος είναι συνοδοιπόρος του Φίλιπ Ροθ. Οι δυο τους χτίζουν προτάσεις με τα
καλύτερα υλικά της αγγλικής γλώσσας, διακλαδώνοντας τη σκέψη μέχρι την
τελευταία λεπτομέρεια».
(book press, Μάρτιος 2021)
●
Ο ΡΟΘ, Ο ΚΟΥΝΤΕΡΑ
ΚΑΙ Η «ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ»
(Μια
παράλληλη ανάγνωση των μυθιστορημάτων Ο καθηγητής του πόθου του Φίλιπ
Ροθ και Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης του Μίλαν Κούντερα, με κοινό
σημείο αναφοράς την «Άνοιξη της Πράγας», επ’ αφορμή της θλιβερής επετείου της
εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πράγα, στις 21 Αυγούστου του 1968)
Φίλιπ
Ροθ, Ο καθηγητής του πόθου, μυθιστόρημα, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος,
Πόλις, 2006
Μίλαν
Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, μυθιστόρημα, μτφρ. Γιάννης
Η. Χάρης, Εστία, 2016
Ο
καθηγητής του πόθου
Και
τι δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης του Ροθ σ’ αυτό το πλήρες και χορταστικό
μυθιστόρημά του: Την ερωτική προϋπηρεσία αλλά και ωριμότητα του Νταίηβιντ Κέπες
(προσωπείο του Ροθ) από την παιδική ηλικία και την εποχή των ερωτικών προτύπων,
μέχρι τη βαθιά προσωπική συνειδητοποίηση του τέλους ενός έρωτα και μιας σχέσης,
σε ώριμη ηλικία. Τα ερωτικά δίπολα (οι Σουηδέζες Μπιργκίτα και Μπέταν, στις
φοιτητικές σπουδές του ήρωα στο Λονδίνο, με υποτροφία Φούλμπραϊτ, και Έλεν και
Κλερ, αντίστοιχα, στα μετέπειτα χρόνια της πανεπιστημιακής του θητείας ως
καθηγητή λογοτεχνίας). Την εν σπέρματι ύπαρξη του πορτρέτου του πατέρα του
Κέπες (όρα πατέρας Ροθ) που θα ολοκληρωθεί στο μετέπειτα αυτοβιογραφικό του
μυθιστόρημα Πατρική κληρονομιά1. Το θέμα των σχέσεων-επαφών
καθηγητών με ταλαντούχους φοιτητές στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, σχέσεις που
συχνά οδηγούν σε συγκρούσεις και παρεξηγήσεις. Το στοιχείο της ψυχανάλυσης –ο
Ροθ στην πραγματική του ζωή ψυχαναλύθηκε μετά τον πρώτο αποτυχημένο γάμο του–
ενώ ο δόκτωρ Κλίνγκερ, ο λογικός στα όρια του κυνισμού ψυχαναλυτής του, είναι ο
ίδιος που συναντήσαμε και στη νουβέλα Το βυζί2, στην ορμονική
δυσλειτουργία τού εκεί ήρωα-αφηγητή που, συμπτωματικά, λεγόταν και πάλι Κέπες.
[Λόγω της μικρής χρονικής διαφοράς τύπωσης αυτών των δύο βιβλίων –το 1972
τυπώνεται Το βυζί και το 1977 το Ο καθηγητής του πόθου– θα λέγαμε
ότι το ατελές, σύντομο και αρκετά παράδοξο θεματολογικά Το βυζί υπήρξε
προάγγελος του Ο καθηγητής του πόθου, που σαφέστατα είναι πιο μεστό και
ολοκληρωμένο βιβλίο σε σύγκριση με το προηγούμενο.]. Το στοιχείο της
διακειμενικότητας, με Τσέχοφ, Κάφκα, Γκόγκολ, Σταντάλ και άλλους – ο Κέπες στο
εν λόγω βιβλίο γράφει πανεπιστημιακή διατριβή για τον Τσέχοφ, με τίτλο
«Άνθρωπος σε καβούκι», ενώ, αργότερα, μελετά και διδάσκει στους φοιτητές του
τον Κάφκα. Το αριστοτεχνικό τέλος του στόρι, όπου ο Κέπες νιώθει σιγά σιγά να
εξατμίζεται το πάθος του για την Κλερ. Το τέλος αυτού του πάθους που
συσχετίζεται με την αγωνία για τον επικείμενο θάνατο του πατέρα του. Εν
ολίγοις, σ’ αυτό το βιβλίο, η αγωνία για τη διατήρηση ενός πάθους συσχετίστηκε
καταπληκτικά με την ίδια την αγωνία του θανάτου κατά τη ρήση του σημαντικού
ζωγράφου Γιώργου Σικελιώτη: «Κάθε έρωτας είναι ένας μικρός θάνατος»3.
Όταν
ο Νταίηβιντ Κέπες επισκέπτεται την Πράγα
Αναρωτιέμαι,
πάντως, πόσο μεστό και ολοκληρωμένο θα ήταν το εν λόγω μυθιστόρημα του Ροθ, αν
έλειπαν οι σελίδες όπου ο Κέπες μαζί με την Κλερ (που υποσκέλισε ερωτικά την
εντυπωσιακή, φιλήδονη και τυχοδιώκτρια Έλεν, με την απλότητα του χαρακτήρα της,
ούσα μια απλή δασκάλα) επισκέφτηκαν την Πράγα, τα χρόνια που η εισβολή των
Σοβιετικών είχε ολοκληρωθεί, η «Άνοιξη της Πράγας» –εκείνο το γόνιμο και
ενθουσιώδες κίνημα των καλλιτεχνών και των διανοούμενων, ενάντια στις
αγκυλώσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος– είχε καταπνιγεί, και το ολοκληρωτικό
καθεστώς είχε για τα καλά στήσει τα πλοκάμια του στην πρώην Τσεχοσλοβακία. Ο
Κέπες, βέβαια, ταξίδεψε στην Πράγα περισσότερο για να αποτίσει φόρο τιμής στον
αγαπημένο του Κάφκα και όχι για να κριτικάρει ή να σχολιάσει το πολιτικό
καθεστώς της συγκεκριμένης χώρας. Όμως ο παραλογισμός, η φτώχεια, η καχυποψία
και ο φόβος στην Πράγα είναι ορατά και δεν μπορούν να διαφύγουν από το
γυμνασμένο μάτι και τη φιλελεύθερη συνείδηση του Ροθ. Οι μυστικοί αστυνομικοί
φυτρώνουν παντού, σε όλους τους δρόμους της Πράγας, σαν τα μανιτάρια.
Παρακολουθούν τα πάντα. Οι συγγραφείς, οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες, οι
πανεπιστημιακοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των παρακολουθήσεων, στο μάτι του
κυκλώνα. Ο Κέπες πληροφορείται από τον καθηγητή Σόσκα που τους φιλοξενεί (μαζί
με την Κλερ) στην Πράγα, πως δεν πουλιούνται πια αναμνηστικά με καρτ ποστάλ του
Κάφκα, της οικογένειάς του και αξιοθέατων της Πράγας, γιατί «από τότε που οι
Ρώσοι κατέλαβαν την Τσεχοσλοβακία, ο Κάφκα είναι ένας παράνομος συγγραφέας, ο
παράνομος συγγραφέας» (σ. 209). Ο ίδιος πάλι Τσέχος καθηγητής, στη σ. 216,
αποκαλύπτει στον Κέπες τα παρακάτω: «…οι πουτάνες της Πράγας είναι γραμματείς
και πωλήτριες που κάνουν και δεύτερη δουλειά, με τη σιωπηρή έγκριση της
κυβέρνησης· κάποιες απ’ αυτές, μάλιστα, δουλεύουν αποκλειστικά για το Υπουργείο
Εσωτερικών, προκειμένου ν’ αποσπούν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από
τις διάφορες αντιπροσωπείες από Ανατολή και Δύση που καταλύουν στα μεγάλα
ξενοδοχεία». Ο Νταίηβιντ Κέπες ηρεμεί κάπως από τον ολοκληρωτικό εφιάλτη της
Πράγας μόνο όταν επισκέπτεται τον τάφο του Κάφκα. Λυτρώνεται μ’ αυτήν του την
επίσκεψη, όπως λυτρώνεται κάποιος από μια παλιά, ερωτική σχέση. Αυτή η επίσκεψη
στον τάφο του αγαπημένου του συγγραφέα, παρότι μας αφήνει υπόνοιες πως κάπου το
όνομα του Κάφκα εμπορευματοποιήθηκε ακόμη και από οπαδούς της κομμουνιστικής
ιδεολογίας, του δίνει το κίνητρο και την ώθηση να συνειδητοποιήσει, στις
τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, το οδυνηρό τέλος της ερωτικής του σχέσης
με την Κλερ. Ο Κάφκα δηλαδή γίνεται καταλύτης για την αυτογνωσία του
ήρωα-αφηγητή. Επιπλέον, αναλογιζόμενος τη μοίρα των Εβραίων του Ολοκαυτώματος,
ο Κέπες εμφανίζεται ευσεβής, παραδοσιακός Εβραίος που απέχει πολύ από τον
είρωνα και καυστικό Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο Πόρτνοϊ), που αποκαθηλώνει,
τρόπον τινά, τον εβραϊσμό. Ίσως η μορφή και η ψυχή του Εβραίου Κάφκα (η καρδιά
της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας θα τολμούσα να πω) να συνηγόρησε τα μέγιστα σ’ αυτήν
την εκ θεμελίων μεταμόρφωση του Ροθ απέναντι στους ομοθρήσκους του. Εδώ, πάντως,
θα πρέπει να αναφερθεί πως Ο καθηγητής του πόθου δεν είναι το μοναδικό
βιβλίο του Ροθ που περιέχει την Πράγα. Υπάρχει και Το όργιο της Πράγας,
ο επίλογος δηλαδή της τριλογίας Ζούκερμαν δεσμώτης (Πόλις, 2004), όπου
ένα από τα προσωπεία του Ροθ, ο Νέιθαν Ζούκερμαν, επισκέπτεται το 1976 την
κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Πράγα, με σκοπό να διασώσει από τη λήθη τα έργα
ενός άγνωστου συγγραφέα που γράφει στα γίντις, τη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής
Ευρώπης. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως η νουβέλα Το όργιο της Πράγας
κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1985, ενώ ένα χρόνο μετά την αποδημία του Ροθ,
δηλαδή το 2019, γυρίστηκε και ταινία, σε τσέχικη παραγωγή.
Η
αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης
Πρόκειται
για ένα μεγάλο μυθιστόρημα του Κούντερα. Ίσως όχι τόσο σημαντικό όσο Το
αστείο, βιβλίο που θαυμάζει αφάνταστα ο Ροθ – στο βιβλίο του Διαβάζοντας
τον εαυτό μου και άλλους (Πόλις, 2014) αφιερώνει εγκωμιαστικές σελίδες τόσο
για Το αστείο όσο και για τους Κωμικούς έρωτες του Γαλλοτσέχου
συγγραφέα, που τον υποληπτόταν απεριόριστα4. Αν στο Το αστείο,
που εκδόθηκε το 1967, ένα χρόνο μόλις πριν από τα γεγονότα της καταστολής της
«Άνοιξης της Πράγας» και της εισβολής των Σοβιετικών, η καρτ ποστάλ που στέλνει
ο νεαρός κομμουνιστής και πρωταγωνιστής του στόρι στη φιλενάδα του,
διακωμωδώντας την απλοϊκή πολιτική της ευπιστία, τον οδηγεί σε απίστευτες
κωμικοτραγικές καταστάσεις (τα ίδια περίπου τράβηξε κι ο ίδιος ο Κούντερα στη
ζωή του – εδώ η ζωή αντέγραψε πανηγυρικά την τέχνη!), στο Η Αβάσταχτη
ελαφρότητα της ύπαρξης, που εκδίδεται κατόπιν, καταγράφει εύγλωττα τα
γεγονότα μετά την εισβολή, όταν ήδη, σταδιακά, έχει στηθεί ο ιστός του
απάνθρωπου, ολοκληρωτικού καθεστώτος στην πρώην Τσεχοσλοβακία.
Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης
είναι κατά βάση (όπως, άλλωστε, και Ο καθηγητής του πόθου) ένα ερωτικό
μυθιστόρημα. Είναι, όμως, παράλληλα και ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό
βιβλίο, αλλά και ένα εγχειρίδιο αισθητικής και αυτογνωσίας. Είναι, πρωτίστως,
ένα βιβλίο για τη Μεγάλη Πορεία της Ευρώπης ενάντια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα
του εικοστού αιώνα, για την ιστορική της διαδρομή και την αισθητική της
εξέλιξη. Ο Κούντερα καταλήγει πως τα γεγονότα, η Ιστορία η ίδια, μικρή και
μεγάλη, γράφεται τη στιγμή που συμβαίνει, και ο άνθρωπος είναι αδύναμος στο να
παρέμβει για να τη διαμορφώσει, αφού όλα συμβαίνουν για πρώτη φορά και δεν
υπάρχει μέτρο σύγκρισης ούτε η ανάλογη εμπειρία εκ μέρους του ανθρώπου για να
λειτουργεί, κάθε φορά, σωστά και αψεγάδιαστα. Κάτι αντίστοιχο πιστεύει και ο
Ροθ, που γράφει στο Αμερικανικό ειδύλλιο (σ. 120) τα εξής: «Η τραγωδία
του ανθρώπου που δεν είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία – αυτή είναι η
τραγωδία του καθενός»5, ενώ, σχεδόν σε όλα τα βιβλία του γίνεται
λόγος –εμμέσως ή άμεσα– για την παντοκρατορία του απρόοπτου.
Η υπαρξιακή-φιλοσοφική απόληξη του βιβλίου
του Κούντερα είναι πως ο άνθρωπος, ζώντας καταστάσεις που μετατοπίζονται από
την άκρα ελαφρότητα στη μέγιστη βαρύτητα, ζει ένα συνεχές και επαναλαμβανόμενο
κιτς, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του, τη θρησκευτική του πίστη ή την αθεΐα του,
την ιδεολογία του, τις ερωτικές του επιλογές. Έτσι, κατ’ αντιστοιχία, υπάρχει
το δημοκρατικό κιτς, το φασιστικό κιτς, το κομμουνιστικό κιτς, το θρησκευτικό
κιτς, το φιλελεύθερο κτλ. Ο άνθρωπος, κατά Κούντερα, μπορεί να διακρίνει τις αντιφάσεις
της ζωής του και το γελοίο της ύπαρξής του (αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει με
όλους τους ανθρώπους), είναι όμως αδύνατο ν’ αποτινάξει εξ ολοκλήρου το όποιο
κιτς βιώνει και να ζήσει απαλλαγμένος απ’ αυτό, γιατί το κιτς (δηλαδή η
ελαφρότητα, η κακογουστιά, η μοιρολατρία, οι στερεότυπες αντιλήψεις, η
γελοιότητα των πραγμάτων) είναι συνυφασμένο με τη μοίρα του και την ύπαρξή του.
Το
κιτς του σοβιετικού ολοκληρωτισμού στο βιβλίο του Κούντερα
Η
αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης βρίθει σημείων και
γεγονότων που σχετίζονται με την «Άνοιξη της Πράγας», την εισβολή των
Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία και την μετέπειτα εγκαθίδρυση του απάνθρωπου
καθεστώτος που τσαλαπάτησε και εξευτέλισε την ανθρώπινη υπόσταση. Εδώ, οι ήρωες
του στόρι βιώνουν στο πετσί τους τα γεγονότα, επηρεάζονται δραματικά από αυτά,
ενώ ο Ροθ, στο προηγούμενο βιβλίο, ήταν απλός παρατηρητής μιας κατάστασης για
τις ανάγκες μιας εκδρομής του στην Πράγα, αρχές της δεκαετίας του ’80 – ο Ροθ,
στην πραγματική του ζωή, επισκέφτηκε την Πράγα το 1972. Ας δούμε, επιλεκτικά,
κάποια σημεία του μυθιστορήματος του Κούντερα που σχετίζονται με την εισβολή
στην Πράγα και το κιτς του σοβιετικού ολοκληρωτισμού:
σ. 93: «Το είχε δουλέψει την εποχή που η
Καλών Τεχνών απαιτούσε αυστηρότερο ρεαλισμό – η μη ρεαλιστική τέχνη θεωρούνταν
τότε απόπειρα ανατροπής του σοσιαλισμού.»
σσ. 99-100: «Πολλές φωτογραφίες της (της
Τερέζας) δημοσιεύτηκαν στο εξωτερικό σε πάσης φύσης εφημερίδες: φωτογραφίες με
τανκς, απειλητικές γροθιές, κατεστραμμένα κτίρια, νεκρούς σκεπασμένους με μια
αιματοβαμμένη σημαία, νεκρούς με μοτοσικλέτες που έτρεχαν δαιμονισμένα γύρω από
τα τανκς, ανεμίζοντας τσέχικες σημαίες πάνω σε μακριά κοντάρια, και πολύ νεαρά
κορίτσια με απίστευτα κοντές φούστες, να προκαλούν τους δύσμοιρους, σεξουαλικά
πεινασμένους Ρώσους στρατιώτες, φιλώντας άγνωστους περαστικούς μπροστά στα μάτια
τους. Η ρωσική εισβολή, ας το ξαναπούμε, δεν ήταν μόνο τραγωδία· ήταν και μια
γιορτή μίσους, που κανένας δεν θα καταλάβει ποτέ την παράξενη ευφορία της.»
Στις σελίδες 107-108 έχουμε λεπτομέρειες
για τη σύλληψη του Ντούμπτσεκ (πολιτικός και αναμορφωτής ηγέτης της
Τσεχοσλοβακίας) από τους ξένους στρατιώτες μέσα στην ίδια του τη χώρα. Γράφει ο
Κούντερα: «Ακόμα κι αν δεν μείνει τίποτ’ άλλο απ’ τον Ντούμπτσεκ, θα μείνουν
αυτές οι τεράστιες φριχτές παύσεις, όπου δεν μπορούσε να αναπνεύσει, όπου
ανάσαινε με δυσκολία μπροστά σ’ έναν ολόκληρο λαό, που ήταν κολλημένος στα
ραδιόφωνα. Μέσα σ’ αυτές τις παύσεις υπάρχει όλη η φρίκη που είχε ενσκήψει στη
χώρα.» (σελ. 108)
Και παρακάτω, στη σ. 112, το τραύλισμα του
Ντούμπτσεκ παραλληλίζεται από τον Κούντερα με το τραύλισμα της πατρίδας.
σ. 155: «Η Σαμπίνα αναλογίστηκε ότι μετά
το κομμουνιστικό πραξικόπημα εθνικοποιήθηκαν όλοι οι πύργοι της Βοημίας και
μετατράπηκαν σε κέντρα πρακτικής εκπαίδευσης, γηροκομεία, ακόμα και βουστάσια.»
σ. 156: «Η θρησκεία ήταν υπό διωγμόν τότε,
με το κουμμουνιστικό καθεστώς, και ο περισσότερος κόσμος τις απέφευγε τις
εκκλησίες. Στους πάγκους ήταν μόνο γέροντες και γερόντισσες, γιατί αυτοί δεν το
φοβόντουσαν το καθεστώς· μόνο τον θάνατο φοβόντουσαν.»
σ. 186 (σκέψεις του Τόμας): «Σ’ όλες τις
χώρες του κόσμου υπάρχει μυστική αστυνομία. Αλλά μόνο σ’ εμάς μεταδίδουν
ραδιοφωνικά τις ηχογραφήσεις τους! Είναι ανήκουστο!»
σ. 188: «Κορίτσια με μίνι φούστα περνούσαν
και ξαναπερνούσαν, ανεμίζοντας σημαίες με μακριά κοντάρια. Ήταν μια σεξουαλική
επιχείρηση εναντίον των Ρώσων στρατιωτών, που ήταν καταδικασμένοι σε πολύχρονη
αγαμία.»
σ. 191: «Όταν μια συζήτηση μεταξύ φίλων
μπροστά σ’ ένα ποτήρι κρασί μεταδίδεται από το ραδιόφωνο, ένα μόνο σημαίνει:
ότι ο κόσμος έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.»
σ. 198: «Πίστευαν πως διακινδυνεύουν τη
ζωή τους για την πατρίδα, κι αντί γι’ αυτό δούλευαν εν αγνοία τους για τη
ρώσικη αστυνομία.»
σ. 251: «Χρειάζονται στους φακέλους τους
κάτι που να αποδεικνύει πως δεν είστε εναντίον του καθεστώτος, ώστε να είναι
καλυμμένοι, αν τους κατηγορήσει ποτέ κανείς ότι σας άφησαν στη θέση σας.»
σ. 294: «Αλλά και γιά σκεφτείτε το
πλεονέκτημα αυτό για τους Τσέχους ιστορικούς του μέλλοντος! Θα βρουν στα αρχεία
της αστυνομίας τη ζωή όλων των διανοούμενων καταγραμμένη σε μαγνητοταινίες.»
σ. 295: «Μετά τη ρωσική εισβολή (οι Τσέχοι
ζωγράφοι, φιλόσοφοι και κινηματογραφιστές) είχαν χάσει όλοι τη δουλειά τους και
είχαν γίνει καθαριστές τζαμιών, φύλακες σε πάρκιν, νυχτοφύλακες, θερμαστές στα
λεβητοστάσια των δημόσιων κτιρίων και στην καλύτερη περίπτωση, γιατί προϋπέθετε
κάποιο μέσο, οδηγοί ταξί.» (Εδώ, ν’ αναφέρουμε πως κι ο χειρουργός-γιατρός του
βιβλίου, ο Τόμας, γίνεται στο τέλος καθαριστής τζαμιών, λόγω ενός δημοσιευμένου
κειμένου του που κρίθηκε ανάρμοστο από τις αρχές για το κράτος, και το οποίο
αρνήθηκε να αποκηρύξει, όπως του ζητήθηκε).
Ροθ-Κούντερα:
Συγκλίσεις, αποκλίσεις.
