ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
(επιλογή)
֎
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΠΡΟΖΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες
βιοποριστικού έρωτα, διηγήματα, εκδ. ΑΩ, 2024
Πολλοί από τους πεζογράφους της γενιάς μου, αλλά και
πολλοί μεγαλύτεροι ηλικιακά πεζογράφοι, ξεκίνησαν γράφοντας ποιήματα ή
τυπώνοντας μία ή και δύο ποιητικές συλλογές. Γενικά, η δόκιμη πορεία της γραφής
ήταν (και μάλλον παραμένει) αυτή: στην αρχή ποιήματα, κατόπιν σύντομα πεζά
(διηγήματα ή αφηγήματα) και τέλος απάγκιο στο μυθιστόρημα. Αυτό, βέβαια, δεν
αποτελεί κανόνα μιας συγγραφικής εξέλιξης ενός πεζογράφου, σε γενικές γραμμές,
όμως, παραμένει η πεπατημένη οδός. Προσωπικά δεν γνωρίζω πεζογράφους που,
ύστερα από πολύχρονη θητεία στον πεζό λόγο, να στράφηκαν με διάρκεια και
επιτυχία στην ποίηση. Κι αν αυτό συνέβη ποτέ, θα επρόκειτο για κάποια παλιά
λησμονημένη συλλογή ποιημάτων τους, που έσκασε σαν αναλαμπή, σαν πυροτέχνημα
στο μεσοδιάστημα, στην ανάπαυλα της συγγραφής κάποιων μυθιστορημάτων τους, για
ψυχική εκτόνωση. Γνωρίζω όμως ποιητές και ποιήτριες, που ύστερα από μια γόνιμη
και πολύχρονη τριβή με την ποίηση και την ποιητική φόρμα, το «γύρισαν» στην
πεζογραφία. Κλασική περίπτωση ο λογοτέχνης Νίκος Δαββέτας, που ύστερα από μακρά
θητεία στην ποίηση, με επτά ποιητικά βιβλία, αντιστάθμισε το συγγραφικό του
ισοζύγιο με επτά καλογραμμένα πεζογραφικά βιβλία, στη συντριπτική τους
πλειονότητα μυθιστορήματα, κατακτώντας επάξια και την ιδιότητα του πεζογράφου.
Φυσικά υπάρχουν (ή υπήρχαν) πάντα και οι ποιητές-πεζογράφοι, που μοιράζουν (ή
μοίραζαν) ισόποσα την τέχνη και το ενδιαφέρον τους και στα δύο αυτά λογοτεχνικά
είδη, τυπώνοντας εναλλάξ ποίηση και πεζογραφία – ας αναφέρω, τελείως πρόχειρα
και μόνο από τον βορειοελλαδίτικο χώρο, τις περιπτώσεις της Μαρίας
Κέντρου-Αγαθοπούλου, του Τόλη Νικηφόρου, του Μάρκου Μέσκου και του Γιώργου
Ιωάννου.
Η περίπτωση του ποιητή Βαγγέλη Τασιόπουλου (1959)
παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με
δέκα ποιητικά βιβλία στο βιογραφικό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και
στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ο ελεγκτής και άλλες
ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, που τυπώθηκαν σε κομψή και καλαίσθητη έκδοση από
τις εκδόσεις ΑΩ, το 2024, και συνοδεύονται από δύο σκίτσα (εξώφυλλο,
οπισθόφυλλο) του εικαστικού Ι. Α. Πρώιου. Για τον Τασιόπουλο δεν γνωρίζουμε ακόμη
αν θα έχει διάρκεια και επιτυχία στο νέο του εγχείρημα. Αυτό που γνωρίζουμε
είναι πως κρατάμε στα χέρια ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα-βιβλίο, που έχει όλες
τις προδιαγραφές ώστε ο συγγραφέας του όχι μόνο να κατακτήσει μελλοντικά την
ιδιότητα του πεζογράφου, αλλά να εξελιχθεί και σημαντικά αναφορικά μ’ αυτήν.
∞
Η συλλογή περιλαμβάνει ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα)
κι άλλα δώδεκα διηγήματα μικρότερης έκτασης. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει το
σύνολο αυτών των ιστοριών, ενώ στην πλειονότητα των κειμένων κάποια
επαγγελματίας του έρωτα ή απλώς ερωτική γυναίκα στηρίζει, ικανοποιεί ή αναγεννά
με τις ερωτικές υπηρεσίες της κάποιον τσακισμένο ή εξουθενωμένο από τη ζωή
άντρα – δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα, φερέλπιδα δημοσιογράφο, φωτογράφο,
οδοκαθαριστή ή υπάλληλο στα τρένα. Εδώ, βέβαια, τα όρια ανάμεσα στον πληρωμένο
έρωτα και την εθελούσια ερωτική προσφορά δεν είναι ευδιάκριτα. Υπάρχουν δοτικές
γυναίκες-ηρωίδες, που, ό,τι προσφέρουν, το προσφέρουν από περίσσιο ψυχής, από
μοναξιά ή από εσωτερική ανάγκη. Επομένως, ο υπότιτλος της συλλογής «άλλες
ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» ας μην εκληφθεί απαραίτητα ως οικονομική ή
συμφεροντολογικού τύπου συναλλαγή για κάποιες προσφερόμενες ερωτικές υπηρεσίες.
Όπως και να έχει, ο έρωτας παντού και πάντα δεσπόζει ως ένα τελευταίο
καταφύγιο, ως ύστατη ανάγκη, ως άμυνα σε μια ανάπηρη ζωή, όπου οι πίκρες και οι
απογοητεύσεις πλεονάζουν, ενώ η προσωπική ή η συλλογική ευτυχία, ως έννοιες,
ολοένα και συρρικνώνονται.
Στο διήγημα «Το άρωμα» (σελ. 62) γράφει ο Τασιόπουλος:
«Σε λίγο ο οδοκαθαριστής, ένα παιδάκι είκοσι χρονών με εμφανή δυσκολία στην
κίνηση, θα έφτανε για να αποκαταστήσει την τάξη στη γειτονιά». Και μόνο αυτή η
αθόρυβη μέσα στο διήγημα και δίχως ποιητική χρήση της γλώσσας πρόταση αρκεί για
ν’ αντιληφθούμε το εφαλτήριο της σύνθεσης του συγκεκριμένου βιβλίου, το κίνητρο
του συγγραφέα. Η ειρωνεία είναι οξύτατη και εμφανής. Ένας κόσμος ελλιπής,
ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει
από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα. Στο τέλος του διηγήματος,
ο συγγραφέας θα ανταμείψει αυτόν τον φιλότιμο νεαρό με το να τον συγχρωτίσει με
την Αϊσέ, τη νέα ερωμένη του ανθοπώλη Αχμέτ, ο οποίος νοιάζεται μόνο για υλικές
απολαβές και όχι για συναισθήματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο
ενθουσιώδης χαρταετός», όπου κυριαρχεί το τρίο: άνδρας με αναπηρία που δεν
κατονομάζεται, η Χριστίνα, που εκδίδεται από ανάγκη, και ένας επαγγελματίας
χορευτής, ο Λίο. Η Χριστίνα ικανοποιεί ερωτικά τον πρώτο από συμπόνια και
αγάπη, ονειρεύεται όμως τον έρωτα με τον εντυπωσιακό και ευγενή Λίο, που, με
την παρουσία του, έχει αναστατώσει τη γειτονιά. Σκόπιμα στάθηκα σ’ αυτά τα δύο
διηγήματα για να επισημάνω την ιδιαίτερη ευαισθησία του Τασιόπουλου απέναντι
στους ανθρώπους με ειδικές ικανότητες και κινητικά προβλήματα, λόγω και του
επαγγέλματός του ως ειδικού παιδαγωγού, μια ευαισθησία που μεταποιήθηκε, στο
παρελθόν, σε λογοτεχνία μέσα από ποιήματα ή διηγήματά του για παιδιά και
εφήβους.
Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι
απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο
γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη,
φωτίζοντας τον αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών έχουν κάτι
το κατανυκτικό και το λυτρωτικό. Οι γυναίκες που προσφέρουν τον έρωτα
εξαγνίζονται, οι πράξεις τους αποβαίνουν κατευναστικές, ζωογόνες. Η ματιά του
συγγραφέα πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες είναι τρυφερή και συμπονετική. Παρότι η
θέση του Τασιόπουλου στο να αποδώσει –κάποιες φορές– τον τρόπο ζωής αυτών των
γυναικών και τις επιλογές τους στην κοινωνική ασπλαχνία και σκληρότητα ενέχει
τον κίνδυνο μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατήχησης, οι ηρωίδες των ιστοριών του
πείθουν και γοητεύουν με τη δοτικότητα, την αποφασιστικότητα και την ανθρωπιά
τους. Επιπλέον, ο συγγραφέας, οξύνοντάς μας την ενσυναίσθηση, μας δίνει το
κίνητρο να σκεφτούμε για τον τρόπο ζωής αυτών των γυναικών, τις δυσκολίες που
αντιπαρέρχονται από μερίδα της κοινωνίας μας που τις αντιμετωπίζει ως μιάσματα,
αλλά και να αναλογισθούμε το σκληρό και ασφυκτικό νομικό πλαίσιο, κάτω από το
βάρος του οποίου είναι υποχρεωμένες να ζήσουν και να εργαστούν.
∞
Στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο ενός έμπειρου ποιητή,
έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς κάποιες λογοτεχνικές επιρροές και
επιδράσεις. Να αναρωτηθεί, δηλαδή, ποιους λογοτέχνες είχε ενδεχομένως ο
συγγραφέας στο μυαλό του όταν έγραφε, ποια ευαίσθητα και αισθαντικά λογοτεχνικά
βλέμματα τον συντρόφευαν στη συγγραφή των ιστοριών του. Στον Τασιόπουλο αυτό
δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, ίσως γιατί το ύφος και η γραφή του είναι απόλυτα
προσωπικά και η φωνή του ευδιάκριτη και καθαρή. Διέκρινα ωστόσο στη νουβέλα «Ο
ελεγκτής» εκλεκτική συγγένεια με τον Σαμαράκη, όσον αφορά τη σχέση των ηρώων με
τα τρένα –αγαπημένο θέμα του Σαμαράκη– αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ματιά
του τελευταίου, ενώ στο διήγημα «Λήθη», το σκληρό και τραυματικό γεγονός που
υπέστη στο παρελθόν ο ήρωας αλλά και η όλη δομή και το στήσιμο της ιστορίας με
παρέπεμψαν στη διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή – δύο συγγραφείς που
γνωρίζω πως εκτιμά ο Τασιόπουλος και διαβάζει. Σημασία έχει πως στον Τ. η
μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία έγινε ομαλά και πετυχημένα. Το βιβλίο
μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου έργου του. Ο ποιητής διοχετεύει και
προβάλει, πλέον, το ποιητικό του υπόβαθρο μέσα από διηγήματα, πολλά από τα
οποία εντάσσονται στην κατηγορία της ποιητικής πρόζας. Μακάρι όλο αυτό να μη
μείνει ως ένα ευκαιριακού τύπου πείραμα εκ μέρους του συγγραφέα, ως ένα
αναζωογονητικό διάλειμμα από τη βάσανο της ποιητική γραφής, αλλά η όλη σκέψη
και απόφαση να αποκτήσει διάρκεια και πρόθεση εξέλιξης σε κάτι καινούριο και
διαφορετικό.
∞
Και κάποιες τελευταίες σκέψεις μου, τώρα, για το
βιβλίο του Τ. Η λογοτεχνική αρτιότητα της συλλογής Ο ελεγκτής και άλλες
ιστορίες βιοποριστικού έρωτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο συγγραφέας, σαν
έτοιμος από καιρό, έστησε τις ιστορίες του με γνώση και με τέχνη. Τουλάχιστον
τέσσερις παράγοντες συνηγόρησαν, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτό: Η ιδιότητα του Τ.
ως εκπαιδευτικού, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, σωστή χρήση της γλώσσας αλλά και
σωστή διαχείρισή της. Η συγγραφή, στο παρελθόν, από μεριάς του πεζογραφικών βιβλίων
παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας είτε με τη μορφή νουβελών είτε με τη μορφή
διηγημάτων. Η επί χρόνια ιδιότητά του ως επιμελητής κειμένων σε εκδοτικό οίκο
με τον οποίο συνεργάστηκε. Τέλος, η συμμετοχή του σε προγράμματα δημιουργικής
γραφής και η γόνιμη ώσμωσή του με κείμενα ανθρώπων, στους οποίους ο ίδιος
δίδασκε (και εξακολουθεί να διδάσκει) τα μυστικά της γραφής. Κάτι άλλο
αξιοσημείωτο στο συνολικό έργο του Τ. είναι η ύπαρξη μιας στέρεης,
συγκροτημένης και ευδιάκριτης κοσμοθεωρίας, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας
στενού τύπου ιδεολογίας ή ενός ευκαιριακής χρήσης πολιτικού μηνύματος.
Πρόκειται για έναν διάχυτο ουμανισμό, μια ανθρωπιστική στάση που διακρίνεται
και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και στα ποιήματά του, η τρυφερή, συμπονετική και
ευαίσθητη ματιά του απέναντι στους μοναχικούς και αδύναμους ανθρώπους αλλά και
στους αδικημένους της ζωής, με τους οποίους συμπάσχει και στέκεται δίπλα τους.
Είναι η έμπρακτη και μαχητική στάση του απέναντι στις αναπηρίες και στις
ανορθογραφίες αυτού του κόσμου, τις οποίες, διά της γραφής, ευελπιστεί να
διορθώσει ή έστω να καλυτερέψει. Με μεγάλο ενδιαφέρον θα αναμένω το επόμενο
λογοτεχνικό του βήμα, είτε αυτό θα είναι επιστροφή στα κεκτημένα της ποίησης
είτε ένα καινούριο πεζογραφικό βιβλίο, ακόμη πιο ώριμο και κατασταλαγμένο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Λίο είναι επαγγελματίας χορευτής από τα βάθη της
Ανατολής. Με την προσωρινή άδεια παραμονής που του εξασφάλισε ένας επιτήδειος
ατζέντης κατάφερε να ορθοποδήσει κάπως. Δεν ανήκει στους πεσόντες. Μένει εδώ
και κάποιους μήνες σ’ ένα μικρό διαμέρισμα Κονίτσης κι Ασπροποτάμου. Το
ξεχωριστό παρουσιαστικό του προκαλεί εντύπωση, όπως και η ευγένειά του. Τα
σπασμένα ελληνικά του μάλλον γοητεία ασκούν παρά το γέλιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος
να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται στον μικρόκοσμο της γειτονιάς τον ανέδειξαν
ως κορυφαίο και συλλογικό πόθο των κοριτσιών και των στερημένων νοικοκυρών».
(σελ. 57)
(το κείμενο δημοσιεύτηκε στην book press στις 2/1/2025. Επίσης εκφωνήθηκε σε
παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Monsieur Sarlo, τη Δευτέρα, 10 /2/2025)
●
ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ;
Κριτική
για την ποιητική «Τριλογία» του Γιώργου Καλιεντζίδη, από τις εκδόσεις
Μανδραγόρας
Ο
Γιώργος Καλιεντζίδης, εδώ και τριάντα χρόνια, κομίζει στον πολιτισμό της χώρας
ως δημοσιογράφος ραδιοφωνικών εκπομπών με θέμα το βιβλίο. Παράλληλα είναι και
ποιητής – αυτή είναι η έκτη, κατά σειρά, ποιητική του συλλογή. Από την αμέσως
προηγούμενη –Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ Φωτιά, Μεταίχμιο, 2008– μέχρι την
τύπωση της ποιητικής του Τριλογίας, το 2024, από τις πάντα καλαίσθητες
εκδόσεις Μανδραγόρας, πέρασαν δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Διαβάζοντας προσεχτικά
το τελευταίο πόνημα του Καλιεντζίδη, διαπίστωσα πως ο ποιητής, όλα αυτά τα
χρόνια που μεσολάβησαν, έσκαβε βαθιά μέσα του, και, παράλληλα με τις συμμετοχές
του σε συλλογικά έργα, δούλευε στίχους, ιδέες και εναγώνια ερωτήματα, φτάνοντας
σε ένα, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιητικό λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
«Στις
γωνίες των λέξεων»
Η
αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας την Τριλογία του
Καλιεντζίδη είναι πως –αν και ποιητικό βιβλίο· πεζόμορφη ποίηση θα μπορούσε να
προσδιοριστεί ακριβέστερα– διάβασε ένα γεμάτο, χορταστικό βιβλίο. Η ενότητα
«Στις γωνίες των λέξεων», που προηγείται, περιλαμβάνει δέκα πεζόμορφα ποιήματα,
όπου οι έννοιες, οι ιδέες, η ποιητική αγωνία, τα όνειρα, οι γυναίκες μιας
ολόκληρης εποχής, οι αγάπες που ξέφτισαν με τα χρόνια, όλη η ζωή εν γένει
παραλληλίζεται με μαθηματικούς όρους και θεωρήματα. Έτσι, σ’ αυτά τα ποιήματα
θα συναντήσουμε το πυθαγόρειο θεώρημα («Η πυθαγόρεια αισιοδοξία»), τα πεδία
ορισμού μιας συνάρτησης («Η ποίηση των ορίων»), ευθείες και επίπεδα («Ο
μαθηματικός ορισμός της ποίησης»), ολοκληρώματα («Το όριο του ολοκληρώματος της
ζωής»), το θεώρημα του Euler («Το θεώρημα του Euler») κ. ά. Ο συσχετισμός σ’
αυτά τα ποιήματα ανάμεσα σε ποίηση και μαθηματικά είναι ευρηματικός και
λειτουργικός, και, προφανώς, η συγκεκριμένη ενότητα είναι απότοκος των σπουδών
του ποιητή, αφού μέσα από το βιογραφικό του διαβάζουμε μεταξύ άλλων πως «είναι
πτυχιούχος μαθηματικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Εδώ
πάντως θα πρέπει να αναφερθεί πως παρόμοιου τύπου ποιήματα, με συσχετισμό
ποίησης και μαθηματικών, έγραψε στο παρελθόν και ο σημαντικός λογοτέχνης
Μανόλης Ξεξάκης (Ασκήσεις Μαθηματικών, εκδ. Μπαρμπουνάκης, 1981 και
1982), κάτι που ωστόσο δεν αναιρεί ούτε μειώνει την ποιητική πρωτοτυπία του
Καλιεντζίδη.
Δείγμα
γραφής της πρώτης ενότητας
(«Δυσκολίες
υπολογισμού αθροίσματος», σ. 16)
«Πώς
να προσθέσω τα χρόνια που έφυγαν, τις φωνές που σιώπησαν, τους φίλους που
ξεμάκραιναν, τα όνειρα που με ξυπνούν το ξημέρωμα;»
«Σε
ποιον ανήκει η ποίηση;»
Η
ενότητα «Σε ποιον ανήκει η ποίηση;» αποτελεί τον κορμό, το ψαχνό του βιβλίου. Ο
τίτλος-αναρώτηση δίνει το έναυσμα στον ποιητή να ψαχτεί βαθιά, όχι τόσο πάνω
στο «γιατί γράφουμε;» –αυτό είναι μάλλον μια ερώτηση-κλισέ ή μια
ερώτηση-παγίδα, δύσκολη αν όχι αδύνατη στο να απαντηθεί, λόγω της πλήρους
άγνοιάς μας για το ποιες διεργασίες συμβαίνουν μέσα μας τη στιγμή που γράφουμε,
όχι μόνο ποίηση, αλλά οποιοδήποτε λογοτεχνικό είδος1–, αλλά κυρίως
σε ποιους ανήκει η ποίηση, το ποίημα, ως απτό, χειροπιαστό, ωφέλιμο αγαθό, και
ποιοι ανταμείβονται (αν ανταμείβονται) ή θα πρέπει να ανταμείβονται από αυτήν.
Εδώ, φυσικά, δεν μιλούμε για υλικού τύπου ανταμοιβή αλλά για
ηθική-αισθητική-καλλιτεχνική ανάταση, για το μεγάλωμα της καρδιάς, του μυαλού
και της ψυχής του ανθρώπου.
Το κεντρικό πλαίσιο των δώδεκα πεζόμορφων
ποιημάτων αυτής της ενότητας περιλαμβάνει τρεις άξονες: α) κοινωνικοί αγώνες β)
αγάπη-έρωτας (αναπόληση παλιών ερωτικών στιγμών) και γ) πατρογονικές
ρίζες-παράδοση. Ο Καλιεντζίδης είναι συνεπής σ’ αυτό το πλαίσιο, που διέπει όλα
τα ποιήματα της τριλογίας του, και υπό αυτή την έννοια επικοινωνεί και
συνδιαλέγεται γόνιμα και δημιουργικά με παλαιότερους ποιητές, όπως ο Κύρου, ο
Θασίτης, ο Θέμελης, ο Αναγνωστάκης, ο Μάρκογλου, αλλά και ο Σεφέρης, ως προς τη
στοχαστική του διάθεση, και ο Ελύτης θα έλεγα, ως προς την παιγνιώδη ματιά και
γραφή κάποιων ποιημάτων του. Συμπερασματικά, ο Καλιεντζίδης, σ’ αυτήν την
ενότητα, μας αποκαλύπτει πως η ουσία και ο σκοπός της ποίησης, σύμφωνα με τη
δική του αντίληψη και κοσμοθεωρία, βρίσκεται στην ιερή μνήμη των πεθαμένων,
στον έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του και στους αγώνες για ένα καλύτερο αύριο
(παρόλη την κόπωση που, πιθανόν, νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος από το μάταιο ή,
ίσως, ανεκπλήρωτο των κοινωνικών αγώνων σε μια κυνική, τεχνοκρατική και
αντιποιητική εποχή, όπως αυτή που ζούμε).
Δείγμα
γραφής της δεύτερης ενότητας
(απόσπασμα
από το ποίημα «Μη λησμονήσεις», σ. 31)
«Να
μιλήσεις πρέπει για τα κατάλευκα κόκαλα, τα πλυμένα με ξύδι και κρασί, που σε
κοίταζαν απλωμένα πάνω από τον μαντρότοιχο, σαν να βιάζονταν να επιστρέψουν στη
σιωπή τους, γιατί δεν μπορούσαν πια να περπατήσουν στους δρόμους, να
δρασκελίσουν φράχτες, να κλέψουν καρπούζια και ροδάκινα, να πιουν κρασί, να
τραγουδήσουν και ν’ αγγίξουν τα κορμιά π’ αγάπησαν.»
«Σπουδή
στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Κλαβίνο»
Η
τρίτη ενότητα, «Σπουδή στις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο», που κλείνει τη
συλλογή, περιέχει εννέα ποιήματα-σπουδές πάνω στο βιβλίο του μεγάλου Ιταλού
συγγραφέα, με παραπομπές στις αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου του. Εδώ, οι
φανταστικές πόλεις (για τις οποίες ο Μάρκο Πόλο αφηγούνταν περιγραφές στον
αυτοκράτορα Κουμπλάι Χαν χωρίς να γνωρίζει καν τη γλώσσα του· στο βιβλίο του
Καλβίνο γίνεται αναφορά σε πενήντα πέντε τέτοιες πόλεις, μέσα από σύντομα
ποιητικά κείμενα, όπου φαντασία και πραγματικότητα δένουν αριστουργηματικά)
λαμβάνουν γυναικεία ονόματα (Διομίρα, Δωροθέα, Ζάιρα, Αναστασία, Ταμάρα, Ζόρα,
Δέσποινα, Ζίρμα, Ισαύρα) και αφορούν αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος,
καταστάσεις καθημερινότητας ή απτές (αλλά και φανταστικές) πόλεις του παρόντος,
που, όλα τους, κάτι (γλυκό ή πικρό) άφησαν στην ψυχή και στο μυαλό του ποιητή.
Δείγμα
γραφής τρίτης ενότητας
(«Η
πόλη Ισαύρα», σ. 51)
«Χίλιους
μαστόρους γνώρισα που ’φτιαξαν τα πηγάδια, και άλλους τόσους που έχτισαν την
πόλη σου στα ύψη, για να θωρείς την έρημο π’ απλώνεται τριγύρω –κι ένα στεφάνι
πράσινο μ’ αυτήν να σε χωρίζει– και τους θεούς που κρύβονται μέσα στους κάδους
με νερό, κι εκείνους που αλαφροπατούν στην αέρινή σου σκαλωσιά, καθώς αγγίζεις
ουρανό και χάνεσαι πιο πάνω, κι ας έχεις για θεμέλιο σου μια μαύρη λίμνη.
Αυτό, που τα μάτια μου βλέπουν,
αντανάκλαση του αόρατου είναι.»
∞
Ο
Γιώργος Καλιεντζίδης με την πρόσφατη ποιητική του Τριλογία, κατέθεσε ένα
στιβαρό και συγκροτημένο βιβλίο, άξιο να προσεχτεί και να διαβαστεί. Βαδίζοντας
με συνέπεια στην ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης, με γραφή καίρια και
ουσιαστική, αναδύει και αναδεικνύει την ποίηση που εμπεριέχεται μέσα του,
θέτοντας, παράλληλα, καίρια και αγωνιώδη ερωτήματα στον αναγνώστη για την
ουσία, τη χρησιμότητα και το «ανήκειν» της ποιητικής δημιουργίας.
_____________________________________________________
1
Παναγιώτη Γούτα, κείμενο «Εσύ, γιατί γράφεις;», book press, Ιανουάριος
2014
(δημοσιεύτηκε στην book press τον Οκτώβριο του 2024)
●
Ποιήματα που φέρνει ο
Βαρδάρης (ΙΙ) –
Πέντε ποιητικές φωνές από
τη Βόρεια Ελλάδα
(Πέντε
ξεχωριστές ποιητικές συλλογές γραμμένες από ποιητές που έλκουν την καταγωγή
τους από τη Βόρεια Ελλάδα: Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τόλης Νικηφόρου,
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Νίκος Παπάνας, Βασίλης Ιωαννίδης.)
Στην
εποχή των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων, του υπερβολικού και επιτηδευμένου
αφηγηματικού φλοιού –πολλά απ’ αυτά γράφονται με «δημιουργική» και εμπορική
σκοπιμότητα, κατόπιν «συνταγής»– καλό είναι να επιστρέφουμε συχνά στην ποίηση,
το πανάρχαιο και ειλικρινές αυτό απόσταγμα ζωής, πύκνωσης λόγου και ουσίας,
μέσα από ποιητικά βιβλία που δεν επιδιώκουν να αποκτήσουν υπόσταση από την
επικαιρότητα ή από κάποιο είδος στρατευμένης ιδεολογίας. Κάποια ποιητικά βιβλία
πρόσφατης κυκλοφορίας Βορειοελλαδιτών ποιητών, που καλύπτουν τις παραπάνω
αναγνωστικές προϋποθέσεις, είναι και τα εξής:
Αλεξάνδρα
Μπακονίκα, Η τελετουργία του χορού (εκδ. Κουκκίδα)
Το
πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Η τελετουργία του
χορού (εκδ. Κουκίδα), που επιμένει να καταγράφει ερωτικά σκιρτήματα και
συναισθήματα, να αφηγείται ποιητικά και εξομολογητικά τις προϋποθέσεις, τις
διαδικασίες αλλά και τις συνέπειες του έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, σε μια
εποχή σκληρή, τεχνοκρατική και αντιερωτική. Γράφει η ποιήτρια στη σ. 27 του βιβλίου (ποίημα
«Συμπλέουμε»):
Σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο,
παράλογο και σκληρό,
τα αισθήματα και οι ψυχές μας
ενωμένες.
Ποιήματα για βλέμματα θηρευτών ηδυπάθειας,
για άνδρες που δεν φοβούνται να δοθούν ασυγκράτητα στον έρωτα, για τον
τελετουργικό αισθησιασμό ενός χορού, για τη σεξουαλικότητα που αποπνέουν
καλλιτεχνικές φωτογραφίες, για γυναικεία ερωτικά λικνίσματα και για φιλίες που
μεσουρανούν.
