Ο ΕΓΓΥΣ ΤΩΝ
ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
(αφιερωματικός
τόμος
στον συγγραφέα)
(2022)
֎
ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ
Γιώργου
Γκόζη, Γιώργου Δελιόπουλου,
Ευσταθίας
Δήμου, Κώστα Β. Κατσουλάρη,
Έλσας
Κορνέτη, Αλεξάνδρας Μπακονίκα,
Δημήτρη
Παπακωνσταντίνου,
Σταύρου
Σταμπόγλη,
Σωτηρίας
Σταυρακοπούλου,
Διονύση
Στεργιούλα,
Περικλή
Σφυρίδη, Βαγγέλη Τασιόπουλου
●
«[…] κατά τη γνώμη μου πάντα, ο
εκφραστικός εντυπωσιασμός, το επιτηδευμένο, πάλι χάριν εντυπωσιασμού,
λεξιλόγιο, οι ποικίλοι εξεζητημένοι αφηγηματικοί πειραματισμοί και αυτό που
αποκαλείτε εσείς “λυρικές εξάρσεις”, εκτός του ότι δεν μου ταιριάζουν ως προς
το ύφος, δεν είναι στοιχεία καλής λογοτεχνίας. Όσο για την απλότητα του ύφους,
τη λιτότητα, τη σαφήνεια και την αμεσότητα της γραφής, αυτά, ναι, είναι
πλεονεκτήματα, και μάλιστα δυσκολοκατάκτητα για έναν συγγραφέα. […] Όσο για
τους ήρωές μου: στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απλοί άνθρωποι της
διπλανής πόρτας, άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, με τα προβλήματα και τις
ελπίδες τους, τα άγχη και τις αγωνίες τους».
Π. Γ.
●
(επιλογή
κειμένων βιβλίου)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ
ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ
Εισαγωγικά
Πρώτα, κάτι προσωπικό. Το βιβλίο του
Παναγιώτη Γούτα, Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, εκδόθηκε από τον Κέδρο
τον Μάη του 2015. Για μένα, η περίοδος αυτή ήταν από τις οδυνηρότερες της ζωής
μου, αφού η Φρίντα, η γυναίκα μου, νοσούσε από καρκίνο και πηγαίναμε τότε κάθε
Παρασκευή πρωί στην κλινική «Άγιος Λουκάς» για χημειοθεραπείες. Μαζί μας
ερχόταν πάντα και η Σωτηρία Σταυρακοπούλου – της οφείλω διά βίου χάριτας – για
να μας βοηθήσει. Κάθε χημειοθεραπεία διαρκούσε πάνω από οκτώ ώρες, που
αργοκινούσαν βασανιστικά. Ήταν τότε που ο Γούτας μού έδωσε τη συλλογή αυτή
διηγημάτων του. Για να περνάει η ώρα διάβαζα φωναχτά ένα ή δύο διηγήματα από το
βιβλίο να τα ακούνε οι γυναίκες κι ύστερα προσπαθούσαμε να τα αναλύσουμε –
καλύτερα, να μπούμε στο μεδούλι του κάθε διηγήματος – με σχόλια που κάναμε, η
Σωτηρία κι εγώ, αλλά και η Φρίντα ακόμα, παρόλη την ταλαιπωρία της με τους
ορούς στη φλέβα των χεριών της. Έτσι, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι γι’ αυτό
το βιβλίο είχα γράψει μια επαινετική βιβλιοκρισία, γιατί πραγματικά περιέχει
ορισμένα διηγήματα από τα καλύτερα του Γούτα. Όταν τον Οκτώβριο του 2020 ο αγαπητός
φίλος Κώστας Ριζάκης μού ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για την πεζογραφία του
Γούτα, δέχτηκα, φυσικά, αμέσως και έψαξα στους τρεις τόμους των κριτικών μου
δοκιμίων (Παραφυάδες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) να δω τι είχα γράψει, για κάποιες από
τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του. Διαπίστωσα με έκπληξη ότι στις Παραφυάδες
ΙΙΙ δεν υπήρχε κείμενο για το βιβλίο αυτό. Αλλά ούτε και στον υπολογιστή
μου. Τα έχασα. Πού το είχα δημοσιεύσει; Αναγκάστηκα να ρωτήσω τον ίδιο τον
Παναγιώτη αν γνώριζε εκείνος που είχε δημοσιευτεί η βιβλιοκρισία μου για το
βιβλίο του. «Μα δεν έγραψες», μου είπε. Έτσι, μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να
αποκαταστήσω μια παράλειψη.
Το βιβλίο, όπως άλλωστε
το λέει και ο τίτλος, απαρτίζεται από τρεις ομάδες διηγημάτων. Μόνο που αλλάζει
η σειρά τους. Προηγούνται οι «Παθήσεις» (12 διηγήματα), έπονται τα διηγήματα
που αναφέρονται στη σχέση του αφηγητή με την «Τζαζ» (13 διηγήματα) και ακολουθούν
άλλα πέντε διηγήματα με τον γενικό τίτλο «Και άλλα τινά». Στο τέλος του βιβλίου
διαβάζουμε ότι «όλα τα διηγήματα γράφτηκαν (και ξαναγράφτηκαν) στο διάστημα
1989-2014, ενώ η παράθεσή τους στο βιβλίο δεν ακολουθεί ακριβή χρονολογική
σειρά» (σ. 268). Επίσης, από το σύνολο των είκοσι πέντε αυτών διηγημάτων, τα
δώδεκα έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ένα, η «Αϊσέ»,
γράφτηκε υπό μορφή λιμπρέτου, που μελοποιήθηκε από τον μουσικό Καμπάνη Σαμαρά
και παρουσιάστηκε στη σκηνή του θεάτρου «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο
του 2014. Τώρα, γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα γιατί το χρονικό άνυσμα της
εικοσιπενταετίας και το «γράψιμο και ξαναγράψιμο» πολλών εξ αυτών με έχουν
πείσει ότι ο Γούτας πρέπει να θεωρεί το βιβλίο του αυτό ως το πιο αντιπροσωπευτικό
της διηγηματογραφικής του πορείας – και όντως έτσι είναι.
Τα
διηγήματα της ενότητας «Παθήσεις»
Στα διηγήματα της ενότητας «Παθήσεις»
έχουμε ιστορίες διαφόρων προσώπων, στις οποίες, άλλοτε κάπως πιο έντονα αλλά
συνήθως αχνά, οι ήρωες διακατέχονται από μονομανίες, εμμονές, φοβίες, κτλ. (ή
ακόμα έχουν και κάποιες παθήσεις ή αναπηρίες)٠μ’ άλλα λόγια βασανίζονται από
νευρώσεις ή ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα
αντιληπτές από το περιβάλλον των ατόμων αυτών, πάνω όμως στις οποίες στήνεται η
πλοκή της κάθε ιστορίας (το «στόρι», όπως το αποκαλεί ο Γούτας στα κριτικά του
δοκίμια).Τα άτομα αυτά είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας και συμπεριφέρονται
«φυσιολογικά» στην καθημερινή ζωή τους. Από την άλλη μεριά, τα ψυχολογικά τους
προβλήματα ή οι κάποιες ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα τους αποτελούν τη βάση πάνω
στην οποία οικοδομούνται τα διηγήματα Θα προσπαθήσω να γίνω περισσότερο
κατανοητός, μιλώντας για κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αρχίζοντας από
ένα διήγημα που έχει τον παράξενο τίτλο «Πάρε, γαμώτο!» Κεντρικό πρόσωπο είναι
ο Αλέξης που, παραμονές Χριστουγέννων, κρατώντας ένα κουτί με μελομακάρονα,
πάει με τα πόδια σε μια ανήμπορη, ηλικιωμένη και ανύπαντρη θεία του, που τον
έχει για αποκούμπι στα γεράματά της. Στον δρόμο τον διπλαρώνει ένας τύπος που
από μακριά έδειχνε να είναι ναρκομανής σε κατάσταση στέρησης. Ας δούμε πώς τον
περιγράφει ο συγγραφέας: Αδύνατος, αξύριστος, με γλιτσερά μακριά μαλλιά,
πιασμένα πίσω κότσο μ’ ένα κίτρινο λαστιχάκι. Φορούσε πορτοκαλί μπουφάν από
υαλοβάμβακα, που έβρισκες παλιά μισοτιμής σε κάτι μαγαζάκια στο Βαρδάρι.
Κούτσαινε χαρακτηριστικά στο δεξί του πόδι, όμως αυτό του το κούτσαμα δεν του
στερούσε την ικανότητα να κινείται σβέλτα (σ. 28). Ο τύπος, παρακλητικά
αλλά ταυτόχρονα και ενοχλητικά, άρχισε να του ζητά μια βοήθεια, ακόμα και μισό
ευρώ. Ο Αλέξης δεν του έδωσε σημασία και κατάφερε να ξεφύγει από το κόλλημα που
του έκανε. Γύρισε, όμως, σπίτι του αναστατωμένος. Γράφει: Ο απόηχος της
φωνής του άλλου ακόμη αντηχούσε στ’
αυτιά του. Η πίκρα του, ο θυμός του, αγκάθι στο στήθος του να τον διαπερνά.
Κάτι ακατάλληλες ώρες πάντα που του κολλάνε οι τύψεις (σ. 29). Μέχρις εδώ
κάτι το συνηθισμένο, που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Στο σημείο, όμως,
αυτό κάνει την εμφάνισή της η νεύρωση. Χρονιάρα μέρα αρχίζει να έχει ημικρανία.
Σουβλιές κάτω από το αριστερό του μάτι. Το βράδυ ξύπνησε με μια τάση για εμετό.
Πήγε δυο τρεις φορές στην τουαλέτα να ξεράσει. Πήρε παυσίπονα. Τίποτα. Την
επομένη, τα ίδια. Το βράδυ είχε έναν εφιάλτη, καθώς στο όνειρό του εμφανίστηκε
το πρεζόνι που αρχίζει να τον βρίζει χυδαία. Λόγια ακατανόμαστα. Την τρίτη
μέρα, τα ίδια. Δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά του. Προφασίστηκε τον άρρωστο.
Αποφασίζει να ψάξει για να τον βρει σε γνωστό κέντρο, δίπλα στο γαλλικό λύκειο,
όπου οι χρήστες είχαν μπει σε πρόγραμμα μεθαδόνης και περίμεναν υπομονετικά να
πάρουν τη δόση τους. Κανείς δεν τον ήξερε. Ξαναπέρασε από το στέκι αυτό και το
απόγευμα. Τίποτα πάλι. Τον πλεύρισε ένας
άλλος στραπατσαρισμένος. Του έχωσε στο χέρι ένα εικοσάρικο. Ο πονοκέφαλος και η
τάση για εμετό συνέχιζαν. Του μπήκαν ιδέες μήπως και πάθαινε κανένα εγκεφαλικό,
όπως ο πατέρας του. Τελικά αποφάσισε και τηλεφώνησε σ’ έναν στενό του φίλο,
λάτρη των κινηματογραφικών ταινιών, και του εμπιστεύτηκε το πρόβλημά του.
Εκείνος του συμπαραστέκεται και τον καθησυχάζει. Πήγαν σινεμά. Άρχισαν να
βγαίνουν έξω. Ξέδωσε. Τα συμπτώματα άρχισαν να υποχωρούν. Ησύχασε٠ μέχρι που
ένα βράδυ, κατεβαίνοντας με το αστικό στο κέντρο της πόλης, τον είδε από το
παράθυρο έξω από την Καμάρα, να ’ναι μαστουρωμένος και να τρεκλίζει, Τον πιάνει
πάλι το άγχος. Σταματάει το λεωφορείο και τον πλησιάζει να του δώσει εκατό ευρώ.
Εκείνος, στον κόσμο του, νομίζει ότι τον εμπαίζει, και αρνείται να τα πάρει.
Ο Αλέξης τον παρακαλεί. Εκείνος τα ίδια. Θαρρεί πως τον κοροϊδεύει. Κι ο
Αλέξης: Πάρε! Πάρε, γαμώτο μου! Πάρε! Πάρε! (σ. 35). Ωραίο διήγημα, ωραίο
τέλος.
Στο ίδιο μοτίβο των
τύψεων, αλλά με πιο λογικό ειρμό, κινείται και το διήγημα «Όσα γράφει η
σημαία». Γραμμένο κι αυτό σε τρίτο πρόσωπο, αλλά ως ήρωα έχει τον ανώνυμο
αφηγητή, κάτι που ενδεχομένως να παραπέμπει στον ίδιο τον συγγραφέα. Το ίδιο
συμβαίνει και με το τελευταίο διήγημα της ενότητας αυτής, που τιτλοφορείται «Η
ποίηση στην εντατική» και αναφέρεται στην περιπέτεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου
που υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου και νοσηλευόταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας σε
νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Η αφήγηση έχει πραγματικό χρόνο, τόπο και γεγονότα
και ο αφηγητής είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό άτομο. Είναι δε αφιερωμένο στον
Ντίνο, που τα κατάφερε. Γυρίζω ξανά στο «Όσα γράφει η σημαία». Ο αφηγητής
παίρνει ταξί για να γυρίσει σπίτι του, και στο πάτωμα του πίσω καθίσματος
βλέπει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ, που προφανώς έπεσε από κάποιον
προηγούμενο πελάτη. Ο πειρασμός είναι μεγάλος. Γράφει: Παίρνει την απόφαση
σε κλάσματα δευτερολέπτου. Επωφελούμενος της συνομιλίας και παρακάμπτοντας τους
όποιους ηθικούς φραγμούς του, σκύβει με απόλυτη φυσικότητα – σαν να του έπεσε
κάτι κι έκανε να το σηκώσει – χουφτώνει το χαρτονόμισμα και το χώνει βαθιά στη
μέσα τσέπη του σακακιού του. «Εγώ για να το βγάλω σκοτώνομαι όλη μέρα στη
δουλειά, ενώ αυτοί… Με δυο γερά αγώγια το τσιμπήσανε…» (σ. 44). Ο ταξιτζής
είναι φλύαρος, βρίζει κάποιους άλλους οδηγούς που του κλείνουν τον δρόμο, ενώ
ταυτόχρονα σταυροκοπιέται κάθε τόσο. Του ζητά την άδεια να βάλει ένα CD με
τραγούδια του Adamo κι ύστερα του εκμυστηρεύεται:: «Δεν θέλω να βρίζω.
Καθόλου δεν μ’ αρέσει. Το άγχος, η κίνηση, καταλαβαίνεις, αυτά με κάνουν
νευρικό.» (σ. 45). Ο αφηγητής τον βλέπει να βουρκώνει καθώς του λέει πως
έχει στο νοσοκομείο ένα μικρό με μαστοειδίτιδα, που την επομένη θα έμπαινε στο
χειρουργείο. Του αφηγείται και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο επάγγελμα.
Του λέει πως πιστεύει στον Θεό, πως τις προάλλες ένας ηλικιωμένος ήταν άφραγκος
και τον πήγε σπίτι του και πως κάποτε, νύχτα πρωτοχρονιάς, δυο κακοποιοί
προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Τέλος, του λέει ότι δεν δέχεται φιλοδωρήματα: «Νιώθω
πως με θίγουν, Με εξευτελίζουν. Θέλω μόνο όσα γράφει η σημαία.» (σ. 46). Ο
αφηγητής συγκινείται, θυμάται την κόρη του που χειρουργημένη στράτιζε στην
κλινική με τον ορό στο χέρι και τη γυναίκα του να την υποβαστάζει. Νιώθει
τύψεις. Με τρόπο ρίχνει το χαρτονόμισμα ξανά στο πάτωμα και λέει στον ταξιτζή
να τον αφήσει σ’ ένα περίπτερο της γειτονιάς του. Βγάζει ένα χαρτονόμισμα από
το πορτοφόλι του και πληρώνει το αγώι. Με τα ρέστα που του έδωσε ο ταξιτζής
αγοράζει τσιγάρα για να τα ξεφορτωθεί.
Ο Γούτας στην ενότητα
αυτή στρέφει με συμπόνια τη ματιά του σε
άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, αναπηρίες ή παράξενες συμπροφορές. Για
παράδειγμα, στο διήγημα «Παλιά αρτίστα» περιγράφει την καθημερινή ζωή της
ηρωίδας του στα γηρατειά της. Πρώην τραγουδίστρια και χορεύτρια της
Θεσσαλονίκης, γνωστή με το καλλιτεχνικό της όνομα Λολό, ζει στο παλιό της
διαμέρισμα με μόνη συντροφιά της ένα μικρό σκυλάκι, αλλά, παρά τα εβδομήντα
χρόνια της, δεν αλλάζει καθόλου τις συνήθειές της και κάθε Σάββατο μεσημέρι
ντύνεται, όπως όταν ήταν νέα, και λουσάτη θα πάει με το σκυλάκι της να
γευματίσει στο ίδιο πάντα γνωστό και ακριβό εστιατόριο, και θα φάει – μαζί με
το σκυλάκι της – το ίδιο πάντα μενού. Τα γκαρσόνια την ξέρουν και της
συμπεριφέρονται ως ντίβα εν ενεργεία. Η επόμενη μέρα, Κυριακή, είναι η
χειρότερη της εβδομάδας. Γράφει: Έχουν βγει πλέον τα ρίμελ και τα μέικ απ,
κι αντικρίζει στον καθρέφτη το σαφρακιασμένο δέρμα της. Νιώθει απελπισμένη.(σ.
60).
Το ποδόσφαιρο κι ο ΠΑΟΚ
δεν θα μπορούσαν να λείπουν από μια συλλογή διηγημάτων του Γούτα. Στο διήγημα
«Το ντέρμπι», ένας φανατικός οπαδός, οργανωμένος, που πήγαινε παντού όπου
έπαιζε ο ΠΑΟΚ, έχασε παλιά την όρασή του από μια κροτίδα, που του ήρθε στο πρόσωπο,
σ’ ένα ντέρμπι με την ΑΕΚ στην Αθήνα. Έτσι, πηγαίνει πάντα στο γήπεδο μ’ έναν
φίλο του, ο οποίος του λέει λεπτομερειακά τις φάσεις του αγώνα για να τις
σχολιάσουν. Και είναι πάλι ντέρμπι ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, αλλά στην Τούμπα αυτή τη φορά.
Παρά την τύφλωσή του, όλη του η ζωή κινείται γύρω από την ομάδα και τους
ποδοσφαιριστές της (γνώρισα κι εγώ προσωπικά εκατοντάδες παρόμοιους φιλάθλους
ως γιατρός του ΑΡΗ, την επταετία 1968-1975). Ο ΠΑΟΚ νίκησε. Βγαίνοντας έξω από
το γήπεδο, αρχίζουν τη συζήτηση. Γράφει: – Θέλει μεταγραφές τον Γενάρη η
ομάδα, Σταύρο… Θέλει δυνάμωμα… του λέει… – Σώπα, καημένε! Μια χαρά πάμε. Έτσι
αν συνεχίσουμε δεν χάνουμε με τίποτα την Ευρώπη. Ο άλλος δεν απαντά. Μένει για
λίγο σκεφτικός. Του έρχονται στον νου κάτι βαριές σιωπές στα μέσα του πρώτου
ημιχρόνου. Σκοτεινές και παγωμένες. Χτυπάει επίμονα το μπαστουνάκι του, δεξιά
αριστερά, στο κράσπεδο. – Θέλει! επαναλαμβάνει, απορώντας πώς ο φίλος του με
δυο μάτια κατάγερα δεν είναι σε θέση να το δει (σ. 26). Ωραίο τέλος!
Γενικά το θέμα των
ψυχολογικών – και ψυχικών – ανωμαλιών φαίνεται να είναι προσφιλές μυθοπλαστικό
υλικό του συγγραφέα. Στην πρώτη σελίδα του διηγήματος «Τα οστά δεν του μιλούσαν
πια» (σ. 63) διαβάζουμε τα εξής: Την είχε στο μυαλό του ολόκληρη τη φράση:
«Τα όρια της λογικής. Το μεταίχμιο. Η απαρχή της παράνοιας». Πάνε χρόνια –
φοιτητής τότε – που τα αποτύπωσε σε σεμινάριο ψυχιατρικής. Το ένιωσε σαν μια
δυσβάστακτη, λεπτή ισορροπία. Τότε. Κι όλο φοβόταν πως τώρα πλησιάζει στο
τέλος. Αγγίζει το μεταίχμιο. «Και μετά τι;» αναρωτιέται με φρίκη. Ας δούμε
λίγο τώρα την ιστορία. Ο ήρωας αγαπούσε πολύ μια γυναίκα που πέθανε. Την
περιγράφει πολύ όμορφη, ψηλή, με μακριά πόδια. Κάθε πρωί πάει στα μνήματα μ’
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο (σαν τα χείλη της). Γέμισε το δωμάτιό του με
φωτογραφίες της. Από κάτω γράφει με χοντρό μαρκαδόρο το όνομά της: Βέρα. Μένει
μόνος, δεν έχει κοινωνική ζωή. Στα τρία χρόνια η ανακομιδή της. Ζητάει να πάρει
τα οστά της. Ξεπερνάει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια μ’ ένα γερό φιλοδώρημα
στον αρμόδιο υπάλληλο του κοιμητηρίου. Φέρνει το οστά σε κασελάκι στο σπίτι
του. Μερικές φορές τα έβαζε στο
προσκέφαλό του κι όλο το βράδυ μιλούσε μαζί τους. Με τον καιρό τα οστά δεν του
απαντούσαν٠ δεν του μιλούσαν. Άρχισε να την αναζητά μέσα από τυχαία
τηλεφωνήματα που έπαιρνε τα βράδια. Γράφει:
Κάποτε σ’ ένα από αυτά...
«Ορίστε», απάντησε μια απαλή φωνή.
«Βέρα», εκείνος ξέπνοα.
«Ποιος είναι;»
«Βέρα», βάζοντας όλη του τη δύναμη.
«Ναι, η ίδια είμαι, η Βέρα. Ποιος στο
τηλέφωνο, παρακαλώ;»
Το πρόσωπό του πήρε να φωτίζει.
«Μίλα μου!» σαν ικεσία.
«…»
«Μίλα μου!» σαν ρόγχος ετοιμοθάνατου.
«Βλάκα!»
«Μίλα μου!»
«Ηλίθιε, διεστραμμένε!»
«Μίλα μου!»
(σ. 66).
