ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
֎
ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Θα
ήθελα, αρχικά, να συγχαρώ τον Δήμο Θεσ/νίκης και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη που, εν
μέσω παρατεταμένης ακυβερνησίας (οι πολιτικοί μας ταγοί, με μικροπολιτικές
σκοπιμότητες και πλήρεις ασυνειδησίας, ξεφορτώνονται μεταξύ τους τη
διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με την αβάσταχτη ελαφρότητα νεαρών
που παίζουν μαξιλαροπόλεμο σε φοιτητικό δωμάτιο) και με αφορμή τα εκατό χρόνια
της απελευθέρωσης της πόλης, τιμούν σημαντικούς λογοτέχνες και δημιουργούς που
απέχουν εκκωφαντικά από τη στείρα δημοσιότητα, τα τηλεοπτικά φώτα και το λάιφ
στάιλ εν γένει. Ανθρώπους που μας διδάσκουν ήθος, υπευθυνότητα, ειλικρίνεια,
αξιοπρέπεια, δηλαδή χρήσιμους ανθρώπους Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και η
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, για το πεζογραφικό έργο της οποίας έχω την τιμή και
τη χαρά να σας μιλήσω απόψε.
Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, από τις
αντιπροσωπευτικότερες ποιητικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, από τα
τέλη της δεκαετίας του ενενήντα μοιράζει ισοδύναμα και επιτυχώς το λογοτεχνικό
της τάλαντο σε πεζό και ποιητικό λόγο. Φαίνεται πως ο πεζός λόγος απελευθερώνει
μέσα της δυνάμεις που, πιθανόν, η ποίηση κρατούσε εγκλωβισμένες ή δεν τις
αναδείκνυε στον βαθμό που εκείνη θα επιθυμούσε. Η αρχή γίνεται το 1998 με το
εκτενές αφήγημά της Συνοικισμός σιδηροδρομικών (εκδ. Κέδρος). Πρόθεση
της συγγραφής αυτού του βιβλίου, όπως η ίδια καταθέτει: η ευγνωμοσύνη απέναντι
στην ανεπανάληπτη εμπειρία της συναναστροφής που εξανθρωπίζει. Στο παρόν βιβλίο
σκιαγραφείται ο Συνοικισμός Σιδηροδρομικών, ιδίως στην εικοσαετία 1930 με 1950.
Με ρέουσα αφήγηση, γνήσια νοσταλγία και χιούμορ σε κάποιες στιγμές,
καταγράφεται η ζωή αχάλαστων, φτωχών αλλά αξιοπρεπών ανθρώπων που με ψηλά το
κεφάλι υπερπηδούσαν τα εμπόδια και τις κακοτοπιές της ζωής τους. Τα παλιά
σπίτια, ο γενναίος σιδηροδρομικός πατέρας, η σκαλωμαρία των αγοριών στο τραμ
–μια πολυτέλεια και μια ηδονή της εποχής που δεν την γεύονταν, τότε, τα
κορίτσια–, τα κεραμίδια στις στέγες που έσταζαν νερά στις νεροποντές, ο βόθρος,
τα καυσόξυλα, ο σεισμός της Ιερισσού το ’32, οι γειτόνισσες (άλλες υποχόνδριες,
άλλες αθυρόστομες, άλλες αρχοντικές), τα βαριετέ της εποχής και δεκάδες
γυναίκες της υπομονής, με μπουγάδες, κεντήματα και γλυκά του κουταλιού, αλλά
και παλιές φίλες της συγγραφέως που πια δεν ζουν, συνθέτουν αυτό το πλούσιο και
εύοσμο χαρμάνι ζωής μιας εποχής που φαντάζει μακρινή, όμως εξαιρετικά επίκαιρη,
λόγω της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία τρία χρόνια. Το παλιό σπίτι της
αφηγήτριας κατάντησε τεράστιο γκαράζ και βενζινάδικο. Τέλη της δεκαετίας του
πενήντα ήρθε ο μαρασμός της συνοικίας, από το μικρόβιο του νεοπλουτισμού και
της αντιπαροχής. Ωστόσο πάντα θα μένει ζωντανή στην ψυχή και τη συνείδηση της
Αγαθοπούλου, γι’ αυτό άλλωστε μεταποιήθηκε από μνήμη σε λόγο. Το αφήγημα
διαβάζεται αντιστικτικά και ως κείμενο αυτογνωσίας και ως οδηγός επιβίωσης σε
καιρούς χαμένης εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, ανέχειας και αναξιοκρατίας.