Ο
Ροθ θαύμαζε απεριόριστα τον Κούντερα ως συγγραφέα, ενώ και ο Κούντερα είχε
εκφραστεί κολακευτικά για αρκετά μυθιστορήματα του Ροθ, πρωτίστως για τον Καθηγητή
του πόθου6. Στο βιβλίο του Συνάντηση (εκδ. Εστίας, 2010,
μτφρ. Γ. Χάρη), μια συλλογή δοκιμίων γύρω από την τέχνη, ο Κούντερα ανατέμνει
εξαιρετικά το Ο καθηγητής του πόθου γράφοντας μεταξύ άλλων: «Αυτή η
παράξενη νοσταλγία (παράξενη γιατί δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά
πηγαίνει πιο μακριά, πιο πέρα από τη ζωή τους, πολύ πιο πίσω) χαρίζει σ’ αυτό
το φαινομενικά κυνικό μυθιστόρημα μια συγκινητική τρυφερότητα.» Από τη μεριά
του ο Ροθ αφιέρωσε το βιβλίο του The Ghost Writer (Ο
συγγραφέας-φάντασμα, 1979, Πόλις, 2004) στον Μίλαν Κούντερα, προώθησε και
διέδωσε τα έργα Τσέχων συγγραφέων στην Αμερική, ενώ διατήρησε φιλικές σχέσεις
με το ζεύγος Κούντερα. Ο εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού tablet αναφέρει
πως η Βέρα Κούντερα, η σύζυγος του Γαλλοτσέχου συγγραφέα, έκανε την επόμενη
ημέρα του θανάτου του Ροθ (23-8-2018) το παρακάτω σχόλιο-φιλοφρόνηση για τον
Ροθ: «Those cretins in Stockholm never gave him prize… those cretins.» (Αυτοί
οι κρετίνοι στη Στοκχόλμη δεν του έδωσαν ποτέ το βραβείο του…, αυτοί οι
κρετίνοι.»7
Η εκ παραλλήλου ανάγνωση των βιβλίων
αναφορικά με το ύφος, τη θεματολογία και την τεχνική των δύο κορυφαίων
συγγραφέων οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα. Ας ξεκινήσουμε με τις ομοιότητες που
θα συναντήσει ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση αυτών των δύο
σημαντικών μυθιστορημάτων:
* Και τα δύο βιβλία έχουν κοινό σημείο
αναφοράς ερωτικές περιπέτειες. Υπάρχουν ερωτικά δίπολα στον Ροθ και στον
Κούντερα. Στον Ροθ οι Σουηδέζες Μπιργκίτα και Μπέταν, και, κατόπιν, οι Έλεν και
Κλέρ, ενώ, στον Κούντερα, ο Τόμας παλαντζάρει ερωτικά μεταξύ Τερέζας και
Σαμπίνας, και ο Φραντς, κατόπιν, μεταξύ Μαρί-Κλοντ και Σαμπίνας.
* Υπάρχουν αρκετές σελίδες και στα δύο
βιβλία όπου καταγράφονται τα γεγονότα της Πράγας του 1968, με λεπτομέρειες,
μεταφέροντάς μας το ζοφερό κλίμα των ημερών εκείνων.
* Κοινό το στοιχείο της διακειμενικότητας.
Όλο το βιβλίο του Κούντερα το διαπερνά ως διακειμενικό εύρημα η Άννα Καρένινα
του Τολστόι, ενώ στο βιβλίο του Ροθ, Κάφκα και Τσέχοφ έχουν την πρωτοκαθεδρία.
* Το στοιχείο της τυχαιότητας στην εξέλιξη
του στόρι και η αναφορά στο όνομα του Κάφκα, κοινά και στα δυο μυθιστορήματα.
* Το έντονο βίωμα της έννοιας του τέλους
βασανίζει τους ήρωες και των δύο βιβλίων. Ο Κέπες συνειδητοποιεί το τέλος ενός
έρωτα (πόθου) που, ισοδυναμεί με θάνατο, ενώ οι Τόμας και Φραντς οδηγούνται κι
οι δυο τους με τραγικό τρόπο στον θάνατο, δηλαδή βιώνουν τραγικά το τέλος της
ζωής τους.
* Και μια τελευταία, μάλλον συμπτωματική,
σύγκλιση στο έργο των δύο συγγραφέων: Ο γιος του Τόμας από τον πρώτο του γάμο,
ο Σίμον, που πρωτοστατεί στο μάζεμα υπογραφών κατά του σοβιετικού καθεστώτος
στην Πράγα και, αργότερα, αφομοιώνεται από το (κατά Κούντερα) θρησκευτικό κιτς
(παρατά την άμυνα απέναντι στον ολοκληρωτισμό για να γίνει θρησκευόμενος, κάτι
που απογοητεύει τον πατέρα του) τραυλίζει, όπως τραύλιζε και η επαναστάτρια και
ζαϊνίστρια κόρη του Σιμούρ Λιβόβ, η Μέρι, στο Αμερικανικό ειδύλλιο του
Ροθ. Βέβαια, προηγήθηκε το βιβλίο του Κούντερα (1984), ενώ το Αμερικανικό
ειδύλλιο του Ροθ κυκλοφόρησε 13 χρόνια μετά (1997).
Στις διαφορές Ροθ και Κούντερα, ας
κρατήσουμε τα παρακάτω:
* Ο Κούντερα με εμβόλιμες ενότητες ή
παραγράφους ψυχαναλύει και ερμηνεύει τους ήρωές του από τη θέση του παντεπόπτη
αφηγητή, ενώ ο Ροθ, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του
μέσα από διαλόγους ή μονολόγους των ηρώων-ηρωίδων του.
* Ο Ροθ βλέπει ως επισκέπτης-προσκυνητής
τη Πράγα των πρώτων χρόνων μετά την εισβολή, ενώ ο Κούντερα την καταγράφει και
την αποκαλύπτει από πρώτο χέρι.
* Ο Ροθ είναι επικεντρωμένος γενικά στην
προσωπική του περιπέτεια (που ωστόσο, διά της γραφής, καθίσταται πανανθρώπινη),
ενώ ο Κούντερα επιχειρεί να μιλήσει και να εκφραστεί με οικουμενικό,
πανανθρώπινο πνεύμα.
Τι σημαίνει εντέλει ερωτικός πόθος για
τους δύο αυτούς συγγραφείς; Συγκλίνουν, εδώ, ή αποκλίνουν οι απόψεις τους;
Γράφει ο Κούντερα (σ. 278) «Αυτό που τον
έσπρωχνε λοιπόν στο κυνήγι των γυναικών δεν ήταν ο πόθος της ηδονής (η ηδονή
ερχόταν κατά κάποιον τρόπο σαν πριμ) αλλά ο πόθος να κυριέψει τον κόσμο (ν’
ανοίξει με το νυστέρι του το ξαπλωμένο κορμί του κόσμου)».
Γράφει ο Ροθ (σ. 310): «Η επιθυμία μου για
τη δίδα Κλερ Όβινγκτον –δασκάλα ιδιωτικού σχολείου στο Μανχάταν, ένα μέτρο και
εβδομήντα πέντε εκατοστά ύψος, εξήντα πέντε κιλά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά,
ασημοπράσινα μάτια, φύση ευγενική, πιστή κι αξιαγάπητη– εξαφανίστηκε
μυστηριωδώς…»
Νομίζω πως είναι φανερό στον αναγνώστη,
ακόμη και από τον τρόπο γραφής και τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο καθένας, ποιος
πόθος είναι σωματικός, προσωπικός και ηδονικός και ποιος πόθος είναι
εκφρασμένος με οικουμενικό, πανανθρώπινο βλέμμα.
Τέλος, να αναφέρουμε πως Η αβάσταχτη
ελαφρότητα της ύπαρξης μεταφέρθηκε το 1988 στη μεγάλη οθόνη από τον
Αμερικανό σκηνοθέτη Φίλιπ Κάουφμαν, μ’ ένα καταπληκτικό καστ ηθοποιών: Ντάνιελ
Ντέι Λιούις, Ζιλιέτ Μπινός και Λένα Όλιν. Η τρίωρη ταινία, που είχε τον τίτλο
«Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» απέσπασε βραβείο BAFTA καλύτερου
διασκευασμένου σεναρίου, Independent Spirit Award καλύτερης φωτογραφίας, καθώς
και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, διασκευασμένου σεναρίου (Ζαν Κλοντ Καριέρ) και
φωτογραφίας (Σβεν Νίκβιστ). Ο σκηνοθέτης μπορεί να μην κατάφερε να μεταφέρει στο
κοινό τα φιλοσοφικά-υπαρξιακά ξεπετάγματα της γραφής του Κούντερα, όμως –σε
αντίθεση με ό,τι συνέβη με τις περισσότερες μεταφορές των βιβλίων του Ροθ στον
κινηματογράφο– σεβάστηκε το κείμενο και έστησε μια πολύ αξιόλογη και πειστική
ταινία, που αποτυπώνει συν τοις άλλοις εξαιρετικά και το κλίμα των γεγονότων
της Πράγας.
Χαρακτηριστικά
σημεία των δύο βιβλίων
«Όλη τη μέρα σκεφτόταν αυτή την πλάκα.
Γιατί την τρόμαξε τόσο; Απάντησε στον εαυτό της: όταν κλείνουν έναν τάφο με
πλάκα, ο νεκρός δεν μπορεί να ξαναβγεί ποτέ από μέσα. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο
νεκρός δεν θα βγει απ’ τον τάφο του! Οπότε, το ίδιο δεν είναι αν αναπαύεται
κάτω από το χώμα ή κάτω από μια πλάκα; Όχι δεν είναι το ίδιο: όταν κλείνουμε
έναν τάφο με πλάκα, σημαίνει πως δεν θέλουμε να ξανάρθει πίσω ο νεκρός. Η βαριά
πλάκα τού λέει: «Κάτσε εκεί που είσαι!»
(Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα
της ύπαρξης, σσ. 174-175)
«Τάφοι αμέτρητοι, αλλά μονάχα εκείνος του
Κάφκα μοιάζει φροντισμένος. Οι άλλοι νεκροί μοιάζει να μην έχουν επιζώντας εδώ
γύρω να ξεχορταριάσουν τους τάφους τους και να κόψουν τον κισσό που αγκαλιάζει
τα κλαριά των δέντρων, σχηματίζοντας μια πυκνή κρεβατίνα που συνδέει το μνήμα
του ενός αφανισμένου εβραίου με το διπλανό του. Μονάχα ο άκληρος εργένης
φαίνεται να ’χει ζωντανούς απογόνους. Πού θα ’βρισκε πιο πρόσφορο έδαφος η
ειρωνεία, αν όχι στον τάφο του Franze Kafky;
(Φίλιπ Ροθ, Ο καθηγητής του πόθου,
σσ. 211-212)
__________________________________________
Σημειώσεις
1 Παναγιώτης Γούτας, Το πρόσωπο του
θανάτου, book press, Ιανουάριος, 2013
2 Παναγιώτης Γούτας, Διακειμενικότητα ή
περίτεχνα καλυμμένο βίωμα;, book press, Ιούνιος, 2019
3 Παναγιώτης Γούτας, ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ: ΕΡΓΑ ΚΑΙ
ΗΜΕΡΕΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ , book press, Ιούνιος, 2019
4 Φίλιπ Ροθ, Διαβάζοντας τον εαυτό μου και
άλλους, δοκίμια, Πόλις, 2014, σελ.311-322
5 Παναγιώτης Γούτας, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ
ΕΙΔΥΛΛΙΟ»: ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ, book press, Μάρτιος 2017
6 Νίκος Μπακουνάκης, Ο οργασμός της Άννας
(Καρένινα), Το βήμα, 18-7-2010
7
www.tabletmag.com/sections/news/articles/philip-roth-kundera
(book press, Αύγουστος 2021)
●
ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΕΡΙΤΕΧΝΑ ΚΑΛΥΜΜΕΝΟ ΒΙΩΜΑ;
[Ένας
χρόνος συμπληρώθηκε τον περασμένο Μάιο από τον θάνατο του Φίλιπ Ροθ. Με αυτό ως
αφορμή κάποιες σκέψεις μου για μια από τις πρώτες νουβέλες του (Το βυζί),
δημοσιευμένη πριν από 46 χρόνια.]
Φίλιπ
Ροθ, Το βυζί, νουβέλα, μετφρ. Αλεξάνδρα Κοντού, εκδ. γράμματα, 1984
Το
βυζί
είναι μια ολιγοσέλιδη νουβέλα του Φίλιπ Ροθ –το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του–
που τυπώθηκε το 1972, όταν ο συγγραφέας ήταν 39 χρονών. Είχε προηγηθεί το Η
συμμορία μας (1971) και το Η νόσος του Πόρτνοϊ (1969) που είχε ήδη
κάνει εμπορική επιτυχία, με τα γνωστά βέβαια επακόλουθα της τύπωσής του –
μεγάλος αριθμός ραβίνων της Αμερικής τού έστελναν επιστολές νουθετώντας τον και
προτρέποντάς τον να μη θίγει κατ’ αυτόν τον τρόπο τους ομοθρήσκους του και να το
αποσύρει από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Για την ιστορία, ευτυχώς που ο Ροθ
αγνόησε αυτές τις φωνές της θρησκευτικής «σύνεσης» και προχώρησε, αποκτώντας τη
φήμη που σήμερα έχει αποκτήσει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Βρισκόμαστε
δηλαδή στην περίοδο της παράδοξης και σατιρικής γραφής του Ροθ, που προκάλεσε
αμφίσημα συναισθήματα στο αναγνωστικό κοινό.
Στη νουβέλα του Ροθ, ο καθηγητής
Συγκριτικής Λογοτεχνίας Ναίηβιντ Άλαν Κέπες –θα διαδραματίσει, μετέπειτα,
μυθιστορηματικούς ρόλους-προσωπεία του συγγραφέα σε ωριμότερα βιβλία του [Ο
καθηγητής του πόθου (1977) και Το ζώο που ξεψυχά (2001)]– ξυπνά
κάποιο πρωί με αφύσικα συμπτώματα. Διαπιστώνει, χαμηλά, στην περιοχή των
γεννητικών οργάνων του, κάποια αλλαγή χρώματος και μια περίεργη αναγέννηση του
δέρματός του. Είναι η απαρχή μιας ορμονικής μετάλλαξης, που μέσα σε λίγο
χρονικό διάστημα θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο βυζί, ένα θηλυκό
γαλακτοφόρο αδένα, βάρους όσο το βάρος του και ύψος όσο το ύψος του. Το
παράδοξο αυτό βυζί το μελετούν επιστήμονες, ενώ στον χώρο όπου βρίσκεται
παρελαύνει και αφουγκράζεται τον καθηγητή-βυζί η γυναίκα του η Κλαίρη, ο
καθηγητής Κλίνγκερ και ο πατέρας του. Ο συγγραφέας-βυζί σκέφτεται ως άνθρωπος,
συνομιλεί μαζί τους, ψυχαναλύεται από τον επιστήμονα Κλίνγκερ και περνά όλα τα
ψυχολογικά στάδια, μέχρι να αποδεχθεί την τωρινή του κατάσταση. Έκπληξη, αμηχανία,
δυσπιστία, άρνηση, θυμός, τρόμος, οργή, ενδοσκόπηση και τελικώς αποδοχή, σε μια
ατμόσφαιρα ελεγχόμενης έντασης που σταδιακά καταλαγιάζει. Αφού πειραματιστεί
και δοκιμάσει τη σεξουαλικότητά του ανεπιτυχώς με κάποια νοσοκόμα και σχετικά
επιτυχώς με την Κλαίρη, στο τέλος θα διαπιστώσει πως η ηρεμία και η
αποκατάσταση των αφύσικων καταστάσεων που μας ταλανίζουν στη ζωή μας, ο «μίστερ
Πραγματικότητα» όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί, κατευνάζει και απαλύνεται,
και η όποια γαλήνη επέρχεται όχι αν προσπαθήσεις να εξηγήσεις το παράλογο διά
της οδού της λογικής, ούτε αν αντιστρατευτείς σθεναρά απέναντί του, αλλά με την
ανάλυση, την ερμηνεία της νέας κατάστασης και τελικώς με την αποδοχή και την
ενσυναίσθηση.
Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και είναι
γραμμένο με χιούμορ και ευφυΐα. Φυσικά ως λογοτεχνικό κείμενο απέχει παρασάγγας
συγκρινόμενο με άλλες νουβέλες ή μυθιστορήματα του Ροθ, όμως διατηρεί τη δική
του αυτοτέλεια και αξία. Στη νουβέλα βρίσκονται εν σπέρματι και εν πυκνώσει
στοιχεία που θα ωριμάσουν ως ιδέες και θα ολοκληρωθούν σε μετέπειτα βιβλία: το
διαβρωτικό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός του ήρωα, ο σαρκασμός του Ροθ απέναντι
στους κενούς συναισθημάτων πανεπιστημιακούς, η αίσθηση ευνουχισμού του από το γυναικείο
φύλο, η σεξουαλικότητα, η πάλη της σεξουαλικότητας με την πνευματικότητα, η
ταυτότητα των φύλων, η ενσυναίσθηση. Ο Ροθ μάς κλείνει το μάτι μέσα από τα
λόγια του επιστήμονα Κλίνγκερ, επισημαίνοντάς μας πως η επιρροή από τα
αριστουργήματα του Κάφκα (Η μεταμόρφωση) και του Νικολάι Γκόγκολ (Η
μύτη) είναι μάλλον προσχηματική, αφού σκοπός του δεν ήταν να «συνομιλήσει»
μαζί τους στο πλαίσιο μιας διακειμενικότητας, όπως την αντιλαμβάνονται κάποιοι
ομότεχνοί του και την επικροτούν κάποιοι κριτικοί που αρέσκονται σε τέτοιου
είδους λογοτεχνικές προσομοιώσεις και επικοινωνίες. Όλο το εύρημα της
μεταμόρφωσης του ήρωα του Ροθ σε βυζί δεν ταυτίζεται ούτε προσομοιάζει με την
υπαρξιακή ένταση και το βάθος του Γκρέγκορ Σάμσα που μεταμφιέζεται δια χειρός
Κάφκα σε κατσαρίδα, αλλά είναι μάλλον ένας παραμορφωτικός φακός που, με
χιουμοριστικό και κάπως παιγνιώδη τρόπο, αλλοιώνει ζόρικες βιωματικές
καταστάσεις που έζησε ο συγγραφέας εκείνο το χρονικό διάστημα (ή λίγο πριν):
χωρισμός από την πρώτη του σύζυγο που αργότερα θα σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό
δυστύχημα, διαδικασία ψυχανάλυσης στην οποία είχε καταφύγει, έντονη αποστροφή
απέναντι στο κενό πανεπιστημιακό κατεστημένο της χώρας του, αίσθημα ευνουχισμού
από το «ασθενές» φύλο. Εντούτοις, στην απόληξη της νουβέλας, μνημονεύοντας το
ποίημα του Ρίλκε «Αρχαίος κορμός Απόλλωνος», ο Ροθ δεν θα αποφύγει κάποιες
νότες διδακτισμού και ηθικολογίας.
Ο Ροθ απέναντι στο πλαστό δίλημμα
«αυτοβιογραφία ή επινόηση;» απαντά με τον δικό του τρόπο, καθηλώνοντας τους
οπαδούς και των δύο αυτών λογοτεχνικών τάσεων: Επινόηση, αλλά με τέτοιον τρόπο
ώστε η πραγματικότητα να φαντάζει περισσότερο πειστική και αληθινή από την
πραγματική. Με την απαράμιλλη τέχνη του ξορκίζει εδώ και πάνω από μισόν αιώνα
«την απανταχού παρουσία και την παντοδυναμία του φιλαράκου με τα λευκά γένια
που κάθεται στον χρυσό του θρόνο. Του μίστερ Πραγματικότητα». (σ. 92) Τέλος το Βυζί
του Ροθ θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κομβικό σημεία αναφοράς ως προς τις
παθήσεις των ηρώων του συνολικά, στο συγγραφικό του corpus. Ψυχώσεις,
καταθλίψεις, πολιομυελίτιδα, καρκίνος των ωοθηκών και του προστάτη, όγκοι στον
εγκέφαλο, παραμορφωτική αρθρίτιδα, και πόσα άλλα ακόμη δεν ταλάνισαν τους ήρωές
του. Ο κατάλογος των διαγνώσεων είναι μακρύς, σχεδόν ατέλειωτος. Αλλά αυτό,
ίσως αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου δοκιμίου. Ίσως και μιας εκτενέστερης
μελέτης.
(book press, Ιούνιος 2019)
●
ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ: ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ,
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ
(Συνολική
επισκόπηση στο έργο και τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του σπουδαίου
Αμερικανού συγγραφέα).
Ο
Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, στις 19 Μαρτίου του 1933. Από
το 1959, που εκδίδεται στην Αμερική το Αντίο Κολόμπους μέχρι το 2010 που
τυπώνεται το μυθιστόρημά του Νέμεσις (το κύκνειο άσμα του Ροθ)
μεσολαβούν 51 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης συγγραφικής παραγωγής, που
ισοδυναμούν με άνω των τριάντα βιβλίων (στην πλειονότητά τους μυθιστορήματα,
αλλά και νουβέλες, συλλογές διηγημάτων και δοκίμια). Το σύνολο, σχεδόν, του πεζογραφικού
και δοκιμιακού έργου του κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις ποιοτικές και
καλαίσθητες εκδόσεις Πόλις. Ο Φίλιπ Ροθ, μετά την κυκλοφορία του Νέμεσις,
κι αφού διάβασε ξανά όλα τα βιβλία του, δήλωσε ευθαρσώς πως σταματά το γράψιμο.