Η Μπακονίκα, με το πέρασμα του χρόνου,
διατηρεί σταθερή την ποιότητα της γραφής της, και, απαλλαγμένη από τη νεανική
της φιλαρέσκεια και τον παλιότερο ποιητικό ναρκισσισμό της, σε ώριμη πλέον
βιολογική και καλλιτεχνική ηλικία, γίνεται πιο σωματική, ουσιαστική και
δραστική στην αποτύπωση και ερμηνεία του ερωτικού παιχνιδιού.
Δείγμα γραφής (ποίημα «Η μνήμη του
σώματος»)
Πέρασες από μπροστά μου
κι ούτε καν με χαιρέτησες.
Ράπισμα η περιφρόνησή σου.
Δεν ξεχνώ όταν γυμνοί σμίξαμε.
Η μνήμη του σώματος αργά ξεθυμαίνει.
Όμως δεν χάνομαι,
έχω τα στηρίγματά μου
κι άλλη εκλεκτή ερωτική αγκαλιά.
Τόλης
Νικηφόρου, Μια τρύπια δεκάρα (εκδ. Μανδραγόρας)
Ο
Τόλης Νικηφόρου εκδίδει βιβλία με καταιγιστικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια –
το υπό σχόλιο βιβλίο του Μια τρύπια δεκάρα (εκδ. Μανδραγόρας) είναι το
δεύτερο μέσα στο 2023, προηγήθηκε η συλλογή του Η καταγωγή των ηφαιστείων
(Μανδραγόρας).
Η ποίηση για τον Νικηφόρου φαίνεται πως
είναι το έσχατο αποκούμπι στον βίο του, γράφει όπως ανασαίνει, δίχως, ωστόσο,
να επαναλαμβάνεται, αφού πέρα από τη φυσικότητα και πηγαιότητα της γραφής του,
θεματικά ή υφολογικά, όλο και κάτι καινούριο, μη αναμενόμενο, μας επιφυλάσσει.
Τα νέα του ποιήματα, μεστά και
κατασταλαγμένα, περιέχουν αυξημένο το στοιχείο της ματαιότητας, ο απολογισμός
της ζωής του γίνεται οξύτερος, συχνά σπαραχτικός, η σοφία που αποκτιέται συν τω
χρόνω μεστώνει τη γραφή.
Ωστόσο από τα ποιήματα –παρότι αρκετά
λειτουργούν ως αποτίμηση τού τι έχει απομείνει ως resume από μία ζωή 86 χρόνων–
δεν λείπει ούτε η αισιοδοξία, ούτε ο ενθουσιασμός της συγγραφής ποιημάτων, ούτε
ο έρωτας ως ελιξίριο ζωής και ως δημιουργική έμπνευση.
Γράφει στη σ. 40 («Γιατί γράφω συνεχώς»):
Τι νόημα έχει ακόμη ένα βιβλίο
κάθε χρόνο ή και κάθε εξάμηνο;
………………..
για το κορίτσι εκείνο γράφω.
Δίχως να απουσιάζουν το φως και τα
αισιόδοξα χρώματα από τους στίχους του Νικηφόρου, κάποια ποιήματα ξεχωρίζουν,
συν τοις άλλοις, και για τις πιο γήινες και μεστές αποχρώσεις τους, αφού το
πέρασμα του χρόνου τούς προσδίδει σοφία και βαρύτητα. Ποιήματα όπως το
παρακάτω:
(«Αυταπάτη»)
Πολύ νέοι όλοι αποφασίσαμε
και να πεθάνουμε ακόμη
στον αγώνα για τ’ όνειρο
όταν όμως πέρασαν τα χρόνια
έσβησε άδοξα τ’ όνειρο
ενώ κάπως εμείς επιβιώσαμε
γυμνοί πια από όνειρα και αυταπάτες
μες στην πικρή αλήθεια της ζωής.
Ευτυχία-Αλεξάνδρα
Λουκίδου, Ο θυρωρός των ημερών (εκδ. Κέδρος)
Στο
νέο βιβλίο της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου Ο θυρωρός των ημερών (εκδ.
Κέδρος) διακρίνονται τα γνώριμα στοιχεία της γραφής και των προηγούμενων
ποιητικών της βιβλίων: Θεματική ποικιλία, αναρωτήσεις για τη ζωή και την τέχνη,
έντονη θεατρικότητα, υπαινικτικότητα, το στοιχείο της ειρωνείας, διακειμενικές
αναφορές και συνομιλίες, θρησκευτικό συναίσθημα, υπαρξιακές εμβαθύνσεις και
αναζητήσεις.
Αρκετά ποιήματα της συλλογής –τα πιο
θεατρικά– θυμίζουν μονολόγους επί σκηνής, με ένα ή περισσότερα πρόσωπα να
ερμηνεύουν ρόλους ζωής. Από ρωγμές και χαραμάδες των ποιημάτων διεισδύουν φωνές
προσώπων (ζώντων ή τεθνεώτων) ή κουβέντες που ειπώθηκαν παλιά, διαχωρίζοντας τη
θέση τους από τη φωνή της ποιήτριας, που ωστόσο συχνά τις οικειοποιείται.
Οι φωνές ή οι ρήσεις είναι γραμμένες σε
πλάγια γραφή, ίσως για να αυτονομηθούν από το ποιητικό υποκείμενο. Όλο αυτό ο
αναγνώστης μπορεί να το εκλάβει ως συνομιλία της ποιήτριας με τον εαυτό της (ή
το υποσυνείδητό της) στην αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας της ύπαρξης.
Ο αναγνώστης μπορεί κάπως να χαθεί στην
υφολογική και θεματική ποικιλία του βιβλίου (από θεατρικού τύπου ποιητικούς
μονολόγους και συνομιλίες σε ιδιότυπους δεκαπεντασύλλαβους εμπνευσμένους από
τον «Σταυραητό» του Κρυστάλλη), όμως θα τον επαναφέρει ο πυρήνας των ποιημάτων
της Λουκίδου, που είναι κατά βάση υπαρξιακός. Σε κάποια ποιήματα της συλλογής
(όπως στο παρακάτω), διέκρινα γόνιμη επίδραση από τον Γιάννη Βαρβέρη.
(απόσπασμα από το ποίημα «Ωδή στη
βαλίτσα»)
Τι γυρεύει το Γλωσσικό πλέγμα του Τσελάν
κάτω απ’ την τυρκουάζ μου μπιζουτιέρα
τα πάνινα σανδάλια παραλίας
δίπλα σε οράσεως γυαλιά
–μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο
είναι εκ φύσεως μυωπική ή θολωμένη–
τι γυρεύει μια εικονίτσα χάρτινη
πάνω από τα Depon
κι εσάρπες αφοδράριστες
ν’ αφήνουν άρωμα Chanel στις αποβάθρες;
Μια πλάνη απροβάριστη βλασταίνει
ετοιμοθάνατη
πίσω απ’ το δίχτυ με το φερμουάρ
–να μη συγχέονται τα καθαρά με τα
κηλιδωμένα–
και πια μόνο το άναυδο ακέραιο μεταφέρεται
δεν μεταφέρεται ο ουρανός κι η σκονισμένη
λάμψη
τα γεγονότα της απλότητας
κι η τρυφερότητα που δεν εξουσιάζει.
Νίκος
Παπάνας, Σας αρέσουν τα σονέτα; (εκδ. Ιωλκός)
Σε
μία άψογη αισθητικά και άκρως καλλιτεχνική εκτύπωση από τις εκδόσεις Ιωλκός,
διανθισμένη με έργα της Ρένας Ανούση-Ηλία, ο Νίκος Παπάνας, κυκλοφόρησε την
τρίτη του ποιητική συλλογή Σας αρέσουν τα σονέτα; (οι δύο προηγούμενες
τυπώθηκαν πάλι από τις ίδιες εκδόσεις).
Ο Παπάνας, στυλίστας της γραφής, συνομιλεί
σ’ αυτό του το βιβλίο δημιουργικά με παραδοσιακούς ποιητές του σονέτου (και όχι
μόνο) –Μαβίλης, Θεοτόκης, Καρυωτάκης κ. ά.–, αποτίνοντας, κατά κάποιο τρόπο,
φόρο τιμής στο έργο τους. Τα ποιήματα τα διακρίνει ευγένεια και μια διάθεση
επιστροφής στη ρίζα και στη κοίτη της αληθινής ποίησης.
Μακριά από νεωτερισμούς, σκοτεινά και θολά
ποιητικά νοήματα και επιτηδευμένο λεξιλόγιο, ο Παπάνας έχει χαράξει τη δική του
πορεία στον ποιητικό στίβο, σεβόμενος πρωτίστως τον εαυτό του και το έργο του.
Δείγμα γραφής (ποίημα «Θάλασσα των
Γρεβενών»)
Φαίνεται πως η θάλασσα των Γρεβενών
θα παραμείνει ένας μεγάλος έρωτας
Πολλές φορές τη σκέφτομαι νοσταλγικά τα
βράδια,
και την ποθώ, και την καλώ να υπάρξει ·
να λάμπει και να κυματίζει μέσα μου μονάχα
–
παλίρροια δική μου, και πάλι δική μου
άμπωτη.
Κρυφή αγκαλιά ενός άλλου θέρους,
ιδιωτική γαλάζια αιωνιότητα.
+1
Βασίλης Ιωαννίδης, Κρύπτης θυμίαμα (εκδ.
Ένεκεν)
Κρατώ
για το τέλος, χωριστά, τον συγκεντρωτικό ποιητικό τόμο του προσφάτως
αναχωρήσαντα ποιητή και ζωγράφου Βασίλη Ιωαννίδη, που κυκλοφόρησαν, μετά τον
θάνατό του, οι θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Ένεκεν, στη μνήμη του.
Ο Βασίλης Ιωαννίδης, που υπήρξε τακτικός
συνεργάτης του περιοδικού Ένεκεν, είναι ιδιαίτερη περίπτωση για τα ελληνικά
γράμματα. Παραιτήθηκε το 1991 από την ιατρική για να αφοσιωθεί στην ποίηση και
στη ζωγραφική.
Μέχρι το 2022, όταν και έφυγε από τη ζωή,
υπήρξε ένας αθόρυβος και χαμηλόφωνος άνθρωπος των τεχνών, με ουσία και ταλέντο
στις καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις. Ο παρών τόμος με τον τίτλο Κρύπτης
θυμίαμα (εκδ. Έκενεν) περιλαμβάνει τις συλλογές Ρωγμές, Έρωτας στη
μεθόριο, Συμπόσιο στο μνήμα και Θύρα εξόδου.
Μεγάλο μέρος των ποιημάτων (που είναι
πυκνά, ολιγόστιχα, και έχουν επιρροές από τα αρχαία επιγράμματα, τους αρχαίους
λυρικούς, από την τάση της «Διαγωνίου» και από τον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη)
γράφτηκαν ενόσω ο ποιητής ήταν σοβαρά άρρωστος ή λίγο προτού φύγει από τη ζωή.
Ένα είδος ιδιότυπου, θραυσματικού
ημερολογίου θανάτου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό το βιβλίο, μία εναγώνια
προσπάθεια να περισώσει ο ποιητής ό,τι μπορούσε να περισώσει, διά της ποιήσεως,
τις δύσκολες στιγμές που περνούσε.
Αντιγράφω από τη σελίδα 133:
Εδώ κι η ποίηση σ’ εγκαταλείπει·
φοράει το καπέλο της και φεύγει,
λιποτακτεί κι αυτή
στις δύσκολες στιγμές.
Λίγο αέρα θέλει ν’ αναπνεύσει,
μια μεγαλύτερη ευρυχωρία·
έχει κι η ποίηση ανάγκη τις βολές της·
δεν την αντέχει τόση ερημιά.
(book press, Δεκέμβριος 2023)
●
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Αλεξάνδρα
Μπακονίκα, Ντελικάτη γυναίκα, ποιήματα, Πόλις, 2021, σελ. 60
Ενδιαφέρουσα
αρχιτεκτονική δομή
Στο
καινούργιο βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Ντελικάτη γυναίκα (Πόλις,
2021) διακρίνουμε μια ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική δομή ως προς τη διάταξη των
ποιημάτων της, κάτι που δεν συνέβαινε σε προηγούμενα βιβλία της. Εισαγωγικό της
ενότητας «Διαδρομή», που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου, το ποίημα
«Να συντρέξεις» αποτελεί επίκληση της ποιήτριας στην «αγάπη της αλήθειας και
της περιπάθειάς της» να συντρέξει και να την παρηγορήσει για να αντιπαλέψει τις
«φονικές λύπες» που στραγγίζουν το σθένος της. Ωραία ποιητική εισαγωγή, που
μπορεί να εκληφθεί ως επίκληση στη μούσα της ποίησης για τόνωση της έμπνευσή
της, όμως, προκαταβολικά, μας ενημερώνει και για την ψυχική διάθεση της
ποιήτριας. Όσο για το ποιες είναι αυτές οι «φονικές λύπες» που την κατατρέχουν,
θα γίνουν αντιληπτές στη δεύτερη και μικρότερης έκτασης ενότητα, που
τιτλοφορείται «Το παράπονο».
Στη «Διαδρομή» επικρατεί το γνώριμο
ποιητικό κλίμα της Μπ., που έχει να κάνει πρωτίστως με αισθήσεις και αισθήματα.
Η ποιήτρια, συλλέκτρια σπάνιων αισθημάτων του προσωπικού της βίου αλλά και
ανθρώπων του περίγυρού της, εστιάζει σε μοτίβα, αρκετά από τα οποία μάς είναι
γνώριμα και από παλαιότερες συλλογές της. Ας επικεντρωθούμε σε κάποια άλλα, που
τα συναντούμε πρώτη φορά: Η χαρμόσυνη διαστολή της ζωής που προκύπτει από μια
αδρή αντρική περπατησιά, η αγωνία της αναμονής ενός ερωτικού ραντεβού που
οδηγεί σε αφηνιασμένο σμίξιμο, ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας, ερωτικές έλξεις
σε επαγγελματικά συνέδρια σε ξενοδοχεία, η συνταύτιση του έρωτα με την αίσθηση
της αφής, η μοναδικότητα των φιλιών, το ισχυρό μαγνητικό πεδίο του πόθου ενός
ερωτευμένου προς το ερωτικό του ταίρι.
Σταδιακά το ερωτικό στοιχείο και το
παιχνίδι των αισθημάτων και των αισθήσεων υποχωρεί στις σελίδες, και τη θέση
τους παίρνει η επιβολή, η κυριαρχία, η καταδυνάστευση, η άσκηση εξουσίας
ανθρώπου προς άνθρωπο – γνώριμο κι αυτό το ποιητικό μοτίβο από παλαιότερη
συλλογή της ποιήτριας (Ηδονή και εξουσία, Μεταίχμιο, 2009), εδώ όμως πιο
κατασταλαγμένο και πιο ελεύθερα και τολμηρά εκφρασμένο. Δίχως κι αυτά τα
ποιήματα να στερούνται ερωτισμού, ή, καλύτερα, ενός κλίματος ερωτικού –αφού ο
έρωτας είναι μια ευρεία έννοια που περικλείει μέσα της άλλες έννοιες αλλά και
συμπεριφορές και ανθρώπινες διαθέσεις– εδώ αναδύονται στην επιφάνεια
καταστάσεις που, κατά τα φαινόμενα, βασάνισαν στο παρελθόν τη συνείδηση της
ποιήτριας: αντίζηλες γυναίκες που «παγερά ανιχνεύουν τις κρυφές πληγές της»,
βεντετισμοί και καυχησιολογίες, άκαμπτη οίηση και φιλαρέσκεια ανθρώπου του
περίγυρού της, άνθρωποι ανάλγητοι-καβαλημένα καλάμια, συγγενείς με κυνική
συμπεριφορά που ενδημούν ως όχεντρες και επιτίθενται, λογής λογής αχρείοι της
ζωής που καταδιώκουν τα θηράματά τους και τα κατατροπώνουν.
Όμως το παραπάνω νοσηρό κλίμα και οι
αρνητικοί άνθρωποι που την περιτριγυρίζουν δεν αποθαρρύνουν την ποιήτρια από το
να συνεχίζει να εκφράζει την ερωτική της διάθεση – όλο το έργο της Μπακονίκα,
άλλωστε, αποτελεί έκφραση μιας ερωτικής διάθεσης και δημιουργία ερωτικού
κλίματος. Κι αυτό, προσωρινά, είναι μια μικρή νίκη εκ μέρους της. Ερωτικές
φωτοσκιάσεις και τρυφερά αγγίγματα θα ακολουθήσουν και πάλι, θαρρείς και ο
έρωτας βρίσκει τον τρόπο να απομακρύνει όλα τα μίζερα και τα μικρά της ζωής,
και να στεφθεί νικητής. Εκεί όμως καραδοκεί ο θάνατος. Δύο ποιήματα που
προοικονομούν τα «φοβερά» που θα συμβούν στη δεύτερη ενότητα μάς προσγειώνουν
σε πιο σκληρές και οδυνηρές καταστάσεις, Μιλώ για τα ποιήματα «Σινιάλο» και
«Πλήγματα». Αντιγράφω το δεύτερο: Οι βαριές λύπες και το άλγος που αφήνουν /
δεν είναι προ των πυλών // Τα οικτρά που φοβόσουν, / οι βαριές, τραγικές λύπες
έχουν μπει στη ζωή σου / να σε καταποντίσουν. / Μέσα στα πλήγματα και τη
λαίλαπα του άλγους / θα κριθείς και θα αντέξεις. (σ. 45)
Το
φάσμα του θανάτου
Η
ενότητα «Το παράπονο» περιλαμβάνει ένδεκα ποιήματα που αναφέρονται στον αδόκητο
χαμό της κόρης της ποιήτριας, Ιουλίας, στη μνήμη της οποίας άλλωστε είναι
αφιερωμένη και ολόκληρη η ποιητική συλλογή. Με τα ποιήματα αυτά εγκαθιδρύεται
από την Μπ. μια καινούργια, κατά κάποιον τρόπο, θεματική, που αφορά την έλευση
του θανάτου. Εδώ, προκαλεί εντύπωση ο αποστασιοποιημένος τρόπος γραφής τους ή,
για να είμαι πιο ακριβής, η έλλειψη οποιασδήποτε γλυκερής συναισθηματολογίας ή
επιτηδευμένα εκκωφαντικού σπαραγμού, από τα οποία η ποιήτρια σοφά κρατάει τις
αποστάσεις της. Ο λυγμός της μάνας-ποιήτριας είναι ελεγμένος, ωστόσο
ευδιάκριτος, και η λιτή και σαφής εκφορά του λόγου προσδίδουν ακρίβεια,
πιστότητα και δύναμη στο τραγικό γεγονός. Γράφει η ποιήτρια (ποίημα «Αγώνας», σ.
51): Μετά τη χημειοθεραπεία κατέβηκε / στην παραλία του Λευκού Πύργου / και με
ορμή έτρεξε αρκετή ώρα. / Όσο πιο πολύ θα ίδρωνε ήταν καλό, / οι τοξίνες από τα
φάρμακα αποβάλλονται. // Τρέξιμο με ορμή, / όπως όταν παλιά έτρεχε να προλάβει
έναν εραστή, / ή μια παρέα φίλων της για εκδρομές και ξενύχτια. // Στην εσχατιά
του οδυρμού και της αλλοφροσύνης / τρέξιμο στην παραλία / -τις τοξίνες και τον
θάνατο να αποβάλει.
Στο καταληκτικό ποίημα της ενότητας αλλά
και όλου του βιβλίου «Εύνοια» (σ. 59), ο αναγνώστης δεν μπορεί να διακρίνει αν
η αναφορά των στίχων αφορούν την ποιήτρια ή την πεθαμένη κόρη (ή μήπως και τις
δύο μαζί;). Το ότι το ποιητικό υποκείμενο «καταξιώθηκε στον έρωτα και
αγαπήθηκε» και ότι «συγκλονίστηκε από υπέρτατη μυσταγωγία» –προφανώς ερωτική–
αν μεν αφορά την κόρη αποτελεί μια δικαίωση τρόπον τινά και μια εύνοια στη
σύντομη ζωή της, αν αφορά πάλι την ποιήτρια (κάλλιστα η Μπ. θα μπορούσε σε
στιγμές αυταρέσκειας να γράψει ένα τέτοιο ποίημα για την ίδια) δείχνουν τον
αλύγιστο χαρακτήρα της και πως ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του που απεκόμισε
ως εμπειρίες ζωής –ακόμη κι αν άγγιξε, διά της κόρης, τον θάνατο– μέστωσε και
πλούτισε τη ζωή της. Όπως και να έχει η Μπ. μέσα στην ευρύτερη έννοια του έρωτα
εντάσσει ακόμη και τον θάνατο, εμπλουτίζοντας αυτήν την έννοια και
αναδεικνύοντάς την σε υπέρτατη ποιητική αλλά και πανανθρώπινη αξία.
Νέα
στοιχεία στο έργο της ποιήτριας
Παρακολουθώντας
και σχολιάζοντας το έργο της Μπ. τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια διακρίνω, πέραν
της ενότητας που αφορά τον θάνατο της κόρης της, κι άλλα καινούρια στοιχεία στη
γραφή της. Υπάρχει μια γοργή κίνηση και μια κινηματογραφική ματιά σε ορισμένα ποιήματα,
που ξεφεύγουν από τον στατικό γενικά χαρακτήρα τής έως τώρα γραφής της, όπου
στέκεται κυρίως στην ποιητική έκφραση και αποτύπωση ενός αισθήματος, ενός
βλέμματος, μιας ιδέας ή μιας συμπεριφοράς. Ποιήματα όπως «Τα ποδήλατα», «Το
πρόσχημα», «Διαδρομή», «Αγώνας», αλλά και κάποια ακόμη ξεφεύγουν από την
ακινησία της ποιητικής εικόνας, και ενταγμένα σε φυσικό περιβάλλον (δάση, φύση,
παραλία Θεσσαλονίκης κτλ.) δίνουν στην έννοια του έρωτα μια πιο «αγνή» και
«φυσική» διάσταση, ακόμη κι αν το φάσμα του θανάτου πλανάται σε κάποια εξ αυτών
– ο έρωτας θαρρείς ελαφρύνεται και καθαίρεται από όλους τους βαρείς
συμβολισμούς του. Έρωτας, άλλωστε, κατά την ποιήτρια, δεν είναι μόνο τα
σκιρτήματα, τα βλέμματα, η αγωνία για γρήγορη περίπτυξη και όλα τα συναφή, αλλά
είναι και οι ερωτευμένοι –συνήθως νέοι– που μακριά από «κοινές συνομιλίες και
βαρετές συνήθειες», φιλιούνται πίσω από βάρκες ή κρύβονται μες στα δάση, για να
βγουν μετά, εξαγνισμένοι και χαλαροί, και ν’ ανέβουν στα ποδήλατά τους «με
χαλαρωμένα, φωτεινά πρόσωπα και σώματα», αγνοώντας ίσως οι ίδιοι τα ποιητικά
συμφραζόμενα των απανταχού της γης ερωτικών ποιημάτων, που, μάλλον, τους είναι
άχρηστα και περιττά.
Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα συνεχίζει την πορεία
της στον χρόνο τυπώνοντας αυθεντικά και ειλικρινή ποιήματα. Οι γόνιμες επιρροές
της από Καβάφη, Χριστιανόπουλο, Παλατινή Ανθολογία και από τη μοντερνιστική
ποίηση εν γένει, σε συνδυασμό με τη θητεία στης στη «Διαγώνιο», το μεγάλο αυτό
λογοτεχνικό –και όχι μόνο– Σχολείο της Θεσσαλονίκης, μια «σχολή συγγραφικού
ήθους» αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι, την καθιστούν, πλέον, μία από τις
αξιόλογες εκπροσώπους της πόλης στο καθημερινό και βασανιστικό παιχνίδι με τις
λέξεις, όπως είναι η ποίηση. Με σαφήνεια, λιτότητα, τόλμη και εξομολογητική
διάθεση, συχνά κάνοντας χρήση και ποιητικών προσωπείων, γράφει μεστά και
ουσιαστικά ποιήματα, αποτυπώνοντας και μεταφράζοντας τον έρωτα σε όλες τις
εκφάνσεις του, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του σημείου, όπου άπτεται με το
φάσμα του θανάτου.
Δείγμα γραφής
ΑΠΕΙΘΑΡΧΟ
Κουτσαίνοντας και με δύο ανθρώπους
να τη στηρίζουν,
περπατάει στον διάδρομο του νοσοκομείου
κάνοντας γύρους.
Οι
γιατροί συνέστησαν όσο μπορεί να κινείται.
Το σώμα της ένα σφάγιο στα χέρια της
αρρώστιας,
όμως με πείσμα επιμένει κουτσαίνοντας
να κάνει γύρους.
Σαν του αετού το βλέμμα της,
δυνατό κι απείθαρχο μπροστά στον θάνατο.
(book press, Ιούνιος 2021)
●
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ (Ι)
Για
τρεις ποιητικές συλλογές δημιουργών από τη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα των:
Τόλη Νικηφόρου Κόκκινες πηχτές σταγόνες (εκδ. Μανδραγόρας, 2019), Νίκου
Παπάνα Πρώτη δημοτικού και άλλα (εκδ. Ιωλκός, 2019) και Κώστα Πλαστήρα Ο
παράλληλος χρόνος των άλλων (εκδ. Μπιλιέτο, 2019).
Οι
ηδονικές ποιητικές αλχημείες του Τόλη Νικηφόρου
Ο
αειθαλής Θεσσαλονικιός ποιητής Τόλης Νικηφόρου ξορκίζει τη φθορά και την
απώλεια τυπώνοντας με σταθερή περιοδικότητα μία ποιητική συλλογή τον χρόνο.
Στην τελευταία του συλλογή Κόκκινες πηχτές σταγόνες, έχουμε ποιήματα
λαμπερά, αισιόδοξα, ενίοτε νοσταλγικά, φτιαγμένα με απλά υλικά, με διόλου
εξεζητημένες λέξεις, ειλικρινή και διάφανα. Το φως που τον κατακλύζει
μετουσιώνεται σε γνήσια ποίηση, η στιγμή διαστέλλεται, το ασήμαντο γεγονός
γίνεται αποκάλυψη, η συνείδηση διευρύνεται, όλα φωτίζονται και λάμπουν, και η
αλήθεια παρουσιάζεται απρόβλεπτα μεγεθυμένη στα μάτια του ποιητή και, εξ
αντανακλάσεως, στον αναγνώστη. Αντιγράφω από τη σ. 15:
Έκθαμβος παρακολουθώ
μια θαυμαστή
ηδονική αλχημεία
στα μυστικά εργαστήρια της ψυχής
απ’ τη χαρά
κι από την πίκρα της ζωής
από τον πόνο και τα τραύματά μου
χρόνια μετά να αναδύεται
και να με κατακλύζει
κάτι σαν άγγιγμα
κάτι σαν άρωμα
κάτι σαν γέννηση και σαν πατρίδα
κάτι σαν φως
Με τα χρόνια, την έκπληξη και την αίσθηση
του απρόοπτου που κάποτε μάγευε και συνέπαιρνε τον ποιητή, την αντικαθιστά η
κατασταλαγμένη γνώση της ζωής, το απόσταγμα των αισθήσεων και η ενατένιση της
νέας πραγματικότητας. Ο άνεμος Βαρδάρης, «ο άτεγκτος και απροσκύνητος άρχοντας
και στοιχειό της πόλης», γέρασε πια, και την ορμή του καταλάγιασαν οι πυκνές
και ψηλές οικοδομές της Θεσσαλονίκης. Όμως, αφού κατά τον ποιητή τίποτα δεν
χάνεται και δεν αλλοιώνεται, αν εμείς δεν το εξορίσουμε από τη μνήμη και την καρδιά
μας, ο Βαρδάρης είναι πάντα παρών:
Και πάλι καμιά φορά εισχωρεί
περιπλανιέται στα σοκάκια αδύναμος
με κάτι σαν λυγμό μακρόσυρτο
και σαν αποχαιρετισμό
αφήνει την κάποτε δική του πόλη
στην επικράτεια της βροχής.