Ένα χρόνο μετά, το 1999, κυκλοφορεί από τη
Νεφέλη η πρώτη συλλογή διηγημάτων της (ποιητικών αφηγημάτων, θα έλεγα
καλύτερα), με τον τίτλο Στο δωμάτιο. Έχουμε δηλαδή για πρώτη φορά
μετάβαση από την εκτενή αφήγηση στη μικρή φόρμα, και μάλιστα μπολιασμένη με
πολλά ποιητικά στοιχεία. Στις περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου η
συγγραφέας παρατηρεί, νοσταλγεί ή εμπνέεται κυρίως από διάφορα πρόσωπα που
παρελαύνουν στις σελίδες του – ποιητικά πορτρέτα ιδωμένα σε βάθος χρόνου (η
κατάκοιτη μάνα της, ο καρβουνιάρης παππούς, η ποιήτρια Κική Δημουλά που δαμάζει
τις λέξεις, μια Γεωργιανή υπηρέτρια με αδρή συμπεριφορά, μια εκπάγλου ομορφιάς
γυναίκας που με το πέρασμα του χρόνου χάνει την ομορφιά της κ. ά.) Ο άλλος, το
τρίτο πρόσωπο που συχνά είναι ηλικιωμένος, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος ή ήδη
νεκρός, αποτελεί σ’ αυτό το βιβλίο το ενδιάμεσο βήμα προτού η Αγαθοπούλου
καταφύγει σε πιο προσωπικά και εξομολογητικά κείμενα (κάτι που θα αρχίσει να
γίνεται από το βιβλίο της η Παραίτηση και μετέπειτα). Στο δωμάτιο,
δηλαδή, το φως εστιάζεται κατά πρώτον σε άλλα πρόσωπα και δευτερευόντως στη
συγγραφέα-αφηγήτρια, που ωστόσο και πάλι νοσταλγεί, εμπνέεται, παρατηρεί ή
καταφεύγει στο «ένδον σκάπτε». Όλες οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο
πρόσωπο αφήγησης και ο χρόνος φαντάζει ακινητοποιημένος (μιλάμε για στιγμές
στον χρόνο). Λόγος καλά δουλεμένος, ακρίβεια σκέψεων και συναισθημάτων,
ενσταλαγμένη ποίηση στις σωστές της δόσεις και μια διάχυτη υποβόσκουσα αγωνία
για το πριν και το μετά του θανάτου, του γήρατος και της φθοράς. Κορυφαίο της
συλλογής (πάντα κατά τη γνώμη μου) το ομότιτλο της, «Στο δωμάτιο», που ως
έννοια υποδηλώνει τη συνείδηση και αποτελεί πεδίο υπαρξιακών ανησυχιών και
προβληματισμών της συγγραφέως. Άλλωστε ο άδειος χώρος, ένα άδειο από ενοίκους
σπίτι ή ένα δωμάτιο, που φωτίζεται και εξετάζεται από πολλές σκοπιές, αποτελεί
γνώριμο αφηγηματικό σκηνικό της Αγαθοπούλου, και θα το συναντήσουμε και σε άλλα
της βιβλία.
Ακολουθεί Η παραίτηση (Κέδρος,
2002), που περιέχει 19 τον αριθμό κείμενα. Εδώ η συγγραφέας φιλτράρει μέσα από
τον προσωπικό ευρυγώνιο φακό της την καθημερινότητα και, αναγάγοντάς την στο
γνώθι σαυτόν των αρχαίων, φτάνει στο κουκούτσι της ατομικής της ύπαρξης. Οι
ιστορίες της, πλέον, δεν βασίζονται τόσο σε αποκωδικοποίηση ή ερμηνεία άλλων
προσώπων, αλλά αποκτούν προσωπικό χαρακτήρα. Υπάρχουν πάλι μνήμες παλιότερης
εποχής, αλλά για πρώτη φορά θα συναντήσουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση και
αποστασιοποιημένη ματιά σε σχέση με τα παλιότερα βιβλία της. Σε τουλάχιστον
τέσσερα αφηγήματα παρωδείται με μαεστρία ο θάνατος, ενώ και οι ήρωες δείχνουν
εξοικειωμένοι με την ιδέα της φθοράς και του χαμού σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι
σε παλιότερες συλλογές. Συχνά το παρελθόν εμφιλοχωρεί στο παρόν, αλλού υπάρχει
αυτοσαρκασμός ενώ υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες προσωπικές φοβίες και αδυναμίες
της ώριμης ηλικίας που όμως, φαινομενικά μόνο, οδηγούν την αφηγήτρια σε
παραίτηση, αφού η ηρωίδα υπερνικά τα όποια εμπόδια της ζωής και επιβιώνει.