Άφησα να σχολιάσω
τελευταίο το πρώτο διήγημα της ενότητας αυτής του βιβλίου, που έχει τον τίτλο
«Η παλιά γραφομηχανή», κι αυτό γιατί, ενώ παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον με
την πλοκή και την πρωτοτυπία του, μου άφησε αρκετά ερωτηματικά, ιδίως με το τέλος
του. Το κεντρικό πρόσωπο αναφέρεται με τα αρχικά του Σ. Κ., κι είναι ένας
σαρανταεπτάχρονος φιλήσυχος τραπεζικός
υπάλληλος. Ζει μόνος του και, παράλληλα με τη δουλειά του, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του,
προσπαθεί να καθιερωθεί στη λογοτεχνική πιάτσα γράφοντας ποιήματα και πεζά με
μια παλιά γραφομηχανή που του αγόρασε ο πατέρας του, όταν ήταν φοιτητής στα
είκοσί του χρόνια. Έχει μια παράξενη εμμονή μ’ αυτή τη γραφομηχανή. Πιστεύει
πως μόνο μ’ αυτή την παλιά γραφομηχανή των είκοσι επτά χρόνων μπορεί να γράψει
λογοτεχνία. Υπολογιστή χρησιμοποιεί μόνο στη δουλειά του. Παρ’ όλα αυτά,
νομίζει ότι τα λογοτεχνικά του κείμενα δεν εκφράζουν γνήσια τον εσωτερικό του
κόσμο. Κι αυτό γιατί έχει μια ακόμα έμμονη ιδέα: θαυμάζει την τρομοκρατία και
τους τρομοκράτες. Το διήγημα αρχίζει με τους εξής δύο στίχους από ποίημα του
Θανάση Μαρκόπουλου: Να χτυπάς και να φεύγεις / σαν εγκεφαλικό επεισόδιο,
και παρακάτω, στην ίδια πρώτη σελίδα, δυο πάλι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου, τα
παιδιά με τα μαλλιά / και με τα μαύρα ρούχα. Τρομοκράτες και αναρχικοί
είναι το ιδανικό ενός συνηθισμένου ανθρώπου χαμηλών τόνων, ο οποίος, κατά τον
παντογνώστη αφηγητή, ούτε μύγα δεν μπορούσε να σκοτώσει. Άκακος σαν αρνί και
τελείως αδιάφορος για τα πολιτικά. Του προξενούσε σιχαμάρα αυτό που λέμε
«πολιτικός βίος». Αυτός, στο μυαλό του, είχε εξιδανικεύσει τους τρομοκράτες και
πίστευε πως με τη δράση τους αποσκοπούσαν σ’ έναν κόσμο καλύτερο, δικαιότερο
και ειρηνικό. Γράφει: Έδειχνε έναν αλλόκοτο, ανεξήγητο θαυμασμό για ό,τι
σχετιζόταν με την τρομοκρατία. Κρατούσε μάλιστα αρχείο με αποσπάσματα
εφημερίδων και περιοδικών σε ότι είχε σχέση με τρομοκρατικές οργανώσεις και
χτυπήματα. Άρθρα για πιθανά ιδρυτικά στελέχη και ιδρυτικές διακηρύξεις.(σ.
13). Ο Σ. Κ. ταύτιζε την τρομοκρατική
πράξη με το γράψιμο. Τότε, που για να γράψει ένα λογοτεχνικό κείμενο βρισκόταν
σε υπερένταση, σε τρόμο, όπως ο τρομοκράτης, φανταζόταν, πριν τραβήξει τη
σκανδάλη του όπλου του για να σκοτώσει. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει ένα
μυθιστόρημα που θα προκαλούσε στον αναγνώστη το ίδιο ρίγος, όπως μια
τρομοκρατική ενέργεια. Τον Ιούλιο (του 2002 – δεν το γράφει) ξεσπά η εξάρθρωση
της τρομοκρατικής οργάνωσης της 17 Νοέμβρη, με την έκρηξη μιας βόμβας στα χέρια
ενός μέλους της τρομοκρατικής ομάδας (του Σάββα Ξηρού – δεν το γράφει, αλλά οι
αναγνώστες το γνωρίζουν). Παρατάει το γράψιμο κι αρχίζει να παρακολουθεί με
πάθος τα τεκταινόμενα από την τηλεόραση. Γράφει: Με το αργό ξήλωμα της
οργάνωσης ξηλώνεται και κάτι μέσα του. Κατεδαφίζεται συθέμελα. Μόνο στην παλιά
γραφομηχανή της οργάνωσης πλέον ελπίζει [που είναι όμοια σε μάρκα και ηλικία με
τη δική του]. Προσπαθεί απεγνωσμένα να ακούσει, να μάθει κάποιο νέο για την
ύπαρξή της.(σ. 19). Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε η γραφομηχανή κι αυτός
χάνει και την ύστατη ελπίδα του. Όταν μάλιστα έγινε γνωστό ότι οι συλληφθέντες
δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, χάνει και το
τελευταίο του αποκούμπι, που πάνω του στήριζε στο μυαλό του την εξιδανίκευση
της τρομοκρατίας. Κλείστηκε στο δωμάτιό του, έβαλε χαρτί στην γραφομηχανή του
κι άρχισε να χτυπά τα πλήκτρα σαν δαιμονισμένος.
Για μένα, κάπου εδώ
τελειώνει το διήγημα, που το θεωρώ, όπως είπα, ωραίο. Με ξάφνιασε όμως – και με
προβλημάτισε – ο επίλογος. Ο ήρωας πεθαίνει αγκαλιάζοντας τη γραφομηχανή του,
μες στην ανίατη ασθένεια του καιρού του, πρησμένος ολόκληρος (προηγουμένως είχε
αναφέρει ότι έγραφε με πρησμένα πόδια) και, παρά την προχωρημένη του σήψη,
ευωδίαζε.
Όταν πρωτοδιάβασα το
διήγημα στο νοσοκομείο, το 2015, δεν πρόσεξα ότι το διήγημα κλείνει με τον
θάνατο του κεντρικού προσώπου. Νόμισα πως είχε αγκαλιάσει τη γραφομηχανή του κι
έκλαιγε, με την απότομη προσγείωσή του σε μια σκληρή πραγματικότητα. Το ότι ο θάνατός
του ήταν ο τρομερός επίλογος του μυθιστορήματος που έγραφε, δεν πέρασε από το
μυαλό μου. Τώρα όμως που διάβασα το διήγημα πιο προσεκτικά, μου δημιουργήθηκαν
κάποιες απορίες. Τα πόδια του, όταν έγραφε, ήταν πρησμένα. Αν εξαιρέσουμε
κάποιες βαριές παθήσεις (π.χ. προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια), η πιο
συνηθισμένη αιτία είναι η φλεβίτιδα, που γίνεται επικίνδυνη μόνο όταν
δημιουργηθεί φλεβοθρόμβωση. Ποια είναι, επομένως, η ανίατη ασθένεια του καιρού
του; Ξέρω πολλές, με πιο γνωστή τον καρκίνο (συγγνώμη που δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ
από την ιατρική μου ιδιότητα). Επομένως, αναρωτιέμαι, μιλάει για πραγματική
νόσο ή μήπως πρόκειται για αλληγορική επινόηση; Και πώς ένα σώμα σε προχωρημένη
σήψη ευωδιάζει; Κι αν το πτώμα ενός ήρωα που υπήρξε λάτρης της τρομοκρατίας ευωδιάζει,
μήπως ευωδιάζει ή ίδια η τρομοκρατία ή το τρομοκρατικό μυθιστόρημα που έγραφε
με επίλογο τον θάνατό του ήρωα, ενός – όπως περιγράφεται – φιλήσυχου ανθρώπου, καταπιεσμένου όμως από
τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες
ζει, αλλά δεν έχει το ηθικό βάρος ή θάρρος να τις ανατρέψει; Ειλικρινά, αυτή η
μετάβαση από μια ρεαλιστική αφήγηση σ’ ένα αλληγορικό ή φανταστικό τέλος με μια
παράγραφο επτά μόνο αράδων, με ξενίζει.
Τα διηγήματα της ενότητας «Τζαζ»
Πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να εκφράσει
τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις αποχρώσεις τους (όπως η αγάπη, ο έρωτας, ο
πόνος, η απογοήτευση, η νοσταλγία, το μίσος, ο φόβος ή το θάρρος) καλύτερα,
ίσως, από τις άλλες τέχνες. Γνωρίζω επίσης ότι είναι πολλοί οι φανατικοί ενός
μόνο είδους μουσικής (κλασική, παραδοσιακή, ρεμπέτικη, τζαζ, κτλ). Το
χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής των διηγημάτων, για την οποία μιλάμε, είναι ότι
οι ήρωες των ιστοριών ανήκουν στους φανατικούς της τζαζ. Δεν ξέρουν μόνο τις
συνθέσεις, τους συνθέτες, τους μουσικούς ή τραγουδιστές των κομματιών κάθε
δίσκου, αλλά και πότε παίχτηκε ζωντανά η κάθε σύνθεση, πότε ηχογραφήθηκε κτλ.
Κατά τα άλλα, έχουμε να κάνουμε με καθημερινές ερωτικές ιστορίες, απ’ τις
οποίες δεν λείπουν και τα άλλα στοιχεία της διηγηματογραφίας του Γούτα. Ας
δούμε το διήγημα της ενότητας αυτής, που τιτλοφορείται «Αϊσέ». Ο ανώνυμος ήρωας
της ιστορίας έχει συνδυάσει μια σύντομη ερωτική παλιά του περιπέτεια με τον
δίσκο του πιανίστα Art Lande. Η Αϊσέ ήταν μια μουσουλμάνα, τελειόφοιτη λυκείου,
που έμενε στην Ξάνθη. Αυτός, φαντάρος, υπηρετούσε εκεί τη θητεία του. Λόγω των
συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτή ανάμεσα στην ελληνική και
μουσουλμανική κοινότητα, η γνωριμία τους και το ειδύλλιο που αναπτύχτηκε μεταξύ
τους δεν μπορούσε να έχει μέλλον. Έκαναν έρωτα τρεις τέσσερις φορές σε
ξενοδοχείο της Καβάλας κι ύστερα η Αϊσέ εξαφανίστηκε. Αυτός δεν άντεχε τον
χωρισμό τους. Θυμόταν πόσο όμορφη ήταν: τα μάτια της, τα μαλλιά, η τρυφερή της
επιδερμίδα. Το βαρύ ανατολίτικο άρωμά της. Σαν τρελός την έψαχνε στα σοκάκια,
στα μαγαζιά και στα καλντερίμια της Άνω Πόλης. Τίποτα. Η Αϊσέ άφαντη. Για μήνες
άκουγε ένα συγκεκριμένο κομμάτι τζαζ του Art Lande, προσπαθώντας να αποδεχτεί
το γεγονός. Τελειώνοντας τη θητεία του, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά η Αϊσέ
δεν ξεκολλούσε από το μυαλό του. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, την έψαχνε ακόμα,
παντρεμένος και με δύο παιδιά. Το συγκεκριμένο κομμάτι τζαζ το είχε σε κασέτα
που δεν περιείχε όλη τη σύνθεση. Έψαξε σε δισκάδικα να τη βρει. Δεν υπήρχε. Του
είπαν ότι μόνο σε δίσκο 78 στροφών σε βινύλιο θα μπορούσε να υπάρχει σε κανένα
παλαιοδισκοπωλείο. Γράφει: Συμβιβάστηκε μ’ αυτήν την ιδέα, με το μαρτύριο να
ακούει κάθε τόσο ήχους από μια παλιά ιστορία, ξεχασμένη εδώ και χρόνια.(σ.117).
Μια μέρα, βαδίζοντας ένα
μεσημέρι στην Κολόμβου, του ήρθε πάλι στον νου η εισαγωγή του συγκεκριμένου
κομματιού της τζαζ, αλλά με μια απίστευτη καθαρότητα. Περνώντας έξω από ένα παραβαρδάρειο ξενοδοχείο, ένας τύπος τον
σταμάτησε και του είπε ότι έχει ωραία κορίτσια. Τουρκάλες, πρώτο πράμα. Μπουκιά
και συχώριο. Του είπε να μπει στο ξενοδοχείο και θα του έστελνε μία μ’ ένα
τηλεφώνημα. Ανέβηκε. Το μουσικό θέμα το θυμήθηκε ολόκληρο ύστερα από τόσα
χρόνια. Το κορίτσι τον περίμενε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ας δούμε πώς
τελειώνει το διήγημα:
«Δεν αρχίζουμε… Τα κάνω
όλα. Τι θέλεις; Ανάλογα με τα χρήματα δηλαδή…»
Επικεντρώθηκε στα στήθη της.
«Πώς σε λένε;»
«Ναζλή, Τανσού, Εμινέ; Πώς θέλεις;»
«Όχι, όχι έτσι…»
«Πώς θέλεις;»
«Αϊσέ…»
«Με λένε Αϊσέ, λοιπόν. Ξεκινάμε;
Βγήκε από το ξενοδοχείο,
ένιωσε για λίγο σαν εξοδούχος φαντάρος είκοσι δύο χρόνων που βγήκε στην πλατεία
μιας άγνωστης πόλης γεμάτης ομίχλη. Καμιά απολύτως μουσική δεν γυρόφερνε πλέον
στη σκέψη του.
Γεννιέται, βέβαια, το
ερώτημα, αν ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει από τζαζ, μπορεί να απολαύσει, σ’ όλη του την έκταση και
ένταση, ένα τέτοιο διήγημα. Νομίζω πως ναι – όσον αφορά, τουλάχιστον, εμένα.
Γιατί, παράλληλα με την ερωτική ιστορία, έχουμε και μιαν άλλη: τη λογοτεχνική
απόδοση του συγκεκριμένου κομματιού, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στο μυαλό του
ήρωα από την παλιά ερωτική του περιπέτεια με την Αϊσέ. Τα δυο μαζί ταυτίστηκαν
κι έγιναν εμμονή, μέχρι που επήλθε η
κάθαρση (με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου), όταν συνειδητοποίησε τη σκληρή
πραγματικότητα στο παραβαρδάρειο ξενοδοχείο.
Ίσως το πιο
χαρακτηριστικό διήγημα της δεύτερης αυτής ενότητας είναι το πρώτο της σειράς,
με τίτλο «Σπασμένη φλέβα». Ας δούμε πώς αρχίζει: Εργένης, πατημένα σαράντα.
Φανατικός της τζαζ. (σ.103). Τον λένε Ισίδωρο. Πηγαίνει σε ιατροδιαγνωστικό
κέντρο να πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος του πατέρα του. Στη
γραμματεία του κέντρου τα δακτυλογραφεί στο κομπιούτερ μια πολύ όμορφη
υπάλληλος. Διαβάζουμε την περιγραφή: Κουκλίστικο πρόσωπο, μάτια μελιά,
φωτεινά, ένα πιγούνι ποίημα. Δυο ανεπαίσθητα βαθουλώματα στα μάγουλα την κάνουν
ασυναγώνιστη (σ. 103). Την παρομοιάζει με συγχορδία του Jarret. Την
ερωτεύεται ακαριαία. Προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα με αφορμή τα αποτελέσματα
των εξετάσεων του πατέρα του. Είναι συνεσταλμένος τύπος. Ντροπαλά της ζητάει το
όνομά της. Τη λένε Έλσα. Επισκέπτεται φίλο του γιατρό παθολόγο και του ζητά μια
συνταγή για να κάνει εξετάσεις αίματος ο ίδιος, χωρίς να έχει τίποτα٠ μόνο για
να την ξαναδεί. Γράφει: Επιστρέφοντας στο σπίτι έβαλε στο σιντί το ίδιο
μουσικό θέμα. Το κομμάτι «Soltice από τον δίσκο Belonging, μια συνεργασία του
Jan Garbarek με τον Keith Jarret. Έβαλε ένα διπλό ουίσκι στο ποτήρι και το
αραίωσε με λίγη κόκα κόλα. Περίμενε το κατάλληλο σημείο. Τη στιγμή που ο Jarret
έχε αφήσει με το πιάνο του έναν ανυπέρβλητο λυρισμό, μια γλύκα να πλανάται στο
δωμάτιο, κι εκεί που χαμηλώνει, που κλείνει, που σβήνει αυτή η ακουστική
ευδαιμονία, προτού κοπάσει δηλαδή η αγαλλίαση της στιγμής, να μπαίνει απότομα
το σαξόφωνο, τραχύ, αδιάκριτο και ευθύβολο, σαν κεραυνός που ταράζει τη γαλήνη
της εσπέρας.(σ. 107).
Η ιστορία ξετυλίγεται με
το να πάει ο Ισίδωρος και να του πάρει αίμα η Έλσα (το φρόντισε αυτός), να
ξαναπηγαίνει για να εξετάσει τα ούρα του, να τα έχει χαμένα, και για να
συνεχίσουν την κουβέντα να τη ρωτάει τι να κάνει με το δοχείο που περιέχει τα
ούρα του. Φοβάται μην τον ειρωνευτεί και του πει να τα πιεί. Αλλά τότε του ήρθε
στο μυαλό του το συγκλονιστικό σημείο από τη μελωδία του Jarret. Το πιανάκι
χαμήλωσε και ήρθε το σαξόφωνο, οξύ και διαπεραστικό, λιτό και ξεκάθαρο, και
αποτόλμησε να της προτείνει:
«Θέλεις να βγούμε το
απόγευμα για καφέ;» […].
Όλες οι εισπράξεις από τα
τζαζ φέστιβαλ του Σαν Φρανσίσκο πως θα μου πει όχι. Πως δεν μπορεί, κωλύεται,
έχει δουλειές, έχει άρρωστη μαμά και τα τοιαύτα..
Το σαξόφωνο ήρθε πάλι στα
αυτιά του. Τον στήλωσε, τον κράτησε όρθιο. Την κοίταξε ίσια στα μάτια Δεν θα τα
άφηνε από πάνω της, αν δεν του απαντούσε. Μισάνοιξε το θεσπέσιο στόμα της.
Πνευστό του φάνηκε να ηχεί, κάτι σαν φλάουτο, σ’ ένα ατέλειωτο δάσος από τουλίπες.
«Τι ώρα;» τον ρώτησε.(σ.
113).
Ωραίο, πάλι, τέλος.
Χαρακτηριστικό διήγημα πώς ο Γούτας παντρεύει έντεχνα τη μουσική της τζαζ με
τον έρωτα.
Τα δύο αυτά διηγήματα,
που παρουσιάσαμε κάπως πιο αναλυτικά, είναι, πιστεύω, χαρακτηριστικά του
κλίματος, μέσα στο οποίο κινούνται και τα υπόλοιπα της ενότητας αυτής. Βέβαια,
σ’ ένα από αυτά η κλασική μουσική υποκαθιστά την τζαζ, όταν μια Ρωσίδα μετανάστρια,
η οποία στη Μόσχα σπούδαζε κλασική μουσική, εδώ, για να βγάλει το ψωμί της,
πάει σε σπίτια και σιδερώνει ρούχα («Η Ιρένε σιδερώνει») κι ο αφηγητής,
συνεπαρμένος από την ομορφιά της, διαλέγει ένα σιντί με κλασική μουσική, όπου
κυριαρχεί η βιόλα που παίζει μια υπέροχη
Ασιάτισσα μουσικός.
Το προτελευταίο διήγημα,
«Το ρυάκι», περιγράφει μια μέρα από τη ζωή του ανώνυμου αφηγητή που είναι
δάσκαλος και ταυτόχρονα συγγραφέας. Η μέρα αυτή κλείνει το βράδυ, όταν ο
αφηγητής παρουσιάζει μαζί με άλλους δύο ένα μέτριο βιβλίο. Το κάνει με κρύα
καρδιά, επειδή ο συγγραφέας του βιβλίου εξέδιδε ένα λογοτεχνικό έντυπο στην
πόλη και οι ντόπιοι δημιουργοί τον είχαν ανάγκη.
Η ενότητα ολοκληρώνεται
με το διήγημα «Χαμηλόφωνη ποίηση», όπου ο αφηγητής διακωμωδεί τον δρόμο που
έχει πάρει η ποίηση στη νεότερη γενιά, όταν αποφάσισε να πάρει μέρος με
ψευδώνυμο σ’ έναν ιστότοπο, στον οποίο νέοι ποιητές αναρτούσαν τα ποιήματά τους
και τα σχολίαζαν με ψευδώνυμο. Σαρκαστικό και ταυτόχρονα απολαυστικό διήγημα.
Επίσης και αποκαλυπτικό, για τον δρόμο που μπορεί να πάρει η ποίηση – και
γενικότερα η λογοτεχνία – με την ξέφρενη
ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Λίγα
λόγια και για τα «άλλα τινά» διηγήματα
Η ενότητα αυτή απαρτίζεται από πέντε
διηγήματα, μεγαλύτερα σε έκταση. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Μποτάκια με ραφές».
Κεντρικό πρόσωπο ο ανώνυμος αφηγητής, καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, ο οποίος
αγόρασε για πρώτη φορά ένα ζευγάρι δερμάτινα μποτάκια με ραφές από ένα μοντέρνο
υποδηματοποιείο της Καλαμαριάς. Τα μποτάκια αυτά ήταν πολύ όμορφα, αλλά επειδή
τ’ αγόρασε την άνοιξη, άρχισε να τα φοράει συνέχεια με τα πρώτα κρύα του
χειμώνα. Του έτυχε κι ένα ταξίδι στην Πάτρα, μ’ έναν φίλο του μαέστρο, και στον
γυρισμό διαπίστωσε ότι άρχισε να πονάει λίγο πάνω από τον αστράγαλο το δεξί του
πόδι. Σουβλιές. Στην αρχή προσπάθησε να μη δείχνει ότι υποφέρει, αλλά άρχισε να
κουτσαίνει. Ένας γείτονάς του τον είδε μια φορά στον δρόμο και προθυμοποιήθηκε
να τον πάει μέχρι το σπίτι του με το αυτοκίνητό του. Εκείνος αρνήθηκε, δεν
ήθελε να παραδεχτεί ότι κούτσαινε. Ο γείτονας τού συνέστησε να πάει σε γιατρό.
Τελικά αποφάσισε να επισκεφτεί φίλο του ορθοπεδικό, ο οποίος διέγνωσε μια απλή
τενοντίτιδα και του συνέστησε ήπια αντιφλεγμονώδη και ανάπαυση. Ύστερα από μια μικρή περίοδο βελτίωσης,
άρχισαν πάλι οι σουβλιές. Τον έζωσαν φίδια. Φοβόταν μην κουτσαθεί, μη μείνει
ανάπηρος. Έβλεπε εφιάλτες. Ξαναπήγε στον ορθοπεδικό. Του είπε να κάνει μια
ακτινογραφία. Σαν την είδε, τον διαβεβαίωσε πάλι ότι δεν ήταν τίποτα κι ότι θα
του έκανε μια ένεση κορτιζόνης στον αστράγαλο, εκεί που πονούσε, κι όλα θα τέλειωναν. Μα πώς δεν
ήταν τίποτα, αφού η γνωμάτευση της ακτινογραφίας μιλούσε για οστεοαρθρικές
αλλοιώσεις και πιθανή οστική νησίδα στο κάτω τριτημόριο της κνήμης; Κι ο φίλος
του ορθοπεδικός να του λέει πως αυτά είναι τυχαία ευρήματα και να μην τα δίνει
σημασία. Τον παρεξήγησε. Νόμισε πως δεν είχε πάρει την περίπτωσή του σοβαρά. Ο
νους του πήγε σε καρκίνο και μεταστάσεις. Μετά την ένεση κορτιζόνης βελτιώθηκε
για κάποιο διάστημα η κατάσταση, αλλά ύστερα υποτροπίασε πάλι. Όταν μάλιστα μια
μεσόκοπη γυναίκα θέλησε να του παραχωρήσει τη θέση της στο αστικό, γιατί τον
είδε να κουτσαίνει, αρνήθηκε πάλι, αλλά επισκέφτηκε δεύτερο ορθοπεδικό, ο
οποίος μίλησε για μετατραυματική αρθρίτιδα. Πήγε και σ’ έναν παθολόγο που τον
γνώριζε χρόνια. Αυτός τού συνέστησε να επισκεφτεί ρευματολόγο, μήπως κι ο πόνος
στο πόδι του οφειλόταν σε ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα είχε χαμένα. Έγινε
εριστικός στο σπίτι. Στον ύπνο του έβλεπε
χιλιάδες ανθρώπους με σακατεμένα πόδια, που ήταν, λέει, πρόσφυγες του 1922 και έρχονταν στη νέα τους
πατρίδα πεζοπορώντας.
Σε μια από τις τελευταίες
μετακινήσεις για το φροντιστήριο του γιου του στην Καλαμαριά είδε στη βιτρίνα
του παπουτσάδικου τα μποτίνια του με ραφές να φιγουράρουν πάλι. Ήταν λίγο πριν
από τα Χριστούγεννα, που, στο λύκειο, δάσκαλοι, γονείς, και μαθητές, διοργάνωναν
ένα εναλλακτικό-ανταλλακτικό παζάρι – έτσι το έλεγαν. Αντάλλαζαν μεταχειρισμένα
αντικείμενα. Ο αφηγητής, που με παπούτσια αθλητικά με αερόσολα πήγαινε
καλύτερα, πήγε στο παζάρι τα μποτάκια του. «Μα αυτά είναι καινούργια», του είπε
μια συνάδελφος. Παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι αντάλλαξαν δώρα. Η γυναίκα του
αφηγητή τού είχε αγοράσει ένα ωραίο πουλόβερ, αλλά για τον γιο τους ένα ολόιδιο
ζευγάρι μποτάκια με ραφές από το ίδιο κατάστημα.