Κάνοντας ο ίδιος μια αυτοκριτική της συγγραφικής του πορείας δήλωσε πως «έκανα
ό,τι καλύτερο μπορούσα…» και πως είχε φτάσει πια η στιγμή (ο καιρός) να ζήσει ο
ίδιος την πραγματική ζωή. Τήρησε στο ακέραιο την υπόσχεσή του, παρότι
στενοχώρησε μ’ αυτήν του την απόφαση πολλούς φανατικούς θαυμαστές του ανά τον
κόσμο. Αυτή του η δήλωση κι αυτή του η στάση ζωής –που μας θύμισε, κατά
κάποιον, τρόπο, και τη γενναία απόφαση του δικού μας, του Μανόλη Αναγνωστάκη,
να σταματήσει να γράφει ποίηση, αφού (κατά δήλωσή του) δεν είχε κάτι νεότερο να
καταθέσει– φανέρωνε αφενός πως το γράψιμο (με τους καταιγιστικούς ρυθμούς που
έγραφε και τύπωνε, ιδίως τη δεκαετία 2000-2010 – εννέα βιβλία μέσα σε δέκα
χρόνια!) τον είχε ψυχικά και πνευματικά εξουθενώσει, αφετέρου πως η «πραγματική
ζωή» ήταν κάτι πιο προσιτό, ευχάριστο και ανεκτό για τον ίδιο (στην ηλικία που
βρισκόταν) από τον ρεαλισμό και την «πραγματικότητα» των μυθιστορημάτων του. Ο
ίδιος, πάντως, στο κουραστικό, πλέον, και άνοστο ερώτημα που απευθύνουν συχνά
στους συγγραφείς «βίωμα ή μυθοπλασία;», πήρε την πιο ξεκάθαρη, ειλικρινή αλλά
και επώδυνη θέση: Μυθοπλασία, ειπωμένη και αφηγούμενη όμως κατά τέτοιον τρόπο,
που να ξεπερνά σε αληθοφάνεια και την ίδια την πραγματικότητα. Τώρα, το αν αυτή
η οκταετής αποχή του από το γράψιμο τον ωφέλησε ή, αντιθέτως, τον οδήγησε σε
κάποιας μορφής κατάθλιψη, με επακόλουθο να κοπεί συντομότερα το νήμα της ζωής
του, αυτό κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει με ακρίβεια.
Το
ντεμπούτο και η πρώτη συγγραφική απογείωση
Το
Αντίο, Κολόμπους (1959, Πόλις, 2013, μτφρ.-επίμετρο Σώτη Τριανταφύλλου)
είναι μια συλλογή έξι κειμένων – μιας εκτενούς νουβέλας και πέντε διηγημάτων.
Είναι σημαντικό βιβλίο γιατί αφορά το ντεμπούτο του Ροθ στα γράμματα, δίχως να
μιλάμε για πρωτόλειο κείμενο. Στην ομότιτλη νουβέλα, ζούμε την προβληματική
σχέση του Νιλ Κλούγκμαν από το Νιούαρκ με την Μπρέντα Πάτιμκιν, από το προάστιο
Σορτ Χιλς, που συναντιούνται και ερωτεύονται με πάθος στα τέλη της δεκαετίας
του ’50. Ο Ροθ, εδώ, σατιρίζει και καταγράφει τα κοινωνικά ήθη της Αμερικής,
τις υπόγειες συγκρούσεις στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τη σύγκρουση όχι
μόνο δύο διαφορετικών χαρακτήρων, αλλά και δύο διαφορετικών κόσμων. Οι
συνήθειες της εβραϊκής οικογένειας της Αμερικής εκείνης της εποχής (υπάρχουν
σπαρταριστές σελίδες, όπου ο Ροθ καυτηριάζει τις εβραϊκές συνήθειες,
συμπεριφορές και παραδόσεις) αλλά και το μπέιζμπολ, είναι τα δύο στοιχεία που
θα τα συναντήσουμε (και ως συγγραφικές εμμονές) και σε επόμενα βιβλία του Ροθ.
Το Αντίο, Κολόμπους κέρδισε το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο των Η.Π.Α., το
1960.
Ακολουθούν δύο μυθιστορήματα, το Κι
ό,τι θέλει ας γίνει (1962, Πόλις, 2005, μτφρ. Κωστή Αρβανίτη) και το Τότε
που ήταν καλό κορίτσι (1967, Πόλις, 2016, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Δεν
είναι βιβλία μεγάλης πνοής, ωστόσο προμηνύουν τη συγγραφική καταιγίδα που θα
ξεσπάσει αμέσως μετά. Στο πρώτο, που εκτυλίσσεται στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και
το Αϊόβα Σίτυ, υφαίνονται από την πένα του Ροθ οικογενειακοί δεσμοί, μέσα από
διεισδυτική ανάλυση χαρακτήρων. Το ερωτικό πάθος και πάλι δεσπόζει. Στο Τότε
που ήταν καλό κορίτσι (το μυθιστόρημα υστερεί σε πύκνωση λόγου, ευθύτητα
και αμεσότητα, στοιχεία της γραφής του Ροθ που θα τα συναντήσουμε σε επόμενα
βιβλία του) έχουμε πάλι ένα ερωτικό ντουέτο (Ρόι Μπάσαρτ –ανώριμο, αφελή νεαρό
που κατευθύνεται από τους γονείς του– και Λούσι Νέλσον – δεκαοχτάχρονη,
καθολική στο θρήσκευμα, με αλκοολικό πατέρα, και μια ιδιάζουσα ροπή στο να
κάνει πάντα το «καλό»). Στον έγγαμο βίο του ζεύγους το κακό σιγοβράζει και η
έκρηξη δεν θ’ αργήσει να έρθει. Από τα ελάχιστα βιβλία του Ροθ, ίσως το μοναδικό,
όπου τον ρόλο του βασικού πρωταγωνιστή τον έχει μια γυναίκα. Αν μπορούμε να
βρούμε κάποιες αρετές σ’ αυτό το κείμενο, πέρα απ’ την ακριβή απεικόνιση της
θρησκόληπτης αμερικανικής επαρχίας, τη δεκαετία του ’50, είναι η σκηνοθετική
ματιά του Ροθ αλλά και η δυνατή και σκληρή απόληξη του στόρι1.
Η πρώτη απογείωση του Ροθ (καλλιτεχνική
και εμπορική) θα γίνει το 1969 με το μυθιστόρημα Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ
(Πόλις, 2008, μτφρ. Αχιλλέα Κυριακίδη). Ήταν ένα βιβλίο που, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά ο Ηλίας Μαγκλίνης (από πηγή του, από πρώτο χέρι) «όλος ο κόσμος
(στην Αμερική) στον υπόγειο διάβαζε το βιβλίο με το κίτρινο εξώφυλλο».2
Το βιβλίο είναι ένας ωμός, τολμηρός, αποκαλυπτικός ανδρικός μονόλογος για το
σεξ και τις αντρικές επιθυμίες και φαντασιώσεις. Σαρκάζει τους κρεμασμένους από
την ποδιά της μάνας τους αρσενικούς της ζωής, το αναπόφευκτο οιδιπόδειο, τον
αυνανισμό ως σεξουαλική εκτόνωση. Σε κάποια σημεία του έχει προφανή συνάφεια με
την ταινία του Γούντι Άλεν «Τα πάντα γύρω από το σεξ» (1972), παρότι εκείνη
ακολούθησε χρονολογικά, ενώ το διαβρωτικό χιούμορ του Ροθ σαρώνει τα πάντα. Ο
μονόλογος του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ, που γίνεται προς τον ψυχίατρό του Δόκτορα
Σπιλφόγκελ, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μερίδα ραβίνων της Αμερικής, που δεν
επιθυμούσαν να συνδυαστεί το ζήτημα της εβραϊκότητας με τον αχαλίνωτο
σεξουαλισμό και τις οργιώδεις φαντασιώσεις του Εβραίου μυθιστορηματικού ήρωα.
Οι σχέσεις του Πόρτνοϊ με χριστιανές, η απέχθειά του για τις Εβραίες, τα
ταξίδια του στο Ισραήλ για «ποταπούς» σκοπούς, εξαγρίωσαν τα ήθη της εποχής,
όμως το βιβλίο απέφερε σημαντικά καλλιτεχνικά και εμπορικά οφέλη στον Ροθ.
Ο
Ροθ ως Κέπες και ως Ζούκερμαν
Φτάνω
στο Το βυζί (1972, εκδ. «Γράμματα», 1984, μτφρ. Αλεξάνδρας Κοντού). Εδώ
εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα από τα alter ego τού Ροθ, ο καθηγητής Κέπες – θα
τον συναντήσουμε αργότερα και στο Ο καθηγητής του πόθου και στο Το
ζώο που ξεψυχά. Μια ορμονική μετάλλαξη θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο
βυζί που σκέφτεται σαν άνθρωπος, συνομιλεί και ψυχαναλύεται από τον επιστήμονα
Κλίνγκερ και, περνώντας όλα τα αναγκαία ψυχολογικά στάδια, αποδέχεται την
τωρινή του κατάσταση. Ο «Μίστερ Πραγματικότητα» αντιμετωπίζεται, κατά τον Ροθ,
μόνο με την αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Οι κριτικοί χαρακτήρισαν τη νουβέλα
«καφκικού τύπου», όμως εδώ η συγγραφική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα είναι μάλλον
προσχηματική, αφού όλο το εύρημα της μεταμόρφωσης του Κέπες δεν προσομοιάζει
στο ελάχιστο με την υπαρξιακή ένταση και το βάθος του Γκρέγκορ Σάμσα, που, διά
χειρός Κάφκα, μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα. Ένα μάλλον μέτριο βιβλίο για τα
μέτρα του Ροθ, παιγνιώδες και ευφάνταστο μεν, με αρκετές, όμως, προς το τέλος,
νότες διδακτισμού και ηθικολογίας.
Προσπερνώντας το Η ζωή μου ως άντρας
(1974, Πόλις, 1996), όπου έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του Ζούκερμαν, του
αιρετικού Εβραίου διανοούμενου που αποτελεί έτερο alter ego τούς συγγραφέα
(υποψήφιο για Εθνικό Βραβείο καλύτερου μυθοπλαστικού βιβλίου), πηγαίνω στο
άκρως ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, Ο καθηγητής του πόθου (1977, Πόλις,
2010, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), όπου ο Ροθ επανέρχεται μυθοπλαστικά ως
καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες. Πόθος, σεξουαλική ηδονή, τα όρια ανάμεσα στην
αξιοπρέπεια και στον αχαλίνωτο πόθο, η παιδική ηλικία του Κέπες και το πρότυπό
του, οι σπουδές του, δυο πεταχτούλες Σουηδέζες φοιτήτριες, μετά η Έλεν, κατόπιν
η Κλερ και τελικώς η μοναξιά, που ακολουθεί τον έρωτα, γιατί όπως έλεγε
χαρακτηριστικά και ο σημαντικός ζωγράφος Γιώργος Σικελιώτης «κάθε έρωτας είναι
κι ένας μικρός θάνατος». Ο Κουβανός συγγραφέας Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες θα πρέπει
να επηρεάστηκε απ’ αυτό το βιβλίο του Ροθ στο μυθιστόρημά του Ο έρωτας
νοστάλγησε την Κούβα (Μεταίχμιο, 2004), όπου πιστός στην τάση (ρεύμα) του
«βρόμικου ρεαλισμού», φιλοτέχνησε αριστουργηματικά δύο χαρακτηριστικά γυναικεία
πορτρέτα, μιας Κουβανής και μιας Σουηδής, επικεντρωμένος στο γλυκό αδιέξοδο του
αφηγητή να κατασταλάξει ερωτικά σε μία από τις δύο.
Η συγγραφική ωρίμανση του Ροθ, ουσιαστικά
θα γίνει ευδιάκριτη με την τετραλογία του στην οποία καθιερώνεται ο Ζούκερμαν
ως alter ego του. Μιλάμε για την επταετία 1979-1986, οπότε κυκλοφορούν τα
βιβλία: Ο συγγραφέας φάντασμα (1979), Ζούκερμαν λυόμενος (1981), Μαθήματα
ανατομίας (1983) και Το όργιο της Πράγας (1985). Όλα τα παραπάνω
περιλαμβάνονται στο βιβλίο Ζούκερμαν δεσμώτης (τριλογία και επίλογος)
(Πόλις, 2004, μτφρ. Σπύρος Βρετός). Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, εκκολαπτόμενος
συγγραφέας, μετακινείται στην τετραλογία του Ροθ από τη Νέα Αγγλία στο
Μανχάταν, επιστρέφει στο διαμέρισμά του και καταλήγει στην Πράγα, εν έτει 1976,
με σκοπό να διασώσει από τη λήθη τα έργα ενός άγνωστου συγγραφέα που γράφει στα
γίντις, δηλαδή στη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης. Σημαντικότερο,
κατά τη γνώμη μου, του Ζούκερμαν δεσμώτης είναι η Αντιζωή (1986,
Πόλις, 2008, μτφρ. Χριστίνας Ντόκου). Μοντερνισμός τραβηγμένος στα άκρα, πάλι ο
έρωτας, η χαώδης διάσταση γι’ αυτά που ποθούμε και γι’ αυτά που φτάνουμε, μια
ασυμπτωματική καρδιοπάθεια που η ιατρική αγωγή για την αντιμετώπισή της
προκαλεί προβλήματα στύσης, ο Χένρι κι ο αδελφός του Νέιθαν Ζούκερμαν ως δύο
αφηγηματικές παραλλαγές της ίδιας συνείδησης, η υπονόμευση της εβραϊκότητας,
πολλά αντιθετικά δίπολα χαρακτήρων και καταστάσεων και κάποιες εκπληκτικές
σελίδες για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, συνθέτουν
αυτό το αξιόλογο βιβλίο, που κλείνει τον κύκλο της τετραλογίας του Ζούκερμαν.
Η
άτυπη αμερικανική τριλογία
Τα
σημαντικότερα μυθιστορήματα του Ροθ περιλαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, στην
άτυπη «αμερικανική τριλογία», με κορυφαίο όλων το Αμερικανικό ειδύλλιο
(1997, Πόλις, 2010, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου)3. Το μυθιστόρημα
βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ (μυθοπλασίας) το 1998. Ο Ροθ, στο απόγειο
της συγγραφικής του ωρίμανσης και όντας ήδη 64 χρονών, δίνει ένα βιβλίο που,
σύμφωνα με τη γνώμη σημαντικών κριτικών, συγκαταλέγεται στη λίστα των Μεγάλων
αμερικανικών μυθιστορημάτων όλων των εποχών, δίπλα σε άλλα αριστουργήματα (Μπόμπι
Ντικ, Ο μεγάλος Γκάτσμπι, Υπόγειος κόσμος, Τα σταφύλια της οργής, Τριλογία της
Νέας Υόρκης κ. ά). Πρόκειται για την επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας
κατά τη δεκαετία του ’60, με τις ραγδαίες μεταβολές και τις εσωτερικές
αναταραχές, λόγω του πολέμου του Βιετνάμ – ίσως το πιο πολιτικό βιβλίο του Ροθ.
Ο Ροθ, με ρεαλιστική γραφή, χτίζει σελίδα τη σελίδα το τραγικό πορτρέτο του
Εβραίου Σιμούρ Λιβόβ, του «Σουηδού» (πρότυπο του επιτυχημένου Αμερικανού –
φυσική ευγένεια, ήθος, παλιός πρωταθλητής μπέιζμπολ, ευφυΐα κτλ.), με πολλές
συγγραφικές επιστρώσεις και επίπεδα. Λεπτή ειρωνεία, πύκνωση λόγου και, εν
κατακλείδι, καφκικού τύπου αδιέξοδο. Ένα ηχηρό χαστούκι στο Αμερικανικό θαύμα
που, ως ιδεολόγημα, κυριαρχούσε τότε στην αμερικανική ήπειρο.
Στο Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή
(1998, Πόλις, 2000) επιστρέφουμε μια δεκαετία νωρίτερα, στα σκοτεινά χρόνια του
μακαρθισμού. Ένας πρώην εργάτης, ιδεολόγος κομμουνιστής που εξελίσσεται σε
δημοφιλή ηθοποιό, καταντά με ρημαγμένη ζωή, άνεργος, δίχως υπόληψη. Μια
καταγγελία της γυναίκας του ότι ασκεί κατασκοπία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης,
μετατρέπει τη ζωή του σε εθνικό σκάνδαλο. Πολιτική παρωδία, γραμμένη με
ενάργεια, σαρκασμό και άφθονο χιούμορ.
Στο Το ανθρώπινο στίγμα (2000,
Πόλις, 2013, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) μεταφερόμαστε στην εποχή που ξεσπά
το σκάνδαλο Κλίντον-Λεβίνσκι. Ο πουριτανισμός και η πολιτική ορθότητα
κυριαρχούν στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας. Ο βασικός ήρωας
–καθηγητής κλασικών σπουδών που συκοφαντήθηκε για ρατσιστική συμπεριφορά και,
παραιτημένος από την εργασία του, ζει πλέον μοναχικά– σχετίζεται με νεώτερή
του, ερωτική γυναίκα, φαινομενικά «κατώτερή» του, που καταδιώκεται από τον
μανιακό πρώην σύζυγό της, βετεράνο του Βιετνάμ, που δεν την αφήνει σε χλωρό
κλαρί. Ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα που παίζει σε πολλά ταμπλό: Ανθρώπινες
σχέσεις, έρωτας, πολιτική ορθότητα, Βιετνάμ, επικαιρότητα, πανεπιστήμιο – από
τις κορυφαίες στιγμές του Ροθ.
Η «αμερικανική τριλογία» του Ροθ κάλλιστα
θα μπορούσε να ονομαστεί και «πολιτική» τριλογία, αφού τα βιβλία αυτά αποτελούν
τομή στον πολιτικό χάρτη των Η.Π.Α., αναδεικνύοντας τις ψευδαισθήσεις, τον
παραλογισμό και τη ρευστότητα της αμερικανικής κοινωνίας. Στα πολιτικά βιβλία
του Ροθ, με έντονη έμφαση στα αδιέξοδα του εβραϊσμού, μπορεί να ενταχθεί και το
βιβλίο Επιχείρηση Σάυλωκ (1993, Πόλις, 2001, μτφρ. Σπύρος Βρετός), ένα
βιβλίο όπου η αραβοϊσραηλινή διένεξη αντιδιαστέλλεται αριστοτεχνικά με το
Ολοκαύτωμα.
Σάμπαθ
και, πάλι, Κέπες
Το
1995 τυπώνεται στην Αμερική ένα σημαντικό βιβλίο του Ροθ, Το θέατρο του
Σάμπαθ (Χατζηνικολή, 1998, μτφρ. Ανδρέας Βαχλιώτης, επαν. Πόλις, 2013).
Αρκετοί κριτικοί το θεωρούν κορυφαία στιγμή του Ροθ – ο Ηλίας Μαγκλίνης (από
τους συνεπέστερους και εγκυρότερους μελετητές –και μεταφραστής– του Ροθ στην
Ελλάδα), πρόσφατα, το τοποθέτησε πρώτο στην καλύτερη, κατά τη γνώμη του, δεκάδα
μυθιστορημάτων του Ροθ4. [Στο σημείο αυτό ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση
σχολιάζοντας το εκδοτικό πρωθύστερο5 που συμβαίνει στην Ελλάδα με τα
βιβλία του Ροθ – κάτι που, φυσικά, δεν έχει επικριτικό χαρακτήρα για τις
εκδόσεις Πόλις, που χάρη σ’ αυτές έχουμε το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του
Ροθ στη χώρα μας και απολαμβάνουμε τη γραφή του. Για διάφορους λόγους (εμπορικούς,
οικονομικούς, αξιολόγησης βιβλίων, δικαιωμάτων κτλ.) έχουν μεταφραστεί
παλιότερα βιβλία του Ροθ στην αρχή, μετά τα κορυφαία του, κατόπιν τα τελευταία
του (εξίσου κορυφαία) και κάποια στιγμή τα σχεδόν πρωτόλειά του. Αυτό, μοιραία,
δημιουργεί μια μικρή σύγχυση στην πρόσληψη του έργου του από έναν όχι ιδιαίτερα
μυημένο αναγνώστη και στην αξιολόγηση εκ μέρους του αναφορικά με το συνολικό
του έργο, που, οι περισσότεροι, το γνωρίζουν αποσπασματικά. Κλείνει η
παρένθεση]. Επιστρέφω στο Το θέατρο του Σάμπαθ. Πρόκειται,
ομολογουμένως, για ένα σπαραχτικό, πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που επαινέθηκε από
την κριτική. Αχαλίνωτη λαγνεία, σάτιρα επικών διαστάσεων, τραγικά προσωπικά
αδιέξοδα, αρθρίτιδα και υπέρταση, και ο εξηνταπεντάχρονος Μίκυ Σάμπαθ, μετά τον
θάνατο της Κροάτισσας ερωμένης του, της Ντρέγκα, από καρκίνο, έρχεται
αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος, οδηγούμενος στον παραλογισμό και
στην τρέλα. Κορυφαία ερωτική στιγμή ο αυνανισμός του Σάμπαθ πάνω στο μνήμα της
πρώην ερωμένης του, που τον διεγείρει ακόμη και πεθαμένη. Το τέλος ευφάνταστο,
λυτρωτικό, παιγνιώδες, αστείο μέσα στην τραγικότητά του. Σπουδαία στιγμή του
Ροθ, αλλά όχι η κορυφαία, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Με το βιβλίο Το ζώο που ξεψυχά
(2001, Πόλις, 2002, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς) ξεκινά η τετραλογία της θνητότητας,
των παθήσεων και του άγχους του θανάτου6. Ολοκληρώνεται και ο κύκλος
του καθηγητή Ντέιβιντ Κέπες, που, εδώ, ζει εργένικα, έχοντας συχνά ερωτικές
επαφές με φοιτήτριές του. Σεξ και αισθητική, τα μόνα ενδιαφέροντα του
χειραφετημένου εξηνταδυάχρονου. Γνωρίζοντας την εικοσιτετράχρονη Κουβανή Κονσουέλα
την ερωτεύεται απόλυτα. Από το σφριγηλό υγιές σώμα της, μέχρι το ταλαιπωρημένο
από τον καρκίνο ίδιο σώμα, και τα δύο παραμένουν για τον Κέπες αντικείμενα
ηδονής. Ο Ροθ, μ’ αυτή τη συστάδα των βιβλίων του, αρχίζει να μας εξοικειώνει
με την ιδέα του θανάτου.
Πριν τη συνέχιση και την ολοκλήρωση της
«τετραλογίας της θνητότητας» από τον Ροθ, μεσολαβεί άλλο ένα σημαντικό βιβλίο
του, το Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (2004, Πόλις, 2007, μτφρ.