Τέλος, η συχνή χρήση λέξεων μικρασιάτικης προέλευσης, προφανώς λόγω της
καταγωγής των γονιών της συγγραφέως και των δικών της ακουσμάτων, προσδίδει
γοητεία και πολυχρωμία στη γραφή της. Ο φιλοσοφικός-υπαρξιακός πυρήνας του
βιβλίου έχει να κάνει με τον τίτλο του αλλά και με το ομότιτλο διήγημα, που
αντιπροσωπεύει θαυμάσια το περιεχόμενο όλων των κειμένων, δίνοντας το στίγμα
της Αγαθοπούλου. Η ηρωίδα-αφηγήτρια νιώθει –προς στιγμήν– παραιτημένη από τη
ζωή, παροπλισμένη, απόμαχη, όμως μόνο προσωρινά, αφού δεν θα αφεθεί οριστικά
στην απομόνωση και στην απόσυρση, αλλά θα κάνει τα ένα-δύο γενναία βήματα που
απαιτούνται για να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, και να μπει και πάλι, θαρρετά,
στο παιχνίδι της ζωής. Είναι τελικά η ίδια η τέχνη της συγγραφέως, που,
λειτουργώντας ιαματικά, σώζει την ηρωίδα-αφηγήτρια, κάνοντάς την να επανακάμψει
από την πρόσκαιρη θλίψη που νιώθει και τις αναποδιές που βιώνει. Παράλληλα την
οπλίζει μ’ ένα σπουδαίο εφόδιο: την επίγνωση των ορίων του εαυτού της αλλά και
του κόσμου που την περιβάλλει. Για την ιστορία, αναφέρω πως η συγκεκριμένη
συλλογή διηγημάτων βραβεύτηκε, το 2003, από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος
Πέτρου Χάρη.
Στη συλλογή Οι μικρές χαρές
(Μεταίχμιο, 2005) που έπονται της Παραίτησης, ο όρος διηγήματα είναι πιο
εύστοχος και αντιπροσωπευτικός απ’ ό,τι για τα κείμενα της Παραίτησης.
Κάποια υπόγεια σύνδεση που υπάρχει ανάμεσά τους θα μπορούσε να συνηγορήσει ώστε
το υπάρχον υλικό να πάρει και μυθιστορηματική έκταση ή τουλάχιστον να σταθεί
και σαν εκτενής αφήγηση. Ας δούμε, τώρα, κάποιες από τις «μικρές χαρές» της
Αγαθοπούλου που προσφέρουν πληρότητα στην ίδια, και σε μας την αναγνωστική
απόλαυση: Η αναπόληση της οσμής ενός αγαπημένου εξαδέλφου –άρωμα μελιού
ανάμικτο με κολόνια και μυρωδιά σώματος– που αναδίδει το άδειο παλτό του. Ο
μαρασμός μιας πολύχρονης σχέσης, που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί απ’ τις
στάχτες της. Ένα πρωινό αφιερωμένο στον εαυτό μας. Το κοίταγμα των πουλιών μέσα
από ένα κλειστό παράθυρο. Ένα μπουκέτο ανεμώνες. Ένα τραγούδι –έστω λυπημένο–
στο ραδιόφωνο. Η παρατήρηση άγνωστων ανθρώπων σ’ ένα καφέ-μπαρ. Η κατανυκτική
ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή μιας τραγουδίστριας κέλτικων τραγουδιών. Η
μυρωδιά ενός βρέφους σε κρεβάτι νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται η μάνα, με
επιλόχειο πυρετό… Μινιμαλιστική διάθεση και χαμηλόφωνη γραφή, σε τρίτο ή πρώτο
πρόσωπο αφήγησης, άλλοτε με αφηγηματικά προσωπεία κι άλλοτε άμεσα, προσωπικά,
αποκαλυπτικά. Κείμενα ισορροπημένα στη γραφή τους, σμιλεμένα με μαστοριά, που
τα χαρακτηρίζουν από τη μία η λιτή και ακριβής διατύπωση, κι από την άλλη το
αίσθημα και η νοσταλγία. Λάμπει το ελάχιστο, αναδεικνύεται σε μείζον, και το
μικρό, το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο –μα εντέλει τόσο σημαντικό– το
κατ’ επίφασιν ευτελές, εξακτινώνεται στις σφαίρες της τέχνης.