Το διήγημα αυτό είναι
χαρακτηριστικό της μονομανίας, από την οποίαν διακατέχονται πολλοί ήρωες του
Γούτα. Εδώ πρόκειται για περίπτωση νοσοφοβίας, η οποία όμως δίνεται με πολλές
επαναλαμβανόμενες λεπτομέρειες, στις οποίες εμπλέκονται και περιστατικά από τη
ζωή του αφηγητή – παλιές ερωτικές
ιστορίες, κάποιοι ίλιγγοι που τον είχαν τρομοκρατήσει, αλλά αποδείχτηκε πως
ήταν ψυχοσωματικής αιτιολογίας, και άλλα διάφορα – έτσι που στο τέλος, το ωραίο
αυτό διήγημα που αναπαριστάνει με πιστότητα, όχι μόνο τα πραγματικά δεδομένα
αλλά και την εσωτερική περιπέτειά του, να καταντάει φλύαρο.
Το δεύτερο στη σειρά
διήγημα έχει τον δάνειο τίτλο «Πατρική κληρονομιά», από το ομώνυμο μυθιστόρημα
του Φίλιπ Ροθ (ταιριάζει απόλυτα ως τίτλος, παρόλο που ως περιεχόμενο είναι
κάτι το τελείως διαφορικό). Το διήγημα είναι γραμμένο με την τεχνική του παντογνώστη
αφηγητή. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ανώνυμος μεσήλικας, παντρεμένος, και
συνάμα λογοτέχνης. Από τον γάμο του απέκτησε μια κόρη, την Ελένη. Οι γονείς του
είχαν χωρίσει όταν εκείνος ήταν δύο ετών. Ο πατέρας του, Ηλίας Τσουρέλας, είναι
απόστρατος αξιωματικός, αυταρχικός, με καταγωγή από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Ο
γιος μοιάζει τρομερά με τον πατέρα, κάτι που φαίνεται να τον ενοχλεί, αλλά η
ομοιότητα είναι μόνο στην εμφάνιση. Η ψυχή του είναι ίδια με αυτήν της μάνας
του, της Ελένης Ζαλμά. Κόρη εκπαιδευτικών αυτή, φοροτεχνικός στο επάγγελμα. και
κάτοικος Θεσσαλονίκης. Γιατί χώρισαν αυτοί οι δύο άνθρωποι σε τόσο σύντομο
διάστημα; Ο γιος, όταν μεγάλωσε, προσπάθησε να μάθει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τα
στόματα παντού κλειστά. Υποθέσεις μόνο μπορούσε να κάνει. Και δεν ήταν μόνο ότι
χώρισαν, αλλά υπήρχε κι ένα αβυσσαλέο μίσος μεταξύ τους. Το διαζύγιο βγήκε με
την αόριστη αιτιολογία «ασυμφωνία χαρακτήρων». Η επιμέλεια του παιδιού δόθηκε
στη μάνα. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Μια φορά που τον πήρε για βόλτα, έφερε
μαζί και τη καινούργια του γυναίκα. Διαβάζουμε: Οκτώ χρονών παιδάκι, όσο
περίπου και η κόρη του, τον είχε βγάλει βόλτα με την καινούργια του γυναίκα –
ακόμη δεν είχαν γεννηθεί τα παιδιά με τα προβλήματα. Έξω από ένα κατάστημα με
παιχνίδια, κι ενώ ο άλλος τον έβλεπε να αδημονεί για το δώρο του, του πέταξε
ξαφνικά: «Αυτή που βλέπεις απ’ εδώ και στο εξής θα είναι η μάνα σου. Αυτή, και
όχι η άλλη… Εντάξει;» […]. Στο σπίτι τα ξέρασε όλα στη μητέρα του. Εκείνη αφηνίασε. «Έτσι είσαι,
παλιοχωριάτη… Θα δεις τώρα τι σε περιμένει…» έσκουζε ασυγκράτητη. […] Υπήρχε
απόφαση δικαστηρίου για την επιμέλεια του παιδιού. Έτσι, σταμάτησε να τον
βλέπει. Έως ότου, λίγο πριν τον αρραβώνα του, τον ξανάψαξε εκείνος. (σσ.222-223).
Ο Γούτας διαθέτει
περιγραφική και ψυχογραφική δεινότητα των χαρακτήρων στα διηγήματά του. Στο
διήγημα αυτό η περιγραφή του παππού του Γιάννη, ο οποίος τον μεγάλωσε, είναι
χαρακτηριστική. Η μορφή του παππού αυτού είναι κυρίαρχη και σε πολλά άλλα
διηγήματα του Γούτα, κυρίως στη συλλογή Το ίδιο έργο της ζωής μου (2002)
και στην αφήγηση Ενός καφέ μύριοι έπονται (2010). Υπάρχει μια σχέση
αγάπης ανάμεσα στον παππού και στον εγγονό, σχέση που φτάνει, θα έλεγα, μέχρι
την εξάρτηση. Και σίγουρα, ο θυμόσοφος χαρακτήρας του παππού συνέβαλε και στη
διαμόρφωση του χαρακτήρα του εγγονού. Όταν, λοιπόν, ο εγγονός παντρεύτηκε κι
έμεινε έγκυος η γυναίκα του, επιθυμούσε το παιδί να είναι αγόρι, για να του
δώσει το όνομα του αγαπημένου του παππού. Το ίδιο όμως επιθυμούσε και ο πατέρας
του, ο οποίος κουβαλήθηκε πριν από δύο χρόνια στον γάμο του, περισσότερο με την
ελπίδα πως θα του κάνει γιο και θα του δώσει – το απαιτούσε – το όνομά του.
Τελικά ήρθε στον κόσμο κορίτσι κι έτσι το θέμα λύθηκε ανώδυνα. Το ονόμασαν
Ελένη. Φυσικά, ο πατέρας του δεν πήγε ούτε στα βαφτίσια της εγγονής του. Ας
σημειώσουμε εδώ ότι και η περιγραφή του γαμήλιου τραπεζιού, με τους γονείς του
ήρωα να κάθονται μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, κι όχι μόνο δεν είχαν κάνει
χειραψία, ούτε μίλησαν, αλλά τα βλέμματά τους – ιδίως της μάνας του – ήταν
γεμάτα μίσος ύστερα από τόσα χρόνια στη χαρά του γιου τους, είναι ολοζώντανη.
Κι ο αφηγητής αναρωτιέται: από πού τέτοιο μίσος; Εδώ κοτζάμ Εμφύλιος, που
χάραξε με τα τραύματά του γενεές επί γενεών, κι αυτά έχουν απαλυνθεί, ξεπεράστηκε
τώρα, και αυτοί οι δύο άνθρωποι να ζουν περιμένοντας ο ένας τον χαμό του άλλου;
Το διήγημα δεν ακολουθεί
την ευθύγραμμη χρονικά αφήγηση, αλλά εκείνη του κινηματογραφικού φλας-μπακ.
Έτσι, αρχίζει με την επίσκεψη του γιου στο σπίτι του πατέρα του στον συνοικισμό
των Σαράντα Εκκλησιών ύστερα από πρόσκληση εκείνου. Παρά τα εβδομήντα του, ο
πατέρας ήταν ακόμα καλοστεκούμενος. Η γυναίκα του φάνταζε σαν υποταγμένη δούλα
που τον υπηρετούσε. Κάθε τόσο τής φώναζε ή, μάλλον, τη διέταζε «Στέλλα, καφέ!».
Είχαν δυο παιδιά με αυτισμό. Αρκετά σοβαρές περιπτώσεις٠ τα ετεροθαλή αδέλφια
του. Πατέρας και γιος είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Έτσι, η συζήτηση – η όποια
συζήτηση – άρχισε με ανώδυνα, τετριμμένα πράγματα, Ο πατέρας μιλούσε για
πολιτικά και για μια βυζαντινή χορωδία, όπου ήταν μέλος, και ο γιος δεν ήξερε
αν ο πατέρας του γνώριζε πως ήταν συγγραφέας, κι αν το ήξερε δεν του είχε πει
ποτέ κουβέντα, γιατί, προφανώς, τον θεωρούσε βλαμμένο. Έτσι κι αυτός
περιορίστηκε να δίνει συμβουλές υγείας στον πατέρα του, να κόψει το τσιγάρο και
τους πολλούς καφέδες. Τελικά ήρθε η στιγμή να πει ο πατέρας γιατί κάλεσε τον
γιο του. Του έδειξε τα δυο ετεροθαλή αδέλφια και του είπε: «Όταν ψοφήσω, μην
αφήσεις αυτά τα παιδιά. Ακούς; Την ευχή μου να έχεις, μην τ’ αφήσεις…» […].Ύστερα
του έφερε ένα χαρτί συνταγμένο από δικηγόρο να το υπογράψει. Το χαρτί
περιέγραφε την κατάσταση των παιδιών του και όριζε ως επίτροπο τον πατέρα του,
και παρεπιτρόπους τη μητριά του και τον θείο του (έναν αδελφό του πατέρα του).
Του ζητούσε να υπογράψει πως δεν θα διεκδικούσε, μετά τον θάνατο του, το μερίδιό του από την «πατρική
κληρονομιά», που θα πήγαινε όλη στα ετεροθαλή αδέλφια του, και επιπλέον του
ανέθετε την ευθύνη, με κάτι χρήματα που θα άφηνε, να φροντίσει για την άνετη
επιβίωσή τους (σσ. 215 και 224). Ο γιος είπε στον πατέρα ότι τον βρίσκει
απροετοίμαστο και πως θα ερχόταν ένα άλλο απόγευμα να το διαβάσει με την ησυχία
του και να το υπογράψει. Ο πατέρας χλόμιασε. «Θα το έχεις βάρος στη
συνείδησή σου, αν δεν το κάνεις!» ξέσπασε κουνώντας απειλητικά το δάκτυλο στο
πρόσωπό του. Σηκώθηκε και του άνοιξε την πόρτα να φύγει. «Μη θυμώνεις, δεν γίνονται
έτσι αυτά τα πράγματα. Θα ξανάρθω και θα τα συζητήσουμε πιο ήρεμα…» τον
καθησύχασε. Ο άλλος δεν του είπε ούτε καληνύχτα ούτε τίποτα.(σ. 225).
Ένα μήνα μετά, κι ενώ
σκεφτόταν να πάει και να υπογράψει εκείνο το «κωλόχαρτο», όπως το θεωρούσε,
γιατί τον αδικούσε, του τηλεφώνησε η μητριά του από το νοσοκομείο Άγιος Παύλος,
πως τον πατέρα του τον χτύπησε αμάξι και τον είχαν στην εντατική. Πήρε άδεια
από τη δουλειά του κι έτρεξε να τον δει. Ήθελε να τον προλάβει, να τον δει
ζωντανό. Μην τυχόν και φύγει με το παράπονο στα χείλη κι ας τον είχε πικράνει
τόσο με τη συμπεριφορά του, Όταν έφτασε, ήταν πλέον αργά. Η μητριά του έκλαιγε
ήδη βουβά στην αγκαλιά του θείου του. Στην
κηδεία του ο γιος ήταν σκεφτικός και παγωμένος. Δεν έκανε κουβέντα στη
μάνα του, που είχε κι αυτή τις δικές της αρρώστιες٠ δεν ήθελε να τη συγχύσει.
Δύο μέρες μετά την ταφή του πατέρα του, τηλεφώνησε η μητριά του ότι ο πατέρας
του τού είχε αφήσει ένα γράμμα και να πάει να το πάρει. Το γράμμα αυτό,
γραμμένο καλλιγραφικά με το παλιό πολυτονικό σύστημα, φέρνει μια απρόσμενη ανατροπή
στην πλοκή του διηγήματος και πιστεύω ότι αξίζει να το αντιγράψω:
Ο πατέρας μου πέθανε στην αγκαλιά μου και οι
τελευταίες κουβέντες που μου είπε ήταν «Σ’ αδίκησα Λιάκου μ’!» Μου το είπε αυτό
διότι, μετά θάνατον, όλη του η περιουσία πέρασε στους δύο αδελφούς μου, κι εγώ,
επειδή ζούσα στην πόλη και είχα σταθερή δουλειά, κατά τη γνώμη του, δεν
δικαιούμουν τίποτα. Μπορεί να μη στάθηκα σωστός πατέρας, όμως δικαιούμουν,
νομίζω, ένα εγγονάκι με το όνομά μου. Με εξαπάτησες όταν μου έταξες πως θα
’ρθει και ο Ηλίας. Δεν πειράζει. Σε παρακαλώ μην πετάξεις στον δρόμο αυτά τα
παιδιά. Είναι τελείως αδύναμα. Ευχή και κατάρα σού δίνω να τα προστατέψεις.(227).
Με το άνοιγμα της
διαθήκης ο πατέρας άφηνε στον γιο ό,τι του αναλογούσε – ένα σεβαστό ποσόν και
κάτι κτήματα στην Γαλάτιστα. Ο γιος αποποιήθηκε την πατρική κληρονομιά και
ζήτησε το μερίδιό του να μεταφερθεί στη μητριά και στα αδέλφια του. Στάθηκε
ηθικά στα δυο καθυστερημένα αδέλφια του, εξασφαλίζοντάς τους μια αξιοπρεπή
διαβίωση με τη βοήθεια δύο γυναικών από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Και κάτι
ακόμα. Στο σπίτι τους είχαν μια Αλβανίδα οικιακή βοηθό, η οποία ερχόταν μια
φορά τη βδομάδα να το καθαρίζει. Είχε οικονομικά προβλήματα και δεν έβρισκε
κάποιον να βαπτίσει τον μικρό της. Ο γιος, με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας
του, της είπαν ότι ευχαρίστως θα γινόταν νουνά του η κόρη τους η Ελένη, αλλά
υπό έναν και μοναδικό όρο: θα του έδινε το όνομα Ηλίας.
Το διήγημα αυτό μου
δημιούργησε την αίσθηση πως ένα σύγχρονο περιστατικό μπορεί να πατάει γερά στα
χνάρια μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Χαρακτήρες ξεκάθαροι: του απόστρατου
πατέρα, που πίσω όμως από τη φανταρίστικη σκληράδα κρύβεται ένας συναισθηματικός
κόσμος με ηθική υπόσταση. Ένα αίσθημα ευθύνης για τα καθυστερημένα παιδιά του,
που εκφράζεται με την αγωνία του τι θα απογίνουν αυτά όταν αυτός φύγει από τη
ζωή. Ταυτόχρονα αισθάνεται το βάρος της αδικίας που έκανε στον πρωτότοκο γιο
του. Ομολογεί πως δεν ήταν καλός πατέρας του και συνεχίζει ακόμα, αφού του ζητά
να αποποιηθεί το μερίδιο από την πατρική περιουσία για να σιγουρέψει την
επιβίωση των ανήμπορων ετεροθαλών αδελφών του, κάτι που στο τέλος αναιρεί,
γιατί τον βαραίνουν, προφανώς, οι τύψεις (η ανατροπή, για την οποία μίλησα).
Έτσι στη διαθήκη του αφήνει την περιουσία του ισότιμα και στα τρία παιδιά του.
Ακολουθεί η ευαίσθητη συνείδηση του πρωτότοκου γιου, ο οποίος αποποιείται την κληρονομιά, βάζοντας την ηθική
ευθύνη πάνω από το προσωπικό του συμφέρον. Σκιαγραφούνται ο πεισματικός
χαρακτήρας της μάνας και ο θυμόσοφος, και γεμάτος αγάπη για τον εγγονό, του
παππού. Αλλά και κάτι ακόμα. Ο συγγραφέας περνάει στη λογοτεχνία ένα πρόβλημα
του καιρού μας με τα πολλά διαζύγια, όπου τα παιδιά γίνονται, πολλές φορές,
πιόνια – και θύματα – στη μεταξύ των γονιών τους αντιδικία.
Το επόμενο διήγημα φέρει
τον τίτλο «Πουέντ». Πουέντ είναι τα ειδικά εκείνα παπούτσια που φορούν οι
μπαλαρίνες του κλασικού μπαλέτου, για να στέκονται όρθιες στα δάκτυλα των
ποδιών τους. Στο διήγημα ο συγγραφέας φροντίζει να ενημερώσει τον αναγνώστη,
όχι μόνο το πώς αυτά κατασκευάζονται με ειδική παραγγελία για κάθε χορεύτρια,
που έχει πάντα περισσότερα από ένα ζευγάρι, αλλά και το συναισθηματικό δέσιμο
της μπαλαρίνας με τα παπούτσια της αυτά (κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους
επαγγελματίες αθλητές, του στίβου και του ποδόσφαιρου ή του μπάσκετ, για
παράδειγμα). Και το διήγημα αυτό είναι
γραμμένο με παντογνώστη αφηγητή, αλλά ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονικά αφήγηση.
Όλα τα ονόματα των προσώπων γίνονται γνωστά, εκτός από εκείνο του πρωταγωνιστή
της ιστορίας. Αυτός είναι ένας τριανταπεντάρης, παντρεμένος, κι έχει μια μικρή
κόρη. Όπως συνηθίζεται, στη σύγχρονη αστική κοινωνία το παιδί πηγαίνει σε ωδείο
δύο φορές τη βδομάδα κι άλλες δύο σε μια σχολή μπαλέτου, ύστερα από σύσταση
μιας διαιτολόγου, γιατί η κόρη ήταν κάπως χοντρή κι έπρεπε, με την άσκηση στη
σχολή χορού, να χάσει βάρος. Ο κεντρικός ήρωας συνεννοείται με τη γυναίκα του
να συνοδεύει εκείνη την κόρη τους στο ωδείο κι αυτός στη σχολή του μπαλέτου. Η
σχολή αυτή είχε δυο τμήματα. Ένα για μεγάλα παιδιά κι ένα για μικρότερα. Η
κόρη, που λέγεται Δήμητρα, ανήκει στην ομάδα των μικρών, που, τα Χριστούγεννα,
θα έπαιζαν το έργο Η Χιονάτη με τους επτά νάνους, όπου η Δήμητρα είχε ένα μικρό
ρόλο. Τα μεγάλα παιδιά θα ανέβαζαν επί σκηνής τον Καρυοθραύστη. Πρόβες στη σχολή
έκαναν πρώτα τα μεγάλα παιδιά κι ακολουθούσαν τα μικρότερα. Ο ήρωάς μας έκατσε
μια φορά, ένα απόγευμα, να παρακολουθήσει μια πρόβα της πρώτης ομάδας και
σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της πρίμα μπαλαρίνας, που την έλεγαν Σόνια. Ας
δούμε πως την περιγράφει ο παντογνώστης αφηγητής: Θα ήταν δώδεκα με
δεκατριών χρόνων – τέτοιες ηλικίες είχε συνήθως το τμήμα των μεγάλων κοριτσιών
– αλλά έδειχνε τουλάχιστον δεκαπέντε.
Ήταν ψηλόλιγνη, είχε μακρύ λαιμό σαν κύκνου, και φερσίματα και κινήσεις που
θύμιζαν επαγγελματία χορεύτρια Είχε πίσω δεμένα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της
ακτινοβολούσε και τα μελιά μάτια της έδειχναν μονίμως επικεντρωμένα σε μια
ανώτερη ιδέα που ξεπερνούσε την ηλικία της, ίσως και τις δυνάμεις της. Όμως
ανταποκρινόταν θαυμάσια στις προκλήσεις και τις δυσκολίες του έργου. (σ.
231). Ένα άλλο απόγευμα, που περίμενε στην αίθουσα αναμονής να τελειώσει η κόρη
του την πρόβα, πρόσεξε πού τα μεγαλύτερα κορίτσια άφηναν τους σάκους με τα
ρούχα του μπαλέτου. Της Σόνιας ήταν ένας πράσινος. Σε μια στιγμή που η γραμματέας
της σχολής βγήκε έξω από την αίθουσα, μια εξωλογική συναισθηματική διέγερση τον
ώθησε να πάει να βρει τον σάκο της Σόνιας και να τον ανοίξει. Μέσα εκεί,
ανάμεσα στα ρούχα της, υπήρχε σε ένα νάιλον σακουλάκι κι ένα ζευγάρι
μεταχειρισμένα πουέντ. Αυθόρμητα – χωρίς να σκεφτεί τίποτα – τα πήρε και τα
έκρυψε στην τσάντα του. Η ερωτική ζωή με τη γυναίκα του, τη Δόμνα, ύστερα από
τόσα χρόνια γάμου, βρίσκεται σε τέλμα. Διαβάζουμε: Δεν μπορεί επακριβώς να
προσδιοριστεί το τι συμβαίνει μεταξύ τους, αλλά οι επαφές του με τη Δόμνα
θυμίζουν ραγισμένο γυαλί. Όχι σπασμένο, θρυμματισμένο, κομμάτια και θρύψαλα,
που λένε, απλώς ραγισμένο.(σ. 235). Τα πουέντ της πανέμορφης και
ταλαντούχου μικρής αυτής μπαλαρίνας γίνονται το φετίχ ενός ακατανίκητου
πλατωνικού ερωτισμού. Τα χάιδευε και τα φιλούσε κρυφά στην τουαλέτα του σπιτιού
του κι ύστερα, προσεκτικά πάλι, τα ξαναέβαζε στην τσάντα του.
Ανήμερα Χριστούγεννα, που
ήταν η μέρα της παράστασης του Καρυοθραύστη (η παράσταση των μικρών κοριτσιών
είχε προηγηθεί), θρονιάστηκε στην πρώτη σειρά της αίθουσας. Δίπλα του κάθονταν
οι γονείς της Σόνιας, με τους οποίους είχε γνωριστεί μια από τις προηγούμενες
μέρες ως ο πατέρας της Δήμητρας. Γεμάτος θαυμασμό την καμάρωνε. Του φαινόταν
όμορφη όσο ποτέ. Στο τέλος της παράστασης σηκώθηκε όρθιος και χειροκροτούσε
ενθουσιασμένος. Τον κυρίευσε ένα αίσθημα ότι εκείνο το βράδυ η κοπέλα χόρευε
μόνο γι’ αυτόν. Βγαίνοντας από την αίθουσα, ο πατέρας της Σόνιας, που με τη
γυναίκα του περίμεναν την κόρη τους στο αμάξι τους, του πρότεινε να τον πάει
μέχρι το σπίτι του. Δέχτηκε μόνο για να τη δει. Εκείνη ήρθε κι έπεσε στην
αγκαλιά της μάνας της. Αυτός της έπιασε το μικρό χεράκι της και το φίλησε.
«Έτσι κάνουν με τις πρίμες μπαλαρίνες», πέταξε ως δικαιολογία.
Τον επόμενο χρόνο έψαξε
να τη βρει στη σχολή χορού, αλλά η ιδιοκτήτρια της σχολής τον πληροφόρησε ότι η
Σόνια, που όντως τον διαβεβαίωσε ήταν μεγάλο ταλέντο, έφυγε με τους γονείς της
στην Κρήτη, γιατί ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και είχε πάρει μετάθεση εκεί.
Διαβάζουμε: «Ευτυχώς που έχω κάτι δικό της», σκέφτηκε. «Μπορεί να την έχασα,
αλλά κράτησα τη μορφή της, την ψευδαίσθηση της αιώρησής της και τις πουέντ της.»
(σ. 243).