Ηλίας Μαγκλίνης). Πρόκειται για μια σκοτεινή, πολιτική αλληγορία για τη
σύγχρονη Αμερική, που ξεκινά από το υποθετικό σενάριο πως τις εκλογές του ’40
στην Αμερική δεν θα τις κέρδιζε ο Ρούσβελτ, αλλά ο Ρεπουμπλικάνος, αντισημίτης
και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Τσαρλς Λίντμπεργκ. Μια οικογένεια της
Αμερικής, οι Ροθ, θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα στην υλοποίηση αυτού του
φανταστικού σεναρίου. Ο Ροθ, που, κατά δήλωσή του, δεν ψήφισε ποτέ του Ρεπουμπλικανούς7,
και του οποίου πολλές σελίδες αρκετών του βιβλίων βασίζονται στη δημιουργική
αναρώτηση «τι θα συνέβαινε αν…;» που συνήθιζε να κάνει (Νέμεσις, Αγανάκτηση,
Αμερικανικό ειδύλλιο κτλ.), πίστευε πως μ’ αυτό το δυστοπικό του πόνημα,
έβαλε ένα λιθαράκι στο να μην εκτροχιαστεί η Αμερική και να παραμείνει, έτσι,
για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε δημοκρατική τροχιά. Ξόρκιζε, τρόπον τινά, το
κακό με τη γραφή του. Η εκλογή και τα πρόσφατα έργα και ημέρες του Τραμπ,
πιστεύω πως θα τον κατέθλιψαν βαθύτατα.
Η
ολοκλήρωση της «τετραλογίας της θνητότητας» και το κύκνειο άσμα του Ροθ
Ο
τίτλος του ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος του Ροθ Καθένας (2006, Πόλις,
2006, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) είναι παρμένος από τον βρετανικό στίχο The
summoning of everyman, που σημαίνει «η κλήτευση του καθενός». Όλοι μας, δηλαδή,
θα καλεστούμε κάποια στιγμή από τον θάνατο για να εκθέσουμε τα πεπραγμένα μας
σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο ήρωας, εδώ, μένει μόνος του, οι τρεις γυναίκες της ζωής
του τον έχουν εγκαταλείψει, οι φίλοι γερνάνε και πεθαίνουν και ο ίδιος
αγωνίζεται να γλιτώσει από τον φόβο του θανάτου. Απώλειες, οδύνη, τύψεις, το
φθαρτό ανθρώπινο σώμα – η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ένα μικρό, περιεκτικό,
ευθύβολο, στοχαστικό διαμαντάκι. Τρία
χρόνια μετά η «τετραλογία της θνητότητας» θα συνεχιστεί με την Ταπείνωση
(2009, Πόλις, 2010, μτφρ. Κατερίνα Σχινά)8. Συγγραφική κόπωση του
Ροθ; Δεν θα το έλεγα. Πυκνογραμμένη νουβέλα για το τέλος των πραγμάτων, του
έρωτα, των φιλοδοξιών και της ζωής. Ένας εξηνταπεντάρης ηθοποιός χάνει το
ταλέντο του. Μια πρώην λεσβία, η Πεγκήιν (κόρη ενός φιλικού του ζευγαριού) θα
συνάψει σχέση μαζί του. Προς στιγμή όλα πηγαίνουν καλά. Μέχρις ότου… Το ταλέντο
έχει ημερομηνία λήξης, μας θυμίζει ο Ροθ. Και τους μεγαλύτερους ρόλους –εκτός
θεάτρου– τους γράφει η ίδια η ζωή.
Κάνοντας κι εγώ ένα πρωθύστερο στη
βιβλιογραφία του Ροθ, θα γυρίσω σε δύο, τυπωμένα προ της Ταπείνωσης,
βιβλία του. Φεύγει το φάντασμα (2007, Πόλις, 2009, μτφρ. Κατερίνα Σχινά)
και Αγανάκτηση (2008, Πόλις, 2009, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου). Στο πρώτο ο
Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, απ’ όπου είχε φύγει πριν από ένδεκα
χρόνια. Έχει επικεντρωθεί τώρα στο γράψιμο. Τρεις συναντήσεις θα διαρρήξουν τον
ιστό της μοναξιάς του. Με ένα νεαρό ζευγάρι, με την Έιμι Μπελέτ και μ’ έναν
επίδοξο βιογράφο του συγγραφέα Λόνοφ, που ο Ζούκερμαν θαυμάζει. Εντυπωσιάζει
και διεγείρει τον αναγνώστη του βιβλίου η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός
εβδομηνταδυάχρονου να κρατηθεί στη ζωή ερωτικά, μέσω μιας εικοσιεξάχρονης
μούσας. Ο Ροθ, εδώ, αποχαιρετά ένα ακόμη λογοτεχνικό προσωπείο του, αλλά
συνειδητοποιεί με τραγικό τρόπο τη φθαρτότητα και το γήρας του δικού του
σώματος. Η Αγανάκτηση (29ο κατά σειρά βιβλίο του Ροθ) δεν εντάσσεται
στην «τετραλογία της θνητότητας». Είναι όμως ένα πολυεπίπεδο και σφιχτό
μυθιστόρημα, με βασικό ήρωα τον Μάρκους Μέσνερ. Παρακολουθούμε, μέσα από το
ψυχορράγημα του ήρωα, σε φλας μπακ, τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του ήρωα,
μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο Ροθ, εδώ, μας αποκαλύπτει σε όλο της το μεγαλείο
την αυτοκρατορία του απρόοπτου. Ένα μυθιστόρημα με πολλές πτυχές και διαστάσεις
(όπως και Το ανθρώπινο στίγμα), ένας ύμνος στην αδυναμία του ανθρώπου να
συγκρουστεί με τις τρομαχτικές συγκυρίες της ζωής. Παράλληλα και μία εύγλωττη
απόδειξη τού πώς ένας ευάλωτος άνθρωπος μπορεί να συνθλιφτεί από ένα ολόκληρο
σύστημα αξιών. Ο Μάρκους πρόσωπο σχεδόν ισάξια τραγικό με τον Σιμούρ Λιβόβ του Αμερικανικού
ειδυλλίου – από τους πιο πειστικούς ανδρικούς χαρακτήρες που σμίλεψε ο Ροθ με τη γραφή του.
Ο συγγραφικός κύκλος του Ροθ ολοκληρώνεται
με το Νέμεσις (2010, Πόλις, 2011, μτφρ. Κατερίνα Σχινά). Μ’ αυτό το
μυθιστόρημα κλείνει και η «τετραλογία της θνητότητας». Νιούαρκ, καλοκαίρι του
’44, επιδημία πολιομυελίτιδας, φόβος για τις συνέπειες του λοιμού, υστερία,
πανικός, οργή, τρόμος. Άνθρωποι με τις καλύτερες προθέσεις στη ζωή τους
ισοπεδώνονται από τη δύναμη των περιστάσεων. Ο ήρωας του στόρι, Μπάκυ, κάπου
συναντιέται στην τραγικότητα της ζωής του με τους Λιβόβ και Μάρκους, των
παλαιότερων βιβλίων του Ροθ. Πολυδιάστατο μυθιστόρημα όπου θίγονται ζητήματα όπως:
Ο ρόλος του Θείου, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η τύχη, οι ενοχές, ο αντισημιτισμός
των Αμερικάνων, η ταύτιση του εγώ με τα δεινά και τις συμφορές που ξεσπούν. Το
βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια άκρως εντυπωσιακή απόσυρση του Ροθ από τη
συγγραφική σκηνή, αλλά η υπερβολική και σχολαστική ανάλυση προσωπικότητας που
γίνεται στον ήρωα, διά στόματος Άρνολντ, (τρίτη ενότητα), απονευρώνει, προς το
τέλος, την ένταση και τη μαγεία που είχε δημιουργηθεί στις προηγούμενες σελίδες9.
Απομνημονεύματα,
αυτοβιογραφικά και πάρεργα
Κρατώ,
γι’ αυτήν την τελευταία συστάδα των βιβλίων του Ροθ, τα εξής βιβλία του: Διαβάζοντας
τον εαυτό μου και άλλους (1976, Πόλις, 2014, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), Τα
γεγονότα: η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου (1988, Πόλις, 2017, μτφρ.
Κατερίνα Σχινά), Κουβέντες του σιναφιού (2001, Πόλις, 2004, μτφρ.
Κατερίνα Σχινά) και Πατρική κληρονομιά: μια αληθινή ιστορία (1991,
Χατζηνικολή, 1997, μτφρ. Τάκης Κιρκής, επαν. Πόλις, 2012).
Στο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και
άλλους θα συναντήσουμε δοκίμια, άρθρα και συνεντεύξεις του Ροθ, που
καλύπτουν τα πρώτα 25 χρόνια (δηλαδή ακριβώς τα μισά) της συγγραφικής του
σταδιοδρομίας. Κείμενα για το μπέιζμπολ, την πολιτική, τους Αμερικανοεβραίους,
το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, για τη μεγάλη συγγραφική του αγάπη που
ακούει στο όνομα Φραντς Κάφκα, για το ερωτικό στοιχείο των βιβλίων του.
Στο Τα γεγονότα ο Ροθ ανταλλάσει
επιστολές με τον… Ζούκερμαν, σ’ ένα παιχνίδι όπου μετέχει ο δημιουργός και το
μυθιστορηματικό του (ένα από όλα) προσωπείο. Πέντε επεισόδια από τη ζωή του Ροθ
αφηγούμενα με ελκυστικό τρόπο από τον συγγραφέα. Το βιβλίο αφορά την αντισυμβατική
αυτοβιογραφία του συγγραφέα, θίγοντας ζητήματα επάρκειας και ακεραιότητας του
συγγραφέα και υπονομεύοντας παράλληλα τη γνησιότητα του λογοτεχνικού είδους της
αυτοβιογραφίας.
Στο Κουβέντες του σιναφιού, ο Ροθ
συναντά και συνομιλεί με συγγραφείς που εκτιμά, και των οποίων το έργο
αποδέχεται. Πρίμο Λέβι, Άαρον Άπελφελντ, Ιβάν Κλίμα, Μίλαν Κούντερα, Σάουλ
Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ και κάποιοι ακόμη παρελαύνουν από τις σελίδες του.
Κλείνω την περιδιάβασή μου στο συνολικό
έργο του Φίλιπ Ροθ με ένα συγκλονιστικό βιβλίο, που με συγκίνησε ιδιαίτερα, το
αμιγώς αυτοβιογραφικό Πατρική κληρονομιά10. Εδώ περιγράφεται
η περιπέτεια υγείας και τελικώς ο θάνατος του υπερήλικα πατέρα του Ροθ, από
όγκο στον εγκέφαλο. Πρόκειται για μια ανατομή του αρχετυπικού πατρικού
συμβόλου, ένα περίτεχνο λεπτομερέστατο σκιτσάρισμα του χαρακτήρα και της
προσωπικότητας του Χέρμαν Ροθ, αλλά και της σχέσης του με τον γιο συγγραφέα. Το
μυθιστόρημα ανακηρύχτηκε το 1993 από το περιοδικό TIME ως το καλύτερο βιβλίο
στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας.
Ενδιαφέρουσες
πτυχές της γραφής του Φίλιπ Ροθ
Στο
έργο του Ροθ θα συναντήσουμε στοιχεία της γραφής του που, υπό στιλ εμμονών ή
ακόμη και αφηγηματικών στερεοτύπων, επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο. Μια απ’
αυτές τις πτυχές, ίσως η σημαντικότερη και η πιο ενδιαφέρουσα, είναι η έννοια
της εβραϊκότητας και η θέση που παίρνει ο Ροθ απέναντι στους
ομοθρήσκους του. Ο Ροθ, άθεος κατά δήλωσή του, από το πρώτο του ήδη βιβλίο
είναι καυστικός και σαρκαστικός με τους Εβραίους. Η συνολική του αναφορά σ’
αυτό που λέμε εβραϊκότητα καλύπτεται από μια ευμεγέθη καμπύλη που ξεκινά από
την πιο αθώα καταγραφή και αποτύπωση των εβραϊκών εθίμων, των εβραϊκών φαγητών
και της εβραϊκής οικογένειας, και φτάνει μέχρι την πιο ακραία υπονόμευσή της.
Την εποχή που το Ολοκαύτωμα ως σύμβολο θυσίας ενός λαού κι ενός έθνους κυριαρχούσε
(και κυριαρχεί) στις συνειδήσεις όλων των σκεπτόμενων και ευαίσθητων ανθρώπων
του πλανήτη, ο Ροθ (όπως και ο Γούντι Άλεν στις ταινίες του) καυτηρίαζε τις
εμμονές των ομοθρήσκων του, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί (όπως άλλωστε συνέβη)
πολιτικά μη ορθός συγγραφέας. Αυτό, σε συνδυασμό με την εμμονή του στους
ανδρικούς χαρακτήρες-πρωταγωνιστές των βιβλίων του (οι γυναίκες, σχεδόν πάντα,
είχαν υποδεέστερη θέση στις εκάστοτε αφηγήσεις του) ίσως του στέρησαν κάποιο
βραβείο Νομπέλ, που το δικαιούνταν, και με το παραπάνω, και που –ασχέτως αν
δήλωνε πως δεν τον ενδιέφεραν τα βραβεία– το επιθυμούσε διακαώς. Στις
σπαρταριστές και απολαυστικότερες στιγμές σαρκασμού και υπονόμευσης της
εβραϊκότητας, θα θυμηθώ, επιλεκτικά, τον ρατσισμό των Εβραίων του Νιούαρκ στο Νέμεσις,
που εναρμονισμένοι με τον πανικό και τον φόβο των Αμερικανών στην επιδημία
πολιομυελίτιδας που ξέσπασε το καλοκαίρι του ’44, κραύγαζαν υστερικά: «Αυτή η
αρρώστια σκοτώνει όμορφα εβραιόπουλα!», τον καταπληκτικό διάλογο της Ντόουν με
τον Εβραίο πεθερό της (πατέρα του Σιμούρ Λιβόβ) στην πρώτη τους γνωριμία, όπου
ο γέρος Λιβόβ στην κυριολεξία παζάρευε τις γιορτές για το μελλοντικό εγγόνι του
με την, υπό δοκιμή, καθολική νύφη του (Αμερικανικό ειδύλλιο), τον
απολαυστικό, απόλυτο, γκρινιάρη και συχνά αμφίθυμο ογδονταεξάχρονο Εβραίο
πατέρα του, στο Πατρική κληρονομιά, που ωστόσο, παρά τις αναποδιές του
χαρακτήρα του, ο Ροθ με την πένα του τον ανέδειξε σε λογοτεχνικό ήρωα πρώτης
γραμμής, φυσικά τους ποικίλους αυνανισμούς, τη σεξουαλική εμμονή και τη
βωμολοχία του Εβραίου Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ), αλλά και τις
σκέψεις του Ροθ για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, στο Αντιζωή.
Ωστόσο, σε πολλά διηγήματα απ’ το Αντίο, Κολόμπους, η ματιά του Ροθ
είναι τρυφερή και διόλου επικριτική στους ομοθρήσκους του, κάτι που έκανε τη
Σώτη Τριανταφύλλου, στο επίμετρο του συγκεκριμένου βιβλίου, αναλύοντας τα
κείμενα να διατυπώσει εύστοχα την παρακάτω θέση: «Ο Φίλιπ Ροθ, παρά τις
κατηγορίες που εξαπέλυσαν εναντίον του οι σιωνιστές, φαίνεται να υπερασπίζεται
την πίστη και τις εβραϊκές ρίζες»11.
Άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του έργου του Ροθ
είναι η θέση της γυναίκας στα βιβλία του. Μόνο σ’ ένα μυθιστόρημά
του (Τότε που ήταν καλό κορίτσι) υπάρχει γυναικείο πρόσωπο που να
σηκώνει το βάρος της βασικής πρωταγωνίστριας, κι αυτή είναι η Λούσι Νέλσον, μια
διφορούμενη και μυστηριώδης ύπαρξη που οδηγεί τη σχέση της με τον Ρόι Μπάσαρτ
στην καταστροφή, έχοντας την τάση, ως γνήσια καθολική, να κάνει πάντα το
«καλό», το κατ’ επίφαση δηλαδή καλό που τελικώς αποδεικνύεται θανάσιμα
καταστροφικό. Βέβαια, σε πάρα πολλά βιβλία του Ροθ υπάρχουν εξαιρετικές
σκιαγραφήσεις γυναικείων πορτρέτων, έστω κι αν ο ρόλος τους είναι αμφίσημος ή
αρνητικός και προκαλούν φθορά και καταστροφή στον κυρίως ήρωα του στόρι. Πολλές
απ’ αυτές τις γυναίκες είναι πρότυπα δοτικότητας, σεξουαλικότητας και
αισθησιασμού. Πάλι επιλεκτικά θα θυμηθώ την Κροάτισσα ερωμένη του Σάμπαθ, την
Ντρέγκα (Το θέατρο του Σάμπαθ), τη λεσβία Πεγκήιν που ξελογιάζει τον
ηθοποιό Σάιμον Άξλερ, αφήνοντάς τον, εντέλει, στα κρύα του λουτρού και
οδηγώντας τον στα έσχατα όρια της ταπείνωσης (Η ταπείνωση), τα δύο
γυναικεία πρόσωπα του Αμερικανικού ειδυλλίου, τη ματαιόδοξη και άπιστη
Ντόουν (πρώην βασίλισσα της ομορφιάς, καθολική, με ιρλανδέζικες ρίζες) και την
κόρη της Μέρι (το τραυλό κορίτσι, που στα δεκάξι του γίνεται βομβίστρια
αντιδρώντας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, και, κατόπιν, ζαϊνίστρια), αλλά ιδίως
τη φοιτήτρια Κονσουέλα, μέσω της οποίας σκιαγραφείται αριστοτεχνικά από τον Ροθ
ένα γνήσιο, ολοκληρωμένο, αρχετυπικό γυναικείο πορτρέτο που συνδυάζει τον
ερωτισμό με έναν ήρεμο παιδιάστικο συναισθηματισμό – ένα μίγμα σεξουαλικότητας
και παραδοσιακής κουβανέζικης απλότητας (Το ζώο που ξεψυχά). Μισογύνης
και φαλλοκράτης, λοιπόν, ο Ροθ; Θα πω «όχι». Η θέση αυτή τον αδικεί κατάφορα
και ακυρώνει, εν μέρει, το τεράστιο έργο του. Μάλλον υπέρμετρα ειλικρινής στον
ερωτικό τομέα, που βλέπει τα πράγματα από την αντρική σκοπιά – ο ίδιος σε
συνέντευξή του δήλωσε πως δεν χαρίστηκε στο φύλο του. Ωραία κάνει, επί του
θέματος, τον διαχωρισμό ο δημοσιογράφος Μιχάλης Τσιντσίνης, σε άρθρο του στην
Καθημερινή: «οι άνδρες του Ροθ είναι μάλλον φαλλοπαθή όντα κι όχι
φαλλοκρατικά».12 Ο Ροθ τσάκωσε τους αρσενικούς-θηρευτές ήρωές του
στην πιο λάγνα στιγμή της ζωής τους, βάζοντας τις γυναίκες (στη θέση του
θηράματος πάντα, ποτέ του αντικειμένου) να υποκύπτουν στις ορέξεις τους, συχνά
κουμαντάρνοντάς τους και αναστατώνοντάς τους ακόμη και από τον τάφο (Κονσουέλα,
Ντρέγκα). Απέχει πολύ η μυθοπλασία του Ροθ, σ’ αυτόν τον τομέα, από την
πραγματική ζωή; Ας απαντήσει κανείς με ειλικρίνεια στο ερώτημα αυτό, βάζοντας
το χέρι στο μέρος της καρδιάς. Πάντως, ακόμη κι αν όλο αυτό εμπεριέχει σπέρματα
μισογυνισμού, ο Ροθ δεν είναι περισσότερο μισογύνης από ό,τι ένας Σάουλ Μπελόου
ή ένας Χένρι Μίλερ. Ούτε από τον Μπουκόφσκι, τον Γκουτιέρες, τον Κάρβερ και τον
Τσίβερ – τα ιερά τέρατα του «βρόμικου ρεαλισμού», με τους οποίους, εν μέρει,
και ο ίδιος συγγενεύει συγγραφικά.13
Μια εξίσου σπουδαία πτυχή στο έργο του
Ροθ, η πιο βαθιά, η πιο τραγική, η πιο υπαρξιακή, η πιο επώδυνη, έχει να κάνει
με τις παθήσεις του σώματος και της ψυχής και την αγωνία
του θανάτου. Δεν υπάρχει βιβλίο του Ροθ στο οποίο ο πρωταγωνιστής (ή οι
δευτεραγωνιστές, στη χείριστη περίπτωση) να μην ταλανίζεται από κάποια, ανίατη
συνήθως, πάθηση. Καταθέτω κάποια ελάχιστα αλλά χτυπητά παραδείγματα: Ο Άξλερ
νοσηλεύεται σε ειδική κλινική για αποθεραπεία από την κατάθλιψη – αυτή τελικώς
θα τον οδηγήσει στο απονενοημένο διάβημα (Η ταπείνωση). Η πολιομυελίτιδα
κυριαρχεί και χτυπά την κατασκήνωση, ενώ ο ήρωας Μπάκυ, προς το τέλος,
συναντιέται με τον Άρνολντ Μέσνικοφ, θύμα πολιομυελίτιδας (Αγανάκτηση).
Ο Σιμούρ Λιβόβ ψυχαναλύεται και ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με
κατάθλιψη (Αμερικανικό ειδύλλιο). Ο Ντέιβιντ Άλαν Κέπες (Το βυζί)
παθαίνει ορμονική μετάλλαξη. Ψυχαναλύεται στην κλινική για να αποδεχθεί το
συμβάν. Η Κονσουέλα (Το ζώο που ξεψυχά) πεθαίνει από καρκίνο του μαστού.
Ο Χέρμαν Ροθ, ο πατέρας του Ροθ, βασικός πρωταγωνιστής στο Πατρική
κληρονομιά, πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο. Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, ύστερα από
εγχείριση στον προστάτη, αποδυναμώνεται σεξουαλικά και προσπαθεί να επανακάμψει
προσεγγίζοντας νεαρή γυναίκα (Φεύγει το φάντασμα). Ο λάγνος
μαριονετίστας Μίκυ Σάμπαθ είναι υπερτασικός, αρθροπαθής και μανιοκαταθλιπτικός,
ενώ η ερωμένη του Ντρέγκα πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες και η πρώην γυναίκα
του, η Ροζάνα, νοσηλεύεται σε κέντρο αποκατάστασης αλκοολικών (Το θέατρο του
Σάμπαθ). Στο Αντιζωή ο βασικός ήρωας πάσχει από ασυμπτωματική
καρδιοπάθεια, η θεραπεία της οποίας, με φαρμακευτική αγωγή, τού προκαλεί
στυτική δυσλειτουργία. Κι άλλα, και τόσα άλλα… Οι παθήσεις του σώματος και της
ψυχής αποτελούν το μέσο, είναι το όχημα που θα οδηγήσουν συχνά τους ήρωες στον
τάφο (αυτοκτονία ή θάνατος), και τους εναπομείναντες ζώντες ήρωες στην πιο
βαθιά αυτογνωσία. Και οι αναγνώστες, μέσω αυτών, αποκομίζουν, χάρη στην πένα
του Ροθ, το πιο σημαντικό και ουσιώδες: Την εξοικείωσή τους με τη ζοφερή ιδέα
του θανάτου.