Η τελευταία ώς τώρα πεζογραφική κατάθεση
της Α. που τιτλοφορείται Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι
(Γαβριηλίδης, 2010) νομίζω πως αποτελεί την κορυφαία πεζογραφική στιγμή της.
Στο παρόν βιβλίο, που αποτελείται από 26 διηγήματα, συχνά κάτι το ελάχιστο ή το
φαινομενικά ασήμαντο (όπως δηλαδή και στο προηγούμενο βιβλίο της) στέκεται
αρκετό για να υφανθεί –πάντα με μακροπερίοδο λόγο– μια μικρή ιστορία. Τα
προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού της που της ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, η
μορφή της μητέρας της που επανέρχεται μετά θάνατον με όλα τα προτερήματα και
τις ιδιορρυθμίες της –κυρίως την αυστηρότητά της, μιαν αυστηρότητα που καθόρισε
και χάραξε την πορεία ζωής της συγγραφέως-κόρης–, πρόσωπα της γειτονιάς ή
αποδεκατισμένοι μετανάστες, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, στιγμές προσωπικής
ευδαιμονίας και πολύτιμης μοναξιάς στα καφέ της πόλης, η «απρέπεια» μιας αριστοκράτισσας
όταν περιδιαβαίνει μια φτωχική συνοικία, ένα άκαμπτο αντρικό στόμα που,
επιτέλους, γελά, ένα ερωτικό ραντεβού που πηγαίνει στράφι από μία άστοχη
κουβέντα, όλα μεταποιούνται με τη γραφίδα της συγγραφέως σε μικρά πολύτιμα
δομικά υλικά συνειδητοποίησης του κόσμου που την περιβάλλει. Η καθαρότητα του
βλέμματος κι αυτό που ο Άλντους Χάξλεϊ όρισε στα βιβλία του ως «διευρυμένη
συνείδηση», είναι τα όπλα της συγγραφέως για να μοιράζεται και να σκορπά
απλόχερα τα ιδιωτικά της κεκτημένα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τους λογισμούς
της, στους γύρω, που την περιβάλλουν, στον άλλο, στον διπλανό, στην ετερότητα.
Όλα είναι απλωμένα πάνω στα υλικά σώματα, μέχρι και στη σκόνη που τα
περιβάλλει. Όλα τα αντικείμενα είναι διαποτισμένα από το παρελθόν. Αρκεί να τα
δούνε τα μάτια της ψυχής, να τα εντοπίσει η έσω όραση, και η διευρυμένη
συνείδησή μας να νιώσει, να αισθανθεί, να πονέσει, να θυμηθεί. Ιστορίες
ειλικρινείς, αληθινές, προσωπικές, άλλοτε εξομολογητικές άλλοτε πιο κρυπτικές,
γραμμένες με τέχνη και αίσθημα, που συνδυάζουν τη σχολαστική παρατήρηση και
ακρίβεια της πεζογράφου με την ευαισθησία της ποιήτριας. Μια ανέλπιστη αλήθεια
φτερουγίζει, απελευθερωμένη, στο τέλος κάθε κειμένου. Ίσως να είναι η κρυμμένη
ποίηση, που φανερώνεται μέσ’ από τις λέξεις, σε βαθμό που να την περιμένουμε σε
κάθε ανάγνωση που ακολουθεί.