Δέκα χρόνια μετά, τυχαία, τη συνάντησε ξανά
σερβιτόρα σε μια καφετέρια της παραλίας. Τη ρώτησε αν τον θυμόταν. Εκείνη
απάντησε αρνητικά. Της θύμισε την παράσταση του Καρυοθραύστη και το χειροφίλημα
μέσα στο αυτοκίνητο του πατέρα της. Στα όρθια τού άνοιξε την καρδιά της. Του
είπε ότι τελειώνει παιδαγωγός, ύστερα από επιμονή της μητέρας της, ενώ εκείνη
την ενδιέφερε το μόντελινγκ. Ο πατέρας της, όμως, είχε ένα τροχαίο ατύχημα και
βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Η μάνα δύσκολα τα έφερνε βόλτα με την οικονομική
κρίση και συμβιβάστηκε. Στο μπαράκι αυτό, του είπε ότι δουλεύει πού και πού για
να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Εκείνος, παρόλο που η Σόνια διατηρούσε κάτι από
την παλιά ομορφιά της, ένιωσε ότι το πλατωνικό ερωτικό του ίνδαλμα πατούσε
πλέον γερά στη γη. Όταν γύρισε σπίτι του, έψαξε για τα πουέντ της. Δεν του
έκαναν πλέον καμιά αίσθηση και σκέφτηκε να της τα επιστρέψει, γιατί ήταν η
σειρά του να της μιλήσει κι αυτός γι’ αυτή την παλιά ιστορία.
Είναι γνωστό ότι για την
ερωτική ψύχωση ενός ώριμου άντρα με ένα ανήλικο παιδί, που γίνεται ερωτικό του
πάθος, έχουν γραφτεί πολλά. Πρόχειρα μού έρχονται στον νου το μυθιστόρημα του
Τόμας Μαν Θάνατος στην Βενετία (εκδόθηκε το 1912 και αφορά έναν
πλατωνικό ομοφυλόφιλο έρωτα) και η Λολίτα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
(εκδόθηκε το 1955٠ εδώ ο έρωτας εξελίχτηκε σε σαρκικό, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται). Και τα δύο αυτά
μυθιστορήματα θεωρούνται πλέον κλασικά κι έγιναν και υπέροχες κινηματογραφικές
ταινίες. Με παραξενεύει επίσης το γεγονός ότι και οι δύο ήρωες των
μυθιστορημάτων αυτών ήταν λογοτέχνες.
Δεν θα αναφερθώ στα
επόμενα δύο διηγήματα της ενότητας αυτής, στο «Ανεπαίσθητο ρήγμα» (αφορά μια
καταπιεστική σχέση μιας αυταρχικής μάνας προς τον γιο της, που διήρκησε μια
ολόκληρη ζωή) και στο «Ο Αρζεντίνας στα δύσκολα» (είναι η ιστορία ενός
φανατικού ποδοσφαιρόφιλου με τα ινδάλματά του· μέσα της ενσωματώνεται και μια
ερωτική του σχέση με μια τουρίστρια). Στα δύο αυτά διηγήματα η μυθοπλασία έχει
το πάνω χέρι, και δεν μπόρεσαν να με συγκινήσουν όπως τα τρία προηγούμενα, στα
οποία αναφέρθηκα αναλυτικά. Στα πρώτα υπάρχει σωστό πάντρεμα προσωπικής
εμπειρίας και μυθοπλασίας, έχοντας όμως το βίωμα την πρωτοκαθεδρία.
Επιλογικά
Θα ολοκληρώσω αυτήν τη
βιβλιοκρισία με ορισμένες γενικές παρατηρήσεις όπως το συνηθίζω:
1.Τα περισσότερα
διηγήματα της συλλογής κινούνται, θα έλεγα, σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι το
πραγματικό. Τα γεγονότα εκείνα (πραγματικά ή αληθοφανή) συγκροτούν την πλοκή.
Το δεύτερο είναι η περιπέτεια του εσωτερικού κόσμου των ηρώων από τα γεγονότα
αυτά. Με την εξέλιξη της ιστορίας το κέντρο βάρους του κάθε διηγήματος (και του
αναγνώστη φυσικά) μετατοπίζεται από το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο, το οποίο
δίνεται με μια αφήγηση συνειδησιακής εσωτερικής ροής, αλλά με ρεαλιστικό όμως
πάντα τρόπο.
2. Οι περισσότεροι ήρωες
των διηγημάτων, σ’ όποια ηλικία κι αν ανήκουν, παρά την ποικιλία επαγγελμάτων
και οικογενειακών καταστάσεων, φαίνεται να έχουν φανερές ομοιότητες στους
χαρακτήρες και στη συμπεριφορά τους. Παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία, που
τους οδηγεί σε κάποιες κοινές εμμονές. Ο έμπειρος αναγνώστης καταλαβαίνει ότι
όλα αυτά παραπέμπουν σε μια κοινή συνείδηση, που δεν είναι άλλη από αυτήν του
συγγραφέα.
3. Η απαραίτητη για τη
λογοτεχνία μυθοπλασία, στην περίπτωση των διηγημάτων αυτών, άλλοτε προσπαθεί να
καλύψει τα κενά της κάθε ιστορίας, άλλοτε να επιμηκύνει την αφήγηση και συχνά
να καμουφλάρει την πραγματικότητα.
4. Ο Γούτας ανήκει στους
συγγραφείς με άψογο και σαφή αφηγηματικό λόγο. Η μαστοριά, όμως, ενός
πεζογράφου φαίνεται στα διαλογικά μέρη των κειμένων του. Από τον τρόπο που
μιλούν κι από αυτά που λένε, ο αναγνώστης πρέπει να καταλαβαίνει το επίπεδο της
νοημοσύνης τους, τον χαρακτήρα τους, το επάγγελμά τους, τα ενδιαφέροντά τους,
σε ποιο κοινωνικό επίπεδο κινούνται και τι τελικά επιδιώκουν. Ο Γούτας έχει το
ταλέντο αυτό, γιατί, εκτός από καλά ελληνικά (αυτό για τα αφηγηματικά μέρη),
γνωρίζει σε βάθος και τη γλώσσα των ηρώων του.
(Περικλής Σφυρίδης,
σσ. 61-89 του τόμου)
●
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ ΠΑΙΖΕΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
ΣΤΗ ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ ΠΟΛΗ
Στο κατάστημα «Μπουγάτσα ο Αγοραστός»
κοντά στο παρκάκι της Μαρασλή, στις υπώρειες του όρους της αγίας Κυριακής των
Τροχιοδρομικών κάθεται ο πεζογράφος Παναγιώτης Γούτας, γεννημένος Δάσκαλος,
αλλά και νομικός, θεράπων πεζογραφίας, φίλαθλος της βυζαντινής παράδοσης και
προπονητής ποδοσφαίρου. Αναμένει να καταφτάσει στο τραπέζι του αχνιστή η
καθιερωμένη μερίδα, μισή κιμά-μισή κρέμα. Κιμά, διότι εκεί ξεδιπλώνει ο μαΐστωρ
την τέχνη του. Κρέμα πασπαλισμένη με άχνη και κανέλα, διότι δεν υπάρχει άλλος
ενδεδειγμένος τρόπος. Με τυρί δεν καταδέχεται ποτέ, αυτή είναι για όσους είναι
μακριά νυχτωμένοι. Το πιάτο συνοδεύει ένα μικρό κακάο, μπουκάλι με σοκολατούχο
γάλα ΑΓΝΟ, αυτό με τις κοτλέ οριζόντιες ανάγλυφες ρίγες.
Ο Παναγιώτης Γούτας έχει
απλώσει ήδη μπροστά του το σπιράλ τετράδιο των εκατόν είκοσι γραμμαρίων των δύο
θεμάτων. Σήμερα, δεν παίρνει αναβολή, το δίχως άλλο χρειάζεται να καθορίσει την
ενδεκάδα της αυριανής αγωνιστικής Κυριακής, ποιος παίζει άμυνα και ποιος
επίθεση, ποιος κάθεται πάγκο επειδή είναι τιμωρημένος ή για να τον προφυλάξει
από τραυματισμό, αν τελικά αποφασίσει να παίξει τίκι-τάκα, με άλλα λόγια αν
ακολουθήσει το σύστημα-πατέντα του Πέπε Γκουαρδιόλα, να μαντέψει τα χούγια του
διαιτητών και του επόπτη γραμμών.
Εκεί, στο Χαριλάου, ο
Παναγιώτης Γούτας γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί τις σεζόν 1978-1981 κλοτσούσε
και ο ίδιος μπάλα ως αριστερό χαφ, αριστεροπόδαρος γαρ, κεντροαριστερός με άλλα
λόγια, στην τοπική ερασιτεχνική ομάδα Α.Ε.Χ., που έδρευε τότε στις αλάνες κάτω
από την Παπαναστασίου πριν τις εξαφανίσει η αντιπαροχή. Δεν εγκατάλειψε σχεδόν
ποτέ το Χαριλάου, όπως ο Ναγκίμπ Μαχφούζ το Κάιρο, με εξαίρεση την ολιγόχρονη
μετακόμιση στα χρόνια των σπουδών, παιδαγωγική και νομικά, εκεί στο Χαριλάου
επιστρέφει πάντα, με το ποδόσφαιρο και τα γράμματα στο ίδιο σπιράλ τετράδιο των
δύο θεμάτων. Στο παλμαρέ του έχει να επιδείξει την τελευταία εικοσαετία σελίδες
πολλές από συλλογές διηγημάτων και μυθιστορημάτων, είκοσι χρόνια θητεία σε
μικρά πεζά, αφηγήματα και νουβέλες, έχει παίξει άμυνα σε αφιλόξενες έδρες κι
αδέκαστες κερκίδες για μελέτες, εφημερίδες και περιοδικά, έχει μαρκάρει
επιτυχώς σε πολλές αναμετρήσεις βιβλιοκρισίες και κριτικά κείμενα, έχει πάρει
μεταγραφή στις ομάδες Τραμ, Οδός Πανός και στο ένθετο Πανσέληνος της εφημερίδας
Μακεδονία, έχει παραχωρηθεί με υποσχετική σε Μπιλιέτο, Εντευκτήριο και Ένεκεν,
έχει φορέσει την εμφάνιση Παρόδου και Παραφυάδας, έχει πλασάρει στη Βιβλιοθήκη
της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, έχει σκοράρει εκτός έδρας σε Πόρφυρα Κέρκυρας και
Παρέμβαση Κοζάνης, έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό με τα χρώματα του Index και της
book press, και μία φορά μόνο άστραψε και βρόντησε στην ποίηση με τη συλλογή
του Ντόρτια, αλλά, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, δεν το αποπειράθηκε ξανά.
Ο Σοφονίας Αγοραστός,
ιδιοκτήτης της επιχείρησης «Μπουγάτσα ο Αγοραστός» και παρασκευαστής αυστηρά
και μόνο ο ίδιος, ποδοσφαιριστής κι αυτός στα νιάτα του μέσα στη σφηκοφωλιά της
έδρας του ΑΡΗ, τολμά να έχει πίσω από τον πάγκο του σε περίβλεπτο θέση την αφίσα
της αγαπημένης του ομάδας «Μπιζίμ ΠΑΟΚ-Πρωταθλητής Ελλάδας περιόδου 1984-1985»,
πρωτάθλημα που του χάρισε ο Ράντε Πάπριτσα με την αδέκαστη κεφαλιά-ψαράκι στα
τελευταία λεπτά εκείνου του εκτός έδρας τελικού με τον Παναθηναϊκό στο
Ολυμπιακό Στάδιο. Φορώντας λευκό παντελόνι, λευκό φανελάκι και κατάλευκη
καλοσιδερωμενη ποδιά κομματιάζει στον πάγκο με τον μπαλτά του τη μυρωμένη
αφράτη κρέμα καθώς την πασπαλίζει με άχνη και κανέλα όπως οφείλει να σερβίρεται
αν κανείς σέβεται τον εαυτό του, και τον φρέσκο κιμά όπου ευωδιάζει το πράσο
και το κρεμμύδι, το κομμένο σε ροδέλες. Κι είναι αυτός ο ίνοξ πάγκος του ίδιος
με ανοξείδωτο ποδοσφαιρικό γήπεδο σε μικρογραφία: παραλληλόγραμμος, με θύρες
εισόδου κι εξόδου των μερίδων, με κάποιες λακκούβες στο κέντρο του αγωνιστικού
του χώρου, χαρακωμένος από το καθημερινό σπατουλάρισμα μετά τον αγώνα, με θέα
για το κοινό, αστραφτερός και φωτισμένος έτσι όπως πατάει γερά επάνω στα
τέσσερα ανοξείδωτα πόδια του πακτωμένος στο μωσαϊκό.
Ο Παναγιώτης Γούτας,
ενόσω περιμένει τη Θάλεια, απομυζά ηδονιστικά τα τραγανά εμποτισμένα με
ζάχαρη κανελωμένα φύλλα κι η γεύση πυροδοτεί στη μνήμη του αναμνήσεις. Βλέπει
τον εαυτό του μαθητή στη γαλαρία της τάξης να παίζει χαρτάκια και να ανταλλάσει
τη σπάνια φιγούρα του Ρομπέρτο Μπονισένια με έναν Εουσέμπιο, έναν Δομάζο και
δύο Γιασίν. Σε μια μεστωμένη μπουκιά με μοσχοκάρυδο στον κιμά, έρχεται μπροστά
του η παλιά Τούμπα, εκεί όπου μαθητής σε ένα ντέρμπι με τους πειραιώτες
φαίνεται να πετάει στον αγωνιστικό χώρο σπαστό φραπεδάκι Κυφωνίδη, μέτριο με
γάλα. Θυμάται τη σύλληψη κατόπιν, την εξακρίβωση στοιχείων στο πλησιέστερο
αστυνομικό τμήμα, την τηλεφωνική ενημέρωση των δικών του, την προσωρινή
κράτηση, τα συνηθισμένα δηλαδή, κι όλα αυτά για έναν καφέ στον αντίπαλο πάγκο,
άλλος θα το θεωρούσε κέρασμα καλωσορίσματος, σιγά τ' αυγά, αλλά έτσι είναι, ενός
καφέ μύρια έπονται.
Αυτά αναπολεί ο
Παναγιώτης Γούτας στο κατάστημα «Μπουγάτσα ο Αγοραστός» κοντά στο παρκάκι
της Μαρασλή, ενώ συνθέτει ενδεκάδα που θα παρατάξει στην αυριανή
αναμέτρηση, τέτοια που δεν την περιμένει κανένας, ούτε καν ο ίδιος:
Τερματοφύλακας κατεβαίνει
ασυζητητί ο Τζακ. Φέρει τατού στο μπράτσο τον δικέφαλο, είναι σκυλί
μαύρο στο κατ' ευφημισμόν μαρκάρισμα, δηλαδή ξύλο κανονικό των αντίπαλων
επιθετικών στη μικρή του περιοχή την ώρα του κόρνερ τους, είναι λαϊκό παιδί και
μπεσαλής τύπος, θα τον πιάσω εγώ στο φιλότιμο όσο εκείνος προσπαθεί να πιάσει
την καλή, κι η καλή του αυτή την Κυριακή είναι να πιάσει τα άπιαστα. Θα μιλήσω
και του κολλητού του φίλου Μένσα, που όλο τον συνετίζει, και θα του τάξω
μπουκάλι στις ΦΛΟΓΕΣ στην Πολίχνη ή στο Καφέ Εντελβάις αν κερδίσουμε. Ο
Τζακ έχει την εμπειρία για ματς που θέλουν ψυχή, έχει κάνει ασπρόμαυρη κερκίδα
στο Καυταντζόγλειο εναντίον γηπεδούχου Ηρακλή επί Χατζηπαναγή στα ντουζένια
του, τι να λέμε τώρα, δεν μασάει το παιδί, Τζακ δαγκωτό, σύμφωνοι, υστερεί
κάπως τεχνικά, αλλά είναι ο άνθρωπός μου κι ας μην είναι φανατικός της
προπόνησης, στις προπονήσεις εμφανίζεται αραιά και πού λες και πάντα είναι
Αύγουστος κι είμαστε στο Σέιχ Σου για προετοιμασία. Σε περίπτωση που δεν
εμφανιστεί στο γήπεδο ή έχει ξενυχτήσει και σέρνεται, παίζει κι αυτό, για τον
Τζακ μιλάμε, έχω καβάτζα τον κυρ Αλέξανδρο, εντάξει, παλιό κόκκαλο, μποέμ
κι αυτός, αλλά εγγύηση κάτω από τα δοκάρια. Παλιά ήθελε να μονάσει και έκανε
μια απόπειρα στο Άγιον Όρος, έμεινε για ένα μικρό διάστημα εκεί, αλλά τα μάζεψε
και επέστρεψε. Τον πιστεύω.
Δεξιός οπισθοφύλακας το
υπερτροφικό καβούρι που ξεπλέκει το ένδυμα της ζωής της γυναίκας της
παραλίας και αριστερό μπακ έναν ποιητή, μετεωρίζομαι μεταξύ Χριστιανόπουλου και
Καβάφη, τέλος πάντων, θα το δω μετά αυτό.
Λίμπερο, θέση καπαρωμένη,
στο κέντρο της άμυνας στάνταρ σέντερ μπακ ο Ρικάρντο Σιμόες, το ορφανό
παιδάκι από την Πορτογαλία. Η κίνηση του στο τερέν όπως ο λόγος του,
θρησκευτικός ως επίσκεψις οσίου Παϊσίου εν Σουρωτή. Τον πήραμε με
μεταγραφή από τη Συκιά Χαλκιδικής, ένας θεός ξέρει πώς βρέθηκε εκεί και πήρε το
βάπτισμα του πυρός σε ένα εκτός έδρας ματς στο ιερό νησί της Ορτυγίας.
Σε εκείνο τον τόπο όλοι τον αναμέναμε να σκοράρει ως Μεσσίας, θαρρείς για να
υλοποιηθεί ένας παλιός χρησμός ή να πραγματοποιηθεί μια προφητεία. Καλού-κακού
σε περίπτωση τραυματισμού ή αποβολής του έχω εναλλακτική την Ερατώ, μην
μού παίζει και πινάκλ όλη την ώρα.
Πλάγιοι μέσοι: Ορέστης
Ακριβός, πολύφερνη ντίβα της Νομικής και με τουπέ δυσανάλογο της αξίας του
εσχάτως, λέω να του ταπεινώσω την έπαρση, οπότε αμυντικό χαφ δεξιά. Αν θέλει.
Αν δεν θέλει, τον καθίζω και πάγκο. Στην ίδια γραμμή, αλλά στην άλλη άκρη,
αριστερός μέσος ο Φάνης Μαλικούδης. Ακτιβιστής τώρα τελευταία,
εναλλακτικός, οικολόγος και τα ρέστα. Στο άλλο άκρο κυριολεκτικά και μεταφορικά
με τον Ακριβό. Φυλάω τα ρούχα μου να μην πολυσυναντιούνται μεταξύ τους στο
παιχνίδι, δεν ρισκάρω να πιαστούν στα χέρια σε καμιά φάση. Δεν είναι πως
διεκδικούν ως συμπαίχτες την ίδια θέση, αλλά την ίδια γυναίκα, τη Φλόρα.
Στο πανεπιστήμιο Ορέστης και Φάνης ήταν κολλητοί. Μια φορά που ο Ακριβός πήγε
για μπάλα σε ένα διπλό με τους αυτόνομους που το έληξαν γρήγορα, επέστρεψε
νωρίτερα στο διαμέρισμα όπου συγκατοικούσε με τη Φλόρα και τους έκανε τσακωτούς
με τον Μαλικούδη από πάνω της. Δεν είπε τίποτα για όσα αντίκρισε, αλλά τόσο
καιρό μέσα του βράζει, λυσσάει για εκδίκηση. Δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό
που έπαθε, αλλά δεν μου πέφτει και λόγος, τα προσωπικά τους εκτός γηπέδου. Στο
φινάλε, αυτή η ρεβάνς δεν είναι δική μου.
Μεσαία γραμμή,
καρακέντρο, θέση μία, υποψήφιοι δύο. Ο ένας είναι ο Σάββας, αρραβωνιάρης
της Θάλειας. Ο Σάββας είναι χοντράνθρωπος, διανομέας κατεψυγμένων προϊόντων σε
χώρους εστίασης και οπαδός της ίδιας ομάδας με τον Τζακ. Ο έφορος ιματισμού μού
ψιθύρισε πως η Δημοτική Πολιτιστική Αστυνομία της Δυσδαιμόνας μας πόλης που
συλλαμβάνει όσους σκέφτονται, συνέλαβε κάποιες κωλοπετσωμένες ποιήτριες και
τυχαία και τη Θάλεια να κερατώνει τον Σάββα με έναν ζωγράφο ΑΕΚτζή, από την
Αθήνα, που σπουδάζει στην εδώ Καλών Τεχνών. Αυτός ο τελευταίος εκτός των άλλων
είναι και θαμώνας Εργαστηρίων Δημιουργικής Γραφής, που χορηγούν βεβαίωση
Σπουδών σε όσους παρακολουθούν ταχύρρυθμα τμήματα διάρκειας δύο μηνών έναντι
7.200 ευρώ έκαστος και με στόχο την επικράτηση του μεταφρασμένου θεάτρου
Μπέκετ, Μπρεχτ, Ιονέσκο και Πιραντέλο έναντι του σύγχρονου ελληνικού των
Σκούρτη, Διαλεγμένου, Σεβαστίκογλου, Μανιώτη και Κεχαΐδη. Το θέμα είναι πως και
οι τρεις πλευρές του τριγώνου γνωρίζουν. Κόντρα δικέφαλη με αφορμή τα μάτια
μιας γυναίκας. Τελικά, πόσο πιο περίπλοκη η σύνθεση μίας εντεκάδας από τη ζωή…
Τέλος πάντων, έχω καλέσει τη Θάλεια να συναντηθούμε εδώ σήμερα το μεσημέρι,
παραμονή του ντέρμπι, μια ημέρα πριν τη σέντρα, να μου πει εκείνη ποιον
προτιμά, Σάββα μέσα και ζωγράφο έξω ή το αντίστροφο; Εμένα το ίδιο μου κάνει.
Μια γυναίκα στις δύο και μισή διαλέγει το ταίρι της και μαζί και τον κεντρικό
μου μέσο.
Εννιάρι καθαρόαιμο, λες
και βλέπω το ίδιο έργο της ζωής μου πως η αθωότητα θα σώσει τον κόσμο, ακριβώς
έτσι όπως το πίστευα μικρό παιδί σαν ήμουνα, αλλά θα σώσει κι εμένα από τη
μέγγενη της επιλογής εξτρέμ: τη θέση παίρνει ο Γιορντάνης το γυφτόπουλο,
το πρωτάκι της φύλαξης, άδολο και απονήρευτο, που ζει για να πανηγυρίζει το
ξεγυρισμένο τέρμα που καρφώνει στα δίχτυα, που ανασαίνει για τη στιγμή που θα
ρίξει τις ζεμπεκιές του μετά το γκολ όταν θα στροβιλίζεται γελώντας και
φωνάζοντας πως «θα καγεί το πελικούδ'».