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε δεκάδες άλλες
σημαντικές πτυχές αναφορικά με το έργο του Ροθ, όμως για λόγους οικονομίας θα
σταθώ μόνο επιγραμματικά σε κάποιες εξ αυτών: Αμερικανικό όνειρο που
κατεδαφίζεται στις συνειδήσεις των αμερικανών πολιτών, η πολιτική και οι
πολιτικοί των Η.Π.Α., ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι συνέπειες στην ψυχοσύνθεση
των πολιτών και στο συλλογικό ασυνείδητο, το campus novel, οι σχέσεις των
πανεπιστημιακών με τις φοιτήτριές τους στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική
ορθότητα μιας υποκριτικής κοινωνίας, η ενηλικίωση, ο τρόπος που χτίζονται οι
ανδρικοί χαρακτήρες στα βιβλία του, οι σχέσεις Εβραίων με χριστιανούς ή Εβραίων
με καθολικούς, το μπέιζμπολ, η βαθιά πνευματική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα
(αναφορές στη συλλογή δοκιμίων Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους), η
καλλιτεχνική ώσμωση Γούντι Άλεν και Ροθ, η πιστότητα ή όχι της μεταφοράς των
μυθιστορημάτων του Ροθ στον κινηματογράφο, το πώς η μικροϊστορία των
καθημερινών ανθρώπων επηρεάζει και διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία των λαών και
των τόπων, το Νιούαρκ ως αφηγηματικός τόπος και ως συγγραφική εμμονή σε πολλά
βιβλία του Ροθ, και πολλά άλλα. Όμως, επί του παρόντος, σταματώ εδώ,
προχωρώντας στην άποψη του κορυφαίου κριτικού Χάρολντ Μπλουμ για το έργο του
Ροθ.
Σχόλια
του Χάρολντ Μπλουμ για έργα του Ροθ
Βαρύνουσα
σημασία για το έργο του Φίλιπ Ροθ έχει η άποψη του διάσημου κριτικού
λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, που πέθανε πρόσφατα (2019). Ο Μπλουμ συγκαταλέγει
τον Ροθ (μαζί με τον Κόρμαν Μακάρθυ) στους σαιξπηρικούς μυθιστοριογράφους που
πλάθουν χαρακτήρες που αλλάζουν (Χάρολντ Μπλουμ, Πώς και γιατί διαβάζουμε, εκδ.
Τυπωθήτω, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, σ. 207). Ο τίτλος αυτός, «σαιξπηρικός
μυθιστοριογράφος», θωρείται ιδιαίτερα κολακευτικός για τον Αμερικανό συγγραφέα,
αν συνυπολογίσουμε πως ο Μπλουμ θεωρεί τον Σαίξπηρ μεταξύ των βασικών
θεμελιωτών του Δυτικού Κανόνα, δηλαδή μεταξύ των κορυφαίων (ίσως ο κορυφαίος)
όλων των εποχών στη λογοτεχνία, και κάθε επίδρασή του σε νεότερους συγγραφείς
αποτελεί από μόνη της έγκυρη απόδειξη της αξίας τους.
Στη σ. 241 του ίδιου βιβλίου ο Μπλουμ
κάνει λόγο για τους προβληματισμούς του αναφορικά με την ανανέωση του
μυθιστορήματος, ύστερα από συζητήσεις του με τον Ροθ, που τον θεωρούσε
σημαντικότατο μυθιστοριογράφο. Η κοινή τους θέση ήταν πως το αναγνωστικό κοινό
του μυθιστορήματος δεν ανανεώνεται και ενδεχομένως να εκπνεύσει μετά τη δεύτερη
χιλιετία.
Από τα βιβλία του Ροθ ο Μπλουμ έχει
αποφανθεί πως εκτιμά ιδιαίτερα τον Ζούκερμαν Δεσμώτη, Το θέατρο του Σάμπαθ και
το Αμερικανικό ειδύλλιο. Στις «Συνοπτικές Παρατηρήσεις για τα μυθιστορήματα»
(σ. 332) ο Μπλουμ σχολιάζει πως μεγάλα μυθιστορήματα της αμερικανικής
λογοτεχνίας δεν έχουν πρόθεση να μας διδάξουν πώς πρέπει να ζήσουμε ή τι να
κάνουμε. Στο σημείο αυτό, μαζί με τον Υπόγειο κόσμο του Ντον ΝτεΛίλο,
στέκεται στον όλεθρο και στην καταστροφή του Θέατρου του Σάμπαθ που το
αξιολογεί ως εξαιρετικό, ενώ το Αμερικανικό ειδύλλιο το αποκαλεί
σπαρακτικό. Και τα δύο αυτά βιβλία τα εντάσσει στα μετα-μελβίλεια αποκαλυπτικά
μυθιστορήματα, που ωστόσο γίνονται ή είναι «τόσο δύσκολα και τόσο αρνητικά
στους οραματισμούς τους». Για να καταλήξει τον συλλογισμό του πως «η
αρνητικότητα προσφέρει την κάθαρση, μα δεν είναι ανέξοδη, το κόστος του
μηδενισμού πάντα τη συνοδεύει». Εν ολίγοις, καταλήγει ο Μπλουμ, η σπουδαία
λογοτεχνία –εν προκειμένω η αμερικανική μυθιστοριογραφία– είναι δύσκολη
λογοτεχνία και ο αναγνώστης, διαβάζοντάς την, δεν αποκομίζει απαραιτήτως χαρά.
Είναι ιδιαιτέρως τιμητικό για τον Φίλιπ
Ροθ που ένας κριτικός της εμβέλειας και του κύρους του Χάρολντ Μπλουμ, που τα
κριτικά του βιβλία και ο Δυτικός Κανόνας βασίζονται στη συντριπτική τους
πλειοψηφία σε πεθαμένους συγγραφείς, έχει τόσες αναφορές σε έργα του Ροθ, όσο
εκείνος ήταν ακόμη εν ζωή. Κατά δήλωσή του, μάλιστα, Φίλιπ Ροθ, Τόμας Πίντσον,
Ντον Ντελίλο και Κόρμακ ΜακΚάρθυ υπήρξαν οι τέσσερις μείζονες συγγραφείς της
εποχής τους. Γενικά ο Ροθ υπήρξε ένας συγγραφέας που ο Μπλουμ εκτιμούσε
απεριόριστα και τον ενδιέφερε η γνώμη του για γενικότερα ζητήματα λογοτεχνίας.
Σταχυολόγηση
από αφιερώματα στον Τύπο, επ’ αφορμή την αποδημία του Ροθ
Θα
ανέμενε κανείς η είδηση της αποδημίας του Φίλιπ Ροθ να αποτυπωθεί σε
περισσότερα αφιερώματα για τον ίδιο και το έργο του, αφού τα κείμενα που
δημοσιεύτηκαν μετά τις 22 Μαΐου ήταν λίγα, αναφορικά με το συγγραφικό του
εκτόπισμα. Οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, πάντως, στα κυριακάτικα έντυπά
τους, τίμησαν τη μνήμη του Αμερικανού συγγραφέα με άκρως ενδιαφέρουσες σελίδες:
Στο ΤΟ ΒΗΜΑ-βιβλία14, ο Φίλιπ
Ροθ μιλάει, σε δισέλιδο αφιέρωμα, σε πρώτο πρόσωπο, για όλους και για όλα: Για
τα παιδικά του χρόνια, την οικογένεια, την εβραϊκή κληρονομιά, τη συγγραφική
αβεβαιότητα, το σεξ, το δίπολο «Ιστορία-μυθοπλασία», την ιδέα της αυτοκτονίας,
τη ζωή και τον θάνατο. Αντιγράφω σκέψεις του Ροθ, αναφορικά με την ιδέα
της αυτοκτονίας: «Κάποιοι φίλοι μου
αυτοκτόνησαν. Είναι πολύ αιφνιδιαστικό, είναι πολύ σοκαριστικό, είναι
αναπάντεχο, δεν το φαντάζεσαι ότι μπορεί να συμβεί. Οι τρόποι που μπορεί να
επιλέξουν έχουν ενδιαφέρον και είναι το πιο δραματικό πράγμα που μπορείς να
κάνεις, το να τερματίσεις τη ζωή σου. Με ενδιαφέρει καιρό τώρα, είχα την πολύ
άσχημη εμπειρία με τις παρενέργειες του υπνωτικού “Halcyon” τη δεκαετία του
’80. Βασικά, όταν περνούσα αυτή τη φάση, ο φίλος μου Πρίμο Λέβι αυτοκτόνησε.
Οπότε πρόκειται για ένα μείζον ανθρώπινο θέμα. Στην Ταπείνωση ήθελα να δω αν θα
κατάφερνε ο ήρωάς μου να το κάνει…»
Τα «Νέα», αναδημοσίευσαν μέρος μιας
συνέντευξης που παραχώρησε, το 2008, ο Φίλιπ Ροθ στη δημοσιογράφο Αριστοτελία
Πελώνη (η πρώτη του συνέντευξη για ελληνικό μέσο) που είχε, τότε, δημοσιευτεί
στο περιοδικό «Ταχυδρόμος»15. Στέκομαι στις απαντήσεις του Ροθ στις
δύο τελευταίες ερωτήσεις της δημοσιογράφου, αν, δηλαδή, έχει συμφιλιωθεί με την
ιδέα του θανάτου και πώς θα επιθυμούσε να τον θυμούνται. Στην πρώτη ερώτηση
απαντά ως εξής: «Όταν πλησιάζεις σε μια ηλικία που οι άνθρωποι γύρω σου
αρχίζουν να πεθαίνουν ή αρρωσταίνουν βαριά, συνειδητοποιείς ότι έρχεται η ώρα
σου. Όταν είσαι νέος εξοργίζεσαι με την ιδέα. Όσο μεγαλώνεις, τόσο
συμφιλιώνεσαι με την ιδέα ότι θα έρθει η ώρα που θα πάρεις την άδειά σου από τη
ζωή… Δεν έχουμε επιλογή. Όλοι θα πεθάνουμε. Αυτός είναι ο λόγος που κάποια από
τα τελευταία βιβλία μου είχαν τόσο πολύ θάνατο και αρρώστια». Στην ερώτηση πώς
θα ήθελε να τον θυμούνται οι άνθρωποι, δείχνει απίστευτη απλότητα και
ταπεινότητα. Παράλληλα προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τους ήρωες των βιβλίων
του. Λέει: «Είμαι απλώς ένας κανονικός άνθρωπος που ζει ασυνήθιστες ζωές μέσα
από τα βιβλία του. Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο. Όλα τα ασυνήθιστα και οι
ανωμαλίες ανήκουν στους χαρακτήρες μου και όχι σε μένα. Μέσα απ’ αυτούς ζω
πολλές ζωές…»
Ο Ηλίας Μαγκλίνης (συγγραφέας και
μεταφραστής του Ροθ), στο ένθετο «τέχνες και γράμματα» της εφημερίδας
Καθημερινή16, σε αφιέρωμά του στον Φίλιπ Ροθ, θυμάται με νοσταλγία
τη συνάντηση που είχε, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, στη Νέα Υόρκη, με τον
Αμερικανό συγγραφέα. Σε μια τιμητική εκδήλωση προς το πρόσωπό του, μία κριτικός
λογοτεχνίας χαρακτήρισε τον «ζωντανό λογοτεχνικό θρύλο» ως ερημίτη. Κι αυτό,
γιατί, όπως μας αποκαλύπτει ο Μαγκλίνης, ο Ροθ, μετά την εμπορική του επιτυχία
με το Σύνδρομο του Πόρτνοϊ, είχε αγοράσει ένα παλιό σπίτι στο δάσος του
Κονέκτικατ, και ζούσε, εκεί, στη μέση του πουθενά, ως ερημίτης. Ο Μαγκλίνης,
αφού κάνει αναφορά στο κείμενό του σε σπουδαία βιβλία του Ροθ, καταρτίζει την,
κατά τη γνώμη του, καλύτερη δεκάδα των μυθιστορημάτων του. Επίσης, προς
επιβεβαίωση του μεγάλου συγγραφικού εκτοπίσματος του Ροθ, μας υπενθυμίζει πως
«Όταν οι New York Times οργάνωσαν πριν από λίγα χρόνια δημοσκόπηση για τα
κορυφαία έργα της αμερικανικής πεζογραφίας της τελευταίας 25ετίας, στη λίστα
συγκαταλέγονταν έξι μυθιστορήματα του Ροθ!»
Πάλι ο Ηλίας Μαγκλίνης, σε άκρως
ενδιαφέρον κείμενό του στην Καθημερινή17, αναφέρει σε κάποιο σημείο
τα εξής: «Σπάνια κάποιος σύγχρονος συγγραφέας συνδύασε τόσο δεξιοτεχνικά στη
γραφή του σχεδόν προφορική αμεσότητα με μια εκλεπτυσμένη λογιοσύνη, καθώς
επίσης και το τραγικό αίσθημα της ζωής με την κωμωδία, ακόμη και τη γελοιότητά
της. Είναι εκπληκτικό ότι μπορεί να μιλάει για το Νιούαρκ της δεκαετίας του
’40, για εβραϊκές οικογένειες και αμερικανικά σύνδρομα και όλο αυτό να ενέχει
μια οικουμενικότητα».
Ο δημοσιογράφος Ηλίας Τσιντσίνης, πάλι
στην Καθημερινή, σε άκρως ενδιαφέρουσα επιφυλλίδα του18
επισημαίνει: «Η Αμερική του Ροθ δεν είναι η υπερδύναμη, η προορισμένη να
καθοδηγεί ηθικά την ανθρωπότητα. Δεν είναι καν η μεγάλη χώρα. Είναι ο μικρός
τόπος. Η κοινότητα και οι άνθρωποί της: το Νιούαρκ. Ένα Νιούαρκ που περιέχει
όλη την Αμερική». Για να κλείσει το άκρως διεισδυτικό και εύστοχο κείμενό του
ως εξής: «Όλοι έχουν ένα Νιούαρκ. Έναν τόπο όπου μένει ακυρωμένη η ύπαρξή τους.
Όλοι έχουν ένα σπίτι, απ’ όπου, ακόμη κι αν μεταναστεύσουν, δεν μπορούν να
φύγουν».
Ο Χρίστος Κυθρεώτης, σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία
των συντακτών19, γράφει, μεταξύ άλλων, για τον Ροθ: «Πέρα από
φανατικούς φίλους, το έργο του γνώρισε και σφοδρούς πολέμιους, που, μεταξύ
άλλων, προσήψαν στον Ροθ υποτιμητική αντιμετώπιση των γυναικών ή των Εβραίων.
Στις πιο σοβαρές –εξωφρενικές για τον ίδιο– από αυτές τις κατηγορίες, ο
Αμερικανός συγγραφέας απάντησε αρθρογραφώντας δημόσια ή δίνοντας συνεντεύξεις,
όπου τόνισε την ανάγκη για μια πεζογραφία που θα λογοδοτεί μόνο στις δικές της
αξίες: την πειστικότητα, τη γλαφυρότητα, τη ζωντάνια, την αληθοφάνεια».
Η μεταφράστρια του Φίλιπ Ροθ Κατερίνα
Σχινά, έγραψε στη LIFO20, αποχαιρετώντας τον σπουδαίο συγγραφέα, με
αφορμή τον θάνατό του: «Στον Ροθ, οι ήρωες γελάνε και για να μην ξεσπάσουν σε
θρήνο· ο σαρκασμός εδώ δεν είναι παρά μια έκκληση προς τον αναγνώστη να
συμφιλιωθεί με την οικτρή ανθρώπινη συνθήκη, να αποδεχθεί τον κόσμο όπως
είναι». Και παρακάτω επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας
που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει “εθνική” λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια
να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία.
Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χώθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας
ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και
μοναδικής “αμερικανικότητας”».
Τέλος, ο Γιώργος Βαϊλάκης, στις
πολιτιστικές σελίδες της εφημερίδας Έθνος21, αφού ανατρέχει σε
βιογραφικά στοιχεία του Ροθ και αφού περιδιαβαίνει επί τροχάδην κάποια από τα
σημαντικά του βιβλία, καταλήγει στο αφιερωματικό του κείμενο ως εξής: «Οι
μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (του Ροθ) δεν είναι παρά τα είδωλα του συγγραφέα,
οι πτυχώσεις και οι νευρώσεις του γύρω από το σεξ, τον ερωτισμό, την υπαρξιακή
αγωνία, τη σαρκαστική και αδιαπραγμάτευτη αδιαφορία για όλους και για όλα.
Κάπως έτσι, στην περίπτωση του Φίλιπ Ροθ, η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η
ζωή γίνεται τέχνη. Και αυτό, τελικά, απομένει».
Η
ειλικρίνεια του Ροθ και το Νομπέλ που δεν ήρθε
Ο
Φίλιπ Ροθ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Αμερικής και μία
από τις σημαντικότερες φωνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κόσμησε την παγκόσμια
βιβλιοθήκη με πάνω από τριάντα σημαντικά βιβλία μυθοπλασίας (δύο αμιγώς
αυτοβιογραφικά), βασισμένος –στη συντριπτική τους πλειοψηφία– σε ρεαλιστικό
αφηγηματικό πλαίσιο. Πατώντας γερά στα προσωπικά του βιώματα, και αξιοποιώντας
δημιουργικά τις εμμονές του και τα βιώματα τρίτων, επινόησε αληθοφανείς
καταστάσεις, εκφράζοντας μέσα από τις σκέψεις, τους αναστοχασμούς του και τους
ολοκληρωμένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του, μια ευρύτερη συλλογικότητα
αναγνωστών του ανά την υφήλιο. Με το πολυσύνθετο έργο του ανατέμνει την Αμερική
–σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο– σε χρονικό
εύρος δύο περίπου αιώνων. Υπήρξε ο μόνος από τους Αμερικανούς λογοτέχνες που
είδε τυπωμένα τα Άπαντά του εν ζωή, σε πλήρη και οριστική έκδοση, από τη
Library of America. Συνολικά απέσπασε πάνω από είκοσι πέντε βραβεία, το σύνολο
των εθνικών βραβείων που του αναλογούσαν, αλλά δεν ευτύχησε (για λόγους
πολιτικής ορθότητας;) να βραβευθεί με το Νομπέλ λογοτεχνίας, κάτι που δεν
εκθέτει το δικό του έργο, αλλά τη Σουηδική Επιτροπή απονομής των βραβείων, που
με τα πρόσφατα έργα και ημέρες της που αποκαλύφθηκαν από τον Τύπο (συμμετοχή σε
σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης ατόμου του ευρύτερου περίγυρού της) δεν θα
δώσει Νομπέλ σε συγγραφείς για τουλάχιστον έναν χρόνο. Ο μεγάλος κριτικός της
λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, θαυμαστής του έργου του Ροθ, έχει δηλώσει, σκωπτικά,
ότι τα μέλη του Σουηδικής Ακαδημίας «παραείναι politically correct για να
βραβεύσουν έναν συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί Εβραίος αντισημίτης,
μισογύνης, σεξιστής, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνολαγνικός ομφαλοσκόπος»22
Η γραφή του Ροθ υπήρξε άμεση, καίρια,
πυκνή, ευθύβολη. Πάνω απ’ όλα ο Ροθ ήταν ειλικρινής σε ό,τι έγραψε, ίσως ο
ειλικρινέστερος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Διεισδυτικός στο ευαίσθητο
(και δυνητικά άλυτο) ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων, καυστικός αλλά και τίμιος
με τους ομοθρήσκους του, σαρκαστικός με τις παθογένειες και την ασυναρτησία της
αμερικανικής κοινωνίας, στηλίτευσε δημιουργικά το ιδεολόγημα του αμερικανικού
ονείρου, προσγειώνοντας πολλές επηρμένες συνειδήσεις. Σάρκασε και
αυτοσαρκάστηκε, δίχως όρια και καθωσπρεπισμούς. Πάνω απ’ όλα υπήρξε ένας
χρήσιμος συγγραφέας. Προσωπικά, βάζοντας τη γραφή του και τα βιβλία του ως
σημείο αναφοράς και ως έναν ιδεατό συγγραφικό στόχο, είχα πάντα ένα αυστηρό και
σοβαρό μέτρο σύγκρισης και για τις άλλες αναγνωστικές μου επιλογές. Με κόσκινο
τον Ροθ, βάζει κανείς ψηλά τον πήχη (συγγραφικό και αναγνωστικό), γλιτώνοντας
από τόνους βιβλίων αμφίβολης ποιότητας και αλλοπρόσαλλης θεματικής, που
λανσάρονται και κυκλοφορούν ανενδοίαστα ως «καλή» λογοτεχνία.
Ο Φίλιπ Ροθ έφυγε από την πραγματική ζωή
στις 22 Μαΐου του 2018, στο Μανχάταν, από καρδιακή ανεπάρκεια. Το συγγραφικό
πολυβόλο σίγησε στα 85 του χρόνια. Δεν άφησε πίσω του παιδιά, αλλά πάνω από
τριάντα βιβλία αληθινής λογοτεχνίας. Το πλούσιο και σημαντικό λογοτεχνικό
παρελθόν του και τα άρτια μυθιστορήματά του είναι οι πιο απτές και τρανταχτές
αποδείξεις πως το μέλλον τού ανήκει.