«Άρχοντας και στοιχειό της πόλης»
Η συλλογή Κόκκινες πηχτές σταγόνες
περιέχει ως προς τη θεματολογία της ποιήματα για γυναίκες μέσης ηλικίας που
είναι μόνες σε καφετέριες, για μαγικές αναβιώσεις ονείρων, για τη μαγεία και το
μυστικό θαύμα των λέξεων και της ποίησης, για παλιά και παραμελημένα βιβλία που
σταλάζουν ίχνη αίματος στα ράφια, για τα μαγεμένα στενοσόκακα της μνήμης, τον
άγγελο της παιδικής μας ηλικίας που πάνω στα φτερά του θα οδηγήσει κάποτε την
ψυχή μας στη χαμένη μας πατρίδα. Η σύντροφος στη ζωή και στους αγώνες Σοφία και
άκρως συγκινητικές στιγμές με τον εγγονό του που επέμενε να λούσει τον
παππού-ποιητή με το σφουγγάρι, λίγο προτού τον πάρουν στο χειρουργείο για
εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, κυριαρχούν ως ποιητικά ενσταντανέ υψηλής τάσης. Και
το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, άκρως αισιόδοξο και ελπιδοφόρο για τη ζωή
που θα ξεπεταχτεί μέσα από τα ερείπια και τους τάφους, υποσχόμενη εκθαμβωτική
άνοιξη και χαμόγελα:
και όμως
μέσα απ’ τις στάχτες
ανίκητη η ζωή
θα πάρει και πάλι
τον προαιώνιο δρόμο της
σαν να ναι η πρώτη φορά
σαν τίποτα
να μην έχει προδοθεί
τίποτα
να μην έχει χαθεί για πάντα.
Τα ποιήματα του Νικηφόρου είναι
πολυάριθμες παραλλαγές μιας βαθύτερης και συγκεκριμένης ποιητικής ιδέας που τον
κυριεύει και τον διαπερνά. Το θάμπος και η ειλικρίνεια των λέξεών του είναι
αξιοζήλευτα. Μαγεμένος από τις λέξεις του πρωτίστως ο ίδιος ο ποιητής, σπεύδει
να μοιραστεί αυτήν του την αίσθηση με τον αναγνώστη. Είναι δοτικός σε αισθήσεις
και αισθήματα, στη μαγεία των λέξεων. Ο ποιητής, χρόνια τώρα, γράφει για
πράγματα και αισθήσεις που τα θεωρεί σημαντικά. Κι επειδή η πίστη του, η
επιμονή του και η βαθιά του πεποίθηση τα καθιστούν εξ ορισμού σημαντικά και
πανανθρώπινα, αυτομάτως όλη η ποίηση του Νικηφόρου –ως έκφραση, δημιουργία αλλά
και στάση ζωής– μεταμορφώνεται σε σημαντική, λαμπερή, πανανθρώπινη. Αστραπές
συνείδησης, αισιοδοξίας και αυτογνωσίας στον ζόφο της καθημερινής απραξίας και
ευτέλειας.
Αξιοπρόσεκτη
περίπτωση ποιητή
Ο
Νίκος Παπάνας αποτελεί αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποιητή, αφού τύπωσε το πρώτο
ποιητικό του πόνημα 31 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα
γράμματα, το 1988. Παράλληλα έχει δημοσιεύσει έως τώρα ποιήματα, μεταφράσεις
ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.
Δίχως να γνωρίζω τους λόγους αυτής της
εκδοτικής του «καθυστέρησης», οφείλω να αναγνωρίσω πως το συνεχές ένδον σκάπτε,
η ολιγογραφία του και η εν γένει ποιητική του στάση πριμοδοτούν την πρώτη του
συλλογή, καθιστώντας την ενδιαφέρουσα. Πέρα από την καλαίσθητη τύπωση, τα
ποιήματα είναι δουλεμένα, τεχνικώς άρτια, δίχως φλυαρίες και περιττά
παραγεμίσματα, λιτά, με έκδηλη την προσπάθεια του ποιητή να ακριβολογήσει,
εκφραζόμενος με την κατάλληλη, για κάθε περίπτωση, δραστική λέξη.
Ο Παπάνας δείχνει ικανότητα τόσο στο
σύντομο επιγραμματικό ποίημα όσο και στο κάπως μεγαλύτερο. Τα επίθετα
σπανίζουν, το ρήμα έχει δύναμη και κυριαρχεί, ενίοτε επικρατεί η ειρωνεία και ο
σαρκασμός, άλλες φορές μια παιγνιώδη διάθεση πλανάται στην ατμόσφαιρα, ενώ
εκλείπουν οι δυσνόητες εκφράσεις, οι εξεζητημένες λέξεις ή οι νεολογισμοί.
Αντιγράφω από τη σ. 20 του βιβλίου:
Προπαντός ψυχραιμία
μακράν του λυρισμού
Προσφυγή στα συγγράμματα
Αλλά νά σου το αναπόδραστο
– λέξη σοφή
με τον ήχο της Δρέσδης
Των σημάντρων πορσελάνινη έκπληξη
Το λεξικό μου ανθίζει
στο ατέλειωτο κελάρυσμα της γραφομηχανής
Κανείς δε θα εμποδίσει τη βροχή
να καμαρώσει τα καινούρια
μοκασίνια της
(«Το αναπόδραστο»)
Ένας διακριτικός λυρισμός κυριαρχεί σε
αρκετούς στίχους, συναντούμε εμφανείς επιδράσεις από Έλιοτ, ο έρωτας
εκφρασμένος πάντα με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις, η δύναμη της παιδικής αθωότητας
που ισοδυναμεί με την αληθινή ποίηση, στίχοι για την αιωνιότητα, την οδό
Λάμπρου Πορφύρα, την απεξάρτηση από τον έρωτα («ποιος θα επινοήσει / του έρωτα
τη μεθαδόνη;»), τις εμμονές και τις έσχατες πλάνες. Μια μεστή, συγκροτημένη και
αξιοπρόσεχτη ποιητική απόπειρα και τύπωση.
Κλείνω την αναφορά μου στον Παπάνα με το
μικρό ποιηματάκι του «Άλγεβρα»:
Ό,τι κι αν έχω κάνει μέχρι τώρα
αράδιασμα μηδενικών ∙
λείπει από μπροστά τους η μονάδα:
Λείπεις εσύ.
Τα
τελευταία ποιήματα του Κώστα Πλαστήρα
Τα
ποιήματα του Κώστα Πλαστήρα από την ολιγοσέλιδη ποιητική του συλλογή Ο
παράλληλος χρόνος των άλλων (εκδ. Μπιλιέτο, 2019) ισορροπούν μορφικά
ανάμεσα στο πεζό και στο έμμετρο ποίημα. Λιτά, πυκνά, υπαινικτικά, βρίσκουν
απευθείας τον στόχο τους, αγγίζοντας τον απαιτητικό αναγνώστη. Η αναγνωστική
δύναμη της Αποκάλυψης του Ιωάννη, ο πεπερασμένος χρόνος του σώματος, τα άκρα
και τα αγγίγματα των εραστών, η Ιστορία και η μνήμη των άλλων, μερικά από τα
θέματα των ποιημάτων της εν λόγω συλλογής. Ο Πλαστήρας δείχνει πως αξιοποιεί
δημιουργικά βιβλικά ή ιστορικά θέματα, ανάγοντάς τα στη σφαίρα του ιδιωτικού
και του προσωπικού, που τείνουν να αφορούν όμως όλους μας. Η συλλογή τυπώθηκε
από το καλαίσθητο Μπιλιέτο του Βασίλη Δημητράκου, που διατηρεί στενές
αισθητικού τύπου σχέσεις με τη Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (ο Πλαστήρας
υπήρξε συνεργάτης της Διαγωνίου), επεκτείνοντας όμως την ποιητική έκφραση και
σε φωνές πέραν της εξομολόγησης και του ρεαλισμού. Αντιγράφω από τη σ. 9 το ποίημα «ο Ανοικτίρμων»:
Νά, που φάνηκε πάλι
Στο παράθυρο
Είχε φύγει με τραίνο
Από τον δρόμο
Από τη σκέψη
Και τη ζωή
Ο Ανοικτίρμων
Σαν τον ήλιο κρυφόπαιζε
Με τα σύννεφα
Σαν τη μέρα κρυφόπαιζε
Με τη νύχτα
Σε κανέναν δεν έδωσε
Μεγαλύτερη σημασία
Από τον εαυτό του
ο Ανοικτίρμων!
Ο
Βαρδάρης, λοιπόν, φυσά και πάλι στην πόλη. Φέρνει στ’ αυτιά μας ποιήματα,
εξαίσιους στίχους, γόνιμες παύσεις και σιωπές. Ας τα ακούσουμε. Ας τα
διαβάσουμε. Ας τα συναισθανθούμε.
(book press, Δεκέμβριος, 2019)
●
«ΕΙΔΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ»
Για
την ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα Καθόλου ποιήματα (εκδ.
Νησίδες) και την επανέκδοση της μοναδικής ποιητικής συλλογής της Ανθούλας
Σταθοπούλου Νύχτες αγρύπνιας (εκδ. Οδός Πανός), με εισαγωγή του Διονύση
Στεργιούλα.
Ο
αείμνηστος καθηγητής του Α.Π.Θ. Πάνος Μουλλάς, είχε κάποτε αποκαλύψει σε άτομα
του στενού του κύκλου πως «η Ιστορία είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για να την
εμπιστευτεί κάποιος στους ιστορικούς». Φράση που φανερώνει περίτρανα απ’ τη μια
τη μεγάλη του αγάπη για την Ιστορία, από την άλλη την πεποίθησή του πως αυτή
είναι πιο ενδιαφέρουσα, αντικειμενική και, κατά κάποιο τρόπο γοητευτική, όταν
είναι ενταγμένη –είτε ως αφήγηση ιστορικών γεγονότων είτε ως μικροϊστορία
ομάδων ή ατόμων– στη λογοτεχνία.
Ο
ποιητής Διονύσης Στεργιούλας
Ο
συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας γνωρίζοντας καλά αυτή τη γόνιμη διαπλοκή της
λογοτεχνίας –εν προκειμένω της ποίησης– με την Ιστορία, κυρίως μέσα από τα
ιστορικά ή ψευδοϊστορικά ποιήματα του Καβάφη, έχει συμπεριλάβει στη συλλογή του
Καθόλου ποιήματα αρκετά ποιήματα παρόμοιας στόχευσης και κατεύθυνσης.
Γράφει δηλαδή ποιήματα, στα οποία κάποια πραγματικά ή φανταστικά ιστορικά
πρόσωπα ή γενικά κάποια επίπλαστα ή αληθινά γεγονότα δεσπόζουν στους στίχους
του, όχι τόσο για την καταγραφή και την επικύρωση των γεγονότων αυτών καθ’
εαυτών, όσο για την επαναφορά τους στην εποχή μας, με απώτερο στόχο να
αποτελέσουν την αιτία φιλοσοφικής ενατένισης και την πηγή ενός ιδιότυπου
στοχασμού.
Αντιγράφω από τη σ. 15 του βιβλίου το
ποίημα «Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.»
Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη / θα
επανέρχεται στη σκέψη τους / το αίμα που ένα μεσημέρι / χύθηκε στις μαρμάρινες
κερκίδες. / Χτες το πρωί ένα τυχαίο γεγονός / μ’ έφερε στην πλατεία
Ιπποδρομίου. / Κοιτώντας τους περαστικούς / που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές
τους / είδα το παρελθόν να επιστρέφει / κι ήθελα να τους πω: «Προσέξτε, / δεν
είναι όπως τη φαντάζεστε η ζωή / μέσα στο φως ένα σκοτάδι ανθίζει / το χέρι που
θα μας θερίσει έχει οπλιστεί».
Ωστόσο τα ποιήματα της συλλογής δεν
βασίζονται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές προσωπικότητες. Η
Σίβυλλα, ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, η τέχνη του πολέμου, η θάλασσα, ανώνυμοι
γέροντες και προσκυνητές, παράξενοι αναχωρητές της ζωής, οι αδηφάγες λέξεις και
ο παιδεμός της γραφής και η αντιπαράθεση του θεάτρου με την πραγματική ζωή,
είναι μερικά μόνο από τα θέματα-κλειδιά ή, καλύτερα, τα θέματα-σπινθήρες που,
με την ανάφλεξή τους στο ποιητικό εργαστήρι, μεταποιούνται σε στίχους και σε
ποιήματα.
Ο Διονύσης Στεργιούλας παράλληλα, έχει
δεχτεί έντονη επίδραση στην ποιητική γραφή του και από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο
(ιδίως από τα πεζόμορφα πατριωτικά του ποιήματα), για τον οποίον τύπωσε στο
παρελθόν, βιβλίο με δύο συνεντεύξεις του για τον Διονύσιο Σολωμό (Ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό – δύο συνεντεύξεις, εκδ. Οδός
Πανός). Έτσι, θα μπορούσε να ενταχθεί, έστω μέσα από αυτό το πρώτο ποιητικό του
βιβλίο, μεταξύ των ποιητών που πρόσφεραν και κινήθηκαν δημιουργικά στον απόηχο
της τάσης της Διαγωνίου. Ποιήματα εξομολογητικά, κουβεντιαστά, πεζόμορφα, απλά
αλλά όχι απλοϊκά, δίχως εξεζητημένο λεξιλόγιο ή περιττά λεκτικά στολίδια, με
έναν εσωτερικό ρυθμό να τα διέπει, όπου, συχνά, από ένα ασήμαντο, καθημερινό
συμβάν, από μια εικόνα, μια πληροφορία ή από μια γόνιμη σκέψη, προκύπτει η
ποιητική ιδέα. Αντιγράφω από τη σ.
39 το ποίημα «Λίστα ονομάτων»
Όταν
πέθανε ένας καλός μου φίλος, δίστασα να σβήσω το όνομά του από το κινητό μου
τηλέφωνο. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, τα ονόματα αυτών που έφυγαν έχουν
αυξηθεί. Κάθε φορά που ψάχνω στη συσκευή έναν αριθμό, νιώθω ότι περνώ ανάμεσα
από τάφους.
Στην περίπτωση του Στεργιούλα ίσως και να
προκαλεί εντύπωση ότι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική του απόπειρα αναφορικά με
την ποίηση χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα και ωριμότητα γραφής. Ένας
γνώστης, όμως, των πραγμάτων και της λογοτεχνικής πορείας του δεν θα
παραξενευτεί. Γιατί ο Στεργιούλας έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει δεκάδες
ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας –κυρίως στην «Οδό Πανός»– αλλά και
έχει τυπώσει ποιητικά μονόφυλλα ή δίπτυχα με υψηλή αισθητική ποιότητα, κατά το
πρότυπο των μονόφυλλων του Καβάφη ή άλλων σημερινών ακόλουθών του στην ποιητική
και καλλιτεχνική του ατραπό, όπως ο ποιητής και εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης
Δημητράκος.
«Πνεύμα
της ανταρσίας, ως τα όρια της τρέλλας»
Η
ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου στον σύντομο βίο της –πέθανε από
φυματίωση το 1935, σε ηλικία μόλις 25 ετών– ήταν μια νέα κοπέλα, με φυσική
ευφυΐα και «μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία της», όπως μας
επισημαίνει ο Διονύσης Στεργιούλας, ως δοκιμιογράφος αυτή τη φορά, ο οποίος
έγραψε εκτενή εισαγωγή στην ανατύπωση, ύστερα από 87 χρόνια, της μοναδικής
ποιητικής συλλογής της ποιήτριας, με τον τίτλο Νύχτες αγρύπνιας. Η
Σταθοπούλου –η πρώτη γυναίκα του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου– ήταν αξιοπρόσεκτη
ποιήτρια της εποχής της, αφενός για το ταλέντο και την ποιητική της ωριμότητα,
αφετέρου για την περήφανη φύση της και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της. Γράφει
σχετικά ο Βαφόπουλος: «Είχε μέσα της το πνεύμα της ανταρσίας ως τα όρια της
τρέλλας». Πρόλαβε, όπως μας επισημαίνει ο Στεργιούλας, να επισκεφτεί στη
σύντομη ζωή της τον Παλαμά, να συναντήσει τον Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου
και τη Μυρτιώτισσα και συζητούσε με πρόσωπα της παρέας των «Μακεδονικών
Ημερών».
Η γραφή της Σταθοπούλου μπορεί με μια
πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση των ποιημάτων της να φανεί παραδοσιακή και απλή –αυτήν
την πρόχειρη εντύπωση επιτείνει και η ύπαρξη της ομοιοκαταληξίας– όμως φαίνεται
πως η ποιήτρια έθιξε θέματα τολμηρά και απλησίαστα για την εποχή της. Η χαρά
του έρωτα, η μοναξιά, η αποτίναξη των ερωτικών δεσμών, η αγωνία του θανάτου, η
πικρή ζωή των φθισικών, ο έκνομος έρωτας, η δύναμη της μουσικής, και η μεταβολή
των καιρικών φαινομένων σε αντιπαράθεση με τις αλλαγές της ζωής κυριαρχούν ως
ποιητικές ιδέες σε πολλά της ποιήματα. Η επίδραση από την ποίηση του Καρυωτάκη
είναι εμφανής στους στίχους της, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να εικάσουμε πως δεν
απέκτησε ολότελα δική της φωνή. Ήταν ένα ποιητικό ταλέντο που, πιθανότατα, να
εξελισσόταν σε σημαντική ποιήτρια, αν η ζωή της δεν ήταν τόσο σύντομη.
Επιπροσθέτως, έναν δημιουργό θα πρέπει πάντα να τον κρίνουμε ενταγμένο στην
εποχή του και όχι με τα καλλιτεχνικά στάνταρ και τις απαιτήσεις της εποχής μας.
Ο Στεργιούλας στην αρχή της εισαγωγής του
επισημαίνει: «Νύχτες αγρύπνιας μπορούν να θεωρηθούν οι νύχτες που αγωνιούσε για
την κατάσταση της υγείας της, οι νύχτες που ταξίδευε με την πένα της και με τη
φαντασία της, οι νύχτες που τις περνούσε με τον αγαπημένο της. Σε μία
διαφορετική ανάγνωση μπορούμε να δούμε τη νύχτα ως συνώνυμο του θανάτου και την
αγρύπνια ως συνώνυμο της ζωής».
Είναι τιμητικό, τόσο για τον ποιητή και
εκδότη Γιώργο Χρονά όσο και για τον Διονύση Στεργιούλα, που αποφάσισαν να
ασχοληθούν με το μοναδικό ποιητικό βιβλίο αυτής της, κάπως ξεχασμένης σήμερα,
όμως τραγικής στη ζωή της, αξιόλογης ποιήτριας. Αντιγράφω από τη σ. 65 του
βιβλίου, το ποίημα «Έκνομη ηδονή», στο οποίο νομίζω είναι εμφανές το ποιητικό
εκτόπισμα και η τόλμη τής Σταθοπούλου να μιλήσει για θέματα-ταμπού σε μια εποχή
σεμνότυφη, υποκριτική και περιχαρακωμένη.
Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελλοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θάναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.
Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας,
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελλής αδυναμίας.
Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλλα θα κτυπήση στο κεφάλι.
(book press, Ιούλιος 2019)
●
ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σκέψεις
για κάποιες πρόσφατες ποιητικές συλλογές Θεσσαλονικιών ποιητών.
Μια
αναδρομή ζωής, ένας υπαρξιακού τύπου αναστοχασμός αλλά και μια αναπόληση του
παρελθόντος, απ’ τα οποία αντλείται χαρά και αισιοδοξία για τη γαλήνια στιγμή
του παρόντος, χαρακτηρίζουν το τελευταίο βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου Φλόγα
απ’ τη στάχτη (εκδ. Μανδραγόρας, 2017). Το συναίσθημα είναι πλέον μεστό,
όμως η αρχική ποιητική στόχευση παραμένει ίδια κι αναλλοίωτη. Το φως της
δημιουργίας, το πρώτο αρχέγονο φως της γραφής, η ανθρώπινη απώλεια, το άγριο
θηρίο της μοναξιάς, το ειλικρινές «ευχαριστώ» ενός ανθρώπου στην κάθε καινούρια
μέρα που ξημερώνει, και μια απέραντη γαλήνη κι αισιοδοξία για το θαύμα της
ζωής, κεντημένα περίτεχνα, όχι ως απλή θεματολογία αλλά ως δομικό υλικό και
στοιχείο της ποίησής του. Ο Τόλης Νικηφόρος γράφοντας 52 χρόνια ποίηση και
ευρισκόμενος σε ηλικία που πολλοί παραιτούνται ή θλίβονται από το βάρος της
ζωής που κουβαλούν στους ώμους τους, γράφει ίσως το πιο φωτεινό και το πιο
αισιόδοξο ποιητικό του βιβλίο. Δείγμα γραφής: είναι μια ράθυμη μέρα /
φθινοπωρινή / κι η γειτονιά ησυχάζει / καθώς το δροσερό αεράκι / τα φύλλα
ελαφρά ανεμίζει / κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο / σκορπίζει στο δωμάτιο / τους
ήχους της ζωής // γαλήνιος κάθομαι απέναντι / και φλέγομαι // εγώ / φλόγα απ’
τη φωτιά / φλόγα απ’ τη στάχτη.
Στο βιβλίο του Γιάννη Καρατζόγλου
(1946) Εγγραφές κλεισίματος (εκδ. Ρώμη, 2017) θα
συναντήσουμε αρκετά πεζόμορφα ποιήματα για το παρελθόν της πόλης του, για
σταμπαρισμένα σημεία της Θεσσαλονίκης, τους «αλησμόνητους πανηγυρισμούς της
νεότητας» –για να θυμηθούμε και τον τίτλο ενός εξαιρετικού πίνακα του ζωγράφου
Πάνου Παπανάκου–, για την τρίτη ηλικία και τα προβλήματά της, την περίοδο της
συνταξιοδότησης και τη θλίψη που αυτή κουβαλά, αλλά και για τους μετανάστες, το
οξύμωρο δίπολο «προηγμένη τεχνολογία-γήρανση ονείρων και οραμάτων», εν
κατακλείδι ποιήματα για τη φθορά, τον χρόνο και το άγονο σήμερα, μέσα από τα
μάτια ενός ανθρώπου που έζησε με ορμή και δύναμη τη νεότητά του. Παρότι πολλά
ποιήματα –από τον τίτλο τους ακόμη– προδιαθέτουν ή, καλύτερα, μεταφέρουν
ακέραιη μια θλίψη και μια κάπως νοσηρή νοσταλγία για στιγμές που απωλέσθηκαν,
ωστόσο ο Καρατζόγλου διατηρεί στην ποίησή του ατόφια την ακριβή του τέχνη,
γράφοντας με το μεστό και γνήσιο συναίσθημα που χαρακτηρίζει τους αληθινούς
ποιητές. Δείγμα γραφής: Τώρα που οδεύει προς το μέγα σπήλαιο, λάθος μεσήλικας /
λάθη κάνοντας ως το τέλος, μέχρι την ύστατη στιγμή της μεγάλης παιδιάς /
ζητώντας τη χάρη, εκλιπαρώντας μέσα του, ικετεύοντας // να γίνονταν να
ξαναζήσει απ’ την αρχή, να ξανακάνει απ’ το μηδέν / σε αργή επανάληψη
απαράλλαχτα όλα, τα ίδια λάθη («Καμπή ζωής»).
Ο, ηλικιακά νεότερος των δύο προηγουμένων,
ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος (1959), με την τελευταία ποιητική του
κατάθεση Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων (εκδ. Ρώμη, 2017),
συνεχίζει δημιουργικά στο ποιητικό κλίμα της προηγούμενης συλλογής του Γράνα
(Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007), εμπλουτίζοντάς το με πρόσωπα από την ελληνική
μυθολογία, αλλά και πυκνώνοντας και εξελίσσοντας περισσότερο τη γραφή του.
Ποίηση ερμητική, πεζόμορφη, με αναφορές στον χρόνο, στον Εμφύλιο, στην
τοπογεωγραφία του Μελιγαλά, στη σύζευξη αρχαίων προσώπων και προσωπείων με το
σήμερα, ποιήματα για σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας αλλά και για τον
ανεξερεύνητο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε ταύτιση της ποίησης του
Τασιόπουλου με όρους όπως κοινωνική, πολιτική, στρατευμένη ή υπαρξιακή ποίηση,
νομίζω πως δείχνει επιφανειακή προσέγγιση της τέχνης των στίχων του, αφού, κατά
τη γνώμη μου, ο Τασιόπουλος είναι πρωτίστως γλωσσοκεντρικός ποιητής, με
πατρίδα, όχι τόσο την περιοχή του Μελιγαλά Μεσσηνίας (τόπος καταγωγής του, με
ό,τι θετικό ή αρνητικό αυτός κουβαλά ως φορτίο), αλλά την απεραντοσύνη και τις
ποικίλες νοηματικές ή συναισθηματικές πτυχές της ίδιας της γλώσσας. Δείγμα
γραφής: Κοιτάζω το χέρι μου / βρίσκω υλικά / το νήμα, τη γλυφίδα, το αλφάδι, το
μυστρί / – η οικοδομική μου ευδοκιμούσε πάντοτε, / άλλοτε με εκδορές ενίοτε με
φόβους / που καρτερικά σχεδίαζαν το αναπόφευκτο, / ας είναι. / Ό,τι κερδίσαμε
απ’ τα έργα μας οι γηγενείς που / σπάζανε τ’ αγάλματα στο φως του ήλιου /
ευγνώμονες ως υποτελείς μη ξέροντας. / Η επιστροφή ποτέ δεν είναι ανώδυνη.
Η τολμηρή εικονοποιία, τα γόνιμα άλματα
της υπερβατικής γραφής, μια έντονα γλωσσοπλαστική διάθεση, άφθονη δημιουργική
φαντασία κι ένας κοσμοπολίτικος τόνος (εντυπώσεις από επισκέψεις σε ευρωπαϊκά
μουσεία, αναφορές σε ήρωες κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας κλπ.) χαρακτηρίζουν
το νέο βιβλίο της Έλσας Κορνέτη Αγγελόπτερα (Μελάνι, 2016). Το
όλο αποτέλεσμα θα κινδύνευε να πέσει στην παγίδα μιας άναρχης δόμησης των
στίχων της, μιας χαοτικά εκπεφρασμένης εγκεφαλικότητας, ωστόσο ο διανοητικός
τόνος είναι λελογισμένος, το συναίσθημα ρέει μέσα από εικόνες και σκέψεις, και
το σύνολο όχι απλώς σώζεται, αλλά κρίνεται ικανοποιητικό. Δείγμα γραφής: Όταν
στον ύπνο τον επισκέφτηκε / Το κρεβάτι του έγινε / Ένα κλειδοκύμβαλο με φτερά /
Τον ανέβασε στη ράχη του / Τον έβγαλε από την εξίσωση / Του έπαιξε την άρια της
αγάπης / Ξεδίπλωσε την επιδερμίδα της Γης / Ζωγραφίζοντας μ’ ενθουσιασμό / Την
καρδιά μιας πεταλούδας // Τότε αυτός είπε / Παρακαλώ / Ας πυροβολήσει κάποιος
επιτέλους / το κοράκι. («Έμπνευση»)
Ο Βασίλης Φαϊτάς, όπως και ο Τόλης
Νικηφόρου, πρωτοδημοσίευσε ποίηση το 1966. Πιο ολιγογράφος όμως από εκείνον,
τύπωσε έξι συνολικά ποιητικές συλλογές (η μία από αυτές μεταφράστηκε στα
γαλλικά από τον ελληνιστή Μισέλ Βόλκοβιτς). Στη συλλογή του Στο καφέ
«Εντροπία» (Μανδραγόρας, 2017) θα συναντήσουμε ποιήματα για όσα ξέβρασε ο
χρόνος, με φιλοσοφικού-υπαρξιακού τύπου ποιητικές αναρωτήσεις για το σύμπαν,
την αιωνιότητα, για όσα μας υπερβαίνουν, και που, ωστόσο, κωδικοποιήθηκαν και
ενσωματώθηκαν στο κύτταρό μας, στη νιότη μας, στα οράματά μας, στα όνειρα που
γεράσανε και ξεφτίσανε, όχι όμως δίχως ελπίδα. Το παρελθόν αναγεννιέται από τη
στάχτη του ζητώντας δικαίωση. Ο Φαϊτάς άπτεται ποιητικά του Νικηφόρου στο
ζήτημα της φιλοσοφικής ενατένισης του κόσμου, ωστόσο η ποίησή του είναι πιο
συγκρατημένη και ακριβής, ενώ το «φως» και το «θαύμα» του Νικηφόρου αναφορικά
με τη ζωή (κοινώς, η διάχυτη αισιοδοξία του) στον Φαϊτά εμφανίζονται με πιο
μουντά, θαμπά και γήινα χρώματα. Δείγμα γραφής; Στον καιρό της νιότης / άλλαζε
τον κόσμο / αποικίες φωτός / εκεί που γεννιούνται τα όνειρα // Τώρα απ’ το
παράθυρο της εντροπίας κοιτάζω / το πλατύ ποτάμι που περνά / πλημμυρισμένο
καιρούς, χώρο και αίμα. («Γαλήνη»)
Η ενδιαφέρουσα συλλογή του Νίκου
Μυλόπουλου (1951), χειρουργού οφθαλμίατρου της Θεσσαλονίκης, Όπως η
θάλασσα με το αύριο (Γαβριηλίδης, 2016), είναι κομματιασμένη σε 4 ενότητες.