Μπαλαντέρ, μαέστρο και
ενορχηστρωτή στη θέση Δέκα, εκεί όπου ιερούργησε το Ζαρκάδι, ο Μεγαλέξανδρος
Κούδας, το άλλο τσιγγανόπουλο, ο Ελβίσι. Σουτ φαρμακερά, σουτ ασύλληπτης
ακρίβειας της ξεφτισμένης του δερμάτινης στο γάμα της αντίπαλης εστίας, μου
θυμίζει λίγο και τον δικό μου αριστεροπόδαρο εαυτό στα νιάτα του. Το παιδί αυτό
ξεχειλίζει ταλέντο, μόνο ταλέντο, καθόλου σχέδιο. Σε περίπτωση που τον πάρει ο
μπαμπάς του και φύγουν για καλαμπόκια και μαλλί της γριάς σε κανα πανηγύρι, έχω
τον Αρζεντίνα στα δύσκολα, τον μπαρμπέρη Στέλιο Βαρουξή με
το όνομα, βγάζει τον συμπαίχτη του στην πλάτη της άμυνας, δεν με κρέμασε ποτέ
για το κούρεμα όπως τον κρέμασε εκείνη η ξέθωρη η Λιν, η Αγγλίδα που του
πήρε τον γιο τους με μια ψηλοκρεμαστή κίνηση κι εξαφανίστηκε στην πατρίδα της
αφήνοντάς τον σύξυλο.
Σέντερ φορ και
προωθημένος κυνηγός, αγκαζέ, σε δαιμονισμένη φόρμα τελευταία ο Βασιλάκης ο
Λεμπέσης σκοράρει ασταμάτητα.
Στο μεταξύ άλλαξα γνώμη,
καθόλου τίκι-τάκα και Πέπε Γκουαρδιόλα και αηδίες, θα παρατάξω την ομάδα
σύμφωνα με το σύστημα Μπαχτίν.
Πρότεινα, επίσης, στη
διοίκηση να ακούγεται τζαζ από τα μεγάφωνα. Σφύριξα στους τιφόζι μας να κάνουν
πανστρατιά για το ματς. Αν περάσουμε τον σκόπελο σε αυτό το ντέρμπι πάμε μπαράζ
κι ίσως ανεβούμε κατηγορία και εκεί ποιος μας πιάνει, θα καγεί το πελικούδ',
που λέει κι ο Γιορντάνης. Είπα στους οργανωμένους μας πως θέλω να είναι στο
πέταλο όλοι τους, δεν περισσεύει κανείς, όλοι, και οι παροπλισμένες
τραγουδίστριες κι ο συλλέκτης μύθων και οι κομισάριοι Μάρκες, Όργουελ και Κάφκα
που θα έρθουν με πούλμαν από το εξωτερικό επί τούτου και ο μάγος κι η γιαγιά με
την εγγονή της και τα τρία παιδιά από τον Καναδά κι η επιμελήτρια εκδόσεων κι η
Σέρβα τσιγγάνα και ο σαλός.
Θα αφιερώσω τη νίκη στον
αγαπημένο μου παππού από τους Δελφούς. Αν και απών κοντά σαράντα χρόνια τώρα
και δίχως να έχω καταφέρει να βρω επιγόνους ή συγγενείς του, θα αφήσω τρυφερά
στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών διπλωμένο το μαύρο του παλτό μαζί με το φύλλο
αγώνα και νοερά θα τον επαναπατρίσω στον γενέθλιο τόπο. Έτσι κι αλλιώς, όπου
γης και πατρίς, πάροικοι είμαστε και παρεπίδημοι, ένας λόγος παραπάνω που
μεθαύριο παίζουμε εκτός έδρας.
Βλέπω από τώρα στις
κερκίδες τον λαό μας να σηκώνεται και να κάθεται σε διαδοχικά κύματα υπό τους
παιάνες της τρομπέτας του διπολικού Αμφιμήδη, να αλαλάζει και να βοά, να
επευφημεί για το σύστημα Μπαχτίν και τις διεισδύσεις στα συστήματα των
αντιπάλων σαν ανοιχτά βιβλία, κέντημα σωστό, βλέπω και τους μαθητές μου όρθιους
στις θέσεις των επισήμων και στα δημοσιογραφικά θεωρεία, όλοι τους πρωτάκια της
πρωινής φύλαξης να με αγκαλιάζουν, να με σηκώνουν τα χέρια, να κολλάνε
αυτοκολλητάκια στη θήκη του κινητού μου και να φωνάζουν όλα μαζί εν χορώ πως
«βρέχει
/ χιονίζει,
ο
κύριος Παναγιώτης σκίζει»
(Γιώργος Γκόζης, σσ.
91-99 του τόμου)
___________________________________________
* Τα γραμμένα με έντονη
γραφή ονόματα και οι φράσεις, είναι ονόματα ηρώων και τίτλοι βιβλίων ή
διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα.
●
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Ο Παναγιώτης Γούτας είναι ένας αθόρυβος
και παραγωγικός συγγραφέας με σταθερή πορεία στη λογοτεχνία και την κριτική.
Απευθύνεται σε ένα κοινό αληθινών αναγνωστών, από αυτούς που επισκέπτονται τα
βιβλιοπωλεία και ξενυχτούν με το βιβλίο στο χέρι, και όχι μόνο σε ιδεατούς
αναγνώστες. Όσα γράφει γίνονται εύκολα κατανοητά – ιδιαίτερα όταν σχολιάζει, με
τρόπο καυστικό, χιουμοριστικό και ευθύβολο, τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου
και ακόμη περισσότερο όταν περιγράφει τα εμπόδια που τοποθετεί η ζωή στον δρόμο
αξιοπρεπών αλλά αδύναμων ανθρώπων στερώντας τους έτσι το δικαίωμα στην κατ'
επίφαση ή και στην ουσιαστική ελευθερία. Βέβαια τα πρόσωπα αυτά δεν επιζητούν
πάντα την ελευθερία. Συχνά βαδίζουν σε εμμονικές ατραπούς ή θέλουν «να χάνονται
στη λεπτομέρεια», ώστε να αποφύγουν να έρθουν αντιμέτωποι με τον μόνο
πραγματικό φόβο τους: να συναντήσουν τον εαυτό τους.
Διαβάζοντας τα
μυθιστορήματά του, καθώς και κάποια εκτενή διηγήματα, παρατήρησα ότι αρκετά
αποσπάσματά τους, μικρά ή μεγαλύτερα, θα μπορούσαν να σταθούν και αυτοτελώς, ως
εξαιρετικά αφηγήματα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αδικούνται από το αφηγηματικό
πλαίσιο. Αυτές οι επανερχόμενες εξάρσεις λογοτεχνικής συμπύκνωσης δείχνουν ίσως
ότι η μικρή φόρμα και το σύντομο αφήγημα θα αποτελούσαν προνομιακό χώρο για τον
συγγραφέα, εάν αποφάσιζε να στηριχθεί στη σίγουρη βάση των πρώτων βιβλίων του. Τα
Λάφυρα του Αυγούστου, ένα ξεχωριστό βιβλίο με πολύ σύντομα βιωματικά και
περιγραφικά αφηγήματα, δίκαια προκάλεσαν τη θερμή υποδοχή του άγνωστου τότε
συγγραφέα από την κριτική και τους αναγνώστες. Πρόκειται όμως για έναν
δημιουργό που επιθυμεί να μην μένει ακίνητος στο ίδιο σημείο, αλλά να
καταγράφει διαφορετικά δείγματα του κόσμου που τον περιβάλλει, ώστε να συνθέσει
με τα χρόνια ένα αντιπροσωπευτικό πανόραμα, έναν περιεκτικό πίνακα της
κοινωνίας μας δίνοντας έμφαση στους μικροαστούς των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Υπάρχουν στο έργο του και
χαρακτηριστικά που μένουν σταθερά με το πέρασμα των ετών. Στον λόγο του είναι
πάντα σαφής και ακριβής. Προτιμά την παρατήρηση και την περιγραφή από την
εσωτερική αναδίφηση και την ανάλυση. Τα κείμενά του είναι καλογραμμένα, χωρίς
ανοίκειες διατυπώσεις ή εξεζητημένη έκφραση. Η αφήγηση είναι συνήθως γραμμική
ως προς τον χρόνο. Οι αναφορές στη Θεσσαλονίκη πολλές και ποικίλες: στο
πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της, σε σημεία του κέντρου και των συνοικιών, σε
λογοτεχνικά πρόσωπα και γεγονότα. Γενικώς αποφεύγει τις αναφορές στο ευρύτερο
κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο. Οι ήρωές του, απόλυτοι πρωταγωνιστές στην
περιχαρακωμένη μικροκοινωνία τους, κινούνται σαν κουκκίδες στο συνήθως εχθρικό
περιβάλλον, βλέποντας τον χρόνο να κυλά χωρίς να φέρνει αλλαγές και χωρίς να
ανοίγει παράθυρα στην ελπίδα.
Το στίγμα του ως
πεζογράφου είναι διακριτό περισσότερο λόγω της επιμονής του και της άοκνης
συγγραφικής εργασίας, παρά λόγω των ιδεών που εκφράζει και του θεωρητικού
πλαισίου στο οποίο θα μπορούσε το έργο του να ενταχθεί. Δεν ακολουθεί καμία
θεωρία αφήγησης ούτε κάποια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Η συγγραφή δεν αποτελεί
μία από τις επιλογές του βίου του αλλά τη μόνη επιλογή. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο
γραφής και την αφηγηματική εκφορά του λόγου, ήδη από το πρώτο βιβλίο του είχε
καταφέρει να διαμορφώσει προσωπικό ύφος και στη συνέχεια να εξελιχθεί ακόμη
περισσότερο ξεπερνώντας με ευκολία τις όποιες παλαιότερες επιρροές από
ομοτέχνους του. Σε ό,τι αφορά τη θεματολογία, κινείται σε διαφορετικές κάθε
φορά θεματικές περιοχές, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ διακειμενικών
αναφορών, ενδολογοτεχνικών επιρροών και βιωματικών στοιχείων, με τα τελευταία
να καταγράφονται είτε σε πρώτο πρόσωπο είτε να αφορούν την προβολή προσωπικών
του αναμνήσεων στους ήρωές του.
Ο αναγνώστης θα βρει στα
βιβλία του πρόσωπα που συνάντησε και στη δική του ζωή, θα χαρεί με τις
επιτυχίες τους, θα λυπηθεί για τα αδιέξοδά τους. Θα τους ακολουθήσει στους
δρόμους της πόλης και στο ασφυκτικό πλαίσιο που εν μέρει έχουν δημιουργήσει οι
ίδιοι με την παθητικότητά τους και θα νιώσει μία απρόσμενη οικειότητα με τις
έμμονες ιδέες και τις κρυφές σκέψεις τους.
(Διονύσης Στεργιούλας,
σσ. 143-145 του τόμου)
●
Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ ΤΩΝ ΟΣΩΝ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ
Ο Παναγιώτης Γούτας, ως θηρευτής των μικρών πραγμάτων κάνει
εντυπωσιακή είσοδο την πρώτη δεκαετία του 2000 στο λογοτεχνικό τοπίο. Η
περίοδος της ευημερίας, ευνοεί την ακμάζουσα αστική πεζογραφία. Οι κοινωνικές
συνθήκες και η πολιτική συγκυρία έχουν περιθωριοποιήσει τις ιδεολογίες και τα
μεγάλα κοινωνικά οράματα, περιορίζοντας τις όποιες δράσεις σε πιο προσωπικούς
κύκλους, προβιβάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιωτικότητα και την απόσυρση σε άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η
λογοτεχνική δημιουργία.
Ο συμβιβασμός και η
αδράνεια καθώς αναδεικνύονται σε κανόνα
της καθημερινής ζωής δεν αφήνουν χώρο για αμφισβητήσεις και συλλογικές δράσεις.
Όλα κινούνται στη σφαίρα της ατομικότητας και του περίκλειστου μικρόκοσμου.
Έτσι ό,τι δημιουργείται δεν είναι παρά οι μικρές ιστορίες της εμπειρίας ή του
νου που διασφαλίζουν την προσωπική περιπέτεια.
Ο Παναγιώτης Γούτας,
αποφασίζει να κινηθεί στη μικρή φόρμα, όχι μονάχα ως είδος γραφής, αλλά και ως
κλίμακα ζωής επιλέγει τις μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, εκείνων που
ο βίος τους παραμένει ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο. Και πράγματι με εξαιρετική
επιτυχία στήνει γεγονότα και προβάλλει πρόσωπα τα οποία κινούνται στο περιθώριο
των μεγάλων γεγονότων. Αυτοί οι αντιήρωες, όμως, δίνουν το στίγμα των
δημιουργιών του συγγραφέα. Ζωές που συναντιούνται για να αναβιώσουν το παρελθόν
και να ξύσουν τις πληγές που έμειναν ανεπούλωτες. Σ’ αυτό το συγγραφικό
παιχνίδι, ο Γούτας συνδιαλέγεται με ένα παρελθόν βιωμένο και αποψιλωμένο από
την επιείκεια και τον καθωσπρεπισμό, καθώς ο πανδαμάτορας στρογγυλεύει τις
αιχμές. Αφού έχει μιαν ιδιαίτερη ικανότητα να κυριολεκτεί και να απογυμνώνει
κάνει ό,τι μπορεί για να διασώσει, τη γλυκιά, νοσταλγική μελωδία που ολοένα θα
ξεθυμαίνει, θα σβήνει, ωσότου γίνει κάποτε σιωπή. Κι η στάχτη των πεπραγμένων
θα έχει ήδη σκορπίσει. (Η ρεβάνς). Δεν τον απασχολεί η έκβαση, η κατά τα
ειωθότα νίκη και τα λάφυρα του θριάμβου, ίσως γιατί γνωρίζει πως στα παιχνίδια
της ζωής, ό,τι κερδίζεις αφορούν μονάχα στις ήττες. Ξέρει πως το παρελθόν θα
επιστρέφει, έστω για λίγες στιγμές, ξεθυμασμένο. Όπως άλλωστε και η μουσική των
αγαπημένων καλλιτεχνών, αποτυπωμένη στην ταινία της παλιάς κασέτας. Μιας
κασέτας που αλλοιώθηκε από την πολυχρησία και την υγρασία της αποθήκης, στην
οποία, χρόνια τώρα, ήταν εκτεθειμένη, (Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά). Οι
υπαινιγμοί του διατηρούν ακέραια τα ρεαλιστικά τους συμφραζόμενα και αποδίδουν
τους ήρωές του γυμνούς στο χρέος του αναγνώστη. Βασική προϋπόθεση πάντως για
την ανάγνωση των κειμένων του Γούτα, είναι να κατανοήσει, ο αναγνώστης, ότι
προσερχόμενος στην όποια ιστορία του συγγραφέα δεν θα του χαριστεί η δυνατότητα
να ερμηνεύσει κατά το δοκούν, ή να του παραχωρηθεί απόλυτη ελευθερία. Δείχνει
να θέλει να προφυλάξει τους ήρωές του γι’ αυτό και οι περιγραφές τους είναι
σαφείς, τα έργα και οι ημέρες τους χωρίς ίχνος υπερβολής και να τους αποδώσει
όπως ακριβώς είναι στη ροή και την εξέλιξη του μύθου. Ο Π. Γούτας, στη
συγγραφική του σταδιοδρομία έχει επιλέξει να μελετήσει τη σκοτεινή πλευρά της
ευδαιμονίας και να απεικονίσει τα ανομολόγητα. Μέσα από συγκρούσεις, πάθη,
υστερήσεις, λάθη, παρεξηγήσεις, οι ήρωές του ιστορούν πάνω στο μαγικό χαλί της
ευδαιμονίας την Ελλάδα που αφήνει το μίζερο παρελθόν της για να περάσει στην
εποχή της κατανάλωσης και του τυχοδιωκτισμού. Από τον Ορέστη Ακριβό και τον
Φάνη Μαλικούδη κι ανάμεσα τους την όμορφη Φλόρα, της Ρεβάνς‧ από τον γοητευτικό Μιχαήλ
έως την καθωσπρέπει Θάλεια, στη Γυναίκα στις δύο και μισή‧ τον περίεργο εργένη Σ.Κ.
την ηλικιωμένη κυρία Ελεονόρα Μπαγιάτη, τον Σίμο Περιγιάλη και τόσους άλλους
ενδιαφέροντες αντιήρωες των γραφών του Παναγιώτη Γούτα αντιλαμβανόμαστε ότι
είναι πρόσωπα γνωστά, γείτονες, φίλοι, γνωστοί στις καθημερινές μας συναναστροφές,
εντέλει όλοι εμείς που διατηρούμε μερίδιο στον παρόντα χωροχρόνο. Οι
σημαντικοί-ασήμαντοι της μεγάλης ιστορίας, των οραμάτων και των σπουδαίων
πράξεων, είναι τα πρόσωπα, οι αντιήρωες του Γούτα: Σκονισμένοι από τη ρουτίνα
και τη βιοτή θριαμβεύουν κι αποκαθηλώνονται με καταπληκτική ταχύτητα. Σβήνουν
κι αποσυντίθενται για να παρουσιαστούν και πάλι στο προσκήνιο του μικρόκοσμού
τους. Ο συγγραφέας καταφέρνει με λόγο λιτό να περιγράφει και να εναρμονίζει τις
στάσεις και τις συμπεριφορές των ηρώων του με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του
εφησυχασμού και της παρακμής μιας κοινωνίας που θεωρεί ως αξίες τη χυδαιότητα,
την υποκρισία και το ατομικό καλό. Σ’ αυτό το μικροαστικό σύμπαν, όπου οι
εξάρσεις και οι υφέσεις ακολουθούν χαμηλούς τόνους και οι διαδρομές οδηγούν στο
αναπόφευκτο, σαν να έχει προοικονομηθεί η συντριβή και ο θάνατος οι αντιήρωες
του Π. Γούτα συνθέτουν το πάζλ της δήθεν
ευημερίας. Είναι φορές που απολαμβάνεις αναγνωστικά το διάλειμμα και η ζωή φαίνεται να παίρνει την εκδίκησή της, όμως
δεν παύει να αποτελεί μια παύση στον επερχόμενο όλεθρο. Η σκηνή του χορού στη Γυναίκα
στις δύο και μισή είναι μια ξεχωριστή στιγμή για τον συγγραφέα και την
παραθέτω προς επίρρωσιν των παραπάνω, καθώς οι πρωταγωνιστές αμφισβητούν την
τάξη και αντιστέκονται εν κρυπτώ, επαναστατούν και αφήνονται στον περίκλειστο
χώρο ενός δωματίου, του δικού τους μικρόκοσμου: […] Ο Μιχαήλ, εκστατικός,
απολάμβανε το μικρό θαύμα που συντελούνταν ενώπιον του τη στιγμή εκείνη. Κι η Θάλεια, ξεφλουδίζοντας μία μία τις
αρνήσεις και τα απομεινάρια των όποιων ενοχών της, σβήνοντας τα όχι και τα δεν
πρέπει μιας υποκριτικής κοινωνίας που κουτά συσχετίζει, ακυρώνοντας μέχρι την
τελευταία τις συμβουλές της μάνας της για οικογενειακή αφοσίωση, θαρρείς
μεθυσμένη από το τραγούδι και τη στιγμή, απογειωμένη σ’ ένα δικό της
απροσδιόριστο σύμπαν, δεν σταματούσε να χορεύει μονάχα για κείνον.
Η λογοτεχνική γενιά του
Παναγιώτη Γούτα στην πλειοψηφία της μερίμνησε να καταγράψει και να αναδείξει
μέσα από το αστικό υπόστρωμα τη μετάβαση από τον συγκρουσιακό και ανατρεπτικό
λόγο που τροφοδοτούνταν από σημαντικά γεγονότα με ιδεολογική βάση και χαρακτήρα
σε συγγραφικές πρακτικές συμβατές με τα κοινωνικά δεδομένα τα οποία
προσδιορίζονταν από την άμβλυνση των παθών και την οπισθοχώρηση των κινημάτων.
Καθώς ο Καπιταλισμός με την οικονομία της αγοράς κυριαρχούσε αλλάζοντας τις
βεβαιότητες και τις αξίες, οι συγγραφείς οδηγήθηκαν στη σφαίρα του ιδιωτικού:
Κυριάρχησαν οι προσωπικές ιστορίες και τα βιώματα που απείχαν από τη συλλογική
δράση και τη διαθεσιμότητα των συγγραφέων. Ως εκ τούτου οι μάχες δίνονταν εντός
και η έκφραση αξιοποιήθηκε για να επικοινωνήσει τις εσωτερικές διεργασίες των
ανθρώπων. Οι ήρωες δεν μάχονται πια για μεγάλες ιδέες και οράματα, δεν αντέχουν
να αναμετρηθούν με τον αναμφισβήτητο κυρίαρχο, έτσι «ματώνουν» για επιβεβαίωση,
για να μετριάσουν τον πόνο, να ταυτοποιήσουν τα υπαρξιακά αδιέξοδα και τη
μοίρα, ή να αυτομολήσουν σε άλλη παγίδα. Ο Παναγιώτης Γούτας, ως θηρευτής των
μικρών πραγμάτων αποτυπώνει θαυμάσια στα γραπτά του τις πολλαπλές ιδιότητες των
αντι-ηρώων του με ρεαλισμό και γνώση λειτουργώντας ως αντίλαλος όσων συνέβησαν.
(Βαγγέλης Τασιόπουλος,
σσ. 147-151 του τόμου)
●
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ
ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ
«Τα μικρά παιδιά μπερδεύουν τη λέξη
“εκτίμηση”, καταλαβαίνουν θαυμάσια όμως τη λέξη “αγάπη”», γράφει στην όμορφη
και τόσο εύστοχη αφιέρωση του βιβλίου, που μου χάρισε ο συγγραφέας και κριτικός
λογοτεχνίας Παναγιώτης Γούτας για το βιβλίο του με τα μικρά πεζά υπό τον τίτλο Μικρό
παιδί σαν ήμουνα…, ένα κομψό, καλαίσθητο τομίδιο από τις εκδόσεις Μπιλιέτο,
που εκδόθηκε το 2013.
Κάθε φορά που ξεχνάμε το
πόσο μαγική θα μπορούσε να γίνει η πραγματικότητά μας με μέσα απλά και ταπεινά,
έρχονται πάντα να μας το υπενθυμίσουν τα παιδιά με την καθαρή κι ανυπόκριτη
ματιά τους, με τον γνήσιο ενθουσιασμό και τη θαυμαστή τους παρόρμηση, κυρίως με
την πλούσια και αχαλίνωτη, όχι μόνο φαντασία τους, αλλά κυρίως την πλούσια και
αχαλίνωτη ειλικρίνειά τους. Τα παιδιά που ξέρουν να διαβάζουν τους οιωνούς και
να παίρνουν τη φαντασία στα σοβαρά, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που κάνουν οι
μεγάλοι που παίρνουν στα σοβαρά τη ζωή και συχνά που μοιραία συχνά παίρνουν
λανθασμένα στα σοβαρά τον ίδιο τους τον εαυτό.
Το βιβλίο του Παναγιώτη
Γούτα με τα μικρά πεζά, τις λιλιπούτειες αλλά δυναμικές αφηγήσεις, πετυχαίνει
να βγάλει στο φως τα παιδιά που ήμασταν κάποτε, αυτά που έμειναν είτε χαμένα
είτε κρυμμένα κάπου βαθιά μέσα μας. Μας κάνει να ψάξουμε να βρούμε τα μικρά
παιδιά που ήμασταν κάποτε σ’ ένα χρυσό κεφάλαιο της ζωής ανεπίστρεπτο και
καθολικά χαμένο. Μας κάνει να θυμηθούμε όλα εκείνα τα παιδιά που ζούνε μακάρια
μέσα στα παραμύθια τους, χωρίς την ανάγκη να φτιάξουν νέους κόσμους και
παράλληλες πραγματικότητες για να κατοικήσουν.