Οι
μεταφραστές του Φίλιπ Ροθ στην Ελλάδα
(από
εκδόσεις Πόλις, Χατζηνικολή και Ελληνικά Γράμματα)
Ο
Φίλιπ Ροθ ευτύχησε να έχει εξαιρετικούς μεταφραστές στην Ελλάδα, που βοήθησαν
πολύ στην πρόσληψη του σημαντικού του έργου από το αναγνωστικό κοινό. Ιδού τα
ονόματα όλων των μεταφραστών του, με αλφαβητική σειρά, σε όλους τους εκδοτικούς
οίκους που κυκλοφόρησε: Μαρία Αγγελίδου (Απάτη), Λένα Αλεξανδράκη (Η
νόσος του Πόρτνοϋ), Κωστής Αρβανίτης (Κι ό,τι θέλεις ας γίνει),
Ανδρέας Βαχλιώτης (Το θέατρο του Σάμπαθ), Σπύρος Βρετός (Επιχείρηση
Σάυλωκ, Ζούκερμαν δεσμώτης), Αθηνά Δημητριάδου (Αγανάκτηση),
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (Τότε που ήταν καλό κορίτσι), Τάκης Κιρκής (Πατρική
κληρονομιά), Αλεξάνδρα Κοντού (Το βυζί), Αχιλλέας Κυριακίδης (Καθένας,
Το σύνδρομο Πόρτνοϊ), Ηλίας Μαγκλίνης (Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής),
Χριστίνα Ντόκου (Η αντιζωή), Νίκος Παναγιωτόπουλος (Ο καθηγητής του
πόθου), Τρισεύγενη Παπαϊωάννου (Παντρεύτηκα έναν κομουνιστή, Αμερικανικό
ειδύλλιο, Το ανθρώπινο στίγμα), Άρτεμις Σταμπουλοπούλου (Η ζωή μου ως
άντρα), Κατερίνα Σχινά (Φεύγει το φάντασμα, Η ταπείνωση, Νέμεσις,
Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, Τα γεγονότα, Κουβέντες του
σιναφιού), Σώτη Τριανταφύλλου (Αντίο, Κολόμπους), Γιώργος Τσακνιάς (Το
ζώο που ξεψυχά)
99
ονόματα Ελλήνων λογοτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, που δημοσίευσαν κείμενα
για το έργο του Φίλιπ Ροθ (σε εφημερίδες, περιοδικά, ηλεκτρονικά μέσα)
Σύμφωνα
με στοιχεία της Biblionet, τα παρακάτω ονόματα δημοσίευσαν άρθρα, σχόλια ή
κριτικές για βιβλία του Φίλιπ Ροθ, τα τελευταία χρόνια. Είμαι απόλυτα σίγουρος
πως ο τελικός αριθμός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των εκατό ατόμων. Τους
παραθέτω με απόλυτη αλφαβητική σειρά.
Κώστας Αγοραστός, Δημήτρης Αναστασόπουλος,
Κατερίνα Ανέστη, Μιλένα Αποστολάκη, Γιόλα Αργυροπούλου, Γιάννης Ασδραχάς,
Χρήστος Αστερίου, Γιώργος Βαϊλάκης, Γιώργος Βέλτσος, Αναστάσης Βιστωνίτης,
Νίκος Βλαντής, Λένα Βλασταρά, Ελεάνα Βλαστού, Βιβή Γεωργαντοπούλου, Κώστας
Γιαννακίδης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ελένη Γιαννουτάκη, Κατερίνα Γκίκα,
Τάσος Γουδέλης, Χρυσούλα Γούναρη, Παναγιώτης Γούτας, Θεόδωρος Γρηγοριάδης,
Νίκος Δαββέτας, Μαρία Δαμολή, Τιτίνα Δανέλλη, Χαρίκλεια Δημοπούλου, Άθως
Δημουλάς, Κώστας Ζαλίγκας, Μαργαρίτα Ζαχαριάδη, Μάνια Ζούση, Βασίλης Καλαμαράς,
Λευτέρης Καλοσπύρος, Μάρκος Καρασαρίνης, Εύα Καρκίτη, Κώστας Κατσουλάρης, Τάκης
Κιρκής, Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Γιώργος Κορδομενίδης, Δημοσθένης Κούρτοβικ,
Χρίστος Κυθρεώτης, Νίκη Κώτσιου, Ηλίας Μαγκλίνης, Ντόρα Μακρή, Κατερίνα
Μαλακατέ, Τίνα Μανδηλαρά, Διονύσης Μαρίνος, Έλενα Μαρούτσου, Εριφύλη Μαρωνίτη,
Έφη Μαυροπούλου, Μιχάλης Μητσός, Νίνος Μικελίδης, Μιχάλης Μιχαηλίδης, Αμάντα
Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Μοδινός, Γιώργος-΄Ικαρος Μπαμπασάκης, Γιάννης Μπασκόζος,
Γρηγόρης Μπέκος, Αγγελική Μπιρμπίλη, Αγγελική Μπομπούλα, Κωνσταντίνος
Μποτόπουλος, Κωνσταντίνος Μπουγάς, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Σοφία Νικολαΐδου,
Στέφανος Ξένος, Μαρία Ξυλούρη, Κίκα Ολυμπίου, Δημήτρης Παλάζης, Αγγελική
Πανοτάρα, Λίνα Πανταλέων, Χριστίνα Παπαγγελή, Κωστής Παπαγιώργης, Σίσσυ
Παπαδάκη, Σταυρούλα Παπασπύρου, Νατάσα Παυλοπούλου, Μανώλης Πιμπλής, Γιώργος
Πιπερόπουλος, Βασιλική Πιτούλη, Τάσος Ρέτζιος, Δήμητρα Ρουμπούλα, Αλέξανδρος
Σεργιόπουλος, Ντίνος Σιώτης, Λάμπρος Σκουζάκης, Χρύσα Σπυροπούλου, Έλσα
Σπυριδοπούλου, Κώστας Στοφόρος, Κατερίνα Σχινά, Γιώτα Σωτηροπούλου, Νίκος
Ταγκούλης, Πάνος Τουρλής, Σώτη Τριανταφύλλου, Δέσποινα Τριβόλη, Μαρίνα
Τσικλητήρα, Θεοδώρα Τσιμπούκη, Μισέλ Φάις, Μαρία Φανφάκη, «Πατριάρχης Φώτιος»,
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Χρήστος Χωμενίδης.
Με δεδομένο πως αρκετοί εξ αυτών έχουν
γράψει άνω της μίας φοράς για τον Ροθ, και λαμβάνοντας υπόψη κείμενα,
δημοσιευμένα σε εφημερίδες ή σε περιοδικά, που δεν συμπεριλαμβάνονται στις
καταχωρήσεις της Biblionet, ή κείμενα παλιότερα του 2000, υπολογίζω πως τα
συνολικά κείμενα που γράφτηκαν για τον Ροθ στη χώρα μας (όχι αυτά των blogs ή
των προσωπικών ιστοσελίδων) θα πρέπει να υπερβαίνουν τα τριακόσια.
Μεταφορά
βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη
1) Battle of Blood Island (1960,
δράμα, σκηνοθεσία Τζοέλ Ραπ, παίζουν: Ρίτσαρντ Ντέβον, Ρον Γκανς) Βασισμένο στο
μικρής έκτασης διήγημα του Ροθ «Expect the Vandals» (Περιμένοντας του
Βανδάλους), δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1958 στο περιοδικό Esquire.
2) Αντίο, έρωτά μου! (1969,
δραματική-ρομαντική ταινία, σκηνοθεσία: Λάρι Πέρς, σενάριο: Άρνολντ Στκύλμαν,
παίζουν: Άλι Μακ Γκρόου, Ρίτσαρντ Μπένντζαμιν, Τζακ Κλούγκμαν, Ναν Μαρτίν, Λάρι
Σελ). Βασισμένο στο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Αντίο, Κολόμπους.
3) Potnoy’s Complaint (1972, δράμα
/ κωμωδία, διάρκειας 1ώρας και 41 λεπτών, σκηνοθεσία: Έρνεστ Λεχμάν, παίζουν:
Ρίτσαρντ Μπένντζαμιν, Κάρεν Μπλακ, Λι Γκραντ, Τζιλλ Κλάιμπουργ, Τζίννι
Μπερλίν). Βασισμένο στο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ.
4) Το ανθρώπινο στίγμα (2003,
θρίλερ / δράμα, διάρκειας 1 ώρας και 46 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο
σινεμά: 29 Οκτωβρίου 2003, Γαλλία, σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μπέντον, παίζουν: Νικόλ
Κίντμαν, Γουέντγου Μίλλερ, Άντονι Χόπκινς, Εντ Χάρις, Γκάρι Σινίζ). Βασισμένο
στο βιβλίο του Ροθ Το ανθρώπινο στίγμα.
5) Ελεγεία ενός έρωτα (2008,
δραματική ταινία, διάρκειας 2 ωρών και 4 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο
σινεμά: 8 Αυγούστου 2008, Η.Π.Α., σκηνοθεσία: Isabel Coixet, παίζουν: Πενέλοπε
Κρουθ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Πατρίσια Κλάρκσον, Ντέννις Χόπερ, Πίτερ Σάρσγκαρντ).
Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Το ζώο που ξεψυχά.
6) The Hubling (2014, δραματική
ταινία / ερωτική, διάρκειας 1 ώρας και 52 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο
σινεμά: 19 Φεβρουαρίου 2015, Ρωσία, σκηνοθεσία: Μπάρι Λέβινσον, παίζουν: Αλ
Πατσίνο, Γκρέτα Γκέργουϊγκ, Κίρα Σέντγουϊκ, Ντάιαν Γουίστ, Τσαρλς Γκροντίν).
Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Η ταπείνωση.
7) Αγανάκτηση (2016, δραματική
ταινία / ρομαντική, διάρκειας 1 ώρας και 51 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο
σινεμά: 3 Νοεμβρίου 2016, Βραζιλία, σκηνοθεσία: Τζέιμς Στκέμους, παίζουν:
Λόγκαν Λέρμαν, Σάρα Γκαντόν, Τρέισι Λετς, Λίντα Έρμοντ, Μπεν Ροζένφιλντ).
Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Αγανάκτηση.
8) Αμερικανικό ειδύλλιο (2016,
δραματική ταινία / αστυνομική, διάρκειας: 2 ωρών και 6 λεπτών, ημερομηνία
κυκλοφορίας: 8 Δεκεμβρίου 2016, Ελλάδα, σκηνοθεσία: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ,
παίζουν: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, Τζένιφερ Κόνελι, Ντακότα Φάνινγκ, Ούζο Αντούμπα,
Ντέιβιντ Στράθερν). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Αμερικανικό ειδύλλιο.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - -
-
Ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος
Κρασσακόπουλος, σε άρθρο του στο ηλεκτρονικό έντυπο Flix, δημοσιευμένο μία
ημέρα μετά την αποδημία του Φίλιπ Ροθ23, σχολιάζει μεταξύ άλλων: «…Αρκετές από
αυτές τις ταινίες είναι αξιοπρόσεκτες, πολλές συγκεντρώνουν εξαιρετικά
ταλαντούχους συνεργάτες μπρος και πίσω από την κάμερα, μα όλες υποφέρουν από
ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα: Καμιά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την βαριά σκιά
που έριχνε το πρωτότυπο υλικό, καμιά δεν κατόρθωσε να αποδώσει την
πολυπλοκότητα, την εσωτερικότητα, τις αποχρώσεις του λογοτεχνικού του κόσμου
στην οθόνη.»
Αλλού, πάλι, λέει: «Τα βιβλία του Ροθ
έχουν στο κέντρο τους ιδέες και χαρακτήρες, είναι αυτά που ωθούν τις ιστορίες
τους, που μαγνητίζουν τον θεατή, οι περισσότερες από αυτές τις μεταφορές τους
ξύνουν απλά την επιφάνεια του βάθους τους δίνοντας το βάρος τους στην πλοκή. Οι
σελίδες των βιβλίων, έδιναν στον Ροθ την δυνατότητα να επεκτείνει και να
εμβαθύνει, η περιορισμένη διάρκεια των ταινιών σήμαινε ότι αυτά που κάνουν το
έργο του σαγηνευτικό στον αναγνώστη, ήταν εκείνα που θα στερείτο πρώτα ο
θεατής.»
Και, παρακάτω, μας ενημερώνει σχετικά: «Ο
ίδιος ο Ροθ δεν ήταν ευχαριστημένος με καμιά από τις ταινίες που προέκυψαν από
το έργο του, τουλάχιστον όσες είχε δει, αν και η αλήθεια είναι ότι το σινεμά
δεν ήταν κάτι που απολάμβανε ιδιαίτερα, ακόμη κι αν, για ένα μικρό χρονικό
διάστημα, είχε ασκήσει το επάγγελμα του κινηματογραφικού κριτικού. Από τον
Ιούνιο του 1957 μέχρι την άνοιξη του 1958 ο Ροθ έγραφε κριτικές για ταινίες
αλλά και για την τηλεόραση στο The New Republic, τις περισσότερες φορές δίχως
καν να αναγράφει το όνομα των σκηνοθετών της κάθε ταινίας στο κείμενο της
κριτικής του. Για τον ίδιο, το μεγαλύτερο κέρδος από αυτή την περίοδο της
καριέρας του ήταν τα 25 δολάρια που πληρωνόταν για κάθε κείμενο, και τα οποία
τον βοήθησαν τελικά να αγοράσει το πρώτο του μεταχειρισμένο αυτοκίνητο».
Και, τώρα, κάποια δικά μου σχόλια για τη
μεταφορά των βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη: Οι πέντε από τις οκτώ ταινίες
που μπόρεσα να παρακολουθήσω («Το ανθρώπινο στίγμα», «Ελεγεία μας έρωτα», «The
Hubling», «Αγανάκτηση», «Αμερικανικό ειδύλλιο») νομίζω ότι ήταν υπεραρκετές για
να διαπιστώσω πως, πράγματι, είναι εξαιρετικά δύσκολη η μεταφορά της
πολυσύνθετης και πολυεπίπεδης γραφής του Ροθ σε σενάριο, διαλόγους και δράση.
Σε πολλές εξ αυτών το αρχικό κείμενο κατακρεουργήθηκε, ενώ και το τέλος τους
διαφέρει αρκετά από εκείνο των βιβλίων. Στο «Αγανάκτηση» και στο «Αμερικανικό
ειδύλλιο» στα συν των ταινιών συνυπολογίζεται η πιστή αναπαράσταση της εποχής,
όπου διαδραματίζεται το εκάστοτε στόρι. Η πιο αξιοπρόσεκτη και αξιοπρεπής
μεταφορά βιβλίου του Ροθ στον κινηματογράφο πιστεύω πως είναι «Το αμερικανικό
ειδύλλιο»24. Τέλος ο χαρακτηρισμός της ταινίας «Potnoy’s Complaint»,
στα στοιχεία που αναφέρονται στην αρχή του κειμένου, ως «δράμα / κωμωδία», πέρα
από την αμηχανία του κινηματογραφικού σχολιαστή να καταγράψει το ακριβές είδος
στο οποίο ανήκει η εν λόγω ταινία, φανερώνει περίτρανα και το μεγαλείο του
συγγραφέα Ροθ, που έγραφε βιβλία όπου το δραματικό στοιχείο άγγιζε την
ανθρώπινη γελοιότητα, συχνά σε τέτοιο σημείο, ώστε η ανθρώπινη τραγωδία που
εξιστορούσε να καταντά (ή, καλύτερα, να καταλήγει) κωμωδία.
Και
μια ταινία για τον Ροθ;
Για
την καλλιτεχνική ώσμωση του Φίλιπ Ροθ με τον Γούντυ Άλεν έχω γράψει σε
παλιότερο κείμενό μου25. Υπάρχει πάντως μία ταινία του Γούντυ Άλεν
που οι κριτικοί ισχυρίζονται πως ο βασικός της ήρωας στηρίζεται στον χαρακτήρα
του Φίλιπ Ροθ. Μιλάμε για την ταινία «Αποδομώντας τον Χάρη», που παίχτηκε στις
αίθουσες το 1997, ενώ ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Ρίτσαρντ Μπέντζαμιν,
είχε παίξει παλιότερα και σε δύο μεταφορές βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη
(μιλάμε για το Αντίο, Κολόμπους και το Σύνδρομο Πόρτνοϊ).
Τα στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο βασικός
ήρωας της ταινίας, ο συγγραφέας Χάρι Μπλοκ που υποδύεται ο ίδιος ο Άλεν,
αναφέρεται στον Φίλιπ Ροθ είναι συντριπτικά: Ο Χάρι Μπλοκ αγαπά το μπέιζμπολ,
παρωδεί και διακωμωδεί συνεχώς τους Εβραίους όντας κι ο ίδιος Εβραίος, έχει
αποτυχημένους γάμους όπως ο Ροθ στην προσωπική του ζωή, έχει εμμονή με το σεξ,
συνομιλεί με τους ήρωές του και τα προσωπεία του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά:
Ένας άλλος ηθοποιός-ήρωας της ταινίας βρίσκεται σε κατάσταση θολούρας (είναι
«φλου») και κάνει ψυχανάλυση για να μπορεί να συνεχίζει να υποδύεται ρόλους
(περίπτωση Κέπες που μεταλλάχτηκε σε βυζί και ψυχαναλυόταν γι’ αυτό), οι
συγγενείς του τον κατηγορούν για αντισημιτισμό, συγγενικά του πρόσωπα (γυναίκα
και θεία) αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα βιβλία του Μπλοκ (όπως συνέβη με
τον αδελφό του Ροθ, στην πραγματική ζωή) και δυσαρεστούνται, και επιπλέον είναι
άθεος. Και η λίστα με τις ομοιότητες ανάμεσα σε Χάρι Μπλοκ και Φίλιπ Ροθ
τελειωμό δεν έχουν: Στην ταινία υπάρχει αναφορά στον Κάφκα ως πρότυπο
λογοτεχνικό του ήρωα (έναν συγγραφέα που θαύμαζε και υποληπτόταν απεριόριστα ο
Ροθ), η μεταφορά προσωπικών βιωμάτων στους ήρωες της ταινίας θυμίζει την
αντίστοιχη στα βιβλία του Ροθ, η αναφορά στις πανεπιστημιακές βραβεύσεις, η
σχέση του ήρωα με τον πατέρα του (αυστηρός πατέρας που συνεχώς τον επέκρινε),
αιτίες που δεν τον βραβεύει το πανεπιστήμιο, όλα παραπέμπουν στον Αμερικανό
συγγραφέα – εντέλει στην ταινία ο Χάρι Μπλοκ βραβεύεται από τους ήρωές του σε
ένα μάλλον σουρεάλ σκηνικό, ενώ ο Ροθ ουδέποτε εισέπραξε το Νόμπελ λογοτεχνίας
που τόσο προσδοκούσε και επιθυμούσε να πάρει.
Όλο αυτό υπήρξε ένα είδος στηλίτευσης και
αποδόμησης του Ροθ από τον Γούντυ Άλεν; Δεν το νομίζω και δεν θα υποστήριζα μια
τέτοια άποψη. Πάντως οι σχέσεις των δύο αντρών ήταν το λιγότερο περίεργες,
διφορούμενες έως προβληματικές. Πέρα από κάποιον αμοιβαίο σεβασμό και αποδοχή
του έργου του ενός από τον άλλον, που πιστεύω πως σίγουρα θα υπήρχε, ας μην
ξεχνούμε πως η πρώτη γυναίκα του Ροθ, η ηθοποιός Κλαίρη Μπλουμ, εμφανίζεται
αμέσως μετά τον χωρισμό της από τον Ροθ σε ταινία του Άλεν (1995), ενώ, όταν η
ηθοποιός Μία Φάροου χώρισε από τον Άλεν, έβγαινε για κάποιο διάστημα με τον
Ροθ. Επιπροσθέτως, η Φάροου είχε παίξει παλιότερα σε ταινία του Άλεν (1992) μία
συγγραφέα που λεγόταν Ροθ. Λέτε να είναι συμπτώσεις όλα τα παραπάνω; Και λέτε
συμπτωματικά ο Χάρι Μπλοκ στην ταινία του Άλεν, να έχει τόσα κοινά σημεία με
τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα; Ωστόσο ας κρατάμε πάντα μικρό καλάθι. Στα
μυθοπλαστικά βιβλία και στις μυθοπλαστικού τύπου ταινίες πολλές περίεργες
συμπτώσεις μπορούν να συμβούν.
Πηγές
μεταφρασμένα βιβλία του Φίλιπ Ροθ,
από τις εκδόσεις Πόλις
αφιερώματα και συνεντεύξεις του Φίλιπ Ροθ
στον ημερήσιο Τύπο
βιβλιοκριτικές για τον Φίλιπ Ροθ
Βιβλιονέτ
Βικιπαίδεια
Διαδίκτυο
__________________________________________
1. Παναγιώτης Γούτας, Ένα κορίτσι στη
«βαθιά Αμερική», book press, 2016
2. Ηλίας Μαγκλίνης, «Άνδρες σε κρίση: Το
σύνδρομο του Ντον Ντρέιπερ», εφ. Η Καθημερινή, 10-5-2014
3 Παναγιώτης Γούτας, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ
ΕΙΔΥΛΛΙΟ»: ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ, book press, 2017
4. Ηλίας Μαγκλίνης, «Υπόκλιση στον “μεγάλο
ερημίτη”», Καθημερινή, Τέχνες και γράμματα, 26-27 Μαίου 2018
5.
δες σημ. 1
6. Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα
βιβλία των άλλων, Νησίδες, 2011, σελ. 190
7. Φίλιπ Ροθ «Μέσα από τας ήρωές μου ζω
πολλές ζωές», αναδημοσιευμένη συνέντευξη στην Αριστοτελία Πελώνη, εφημ. Τα Νέα,
25-27 Μαΐου, 2018
8. Παναγιώτης Γούτας, Ανατέμνοντας την
ανθρώπινη μοίρα, book press, Ιούνιος, 2012
9.
δες σημ. 8
10. Παναγιώτης Γούτας, Η αδελφή μου /
Πατρική κληρονομιά, book press, Ιανουάριος, 2013
11.
Αντίο, Κολόμπους, επίμετρο, σελ. 318, επάνω
12. Φίλιπ Ροθ, Το Νιούαρκ παντού, Μ.
Τσιντσίνης, ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ, Καθημερινή, 26-27 Μαΐου, 2018
13. Αν θεωρήσουμε ως βασικά στοιχεία του
«βρόμικου ρεαλισμού» το κοινωνικό περιθώριο, την περιπλάνηση των ηρώων (ή τον
εγκλεισμό τους) και την αθυροστομία (βωμολοχία), κάποιες σελίδες και κάποιοι
ήρωες (ή και ηρωίδες) του Ροθ κινούνται στην τάση αυτού του λογοτεχνικού
ρεύματος, παρότι αυτή η σύγκριση μειώνει κάπως τη λογοτεχνική αξία του Ροθ,
που, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των
προαναφερθέντων ονομάτων.