Παντού (ή σχεδόν παντού) το ρήμα δεσπόζει σε χρόνο παρατατικό, κρύβοντας μια
παρατεταμένη σε διάρκεια θλίψη (που, ποίημα με το ποίημα, πολλαπλασιάζεται) για
όλα τα δυνατά του παρελθόντος, που με το χρόνο ατόνησαν και ξεθύμαναν. Ποιήματα
για αισθήσεις και αισθήματα, επιθυμίες για φιλιά που δεν ήταν σκηνοθετημένα,
στίχοι για τότε που οι γειτονιές ευωδίαζαν «αγιόκλημα κι εμπιστοσύνη». Δείγμα
γραφής: Για φυσαλίδες ψάχναμε χαράς στα βάθη της θάλασσας / Λεηλατώντας άγρια
τα θησαυροφυλάκια των κορμιών / Και εισπράττοντας περίλυποι την χλεύη των
πεταλίδων. / Ακρόπρωρο μυθικό η μορφή σου κυριεύει τα κύματα / Σκίζοντας τις
ραφές των πιο αρχαίων αινιγμάτων.
Τέλος, η πεζογράφος Αρχοντούλα Διαβάτη
αποφάσισε να εκτεθεί και στην ποίηση τυπώνοντας την παρθενική της ποιητική
συλλογή Όπως η Μπερλίνα (Νησίδες, 2017). Ποιήματα χαμηλόφωνα, ήσυχα,
κουβεντιαστά, εξομολογητικά, εμφανώς κάτι περισσότερο από πρωτόλεια, που,
αρκετά εξ αυτών, παραπέμπουν στους επιγόνους της «Διαγωνίου» (Λάσκαρης,
Βασιλάκης, Δημητράκος, Ριτσώνης κ.ά.), αλλά που όμως σε κάτι υπολείπονται για
να φτάσουν στην πύκνωση, στην ευθυβολία και στην αρτιότητα γραφής των παραπάνω
ποιητών. Δείγμα γραφής: Ακούω την καρδιά μου: / Χτυπάει δυνατά / Σαν να θέλει /
Να μου θυμίσει / Κάτι / Που ξεχνάω / Στη διάρκεια της μέρας. («Κάτι»)
Άλλα από τα ποιήματα των παραπάνω ποιητών
συνδέονται άμεσα με το παρελθόν και την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης, κι
άλλα φλερτάρουν με τη νεωτερικότητα, δίχως όμως να παύουν να προκαλούν
συγκίνηση που είναι, πρωτίστως, και το ζητούμενο για μία ποιητική συλλογή. Όσο
για τη Θεσσαλονίκη, αναφορικά με την ποιητική παραγωγή, παραφράζοντας τον στίχο
του άγνωστου Πόντιου ποιητή για το παράδειγμα της Ρωμανίας: Ανθεί και φέρει κι
άλλο.
(book press, Φεβρουάριος 2018)
●
ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Έλσα
Κορνέτη, Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά, ποιήματα,
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2014, σελ. 84
Η
Έλσα Κορνέτη (γεννημένη στο Μόναχο) έχει πυκνή παρουσία στις ποιητικές
δημιουργίες με επτά συλλογές μέσα σε 8 χρόνια. Ξεκίνησε να τυπώνει ποίηση από
το 2007, δεν μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί νέα ποιήτρια παρά τη χρονιά της
ποιητικής αφετηρίας της, αφού δημιούργησε, έκτισε καλύτερα, ένα δικό της
ποιητικό σύμπαν, ενώ φαίνεται πως από βιβλίο σε βιβλίο εξελίσσεται σημαντικά,
σε βαθμό που με το τελευταίο βιβλίο της να δείχνει στοιχεία ιδιαίτερα ώριμης
και κατασταλαγμένης δημιουργού.
Κοιτώντας την εργογραφία της εντύπωση
προκαλεί πως δεν τηρεί αυστηρά στις ποιητικές της εκδόσεις τη σύμβαση της
διετίας που, κατά κανόνα, ακολουθούν άλλοι ομότεχνοί της, αφού το 2007 τύπωσε
δύο ποιητικές συλλογές, ενώ δύο διαδοχικές χρονιές (2012, 2013) από ένα βιβλία
κάθε φορά. Αυτό δείχνει, εκτός του ότι είναι πολυγραφότατη, πως υπάρχουν
περίοδοι στη ζωή της που νιώθει ιδιαίτερα δημιουργική και αποφασίζει να
εκμεταλλεύεται, ή, καλύτερα, να αξιοποιεί εκδοτικά αυτήν την έμπνευσή της,
πράγμα που δείχνει, έως τώρα τουλάχιστον, να μην τη ζημιώνει στην εξέλιξή της
και στην ποιητική της διαδρομή.
Στη συλλογή της με τον ασυνήθιστο τίτλο Κανονικοί
άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά θα συναντήσουμε ποιήματα για
νάρκισσους εραστές που αντικρίζουν τη γύμνια τους στον καθρέφτη (σ. 13:
Κατακτώντας την τέχνη του έρωτα / απώλεσε τον έρωτα / μα κυρίως τον εαυτό του),
ποιήματα για τον καλό, νέο κόσμο, τον ψεκασμένο με εντομοκτόνο που εξαφάνισε
τις μέλισσες και έκανε τους ανθρώπους να βγάλουν λέπια, για την ανθρώπινη
παράνοια, για τη διακριτικότητα που υπεραπλουστεύεται και παρεξηγείται από τον
ανήξερο και ανυποψίαστο περίγυρο, αφού εκλαμβάνεται ως αδυναμία, ίσως, ακόμα
ακόμα, και ως ανθρώπινο μειονέκτημα:
Ήταν ένας διακριτικός άνθρωπος
Που έπασχε από ακατάσχετη ευγένεια
Και έφυγε από υπερβολική διακριτικότητα
Η παρουσία του δεν επιβάρυνε κανέναν
Όταν πέθανε ο περίγυρος
Απλοποιώντας το φαινόμενο είπε:
Ήταν θέμα καλού χαρακτήρα
(Η Κορνέτη μ’ αυτό της το ποίημα
επιβεβαιώνει αυτό που ένα καλοκαίρι διάβασα σε κάποιο φαρμακείο του πρώτου
ποδιού της Χαλκιδικής, και με εντυπωσίασε για τον κυνισμό και την αλήθεια του: «Καμία
καλοσύνη δεν μένει ατιμώρητη»).
Σε
άλλες σελίδες του βιβλίου θα συναντήσουμε ποιήματα για αγαπημένα πρόσωπα που
μας χάραξαν και έφυγαν από τη ζωή, για γυναίκες-πουλιά με κλουβιά στο κεφάλι,
για γυναίκες-Πεταλίδες, για τοξικούς ανθρώπους και για τα δηλητήρια της ζωής
(εαυτός, οικογένεια, δουλειά, συνάνθρωποι, ως πνιγηρά στερεότυπα φυσικά και όχι
στην υγιή τους μορφή), για ανθρώπους εσωτερικού χώρου και κουρδιστά ανθρωπάκια.
Αλλού, πάλι, η ποιήτρια αγγίζει την ανθρώπινη παράνοια, τις δυστοκίες της ζωής,
ψηλαφεί τον ανθρώπινο φόβο, το παράλογο και την ασυναρτησία της ανθρώπινης
ύπαρξης, την παρανοημένη και παρεξηγημένη κανονικότητα των ανθρώπινων
καταστάσεων.
Είναι
Ένας άνθρωπος κανονικός
Ο Θεός του έδωσε
Ένα κεφάλι υπολογιστή
Ένα σώμα γραφείο
Μια καρδιά χρηματοκιβώτιο
Πίσω από την τολμηρή εικονοποιία της
Κορνέτη και τον υπερρεαλιστικό χαρακτήρα της ποίησής της, κρύβεται μια
ευαίσθητη ματιά που θλίβεται με την κατάντια της ζωής, ένας διάχυτος ουμανισμός
πίσω από τις λέξεις για ανθρώπινες αξίες που έχουν υποστεί τερατώδεις και
αφύσικες, σχεδόν εξωπραγματικές, μεταλλάξεις και έχουν απολέσει προ πολλού τη
σημασία, το βαθύτερο νόημα και την αλήθεια τους. Ο υπερρεαλισμός της Κορνέτη
δεν είναι στείρος ούτε παρωχημένος (δεν βασίζεται δηλαδή απλώς στο ασυνήθιστο
των λέξεων, στη εξεζητημένη συρραφή τους, στην τολμηρή εικόνα ως αυτοσκοπό και
στην γλωσσοκεντρική κατεύθυνση – πράγματα ελαφρώς ξεπερασμένα στη σημερινή
ποίηση, και αποκομμένα από την εποχή μας) αλλά σχετίζεται άμεσα με τον άνθρωπο,
τις στρεβλώσεις της ζωής, τις παθογένειες της σημερινής κοινωνίας, την αγωνία
της για το αύριο, που σαν φάντασμα πλανάται πάνω από τα κεφάλια ολονών. Η
φτήνια, η κενότητα, η μηχανιστική αντίληψη περί ζωής, η επαναλαμβανόμενη
ρουτινιάρικη, σχεδόν σχιζοφρενής, ανθρώπινη συμπεριφορά που κάποιοι (γελασμένοι
ή υποκριτές) αποκαλούν με αφάνταστη ευκολία «σύγχρονο πολιτισμό» ή «καινούριο
νέο κόσμο», κάνουν την ποιήτρια, υπερβαίνοντας τη θλίψη της και την αμηχανία
της για όλο αυτό που αντικρίζει γύρω της, να σαρκάσει, να χλευάσει, να
καυτηριάσει, να ειρωνευτεί, πάντα με λεπτή, έντεχνη λεκτική διατύπωση και
ισορροπημένη εντέλει γραφή, τις παθογένειες μια κοινωνίας που αποδέχεται σε όλα
τα επίπεδα το αφύσικο ως φυσιολογικό, το παράλογο ως λογικό, το αρρωστημένο ως
υγιές. Αυτή η, κατά βάθος υπαρξιακή, ανισορροπία της ανθρώπινης ύπαρξης που
επιμένει να καταδεικνύει (να ξεγυμνώνει, καλύτερα) η Κορνέτη με τη γραφή της,
πιστεύω πως είναι και το δυνατό της χαρτί, το ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμο στοιχείο
σε όλες τις μέχρι τώρα ποιητικές συλλογές της, ο κοινός θεματικός τόπος (και
τρόπος) των μέχρι τώρα βιβλίων της.
Από το οξύ και ακονισμένο ποιητικό βλέμμα
της Κορνέτη δεν γλιτώνει και ο ρόλος των ανθρώπων του πνεύματος, ο τρόπος που
δημιουργούν και εκφράζονται. Αντιγράφω από τη σ. 54:
Ο συγγραφέας
Ο άνθρωπος σουπιά
Με την υπερτροφική κύστη
Τυλίγει γερά το χρόνο
Στα πλοκάμια του
Κι έπειτα παίρνει φόρα
Κι εκσφενδονίζεται
Σβήνοντας τα ίχνη
Με το μελάνι του
Αλλά και η ανθρώπινη παράνοια, η
ανεξιχνίαστη σαλότητα, το βαθιά σκοτεινό της ανθρώπινης ύπαρξης και ψυχής, πόσο
ωραία εκφρασμένο μέσα σε 6 μόνο στίχους (σ. 59):
«Υπάρχει έλλειψη σας λέω,
Υπάρχει έλλειψη…»
Μονολογούσε μες στην παγωνιά
Ο αγαθός τρελός της γειτονιάς
Όπως ξυπόλυτος σε προσπερνούσε
Υπάρχει έλλειψη…
Τα ποιήματα της συλλογής ποικίλουν ως προς
τη μορφή τους: άλλα ολιγόστιχα, άλλα μεγαλύτερα σε έκταση, συστάδες ποιημάτων
στεγασμένες κάτω από έναν τίτλο-ομπρέλα, μέχρι και σχηματική ποίηση (στίχοι Στο
περιθώριο) σκοπίμως γραμμένη, οριζοντίως και καθέτως, στις άκρες των τελευταίων
σελίδων, στο περιθώριο του βιβλίου.
Το Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια
παρδαλή ουρά (ιδανικό συνάκουσμα των στίχων της Κορνέτη η σκοτεινά
γοητευτική μουσική του Νικ Κέιβ, ιδίως οι παλιότερες μπαλάντες του – το συστήνω
ανεπιφύλακτα στους θεριακλήδες του είδους), με το παράξενα εντυπωσιακό
πίνακα-σχέδιο εξωφύλλου της ζωγράφου και μητέρας της ποιήτριας, Πέννυς
Δίκα-Κορνέτη, είναι ένα βιβλίο συνειδητοποίησης και αναψηλάφησης του κόσμου και
της ζωής. Μέσα από την άκρως ενδιαφέρουσα ματιά μιας ευαίσθητης ποιήτριας, που
δίχως ανέξοδους συναισθηματισμούς, παρωχημένους λυρισμούς και γλυκερότητες, ποιητικές
ευκολίες και κλισέ, καταθέτει θαρραλέα την αλήθεια της.
(book press, Mάιος 2015)
●
ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
«ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ»
Η
Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου είναι μια διακριτική και χαμηλόφωνη παρουσία στα
ελληνικά γράμματα. Δίδαξε σε πολλά σχολεία Σχηματική ποίηση (Ιδεόγραμμα), με το
οποίο ασχολήθηκε και η ίδια συστηματικά και εις βάθος. Την ποίησή της, που κατά
βάση είναι ερωτική, την διακρίνει ένας διάχυτος λυρισμός. Γράφει στη συλλογή
της Αποικία κοχυλιών, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές της
απόπειρες: «Μόνο οι λέξεις σου / αποικία κοχυλιών από ασήμι και φως / στο βυθό
της καρδιάς μου ανεμίζουν». Πολύ εύστοχα, σε κάποια της κριτική δημοσιευμένη
στο περιοδικό Ένεκεν, η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη σχολίασε γι’ αυτήν τη
συλλογή της Καραχάλιου: «Ποιήματα ερωτικά, εμπύρετα, αισθαντικά, κινητοποιούν
τις αισθήσεις μας και τις οξύνουν. Παντού ελλοχεύει ο πόνος της φθοράς, μικροί
καθημερινοί θάνατοι, η σοδειά του τίποτα, μια φλεγόμενη μοναξιά.»
Αν από την πρώτη συλλογή της ποιήτριας (Περάσματα,
1980, εκδ. Βιβλιοεμπορική) μέχρι το Αρδεύοντας το χρόνο, 2010, στη
γαλλική, εκδ. Sajat, Bourges Γαλλία) κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο, ο λυρισμός,
η υπαρξιακή αγωνία, η διακριτική καταγραφή στιγμών και αισθήσεων, κι ένα
συνταίριασμα στοιχείων της φύσης ή έργων τέχνης με προσωπικές καταστάσεις,
μνήμες και μια διάχυτη ερωτική νοσταλγία για πρόσωπα που παρήλθαν, αφήνοντας το
ίχνος τους στην ψυχή της ποιήτριας, άλλοτε τρυφερά κι άλλοτε περισσότερο σκληρά
και επώδυνα, με την τελευταία της συλλογή Του χορού και της απουσίας η
Κ. βαδίζει σε πιο δύσβατα ποιητικά μονοπάτια, κολυμπά σε αχαρτογράφητα ύδατα με
αρκετή επιτυχία, αλλάζοντας ύφος και κάνοντας τη γραφή της πιο καίρια και
στιβαρή.
Η συλλογή Του χορού και της απουσίας,
που όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των συλλογών της είναι μεταφρασμένη και
στα γαλλικά, τυπώθηκε από τις Εκδόσεις των Φίλων το 2013, και περιέχει 17
συνολικά ποιήματα, δύο εκ των οποίων, το «Η τελευταία βόλτα» και το «Γιορτή
Ζωής» είχαν πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Ένεκεν (τεύχ. 27, Ιανουάριος-Μάρτιος
2013). Το βασικό θέμα που διέπει το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής (ο
θάνατος του αδελφού της ποιήτριας Ροδόλφου Τόκα, στη μνήμη του οποίου είναι
αφιερωμένο και το βιβλίο) από μόνο του δίνει βαρύτητα στο όλο ποιητικό
εγχείρημα, που, σε αρκετά του σημεία, μου θύμισε την αξιόλογη και σπαραχτική
ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Λουκίδου Όροφος μείον ένα, που κι αυτή
περιστρεφόταν θεματικά γύρω από τον θάνατο του αγαπημένου καρκινοπαθούς πατέρα
της.
(Εδώ ανοίγω μια κάπως μεγάλη παρένθεση για
να τονίσω τη σημασία του πένθους, που σύμφωνα με την ψυχολογία είναι οι
ψυχικές, συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις ενός ανθρώπου μετά τον
θάνατο αγαπημένου προσώπου, στη λογοτεχνία. Το πένθος, όχι μόνο δεν θεωρείται
πάθηση, αλλά στάθηκε και στέκεται στην παγκόσμια και ελληνική λογοτεχνία ως η
γενεσιουργός αιτία εξαιρετικών έργων. Ποιητές ή συγγραφείς έγραψαν σε κατάσταση
πένθους ή μίλησαν επ’ ονόματι άλλων, που βίωσαν έναν απροσδόκητο χαμό. Τελείως
πρόχειρα θα θυμηθώ τον Τάφο του Παλαμά και τον Επιτάφιο του
Ρίτσου, ως εμβληματικά ποιητικά έργα που σχετίζονται με το πένθος και τον
θάνατο. Επιπλέον, η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη έχει μεγάλη παράδοση σε έργα
τέτοιας θεματολογίας, αρχής γενομένης από τον Πεντζίκη και τη ρήση του πως σ’
αυτήν την πόλη οι νεκροί συμβιώνουν αρμονικά με τους ζωντανούς. Ο Πεντζίκης, τα
θανατόφιλα κρεβάτια του Βαφόπουλου, ο Ανέστης Ευαγγέλου που συνομιλούσε με
αγαπημένους νεκρούς του, ο Γιώργος Κάτος που σε κατάσταση μέθης πηδούσε το
τοιχάκι των κοιμητηρίων για να συνομιλήσει με τον πεθαμένο πατέρα του, ο
Σφυρίδης που συνομιλεί στα διηγήματά του με τον νεκρό πεθερό του αλλά και τον
πρόωρα χαμένο πεζογράφο της πόλης και καλό του φίλο Αλμπέρτο Ναρ, αλλά και η
Ζωή Σαμαρά που γράφει για την πεθαμένη κόρη της, η Λουκίδου, ο Μίγγας, ο Κουτσούκος
με το Γράμματα στη μητέρα (Παρατηρητής, 1990), είναι μόνο κάποια
χαρακτηριστικά παραδείγματα της λογοτεχνικής αυτής τάσης που έχει εδραιωθεί
στην πόλη μας και που, όπως φαίνεται, συνεχίζει, με σπαραγμό και οδύνη, και η
Τόκα-Καραχάλιου με το Του χορού και της απουσίας)
Επανέρχομαι στη συλλογή της Καραχάλιου.
Και τα 17 ποιήματα που την απαρτίζουν είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο,
ενώ τα σπαραχτικά «εσύ», «ήσουνα» και «σου», επανέρχονται συνεχώς από ποίημα σε
ποίημα, από στροφή σε στροφή. «Αλλά εσύ αγαπούσες τη ζωή / πιστός ήσουνα στη
απλότητά της / κι έψαχνες έναν σύντροφο / στους κόρφους της χαράς / Στα βήματα
του χορού σου / αποτύπωσες μίας ζωής μεράκια.» Αλλού, πάλι, λέει: «Ατάραχα
γαλήνιος εσύ / μέσα στις ασάλευτες παλάμες σου / έκλεισες το πύρινο στροβίλισμα
του κεφιού». Αλλού: «Στο βάθος της οδύνης μου θ’ αντιφέγγει / Τ’ όνομά σου
αδελφέ μου / που καταργεί την απουσία». Κι ακόμα ένα σπαραχτικό επιμύθιο: «Ένα
καντήλι ανάβει τώρα / μπροστά στη φωτογραφία σου / φωτίζοντας μελαγχολικά τις
χάντρες του κομπολογιού σου»
Σπαραχτικές και οι ποιητικές αναρωτήσεις
της Κ., αναρωτήσεις δίχως να παίρνουν απάντηση, αναρωτήσεις δίχως αντίκρισμα,
που τις παίρνει ο άνεμος, η σιωπή, ο παγερά τελεσίδικος χρόνος. Αντιγράφω από
το ποίημα «Μετακόμιση», σ. 29.: «Γιατί προτίμησες την πιο θλιβερή συνοικία; /
Εκεί που η σιωπή / βαραίνει πάνω στη γη, ακόμη πιο πολύ, / σαν σε βαθύ όρυγμα
στα σπλάχνα της ημέρας, / καθώς δέχεται νεροποντές δακρύων; /………………………/ Γιατί έφυγες τόσο βιαστικά, χωρίς μία λέξη; /
Για έκπληξη;»
Λιτό, ευρηματικό και εξίσου σπαραχτικό το
ποίημα «Άκαιρα», όπου ο ζωντανός ενεστώτας χρόνος της ποιήτριας έρχεται σε
σκληρότατη και τραγική αντίθεση με τον παρατατικό χρόνο του πεθαμένου αδελφού
της: «Σε θέλω στον Ενεστώτα, / για να σε βλέπω / να σε ακούω, / να σ’ αγγίζω. /
Εσένα όμως άκαιρα / σε άρπαξε ο Παρατατικός.»
Την ώρα που χόρευε ζεϊμπέκικο, έσβησε ο
χρόνος στα μάτια του αδελφού της Τόκας-Καραχάλιου. Την ώρα του κεφιού, του
γλεντιού, της ζωής, του αίματος που σφύζει από ζωή και ρέει στις αρτηρίες, την
ώρα του ξεφαντώματος και της χαράς, ήρθε ο χαμός του στην πλατεία Μοριχόβου.
Αντιγράφω ως επιμύθιο αυτού του κειμένου ολόκληρο το ποίημα «Στην πλατεία
Μοριχόβου», ποίημα-ζεϊμπέκικο (ιδανικό προς ερμηνεία υλικό για την μπεσαλήδικη
φωνή ενός Μητροπάνου, αν βρισκόταν εν ζωή) για τις αιφνίδιες κι απρόβλεπτες
αλλαγές της ζωής μας, που άνωθεν αποφασίζονται, προγραμματίζονται και
εκτελούνται: «Μεσάνυχτα και κάτι Παρασκευής / στην πλατεία Μοριχόβου / και το
πλακόστρωτο δροσίζεται από νυχτερινές πενιές. / Χαμόγελα και τέρψη αντανακλούν
/ σε δέντρα με φύλλα από τον καύσωνα μαραμένα. // Μ’ ένα πουκάμισο λευκό / και
τα μανίκια γυρισμένα / τα χέρια ελεύθερα πουλιά / του κόσμου ν’ αγγίζουνε τις
άκρες / στου μπουλουκιού το παράπονο / με βήματα αργόσυρτα / χαστούκιζες την
αγωνία των ταραγμένων ημερών. // Όμως από τη ζήλια του / άλλαξε χρώμα ο ουρανός
/ κι έγινε κατάμαυρος, / γιατί δεν ήξερε από πού κρατά η γενιά σου. // Δεν
ήξερε / πως ήσουνα Σμυρνιός, / κι ήτανε τόσο όμορφη, αδελφέ, η ζεϊμπεκιά σου.»
Η Μ. Τ. Κ. και μόνο μ’ αυτό της το βιβλίο,
κατά τη γνώμη μου πάντα, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να ενταχθεί στην ποιητική
παράδοση της πόλης. Αφήνοντας κατά μέρος έναν ανέξοδο λυρισμό, μια
παλιοκαιρίσια ευαισθησία και ποιητικά στερεότυπα, που άλλοτε λιγότερο άλλοτε
περισσότερο χαρακτήριζαν αρκετά παλιότερα ποιήματά της, γυρίζει σελίδα στην
ποίησή της, βουτά στα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας, και αξιοποιεί άκρως
ικανοποιητικά το ποιητικό ταλέντο της, το μεράκι της και τα βιώματά της.
(δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό το κοράλλι, τεύχ. 6, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2015)
●
ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ,
ΤΟΥ ΙΓΝΑΤΗ ΧΟΥΒΑΡΔΑ
Ο
Ιγνάτης Χουβαρδάς (Βέροια, 1965) τυπώνει ποιήματα από το 1985, και κεντρικό του
θέμα σε όλα τα μέχρι τώρα βιβλία του (εννέα τον αριθμό) παραμένει το πυρετώδες
και αγωνιώδες κυνηγητό του θηλυκού (ή της θηλυκότητας) από το αρσενικό, που,
γοητευμένος από την παρουσία του και την, πολλές φορές, απρόβλεπτη εμφάνισή
του, θέλει να το προσεγγίσει και να το φωτογραφίσει με το βλέμμα του. Η
επιδίωξη αυτή του πλησιάσματος του Χ. δεν αποσκοπεί τόσο σε μια σεξουαλικού
τύπου προσέγγιση, αλλά στην επικύρωση μιας ερωτικής αίσθησης και στην αποτύπωση
ενός φευγαλέου αισθήματος μιας στιγμής. Όλα αυτά που σας προανέφερα
χαρακτηρίζουν όχι μόνο το ποιητικό, αλλά και το πεζογραφικό του έργο.
Στην τελευταία ποιητική του συλλογή Το
φόρεμα που αλλάζει (εκδ. Οδος Πανός, 2015) παρελαύνουν πάλι στους στίχους
του έφηβα κορίτσια, γυναικείες κοτσίδες που μισοφαίνονται σε άδεια μαγειρεία,
γυμνά δάχτυλα γυναικείων ποδιών, ερεθιστικά πέλματα και φλατ σαγιονάρες, ωραίες
φοιτήτριες, πωλήτριες σε καταστήματα ενδυμάτων, όμορφες ή λιγότερο όμορφες
γυναίκες.