Ένα παιδί ζει μέσα στο
παραμύθι που η φαντασία του συλλαμβάνει και είναι σαν να κινείται στο τετράδιο
με τις ιχνογραφίες του, γιατί είναι από μόνο του ο καλλιτέχνης ο πιο αυθόρμητος
κι ο πιο αληθινός που ζωντανεύει ανάγλυφα μέσα στην παραμυθητική ζωγραφιά του
ό,τι αντιπροσωπεύει τον μυθικό και συνάμα ιερό του χώρο. Δεν είναι οι ενήλικες
που μυούν τα παιδιά στα παραμύθια, αλλά είναι τα παιδιά που μυούν τους
ενήλικες, σε μια θαυμάσια αντιστροφή, στο μεταφυσικό επεισόδιο που στην
ανάγνωση ενός παραμυθιού τόσο συχνά συμβαίνει. Σ’ ένα απόσπασμα του βιβλίου
απομόνωσα τη συγκινητική εξομολόγηση του συγγραφέα που γράφει σχετικά: «Ναι,
τώρα μπορώ κι εγώ να πιστέψω στην Χιονάτη και στον Πήτερ Παν, […] Σ’ όλα τα
παραμύθια του ντουνιά, που τους διαβάζω κάθε πρωί. Εγώ, ο δύσπιστος, ο είρων, ο
κυνικός, ο που πατά γερά, με τα δύο πόδια, στη γη, ανακαλύπτω ξανά χαμένους
θησαυρούς, κρυμμένους μέσα στα πρόσωπα δεκάδων πιτσιρίκων, που εξακολουθούν να
πιστεύουν, βαθιά κι ακλόνητα, στο θαύμα των επτά και είκοσι» (σ. 12).
Τα παιδιά είναι αυτά τα
χαριτωμένα σφουγγαράκια με αίμα, σάρκα και οστά, που απορροφούν αχόρταγα κάθε
ίχνος αγάπης που τους δίνεις κι όσο τους δίνεις άλλο τόσο θα σου ζητάνε, γιατί
αυτό είναι το υλικό τους. Τα παιδιά είναι φτιαγμένα και ζυμωμένα με αγάπη και
με αγάπη έχουν την ανάγκη να τρέφονται και να πλάθονται, γιατί μπορεί να
έρχονται από πολλές και διαφορετικές πατρίδες από τα τέσσερα σημεία της γης,
αλλά η αληθινή πατρίδα τους είναι ένας και μόνον τόπος γι’ αυτά κοινός –
πατρίδα τους είναι η Αγάπη.
Όλες αυτές οι περιεκτικές
σε εμπειρίες ιστορίες του συγγραφέα, που έχει αλιεύσει επιτυχώς από την
επαγγελματική ιδιότητά του, αυτή του δασκάλου, με τα λιτά κι απέριττα
εκφραστικά τους μέσα, ξεδιπλώνουν βαθύτερες, έμμεσες διαπιστώσεις πως τα παιδιά
είναι οι πιο αυθεντικοί ποιητές της ζωής, αυτοί που συλλαμβάνουν κάθε τι αόρατο
και το κάνουν απτό.
Ο συγγραφέας με
εκφραστική απλότητα και χωρίς ίχνος φλυαρίας, ανακαλεί από τη μνήμη στο χαρτί
χαρακτηριστικά σχολικά περιστατικά, σπονδυλωτές ιστορίες που συνέβησαν με τις
μικρές μαθήτριες και τους μικρούς μαθητές του, κάποια χιουμοριστικά, κάποια
συγκινητικά και στην πλειοψηφία τους λεπτάισθητα κι ανθρώπινα, εξιστορώντας ένα
ετερόκλητο πολυφωνικό μικροσύμπαν από πιτσιρίκια, με πρόσωπα φερμένα από πολλές
πατρίδες, με τους χαρακτήρες που είναι σαν να μιλούν. Διαβάζοντας για τις
συμπεριφορές, εκφράσεις και αντιδράσεις των μικρών πρωταγωνιστών, γίνονται τόσο
οικεία όλα αυτά που είναι σαν να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια σου και να τους
ακούς και να τους βλέπεις, νιώθοντας ότι δική τους η χαρά, το γέλιο, το όνειρο,
η θλίψη, ή η μοναξιά είναι η χαρά, το γέλιο, η θλίψη και η μοναξιά η δική σου.
«Τελικώς η συντέλεια
του κόσμου αποφεύχθηκε. Το τέλος της Γης δεν έφτασε ποτέ. Όλες οι προφητείες
των σοφών αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά. Το κακό αναχαιτίστηκε. Και η ζωή
συνεχίζεται. Την περιφρουρούν σθεναρά οι άγγελοι αυτού του κόσμου. Όχι εκείνοι,
του ουρανίου θόλου και της θρησκείας, αλλά οι άλλοι, οι επίγειοι. Τα μικρά
παιδιά, που ακόμα γελούν και ελπίζουν». (σ. 28), γράφει γλαφυρά ο
Παναγιώτης Γούτας.
Ο εσωτερικός θρήνος του
ενήλικα για την απώλεια της παιδικής ανασφάλειας και αθωότητας, και η ανάγκη
επαναφοράς της –όταν για παράδειγμα αυτή γίνεται επιτρεπτή μέσω ενός
καλλιτεχνικού έργου –φαντάζει σαν μια διεργασία καταπραϋντική για τα βάσανα της
ζωής και συνάμα αφάνταστα λυτρωτική κι οι σχετικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη
έρχονται να κουμπώσουν άριστα στη διαπίστωση αυτή: «Είμαστε αιχμάλωτοι μιας
αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια / και ζήσαμε το απέραντο
σε μικρές σκοτεινές κάμαρες και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας /
Τι λες; δεν κάνουμε μια παρτίδα ακόμα; / Ο κόσμος είναι μια περίπτωση εντελώς
προσωπική. / Ο κόσμος μόνον όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»1
Κι αυτό που θα ευχόταν
κανείς είναι να μπορούσαμε, έστω για λίγο, να παραλύσουμε τη λογική, να την
απαλλάξουμε από την αυταρχική της δεσποτεία και να χαλαρώσουμε, εισπνέοντας
λίγη από την ποίηση του κόσμου και της ζωής, που περιβάλλει με τη φωτεινή της αύρα
τα παιδιά, και ναι, είναι τυχερός ο δάσκαλος-συγγραφέας και ο
συγγραφέας-δάσκαλος Παναγιώτης Γούτας, που μοιράζεται τον κόσμο του με τα
παιδιά.
Τίποτα πιο αληθινό και
ανυπόκριτα αντιπροσωπευτικό για να περιγράψει κανείς τα παιδιά, τα μεγάλα αυτά
θαύματα που κατοικούν στα μικρά σώματα με τα ολοκάθαρα ξάστερα πρόσωπα, από
τους θαυμάσιους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Τα πρόσωπα των παιδιών είναι
πατρίδες / φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης / για ένα διάλογο αγάπης.
Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος / και τα χέρια που παίζουνε. Βλέπετε αυτά τα παιδιά
/ που τα μάτια τους είναι γεμάτα ουρανό / και αθωότητα;»2.
____________________________________________
1. Τάσος Λειβαδίτης, «Η
τελευταία παρτίδα», Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Αθήνα: εκδ. Κάδρος,
1990
2. Νικηφόρος Βρεττάκος,
«Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα Ποιήματα (τόμος δεύτερος), Αθήνα:
εκδ. Τα τρία Φύλλα, 1981, σσ. 280-281.
(Έλσα Κορνέτη, σσ.
111-114 του τόμου)
●
Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ:
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ
Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Το πρόσφατο συγγραφικό εγχείρημα του
Παναγιώτη Γούτα είναι μια συλλογή είκοσι ενός διηγημάτων, μικρής έως μέσης
έκτασης, που ενοποιούνται και συνέχονται μεταξύ τους λόγω της κοινής τους
αφετηρίας, αφόρμησης και αφορμής, που υπήρξε η εμπειρία της πανδημίας του
κορονοϊού. Το κοινό αυτό σημείο εκκίνησης αντανακλά και επιβεβαιώνει και ο
υπότιτλος που ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του, είκοσι μία ιστορίες
δωματίου, ο οποίος οδηγεί με άκρα ευθύτητα στις συνθήκες εγκλεισμού, στις
οποίες υποχρεώθηκαν οι χώρες παγκοσμίως –μεταξύ αυτών και η Ελλάδα– κατά τη
διάρκεια των ετών 2020 και 2021. Η απόπειρα αυτή ενέχει από μόνη της κάποια
επικινδυνότητα. Το συγγραφικό, δηλαδή, αποτέλεσμα κινδυνεύει να μείνει
καθηλωμένο στην επικαιρότητα, να λιμνάσει μέσα στην πρώτη ύλη που προσφέρει η
πραγματικότητα της εποχής και να μην αγκαλιάσει, ούτε να αναδείξει το περίφημο
αριστοτελικό «καθόλου», μια γενικότερη και διαχρονική άποψη και πτυχή της
ανθρώπινης συνθήκης. Ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει σε κάθε αντίστοιχη προσπάθεια
που καθοδηγείται και εμπνέεται από τη διάθεση, τη βούληση του συγγραφέα να
διασώσει μέσα στη λογοτεχνική μνήμη μια σημαντική ιστορική στιγμή, αφού βέβαια
τη μεταπλάσει καλλιτεχνικά, με τους όρους, δηλαδή, και τα όρια που η ίδια η
τέχνη θέτει. Κι αυτό γιατί πολλές φορές το ίδιο το γεγονός υπερισχύει της
πρόθεσης ή, ακόμα πιο πιθανό, ίσως τελικά η ίδια η τέχνη να μην μπορεί και να
μην πρέπει να δείχνει τις καταβολές της από την πραγματικότητα, τις σαφείς και
δεδηλωμένες εξαρτήσεις της από συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά. Στην
περίπτωση, ωστόσο, του εν λόγω βιβλίου δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα που ο
χειρισμός της επικαιρότητας έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η όλη προσπάθεια να
μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμεύσει ως παράδειγμα ενδεικτικό και
χαρακτηριστικό του τρόπου, με τον οποίο η πρώτη ύλη της επικαιρότητας μπορεί,
πράγματι, να μετουσιωθεί σε τέχνη με διαχρονικό μήνυμα και προοπτική.
Στο κατόρθωμα αυτό
συντείνουν και οδηγούν, βέβαια, αρκετοί παράγοντες. Είναι, πρώτα απ’ όλα η αφηγηματική
τέχνη και τεχνική του πεζογράφου που προσδίδει στις ιστορίες του το στοιχείο
εκείνο που τις καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικές και ευανάγνωστες. Είναι η άνεση, η
ροή, η απρόσκοπτη εκτύλιξη του αφηγηματικού λόγου που συμπαρασύρει τον
αναγνώστη στην «περιπέτεια» της ανά-γνωσης, της ευθύς εξ αρχής αναγνώρισης και
σημασιοδότησης του αφηγηματικού σύμπαντος που έχει, μεταξύ άλλων, και τη
σημασία ή το νόημα της αναδημιουργίας. Είναι το ίδιο το στήσιμο των ιστοριών, η
πλοκή και η εξέλιξή τους που τους δίνει ένα ρεαλιστικό προσανατολισμό και τις
κάνει να μοιάζουν με «κομμάτια» ή
ψήγματα αληθινής ζωής μεταφερμένα στο χαρτί. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ο τρόπος
με τον οποίον ο Γούτας πλάθει και τεχνουργεί τους ήρωές του, ούτως ώστε αυτοί
να ακροβατούν και να μετεωρίζονται με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα στα υπαρκτά, πραγματικά
πρόσωπα της εποχής και σε λογοτεχνικές υπάρξεις καθαρά πλαστές και πλασματικές.
Πράγματι, τα πρόσωπα που εμφανίζονται και δρουν μέσα στις ιστορίες του Γούτα
πείθουν για την αλήθεια, την καταγωγή και την προέλευσή τους από έναν κόσμο
πραγματικό, αληθή, υπαρκτό. Είναι πρόσωπα που μπορεί κανείς να συναντήσει στους
χώρους όπου ζουν, δρουν και κινούνται καθημερινοί άνθρωποι, με τα ιδιαίτερα και
τα τυπικά τους χαρακτηριστικά, με τα γνωρίσματα εκείνα που τους ενοποιούν και,
ταυτόχρονα, τους διαφοροποιούν μεταξύ τους. Από αυτήν την άποψη δεν διαθέτουν
τίποτα το ηρωικό, φαίνεται δηλαδή ότι δεν ξεφεύγουν από το καθιερωμένο, το
οικείο, το τυπικό, το αναμενόμενο. Η πρώτη όμως αυτή εντύπωση είναι, ίσως, εν
μέρει βεβιασμένη. Γιατί στον ίδιο βαθμό που ισχύει ο ρεαλισμός και η
αντιπροσωπευτικότητα των ηρώων του Γούτα από ανθρώπους της πραγματικής ζωής,
στον ίδιο ακριβώς βαθμό τα πρόσωπα αυτά, εισερχόμενα στο αφηγηματικό σύμπαν,
απεκδύονται του ρεαλιστικού τους περιγράμματος και καθίστανται λογοτεχνικές
φιγούρες οι οποίες μοιάζουν αλλά δεν είναι αληθινές, φαίνονται αλλά δεν είναι
υπαρκτές. Από αυτήν την άποψη, τα πρόσωπα ανάγονται σε ένα επίπεδο υψηλότερο
και καθολικότερο και «ηρωοποιούνται», προσλαμβάνουν δηλαδή μια ποιότητα
εξω-ανθρώπινη, έναν χαρακτήρα που η τοποθέτησή του και μόνο στον κόσμο του
διηγήματος, του προσδίδει μια εμφανή –κάποιες φορές έντονη– πλαστότητα.
Η επιλογή και η μεθόδευση
αυτή δεν μπορεί να είναι τυχαία. Καταδεικνύει ενδεχομένως τη μέριμνα του
συγγραφέα να αναδείξει, να τονίσει και να προβάλλει τον τρόπο, με τον οποίο η
πραγματικότητα του κορονοϊού μεταμόρφωσε, μετουσίωσε και μετέτρεψε τους ανθρώπους
της εποχής σε φιγούρες που συνέχονται με τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες
αντιδράσεις, την ίδια συμπεριφορά. Ο φόβος, η επιφύλαξη, η απόσυρση, η απουσία
κοινωνικής ζωής και επαφών, η καχυποψία, ο απομονωτισμός, ταυτόχρονα όμως και η
βαθιά ανάγκη της ανθρώπινης προσέγγισης και επαφής, η ακατανίκητη έλξη προς την
επι-κοινωνία, τη φιλία, τον έρωτα συνιστούν κάποια από τα ενοποιητικά στοιχεία
των ηρώων του Γούτα που εκβάλλουν σε μια ουσιαστικά ανθρώπινη μορφή και
φυσιογνωμία, τη φυσιογνωμία που απέκτησαν οι άνθρωποι μέσα στην πραγματικότητα
της πανδημίας. Έτσι, παρά τις διάφορες, ποικίλες εκδοχές ανθρώπων, με τις
οποίες εμπλουτίζει τις ιστορίες του ο συγγραφέας, ένας είναι ουσιαστικά ο
ανθρώπινος τύπος που πλάθεται και προβάλλει, ο ανθρώπινος τύπος της εποχής του
κορονοϊού. Η διαπίστωση αυτή ανοίγει μια σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες
προοπτικές για την ερμηνεία όχι μόνο του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και του
τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η λογοτεχνία σε σχέση πάντα με την κοινωνική
συνθήκη και συγκυρία. Έτσι, θα ήταν εύλογο να προβεί κανείς στην υπόθεση, που
αποκτά και τη χροιά ή τον χαρακτήρα της βεβαιότητας, ότι η λογοτεχνία αποκτά τη
δύναμη και τη δυναμική των κοινωνικών δυνάμεων που μορφοποιούν και
σχηματοποιούν την ανθρώπινη προσωπικότητα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να τις
αντανακλά και να τις αποτυπώνει.
Πρόκειται, ουσιαστικά,
για τη θεώρηση της λογοτεχνίας ως μιας αναπλαστικής δύναμης που μπορεί να
κατορθώνει να συλλάβει όλα εκείνα τα στοιχεία που στο επίπεδο της
πραγματικότητας παραμένουν και αιωρούνται αδιαμόρφωτα ή απροσδιόριστα και να τα
κλείσει μέσα στο καλούπι του λόγου, προσδίδοντάς τους διαχρονική αξία και
νόημα. Έτσι ακριβώς και οι ήρωες του Γούτα μετατρέπονται σε φορείς και
καθρέφτες του ανθρώπου της εποχής, όπως αυτή εξέβαλε, αποτυπώθηκε και
μνημειώθηκε μέσα στην τέχνη. Είναι κι αυτοί, λοιπόν, «μνημεία» της παράδοξης
αυτής συγκυρίας που προσφέρονται στον αναγνώστη, τόσο τον σύγχρονο, όσο και τον
μετέπειτα, προκειμένου αυτός να μπορέσει να προσδιορίσει, να κατανοήσει και να
βιώσει αυτό που ενδεχομένως στην εξωτερική πραγματικότητα μοιάζει ακατανόητο,
ασαφές και συγκεχυμένο. Μια ακόμα απόδειξη της δύναμης και της δυναμικής της
τέχνης να περιγράφει τη ζωή καλύτερα από την ίδια τη ζωή.
(Ευσταθία Δήμου, σσ. 101-105, από
τον αφιερωματικό τόμο Ο εγγύς των πραγμάτων Παναγιώτης Γούτας,
συντονισμός-επιμέλεια Γιώργος Δελιόπουλος, εκδ. Ρώμη, 2022)
●
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
ΣΤΟΝ
ΤΟΜΟ Ο ΕΓΓΥΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ
ΜΥΡΙΑ ΕΠΟΝΤΑΙ
ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ
1.Θα ξεκινήσω με μια
κλισέ ερώτηση, που όμως θεωρώ ότι η απάντησή της ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό το
μετέπειτα έργο ενός λογοτέχνη. Ποια εσωτερική ανάγκη και ποιος σκοπός σάς ώθησε
να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Με άλλα λόγια, ποια είναι η –κατά Eliot– εντελέχεια
του έργου σας;
Σε κάποιο δοκίμιό μου,
δημοσιευμένο στην book press (2014) και αναδημοσιευμένο στο περιοδικό (δέ)κατα,
με τον τίτλο «Εσύ, γιατί γράφεις;», προσπαθώντας να ανακαλύψω τους λόγους για
τους οποίους γράφουμε, καταλήγω πως τελικά δεν γνωρίζουμε γιατί γράφουμε.
Αγνοούμε δηλαδή τις διεργασίες που συμβαίνουν μέσα μας, πριν ή κατά τη στιγμή
που πιάνουμε μολύβι, στιλό ή το πληκτρολόγιο για να συγγράψουμε. Η απάντηση
λοιπόν στην ερώτησή σας είναι πως δεν γνωρίζω ακριβώς την εσωτερική ανάγκη και
τις βαθύτερες ψυχικές διεργασίες που με αναγκάζουν ή που με προτρέπουν στο να
γράφω. Πιστεύω επίσης πως είναι ειλικρινέστερο να καταθέτουμε αυτήν την άγνοιά
μας από το να υποθέτουμε διάφορα απίθανα ή να λέμε μεγαλοστομίες. Επίσης δεν μ’
ενδιαφέρει, πλέον, να μάθω αυτήν την αλήθεια. Ίσως, αν ήμουν επαρκής γνώστης
αυτής της ανάγκης μου, να μην έγραφα καθόλου.
2. Εισερχόμενοι νοερά
στο συγγραφικό σας εργαστήρι, μέσα από ποια στάδια και διεργασίες αποτυπώνεται
η αρχική σας έμπνευση στο χαρτί;
Υπάρχει οπωσδήποτε κάποια
επίμονη ιδέα που, σαν αναιδής σφήκα, γυροφέρνει για μέρες στον νου μου. Αν η
παρουσία της εξακολουθεί να με απασχολεί και η έντασή της δεν ατονήσει για ένα
εύλογο χρονικό διάστημα, θα πάρω χαρτί και μολύβι για τις πρώτες σημειώσεις. Θα
ακολουθήσει ένα συνοπτικό σκαρίφημα του βιβλίου που έχω στο μυαλό μου, πάλι στο
χαρτί, και επίπονη αναζήτηση και επιβεβαίωση πραγματολογικών στοιχείων που
τυχόν θα μου χρειαστούν. Κατόπιν, μια μορφή του αρχικού κειμένου θα μεταφερθεί
στον υπολογιστή και, μετά, συνεχή, εξαντλητικά
διορθώματα μέχρι το κείμενο να λάβει μια μορφή δημοσιεύσιμη. Μέχρι την
τελική του τύπωση, πάλι πολλά κοιτάγματα και διορθώματα, αλλά και περικοπές και
αναιρέσεις ή αντικαταστάσεις, ακόμη και παρόντος του επιμελητή. Η ίδια η ιδέα
θα μου δώσει εξ αρχής και τη μορφή που θα λάβει το γραπτό. Θα είναι διήγημα,
μικρό πεζό, νουβέλα ή μυθιστόρημα; Το ποίημα, πλέον, το αποκλείω, γιατί τα
τελευταία δέκα χρόνια, συνειδητά, δεν γράφω ποιήματα.
3. Κάθε δημιουργός
έχει τους προδρόμους τους, από το έργο των οποίων –σύμφωνα με τον Harold Bloom–
παρεκκλίνει, για να κατακτήσει την ιδιοφωνία του. Ποιοι είναι οι δικοί σας
συγγραφικοί πρόδρομοι και ποια η δική σας «μετατόπιση» σε σχέση με το έργο
τους;
Θα σας δώσω αυτούσια την
απάντηση που έδωσα σε παραπλήσια ερώτηση που μου τέθηκε σε συνέντευξή μου στην
book press (9-5-2021): «Συγγραφικά μου πρότυπα παραμένουν κάποιοι βιωματικοί
λογοτέχνες αυτής της πόλης όπου ζω και με έχουν επηρεάσει με τη γραφή τους.
Ζώντες και τεθνεώτες. Και κάποιοι Αμερικανοί μυθιστοριογράφοι και
διηγηματογράφοι. Αναφέρομαι συχνά σ’ αυτούς και στο έργο τους και μέσα από τα
κριτικά μου δοκίμια στην book press, οπότε είναι εύκολο να ανακαλύψετε τα
ονόματά τους ανατρέχοντας στις συνεργασίες δέκα σχεδόν χρόνων. Με κάποιους εξ
αυτών η σχέση μου είναι εμμονική. Αποτελούν σημεία αναφοράς για μένα και συχνά
–άθελά τους–, βάζουν τον συγγραφικό πήχη στο σωστό ύψος για να ανταποκριθώ στην
πρόκληση να τους φτάσω. Το αν τα καταφέρνω, είναι άλλη ιστορία». Τώρα αναφορικά
με τη μετατόπισή μου από το έργο των «προδρόμων» μου, θα μπορούσα να πω πως
αυτή έγκειται στη δημιουργική υπονόμευση και στη γόνιμη παραμόρφωση του
βιώματος από μεριάς μου, με ολοένα και περισσότερες δόσεις μυθοπλασίας.