14 «Ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας
αυτοβιογραφείται», ΤΟ ΒΗΜΑ, βιβλία, Κυριακή 27-5-2018
15 In Memorian, Φίλιπ Ροθ, «Μέσα από τους
ήρωές μου ζω πολλές ζωές», Τα Νέα, Παρασκευή-Κυριακή, 25-27 Μαΐου, 2018
16 δες σημ. 4
17 Ηλίας Μαγκλίνης, Φίλιπ Ροθ: «Έκανα ό,τι
καλύτερο μπορούσα…», βιβλίο, Η Καθημερινή, 26-5-2018
18 δες σημ. 12
19 Χρίστος Κυθρεώτης, Βάζοντάς τα με τον
εαυτό, Εφημερίδα των συντακτών, 3-6-2018
20
Κατερίνα Σχινά, LIFO, 23-5-2018
21 Γιώργος Βαϊλάκης, Ο συγγραφέας που μας
συμφιλίωσε με τον θάνατο, ΕΘΝΟΣ-πολιτισμός, 24-5-2018
22 Φίλιπ Ροθ, «Έκανα ό,τι μπορούσα…»,
Βιβλίο, Η Καθημερινή, 26-5-2018
23 Γιατί τα βιβλία του Ροθ δεν ευτύχησαν
στο σινεμά, Γιώργος Κρασσακόπουλος, Flix, 23-5-2018
24 δες σημ. 3
25 δες σημ. 3
σημείωση
του συγγραφέα
Ίσως
προκλήθηκε σύγχυση στον αναγνώστη αυτού του πονήματος απ’ το αν τα βιβλία του
Ροθ της τελευταίας περιόδου που αφορούν τη θνητότητα και το άγχος του θανάτου
είναι τρία, τέσσερα ή περισσότερα. Μιλάμε δηλαδή για τριλογία, τετραλογία ή
κάτι περισσότερο; Η κριτική δέχεται ως τριλογία της θνητότητας τα μυθιστορήματα
(τα δύο πρώτα, νουβέλες) Καθένας, Η ταπείνωση και Νέμεσις. Εγώ
περιλαμβάνω και Το ζώο που ξεψυχά, που είναι μεν παλαιότερο, όμως
συναφές θεματικά με τα προηγούμενα, οπότε κάνω λόγο για τετραλογία. Όμως, υπό
προϋποθέσεις, στη εν λόγω συστάδα βιβλίων του Ροθ, κάλλιστα θα μπορούσε να
ενταχθεί και το Αγανάκτηση. Όπως και να έχει, η αρχική μου εκτίμηση ήταν
πως αυτή η ομάδα βιβλίων του Ροθ ήταν «η αιχμή του συγγραφικού του δόρατος»,
δηλαδή τα πιο δυνατά του βιβλία (όρα την κριτική ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗ
«ΒΑΘΙΑ» ΑΜΕΡΙΚΗ, που υπάρχει παρακάτω). Σήμερα, μετά από επανεξέταση του
συνολικού έργου του Ροθ, και κάτω από διαφορετικό αναγνωστικό πρίσμα,
διαφοροποίησα την άποψή μου, κρίνοντας πως η «άτυπη αμερικανική τριλογία» (Αμερικανικό
ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή και Το ανθρώπινο στίγμα)
αποτελεί την κορυφαία συγγραφική στιγμή του Ροθ, κυρίως λόγω της γραφής της,
που είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Αλλά όλο αυτό, δεν παύει να είναι πάντα
μια απολύτως προσωπική εκτίμηση.
(Μεγάλο
μέρος της παραπάνω επισκόπησης στο έργο του Φίλιπ Ροθ δημοσιεύτηκε στην book
press, τον Ιούνιο του 2018 · το μέρος της επισκόπησης που αφορά τη μεταφορά των
βιβλίων του Ροθ στον κινηματογράφο δημοσιεύτηκε χωριστά στην book press τον
Ιούνιο του 2019, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα.)
●
«ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ»:
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ
Η
πρόσφατη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βιβλίου του Φίλιπ Ροθ Αμερικανικό
ειδύλλιο δίνει αφορμή για αναψηλάφηση του σπουδαίου αυτού μυθιστορήματος,
αλλά, παράλληλα, και την ευκαιρία διατύπωσης κάποιων σκέψεων αναφορικά με τις
αλλοιώσεις που υφίσταται συχνά ένα λογοτεχνικό έργο, όταν αυτό γίνει
κινηματογραφική ταινία.
Το
βιβλίο
Το
Αμερικανικό ειδύλλιο (κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις
τον Μάιο του 1999, σε μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου και κατατοπιστικό
επίμετρο, γραμμένο από τη Σώτη Τριανταφύλλου) συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τη
γνώμη σημαντικών κριτικών, στη λίστα των Μεγάλων αμερικανικών μυθιστορημάτων
όλων των εποχών, δίπλα σε άλλα αριστουργήματα (Μόμπι Ντικ, Ο μεγάλος
Γκάτσμπι, Υπόγειος κόσμος, Τα σταφύλια της οργής, Τριλογία της Νέας Υόρκης
κ.ά.). Πρόκειται για μια επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία
του ’60, με τις ραγδαίες μεταβολές και τις εσωτερικές αναταραχές, λόγω του
πολέμου του Βιετνάμ. Κεντρικό πρόσωπο ο Εβραίος Σιμούρ Λιβόβ, ο «Σουηδός», ένας
δυνατός άντρας, το πρότυπο του επιτυχημένου Αμερικανού, με φυσική ευγένεια και
εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, ευφυΐα, παλιός πρωταθλητής του μπέιζμπολ, γιος
βιομηχάνου γαντιών και μετέπειτα επιχειρηματίας. Παντρεύεται την Ντόουν, πρώην
βασίλισσα της ομορφιάς, καθολική με ιρλανδικές ρίζες, και αποκτούν μια κόρη, τη
Μέρι. Η Μέρι τραυλίζει από μικρή ηλικία (στοιχείο προοικονομίας για κάποια
συμφορά) και ανατρέπει τη ζωή της οικογένειας «φέρνοντας τον πόλεμο του Βιετνάμ
στο μπακάλικο του Ολντ Ρίμροκ», αφού στα δεκάξι της χρόνια γίνεται βομβίστρια,
τασσόμενη κατά της αμερικανικής κυβέρνησης για τον πόλεμο του Βιετνάμ, και
αργότερα ζαϊνίστρια. Οι συνέπειες αυτής της βομβιστικής πράξης και ο άδικος
χαμός ενός αθώου αμερικανού πολίτη (ακολουθούν και άλλες δολοφονίες αθώων
πολιτών από μεριάς της) πυροδοτούν ραγδαίες αλυσιδωτές εκρήξεις στη ζωή του
Σουηδού, καθιστώντας τον πολλαπλά τραγικό πρόσωπο.
Ο Ροθ, με ρεαλιστική γραφή, χτίζει σελίδα
τη σελίδα την τραγικότητα του ανδρός με πολλές συγγραφικές επιστρώσεις και
επίπεδα. Στη σ. 462 μέσα σε έξι αράδες συμπυκνώνεται θαυμάσια το μοιραίο
πορτρέτο του Λιβόβ: «Η κόρη του ήταν μια τρελή φόνισσα που κρυβόταν στο πάτωμα
ενός δωματίου του Νιούαρκ, η γυναίκα του είχε εραστή που τη χούφτωνε πάνω από
το νεροχύτη μες στο ίδιο του το σπίτι, η πρώην ερωμένη του είχε εν γνώσει της
προκαλέσει την καταστροφή του σπιτιού του κι αυτός προσπαθούσε να κατευνάσει
τον πατέρα του με διάφορα αφενός αυτό και αφετέρου εκείνο». Στη σ. 120, σε
ανύποπτο αφηγηματικό χρόνο, ο Ροθ εκτοξεύει μια μεστή νοήματος φράση, που
κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει και μότο του βιβλίου: «Η τραγωδία του
ανθρώπου που δεν είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία – αυτή είναι η τραγωδία
του καθενός». Επίσης, το στοιχείο του απρόοπτου και του αναπόφευκτου, που
απασχολεί σε όλα σχεδόν τα βιβλία του τον Ροθ, αποτυπώνεται περίτεχνα σε πολλές
σελίδες (203, 310, 314, 435, 461 κτλ) με
τη χρήση αλλεπάλληλων «αν» (το γνωστό του μοτίβο: τι θα γινόταν αν…) π.χ. «Αν
είχε τύχει να βλέπουν κάποιο άλλο κανάλι ή αν ήταν κλειστή ή χαλασμένη η
τηλεόραση τους, αν είχαν βγει έξω οικογενειακώς εκείνο το βράδυ, η Μέρι δεν θα
’χε δει ό,τι δεν έπρεπε να δει και δεν θα ’χε κάνει ό,τι δεν έπρεπε να κάνει».
Στις σσ. 476-478 υπάρχει ένα κρεσέντο σπαραχτικών αναρωτήσεων εκ μέρους του
συγγραφέα – την ιστορία του Σουηδού αφηγείται ο Νέιθαν Ζούκερμαν (άλτερ έγκο
του Ροθ) συναντώντας τον αδελφό του Σουηδού, τον Τζέρι Λιβόβ, που επέστρεψε για
λίγο στο Νιου Τζέρσι για την κηδεία του αδελφού του.
Το Αμερικανικό ειδύλλιο (ο τίτλος,
σαφέστατα, εμπεριέχει λεπτή ειρωνεία) είναι ένα πυκνό μυθιστόρημα για το πώς
επεμβαίνει η Ιστορία στην καθημερινότητα του ανθρώπου, αλλά και για το πώς η
μικροϊστορία διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία των λαών και των τόπων. Επιμέρους
θέματα που θίγονται στις σελίδες του: το χάσμα των γενεών, η ανθρώπινη
αλλοτρίωση, η εξασθένηση της λάμψης του αμερικανικού ονείρου που ήταν χτισμένο
πάνω σε σαθρά θεμέλια, η παραφροσύνη της Αμερικής, οι ακραίες εκδοχές της
εβραϊκότητας (καταπληκτικός ο διάλογος της Ντόουν με τον πεθερό της, στην πρώτη
τους γνωριμία, όπου ο Εβραίος Λιβόβ στην κυριολεξία παζάρευε τις γιορτές για το
εγγόνι του με την υπό δοκιμή καθολική νύφη του), η παντοκρατορία του απρόοπτου.
Ο Σουηδός σε όλο το βιβλίο βιώνει έναν καφκικού τύπου εφιάλτη, παρατεταμένο και
αγωνιώδη – διόλου τυχαίο που ο Ροθ σε κριτικά του δοκίμια εκτιμά και εκθειάζει
τον Κάφκα, θεωρώντας τον δάσκαλό του.
Η
ταινία
Μπορεί,
άραγε, να μεταφερθεί ένα τέτοιο βιβλίο στη μεγάλη οθόνη; Πώς να αποδοθεί το
πυκνό χειμαρρώδες ύφος του Ροθ, ο οποίος σε κάθε σχεδόν σελίδα σπαραχτικά
αναρωτιέται, υποθέτει, αφηγείται, βομβαρδίζει τον αναγνώστη με απίθανες
πολυσέλιδες πληροφορίες για πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, γενεαλογικά δέντρα,
για τον θεσμό των καλλιστείων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο ή για το πώς
φτιάχνεται σωστά ένα γάντι, ενώ παράλληλα βάζει διαλόγους, κάνει συνεχή φλας
μπακ στην αφήγηση, αναλύει πρόσωπα, σκέφτεται μέσα από τους ήρωές του και
προχωρεί και εξελίσσει την πλοκή; Πώς να αποδοθεί η τραγικότητα του Σουηδού, η
καλοσύνη του που διαφθάρηκε, η ευγένειά του που κατασπαράχτηκε, η πίστη του
στους ανθρώπους που λεηλατήθηκε; Ο φιλόδοξος και ταλαντούχος σκηνοθέτης και ηθοποιός
Γιούαν Μακ Γκρέγκορ το τόλμησε, και νομίζω πως κατάφερε σημαντικά πράγματα.
Δεδομένου πως το σενάριο συχνότερα υπολείπεται του βιβλίου και κάθε μεταφορά
λογοτεχνικού βιβλίου στον κινηματογράφο είναι από τη φύση της προβληματική και
ελλιπής, ο Μακ Γκρέγκορ έστησε μια ενδιαφέρουσα ταινία που παραπέμπει ασφαλώς
στο στόρι του Ροθ, με κάποιες, όμως, μικροαλλαγές. Ποιες είναι αυτές; Στην
ταινία τα γεγονότα ξετυλίγονται γραμμικά ενώ στο βιβλίο ισχύει το αντίθετο. Δεν
φαίνεται πουθενά η σχέση του Σιμούρ με την ψυχαναλύτρια Σίλα, που διήρκεσε
τέσσερις μήνες, κάτι που παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Το τέλος της ταινίας
είναι παντελώς άσχετο (ωστόσο δραστικό) σε σχέση με το βιβλίο. Επίσης ο
σκηνοθέτης πέρασε με ελάχιστες σκηνές-εικόνες τις πάμπολλες αναφορές του Ροθ
για τις ταραχές λόγω Βιετνάμ, την ιστορία των Εβραίων του Νιούαρκ, την ιστορία
του εργοστασίου γαντιών – πώς θα γινόταν όμως διαφορετικά; Όλη η ταινία είναι
επικεντρωμένη στη προβληματική Μέρι και στη σχέση πατέρα-κόρης, που, βέβαια,
στο βιβλίο αποτελεί μόνο μία από τις πτυχώσεις τραγικότητας που ντύνουν τον
βασικό πρωταγωνιστή. Ωστόσο το συνολικό αποτέλεσμα κρίνεται ενδιαφέρον και
αξιοπρεπές. Εξαιρετική η ερμηνεία της Χάνα Νόρντμπεργκ στον ρόλο της μικρής
Μέρι, εξαιρετικός ο Εβραίος πατέρας του Σιμούρ, αλλά και ο ίδιος ο Μακ Γκρέγκορ
ως Σουηδός κερδίζει τη συμπάθεια του θεατή με την ευγένεια που αποπνέει, σε
συνδυασμό με τη θλίψη και την απόγνωση του βλέμματός του στις καίριες σκηνές
κορύφωσης του στόρι.
Φίλιπ
Ροθ - Γούντι Άλεν: Δρόμοι παράλληλοι
Ο
Φίλιπ Ροθ έχει γίνει πια σημείο αναφοράς στη Αμερική και τα βιβλία του είναι
σχεδόν πάντα υποψήφια για μεταφορά στον κινηματογράφο. Η έβδομη απόπειρα
μεταφοράς βιβλίου του στη μεγάλη οθόνη, το Αμερικανικό ειδύλλιο, κρίνω
πως ήταν σχετικά πετυχημένη, αρτιότερη παλιότερων μεταφορών άλλων
μυθιστορημάτων του. Παραλληλίζω την καλλιτεχνική του πορεία με εκείνη του
Γούντι Άλεν, αφού πέρα από την κοινή εβραϊκή καταγωγή τους, έχουν συχνά κοινή
θεματολογία, σε βιβλία και σε ταινίες αντίστοιχα. Η ασυνεννοησία του σύγχρονου
ανθρώπου, τα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα, οι διανοούμενοι και οι
κουλτουριάρηδες που, κατά βάθος, είναι κενά, ναρκισσευόμενα και προβληματικά
άτομα, οι ακραίες εκδοχές της εβραϊκότητας (ραβίνοι, θρησκευόμενοι, υστερική
τήρηση εθίμων κτλ.), είναι μόνο κάποια από τα κοινά θέματα των δύο σπουδαίων
δημιουργών, που είναι απόλυτα αποδεκτοί από το κοινό της Αμερικής αλλά και
παγκοσμίως. Ίσως η μεγαλύτερη τους διαφορά να έγκειται στο ότι ο Ροθ παραμένει
στον πυρήνα του τραγικός και ρεαλιστής ενώ ο Γούντι Άλεν, με το στοιχείο του
χιούμορ, τα κωμικά του ευρήματα και, ενίοτε, με κάποια διάθεση νοσταλγίας και
ρομαντισμού, απαλύνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντάς μας με
τις ταινίες του μια γλυκόπικρη γεύση.
(book press, Μάρτιος, 2017)
●
ΕΝΑ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗ «ΒΑΘΙΑ» ΑΜΕΡΙΚΗ
Philip
Roth, Τότε που ήταν καλό κορίτσι, μυθιστόρημα, μτφρ. Μαργαρίτα
Ζαχαριάδου, Πόλις, 2016
Εδώ
έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτόλειο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, που κυκλοφόρησε
στην Αμερική ακριβώς πριν από μισό αιώνα, το 1966. Μεγάλο και ευρύχωρο όπως η
Χάντσον και η Πλύμουθ, τα δυο αμάξια του βασικού ήρωα, του Ρόι Μπάσαρτ, που το
καλοκαίρι του 1948 τελείωσε τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό, υπηρετώντας
στις Αλεούτιες νήσους. Μεγάλο και ευρύχωρο όπως οι αμερικανικοί δρόμοι, τα
αμερικανικά σπίτια, το αμερικανικό όνειρο.
Ο Ρόι Μπάσαρτ, ένας ανώριμος και αφελής
νεαρός, που καθοδηγείται συνεχώς από τους γονείς του και που σε πολύ μικρή
ηλικία θεωρήθηκε και βετεράνος πολέμου λόγω της ιδιαιτερότητας της στρατιωτικής
του θητείας, σχετίζεται ερωτικά με τη δεκαοκτάχρονη Λούσι Νέλσον, που, από
μικρή, έστειλε τον αλκοολικό πατέρα της με ένα τηλεφώνημά της στην αστυνομία,
στη φυλακή. Η Λούσι, που ασπάζεται τον καθολικισμό, προσπαθεί στη ζωή της να
κάνει πάντα το καλό –όπως, βέβαια, αυτή το ερμηνεύει–, μάχεται ενάντια στο
κακό, συντρίβοντας όλους όσους στέκονται εμπόδιο στον δρόμο της. Στο
μυθιστόρημα, αφού πρώτα ο Ροθ με δεξιοτεχνία μάς προετοιμάζει για τη
σκιαγράφηση των βασικών χαρακτήρων του ανατρέχοντας αρκετά χρόνια πίσω, στις
ιδιαιτερότητες του γενεαλογικού τους δέντρου, εστιάζει στον διάρκειας τεσσάρων
χρόνων γάμο των δύο νέων, καρπός του οποίου θα αποτελέσει ο σχεδόν τετράχρονος
γιος τους Έντουαρτ. Ύστερα από λεπτομερείς αφηγήσεις του έγγαμου βίου του
ζεύγους, όπου το κακό σιγοβράζει αλλά δεν εκτονώνεται, στην τελευταία υποενότητα
της τρίτης ενότητας του βιβλίου θα έρθει η έκρηξη, η κορύφωση και η ανατροπή,
που θα καταστήσουν όλο το βιβλίο εξαιρετικά δραματικό.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Ροθ είναι
από τα ελάχιστα όπου πρωταγωνιστικό ρόλο στο στόρι έχει γυναίκα, με τις εμμονές
της, την παράνοιά της, την αποφασιστικότητα και την ακαμψία της. Οι
φεμινίστριες και οι θεολογικοί κύκλοι της εποχής κατέκριναν το συγκεκριμένο
βιβλίο (εδώ έχουμε στην ουσία τους πρώτους χαρακτηρισμούς του Ροθ ως μισογύνη
και άθεου), όμως ο προσεχτικός και αντικειμενικός αναγνώστης θα διακρίνει πως
πέρα από τις όποιες υπερβολές στη συμπεριφορά του γυναικείου χαρακτήρα του, η
ματιά του συγγραφέα απέναντί του παραμένει τρυφερή και συμπονετική. Το Τότε
που ήταν καλό κορίτσι προϋπήρξε του Συνδρόμου Πόρτνοϊ (1969) που τον
καθιέρωσε ως σημαντικότατο πεζογράφο, αλλά επίσης και των σημαντικών βιβλίων
του με ήρωα τον Ζούκερμαν, για να καταλήξουμε στην αιχμή του δόρατος (κατά τη
γνώμη μου) με την τετραλογία για το γήρας, τον θάνατο και την ανθρώπινη
θνητότητα (Καθένας, Αγανάκτηση, Η ταπείνωση, Νέμεσις). Η σύγκριση του εν
λόγω βιβλίου με τα παλιότερα και, ιδίως, με τα τελευταία μυθιστορηματικά
διαμάντια του Αμερικανού συγγραφέα, ίσως το αδικεί, γιατί υστερεί σημαντικά σε
πύκνωση λόγου, ευθύτητα και αμεσότητα. Όμως, ακόμη και έτσι, κερδίζει τον
αναγνώστη λόγω των παρακάτω σημείων:
Σκιαγραφεί εξαιρετικά δύο χαρακτήρες νέων
ανθρώπων της Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ανατρέχοντας σε
βάθος χρόνου στους γεννήτορές τους για περισσότερη πιστότητα και ακρίβεια.
Έχει πολύ ενδιαφέρουσα αφηγηματική
τεχνική, με μεγάλες αφηγηματικές ενότητες, πολλά διαλογικά μέρη, και άλλες
ζουμερές κουβέντες και συζητήσεις των ηρώων (και των δευτεραγωνιστών)
ενσωματωμένες σε αφηγηματική ροή, όπως θα τις αναπαρίστανε ένας τριτοπρόσωπος
αφηγητής, που τα γεγονότα της ιστορίας θα έπεφταν στη αντίληψή του.
Προσφέρει μια ακριβή εικόνα της
θρησκόληπτης αμερικανικής επαρχίας (Μεσοδυτικές Πολιτείες), τη δεκαετία του
’50, με τις σιωπές της, τις υπόγειες εκρήξεις της, τον φόβο, τις ασφυκτικές
οικογενειακές σχέσεις και τον συντηρητισμό της.
Τέλος, η σκηνοθετική ματιά του Ροθ σε
πολλά σημεία του βιβλίου, σε συνδυασμό με το δυνατό και σκληρό τέλος, θα
μπορούσαν να επιτρέψουν, έστω με καθυστέρηση μισού αιώνα, να μεταφερθεί το
κείμενο ως ταινία στη μεγάλη οθόνη.
Η προσπάθεια των ποιοτικών εκδόσεων
«Πόλις» να συγκεντρώσουν τα Άπαντα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα συνεχίζεται
και είναι χρήσιμη και αξιέπαινη, ακόμη κι αν αφορά πρωτόλεια μυθιστορήματά του.