Όλες και όλα σαγηνεύουν τον ποιητή, που ως
νέος Οδυσσέας μαγεύεται από τη μελωδία τους, ακούει τις ερωτικές Σειρήνες αλλά
δεν κλείνει τα αυτιά του, διαισθάνεται τις υποσχέσεις που, αυτές, μυστικά του
τάζουν, νιώθει τον ερωτισμό βλεμμάτων και σωμάτων, και τις ακολουθεί
αναζητώντας την ομορφιά και τσακώνοντας, ως πολύτιμο λάφυρο, την ερωτική
στιγμή. Μια ερωτική στιγμή που ενώ για τον περίγυρό του είναι κάτι το αυτονόητο
και το συνηθισμένο, για τον ίδιο αποτελεί μια έκπληξη που τον συνεπαίρνει.
Κλείνω με ένα, αντιπροσωπευτικό του ύφους
και του στιλ γραφής του, ποίημα: σ. 35 («Μια άγνωστη σε πάρκο της παραλίας»):
Θα ήθελα να είναι το κορίτσι μου,
κι εκείνο που μου κάνει εντύπωση
είναι ότι κατάλαβε από μακριά
την αδυναμία μου να κοιτάζω τα πόδια της
κι έτσι προετοιμάζεται να μου τα κρύψει
δείχνοντάς
τα ολόγυμνα.
Ένας
χαμηλών τόνων δημιουργός που επιμένει ποιητικά όχι στις λέξεις αυτές καθ’
εαυτές, στην ασυνήθιστη εκφορά του λόγου και στην ποιητική δεξιοτεχνία, αλλά,
πρωτίστως, σε πρόσωπα και συναισθήματα.
(περιοδικό ΘΕΥΘ, 1ο τεύχος, φθινόπωρο
2015)
●
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ
ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΡΙΤΣΩΝΗ
(Το
θλιβερό μαντάτο ήρθε, την Πέμπτη 16 Ιουλίου του 2015. «Έφυγε ο Κώστας ο
Ριτσώνης. Προχθές... » Τον γνώριζα καλά τον Κώστα και πάγωσα στο άκουσμα της
είδησης. Γνώριζα για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που περνούσε τελευταία, αλλά
ακόμη και μέσα από την κλινική όπου έκανε χημειοθεραπείες μου έστελνε
ενθαρρυντικά μηνύματα για την αρρώστια του. «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείτε!»
έγραφε στους καλούς του φίλους της Θεσσαλονίκης, που πάντα είχε μέσα στην
καρδιά του. Μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο και με τον Περικλή Σφυρίδη με τον οποίο,
ως συνταξιούχος γιατρός καρδιολόγος αλλά και παλιός του φίλος από τη «Διαγώνιο»
του Χριστιανόπουλου, είχαν να πουν και να θυμηθούν πολλά. Ένας μερακλής της
ζωής και της τέχνης, έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω του σπουδαίο λογοτεχνικό
και εκδοτικό έργο. Ήταν μάλιστα από εκείνους τους ανθρώπους που ενθάρρυνε και
στήριζε τις νέες φωνές, και ειδικά τους νέους ποιητές (κάτι αντίστοιχο έκαναν
και ο Τάσος Κόρφης, ο πρόσφατα χαμένος Ορέστης Αλεξάκης, αλλά και ο εκδότης του
«Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος), διακινώντας μονόφυλλα ποιήματα νέων ποιητών,
γραμμένα με το χέρι, και καθιερώνοντάς τα ως ποιήματα των φίλων (μέχρι πρότινος
έκανε κάτι παρόμοιο με ποιητικές συλλογές και ως εκδότης). Ως τελευταίο ασπασμό
στον σημαντικό αυτόν ποιητή και άνθρωπο, ως ύστατο αποχαιρετισμό, και σε
συνεννόηση με τον εκδότη του περιοδικού «Εμβόλιμον» Γιώργο Θεοχάρη, που μου
έδωσε την άδεια, αναδημοσιεύω δύο μικρά κριτικά σχόλια, που γράφτηκαν το
φθινόπωρο του 2012, για δύο σημαντικά βιβλία του Κώστα Ριτσώνη. Κώστα, καλό
Παράδεισο, με ρεμπέτικα τραγούδια, ουζάκια και νόστιμα μικρά ποιήματα, που τα
έγραφες ως μεζελίκια, για να ομορφαίνει και να νοστιμίζει η ζωή μας).
151 ποιήματα με μάτι
«Αθηναίου»
Κώστας
Ριτσώνης, 151 ποιήματα, Εκδ. Ποιήματα των φίλων 2011, Σελ. 110
Στα
περισσότερα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής ο Ριτσώνης περιδιαβάζει την
Αθήνα, τους ανθρώπους της, τις επιγραφές της. Σχολιάζει την καθημερινότητα με
το μάτι του μη Αθηναίου, με καθαρό και συχνά παιχνιδιάρικο βλέμμα ανατέμνει την
τοπογραφία της πρωτεύουσας σκαρώνοντας μικρά, εύστοχα, ευθύβολα, χαριτωμένα
ποιήματα, που δεν υπολείπονται σε σοφία και αίσθημα. Η περίπτωσή του μού θύμισε
αρκετά την περιπλάνηση του ιδιόρρυθμου περιπατητή του Σωτήρη Δημητρίου, στο
βιβλίο του Τα οπωροφόρα της Αθήνας, που κι εκείνος σκέφτεται διάφορα
έξυπνα και πικάντικα, αντικρίζοντας τα οπωροφόρα δέντρα της πρωτεύουσας. Δύο
πλανόδιοι, λοιπόν, περιπατητές, αφηγητής και ποιητής, στο ίδιο μήκος κύματος,
με κοινό σημείο αναφοράς τη λοξή ματιά στα πράγματα και την έξω από την κοινή,
τρέχουσας λογικής, σκέψη τους. Εντέλει ιδιόρρυθμοι, πλανημένοι, αλαφροΐσκιωτοι,
σημαδεμένοι; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μάλλον παιδιά που αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και
να υποταχθούν στην ασχήμια της ζωής μας. Βέβαια, ο Δημητρίου (στα τελευταία του
βιβλία) μάλλον βούλιαξε σε μία επίπλαστη και ασύμβατη με την ψυχοσύνθεσή του
λογιοσύνη, ενώ ο Ριτσώνης αξιοποίησε (και αξιοποιεί) καλύτερα το παιγνιώδες
βλέμμα του και την παρατηρητικότητά του.
Τα ποιήματα του Ριτσώνη διαβάζονται
μονορούφι και μας αφήνουν με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ευχάριστη γεύση
στον ουρανίσκο. Κουλουρτζήδες, ζητιάνοι, παστρικές γυναίκες, ηθικές αστές,
χειμερινές κολυμβήτριες, λούστροι με πάρκινσον, εργάτες, κυρίες αριστοκρατικών
συνοικιών που τους ορέγονται διάφοροι, βίντεο κλαμπ για βιτσιόζους,
πανεπιστήμιο, η πλατεία Κουμουνδούρου, ο ηλεκτρικός της Αθήνας, όλα
περιπλέκονται γοητευτικά στους στίχους του ποιητή. Ποιήματα για τις ντομάτες,
τις μελιτζάνες, τα λεμόνια, τα καρπούζια και τις ελιές. Μινιμάλ διάθεση,
αποθέωση της καθημερινότητας, λιτοί στίχοι, λεκτικές ανατροπές, ευφυολογήματα ή
παιχνιδίσματα της γλώσσας, άφθονες πινακίδες που σχολιάζονται καυστικά, αλλά
και έρωτας και σοφία και μελαγχολία. Γνήσιος ερωτισμός και παιδική αθωότητα.
Ο Ριτσώνης κερδίζει τον αναγνώστη με την
απλότητα, την ειλικρίνεια και την αλήθεια των στίχων του. Αυτή η εμμονή του
ωστόσο σε φόρμα και θεματολογία, κάπου με βάζει σε σκέψεις πως αρέσκεται και
βολεύεται στα προ πολλού ποιητικά του κεκτημένα. Έχω την αίσθηση πως από τις
ένδοξες ημέρες του Ανάπηρου λαχειοπώλη μέχρι σήμερα πέρασαν μόλις λίγες
στιγμές και η καλολαδωμένη ποιητική μηχανή του παράγει πανομοιότυπο υλικό μιας
πετυχημένης συνταγής που την γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας. Όπως και να
έχει πάντως, ο Ριτσώνης κατέκτησε προ πολλού το ιδιαίτερο ύφος του και είναι
πάντα μια ξεχωριστή φωνή στον χώρο της ποίησης και της μικρής πεζογραφικής
φόρμας.
Δείγμα γραφής: Είναι καθαρή / η
«παστρικιά» κοπέλα / γιατί έτσι βγάζει το ψωμί της // ενώ το ηθικό κορίτσι /
(όλη μέρα στο γραφείο) / δεν πλένεται ποτέ / ούτε ξυρίζεται // καμιά φορά
αρωματίζεται / όταν πηγαίνει ραντεβού.
(απόσπασμα
από κείμενο δημοσιευμένο στη book press τον Ιούλιο του 2015· αναδημοσίευση από
το περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τχ. 65-66, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012)
●
ΤΩΝ ΦΡΟΝΙΜΩΝ ΟΛΙΓΑ ΠΡΕΠΟΥΝ
Είναι
ιδιαίτερα ενθαρρυντικό (ίσως για κάποιους και συγκινητικό), την εποχή της
άμετρης φλυαρίας και του αστείρευτου και συχνά ανούσιου λογοτεχνικού πολτού που
κυκλοφορεί στο εμπόριο, κάποιοι εκδοτικοί οίκοι ή μεμονωμένοι λογοτέχνες να
επιμένουν να τυπώνουν μονόφυλλα ή δίφυλλα με ένα μόνο ποίημα.
Ο εκδοτικός οίκος Νεφέλη είχε την πολύ
ωραία ιδέα για τη χρονιά που μας πέρασε να τυπώσει δώδεκα μονόφυλλα του Κ.Π.
Καβάφη, εγκαινιάζοντας έτσι μια καινούρια σειρά, στην οποία ένα ποίημα κάθε
φορά του Αλεξανδρινού ντυνόταν ή συμπληρωνόταν εικαστικά με κάποιο σχέδιο,
διευρύνοντας έτσι τον διάλογο της ποίησης με εικαστικούς καλλιτέχνες. Ας μην
ξεχνούμε πως η ιδέα των μονόφυλλων ήταν αγαπημένη συνήθεια του Καβάφη, ο
οποίος, αφού διακινούσε έναν αριθμό ποιημάτων υπό αυτήν τη μορφή, στη συνέχεια
τα έκανε μια μικρή συλλογή. Βέβαια, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες (Ξενόπουλος),
κάποιες φορές ζητούσε πίσω τα ποιήματα που, κατόπιν, είχε αποκηρύξει ή έκανε
μικροδιορθώσεις επάνω στα μονόφυλλα εκ των υστέρων, δείγμα της τελειομανίας του
και των υψηλών απαιτήσεων που είχε από τον εαυτό του ως δημιουργό. Ωστόσο,
κρατούμε την κομψότητα και τη λιτότητα του όλου εγχειρήματος, την αίσθηση του
μέτρου και της καλλιτεχνικής τύπωσης των ποιημάτων του που τον χαρακτήριζε. Η
σειρά της Νεφέλης ολοκληρώθηκε μέσα στο 2013, ένα ποίημα για κάθε μήνα του
χρόνου, και στο τέλος αποτέλεσε μια μικρή συλλογή, με υπεύθυνους για την
επιλογή των ποιημάτων τον Βασίλη Αμανατίδη και τη Ροδούλα Παππά, και εικαστική
επιμέλεια της Θούλης Μισιρλόγλου.
Στο
δρόμο του Καβάφη
Στο
δρόμο και στην αντίληψη του Καβάφη περί τύπωσης ποιημάτων φαίνεται πως
κινούνται και κάποιοι σύγχρονοι δημιουργοί. Πριν από 22 χρόνια ήμουν παρών σε
διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης σε ποιητική βραδιά «κλειστού τύπου». Ελάχιστοι
ακροατές παρακολουθούσαν σε μια ευρύχωρη σάλα απαγγελία ποιημάτων από τον Νίκο
Παπάνα, ο οποίος είχε την γενναιοδωρία να μοιράσει σε όλους τους καλεσμένους
του (θα ήμασταν καμιά εικοσαριά άτομα) ένα κομψότατο δίφυλλο με δύο πολύ καλά
του ποιήματα, τυπωμένο στο καλλιτεχνικό τυπογραφείο του Ε. Ν. Νικολαΐδη, σε 200
αντίτυπα. Σήμερα έχω χάσει τα ίχνη του ποιητή, εντόπισα μόνο μια συνεργασία του
στο περιοδικό Νέα Πορεία του Τηλέμαχου Αλαβέρα, το 2002, ενώ βιβλίο του
τυπωμένο δεν εμφανίζεται στο διαδίκτυο σε καμία μηχανή αναζήτησης, μου έμεινε
όμως το καλλιτεχνικό του δίφυλλο, η θερμή του αφιέρωση και η ανάμνηση εκείνης
της βραδιάς. Κι ακόμη, αν και παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, μόνο και μόνο
από το καλλιτεχνικό του δίφυλλο, στη δική μου συνείδηση είναι σημαντικός.
Ο Βασίλης Δημητράκος, ποιητής και εκδότης
του Μπιλιέτου, προσδιόρισε επακριβώς τη σειρά δίφυλλων που κατά καιρούς
κυκλοφορεί, δίνοντας της την ονομασία «Χέρι με χέρι». Έτσι, το 2012, χέρι με
χέρι έλαβα το ποίημά του «Πεταλούδες», που αντικατοπτρίζει θαυμάσια το ύφος, το
ήθος, την τόλμη και την τέχνη της γραφής του. Αντί σχολιασμού, σας το καταθέτω:
Απόψε στα σκοτάδια μου. // Ο Σωτήρης με
άφησε, πήγε στο Άργος· / ο Αντώνης, είχε τις επαφές του / στα βιβλιοπωλεία του
Κέντρου· / του Γιάννη από το Κορωπί, / πήρα για αλήθεια το ψέμα του, / ήταν
αδιάθετος. / Μου έμεινε η ψαρόσουπα που τους είχα ετοιμάσει. // Άναψα μόνο το
κερί – / Στη φλόγα του μαζεύτηκαν πεταλούδες. // Οι νεκροί μου ήρθαν /
ολοζώντανοι, βρήκαν την θέση τους στο τραπέζι. / Τα ήπια γερά μαζί τους,
κουβεντιάζαμε / όλη τη νύχτα· κουβεντιάσαμε / μέχρι που κλάψαμε, με τα καταδικά
μας μυστικά, / το χάρηκα με πήρανε μαζί τους – // Οι ψυχές τους, μ' ανέβασαν,
πάλι ψηλά.
Τέλος, ο ποιητής, συγγραφέας και κριτικός
Διονύσης Στεργιούλας, που κατά καιρούς δημοσίευσε ποίηση σε διάφορα λογοτεχνικά
περιοδικά (Εμβόλιμον, Οδός Πανός, Νέα Συντέλεια κτλ.), αποφάσισε να συνεχίσει
κι αυτός την παράδοση (τη συνήθεια καλύτερα) του Καβάφη, τυπώνοντας μεμονωμένα
ποιήματα σε καλλιτεχνικά δίφυλλα. Ένα απ’ αυτά, το «Η τέχνη του πολέμου»,
αφιερωμένο στον Sun Tzu και στον Κ.Π. Καβάφη, τυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 2012
σε 222 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του Άγγελου Αθ. Αλτιντζή, στη Θεσσαλονίκη, που
συνεχίζει την καλλιτεχνική παράδοση του πατέρα του αλλά και του Ε. Ν.
Νικολαΐδη, όπου τυπώνονταν, παλιότερα, βιβλία των εκδόσεων της Διαγωνίου. Το
εξώφυλλο του δίφυλλου φιλοτέχνησε ο πρόωρα χαμένος ζωγράφος Δημήτρης Λαλέτας
(1964-2011), ενώ το ποίημα πρόσφατα μελοποιήθηκε από τον εκ Γρεβενών συνθέτη
και ερμηνευτή Στέργιο Κώττα. Το θεωρώ ιδιαίτερα ευθύβολο, παράδοξα ανατρεπτικό
και πολύ επίκαιρο, και σας το καταθέτω αυτούσιο:
Το πιο δύσκολο είναι να χάσεις έναν
πόλεμο. / Αν θέλεις οπωσδήποτε να είσαι ο ηττημένος / ακολούθησε πιστά αυτές
τις συμβουλές: / Αν είσαι δυνατός, προσποιήσου ανημποριά / αν είσαι κοντά,
προσποιήσου ότι είσαι μακριά / αν έχεις πολλούς συμμάχους, προσποιήσου ότι
είσαι μόνος. / Άσε τον εχθρό να ξεδιπλώσει την πανουργία του / χρησιμοποίησε
τις αρετές σου εναντίον του εαυτού σου / όμως, μην πετάξεις την ασπίδα και
φύγεις τρέχοντας / μην εγκαταλείψεις για κανένα λόγο το πεδίο της μάχης / σε
κάθε περίπτωση φρόντισε να πεθάνεις όρθιος. / Αγωνίσου με όλες σου τις δυνάμεις
για την ήττα / και κάνε τους να πιστέψουν ότι πάλεψες για τη νίκη.
Ο Στεργιούλας με τον Δημητράκο, εκτός από
σημαντικοί δημιουργοί, κινούμενοι πίσω από τις φανταχτερές βιτρίνες της τέχνης
και της γραφής, με χαμηλόφωνο και ουσιαστικό τρόπο, έχουν και ένα άλλο κοινό
σημείο αναφοράς: Τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο Σ. τύπωσε σε βιβλίο μία
συζήτηση μαζί του αναφορικά με τον Σολωμό (Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον
Διονύσιο Σολωμό, δυο συνεντεύξεις, Οδός Πανός, 2004), ενώ ο Δ. τύπωσε στο
Μπιλιέτο πολλά βιβλία και δοκίμια του θεσσαλονικιού ποιητή, αλλά και αισθητικά
επηρεάστηκε στις εκδόσεις του από τη Διαγώνιο. Πιθανότατα, λοιπόν, ο
Χριστιανόπουλος, να καλλιέργησε την ιδέα, να μπόλιασε το μεράκι και στους δύο
περί της τύπωσης ποιητικών μονόφυλλων ή δίφυλλων, συνεχίζοντας τη συνήθεια του
Καβάφη, που ο ίδιος εκτιμάει απεριόριστα. Επίσης και ο ίδιος ο Ντ. Χ. τύπωσε
στο παρελθόν ολιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές (π.χ. 7 ποιημάτων, όπως το Η
πιο βαθιά πληγή, εκδ. Διαγωνίου, τυπογρ. Αθ. Αλτιντζή)
Στα μάτια ενός πολύ μοντέρνου και
σημερινού αναγνώστη η συνήθεια της τύπωσης ποιημάτων με αυτόν τον τρόπο ίσως
και να θεωρείται παρωχημένη, παλιομοδίτικη ή ελιτίστικη. Ο περιορισμένος
αριθμός αντιτύπων, το εκλεκτικό μοίρασμα χέρι με χέρι, το συνωμοτικό της όλης
υπόθεσης, κάποιους ξενίζει, τους βρίσκει αντίθετους, επιφυλακτικούς ή απλώς
αδιάφορους. Όμως η αίσθηση του μέτρου και η δύναμη του ελάχιστου, η λιτότητα
και η κομψότητα του όλου εγχειρήματος, σε συνδυασμό με τη γενναιοδωρία και την
προσφορά των ποιητών που αναδεικνύονται μέσα από τέτοιες τυπώσεις, νομίζω πως
αναιρούν τις όποιες επιφυλάξεις μας. Τα ποιητικά μονόφυλλα και δίφυλλα, πέρα
από τον θαυμασμό μας για την επιμονή των δημιουργών στον συγκεκριμένο τρόπο
τύπωσης, μας θυμίζουν απερίφραστα και τη σοφή ρήση: των φρονίμων ολίγα πρέπουν.
(book press, Φεβρουάριος 2014)
●
ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ
Χλόη
Κουτσουμπέλη, Κλινικά απών, ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 48
Συνεπής
στον δρόμο που έχει ήδη χαράξει με τα προηγούμενα ποιητικά της βιβλία και με
ευκρινέστερο πλέον τον ποιητικό της στόχο, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταθέτει την
έβδομη κατά σειρά συλλογή της με τον χαρακτηριστικό και απόλυτα συμβατό με τη
θεματολογία των ποιημάτων της τίτλο Κλινικά απών, από τις εκδόσεις
Γαβριηλίδη. «Κλινικά απών», όχι μόνο ένα ευφυές λογοπαίγνιο, μια λεκτική
παραδοξότητα, αλλά μια φράση με ποικίλες αναγνώσεις. Εν μέρει παραπέμπει στον
ιατρικό όρο κλινικά νεκρός, ίσως όμως να είναι δραστικότερος και πιο
επώδυνος από αυτόν, αφού υποδηλώνει τους μικρούς καθημερινούς θανάτους στους
οποίους ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να οδηγηθεί, στο ανελέητο αγώνισμα μιας
μονομαχίας, σώμα με σώμα, στον ερωτικό στίβο.
«Το σώμα στη μάχη» είναι ένας
στίχος-τίτλος ποιήματος του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με νοηματική αμφισημία και
πολλαπλές αναγνώσεις, που λατρεύει, κατά δήλωσή του, ο ποιητής και εκδότης
Γιώργος Χρονάς. «Τα σώματα πριν από τη μάχη» θα τον παράλλαζα, κάπως αυθαίρετα,
για να εκφράσω ή να αποτυπώσω την ουσία των περισσότερων ερωτικών ποιημάτων της
παρουσιαζόμενης ποιήτριας. Φανερό λοιπόν πως ο έρωτας σκέπει ξανά τους στίχους
της Κουτσουμπέλη, ένας έρωτας όμως όχι ηδονιστικός ή αντικείμενο αναπόλησης για
να θυμηθούμε την ποίηση του Μεγάλου Αλεξανδρινού που προσφάτως γιορτάσαμε τα
εκατό πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, ούτε ένας έρωτας που συνοψίζεται στη
στέρηση, την αγωνία ή την εξιδανίκευση του αγαπημένου προσώπου, όπως αυτός
εκφράζεται στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου
αντίστοιχα, αλλά ένας έρωτας ακυρωμένος εξ αρχής λόγω προκαθορισμένων διαφορών,
αρχέγονων και σκοτεινών μυστικών και ενοχών, και εντέλει λόγω της ασυμβατότητας
της ουσίας του αρσενικού με το θηλυκό, που στους στίχους της ποιήτριας μάχονται
απεγνωσμένα να συναντηθούν, δίχως, όμως, ουσιαστικό αποτέλεσμα. Απόρροια αυτής
της κατάστασης που διαιωνίζεται, η ερωτική ματαίωση, η ερωτική απόγνωση, η
προσωπική φθορά, η στυφή εκείνη γεύση που μένει στο στόμα των πρόσκαιρων εραστών
και υποψήφιων αιώνιων αγαπημένων, όταν ανακαλύψουν ξαφνικά το χάσμα που τους
χωρίζει. Έτσι, το θηλυκό, συχνά στην απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού
διαπιστώνει πως το έτερο ήμισυ είναι κλινικά απών, απών από την κλίνη του
ζευγαρώματος, από την ψυχή του, τη ζωή του, τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του
και τις προβλέψεις του, δεχόμενο αυτήν την κατάσταση ως αναπόφευκτη μοίρα, που
απαλύνεται κάπως με την ιαματική δράση του ποιητικού παιχνιδιού στο οποίο
καταφεύγει, και της τέχνης γενικότερα. Αναφέρω χαρακτηριστικούς στίχους της Κ.
που φανερώνουν αυτήν τη ματαίωση, πολλοί από τους οποίους αποτελούν επιμύθια
των ποιημάτων της: Και όταν ερχόμουν θα σ’ αγκάλιαζα / αν δεν υπήρχε το
σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα, Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό,
(«Οι στοιχειωμένοι έρωτες») την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν / και μπήγουν τα λευκά
τους δόντια / στην καινούρια τους ζωή, Από τον θάνατο του έρωτα προτιμώ τη
μοναξιά, Το τέλος γράφεται από μόνο του / και είναι πάντα σαρκοβόρο, Διαλέγω
πάντα άντρες που το νούμερό τους τελειώνει σε μηδέν κ. ά.) Λέξεις όπως: κενό,
τέλος, σιωπή, λάθος, νύχτα, απών, ματαίωση, πένθος, ήττα, επαναλαμβάνονται
συνεχώς στο βιβλίο, αποκαλύπτοντάς μας την ψυχική διάθεση της ποιήτριας αλλά
και την απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού που διαδραματίζεται μέσα της, πάντα σε
ακαθόριστο, μη προσδιορισμένο τόπο και χρόνο, όπως μας έχει συνηθίσει και από
τις προηγούμενες συλλογές της. Ωστόσο, στην παρούσα συλλογή, υπάρχει πια μια
πιο κατασταλαγμένη γνώση, μια βαθύτερη συνείδηση των κανόνων του ερωτικού
παιχνιδιού, που θωρακίζει την ποιήτρια, βοηθώντας την να ξεπερνά τη μελαγχολία
της ή τουλάχιστον να μην παραδίνεται σ’ αυτήν αμαχητί. Αυτό, αν μη τι άλλο,
φανερώνει, πέρα από συναισθηματική, και ποιητική ωριμότητα.
Η Κ. συνθέτει ποιήματα με σκηνοθετικό
τρόπο γραφής. Σε προηγούμενες συλλογές της αυτό συνέβαινε με το ονειρικό
στοιχείο που πρόσθετε ή καλύτερα με το οποίο έντυνε τους στίχους της – ένα
μονίμως παραμυθένιο, υπερβατικό, σουρεάλ σκηνικό, με το οποίο αφ’ ενός
υπονομευόταν ο ρεαλισμός των ποιημάτων της, αφ’ ετέρου πετύχαινε να μας
μεταφέρει σκληρά προσωπικά της βιώματα με λιγότερο επώδυνο, κυρίως για την
ίδια, τρόπο. Έτσι, συναντούσαμε λύκους μεταμφιεσμένους σε ανθρώπους που
ξέσκιζαν σάρκες, βιολιστές με κόκκινα βιολιά, καβαλιέρους που εξατμίζονταν σε
ονειρώδεις εσπερίδες με μουσική υπόκρουση τανγκό εξαναγκάζοντας τις ντάμες τους
να πηδούν στο κενό, και πολλά παρεμφερή, αρκετά εκ των οποίων παραπέμπουν σε
σκληρούς μύθους και παραμύθια της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, περασμένων
εποχών. Στο Κλινικά απών το στοιχείο αυτό έχει κάπως αμβλυνθεί, έχει
περιοριστεί, δίχως πάντως να εκλείπει. Η στόχευση του μηνύματος γίνεται πιο
συγκεκριμένη και ευθύβολη, η σκηνοθεσία είναι λιγότερο ομιχλώδης και
παραπλανητική, ο αλληγορικός λόγος όμως πάλι κυριαρχεί, ενώ συχνά η εικονοποιία
παραμένει τολμηρή και ασυνήθιστη. Γράφει στο ποίημά της «Αδυναμία»: Αν δεν
μπορείς να έρθεις με ένα τρένο / ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού
/ σούρουπο με ένα αεροπλάνο, / αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια / και σου
δημιουργεί όπως λες ναυτία / δέσε ένα ποδήλατο / πίσω από ένα σμάρι πουλιά /
και πέταξε να ’ρθεις κοντά μου. / Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος.