4.Ο Περικλής Σφυρίδης
ήταν από τους πρώτους λογοτέχνες που διέκριναν το συγγραφικό σας ταλέντο και το
επεσήμαναν στην κριτικογραφία τους. Μπορούμε να πούμε ότι λειτούργησε ως
μέντορας, στα πλαίσια μιας άτυπης μαθητείας;
Τον Περικλή Σφυρίδη τον
γνωρίζω πάνω από μισό αιώνα, από παιδάκι, ήταν ο οικογενειακός γιατρός του
σπιτιού μας, στο Χαριλάου. Χάρη σ’ αυτόν πρωτοξεκίνησα το συγγραφικό ταξίδι,
πριν από 31 χρόνια, δημοσιεύοντας στην «Παραφυάδα» ανέκδοτο διήγημα, που εκείνος
επέλεξε μεταξύ άλλων κειμένων μου. Διατηρούμε πάντα φιλική και λογοτεχνική
σχέση. Δεν συμφωνούμε πάντα σε όλα, αλλά υπάρχει μεταξύ μας αμοιβαία εκτίμηση
και θερμή φιλία. Υπήρξε πράγματι μια περίοδος μαθητείας μαζί του, περίοδος
γόνιμη και χρήσιμη για μένα. Παράλληλα έγραψα κι εγώ κείμενα για δικά του
βιβλία. Ακόμη του στέλνω κείμενά μου να τα κοιτάξει, πριν αυτά οδηγηθούν σε
εκδότες, κι εκείνος μου στέλνει τα δικά του αδημοσίευτα κείμενα για να του πω
τη γνώμη μου. Τον Σφυρίδη πάντα θα τον εκτιμώ και θα τον σέβομαι, τον νιώθω σαν
δικό μου άνθρωπο. Κι αυτή μας η φιλία και αλληλοεκτίμηση υλοποιήθηκε συγγραφικά
και με τη συζήτησή μας Αποκούμπι στην κουβέντα με τον Περικλή Σφυρίδη, που
τυπώθηκε το 2010 από το Μπιλιέτο.
5. Συνεχίζετε την
παράδοση της Θεσσαλονίκης στη βιωματική πεζογραφία, καθώς οι περισσότερες
ιστορίες σας εκκινούν από τη –σχεδόν αυτοβιογραφική– αφήγηση της
πραγματικότητας. Ωστόσο, κατορθώνετε, να μη λιμνάζουν τελικά οι ιστορίες σας
στην προσωπική και επικαιρική πρώτη ύλη τους, αλλά να ανάγονται σε κάτι
ευρύτερο και διαχρονικό. Θα ήθελα ένα σχόλιο πάνω σε αυτό.
Ελπίζω να είναι έτσι τα
πράγματα, όπως τα λέτε. Δηλαδή η προσωπική μου περιπέτεια να ανάγεται, διά της
γραφής, σε κάτι ευρύτερο και διαχρονικό. Αυτό, όμως, δεν μπορώ να το πω εγώ,
κάποιοι άλλοι σχολιαστές ή κριτικοί θα αποφανθούν αν έτσι είναι όντως τα πράγματα,
και ο τελικός κριτής επ’ αυτού θα είναι ο χρόνος. Απλώς να επισημάνω, γενικώς,
δύο πράγματα για καλύτερο ξεκαθάρισμα των πραγμάτων: Πρώτον, η καλή
αυτοβιογραφία μπορεί να είναι και καλή λογοτεχνία. Μια γλαφυρή, γοητευτική
αφήγηση αυτοβιογραφικού περιεχομένου μπορεί να κεντρίσει τον αναγνώστη
περισσότερο από ένα νεωτερικού τύπου βιβλίο, ακόμη κι αν δεν εκπέμπει
συλλογικά, διαχρονικά μηνύματα κτλ. Οι καλοί αφηγητές-παραμυθάδες πάντα
γοήτευαν και γοητεύουν τον αναγνώστη. Δεύτερον, θα πρέπει να ξεφύγουμε κάποτε
από τη στενή έννοια του όρου «βιωματικότητα», αφού το βίωμα, ως ευρεία έννοια,
εμπεριέχει τα βιώματά μας, τα βιώματα τρίτων, τα διαβάσματά μας, τα όνειρά μας,
τις φαντασιώσεις μας, μέχρι και τις επινοήσεις μας. Υπό αυτό το πρίσμα, και
εγώ, μαζί με μια πλειάδα άλλων συγγραφέων, γράφω βιωματική πεζογραφία.
6. Σε γενικές γραμμές,
το αφηγηματικό σας στίγμα καθορίζεται από την απλότητα και τον ρεαλισμό στην
αφήγηση των ιστοριών, με έμφαση στις εσωτερικές, ψυχολογικές περιπέτειες των
απλών, καθημερινών σας ηρώων. Οι εκφραστικοί εντυπωσιασμοί, οι επιτηδευμένες
λεξιλογικές επιλογές, οι αφηγηματικοί πειραματισμοί και οι λυρικές εξάρσεις
σχεδόν εκλείπουν. Πώς προκύπτουν αυτές οι επιλογές και ποιες αρετές πιστεύετε
ότι προσδίδουν στο έργο σας;
Πιστεύω πως καλώς
εκλείπουν αυτά που επισημάνατε, γιατί, κατά τη γνώμη μου πάντα, ο εκφραστικός
εντυπωσιασμός, το επιτηδευμένο, πάλι χάριν εντυπωσιασμού, λεξιλόγιο, οι
ποικίλοι εξεζητημένοι αφηγηματικοί πειραματισμοί και αυτό που αποκαλείτε εσείς
«λυρικές εξάρσεις», εκτός του ότι δεν μου ταιριάζουν ως προς το ύφος, δεν είναι
στοιχεία καλής λογοτεχνίας. Όσο για την απλότητα του ύφους, τη λιτότητα, τη
σαφήνεια και την αμεσότητα της γραφής, αυτά, ναι, είναι πλεονεκτήματα, και
μάλιστα δυσκολοκατάκτητα για έναν συγγραφέα. Μπορεί απαντώντας σας έτσι να
ευλογώ, κάπως, τα γένια μου, αλλά αυτά που αναφέρατε πως με χαρακτηρίζουν
(αφηγηματικό ρεαλισμό, απλότητα ύφους) τα θεωρώ προνόμια, ενώ αυτά που βρήκατε
πως μου λείπουν, κατά κάποιον τρόπο, τα θεωρώ μειονεκτήματα στη γραφή. Πάντως
κάθε συγγραφέας έχει το προσωπικό του ύφος και τα δικά του αφηγηματικά
χαρακτηριστικά, που μπορεί να δένουν με την όλη προσωπικότητα και με το ταλέντο
του. Όσο για τους ήρωές μου: στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απλοί
άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, με τα προβλήματα
και τις ελπίδες τους, τα άγχη και τις αγωνίες τους.
7. Στο –μικρότερο σε
έκταση– ποιητικό σας έργο ακολουθείτε τον ποιητικό ρεαλισμό της σχολής της
Διαγωνίου, κατ’ αντιστοιχία με τη ρεαλιστική πεζογραφία σας. Ποια στοιχεία του
ποιητή επηρεάζουν τον πεζογράφο και αντίστροφα;
Θα πρέπει να γνωρίζετε
πως εμφανίστηκα πρώτα (με διαφορά μόλις ενός μήνα για την ακρίβεια) ως ποιητής
από το περιοδικό «Το Τραμ» (τεύχος 15, Νοέμβριος 1990), και κατόπιν ως
πεζογράφος, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους από την «Παραφυάδα». Βέβαια, με
εξαίρεση την ποιητική συλλογή μου Ντόρτια (2012), όλα τα υπόλοιπα βιβλία
μου είναι πεζογραφικά. Στα πεζά μου κείμενα και στα ποιήματα (πέρα από το
στοιχείο του ρεαλισμού, που σωστά επισημάνατε) υπάρχει κάτι το αλληλένδετο: τα
πεζά μου, αρκετά από τα πεζά μου, έχουν συχνά ποιητικότητα ή κάποιο ποιητικό
ξεπέταγμα στο επιμύθιό τους, ενώ τα ποιήματά μου, στη συντριπτική τους
πλειοψηφία είναι πεζολογικά. Σταματώντας να γράφω ποιήματα, μετέφερα τρόπον
τινά την ποιητικότητα της γραφής μου σε αρκετά διηγήματα ή νουβέλες μου, κάτι
που δείχνει πως δεν ξεμπέρδεψα με την ποίηση οριστικά, γιατί δεν γλιτώνει
κανείς εύκολα από τα πλοκάμια της. Αυτό ακριβώς επισημαίνω και ο ίδιος σε ένα
μικρό ποιητικό μου δοκίμιο που τιτλοφορείται «Οι λέξεις». Το δοκίμιο αυτό
κλείνει με τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του αφηγητή πως οι λέξεις της ποίησης
δεν θα τον αφήσουν ήσυχο, αλλά πάλι θα επιστρέψουν, επιδιώκοντας να
αξιοποιηθούν από τον ίδιο, με το να γράψει κάποτε ένα άρτιο ποίημα. Αυτά περί
σχέσης ποιήσεως και πεζογραφίας. Να πω κι αυτό, που δείχνει τον άρρηκτο δεσμό
ποίησης και πεζού λόγου σε μέρος του έργου μου: Ο Τόλης Νικηφόρου θεωρεί τα
μικρά πεζά του βιβλίου μου Μικρό παιδί σαν ήμουνα… ατόφια ποιήματα. Πιστεύει,
δηλαδή, πως έχω γράψει τελικά δύο ποιητικές συλλογές και όχι μία!
8. Ποίηση, μικρό πεζό,
διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, δοκίμιο. Έχετε περάσει από όλα σχεδόν τα είδη
του λογοτεχνικού λόγου. Σε ποια δική σας εσωτερική ανάγκη έκφρασης αντιστοιχεί
το καθένα; Ποιες οι ιδιαιτερότητες του κάθε είδους, που καλείστε να διαχειριστείτε;
Όπως είπα και σε άλλη σας
ερώτηση, το ίδιο το κείμενο θα μου υποδείξει τη μορφή με την οποία τελικά θα
λάβει σάρκα και οστά. Αν θα γίνει δηλαδή διήγημα, νουβέλα, μικρό πεζό ή
μυθιστόρημα. Τώρα, κάθε μορφή λόγου έχει τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις του. Δοκιμάστηκα,
όπως είπατε, σε όλες τις μορφές του λόγου. Θαυμάζω, παράλληλα, άλλους
συγγραφείς που εμμένουν πεισματικά μόνο σε ένα είδος λόγου –μερικοί μάλιστα
διαπρέπουν σ’ αυτό. Ύστερα από τριάντα και βάλε χρόνια ασχολίας με τη γραφή
καταλήγω πως το είδος του λογοτεχνικού λόγου που είναι το πιο απαιτητικό, αλλά
και που, προσωπικά, μου δίνει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, τόσο ως προς τη γραφή
του και όσο και ως προς την ανάγνωσή του, είναι αυτό του διηγήματος. Είτε
μικρής είτε μεγαλύτερης έκτασης. Ίσως γιατί η πόλη μου, η Θεσσαλονίκη, αλλά και
η Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, έβγαλε και βγάζει σπουδαίους διηγηματογράφους, που
τους διάβαζα και συνεχίζω να τους διαβάζω φανατικά. Επιπλέον, το διήγημα είναι
ένα είδος στο οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί περισσότερο απ’ όσο στο μυθιστόρημα η
όποια ποιητική μου σκευή, αφομοιωμένη σε μικρής έκτασης κείμενο.
9. Το Μποέμ και
Ρικάρντο (εκδ. Κέδρος, 2018) είναι ίσως είναι η πιο πειραματική αφηγηματική
σας προσπάθεια, όπου συνδυάζονται διάφορες αφηγηματικές τεχνικές και
εναλλάσσονται η πραγματικότητα με τη φαντασία. Σ’ αυτό το βιβλίο αναγνωρίζει
κανείς έναν οργουελιανό δυστοπικό ρεαλισμό συνταιριασμένο με έναν
λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό. Πώς προέκυψε το συγκεκριμένο έργο ως
έμπνευση και τελική δημιουργία;
Ωραίες οι επισημάνσεις
σας γι’ αυτό το βιβλίο μου και σας ευχαριστώ για την σωστή ανάγνωση που έχετε
κάνει. Το βιβλίο αυτό προέκυψε το καλοκαίρι του 2017, η σπίθα του άναψε στην
παραλία της Νέας Φώκαιας Χαλκιδικής, ένα ζεστό μεσημέρι, παρατηρώντας έναν απίθανο
μπόμπιρα, έξι-επτά ετών, που συνέλεγε βότσαλα από τη θάλασσα, τα ταχτοποιούσε
σχολαστικά κατά μέγεθος πάνω στην άμμο και τους έδινε διάφορα απίθανα ονόματα,
φυτών, δέντρων ή ζώων. Έτσι γεννήθηκε ο Ρικάρντο Σιμόες, με διεργασίες ψυχικές
και πνευματικές, κατά βάση, αδιευκρίνιστες. Μια ταινία που είδα στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την ίδια χρονιά, η ισπανικής παραγωγής ταινία «Το
κίνητρο», που σατίριζε εμφανώς το φαινόμενο της «Δημιουργικής γραφής» (όρα
«πληρώνω και γίνομαι συγγραφέας») και όσους διδάσκουν σε τέτοια σεμινάρια (στη
χώρα μας αυτού του είδους οι κριτικές επισημάνσεις αποτελούν ακόμη ταμπού)
ολοκλήρωσε αυτό που λέτε «έμπνευση» και, έτσι, άρχισα να γράφω. Φυσικά μέσα
στις σελίδες, όπως θα έχετε ήδη διαπιστώσει, υπάρχει και η μεγάλη μου αγάπη μου
για τον Παπαδιαμάντη αλλά και για τον πεθαμένο μου παππού (δύο από τις
συγγραφικές εμμονές μου). Κατά μυστηριώδη τρόπο η ταινία, το μικρό αγόρι της
παραλίας, ο παππούς Γιώργος και ο Μποέμ-Παπαδιαμάντης χτυπήθηκαν στο μίξερ της
συνείδησής μου και προέκυψαν οι τρεις νουβέλες και η μία συνάντηση. Που
πράγματι είναι η πιο πειραματική αφηγηματική μου προσπάθεια, όπως σωστά τη
χαρακτηρίσατε. Πάντως, προσωπικά, κι αυτό το βιβλίο μου το θεωρώ βιωματικό.
Ίσως περισσότερο κι από τα υπόλοιπα.
10. Παράλληλα με τη
λογοτεχνία κριτικογραφείτε, παλιότερα σε έντυπα περιοδικά και τα τελευταία
χρόνια στην ιστοσελίδα bookpress. Η κριτικογραφία σας διακρίνεται από την ίδια
απλότητα και σαφήνεια που έχει και το λογοτεχνικό σας έργο, ενώ εστιάζετε και
στα δομικά στοιχεία των κρινόμενων βιβλίων. Με ποια κριτήρια επιλέγετε ένα
κρινόμενο βιβλίο και με ποια μέθοδο το προσεγγίζετε;
Έχετε δίκαιο, η απλότητα
(όχι απλοϊκότητα) και η σαφήνεια, εκτός από στοιχεία που χαρακτηρίζουν (μεταξύ
άλλων) τη γραφή μου, χαρακτηρίζουν και το μέτρο επιλογής βιβλίων με τα οποία θα
ασχοληθώ για σχολιασμό. Αυτά τα βιβλία με κερδίζουν, γιατί είναι πια και
δυσεύρετα. Στην σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφική παραγωγή τα βρίσκω, πλέον, με
το σταγονόμετρο. Μεγάλο μέρος της κλασικής αλλά και της σύγχρονης αμερικανικής
λογοτεχνίας έχουν το στοιχείο της αφηγηματικής απλότητας, αμεσότητας, σαφήνειας
κα λιτότητας στη γραφή τους, γι’ αυτό ίσως γράφω και σχολιάζω συχνά Αμερικανούς
λογοτέχνες. Τώρα, αναφορικά με τη μέθοδο: Θεωρώ υποχρέωσή μου αρχικά να έχω
διαβάσει καλά το βιβλίο που συστήνω ή παρουσιάζω (μη το θεωρείτε αυτονόητο ότι
συμβαίνει πάντα). Επίσης θεωρώ αναγκαία την αναφορά σε πληροφοριακό υλικό
αναφορικά με την υπόθεση του βιβλίου ή με τον συγγραφέα ή και με τα δύο μαζί.
Θεωρώ αναγκαίο τον συσχετισμό του παρουσιαζόμενου βιβλίου με άλλο ή με άλλα
βιβλία του ίδιου συγγραφέα ή άλλων συγγραφέων. Τέλος, θεωρώ απαραίτητο και το
να πάρω οπωσδήποτε θέση αν τελικά αυτό για το οποίο μιλάω αξίζει να διαβαστεί ή
όχι, πού πάσχει το βιβλίο, αν πάσχει, γιατί μας κερδίζει, αν είναι άρτιο. Δεν
συμφωνώ με τις αγιογραφίες και τους σχολιασμούς βιβλίων όπου ο αναγνώστης,
διαβάζοντάς τες, μαθαίνει μόνο τις σκέψεις (ενίοτε ποιητικές) του σχολιαστή για
το βιβλίο, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα. Δυστυχώς, σημαντικό μέρος της εδώδιμης
κριτικής αφορά λογοτεχνικές θεωρίες που υποστηρίζει ο κριτικός και ατέλειωτες
γενικόλογες ιδέες, υπό τύπου ποιητικού δοκιμίου, που δεν αφορούν το βιβλίο.
Αυτό το πράγμα εμένα δεν με αφορά. Δε μ’ ενδιαφέρει δηλαδή η έμπνευση και ο
ποιητικός οίστρος που έχει ο κριτικός διαβάζοντας ένα βιβλίο, μ’ ενδιαφέρει το
βιβλίο αυτό καθ’ αυτό.
11. Πώς θα έκρινε ο
βιβλιοκριτικός Παναγιώτης Γούτας τον λογοτέχνη εαυτό του;
Με σημερινή, ωριμότερη
ματιά, ο σχολιαστής Γούτας θα επέπληττε κάποιες φορές τον λογοτέχνη Γούτα για
κάποιες αστοχίες του παρελθόντος (π. χ. για την αφηγηματική ομοιομορφία των
προσώπων στη Ρεβάνς, εκείνο το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα του 2014, όπου η
κάθε φωνή από τις έξι ή επτά του βιβλίου, δεν είχε αποκτήσει ευκρινώς τα δικά
της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή για την κάπως πολύπλοκη και δαιδαλώδη απόληξη
του μυθιστορήματός του Πάντα είναι Αύγουστος), από την άλλη θα εύρισκε
και πολλά θετικά στοιχεία σε πολλά του βιβλία (ή και ολόκληρα βιβλία), άξια
σχολιασμού και επιβράβευσης. Ωστόσο, θα φρόντιζα ο βιβλιοκριτικός, όπως με
χαρακτηρίζετε, να μην είναι ιδιαίτερα κολακευτικός απέναντι στον συγγραφέα, για
να μην πάρουν τα μυαλά του τελευταίου αέρα. Θέλω, όμως, να σας αποκαλύψω πως,
τις περισσότερες φορές, οι συγγραφείς είναι οι χειρότεροι κριτικοί και
σχολιαστές των ίδιων των βιβλίων τους. Ακόμη κι αν διαθέτουν τον τίτλο του
κριτικού ή του σχολιαστή για τα βιβλία των άλλων.
12. Επανέρχομαι στο Μποέμ
και Ρικάρντο, όπου μέσα από την παρουσία του «Μποέμ»/Παπαδιαμάντη
αμφισβητείται ο ρόλος του πανεπιστημιακού κόσμου και των κοινωνικών δικτύων στη
λογοτεχνική παραγωγή. Είναι τελικά θετικό ή αρνητικό το πρόσημο της συμβολής
τους στο σύγχρονο λογοτεχνικό γίγνεσθαι;
Η κακή χρήση, ο κίνδυνος
της υπερέκθεσης και η α-νοησία των κοινωνικών δικτύων, στα οποία ένας
συγγραφέας μπορεί να έχει τρεις και τέσσερις χιλιάδες φίλους ή ακολούθους
(αλήθεια, πότε προλαβαίνει και γράφει; αναρωτήθηκε ο Μποέμ στο βιβλίο), τους
οποίους δεν έχει δει εξ όψεως ούτε μία φορά, και η αρνητική στάση κάποιων
πανεπιστημιακών κύκλων που, βασισμένοι αποκλειστικά σε λογοτεχνικές θεωρίες,
αφυδατώνουν τη λογοτεχνία, ελέγχοντας την ιδεολογία των κειμένων και
ακυρώνοντας ή βάζοντας στο περιθώριο έναν Παπαδιαμάντη, λειτουργώντας ως
σύγχρονοι «κειτούκειτοι», σαφώς και θίγονται στο βιβλίο που αναφέρατε, όμως δεν
αποτελούν την καρδιά αυτού του βιβλίου. Καρδιά και ψυχή του Μποέμ και Ρικάρντο
είναι η, διά του Παπαδιαμάντη, του Ρικάρντο Σιμόες και του παππού μου Γιώργου
Τραπακούρα, διαχρονική και σωτήρια για τον κόσμο ανθρώπινη (και συγγραφική)
ειλικρίνεια και αθωότητα.
13. Στη συλλογή μικρών
πεζών Μικρό παιδί σαν ήμουνα… (εκδ. Μπιλιέτο, 2013) καταθέτετε σε
πρωτοπρόσωπη αφήγηση την εμπειρία του δασκάλου. Θεωρείτε ότι οι ιδιότητες του
συγγραφέα και του εκπαιδευτικού –τις οποίες συνδυάζετε και ο ίδιος– είναι
συγκοινωνούντα δοχεία; Ο ένας ρόλος μπορεί να διεισδύσει και να προσφέρει στον
άλλον;
Το «…κι ο δάσκαλος
ποιητής και τα βιβλία να είναι σαν κρίνα» του Παλαμά, σήμερα φαντάζει σαν ένας
μακρινός, ανεπίκαιρος λυρισμός. Νομίζω πως δεν έχει βάση στην εποχή μας. Ένας
δάσκαλος, που σήμερα, κατά βάση, είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, δεν είναι απαραίτητο να είναι
πεζογράφος ή ποιητής, ωστόσο, άθελά του, εκτίθεται επί χρόνια στην ποίηση των
μικρών παιδιών. Γιατί το σύμπαν των μικρών παιδιών ξεχειλίζει από ποίηση. Αν
έχει την ευαισθησία και τη διάθεση να σκύψει και να υποκύψει σ’ αυτήν την
ποίηση –πρωτίστως να τη διακρίνει–, ίσως γράψει και μερικά ποιήματα ή μικρά
πεζά γι’ αυτό, όπως συνέβη και με μένα, με τη συλλογή που αναφέρατε. Δεν ξέρω
αν αυτοί οι δύο ρόλοι, του δασκάλου και του λογοτέχνη, είναι συγκοινωνούντα
δοχεία. Ίσως δεν θα πρέπει να είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Στην καλή εκδοχή, ο
δάσκαλος εμφορείται από την ποίηση των μικρών παιδιών και δημιουργεί. Στην κακή
εκδοχή, μεταφέρει όλα τα «πρέπει» και «επιβάλλεται» της εργασίας του στο
συγγραφικό του έργο, οπότε τα δημιουργήματά του βρίθουν ηθικολογίας και
ψυχαναγκασμού. Κι αυτό, πάλι, μόνο αν γράφει. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα
ευαίσθητων και ταλαντούχων εκπαιδευτικών που διαβάζουν και γράφουν βιβλία. Αυτούς τους υπολήπτομαι και τους εκτιμώ.
Υπάρχει άλλη μια μερίδα δασκάλων, φοβάμαι πολυπληθέστερη, που δεν διαβάζουν
καθόλου, πόσο μάλλον να γράψουν ή να συγγράψουν. Δεν τους κακίζω, δεν είναι
υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Σε τελική ανάλυση είναι θέμα χαρακτήρα και
ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, το επάγγελμα αυτό καθ’ αυτό, το όποιο επάγγελμα, δεν
παίζει και σπουδαίο ρόλο.