Το, βιβλίο με βιβλίο, «χτίσιμο» του corpus του Ροθ είναι θεμιτό, ενδιαφέρει
τους μελετητές, τους κριτικούς αλλά και τους χιλιάδες στην Ελλάδα φανατικούς
αναγνώστες του. Επιπλέον, εμπλουτίζεται στον αναγνώστη η συνολική εικόνα του
έργου του Ροθ με τις εξαιρετικές στιγμές του αλλά και με τις όποιες αδυναμίες
του. Αυτό το εκδοτικό πρωθύστερο όμως, όσο πολύτιμο και χρήσιμο είναι για
πολλούς, ίσως δημιουργεί κάποια προβλήματα αφομοίωσης και αξιολόγησης του έργου
του από κάποιους που απλώς έχουν ακουστά για τον συγγραφέα (ιδίως αν διάβασαν
εμπαθείς απόψεις τρίτων για τον χαρακτήρα του) ή διάβασαν επιλεκτικά ένα ή δύο
έργα του. Το συγκεκριμένο βιβλίο, ιδωμένο αποσπασματικά και ξεκομμένα από το
συνολικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα, προφανώς θα τον αδικήσει, δίνοντας λαβή
σε κάποιες φωνές να εξάρουν τυχόν αδυναμίες του, που αφορούν όχι τόσο την
αφηγηματική του μαστοριά, όσο κάποιες αντιλήψεις του για το γυναικείο φύλλο,
την ομοφυλοφιλία, ή κάποιες ενστάσεις του θεολογικού περιεχομένου. Βέβαια,
αυτές του οι ιδέες είναι διάσπαρτες σε όλα τα έργα του Ροθ, όμως σ’ ένα
πρωτόλειο κείμενο, δημοσιευμένο πριν από μισό αιώνα, είναι διογκωμένες και
παρεξηγήσιμες.
Όπως και να έχει το ζήτημα, το Τότε που
ήταν καλό κορίτσι έχει τόσες πολλές αρετές που θα το ζήλευαν ως γραφή ακόμη
και φτασμένοι Έλληνες ή ξένοι πεζογράφοι, πενήντα και βάλε χρόνια μετά τη
συγγραφή του. Η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου υπήρξε επαγγελματική και
αξιοπρεπής. Ίσως η απόδοση κάποιων λέξεων με λόγιο τρόπο να αδικεί την ευθύτητα
και την απλότητα του συγγραφέα, όμως δεν είναι ανάγκη να σταθούμε σχολαστικά
στα ελάχιστα σημεία που, κάπως, ξενίζουν με τη ρεαλιστική αφήγηση του Ροθ.
Άλλωστε η απόδοση μιας λέξης από μια γλώσσα σε μια άλλη είναι εντελώς υποκειμενικό
θέμα, αρκεί να μην αλλοιώνει το ύφος του αφηγητή.
Ολοκληρώνοντας, να υπενθυμίσω πως ο Ροθ
είναι ο μόνος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας που τα Άπαντά του εκδίδονται σε
πλήρη και οριστική έκδοση από τη Library of America, κάτι που συμβαίνει όχι
φυσικά επειδή εδώ και κάποια χρόνια δήλωσε πως ξεμπέρδεψε οριστικά με το
γράψιμο και τη συγγραφή, για να ζήσει ανεπηρέαστος την αληθινή ζωή.
(book press, Ιούλιος 2016)
●
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Philip
Roth, Πατρική κληρονομιά, μυθιστόρημα, μτφρ. ΤΑΚΗΣ ΚΙΡΚΗΣ, εκδόσεις
Πόλις, 2012
Βιβλίο
που προκάλεσε αίσθηση μέσα στο 2012 (παρότι ανατυπωμένο) αφορά παθήσεις του
φθαρτού ανθρώπινου σώματος και τις επιπτώσεις που έχουν αυτές στο άμεσο
συγγενικό περίγυρο των ασθενών. Πρόκειται για το ανατυπωμένο μυθιστόρημα του
Φίλιπ Ροθ Πατρική κληρονομιά και κυκλοφορεί από τις καλαίσθητες και
ποιοτικές εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
Στο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στην
Αμερική το 1991 (πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, το
1995), περιγράφεται η περιπέτεια υγείας και τελικά ο θάνατος τού υπερήλικα (86
ετών) πατέρα του, από όγκο στον εγκέφαλο. Παράλληλα γίνεται μια ανατομή του
αρχετυπικού πατρικού συμβόλου, ένα περίτεχνο και λεπτομερέστατο σκιτσάρισμα του
χαρακτήρα και της προσωπικότητας του Χέρμαν Ροθ, αλλά και της σχέσης του με τον
γιο-συγγραφέα. Ο Ροθ (που κινείται στα όρια της αθεΐας, παρότι γιος σχετικά θρησκευόμενων
Εβραίων της Αμερικής) δεν ψάχνει θρησκευτικό ή φιλοσοφικό αποκούμπι για να
ερμηνεύσει τον θάνατο, ενώ παρακάμπτει κάθε διάθεση παραμυθίας και παρηγοριάς
προκειμένου να φτάσει στην αλήθεια. Μιαν αλήθεια που αφορά τόσο τον άκαμπτο,
γοητευτικό, αρχέγονο, ελαφρώς τσιγκούνη, κάποιες φορές απολαυστικό, απόλυτο,
γκρινιάρη και συχνά αμφίθυμο ογδονταεξάχρονο πατέρα, αλλά και τον ίδιο του τον
εαυτό. Ένα βιβλίο απόλυτα ρεαλιστικό (το πλέον αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ροθ ·
μέχρι και το εξώφυλλο είναι μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον πατέρα Ροθ
και τους δύο γιους του να σχηματίζουν ένα Υ, στην περιοχή του Νιούαρκ),
αληθινό, γραμμένο με αριστοτεχνική αμεσότητα, ζωντάνια αλλά και χιούμορ (παρότι
το βαρύ πέπλο της ασθένειας καλύπτει τις σελίδες του, απ’ την αρχή ως το
τέλος), που ανακηρύχτηκε το 1993 από το περιοδικό TIME ως το καλύτερο βιβλίο
στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας.
Οι ανθρώπινες παθήσεις και το πρόσωπο του
θανάτου δεσπόζουν στο παραπάνω βιβλίο. Ο δρόμος προς την αλήθεια και η
αντιμετώπιση, εκ μέρους των συγγραφέων, της ανθρώπινης τραγωδίας διαφέρουν. Ο
Ροθ ενδιαφέρεται να ψηλαφήσει τον θάνατο κυρίως μέσω της μνήμης και της
γύμνωσης της ψυχής και των συναισθημάτων του, ανακαλύπτοντας, παράλληλα, το
πείσμα για επιβίωση που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, και όχι προσκολλημένος
στην ιδέα και στην ύπαρξη κάποιου Θεού που ρυθμίζει και καθορίζει τις ζωές μας,
εν αγνοία και εν απουσία των ανθρώπων.
Ένα βιβλίο σημαντικότατο, κατά τη γνώμη
μου, και ελκυστικό στην ανάγνωση, παρότι ο θάνατος, αδυσώπητος, πλανάται στις
σελίδες του.
(πρώτη δημοσίευση, book press,
Ιανουάριος 2013)
●
ΑΝΑΤΕΜΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ
Philip
Roth, Η ταπείνωση, μυθιστόρημα, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πόλις, 2009
Philip
Roth, Νέμεσις, μυθιστόρημα, , μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πόλις, 2011
Με
το βιβλίο Η ταπείνωση, ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας καταθέτει ένα
μικρό μυθιστόρημα 163 σελίδων, μια νουβέλα να λέγαμε καλύτερα, αναφορικά με το
τέλος των πραγμάτων, του έρωτα, των φιλοδοξιών και της ζωής. Ένα βιβλίο στα
χνάρια των Καθένας και Φεύγει το φάντασμα, με τα οποία έχει
εμφανείς θεματολογικές ομοιότητες.
Η συμπυκνωμένη αυτή νουβέλα έχει ως
πρωταγωνιστή έναν εξηνταπεντάρη ηθοποιό του αμερικάνικου θεάτρου, τον Σάιμον
Άξλερ, που συνειδητοποιεί πως έχασε το ταλέντο του, αδυνατώντας να υποδυθεί επί
σκηνής οποιονδήποτε ρόλο. Χωρίζεται σε τρία ισομεγέθη μέρη. Στο πρώτο μέρος
(«Στον διάφανο άνεμο»), ο Άξλερ νοσηλεύεται σε ειδική κλινική για αποθεραπεία
από την κατάθλιψή του, ενώ η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει. Μάταια ο
ατζέντης του επιχειρεί να του τονώσει το ηθικό, ώστε να επιστρέψει στο θεατρικό
σανίδι. Τα πρώτα δείγματα κάποιας ψυχικής ανάτασης του Άξλερ εμφανίζονται προς
το τέλος της ενότητας, όταν μία τρόφιμος της κλινικής τού στέλνει γράμμα,
ευχαριστώντας τον που την άκουσε σε δύσκολες στιγμές, γιατί έτσι διευκόλυνε την
κατάστασή της. Ο Άξλερ συνειδητοποιεί πως το να ακούς προσεχτικά τον άλλον, σε
οδηγεί σε μια κατάσταση ισοδύναμη με το να έχεις το σθένος να παίζεις πειστικά
έναν ρόλο στο θέατρο, και είναι πράξη προσφοράς.
Από τον τίτλο του δεύτερου μέρους («Η
μεταμόρφωση») ψυχανεμιζόμαστε την αναγέννηση του ήρωα. Η ανάκαμψη αυτή έρχεται
ανέλπιστα από μία πρώην λεσβία, την Πεγκήιν Μάικ Στέιπλφορντ, είκοσι πέντε
χρόνια μικρότερή του. Θα την συναντήσει έναν χρόνο μετά τη νοσηλεία του στην
κλινική. Συνάπτουν σχέση, γεγονός που το μαθαίνει όμως η κοσμήτορας-φίλη της
που την εκβιάζει, αλλά και οι γονείς της Πεγκήιν (παλιοί γνώριμοι του Άξλερ)
που το δέχονται αναστατωμένοι. Ο Άξλερ ξοδεύει πολλά λεφτά για τη «θηλυκή
αναμόρφωση» της Πεγκήιν, κι οι δυο τους δείχνουν ευτυχισμένοι.
Στο τρίτο μέρος («Η τελευταία πράξη») ο
Ροθ επιστρατεύει το αστείρευτο ταλέντο του και με συνεχείς ανατροπές βάζει τον
αναγνώστη συνεχώς ενώπιον νέων δεδομένων, αναφορικά με την εξέλιξη του στόρι. Η
ειλικρινής και κρυστάλλινη σχέση των ηρώων, αφού κορυφωθεί με έντονες
σεξουαλικές περιπτύξεις (ανάμεσα στους δύο ή παρούσης και της Τρέισι), όπου
έχουμε ωμές και αποκαλυπτικές (σχεδόν πορνογραφικές) περιγραφές ερωτικών
στιγμών, κι ενώ ο Άξλερ συμβουλεύεται ειδικούς για τους κινδύνους τεκνοποίησης
στη ηλικία του (σκέφτεται να κάνει μέχρι και παιδί με την Πέγκηιν), η σχέση
παλαντζάρει, χωρίζουν ύστερα από απόφαση της Πέγκηιν, κι εν τέλει ο Άξλερ, στα
έσχατα όρια της ταπείνωσης, παίζει εύστοχα τον τελευταίο ρόλο της ζωής του,
έχοντας το τέλος που θα άρμοζε σε σπουδαίο θεατρικό ηθοποιό, όπως άλλωστε
υπήρξε.
Ο Ροθ μ’ αυτό του το μικρό κομψοτέχνημα
(υποδειγματική η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά) συνεχίζει να ψηλαφεί και να
στοχάζεται πάνω σε πανανθρώπινα θέματα, όπως η ανθρώπινη φθορά, η θνητότητα, η
κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας και το ταλέντο του καλλιτέχνη. Για τον Αμερικανό
συγγραφέα το ταλέντο, τα νιάτα, η ζωή κι ο έρωτας έχουν ημερομηνία λήξης.
Κάποτε μας εγκαταλείπουν. Τίποτα δεν είναι δεδομένο στην ανθρώπινη πορεία και
αυτό οφείλουμε και να το καταλάβουμε και να το εκτιμήσουμε έγκαιρα. Ο Ροθ δίχως
ηθικολογίες και διδαχές, μας αποκαλύπτει μ’ αυτήν την πυκνή, καίρια και
ελλειπτική νουβέλα πως, τους μεγαλύτερους ρόλους εκτός θεάτρου, τους γράφει η
ίδια η ζωή.
Δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιο βαθμό η
παρούσα νουβέλα, που χαρακτηρίστηκε από πολλούς κριτικούς ως δείγμα κόπωσης του
Ροθ ή ως αναμάσημα παλιών του κειμένων όπου
αναπαράγεται ο σεξισμός του απέναντι σε γυναίκες και δη με την ιδιότητα
του πανεπιστημιακού, εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.
Λαμβάνοντας υπόψη προηγούμενα έργα του, ίσως σε πολλά σημεία ο Άξλερ της
ιστορίας να είναι ο ίδιος ο Ροθ, που ηλικιακά είναι λίγο μεγαλύτερός του, όπως
παλιότερα υπήρξε ο Ζούκερμαν των πρώτων μυθιστορημάτων του. Πολλές λεπτομέρειες
της ιστορίας, ίσως τις έζησε ο Ροθ από πρώτο χέρι. Ένα μόνο φαντάζει παράταιρο
με τον παραπάνω συλλογισμό. Δεν νομίζω να πέρασε ποτέ συγγραφική κατάθλιψη με
τα τριάντα συνολικά μυθιστορηματικά διαμάντια που μας έχει, ως τώρα, καταθέσει.
Και μάλιστα με καταιγιστικούς εκδοτικούς ρυθμούς. Αλλά πάλι, κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος…
∞
Σαν
συνέχεια της Ταπείνωσης έρχεται το Νέμεσις. Το Νέμεσις
είναι ένα ακόμη τυπικό δείγμα της θεματικής που απασχολεί τον Ροθ, τα τελευταία
χρόνια. Μαζί με το Καθένας, το Αγανάκτηση και το Ταπείνωση,
συμπληρώνει μια άτυπη τετραλογία που πραγματεύεται τη φθορά, το γήρας και τον
θάνατο. Ο Ροθ και σ’ αυτό του το βιβλίο κρατάει το ψαχνό της ιστορίας που
αφηγείται, αφήνοντας στην άκρη όλα τα περιττά. Γραφή λιτή, αφτιασίδωτη,
ακριβής, σχεδόν χειρουργική, που ανατέμνει την ανθρώπινη μοίρα.
Τα στοιχεία λογοτεχνικότητας λιγοστά (εδώ
η πλάστιγγα γέρνει στο δραματικό στοιχείο), ενώ υπερισχύουν ο στοχασμός, η
εμβάθυνση, οι λεπτομερείς περιγραφές προσώπων, χώρων και τοπίων, η σταδιακή
αποκάλυψη γεγονότων και καταστάσεων, τα ιστορικά ενημερωτικά στοιχεία αναφορικά
με την επιδημία πολιομυελίτιδας (καλοκαίρι του ’44) στην Αμερική και τον
Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εν ολίγοις, τον Ροθ τον ενδιαφέρει περισσότερο η
ανάπλαση μιας εποχής (όπως και στο Αγανάκτηση), παρά η λογοτεχνική
ύφανση της υπόθεσης.
Βασικός πρωταγωνιστής ο Μπάκυ Κάντορ,
εικοσιτριάχρονος εβραϊκής καταγωγής, που δουλεύει σε Κέντρο αθλητισμού του
Νιούαρκ ως γυμναστής. Ασχολείται κυρίως με αθλητικές δραστηριότητες μικρών
παιδιών και εφήβων. Η πολιομυελίτιδα όμως που ξεσπάει πλήττει κυρίως μικρά
παιδιά και εφήβους.
Ο Μπάκυ είναι ένα πολλαπλά τραγικό
πρόσωπο. Η μάνα του πεθαίνει στη γέννα, ο πατέρας του –ένας κοινός κλέφτης–
εγκαταλείπει την οικογένεια, τον μεγαλώνουν παππούς και γιαγιά, έχει μειωμένη
όραση και δεν κατατάσσεται στον στρατό όπως οι φίλοι του, πανικοβάλλεται με την
επιδημία και κλονίζεται η πίστη του στον θεό. Τα χειρότερα όμως που θα του
συμβούν, θα τα πληροφορηθούμε στο τρίτο κομμάτι του βιβλίου, στο
«Επανασύνδεση».
Τρεις ευδιάκριτες, μεγάλης έκτασης
ενότητες διαρθρώνουν την πλοκή. Το «Ισημερινό Νιούαρκ» (καύσωνας, δυσοσμίες,
πανικός και υστερία για την επιδημία που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, η
παιδική ζωή του Μπάκυ και η ζωή του ενσωματωμένη στην εβραϊκή κοινότητα και στο
Κέντρο αθλητισμού), το «Ίντιαν Χιλ» (υγεία, ευεξία, δροσιά, κατασκηνωτική ζωή,
ζωηρά παιδιά, η ομαδάρχισσα φίλη του Μπάκυ, η Μάρσια, που είναι συνεχώς κοντά
του, ώσπου ο εφιάλτης της πολιομυελίτιδας χτυπά την κατασκήνωση) και το
«Επανασύνδεση» (αρκετά χρόνια μετά, αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Μπάκυ
συναντιέται με τον Άρνολντ Μέσνικοφ –θύμα πολιομυελίτιδας–, του αφηγείται τη
ζωή του κι ο τελευταίος μάς την αποκαλύπτει μέσω του βιβλίου).
Το
βιβλίο είναι πολυεπίπεδο –κυρίαρχο πάλι το εβραϊκό στοιχείο της Αμερικής– και η
πένα του Ροθ θίγει καίρια και σημαντικά ζητήματα, όπως: ο πανικός, ο φόβος, η
αμερικάνικη υστερία στην επιδημία, ο ρατσισμός των Εβραίων έναντι των
αλλοθρήσκων (αυτή η αρρώστια σκοτώνει όμορφα εβραιόπουλα!), ο αντισημιτισμός
των Αμερικανών, αλλά, ιδίως, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η τύχη, ο ρόλος του Θείου,
οι ενοχές, η ταύτιση του εγώ με τα δεινά και τις συμφορές που ξεσπούν. Η φράση
του Ροθ «Του έκανε τρομερή εντύπωση… δύναμη των περιστάσεων» (σ. 171) είναι
προφανώς ειρωνική και, χάρη σ’ αυτήν, προοικονομείται μια καταστροφή ή ένα
δράμα. Ενώ το God bless America που τραγουδούν οι κατασκηνωτές στο Ίντια Χιλ
(σ. 235), λειτουργεί άκρως ειρωνικά στην εξέλιξη της ιστορίας, σε συνδυασμό με
τα νεκρά νεαρά παιδιά, θύματα της επιδημίας, και τις απώλειες του αμερικανικού
στρατού στην Ευρώπη.
Η απόληξη της ιστορίας στο «Επανασύνδεση»
περιέχει το ενδιαφέρον εύρημα της συνάντησης του Μπάκυ με τον Άρνολντ Μέσνικοφ,
η οποία γεφυρώνει το παρόν (1971) με το παρελθόν (1944). Μέσα από τις
συναντήσεις των δύο προσώπων καλύπτονται νοηματικά κενά του αναγνώστη, ενώ η
συγκίνηση με το προσωπικό δράμα του Μπάκυ κορυφώνεται και απογειώνεται στις
τρεις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Ωστόσο, λίγες σελίδες νωρίτερα, ο Ροθ
αδικεί το τεράστιο ταλέντο του, με την υπερβολική και σχολαστική ανάλυση
προσωπικότητας που κάνει στον Μπάκυ, διά στόματος Άρνολντ, απονευρώνοντας έτσι
την ένταση και τη μαγεία που είχε ήδη δημιουργήσει σε προηγούμενες σελίδες.
Ίσως, αν ο Ροθ δεν τύπωνε συστηματικά ένα βιβλίο τον χρόνο παίζοντας τα
παιχνίδια των εκδοτών κι αποσκοπώντας στις μεγάλες πωλήσεις, να είχε όλη την
άνεση να προσέξει καλύτερα τέτοιου είδους ζητήματα.
Το ζητούμενο με τα δύο βιβλία είναι,
πιστεύω, το εξής: Τι μεσολάβησε άραγε και από τις αρνητικές, εν Ελλάδι,
κριτικές της Ταπείνωσης οδηγηθήκαμε ξανά στους διθυράμβους για το Νέμεσις;
Γιατί η Ταπείνωση να καταβαραθρωθεί και το Νέμεσις να πιάσει
κορυφή; Έχουν τόσο ποιοτική διαφορά αυτά τα δύο συνεχόμενα βιβλία του Ροθ ώστε
να δικαιολογούν μια τέτοια μεταστροφή στην εκτίμηση και στην αξιολόγησή τους;
Προσωπικά πιστεύω πως όχι. Απεναντίας, βρίσκω την Ταπείνωση του πιο
ελλειπτική και σφιχτοδεμένη (αν και δεν εξηγούνται πειστικά πολλές πράξεις των
ηρώων του), και πιο τυπικό μυθιστορηματικό δείγμα αλλά και με αδύνατο (σχεδόν
αμήχανο) τέλος το Νέμεσις. Αλλά αυτά κάπου είναι γούστα και προτιμήσεις.
Το πρόβλημα, επιμένω, δεν βρίσκεται στον Ροθ και στις συλλήψεις του, ούτε στην
μικρή ή μεγάλη έκταση των βιβλίων του, αλλά στους καταιγιστικούς ρυθμούς με
τους οποίους εκδίδει. Όμως, ας το ξανασκεφτούμε και πάλι καλύτερα το θέμα μας.
Όταν και οι αδύνατες στιγμές του, είναι τόσο σημαντικές –ακόμα κι αν κλοτσούν
επ’ αυτού οι πανεπιστημιακοί και οι απανταχού φεμινίστριες, που δεν θα ανεχτούν
ποτέ μία λεσβία να παρατά τη φίλη της για έναν ξοφλημένο, άνεργο ηθοποιό–,
γιατί να μην το κάνει;
[book
press, Ιούνιος, 2012· το μέρος του κειμένου που αφορά το Η ταπείνωση,
δημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (Νησίδες,
2011)· εδώ με μικροαλλαγές]