Σε δύο της ποιήματα ο έρωτας
προσδιορίζεται με διαφορετικό τρόπο, ως προκαθορισμένο αγώνισμα μονομαχίας, με
αναμενόμενη, πάντα, συνέπεια τη δική μας εξολόθρευση (ποίημα «Το αγώνισμα της μονομαχίας»)
ή ως συντηρημένη, κατεψυγμένη κονσέρβα (ποίημα «Η κονσέρβα»). Σε αρκετά
ποιήματα ανιχνεύεται ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, δίχως πάντως η ποιήτρια να
επιδιώκει να ξεδιαλύνει ψυχαναλυτικά είτε προσωπικές της καταστάσεις είτε το
ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο των ερωτικών σχέσεων (αυτά τα αφήνει στην τέχνη της
ποιήσεως). Στο ποίημα «Παρά λίγο», ο στίχος της Κ. Κάθε ένας περίμενε άλλον
αλλού / και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού, συμπυκνώνει όλο το αδιέξοδο
των προσωπικών σχέσεων, ενώ όλο το ποίημα «Το δείπνο», πέρα από τη χρωματική
και μεταφορική αντίθεση του κόκκινου των προσπαθειών της γυναικός, με το χλωμό
που διέκρινε εν τέλει ο άνδρας στο πρόσωπό της, το εξέλαβα ως αποθέωση της
ερωτικής ασυνεννοησίας, ασυμβατότητας κι εντέλει μιας έντονης προσωπικής ματαίωσης.
Παρεμφερές και το «Άκρως ερωτικό και απόρρητο», όπου η ποιήτρια κατέχει πλέον
τη γνώση για το άλλο φύλο, που την εξουθενώνει, ακυρώνοντας τη μυθολογία και
τις συμβάσεις των καιρών μέσα από τους στίχους: Ότι δεν είμαι το πλευρό ή /
η δεξιά σου άτρωτη φτέρνα / αλλά γυμνή κι εγώ / καταδικασμένη να σε ψάχνω στους
αιώνες / μέρος κι αυτό της γνώσης που δεν έπρεπε. Στο ποίημα «Τέχνη», η
ποιήτρια αυτοπροσδιορίζεται αναφορικά με την τέχνη, ενώ μας κλείνει με τρόπο το
μάτι αποκαλύπτοντάς μας πως θα μπορούσε να γράψει περισσότερο γυμνά, ξεκάθαρα
και με μεγαλύτερη σαφήνεια, αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεσή της γιατί άλλες είναι
οι ποιητικές ατραποί που την ενδιαφέρουν να ακολουθήσει. Εντούτοις θεωρώ
ιδιαίτερα ενδιαφέρον το εν λόγω ποίημα, και παρότι διαφέρει από την πλειονότητα
των υπόλοιπων ποιημάτων της τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά, σας το
διαβάζω. ΤΕΧΝΗ: Ποτέ δεν συμπάθησα / τα άψογα χαμόγελα / τις τέλειες
οδοντοστοιχίες / τους σιδερωμένους άντρες / την τσάκιση στο παντελόνι / τα
ανατομικά στρώματα / τα αναπαυτικά όνειρα / τα πούπουλα χήνας στην ομίχλη. /
Γι’ αυτό και ζω σε ερειπωμένα σπίτια / Κάτι να χάσκει / κάτι να λείπει / κάτι να διαβρώνει την τελειότητα. / Γιατί
τέχνη είναι πάντα η οροφή που λείπει.
Επανέρχομαι και ολοκληρώνω με κάποιες
σκέψεις για την έννοια του χρόνου στα ποιήματα της Κ. Είπαμε, και το έχω γράψει
και στο παρελθόν για άλλα της βιβλία, πως ο χρόνος στην ποίηση της Κ. είναι
απροσδιόριστος και αόριστος, αφού πολλά της ποιήματα ακολουθούν τις χρονικές
συμβάσεις μύθων ή παραμυθιών, όπου κι εκεί ο χρόνος είναι ασαφής και
απροσδιόριστος. Στην τελευταία συλλογή της γίνεται φανερό πως αυτό έχει και μια
άλλη εξήγηση, αλλά και μια άλλη διάσταση. Η ποιήτρια συναιρεί ένα τραυματικό
παρελθόν που αφορά την παιδική ηλικία, όπου πνίγεται το όνειρο, ο έρωτας, το
κάθε σκίρτημα για ζωή από τις δράσεις και τις ενέργειες των μεγάλων, με ένα
εξίσου οδυνηρό παρών, εξ αιτίας της σκληρής
συνειδητοποίησης του αδιεξόδου των ερωτικών σχέσεων. Η ποίηση, έτσι,
έρχεται ομαλά, απόλυτα φυσιολογικά και αβίαστα να λειτουργήσει εξισορροπητικά,
κάνοντας την ποιήτρια να ακυρώσει μέσα της τις δύο προηγούμενες επώδυνες
χρονικές συμβάσεις, βιώνοντας έτσι το καθαρτήριο, ιαματικό, άχρονο ποιητικό
σύμπαν, με τη σύνθεση ποιημάτων. Όλα αυτά συνοψίζονται θαυμάσια στο καταληκτικό
ποίημα της συλλογής, που έχει τίτλο «Τo ψαλίδι», και που σας το
διάβασε προηγουμένως η Βικτωρία Καπλάνη. Η ποιητική συλλογή της Κ. έχει ως
εξώφυλλο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου, που
εκφράζει περίτεχνα το αίσθημα της μοναξιάς, αποτυπώνοντας με απλά και λιτά μέσα
τον ίλιγγο της απουσίας. Κάποια πανωφόρια, κενά περιεχομένου, κρεμασμένα σε
ξύλινες παλιομοδίτικες κρεμάστρες, μια λάμπα θαρρείς φυλακισμένη σε ένα
διχτυωτό πλαίσιο και η αίσθηση μιας απλωμένης, έρημης, ωστόσο, εξ
αντανακλάσεως, φωτιζόμενης πίστας ως ακαθόριστο φόντο. Η Κουτσουμπέλη
συνομίλησε καλλιτεχνικά με τον Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου και παλιότερα. Την
Πρωτοχρονιά του 2013 δημιούργησαν μαζί ένα ηλεκτρονικό βιβλίο με δικές του
φωτογραφίες και δικά της ποιήματα-σχόλια πάνω σ’ αυτές, με τίτλο «Απαγόρευση
κυκλοφορίας», αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους των πόλεων. Επίσης, έναν
χρόνο ακριβώς μετά, ο Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος σχολίασε με τις φωτογραφίες
του ένα σπονδυλωτό δικό της ποίημα που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό
Θράκα. Είχε ως τίτλο «Η μυστική ζωή των ποιημάτων» και ήταν αφιερωμένο στην
μνήμη του Παύλου Φύσσα.
Η
Χλόη Κουτσουμπέλη, αρχής γενομένης από την ποιητική της συλλογή Σχέσεις
σιωπής που τυπώθηκε το 1984, διανύει μια γόνιμη τριακονταετία στα γράμματα
με εφτά ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και ένα θεατρικό έργο. Έχει μια
σταθερά ανοδική πορεία, βρίσκοντας από την τρίτη ήδη συλλογή της έναν σταθερό
βηματισμό και κατακτώντας ένα απόλυτα προσωπικό και ευδιάκριτο ποιητικό ύφος.
Νομίζω πως αξίζει να παρακολουθήσουμε, βήμα προς βήμα, όλη την έως τώρα πορεία
της, και να εστιάσουμε ιδιαιτέρως στο πρόσφατο βιβλίο της, το Κλινικά απών,
στο οποίο η ίδια είναι έντονα παρούσα με την τέχνη της γραφής της, ιδίως
αναφορικά με το ερωτικό παιχνίδι και τις διαστάσεις που αυτό παίρνει μέσα από
τις πανάρχαιες αντιφάσεις του.
(το
κείμενο εκφωνήθηκε στην 11η Διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, το Σάββατο 10
Μαΐου 2014)
●
ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΙΕΤΟΥ
Ο
ποιητής Βασίλης Δημητράκος (1962) συνεχίζει να τυπώνει ολιγοσέλιδα
βιβλία-διαμάντια από τον εκδοτικό οίκο Μπιλιέτο (εδρεύει στον τόπο καταγωγής
του, στην Παιανία), τον οποίον διευθύνει. Εδώ και λίγα χρόνια (από το 2010
περίπου) το μικρό σχήμα των οκτασέλιδών του άλλαξε, μεγάλωσε κάπως σε
διαστάσεις, με αποτέλεσμα οι ποιητές του εκδοτικού οίκου να έχουν τη δυνατότητα
να τυπώνουν περισσότερα των οχτώ ποιημάτων – κάποιες φορές αγγίζουν ή ξεπερνούν
και τον αριθμό είκοσι.
Ο Δημητράκος επηρεάστηκε αισθητικά και
καλλιτεχνικά από τις εκδόσεις Διαγωνίου –που γνώρισε από κοντά, τα χρόνια που
έζησε στη Θεσσαλονίκη σπουδάζοντας (1981-1992)– του Χριστιανόπουλου και,
φαίνεται, πως συνεχίζει, εν Αθήναις από το 1993, αυτήν την τυπογραφική
παράδοση, ενώ η ποιότητα και το στιλ των ποιητών που τυπώνει αγγίζουν (ή
τουλάχιστον τείνουν να πλησιάσουν) εκείνη των ποιητών (ή γενικώς των
λογοτεχνών) του παλιού εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης.
Ο ίδιος, ως ποιητής, ξανοίχτηκε σε
βαθύτερα νερά του μέντορά του, αφού πέρα από το κράμα θρησκευτικής ευλάβειας
και ερωτικής έξαψης που κράτησε από τη γραφή του σημαντικού θεσσαλονικιού
ποιητή, δεν έμεινε προσκολλημένος σε έναν στείρο ρεαλισμό, στην καταγραφή και
παρατήρηση προσώπων και καταστάσεων (πάντα αναφορικά με ματαιωμένα
συναισθήματα, ερωτική αγωνία, ερωτική στέρηση και ομοερωτισμό), αλλά προχώρησε
τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα, κονιορτοποιώντας με δραματικό τρόπο το «εγώ» του
–κατά τη ρήση του Πεντζίκη–, με τον οποίον συνδέεται υπόγεια μ’ ένα βαθύ
αίσθημα θρησκευτικότητας και αγάπης για το Άγιον Όρος. Έτσι, συναισθανόμενος
βαθύτερα και ουσιαστικότερα τον Άλλον και δίνοντας –κάποιες φορές– ποιήματα που
αγγίζουν σε αίσθημα, στοχαστικότητα και ευαισθησία εκείνων του Ασλάνογλου (π.χ.
«Τα οστά» ή το «Θα μάθω την τέχνη», από το Λασπωμένος άγγελος ή «Πεταλούδες»,
από το μονόφυλλό του), έναν ποιητή «στη σκιά», λογοτεχνικό μέγεθος, πάντως,
σαφώς ανώτερο και σοβαρότερο του υπερεκτιμημένου (και εσχάτως με περίεργες
συμπεριφορές) Χριστιανόπουλου, που, κυρίως, λόγω ισχυρής προσωπικότητας
επικράτησε και κυριάρχησε στα ποιητικά της Θεσσαλονίκης.
Από την τελευταία ποιητική σοδειά του
Μπιλιέτου θα σταθώ, εν συντομία, σε τέσσερα ποιητικά βιβλία. Ξεκινώ, λοιπόν, με
Το προζύμι του Αντώνη Περαντωνάκη από την Κρήτη (1963), το έβδομο
συνολικά ποιητικό του βιβλίο, και τέταρτο κατά σειρά στο Μπιλιέτο. Στο Το
προζύμι περιέχονται εννέα ποιήματα χαμηλόφωνα, εξομολογητικά, που
εκπλήσσουν ευχάριστα με την απλότητα-λιτότητα της γραφής τους αλλά και με τη
θεματική τους πρωτοτυπία. Η μνήμη των αγαπημένων νεκρών που μας ωθεί και μας
κατευθύνει («Η κυρα ’Λένη»), η φωνή ενός παλιατζή με αδρά και ελαφρώς ασύνταχτα
ελληνικά που ξελογιάζει τον ποιητή, μέχρι του σημείου να θελήσει να βρει
προφάσεις για να του ανοίξει την πόρτα («Ο παλιατζής»), η μητρική μορφή και τα
σοφά λόγια ενός μοναχού που λειτουργούν ιαματικά, ως βάλσαμο, στην ανθρώπινη
ψυχή, αλλά και ένα βίωμα ξαγρυπνίας στο εκκλησάκι της Παιανίας, στον εκδοτικό
οίκο του Δημητράκου, όπου η πραγματικότητα πλέκεται αριστοτεχνικά με εκκλησιαστικά
εδάφια σ’ ένα ποίημα-υφαντό, κάποια από τα καλύτερα σημεία αυτής της ωραίας
συλλογής. Δείγμα γραφής: Έπιασε βροχή – με πήρανε τα κλάματα. / Όλο βρέχει κι
όλο κλαις», μουρμούριζε η μάνα μου από μέσα. //
Έκλωθε πάλι με την ρόκα· τουλούπες χιόνι τα μαλλιά της. / Πήγα πλάι της,
έγειρα πάνω στην ποδιά της. // «Δεν έμοιασες του κύρη σου», είπε – συνέχιζε η
βροχή· / στάζανε τα μάτια της στην άσπρη κεφαλή μου.
Ο εκ Πολυγύρου Χαλκιδικής ορμώμενος Νίκος
Βασιλάκης (1937) (ζει στον Πειραιά) είναι παλιός ποιητής της Διαγωνίου
(τύπωσε εκεί 3 ποιητικές συλλογές) και μεταπήδησε το 1996 στο Μπιλιέτο με το
οκτασέλιδό του Όλοι χωράνε. Το 2012 τύπωσε στον Δημητράκο Το μικρό κυδώνι.
Ποιήματα ολιγόστιχα, απλά και κατανοητά αλλά όχι απλοϊκά, ανεπιτήδευτα,
μινιμαλιστικά, γραμμένα με σοφία και αίσθημα. Στο έργο του Βασιλάκη κυριαρχούν
η νοσταλγία για το χωριό του, τύψεις για τους γονείς που άφησε, κι ένα αίσθημα
απομόνωσης ζώντας μέσα στην πολύβουη πόλη. Στους πρόσφατους στίχους του θα
συναντήσουμε αντικείμενα μιας αχάλαστης εποχής («Η δαχτυλήθρα»), τον
παραλληλισμό ψυχικών καταστάσεων με τη φύση («Η αγάπη και το γιασεμί», «Σαν
φυλλαράκι»), αλλά και μνήμες από την παιδική ηλικία, ιδωμένες από την απόσταση
που σοφά χαρίζει ο χρόνος. Κάποια από τα ποιήματα θυμίζουν γιαπωνέζικα χάι κάι
ή ποίηση ζεν. Δείγμα γραφής: Σε ψηλό κλαδί / το μικρό κυδώνι ξεχασμένο / όλο
κρυώνει / όλο παγώνει / στην ομίχλη μοναχό.
Ο Θεσσαλονικιός Θοδωρής Βοριάς
(1970) τύπωσε τις Πυγολαμπίδες – 33 χαϊκού, όπως τα ονομάζει. Κινείται
περίπου στο ίδιο ποιητικό μήκος κύματος με τον Βασιλάκη, έχει όμως έντονες
επιρροές κυρίως από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Φαίνεται πως κατέχει καλά τον
ιαπωνικό ρυθμό και εκφράζει με λιτότητα και ειλικρίνεια τα συναισθήματά του.
Υπάρχει μινιμαλισμός και δυνατή εικονοποιία. Δύο δείγματα γραφής: (Το γυμνό
κλαδί / αν δε γίνεται στίχος / ας γίνει σπαθί και Για
το ξενύχτι / αρκούνε τ’ άστρα; / Αρκεί το ξεγύμνωμα;)
Τέλος ο Δαυίδ Μπάκας (1960) απ’ τον
Ασπρόπυργο Δυτικής Αττικής στοίβαξε σε ένα οκτασέλιδο 25 μικρά ποιηματάκια,
κάτω από τον γενικό τίτλο Τσιγάρο και λιβάνι. Τα ποιήματα διακρίνονται
από έξυπνους λεκτικούς παιχνιδισμούς, μοναξιά, νοσταλγία και –ενίοτε– από έναν
υποδόριο σαρκασμό. Πιστεύω πως αν ο Μπάκας απομακρυνθεί από θολές εμμονές και
γίνει περισσότερο εξομολογητικά κατανοητός, μπορεί στο μέλλον να γίνει ακόμα
πιο ευθύβολος, καίριος και δραστικός στην ποίηση του. Δείγμα γραφής: (Ευτυχώς,
είπε ο φτωχός, / «δεν είναι όλα με λεφτά» / Ως κι η πόρνη, / όταν της χαϊδέψουν
/ την καρδιά –/ χαρίζεται, τα ρίχνει / στη φωτιά, / της φτάνει μόνον / να την
θέλουν).
Όλα τα οκτασέλιδα του Μπιλιέτου τυπώνονται
σε πολυτονικό σύστημα γραφής. Την
καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Γιάννης Δημητράκης, αδελφός του
εκδότη-ποιητή, ο οποίος, εκτός από τα εξώφυλλα, διανθίζει συχνά με εξαιρετικά
σκίτσα τα ποιήματα.
(book press, Ιανουάριος 2013)
●
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Αλεξάνδρα
Μπακονίκα, Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, ποιήματα,
Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2012
Η
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, παιδί της Διαγωνίου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, από το
1984 τυπώνει ποιήματα. Το Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, είναι
η ένατη κατά σειρά συλλογή της, συμπεριλαμβανομένης και της αγγλόφωνης
ποιητικής της κατάθεσης, που τυπώθηκε το 1992, στο Νέο Δελχί. Τα ποιήματά της
φαινομενικά επαναλαμβάνουν ένα γνώριμο μοτίβο, αναπαράγοντας το κατακτημένο
έδαφος, σε θέμα και μορφή, δηλαδή εκλεπτυσμένα ερωτικά συναισθήματα. Αυτή η
επανάληψη, όμως, όπως και η ίδια το έχει ξεκαθαρίσει από το 2000, στη συλλογή
της Παρακαταθήκη ηδυπάθειας, είναι απόλυτα συνειδητή. «Συνειδητά
οδηγούμαι στο ίδιο μοτίβο στα ποιήματά μου» (ποίημα «Πρόσωπο με πρόσωπο»)
Στη νέα της ποιητική συλλογή που τυπώθηκε
από τις καλαίσθητες θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Σαιξπηρικόν, θίγεται μια πληθώρα
θεμάτων. Ο έρωτας και πάλι σκέπει τις σελίδες, αλλά και στιγμιότυπα
καθημερινότητας, η ενσυναισθητική προσέγγιση προσώπων που χάραξαν την ποιήτρια,
το απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο των ερωτικών σχέσεων, οι αληθινές και ψεύτικες
φιλίες, οι σχέσεις εξάρτησης, εξουσίας και ανταγωνισμού που διέπουν τη ζωή μας,
η ανθρώπινη μοναξιά, η τέχνη της ποιήσεως. Ως συνδετικός κρίκος με την
προηγούμενη συλλογή της, έρχεται ένας σημαντικός αριθμός ποιημάτων που μιλούν
για εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους (ποιήματα «Ο Δίσκος», «Τα συμφέροντα», «Από
πρώτο χέρι», «Τα κεράσια», «Πέρα ως πέρα», «Για ευνόητους λόγους», και μερικά
ακόμη)
Ο έρωτας κι εδώ δοκιμάζει τα όρια και τις
ψυχικές αντοχές της ποιήτριας, σχεδόν την εξουθενώνει. Αντιγράφω από το ποίημα
«Πέρα από τις δυνάμεις μου»: Πέρα από τις δυνάμεις μου / να λύσω τα δεσμά
μου / που με φέρνουν σ’ εσένα / Μαγικά δεσμά, ισόβια.
Η ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται από
τους στίχους της Μπ. δεν αφορούν μόνο αντρικά πρόσωπα, αλλά και γυναικεία
(«Θετική ενέργεια», «Ψηφίδα»). Σε κάποια ερωτικά ποιήματα της συλλογής η
ερωτική έξαψη, ο πόθος, η λαγνεία υποχωρούν και στη θέση τους μπαίνει η λέξη
«αγάπη». Τη λέξη αγάπη θα τη συναντήσουμε σε τουλάχιστον τρία ποιήματα
(«Ψηφίδα», «Φανελάκι», «Νύχτα»). Η ποιήτρια οδεύει από την ερωτική επιθυμία και
το ένστικτο, σε μια ωριμότερη συναισθηματική κατάσταση, που έρχεται ως φυσικό
επακόλουθο ενός δυνατού έρωτα. «Δοσμένοι ο ένας στον άλλο / τη λαμπρότητα
της αγάπης μας / απολαμβάνουμε»
Άλλο χαρακτηριστικό των νέων ερωτικών
ποιημάτων της Μπ. είναι πως μεταμορφώνεται συναισθηματικά και αντιδρά, αναλόγως
της ερωτικής περίστασης. Αλλού μένει καθηλωμένη στη μοναξιά της, αλλού
επικρίνει τον ερωτικό σύντροφο, τον κατακεραυνώνει, αλλού είναι κορεσμένη
ερωτικά και αυτήν της την πληρότητα την μεταποιεί σε ποίημα. Φαίνεται πως η
δοτικότητά της, η ευαισθησία της και η ιδιοσυγκρασία της την εμποδίζουν να έχει
στις σχέσεις της μια «ενιαία γραμμή πλεύσης», μια παγιωμένη ταχτική. Μόνο της
ασφαλές καταφύγιο, μόνη της άμυνα, η πράξη της ποιήσεως. Πάντως ακόμα και η
εκφορά κάποιων σκοτεινών (δυσερμήνευτων καλύτερα) ενστίκτων ή μιας επιθετικής
συμπεριφοράς εν είδει άμυνας (ποιήματα «Σε μια άκρη», «Βία», «Βιτρίνα», τα τρία
τελευταία της συλλογής) κρύβουν πληγωμένο ερωτισμό και πικρία για σχέσεις που
δεν βρήκαν ανταπόδοση ή για πρόσωπα που πιθανόν υπερεκτίμησε, αλλά της βγήκαν
σκάρτα.
Οι άντρες ήρωες των ποιημάτων της αλλού
είναι φετιχιστές και νάρκισσοι (ποίημα «Φετίχ»), αλλού εκδικητικοί και
μισαλλόδοξοι («Με την πρώτη ευκαιρία»), αλλού γόητες και κτητικοί («Το δάσος»),
αλλού ανίκανοι να προσφέρουν αγάπη και αφοσίωση, κρίνοντας και επικρίνοντας
σιωπηλά τη σύντροφό τους («Με κριτικό μάτι»), αλλού αισθαντικοί, ερωτικοί και
ανιδιοτελείς («Ηλέκτρισε», «Το κρησφύγετο») κι αλλού αξιολάτρευτοι εραστές που
τρέχουν με μοτοσικλέτες να προλάβουν κάποιον θρίαμβο. Στις θετικές-περιπτώσεις
των αντρών-εραστών, οι αρετές παρουσιάζονται μέσω της ηρωίδας-ποιήτριας και της
πλήρωσης (ερωτικής ή συναισθηματικής) που εκείνη ένιωσε. Στις αρνητικές
περιπτώσεις, την αποτυχία την επωμίζεται το αρσενικό, υπάρχει, όμως, συχνά,
–όχι πάντα– αντανάκλαση και στην ψυχική διάθεση της ηρωίδας-ποιήτριας. Εντέλει
το μερίδιο μιας ερωτικής αποτυχίας φαίνεται πως μοιράζεται σοφά και στους δύο,
αφού αυτό απαιτεί το ερωτικό παιχνίδι αλλά και η αλήθεια της ζωής.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα
ποιήματα εξουσίας-καταπίεσης-ανταγωνισμού αφορούν αντρικά πρόσωπα (ή
προσωπεία). Ωστόσο στο ποίημα «Συνθήκες» η Μπ. μάς κλείνει το μάτι,
παρουσιάζοντας μια ιδιοκτήτρια μιας αδιευκρίνιστης επιχείρησης ως τον
παλιοχαρακτήρα που κουράζει, καταπιέζει και εξουθενώνει έναν άντρα. Έρχεται
έτσι, μ’ αυτό το ποίημα, μια κάποια ισορροπία στον τομέα αυτό, της εξουσίας και
της καταπίεσης του άλλου, που, όπως φαίνεται, παρά τον ανδροκρατικό χαρακτήρα
της κοινωνίας μας, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο αντρικό προνόμιο.
Στον στίχο της σ. 9, «τον απόκρυφο εαυτό
σου να εκθέτεις, μέχρις εσχάτων», από το ποίημα «Η πρόβα», συμπυκνώνεται η
μέγιστη, κατά την ποιήτρια, ποιητική αρετή. Κάτι που ακολουθεί με ήθος και
συνέπεια και η ίδια από την πρώτη της κιόλας ποιητική της κατάθεση, την Ανοικτή
γραμμή (εκδ. Διαγωνίου, 1984) εκθέτοντας τα πιο μύχια συναισθήματά της, τις
πιο μύχιες σκέψεις της. Γενικά, για την Μπακονίκα (άριστη μαθήτρια της
ποιητικής σχολής του Χριστιανόπουλου και της ρήσης του «Η ποίηση μάς θέλει
γυμνούς»), καλή, δραστική και πετυχημένη ποίηση, είναι εκείνη στην οποία ο
δημιουργός δε διστάζει να εκθέτει τον εαυτό του μέχρι γυμνώσεως. Μέχρις
εσχάτων. Σας διαβάζω ολόκληρο το ποίημα.
Στο
θίασο που έκανε πρόβα
για τη θεατρική παράσταση
Ο
σκηνοθέτης συχνά επαναλάμβανε
Στους
ηθοποιούς του:
«Άμεσα
βγάλτε έξω
τον πυρήνα των συναισθημάτων,
Άμεσα
εκτεθείτε»
Σκέπτομαι:
Ό,
τι εξουθενωτικά ζητάει και η ποίηση,
Τον
απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις,
Μέχρις
εσχάτων.
Μου άρεσε πολύ και το ποίημα «Τα
κτυπήματα», που και σ’ αυτό, όπως και στο ακριβώς προηγούμενο, μέσα σε πέντε
μόλις στίχους, η ποιήτρια εμβαθύνει στο ποιητικό παιχνίδι, φανερώνοντάς μας την
πορεία και τις επιλογές που έκανε και εξακολουθεί να κάνει για να έχουν αλήθεια
και δραστικότητα οι στίχοι της.
Για ήττες και προδοσίες που πληθαίνουν
Και απανωτά μου δίνουν κτυπήματα,
Σε εγρήγορση βρίσκομαι
Να εντοπίσω, να πετάξω από τους στίχους
μου
Μελοδραματισμούς, ασάφειες και μισές
αλήθειες.
Το ποίημα «Θετική ενέργεια» μού θύμισε
έντονα το καβαφικό «Ρωτούσε για την ποιότητα», έχει κοινά στοιχεία στη δομή του
και ιδίως εκείνη τη βραδύτητα στις κινήσεις των ηρώων για να παρατείνουν το
ερωτικό αίσθημα (αυτό το κάνει η Μπ. και σε παλιότερα ποιήματά της), όμως έχει
τη δική του θερμότητα και τη δική του ιδιαίτερη σκηνοθεσία, υποφωτισμένο από
την τέχνη της ποιήτριας. Στο «Μεράκια» αναγνώρισα τον
ποιητή-πεζογράφο-τραγουδοποιό που ενθάρρυνε και κολάκεψε την ποιήτρια με τα
λόγια του, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποιήματα που αφορούν τη φιλία.
Στο «Στήνουν καρτέρι» οι ψεύτικες φιλίες καταθλίβουν την ποιήτρια, ενώ στο
εξαιρετικό και πρωτότυπο «Να τους προλάβω», απολαμβάνει τις αληθινές φιλίες σαν
νερό γάργαρης πηγής.