14. Η ανθρωπογεωγραφία
της Θεσσαλονίκης αποτελεί διαρκή πηγή έμπνευσης και είναι πάντα παρούσα στο
έργο σας, φωτισμένη άλλοτε κάτω από ένα απαλό νοσταλγικό φως και άλλοτε μέσα
από τα αδρά περιγράμματα μιας σκληρής πραγματικότητας. Ιδωμένη μέσα από τον
λογοτεχνικό σας φακό, πώς βλέπετε τη γενέθλια πόλη σας να μεταμορφώνεται τις
τελευταίες δεκαετίες;
Σε κάποια βιβλία μου,
ιδίως στα πρώτα μου, «φώτισα» λογοτεχνικά, όπως λέτε, την παλιότερη
Θεσσαλονίκη, που παρά τις ατέλειές της, τις ελλείψεις της και τη φτώχεια της,
διατηρούσε ως πόλη μιαν αγνότητα, μια γλυκύτητα, μια ηρεμία και μια
αξιοπρέπεια. Κατέγραψα και σκηνές της σύγχρονης πόλης, τη μετάβαση από τα
χαμηλά σπίτια και την αντιπαροχή στις πολυκατοικίες (Το ίδιο έργο της ζωής
μου), τη ζωή στις πολυκατοικίες (Γυναίκα στις δύο και μισή) ή την
σύγχρονη σκληρή της πραγματικότητα, κυρίως μέσα από διηγήματα των τελευταίων
χρόνων. Στο τελευταίο μου βιβλίο (Η εγγύτητα των πραγμάτων) η πόλη,
βοηθούσης και της πανδημίας, έχει αποκτήσει ένα εφιαλτικό προσωπείο, στους
δρόμους, στα συνοικιακά μαγαζιά, στα νοσοκομεία, στα κοιμητήρια, παντού.
Ανεξάρτητα του πώς παρουσιάζω την πόλη στα βιβλία μου και την αργά κλιμακούμενη
μεταμόρφωσή της, η σημερινή Θεσσαλονίκη μού είναι απωθητική. Μπορεί να
συμβαίνουν καινούρια και φρέσκα πράγματα στη μουσική, στη λογοτεχνία, στα
θεάματα, μπορεί η νεολαία να έχει ιδέες και να τις υλοποιεί, όμως η Θεσσαλονίκη
παραμένει μια μεγάλη επαρχιούπολη, μίζερη, δυσκίνητη, συντηρητική, φοβική, όπου
οι πολιτικοί της, η εκκλησία και το κοινωνικό της δυναμικό, συνεργαζόμενα κατά
«αξιοθαύμαστο» τρόπο, την κρατούν χρόνια πίσω από τη σύγχρονη πραγματικότητα
και τις ανάγκες της σημερινής εποχής. Μπορεί σ’ αυτήν εδώ την πόλη να δίνουν
παραστάσεις η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ή ο Γιαν Γκάρμπαρεκ, όμως απλές συμβάσεις
κοινωνικής συμβίωσης, όπως η τήρηση των ωρών κοινής ησυχίας στα διαμερίσματα, η
τήρηση των σηματοδοτών στις διαβάσεις και η μη παραβίαση των λωρίδων για τους
ποδηλατιστές από τροχοφόρα ή δίτροχα δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί. Η Θεσσαλονίκη,
εν ολίγοις, καμώνεται τη μεταμοντέρνα, δίχως να έχει μπορέσει ποτέ της να γίνει
μοντέρνα.
15. Στην τελευταία
συλλογή διηγημάτων σας, Η εγγύτητα των πραγμάτων (Νησίδες, 2021),
σκιαγραφούνται ανθρώπινοι χαρακτήρες, συμπεριφορές και ψυχοσυνθέσεις τον καιρό
της πανδημίας. Ποιες δομικές αλλαγές θεωρείται ότι επέφερε στον ανθρώπινο
ψυχισμό η εμπειρία της κοινωνικής απομόνωσης λόγω της πανδημίας;
Η πανδημία covid-19, που
περάσαμε και περνάμε, δεν προκάλεσε απλώς ιογενή πνευμονία σε αρκετούς
συνανθρώπους μας, οδηγώντας κάποιους εξ αυτών στον θάνατο, αλλά υπήρξε κάτι
βαθύτερο, κρυφό και ύπουλο, αφού αλλοίωσε ανθρώπινες προσωπικότητες και
διατάραξε τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι περιπτώσεις βίας αυξήθηκαν κατακόρυφα,
όπως και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη πολλών οικογενειών. Οι άνθρωποι έγιναν
αγχώδεις και επιθετικοί, και, βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης, έκλεισαν
επιχειρήσεις, κατέρρευσαν νοικοκυριά. Αυτή όμως η απόσταση από πρόσωπα και
πράγματα που κρατήσαμε (για όσους ήταν αυτό εφικτό), είχε ως επακόλουθο την
ανάπτυξη μιας άλλου τύπου εγγύτητας, που δεν έχει καμία σχέση με την παλιότερη
εγγύτητα των κοινωνικών δικτύων και της αλόγιστης επικοινωνίας. Ειδικά την
περίοδο της καραντίνας συνειδητοποιήσαμε τα όριά μας, εμβαθύναμε στην ύπαρξή
μας, αγγίξαμε κάπως τη βαθύτερη γνώση των πραγμάτων. Αυτό, πιστεύω, ήταν το
θετικό από όλη αυτή τη θλιβερή ιστορία της πανδημίας, και αυτό προσπάθησα να
εκμεταλλευτώ συγγραφικά με τα είκοσι ένα διηγήματα του βιβλίου. Ιχνηλάτησα
δηλαδή τα όρια κάποιων ανθρώπων στην κρίσιμη καμπή της ζωής τους, παράλληλα
όμως ιχνηλάτησα και τα όρια της γραφής, που, σε περιστάσεις όπως η πανδημία ή
μια γενικευμένη οικονομική κρίση, λειτουργεί ως βακτηρία κι αποκούμπι.
16. Πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορεί να υπηρετήσει
ένας συγγραφέας αξιοπρεπώς την τέχνη του σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης,
καταναγκαστικού εγκλεισμού, εκδοτικής πληθώρας και αναγνωστικού ελλείμματος;
Όλα αυτά που αναφέρατε
πράγματι αποτελούν εμπόδιο και τροχοπέδη στη συγγραφή και στη δημιουργία εν
γένει, ιδίως τα δύο πρώτα. Η εκδοτική πληθώρα και το αναγνωστικό έλλειμμα
είναι, πάλι, άλλου τύπου ζητήματα, που συσκοτίζουν και αποπροσανατολίζουν τα
πράγματα. Με τη σημερινή ευκολία τού να γίνονται όλοι συγγραφείς, με ποικίλους
τρόπους, ο αναγνώστης, ο μη υποψιασμένος, δυσκολεύεται συχνά να διαχωρίσει την
ήρα από το σιτάρι. Το αναγνωστικό κοινό, πάλι, είναι περιορισμένο. Το βιβλίο,
φαίνεται, πως, κατά τους εκάστοτε κυβερνώντες, δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης –
το διαπιστώσαμε στην περίοδο της καραντίνας με τα κλειστά βιβλιοπωλεία και τα
ανοιχτά σουβλατζίδικα ή ψιλικατζίδικα. Όμως ο συγγραφέας οφείλει να γράψει,
γιατί αυτό είναι και ένα είδος άμυνας απέναντι σε αντίξοες συνθήκες και
καταστάσεις που αντιμετωπίζει. Όταν η συγγραφή τού έχει γίνει τρόπος ζωής, ο
συγγραφέας δεν θα υπολογίσει ούτε πανδημία, ούτε οικονομική κρίση ούτε τίποτα.
Θα γράψει πάλι, έστω με εμπόδια και με ψυχική ή οικονομική εξουθένωση, γιατί
έτσι έμαθε να ζει, γιατί η γραφή είναι η ζωή του και η ανάσα του. Άλλωστε
σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γράφτηκαν σε καιρό επιδημιών ή
οικονομικής κρίσης.
17. Κλείνοντας, θα
ήθελα ένα πολύ σύντομο σχόλιο, σχεδόν επιγραμματικό, για το τι αντιπροσωπεύει
για τον, συγγραφέα και άνθρωπο, Παναγιώτη Γούτα κάθε του βιβλίο:
Τα λάφυρα του Αυγούστου,
αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2001: το άρωμα των χαμένων καλοκαιριών μας που
επιμένουν επιστρέφοντας
Το ίδιο έργο της ζωής μου, αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2002: η παλιά γειτονιά, οι σαλοί του Χαριλάου του ’70, η πορεία από την ηρεμία και την αξιοπρέπεια προς την αντιπαροχή των αξιών και της ζωής μας, με αντίτιμο ένα κλουβί-διαμέρισμα και πυρωμένη άσφαλτο για τα τροχοφόρα
Η ρεβάνς,
μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2004: φοιτητικά αδιέξοδα· έρημα καφενεία και
καλντερίμια της Κομοτηνής του 1980 · οι
προβολές των παλιών νεανικών αδιεξόδων στο εγγύς μέλλον
Γυναίκα στις δύο και μισή,
μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006: γυναίκες της διπλανής πόρτας ·
απεγνωσμένοι έρωτες με το αντικείμενο του πόθου · η γεύση της μοναξιάς μετά το
τέλος μιας σχέσης
Ενός καφέ μύριοι έπονται,
αφήγημα, Νησίδες, 2010: ενηλικίωση και ωρίμανση με τη γεύση του καφέ πάντα στα
χείλη · ο καφές ως ελιξίριο νεότητας, μνήμης και ζωής, αλλά και ως συγγραφικό
ελιξίριο
Αποκούμπι στην κουβέντα
με τον Περικλή Σφυρίδη, προσωπική αφήγηση, Μπιλιέτο, 2010:
απλή, φιλική, διαφωτιστική συζήτηση με έναν σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων μας
Πάντα είναι Αύγουστος,
μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2011: η αλλοτρίωση ανθρώπων που, πριν μισό
αιώνα, παίζανε στις αλάνες με κοντά παντελονάκια, και ενήλικοι, πλέον,
συναντιούνται δίχως να έχουν να πουν μεταξύ τους κάτι το ουσιαστικό
Διεισδύσεις στα βιβλία
των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011),
Νησίδες, 2011: μια επισκοπική ματιά σε
βιβλία και εκδόσεις, αναφορικά με τη δεκαετία 2000-2010, και όχι μόνο, από έναν
επαρκή (θέλω να πιστεύω) αναγνώστη και όχι θεωρητικό της λογοτεχνίας
Ντόρτια,
Ποιήματα των Φίλων, 2012: ποιήματα ολιγόστιχα, κατανοητά, που συμπλέουν με το
«το απλό είναι και δύσκολο» της τάσης της «Διαγωνίου»
Μικρό παιδί σαν ήμουνα…,
μικρά πεζά, Μπιλιέτο, 2013: η ποίηση που αναβλύζει από τα μικρά παιδιά, στα
μίζερα σχολεία της ελληνικής επικράτειας
Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, διηγήματα, Κέδρος, 2015: διηγήματα μιας εικοσιπενταετίας, βασισμένα πάνω στο τρίπτυχο μουσική τζαζ-παθήσεις σώματος και ψυχής-οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις και αδιέξοδα
Μποέμ και Ρικάρντο,
τρεις νουβέλες και μία συνάντηση, Κέδρος, 2018: η αγνότητα του Παπαδιαμάντη, η
δύναμη της αθωότητας των μικρών παιδιών και η συνεχής παρουσία του αγαπημένου
μου παππού στη ζωή μου, όλα συνταιριασμένα, σε μη ρεαλιστικό φόντο, ως ενιαία
τρισυπόστατη ύπαρξη, που με καθορίζει ως άνθρωπο και ως συγγραφέα
Η εγγύτητα των πραγμάτων,
διηγήματα, Νησίδες, 2021: η εγγύτητα που εκλύεται από την απόσταση, λόγω
πανδημίας, από πρόσωπα και καταστάσεις · μια βύθιση στα μύχια της ανθρώπινης
συνείδησης, με αποκούμπι τη γραφή
Σας ευχαριστώ θερμά γι’
αυτή μας τη συνομιλία
(συνέντευξη του Παναγιώτη Γούτα στον Γιώργο
Δελιόπουλο, που περιλαμβάνεται στον αφιερωματικό τόμο Ο εγγύς των πραγμάτων
Παναγιώτης Γούτας, εκδ. Ρώμη, 2022)
●
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ
Π. ΓΟΥΤΑ
…Ο αφηγηματικός κόσμος του αναπτύσσεται με
σύντομα συνήθως επεισόδια που άλλοτε προέρχονται από αναμνήσεις του, και άλλοτε
από επινοημένες ιστορίες για έναν κύκλο καθημερινών, χωρίς ιδιαίτερες
αποκλίσεις, ανθρώπων, οι οποίοι, ωστόσο, κάπου κάπου αιφνιδιάζουν με τις
στοχαστικές τους αντιδράσεις. Οι γρήγορες στην εξέλιξη, ρεαλιστικές σκιαγραφήσεις
των ιστοριών συχνά δίνονται με μια έντονη χιουμοριστική διάθεση, αλλά, πάντοτε,
η ματιά του αφηγητή, πρωτοπρόσωπου ή αθέατου, αντικρίζει με τρυφερότητα και
συναισθηματική θερμότητα αυτόν τον «αφανή» κόσμο.
(Αλέξης Ζήρας, Λεξικό
νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ. 431)
●
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ
ΧΑΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
(η πεζογραφική
πορεία του Παναγιώτη Γούτα)
Ο Παναγιώτης Γούτας γεννήθηκε το 1962 στη
Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά και παιδαγωγικά. Σήμερα εργάζεται
στη δημόσια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά Τραμ,
Παραφυάδα, Οδός Πανός, Μπιλιέτο, Εντευκτήριο, Ένεκεν, Πάροδος, Πόρφυρας,
Παρέμβαση, diodos 66100, JAZZ & τζαζ. Επίσης είναι τακτικός συνεργάτης της
«Βιβλιοθήκης» τη Ελευθεροτυπίας.
Στα τέλη του 1989 και
στις αρχές του 1990 δημοσιεύει ποιήματα και ένα διήγημα στα λογοτεχνικά
περιοδικά Τραμ και Παραφυάδα. Το 2001 κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή αφηγημάτων Τα
λάφυρα του Αυγούστου από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ένα χρόνο μετά, το 2002,
κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις τη δεύτερη συλλογή αφηγημάτων με τίτλο Το
ίδιο έργο της ζωής μου. Αυτά τα δύο βιβλία μοιάζουν πολύ στη μορφή και το
ύφος: υπάρχει πάντα ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, η πλοκή είναι υποτυπώδης ενώ
οι ίδιες οι ιστορίες έχουν βιωματικό έως και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα· είναι
ακόμη έντονη η επίδραση από τη λογοτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης και του
κύκλου της Διαγωνίου – έστω και ασυνείδητα.
Πολλές από τις ιστορίες
των Λαφύρων του Αυγούστου αφορούν μνήμες από τα ξεκαλοκαιριάσματα του
αφηγητή στη Χαλκιδική· πολλές από τις ιστορίες προϋπήρξαν ως ποιήματα, κάτι που
συνέβη και με το Ίδιο έργο της ζωής μου. Και τα δύο βιβλία βρέθηκαν στη
μικρή λίστα των υπό βράβευση βιβλίων του περιοδικού Διαβάζω: το πρώτο
υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου και το δεύτερο για το
βραβείο διηγήματος.
Το 2004 κυκλοφορεί το
πρώτο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Γούτα με τον τίτλο Ρεβάνς από τις
εκδόσεις Μεταίχμιο. Το βιβλίο είναι πολυφωνικό καθώς την ιστορία αφηγούνται
επτά πρόσωπα, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης. Στο μυθιστόρημα έχουμε τη συνάντηση
δύο παλιών συμφοιτητών είκοσι δύο χρόνια μετά, μια συνάντηση που θα ξυπνήσει το
παρελθόν τους και θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις σχέσεις τους. Ο
συγγραφέας αξιοποιεί μνήμες και νεανικά βιώματα ως φοιτητής της Νομικής
Κομοτηνής, στην οποία έζησε από το 1980 έως το 1984. Το μυθιστόρημα βρίθει
πολλών νεωτερικών στοιχείων: υπάρχουν ημερολογιακές σημειώσεις· σελίδες
αλληλογραφίας· μέχρι κι ο εγκιβωτισμός μίας ολόκληρης ποιητικής συλλογής.
Ωστόσο διακρίνεται μία μονοτονία στην αφήγηση αφού δεν εντοπίζονται οι ιδιαιτερότητες
των μυθιστορηματικών προσώπων.
Το 2006 κυκλοφορεί το
δεύτερο μυθιστόρημα του Γούτα με τίτλο Γυναίκα στις δύο και μισή – αυτή
τη φορά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Σ’ αυτό το βιβλίο, μία γυναίκα γύρω στα
σαράντα, εγκλωβισμένη στα δεσμά ενός αποτυχημένου γάμου βρίσκει διέξοδο σε έναν
παράξενο και μοναχικό άντρα, που μένει στην απέναντι πολυκατοικία και
φιλοτεχνεί το πορτρέτο της. Η γυναίκα νιώθει ελεύθερη και δοτική τις
μεσημεριανές ώρες, εξ ου και ο τίτλος Γυναίκα στις δύο και μισή. Το
βιβλίο έχει σκηνοθετικό τρόπο γραφής με τη Θεσσαλονίκη να βρίσκεται στο φόντο
της αφήγησης: η πόλη με τις πολυκατοικίες, τις πρασιές αλλά και τα μυστικά της.
Για πρώτη φορά στο πεζογραφικό έργο του Γούτα γίνεται μια λογοτεχνική
προσπάθεια διείσδυσης στα μύχια της γυναικείας ψυχής – δύσκολο έργο για τους περισσότερους
άντρες συγγραφείς.
Μετά από τετραετή
εκδοτική αγρανάπαυση κυκλοφορεί το βιβλίο Ενός καφέ μύριοι έπονται από
τις εκδόσεις Νησίδες. Ο πρωταγωνιστής, Χάρης Σεμνός, alter ego του
Θεσσαλονικιού συγγραφέα, είναι ένας καφεϊνομανής παραμυθάς που του αρέσει να
αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής του, άλλοτε πικρά, άλλοτε χιουμοριστικά,
άλλοτε ξεκαρδιστικά και άλλοτε απελπισμένα. Επίσης μεταφέρει πολλά από τα
βιώματα του συγγραφέα· βιώματα διεσταλμένα πολλές φορές από τον παραμορφωτικό
καθρέφτη της λογοτεχνίας.
Το βιβλίο υφολογικά και
θεματικά συγγενεύει περισσότερο με τα δύο πρώτα βιβλία, τα Λάφυρα του
Αυγούστου και το Ίδιο έργο της ζωής μου σε βαθμό που να αποτελούν
μία άτυπη τριλογία. Ποικίλα τα θέματα του βιβλίου: η μνήμη, ο χρόνος, η φθορά,
το σύμπαν της παιδικής ηλικίας και το βόλεμα της μέσης ηλικίας, η διάψευση του
έρωτα, το συγγραφικό μπλοκάρισμα και οι αρρώστιες του σώματος και της ψυχής.
Από τις καλαίσθητες
εκδόσεις Μπιλιέτο κυκλοφορεί το 2010 το βιβλίο Αποκούμπι στην κουβέντα με
τον Περικλή Σφυρίδη, ένα βιβλίο που ανήκει εξ ημισείας στους δύο
συγγραφείς, με τον Παναγιώτη Γούτα να θέτει τις ερωτήσεις και να εκμαιεύει τις
απαντήσεις του Σφυρίδη.
Το 2011 τυπώνεται από τις
εκδόσεις Νησίδες και ένα βιβλίο με μελέτες και βιβλιοκρισίες. Αφορά το χρονικό
διάστημα 2003-2011 και ο τίτλος του είναι διπλός: ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΙΣ για το
πρώτο μέρος και ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ για το δεύτερο μέρος. Στο κομμάτι
των μελετών συναντούμε τους εξής τίτλους: «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης
(2000-2010)», «Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης», «Πέντε Θεσσαλονικιές
ποιήτριες», «Το κρεβάτι στη νεοελληνική ποίηση» και μια μελέτη για την «Ομάδα
του ΠΑΟΚ στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης». Στο κομμάτι των βιβλιοκρισιών έχουμε
42 λογοτεχνικές κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά και
ένθετα εφημερίδων.
Το 2011 κυκλοφορεί το
τελευταίο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Γούτα με τίτλο Πάντα είναι Αύγουστος.
Είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με δύο παράλληλες ιστορίες που συμβαίνουν τον
ίδιο Αύγουστο και με αφετηρία την ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη. Ορμώμενος από έναν
στίχο του Γιώργου Χρονά, ο συγγραφέας μπλέκει δύο αυτόνομες νουβέλες με ένα
κοινό πρόσωπο να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος γεγονότων και καταστάσεων. Ο
Αύγουστος του τίτλου είναι ένα σύμβολο, σύμβολο καταδίκης για τους
πρωταγωνιστές του βιβλίου καθώς και για ολόκληρη τη γενιά του ’80. Η
ψυχοσύνθεση αυτών τούς κάνει να μοιάζουν με ζώα δεμένα στον πάσαλο: δεν
ξεφεύγουν από την περιορισμένη ακτίνα δράσης που διαγράφει ο κύκλος, με τα
όνειρα μιας καλύτερης ζωής να βρίσκονται πάντα εκτός αυτής. Πάντα είναι
Αύγουστος για τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του συγγραφέα και κανείς
δεν μπορεί να ξεφύγει, ωστόσο όλοι προσπαθούν για το καλύτερο.
Αυτό το μυθιστόρημα αφορά
συνομηλίκους του συγγραφέα, όπως και όλα τα προηγούμενα· παίρνοντας όλα τα
βιβλία χρονολογικά, ένα προς ένα, φτιάχνουμε ένα μωσαϊκό της χαμένης γενιάς του
’80: πρώτα τα παιδικά χρόνια, μετά τα εφηβικά, στη συνέχεια τα φοιτητικά που
περιγράφονται στη Ρεβάνς, αργότερα το επάγγελμα του δασκάλου και η
συγγραφική ενασχόληση κι από εκεί στα αδιέξοδα των σημερινών πενηντάρηδων την
εποχή μιας κρίσης. Η πεζογραφική πορεία του Παναγιώτη Γούτα μοιάζει να
παρουσιάζει το χρονικό μιας χαμένης γενιάς· μόνο που όπως κάθε χαμένη γενιά,
έτσι και αυτή δεν έχει ήρωες θριαμβευτές αλλά μονάχα ηττημένους.
Πάνω απ’ όλα είναι ένα
μυθιστόρημα για τη χαμένη γενιά του ’80, με τον ίδιο τρόπο που και ο
Υπέροχος Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ είναι ένας ύμνος για μία άλλη χαμένη
γενιά· αυτήν της εποχής της τζαζ στις Ηνωμένες Πολιτείες του 1920, της
λεγόμενης και Jazzage, μιας εποχής, που όταν πέρασε, οι περισσότεροι ήταν πολύ
μεθυσμένοι για να θυμούνται. Έτσι, και το Πάντα είναι Αύγουστος είναι
ένα μυθιστόρημα μιας γενιάς που τα ήθελε όλα: αγάπη, εύκολο πλουτισμό, σεξ,
συντροφικότητα, καλή ζωή, απόδραση από τα καθημερινά. Και που τα απέκτησε
σχεδόν όλα, εκτός από το σημαντικότερο που ήταν πάντα η αγάπη.
(το κείμενο εκφωνήθηκε από τον Κώστα
Δρουγαλά στην παρουσίαση του Παναγιώτη Γούτα, στον τομέα ΜΝΕΣ του Α.Π.Θ.,
στις 20 Δεκεμβρίου 2011, καλεσμένος από τη Σωτηρία Σταυρακοπούλου∙ άλλος
παρουσιαζόμενος συγγραφέας εκείνης της βραδιάς ο Κώστας Ακρίβος)