Ανακεφαλαιώνοντας:
Η ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας
Μπακονίκα Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων (ο τίτλος υποκρύπτει
μια σκληρότατη αντίθεση, φανερώνοντας τα δύο δίπολα της ζωής, ενός που μας
εξουθενώνει και ενός που μας λυτρώνει∙ η ανθρώπινη μοίρα, πιθανότατα το πρώτο,
και ο έρωτας, σε πρώτη ερμηνεία, ή η τέχνη της ποιήσεως, σε δεύτερη ανάγνωση,
κάτι που θα μου φαινόταν πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή) έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για
τους παρακάτω λόγους:
Συνταιριάζει και συνοψίζει όλες τις
θεματικές που κατά καιρούς απασχόλησαν την ποιήτρια στις προηγούμενες συλλογές
της.
Περιέχει ποιήματα τεχνικώς άψογα, μεστά
ιδεών και συναισθημάτων.
Διατηρεί τον ιδιαίτερο, προσωπικό,
κουβεντιαστό, εξομολογητικό τόνο της ποιήτριας.
Απέχει εκκωφαντικά από την ασάφεια, το
μελόδραμα και τη γλυκερότητα, που ταλανίζουν μεγάλο μέρος της γυναικείας (και
όχι μόνο) ποίησης, επενδύοντας στον ρεαλισμό, την ευθύτητα, την ακρίβεια και
τον σταράτο λόγο, στοιχεία που ξενίζουν για γυναίκα δημιουργό, όμως που την
καθιστούν σημαντικότατη ποιήτρια του καιρού μας.
Προχωρά τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα σε
ζητήματα ενσυναίσθησης, οδεύοντας από την ερωτική ορμή, τον πόθο και την
σεξουαλικότητα, στη δύναμη της αγάπης ως φυσιολογικό επακόλουθο και τελικό
στάδιο μιας ερωτικής σχέσης.
Σε πολλά σημεία υπάρχει αναστοχασμός,
ανεκτικότητα εκ μέρους της ποιήτριας και μεγαλύτερη διασαφήνιση προθέσεων και
καταστάσεων, ενώ τα πορτρέτα της (αντρικά ή γυναικεία) σκιτσάρονται, πλέον, με
μεγαλύτερη ευκρίνεια, δύναμη και πιστότητα.
Για τους παραπάνω λόγους, κρίνω και θεωρώ
γόνιμη και απόλυτα επιτυχημένη την καινούρια ποιητική κατάθεση της Μπακονίκα,
το βιβλίο της εξαιρετικό και από τυπογραφικής και αισθητικής άποψης, και την
ίδια μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες της γενιάς της, όχι μόνο στον
περίκλειστο χώρο της Θεσσαλονίκης, αλλά και σ’ ολόκληρη τη χώρα.
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε την Πέμπτη, 4 Απριλίου του 2013, στο βιβλιοπωλείο
«ΒΙΒΛΙΟρυθμός». Άλλοι ομιλητές της βραδιάς ο Γιώργος Γιαννόπουλος και ο Γιώργος
Αλισάνολγου. Επίσης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 162,
Απρίλιος-Ιούνιος 2014)
●
ΟΙ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΕΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Αλεξάνδρα
Μπακονίκα, Ηδονή και εξουσία, ποιήματα, Μεταίχμιο, 2009
Είχα
γράψει παλιότερα για την Αλεξάνδρα Μπακονίκα πως στα ποιήματά της «βλέπει τον
έρωτα, που κατ’ εξοχήν την απασχολεί στα βιβλία της, στην πιο πλατιά του
διάσταση, στην πιο ευρεία του εκδοχή» (Εντευκτήριο, τ. 69, για το Πεδίο
πόθου). Με την τελευταία της συλλογή Ηδονή και εξουσία, που και σ’
αυτήν συνειδητά ακολουθεί το ίδιο τεχνικό και θεματικό μοτίβο. επιβεβαιώνεται η
διαπίστωσή μου. Τα νέα της ποιήματα, ερωτικά στην πλειοψηφία τους, καταγίνονται
με ιδιαίτερες, έντονες, σχεδόν πάντα ακραίες, εκδοχές και αποχρώσεις του
ερωτικού παιχνιδιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι λάθος να λέμε πως
«επαναλαμβάνεται» σε κάθε νέο της βιβλίο, αφού οι πτυχές, οι διαστάσεις, οι
διακυμάνσεις και οι παράμετροι του ερωτικού παιχνιδιού, ανεξάντλητες ούσες,
ποικίλουν σε κάθε συλλογή της, δίνοντας ξεχωριστό τόνο και ιδιαίτερο φωτισμό
κάθε φορά στο πανάρχαιο παιχνίδι του έρωτα και των αισθήσεων.
Στην καινούρια της ποιητική συλλογή η
ποιήτρια εστιάζει κυρίως στο δίπολο «ηδονή και εξουσία», στοιχεία απαραίτητα,
αναπόσπαστα και δραστικά, όχι μόνο σε σχέσεις ερωτικής υφής αλλά στο σύνολο των
ανθρωπίνων σχέσεων. Οι πάσης φύσεως εξουσίες πάντα γεννούν το αίσθημα της
ηδονής, αλλά και η ερωτική ηδονή έχει σαν επακόλουθο την υποταγή (ψυχική ή
σωματική) του ενός στον άλλον, δημιουργώντας αυτομάτως σχέσεις εξάρτησης και
εξουσίας. Αποθησαύρισα σκόρπιους στίχους της ποιήτριας που φανερώνουν τον
άρρηκτο δεσμό που υπάρχει στο δίπολο των παραπάνω λέξεων:
«Με κολακεύει που στη ματιά μου / κάποιες
στιγμές ερωτικά υποταγμένο σε αισθάνομαι» (σ. 9, «Οι αποχρώσεις»), «το έντονο
βλέμμα της επάνω μου / σα να θέλει να με σβήσει, να με εξαφανίσει / γιατί
απειλώ την κυριαρχία της να γοητεύει τους άνδρες / της κλέβω την πρωτιά» (σ.
14, «Αντιζηλία»), «οι δρόμοι μας σαν εραστές χωρίζουν. / Όσο κι αν συντρίβομαι
δε θα τον παρακαλέσω» (σ. 18, «Λίγες ώρες»), «έκοψα κάθε συνάφεια μαζί του /
θέλει να εξουσιάζει…» (σ. 21, «Χαρακτήρας»), «Μεταχειριζόταν τους άνδρες σαν
παιχνιδάκια / και χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους της, / έπρεπε να πληρώσουν και να
εξυπηρετήσουν.» (σ. 27, «Καλοκαίρι 1985»), «κουρέλιαζε τον άνδρα της με άγριες
επιπλήξεις, / του έδινε διαταγές για το παραμικρό /…/ αν δεν κυριαρχήσω εγώ, θα
κυριαρχήσει εκείνος» (σ. 38, «Ζευγάρι»), «αν είσαι εμπόδιο, / και επειδή τους
δίνει αίσθηση υπεροχής/ θα σε συντρίψουν» (σ. 42, «Τα χαμόγελα εξαφανίζονται»).
Σε άλλη κατηγορία ποιημάτων που
συμπεριλαμβάνονται στο Ηδονή και εξουσία γίνεται μια προσπάθεια (ίσως
και ακούσια) ψυχαναλυτικής ερμηνείας ερωτικών συμπεριφορών διαφόρων προσώπων,
ενώ σε άλλα η ποιήτρια στέκεται στην ερωτική στέρηση που έχει ως επακόλουθο
αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές η υπέρμετρη σκληρότητα και κακότητα εκ μέρους
κάποιων εκ των πρωταγωνιστών της.
«Μα αυτός δεν έζησε, / οι γυναίκες που
πόθησε τον προσπέρασαν/με αδιάφορο βλέμμα» (σ. 18, «Εκ των πραγμάτων»), ενώ ο
φιλόδοξος και πραγματιστής επιχειρηματίας της πόλης, που περιαυτολογεί για τις
επιτυχίες του στις δουλειές και συχνάζει σε σαλόνια και δεξιώσεις:
«Στην αίθουσα του σινεμά κάθισε μόνος
του/μερικές σειρές πιο μπροστά από μένα /…/ Τον είδα μελαγχολικό, με την ανάγκη
/ να βυθιστεί στην πλοκή της ερωτικής
ιστορίας, /… / Τον είδα μελαγχολικό και όσο ποτέ άλλοτε ανθρώπινο» (σ.
37, «Όσο ποτέ άλλοτε»).
Τα ποιήματα της συλλογής μπορεί να είναι
ερωτικά στην πλειοψηφία τους αλλά όχι στο σύνολό τους. Υπάρχουν ποιήματα με
κοινωνική διάσταση, καταγραφή χαρακτήρων ή φευγαλέες σκηνές, εικόνες, βλέμματα,
περιστατικά, που αφήνουν ως γεύση μια ξεχωριστή αίσθηση, αφού όλα τους
πρωτίστως στοχεύουν στο συναίσθημα. Κάποια ποιήματα, στα οποία η Μπακονίκα
ενσταλάξει τις σωστές δόσεις του κοινωνικού και του ερωτικού στοιχείου –ερωτική
στέρηση για την ακρίβεια– είναι αληθινά διαμάντια. Ξεχωρίζω ανεπιφύλακτα το
ποίημα «Η Αλβανίδα», που βρίσκεται στο μεταίχμιο κοινωνικού και ερωτικού
ποιήματος, αφού θίγεται ένα κοινωνικό πρόβλημα σε συνδυασμό με το αίσθημα της
μοναξιάς και της ερωτικής στέρησης που βιώνει η ηρωίδα της.
Η Μπακονίκα με συνέπεια, ήθος, τόλμη και
πάνω απ’ όλα με ευρεία ποιητική όραση, συνεχίζει τη γόνιμη της πορεία,
εκδίδοντας ποιήματα. Στον ερωτικό τομέα καταγίνεται με τις ανεξάντλητες
ιδιαίτερες αποχρώσεις του προαιώνιου ερωτικού παιχνιδιού, ενώ η ματιά της σε
ζητήματα καθημερινότητας, κοινωνικής παθογένειας ή σκιαγράφησης προσώπων και
χαρακτήρων, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Μπορεί το μοτίβο των ποιημάτων της να
είναι γνωστό κι αναμενόμενο, ωστόσο η ίδια έχει πάντα κάτι καινούριο να
καταθέσει.
(περ. ΕΝΕΚΕΝ τ.. 15 /2010)
●
ΓΡΑΝΑ
Βαγγέλης
Τασιόπουλος, Γράνα, ποιήματα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007
Ημέρα
ποίησης η σημερινή και διαβάζω για πολλοστή φορά το βιβλίο του Βαγγέλη
Τασιόπουλου με τον παράξενο τίτλο Γράνα, προσπαθώντας να διεισδύσω στο
ερμητικό κέλυφος της γραφής του. Γιατί ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, που εκτός από
ποιητής (έχει εκδώσει μέχρι τώρα επτά ποιητικές συλλογές) είναι και δάσκαλος
στην ειδική εκπαίδευση, δεν είναι ποιητής που τον «ξεπετάς» με ένα-δύο
διαβάσματα ερμηνεύοντας τους κώδικες και τα σύμβολά του. Είναι δύσκολος ποιητής
υπό την έννοια ότι γράφει όχι για να εκτεθεί και να αποκαλύψει ούτε για να
επιδείξει τον τρόπο που τιθασεύει τη γλώσσα, αλλά γράφει για έναν απαιτητικό
αναγνώστη θέλοντας να τον κάνει κοινωνό της προσωπικής του αγωνίας, δίνοντάς
του όμως ελάχιστα εργαλεία για να σκάψει στον πυρήνα των ποιημάτων του. Οι
δυσκολίες αρχίζουν από τον τίτλο κιόλας της συλλογής. Γράνα. Τι σημαίνει
η λέξη; Έχει κυριολεκτικό ή μεταφορικό νόημα; Η γράνα, είναι λέξη της
Πελοποννήσου και σημαίνει το μικρό ή το μεγάλο χαντάκι. Μέσα στο βιβλίο
υποδηλώνει το χάσμα, το κενό, το ανυπέρβλητο εμπόδιο, που συναντούμε παντού
γύρω μας και που πάνω του σκοντάφτει η μνήμη, ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, οι
άνθρωποι, η γραφή εντέλει. (γράνες παντού / γράνες θανάτου / γράνες ανθρώπων /
σύνορα της ακεραιότητας / με τον ευκρινή αντίλαλο πέρα στο βάθος)
Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε τρεις
ενότητες. Όλα τα ποιήματα διαφέρουν σε έκταση και ύφος. Άλλα είναι μακροσκελή,
άλλα σύντομα. Άλλα με ποιητική μορφή και άλλα με πεζή. Όλα τα ποιήματα της
τρίτης ενότητας («Η ρητορική των αναμνήσεων») είναι ολιγόστιχα, πυκνογραμμένα,
και με μια ηθελημένη παραβίαση των σημείων της στίξης στη γραφή τους, μια
ελευθερία και ένα γραμματικό ατόπημα που συνάδει με αυτό που αποπνέουν,
κάνοντας το μάτι να εκλάβει αυτήν την παρέκκλιση σχεδόν αναγκαία. Κομβική
έννοια και σημείο της πρώτης ενότητας, που τιτλοφορείται «Μόλις το τρένο
σφύριξε», είναι ο χρόνος. Συγκεκριμένα ο Τασιόπουλος αναδεικνύει το δράμα του
σημερινού ανθρώπου να μην είναι συμβιβασμένος με τον χρόνο, να μένει μετέωρος ή
εκτός χρόνου, να κάνει εσφαλμένη εκκίνηση, να διστάζει ή να αργοπορεί. «Ήταν
λέει κάποτε ένας άνθρωπος που όλο αργοπορούσε. / ….. / Όταν εκείνος έφτανε τα
τρένα είχαν φύγει / …. / Το τρένο πάλι αναχωρεί κι ο άνθρωπος αργοπορεί.» από
το καταπληκτικό «Ο Μέγδοβας ψιλή γραμμή στο χάρτη» – ίσως το καλύτερο ποίημα
της συλλογής. Και αλλού: «το βλέπεις όταν οι απέναντι / συγγενείς προστρέχουν /
φτάνοντας πάντα κατόπιν εορτής» ή «ένα τέλος στις λεωφόρους με τους φοίνικες,
εκεί που ο έρωτας / καθημερινά αναβάλλεται». Επίσης το τέλος των περισσοτέρων
ποιημάτων της ενότητας τα χαρακτηρίζει μια γεύση ματαίωσης ή μια πικρή
διαπίστωση. «Μείναμε πια οριστικά επίνεια δίχως ν’ αποδώσουμε ευθύνες.
Ενδεδυμένοι ευπρεπώς ιδιοτελείς και πικραμένοι ίσως», «απόρροια της συντριβής /
της άλλης ήττας» «λόγια επίθετα / του φόβου σπέρματα και της φθοράς»
Η δεύτερη ενότητα («Οι λάμιες του θολού
βυθού») ξεκινάει με το κορυφαίο «Αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά», όπου
αποτυπώνεται ένα αίσθημα φθοράς και στασιμότητας. Το πλοίο που δεν πηγαίνει
πουθενά είναι σύμβολο της ασάλευτης ζωής, αντίστοιχο με το τρένο της πρώτης
ενότητας. Στίχοι που αποπνέουν απραξία και στασιμότητα, έχοντας στο κουκούτσι
τους σαχτουρικές επιδράσεις: «κι όμως αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά /
κρατώντας τη διάρκεια επανέρχεται / σφυρίζει όπως πάντα / και καραδοκεί.» Άλλες
εμμονές του ποιητή που αξιοποιήθηκαν ποιητικά: η έννοια του κενού «εξυπακούεται
πως τα κενά δεν θα διανύσεις έφιππος», «όταν συνθλίβεις το κενό / κενό σου
μένει», η αποξένωση «οι συνομήλικοί μας δυστυχώς αποστρατεύτηκαν / δεν έχει
συγγενείς αυτός ο δρόμος», η πικρή διαπίστωση της προσωπικής μας αναπηρίας
«τόσο πολύ υστερήσαμε / κι όλο σ’ ανάπηρους πλανήτες διαρκώς παραληρούμε;», η
θλίψη της απώλειας «η ύστερη ανάσα σου αντίδωρο / ευχή μαζί κι αντίο», και πάλι
ο χρόνος και η μνήμη «σαν άνοιξη το χρόνο / αιφνιδιάζει η μνήμη». Τέλος, στο «Η
ρητορική των αναμνήσεων» ο Τασιόπουλος νοσταλγεί, ερμηνεύει το παρόν με υλικά
του παρελθόντος, ανατρέχει στην παιδική ηλικία, αναζητά γέφυρες του παρελθόντος
με το άγονο σήμερα. Το «υπόγειο», «το παλιό στασίδι» και «η παλιά φυσαρμόνικα»
της οποίας «η ανάπηρη μελωδία σαν μοιρολόι απλώνεται», αναδεικνύονται σε
σύμβολα νοσταλγίας.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, μια από τις πιο
ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της γενιάς του, συνεχίζει να γράφει ποίηση,
υπερπηδώντας με τους στίχους του τις γράνες της ανυπόφορης ζωής μας.
(περ.
INDEX, τχ. 39, Απρίλιος 2010)
●
ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Βασίλης
Δημητράκος, Λασπωμένος άγγελος, ποιήματα, το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου,
Παιανία, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010
Το
κράμα θρησκευτικής ευλάβειας και ερωτικής έξαψης που χαρακτήρισε κάποτε, στα
πρώτα του ποιητικά βήματα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, αποτέλεσε ένα από τα
βασικά στοιχεία της ποίησης του που τον καθιέρωσαν σε σημαντικό δημιουργό –
ίσως τον σημαντικότερο εν ζωή ποιητή της γενιάς του. Αυτό το στοιχείο της
ποίησης του Ν. Χ. απομόνωσε και καλλιέργησε με επιτυχία ο Βασίλης Δημητράκος,
που μελέτησε το έργο του, επηρεάστηκε σημαντικά από αυτό, δίνοντας, κάποιες
φορές, ποιήματα ισάξια σε ένταση και δύναμη με εκείνα του μέντορά του.
Ο Βασίλης Δημητράκος που είναι υπεύθυνος
των καλαίσθητων εκδόσεων Μπιλιέτο (βιβλία-περιοδικό-οκτασέλιδο) έχει επηρεαστεί
σε μεγάλο βαθμό και από αισθητικής άποψης από τη Διαγώνιο του μεγάλου Θεσσαλονικιού
ποιητή, σε σημείο που το Μπιλιέτο, όπως άλλωστε έχει παρατηρήσει και επισημάνει
και ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης, να φαντάζει ως συνέχεια του
περιοδικού Διαγώνιος στην Αθήνα. Ο Δημητράκος τύπωσε ως τώρα τέσσερα ποιητικά
βιβλία, και με το τελευταίο του, το Λασπωμένος άγγελος, παραμένει
συνεπής στη θεματολογία του, στο ύφος και στην αισθητική, που πιστά ακολουθεί.
Ποιήματα ολιγόστιχα, πυκνά, εξομολογητικά, γραμμένα με αφοπλιστική τόλμη και
ειλικρίνεια, γυμνά, αφτιασίδωτα, ωστόσο ποιήματα εξαιρετικής ακρίβειας και
στιλπνότητας, που φανερώνουν ένα θρυμματισμένο «εγώ» που δεν διστάζει να
εκτεθεί, να μπει άφοβα στη φωτιά, να καεί σύγκορμο, να υποταχθεί, να
προσκυνήσει γόνατα, να κονιορτοποιηθεί στην έκρηξη της σάρκας και του
ομοερωτικού πάθους. Άλλες πάλι φορές ποιήματα ψίχουλα, μικρά κομψοτεχνήματα,
μινιατούρες με ζωηρή εικονοποιία, που δεν υπολείπονται σε σοφία κατά τα πρότυπα
των ιαπωνικών χάι-κάι: «Κουλουριάζεται κι ο σκαντζόχοιρος / μέσα στ’ αγκάθια
του· / τρέμει κι αυτουνού η καρδούλα / όταν το πλησιάζει πόδι.»
Το ποίημα «Λασπωμένος άγγελος», που χάρισε
τον τίτλο του στην συλλογή, είναι ενδεικτικό του συγκερασμού της θρησκευτικής
ευλάβειας και υποταγής με το ερωτικό πάθος. Ο ποιητής, εν είδη προσευχής,
εκλιπαρεί τον Χριστό να φυλάει τον αγαπημένο του λασπωμένο άγγελο από τους
χαλασμένους δρόμους, τις λασπωμένες λακκούβες και τη βροχή, αφού, όπως λέει,
«στα χέρια του ένιωσα κι εγώ τη δική Σου αγκαλιά».
Κορυφαία στιγμή του Δημητράκου σ’ αυτήν
του τη συλλογή, το ποίημα «Τα οστά», όπου φιλίες και έρωτες παραλληλίζονται με
τα οστά νεκρών αγαπημένων. Ένας απρόβλεπτος και ασυνήθιστος παραλληλισμός που
εκπλήσσει και γοητεύει παράξενα. Έτσι κι εκείνα, πλυμένα στο κρασί, μέσα στη
μαξιλαροθήκη, αποπνέουν κάτι απ’ τα «παλιά αισθήματα της τρυφερής κραιπάλης»,
που κάποτε προξένησαν σε αγαπημένα πρόσωπα. Για να καταλήξει ο Δημητράκος:
«Θυμιάτισε μη διστάζεις – / καινούργιο ρίγος σε διαπερνά στο κορμί / και στην
ψυχή σου».
Σε μια άλλη σημαντική στιγμή της συλλογής,
η σχέση με τον αγαπημένο του παραλληλίζεται με πέτρα που τη σπάει ένας γνωστός
του μάστορας Βορειοηπειρώτης, αποκαλύπτοντάς του τα μυστικά της, αφού, όπως του
λέει, «όπως την σπας, αυτή ομορφαίνει». Για να κλείσει ο ποιητής το ωραίο αυτό
ποίημα ενθαρρύνοντας τον εαυτό του: «Πού θα μου πάει; / Αφού έμπλεξα μαζί σου,
θα την μάθω την τέχνη, / θα βρω τα νερά σου– / θα λάμψουμε!».
Σαν τον Ηπειρώτη μάστορα κι ο Δημητράκος
λαξεύει την πέτρα της ποίησης, βρίσκει τα νερά της και μας προσφέρει ποιήματα
που λάμπουν ανεξίτηλα και μας κερδίζουν με την αμεσότητα, την τόλμη και τη
γνησιότητά τους. Ο Δ. γράφει πρωτίστως για τον εαυτό του και τον ερωτικό καημό
του, που σαν σαράκι ροκανίζει την ύπαρξή του, τα ποιήματά του όμως αφορούν
πολλούς αναγνώστες που συναισθάνονται το πάθος και την τέχνη του. Όσο για την
βαθύτερη επιθυμία του ποιητή (ταπεινή, που ωστόσο υποδηλώνει μια στάση ζωής,
αλλά και μια λογοτεχνική θέση και στάση και ένα ήθος που ξενίζει στην κούφια
εποχή μας), μας αποκαλύπτεται στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής: «ένα
μυρμήγκι να γινόμουνα / να είχα τη φωλιά μου στο χώμα / να έσκαβα μέσα στη
σιωπή».
(περιοδ. η παρέμβαση, τχ. 152,
άνοιξη 2010)
●
ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Θανάσης
Μαρκόπουλος, Μικρές ανάσες, ποιήματα, Μελάνι, 2010, σελ. 45
Οχτώ
χρόνια μετά τη συλλογή Τεστ κοπώσεως (που όπως φαίνεται βγήκε αρνητικό
στη λήθη του χρόνου), επιστρέφει με τις Μικρές ανάσες, ένα βιβλίο
τυπωμένο από τις καλαίσθητες εκδόσεις Μελάνι. Ο λόγος για τον εκ Βεροίας ποιητή
και κριτικό Θανάση Μαρκόπουλο, που όπως ο ίδιος δηλώνει, γράφει, τελευταία, όλο
και πιο αραιά. Από τον τίτλο ακόμη της συλλογής προϊδεαζόμαστε για το τι θα
επακολουθήσει. Οι Μικρές ανάσες, που είναι και τίτλος τριών μικρών
ποιημάτων, προσδιορίζουν το ύφος και το στιλ του Μ. Ποιήματα μινιμαλιστικά,
καθημερινά, κουβεντιαστά, ποιήματα σαν κοφτές αναπνοές ενός φανατικού
περιπατητή της πόλης, που βαδίζει με σταθερό βήμα, ενίοτε γοργό, παρατηρώντας
και αναπολώντας σημεία και πρόσωπα σταμπαρισμένα από τα χρόνια και τη ζωή.
«Πέρασε τις προάλλες / από εκείνο το πεζοδρόμιο / αλλά δεν ήταν νύχτα του 70 /
και δεν έβρεχε / δεν ήταν δίπλα του / και δεν κρατούσε ουρανό / ούτε φορούσε /
το αεράκι στο σώμα της / την απειλή στα χείλη. // Τι γύρευε λοιπόν / σ’ αυτό το
πεζοδρόμιο».
Το αίσθημα της νοσταλγίας και της
αναπόλησης είναι εμφανές σε αρκετούς στίχους της συλλογής. Νοσταλγία υγρή,
διάσπαρτη με βουρκωμένες μνήμες, και μια αναπόληση βαριά, επώδυνη αλλά
λυτρωτική. «… γονατιστός / ν’ αντλεί με τα χέρια / εμφύλιο χώμα / να ρίχνει το
δισάκι στον ώμο / να φεύγει για το τελευταίο ταξίδι» (ποίημα «Εμφύλιο χώμα»,
αφιερωμένο, μάλλον, στη μνήμη του πατέρα του), παρακάτω «Τώρα οι φίλοι μου
μίσεψαν / άνεμοι και τους πήρανε / σε ορεινούς ορόφους / … / κι εγώ στη λευκή
ερημία / βουβό καραβάνι / αναπαράγω το λυγμό μου» (ποίημα «Τσάι του βουνού»), ή
αλλού «Με θλίβουν τα κάδρα με λυπούν / των προσφιλών προσώπων / που διάβηκαν
ένα πρωί / το σκοτεινό ποτάμι…» (ποίημα «Τα κάδρα»), κι αλλού «Κάθε που
επιστρέφω στη μικρή πατρίδα / όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου / από
θερμές χειραψίες» (ποίημα «Νόστοι μεσήλικος»)
Εκτός από την αναπόληση και την καταβύθιση
στην παιδική ηλικία (συχνά η πιο γλυκιά πατρίδα των ποιητών), τόποι του σήμερα
και του χθες δεσπόζουν στα ποιήματα του Μαρκόπουλου. Η Βέροια με την περιοχή
της Ελιάς, αλλά και με τις παράδοξες προτομές της Λεωφόρου Ανοίξεως που
«αντικρίζουν ανέκφραστες τις απρόσωπες πολυκατοικίες», ενώ κάλλιστα θα
μπορούσαν ν’ ατενίζουν τον ευρύχωρο ορίζοντα που απλώνεται μπροστά τους και
πυρπολείται από «περιπτύξεις των εφήβων» και «πυρκαγιές των δέντρων», η Φλώρινα
με τις παλιές λιτές ξυλόγλυπτες πόρτες της, η Θεσσαλονίκη με την οδό Μελενίκου
της περιοχής Τούμπας, τα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου και τους εξώστες του
Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, και τέλος η Αθήνα, με το Hotel Titania, όπου
ο ποιητής –όπως μας αποκαλύπτει στο «Κάθοδος Βορείου», ένα ποίημα όπου
παρωδείται η επαφή των Βορειοελλαδιτών με τα πρόσωπα και τα ήθη της
πρωτεύουσας– σπανίως κατεβαίνει. «Σπανίως κατέρχομαι στο άστυ /
Πάνω και κάτω κόσμος στ’ αλήθεια».
Ο Μαρκόπουλος σε αρκετά του ποιήματα
αυτοσαρκάζεται περίτεχνα («Το ανθρωπάκι», «Αυτόματος ποιητής», «Κάθοδος Βορείου»),
σε άλλα παρατηρεί και στοχάζεται («Η κυρία με τις ανεμώνες», «Οι πόρτες της
Φλώρινας», «Οι προτομές της Βέροιας», «Οι μαμάδες»), σε άλλα είναι βουτηγμένος
στα πλοκάμια της μνήμης, ενώ κάποιοι στίχοι του, πυκνοί κι απέριττοι θυμίζουν
αρχαία επιγράμματα. Ξεχωρίζω τα «Χαμηλά πορτρέτα», όπου η πύκνωση και η λιτή
γραφή εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη, ενώ η απλότητα του λόγου σε συνδυασμό με τη
γύμνωση του νοήματός τους δημιουργούν αξιοθαύμαστο ποιητικό μίγμα. Πιστεύω πως
το «η θεία Αγγελική», το «η θεία Μαρία» και το «Άνθρωπος από πέτρα» θα ήταν
ιδανικά ταφικά επιγράμματα αφανών ηρώων της καθημερινότητας, που η πένα του
ευαίσθητου ποιητή τους ξεχώρισε από άλλους συνανθρώπους μας για το λιτό κι
απέριττο της ζωής τους, γι’ αυτό το ταπεινό κι ελάχιστο της ύπαρξής τους
(εντέλει όμως τόσο σημαντικό) που ακτινοβολεί. Αντιγράφω τους στίχους από το «η
θεία Αγγελική» των Χαμηλών πορτρέτων: «Έζησε πέθανε / κλειστό παραθύρι / Τη
λέγανε Γιώργαινα».
Κορυφαία στιγμή της συλλογής θεωρώ το
ποίημα «Την απόγνωση σκέφτομαι», όπου ο Μαρκόπουλος ξεπερνώντας την απλή
παρατήρηση, την ήπια αναπόληση και τον εύκολο στοχασμό, εμβαθύνει στα δύσκολα
της ζωής, βουτάει στα βαθιά, δίνοντας ένα δυνατό ποίημα, που οι τρεις
καταληκτικοί στίχοι, με την αδρή εικονοποιία που τους χαρακτηρίζει, δρουν ως
γροθιά στο στομάχι: «Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι / όταν μετά την
επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι / και τον εγκαταλείπουνε μόνο».
Πιστεύω πως ο ποιητής Θ. Μαρκόπουλος είναι
μια σημαντική μορφή των γραμμάτων μας. Στους στίχους του καιροφυλακτεί πάντα
μια μικρή ή μια μεγάλη έκπληξη. Τα ποιήματά του, γυμνά, λειασμένα, καίρια,
μιλούν κατευθείαν στην καρδιά. Και μας κερδίζουν με το πρώτο.
(περ.
ΕΝΕΚΕΝ, τεύχ. 17, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010)
●
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΛΟΥΚΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
16
χρόνια «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι»! Η μακροβιότερη εκπομπή για το βιβλίο στην
ελληνική τηλεόραση! Φαντάζει παράδοξο, σχεδόν απίστευτο. Οι αριθμολόγοι και
αριθμολάγνοι των τηλεοπτικών δρώμενων απορούν. Η χρονική διάρκεια τού όλου
εγχειρήματος τούς ξενίζει. Μια εκπομπή για το βιβλίο, που «υποτίθεται» αφορά
ένα τέσσερα τοις εκατό τού ελληνικού πληθυσμού που θεωρούνται επαρκείς
αναγνώστες –και λέω «υποτίθεται», γιατί προφανώς αφορά πολύ περισσότερους απ’
όσους νομίζουμε–, ευτύχησε να διαρκέσει (και συνεχίζει ακόμα) δεκαέξι χρόνια.
Μερίδα του λέοντος αυτής της επιτυχίας –κατά τη γνώμη μου, τη σημαντικότερη–
διεκδικεί το προφίλ και η όλη ακτινοβολία του παρουσιαστή της εκπομπής.
Ο Στέλιος Λουκάς, με ευγένεια,
διακριτικότητα και ποιότητα στον λόγο του, εύστοχος στις παρατηρήσεις του,
ανοιχτός στα καινούρια ρεύματα της λογοτεχνίας αλλά και με σεβασμό στην
παράδοση, μακριά από τοπικιστικές αγκυλώσεις και μικρόνοες εμμονές, με βάθος
στη σκέψη του, δίκαιη κρίση και σωστές επιλογές, στέγασε και στεγάζει πολλές
δεκάδες ανθρώπων των γραμμάτων –Έλληνες και ξένους– στην ενδιαφέρουσα εκπομπή
του. Με όλους αποδείχτηκε άψογος οικοδεσπότης, αφουγκράστηκε τη σκέψη και τις
απόψεις τους με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, δίνοντας πάντα αξία και
δείχνοντας σεβασμό και αγάπη στα τόσο διαφορετικά πολλές φορές μεταξύ τους
παρουσιαζόμενα βιβλία. Και το κοινό αγκάλιασε την εκπομπή «Ένα βιβλίο, ένα
ταξίδι», έγινε φανατικό της εκπομπής, αγάπησε το βιβλίο και τους δημιουργούς,
αφού μέσα στη φτήνια, την υπερβολή, τη χυδαιότητα, την ευτέλεια και την
ασημαντότητα των περισσότερων τηλεοπτικών προγραμμάτων της ελληνικής –κυρίως
της ιδιωτικής– τηλεόρασης, διέκρινε σ’ αυτήν ήθος, ποιότητα, ευγένεια,
πολιτισμό, αλήθεια. Ένα ωριαίο πολιτιστικό διαμάντι που λάμπει στην άμορφη μάζα
της τηλεοπτικής χωματερής.
Κι ενώ, εδώ και χρόνια, συνδέσαμε το
Στέλιο Λουκά με εκπομπές για το βιβλίο, γνωρίσαμε και τον ποιητή Λουκά, αρχικά
μέσα από την ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 2001 από τις εκδόσεις «Καλέντης»
και τιτλοφορείται Η πιο μεγάλη χώρα. Θυμάμαι πως «ο θεσπέσιος ήχος της
Σιωπής» και το άρωμα του γιασεμιού που ανέδιδαν κάποια από εκείνα τα ποιήματά
του, μού άφησαν επί μακρόν ένα ήρεμο αίσθημα πληρότητας και ευδαιμονίας, που η
νοσταλγία του ακόμη με γαληνεύει. Το επόμενο του λογοτεχνικό βήμα δικαιώνει
όσους πόνταραν στο ποιητικό του τάλαντο. Η παρακμή της μνήμης, βιβλίο
σαφώς ωριμότερο από τα προηγούμενά του, αποτελεί αξιόπιστο δείγμα μιας προόδου
και μιας εξέλιξης, που ήρθε αβίαστα, αναμενόμενα και απολύτως φυσιολογικά.
Αν στην προηγούμενη ποιητική συλλογή του,
στο Η πιο μεγάλη χώρα, ο Λουκάς αφουγκράζεται εκστασιασμένος τη Σιωπή,
ανιχνεύοντας σ’ ένα κοντράστ σκότους-φωτός το μυστήριο της ζωής και
προσδιορίζοντας την ύπαρξή του, η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Η παρακμή
της μνήμης, αφορά –όπως ο ίδιος αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου– τον
ήλιο αυτής της χώρας.
Κατά τον ποιητή, η Μνήμη παίζει πρωτεύοντα
ρόλο στην όλη σύλληψη του κόσμου, αφού μόνο ό,τι αντέχει στη μνήμη υπάρχει
πραγματικά. Η Μνήμη εδώ δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή νοητική λειτουργία, ένα
σύνολο διεργασιών συγκεκριμένων εγκεφαλικών κυττάρων που επαναφέρουν στην
επιφάνεια πρόσωπα, περιστατικά, αισθήσεις, γεύσεις, οσμές ή λόγια ακριβώς όπως
κάποτε ειπώθηκαν, αλλά κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο και σημαντικότερο. Η Μνήμη
ταυτίζεται με το σύνολο της ύπαρξής μας, με αξίες, ιδανικά, οράματα, με την ζωή
μας την ίδια. Κι ακόμα πιο πλατιά, με τους αέναους νόμους του σύμπαντος. Μνήμη
για τον Στέλιο Λουκά είναι το Παν. Και όπως ο ίδιος διατείνεται: «Η παρακμή της
μνήμης είναι ο δρόμος που οδηγεί στο σκοτάδι, στην αυτοκρατορία της φθοράς και
της λήθης».
Η Μνήμη, λοιπόν, κομβικό σημείο και
συνισταμένη των ποιημάτων της συλλογής, ως λέξη και έννοια πλατιά, βρίσκεται
σχεδόν σ’ όλες τις σελίδες του βιβλίου. Αντιγράφω:
Κι ύστερα ήρθε / Η
παρακμή της μνήμης (σ. 23 , Ακέραιοι να επιστρέψουμε / Δίχως άλλες καταδίκες στη μνήμη (σ. 36), Χάνεται (η μητέρα του ποιητή) / Από
μια μικρή πόρτα της μνήμης (σ. 37), Κάθε φορά που άγρυπνος εχθρός /
Τη μνήμη μου δαγκώνει (σ.
40), Δε θ’ αντέξω να δω πεθαμένη / Τη
μνήμη (σ. 42), Γράφω όταν ματώνει η μνήμη (σ. 53, Και μετά η μνήμη έφυγε /
Παίρνοντας μαζί της / Τις στάχτες μας. (σ. 58)
Όμως και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε και
αγαπάμε, είναι ζωντανοί και πάντα δίπλα μας, χάρη στη Μνήμη. Χάρη στη Μνήμη και
στη γραφή:
Χρόνια Πολλά πατέρα
Άνθισε ομοιόμορφα ο θάνατος
Πάνω σου
Εκείνο το φως στην άβυσσο
Δικό σου είναι;
Και πώς θα συντηρήσουμε τη Μνήμη ανέπαφη
και αιώνια; Πώς θα περιορίσουμε τη σταδιακή και επώδυνη οξείδωσή της; Πώς δεν
θα οδηγηθούμε στο σκότος της λήθης, στον αιώνιο αφανισμό; Τα όπλα, τα εφόδιά
μας, σύμφωνα με τον Λουκά, είναι η ανθοφορία της ομορφιάς και η αθωότητα. Ιδού
μερικά δείγματα της θέσης και της άποψης του ποιητή:
Απ’ το χώμα βγάζουμε τις λέξεις / Μία
μία /
Μην τραυματίσουμε τον ήλιο / Και κείνη την αγέρωχη ανεμώνη / Που
βεβαιώνει την ομορφιά
⃰
Η ομορφιά ποτέ δεν περιμένει /
Ανθίζει πριν από την έκπληξη
⃰
Καθήκον μου να κρατώ / Σε
διαρκή ανθοφορία / Όλα τα βλέμματα
⃰
Πόσο μας λείπει η αθωότητα
⃰
Το
παραμύθι που αγάπησε ο ουρανός / Το λένε αθωότητα
Μια
άλλη θέαση της ζωής, με άλλο βλέμμα και υπό άλλη οπτική γωνία, θα αναδείξει την
ομορφιά και την αθωότητα, διατηρώντας ακέραια κι ολόφωτη τη Μνήμη. Η θέαση των
πραγμάτων με τα μάτια της θάλασσας:
Το πέρασμα ας γυρέψουμε / Το
πέρασμα για τη θάλασσα τη μυστική
⃰
Η θάλασσα μ’ ακολουθεί / Η
πιο πιστή σκιά τα τελευταία χρόνια
/ Το διάφανο μπλε με νανουρίζει
⃰
Όσο για τη σύζευξη γραφής και θάλασσας,
λέει παρακάτω…
Γράφω όπως η θάλασσα συνομιλεί με τα
κοχύλια / Γράφω όπως τα κύματα χαράζουν μνήμες /
Γράφω όπως ο γλάρος τεμαχίζει τα νερά.
Ένα
άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα ποιήματα του Λουκά είναι η μουσικότητά τους.
Εκτός από τις εικόνες που αναβλύζουν πηγαία από τους στίχους του, εικόνες
κυρίως φυσιολατρικές που αποτυπώνονται μέσα μας επαναφέροντάς μας στην
κατάσταση μιας αγνότητας άλλων εποχών –βαθιά κρυμμένης, αλλά όχι τελεσίδικα
χαμένης– που επιστρέφει και μας λυτρώνει, ο αναγνώστης διαβάζοντας τα ποιήματα,
ακούει ήχους, θροΐσματα, μουσικές. Ακούει τον «τρυφερό αναστεναγμό της γης» τη
στιγμή που πέφτουν φιλιά πάνω της, το τεμαχισμό των υδάτων από τους γλάρους, τη
συνομιλία της θάλασσας με τα κοχύλια, την προσευχή του αηδονιού στο σκοτάδι. Κι
η γλώσσα, με τις παρηχήσεις της και την πληθώρα των λέξεων που καταλήγουν στο –α
που θαυμάζει και εκστασιάζεται, με όσα εξαίσια και μοναδικά συμβαίνουν στον
περίγυρο του ποιητή (θάλασσα, κοχύλια, ομορφιά, παιδικά χέρια, πέρασμα,
φύλλωμα, κύματα, γαρίφαλα, γιασεμιά, χρώματα, όνειρα, αίμα, γλώσσα, σύννεφα,
παιδιά κ. τλ), επιτείνει τη μελωδικότητα των ποιημάτων. Οι στίχοι : «Το πέρασμα
για τη θάλασσα τη μυστική» και «Ναυαγούμε σ’ ερείπια σώματα σκοτάδι», με την
παρήχηση του σίγμα, μας υποβάλουν στη σιωπή. Θαρρείς κι ο ποιητής μάς κάνει
νόημα με χείλη και δάχτυλα να σιγήσουμε και να αφουγκραστούμε τα λεγόμενά του.
Αλλά και η ανεπιτήδευτη έκφραση της αθωότητας που πηγάζει απρόσμενα από
κάποιους στίχους, σαν απορίες εκφρασμένες από χείλη μικρών παιδιών, μας
γοητεύει και μας εκπλήσσει ευχάριστα: «Κι αν φύγει ο ποιητής από το ποίημα /
πού έχει να πάει;» Το καταληκτικό ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Να
φεύγει η σκουριά» φανερώνει την επίδραση που έχει η χριστιανική περί ζωής
αντίληψη στη σκέψη και στην τέχνη του Λουκά. Με το δάκρυ και την οδύνη, δηλαδή
με τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας της ανθρώπινης μοίρας, φεύγει η σκουριά
και επικρατεί «στις όμορφες χώρες» η αιώνια και αέναη ανθοφορία της αθωότητας
και της θάλασσας, που κατά τον ποιητή είναι ο τελικός προορισμός του ανθρώπου.
Ένα είδος ανάτασης ψυχικής που μας λυτρώνει από τον θάνατο, την ασχήμια, τη
φθορά.
Μου
άρεσαν τα καινούρια ποιήματα του Στέλιου Λουκά. Ποιήματα μικρά σε έκταση,
κατανοητά, πλημμυρισμένα με διακριτικό λυρισμό και ευγένεια ψυχής. Ποιήματα σαν
μικρές προσευχές, σαν ξέφωτα στο σκοτάδι που ελλοχεύει, μικρές εξαίσιες λάμψεις
ζωής και ελπίδας. Ποιήματα στα οποία αποτυπώνεται η ανησυχία και ο τρόμος του
ποιητή στο ενδεχόμενο της κυριαρχίας της λήθης έναντι της Μνήμης. Εντέλει όμως
ποιήματα αισιόδοξα, αφού είναι διάχυτη η πεποίθηση πως η αθωότητα και η ομορφιά
θα θριαμβεύσουν. Ο Λουκάς φαίνεται πως αρδεύει από τις εύφορες κοίτες του
Νικηφόρου Βρεττάκου –συγκερασμός λυρικού, θρησκευτικού και φυσιολατρικού
στοιχείου–, αλλά και του δικού μας, του Τάκη Βαρβιτσιώτη, με δική του όμως
τεχνική και απόλυτα προσωπικό ύφος, ώστε, και στις δύο περιπτώσεις, να γίνεται
λόγος μόνο για γόνιμη επιρροή και όχι για μίμηση.
Κι ο θάνατος; Πώς τα βγάζει πέρα κανείς με
τον «μαύρο καβαλάρη» που θερίζει και ισοπεδώνει τα πάντα; Υπάρχει κάποιο
αντίδοτο στον θάνατο; Ο Λουκάς, άκρως ποιητικά, μας συμβουλεύει:
Για κείνη τη φοβερή μέρα
Που πεινασμένος ο θάνατος
Θα χτυπήσει την πόρτα σου
Φύλαγε μέλι.
Γράφοντας
αυτές τις τελευταίες γραμμές, θυμήθηκα μια συνέντευξη του Γιάννη Ξανθούλη, στην
εφημερίδα Ελευθεροτυπία (τεύχος της 1/10/2007). Η απάντηση του διακεκριμένου
συγγραφέα στην τελευταία ερώτηση του Βασίλη Καλαμαρά αναφορικά με τη σημασία
του θανάτου στα βιβλία του, με εντυπωσίασε. Καθιστούσε, παράλληλα, επίκαιρο όσο
ποτέ το ποιητικό βιβλίο του Λουκά, φανερώνοντας πόσο το θέμα της διάσωσης ή όχι
της μνήμης απασχόλησε και απασχολεί έντονα τους ανθρώπους των γραμμάτων στα
κείμενά τους. Είπε, λοιπόν, ο Γιάννης Ξανθούλης: «Τώρα που μπήκα ηλικιακά στη
δεκαετία του θανάτου, κακά τα ψέματα, αυτή είναι η αλήθεια, το μόνον που με
απασχολεί είναι ο θάνατος της μνήμης. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην περιπέτεια
της τροφικής αλυσίδας». Να μια τίμια και ειλικρινής θέση, σκέφτηκα, ανάμεσα
στις δήθεν κενολογίες του λογοτεχνικού σιναφιού, που σε κάνει να σταθείς, να στοχαστείς και να
μην την προσπεράσεις ελαφρά τη καρδία. Που, τελικά, οδηγεί στον συλλογισμό πως
η ίδια η γραφή αποτελεί πράξη αντίστασης, καίρια και αποφασιστική, στη φθορά
της λήθης και στη διάσωση της μνήμης προσώπων και πραγμάτων. Ίσως να είναι
μάλιστα η έσχατη πράξη που μας έχει απομείνει, το έσχατο κατάλυμα, το τελευταίο
προπύργιο που ακόμα δεν υποτάχτηκε και συνεχίζει τον άνισο αγώνα του. Ο Στέλιος
Λουκάς με την Παρακμή της μνήμης αντιστάθηκε σθεναρά, πετυχαίνοντας στον
στόχο του. Του εύχομαι ολόψυχα τα μελλοντικά του ποιήματα να υπερβούν σε
ποιότητα και σε αριθμό, τις εκπομπές του για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση.
[το
κείμενο αναγνώσθηκε σε εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, για την
Παρακμή της μνήμης του Στέλιου Λουκά, στις 30/10/2007 (στο πάνελ οι Τ.
Νικηφόρου, Κ. Καριζώνη και Π. Γούτας), και σε εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο
Κατερίνης τον Δεκέμβριο του 2007, με τους ίδιους ομιλητές και τον Χρίστο
Τσολάκη. Μέρος της παραπάνω εισήγησης είχε δημοσιευτεί στο περ. Εντευκτήριο,
τεύχ. 78, Σεπτέμβριος 2007, με τον τίτλο «Μια άλλη θέαση της ζωής».]
●
ΚΑΙ ΣΤΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
ΕΚΕΙΝΕΣ
ΣΑΝ ΝΑ ΔΟΘΗΚΕΣ…
Αλεξάνδρα
Μπακονίκα, Πεδίο πόθου, Μεταίχμιο, 2005
Η
Αλεξάνδρα Μπακονίκα –«παιδί» της Διαγωνίου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου– εδώ και
μια εικοσαετία περίπου δημοσιεύει ποιητικές συλλογές. Τα ποιήματά της,
φαινομενικά επαναλαμβάνουν ένα γνώριμο μοτίβο, αναπαράγοντας το «κατακτημένο
έδαφος» της ποιήτριας, δηλαδή εκλεπτυσμένα ερωτικά συναισθήματα. Όμως αυτή η
επανάληψη, σε θέμα και μορφή, είναι –όπως δηλώνει κι η ίδια σε κάποιο ποίημά της– απόλυτα συνειδητή.
«Συνειδητά οδηγούμαι στο ίδιο μοτίβο στα ποιήματά μου» (ποίημα «Πρόσωπο με πρόσωπο» από τη συλλογή Παρακαταθήκη ηδυπάθειας).
Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα της
πρόσφατα δημοσιοποιημένης συλλογής της, Πεδίο πόθου, ήρθε στον νου μου
το γνωστό ποίημα του μεγάλου Αλεξανδρινού «Θυμήσου, σώμα…». Κάτι απολύτως
φυσιολογικό, αφού η ποιητική όραση της Μπακονίκα βλέπει τον έρωτα, που κατ’
εξοχήν την απασχολεί στα βιβλία της, στην πιο πλατειά του διάσταση, στην πιο
ευρεία του εκδοχή. Έρωτας δεν είναι μόνο η πάλη των σωμάτων, οι αφές και οι
σπασμοί, η κορύφωση κι η ικανοποίηση των αισθήσεων. Είναι και η νοσταλγία, και
η αναπόληση, οι επιθυμίες και το απλό φλερτ. Οι άνδρες κι οι γυναίκες που
πέρασαν από τη ζωή μας και μας πόνεσαν δίχως ν’ αγαπηθούμε μαζί τους. Το σάλιο
ενός άνδρα που πέφτει τυχαία στο στόμα μιας γυναίκας και το ισοδύναμό του είναι
ισχυρότερο κι από φιλί ερωτικό. Έρωτας είναι το συνταξίδεμα μ’ έναν αλλοδαπό σ’
ένα τρένο αλλά κι ο πόθος που φουντώνει ανεξέλεγκτα. Οι σχέσεις λίγων ημερών ή
μίας μόνο βραδιάς. Οι εξομολογήσεις μιας φίλης ή ενός συγγραφέα. Τα πειράγματα
των μικροπωλητών σ’ ένα γυναικείο πέρασμα. Όλα τα παραπάνω μπορούν να ενταχθούν
στο «πεδίο πόθου» της ποιήτριας, αφού μπορούν να μεταποιηθούν σε ερωτικό
κάλεσμα, ερωτική αίσθηση, διάθεση ή σκηνικό.
Τεχνικά η Μπακονίκα επιμένει στο γνώριμό
της στιλ –ένα στιλ που την έχει καθιερώσει ως σημαντική ποιήτρια της πόλης μας
και όχι μόνο– χρησιμοποιώντας άλλοτε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο στα ποιήματά της
κι άλλοτε τρίτο πρόσωπο. Συχνά βάζει τους ήρωες και τις ηρωίδες της να λένε
ακριβώς τις κουβέντες που άκουσε η ίδια ή που θέλει ν’ ακουστούν από το στόμα
τους – μια τεχνική προσωπείων που ανάγεται στον Καβάφη και την χρησιμοποιεί με
ιδιαίτερη επιτυχία σε πολλά του ποιήματα και πεζά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Τα ποιήματα της Μπακονίκα είναι κουβεντιαστά, κατανοητά, με άφθονα πεζολογικά
στοιχεία, ενώ στα περισσότερα κυριαρχεί η ντόμπρα εξομολόγηση, στοιχείο που
εκπλήσσει για μια γυναίκα ποιήτρια, αφού αυτό το στριπτίζ, το ξεγύμνωμα της
ψυχής, το συναντούμε κυρίως σε τολμηρούς συγγραφείς και ποιητές ή σε
ομοσεξουαλικούς δημιουργούς. Ο στίχος της, φαινομενικά απλός, έχει δυναμική,
αλλά κυρίως μια δική του μουσικότητα, έναν ανεπαίσθητο κυματισμό που όσο
ανάλαφρος κι αν ακούγεται στο αυτί, αποκαλύπτει συχνά σκληρές αλήθειες
καθιστώντας μας κοινωνούς «ζόρικων» καταστάσεων της καρδιάς και των αισθήσεων.
Γιατί η Μπακονίκα, όπως «παίζει» με τους ήρωές της, όπως ενδίδει ή απορρίπτει
τους άνδρες που την πολιορκούν, με την ίδια ευκολία «παίζει» και με τον
αναγνώστη, αναγκάζοντάς τον να ξεγυμνωθεί σε παρόμοιες καταστάσεις και κάνοντάς
τον συμμέτοχο (και συνένοχο) ερωτικών σπασμών,
αρπαχτικών βλεμμάτων, λάγνων
εικόνων, εξομολογήσεων και σπάνιων αισθημάτων. Το παιχνίδι στο σύνολό του
φαντάζει γοητευτικό, συχνά ερεθιστικό αλλά και άκρως επικίνδυνο. Τολμηρή και
προκλητική –στις σωστές, πάντως δόσεις και αναλογίες– η ποιήτρια τραγουδά
χαμηλόφωνα και μαυλιστικά –για να χρησιμοποιήσω έναν δικό της τίτλο κάποιου
ποιήματός της– τον έρωτα επιχειρώντας να μας «μπάσει» στο δικό της «πεδίο
πόθου». Οι σειρήνες της ηχούν άκρως
σαγηνευτικές, σε σημείο που ν’ αναρωτιέται κανείς αν ο Οδυσσέας που βούλωσε,
κάποτε, τ’ αυτιά του και αρνήθηκε σε παρόμοια περίσταση ν’ ακούσει το τραγούδι
τους, έπραξε σοφά ή όχι.
Παρότι τεχνικά η Μπακονίκα κινείται στα
γνώριμά της μονοπάτια, νομίζω πως στο Πεδίο πόθου κερδίζει στα εξής:
Είναι λιγότερο φιλάρεσκη απ’ ό,τι στις πρώτες συλλογές της, το «κόλλημά» της με
τους άνδρες έχει, πλέον, σχηματοποιηθεί και σκιαγραφείται με μεγαλύτερη
ευκρίνεια, ενώ επίσης καταδύεται σε βαθύτερα νερά αναφορικά με τις ερωτικές
σχέσεις. Και το σημαντικότερο: από αδίστακτη κι αδηφάγα θηρεύτρια αρσενικών
μεταμορφώνεται σε πολλά της ποιήματα σε αισθαντική γυναίκα που κυνηγά την
ερωτική στιγμή και το ερωτικό αίσθημα δίχως να ντρέπεται και να κρύβει τα
στοιχεία του χαρακτήρα της που την καθιστούν ευάλωτη. Νά μερικοί στίχοι που καταδεικνύουν την
τελευταία μου παρατήρηση: «είμαι
ερωτοχτυπημένη μαζί σου, με τα μάτια ανοίγω συνομιλία και με το πιο μικρό
στολίδι στο γραφείο σου», «θα ταραχθώ αν κοιτάξω το χέρι σου που ακουμπά στο
τραπεζομάντιλο, γιατί το χέρι σχετίζεται πολύ με την σεξουαλικότητα», «μόνο που
εγώ είμαι καλομαθημένη, είμαι συνηθισμένη να με ικετεύουν οι άλλοι, και το
ενδεχόμενο ότι ίσως με απορρίψεις με τρομάζει», «κι ας τρέμει το φυλλοκάρδι μου
πως πάλι θα απομακρυνθείς και θα σε χάσω».
Πιστεύω πως το Πεδίο πόθου της
Μπακονίκα περιέχει ουσιαστικά, ώριμα και πολύ μελετημένα στη γραφή ποιήματα.
Αξίζει τον κόπο να τα διαβάσετε, ακόμα κι αν νιώσετε –μιλώ κυρίως για τους
άνδρες αναγνώστες– παγιδευμένοι στο «ατιθάσευτα ξελογιαστικό» ποιητικό της δίχτυ.
(περ. Εντευκτήριο, τεύχ. 69, Απρίλιος-Ιούνιος 2005)