Η Κ. Α. εκτός από σπουδαίο ποιητικό και
πεζογραφικό έργο, έχει και σημαντικό δοκιμιακό έργο, που (αν εξαιρέσουμε τις
πάμπολλες δημοσιεύσεις της σε έγκυρα περιοδικά της χώρας) κυρίως συνοψίζεται
στο βιβλίο της Δοκίμια και δοκιμασίες, τυπωμένο από τις καλαίσθητες και
ποιοτικές εκδόσεις Νησίδες, το 1999. Περιλαμβάνει δεκαοχτώ κείμενα για ποιητές
της Θεσσαλονίκης (Θέμελης, Καρέλλη, Κύρου, Μάρκογλου, Στογιαννίδης, Ευαγγέλου,
Βαφόπουλος, Ασλάνογλου, Χρηστάρα), στα οποία αλλού θα συναντήσουμε κριτική
οξυδέρκεια, εμβάθυνση και παρατηρητικότητα, αλλού μαρτυρίες συμβάντων της
καθημερινής ζωής των ποιητών με τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες τους, ενώ
κάποια κείμενά της κινούνται στο μεταίχμιο του κριτικού δοκιμίου και της
μαρτυρίας. Στον πρόλογο του βιβλίου της η συγγραφέας δηλώνει με κάθε
ειλικρίνεια πως δεν διεκδικεί ούτε τον τίτλο του κριτικού ούτε την ιδιότητα του
δοκιμιογράφου, με την έννοια της επαγγελματικής προσήλωσης. Επίσης δεν
λογάριασε μόνο Θεσσαλονικείς ποιητές από αίσθημα τοπικισμού, αλλά έγραψε
συνειδητά αυτά τα κείμενα από μια ανάγκη «σωματικής» μαρτυρίας, αφού με όλα
αυτά τα πρόσωπα συγχρωτίστηκε, παροίκησε στην ίδια Ιερουσαλήμ, δοκιμάστηκε,
λόγω και έργω, μέσα στους ίδιους δρόμους αυτής της πόλης.
Τελειώνοντας αυτή την αναφορά στην
πεζογραφική διαδρομή της Κ-Α. θέλω να επισημάνω ότι η πεζογραφική κοιτίδα της
βρίσκεται στο ρεύμα της συνειδησιακής ροής που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πόλη
μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι περίπου το 1950. Σήμερα, βέβαια,
έχουμε μετεξέλιξη αυτής της τάσης σε ένα μεικτό είδος ανάμεσα στον ρεαλισμό
(νεορεαλιστική πρόζα) και στον εσωτερικό μονόλογο, κάτι που, μαζί με αρκετούς
ομοτέχνους της, ακολουθεί και η ίδια. Παράλληλα, συγκαταλέγεται σε μια ομάδα
λογοτεχνών (Βασιλικός, Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου, Νικηφόρου κ.α.) που
επηρεάστηκαν από τους πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους
μεταπολεμικούς, και όχι από το γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα. Όλοι οι παραπάνω, στη
γραφή τους, συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά
τους ο εσωτερικός χρόνος υποκαθιστά τον συμβατικό. Ειδικά στην Αγαθοπούλου δύο
στοιχεία εντοπίζονται στο πεζογραφικό της έργο: Η μνήμη και το βίωμα. Η
περίπτωση της μάς αποκαλύπτει μια ισοδύναμα εξαιρετική ποιήτρια και πεζογράφο.
Γράφει δίχως διάθεση εντυπωσιασμού, δίχως συμβιβασμούς στις απαιτήσεις των
καιρών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής της, χωρίς ευκολίες και
σκοπιμότητες. Καθαρή λογοτεχνία, κρυστάλλινα κείμενα, με σοφία και αίσθημα. Κι
επειδή όλα τα παραπάνω δεν παύουν να είναι σχολαστικές παρατηρήσεις και
αναλύσεις, νομίζω πως η πόλη όπου ζει και αναπνέει, οι άνθρωποί της, οι
ομότεχνοί της και κυρίως οι νεώτεροι άνθρωποι που διαβάζοντας τα ποιήματα και
τα διηγήματά της διδαχτήκαμε τόσα πολλά και ουσιαστικά για την τέχνη της
γραφής, της οφείλουμε ένα βαθύ, ειλικρινές και ζεστό «ευχαριστώ», για όσα
συνολικά μας έχει ως τώρα προσφέρει. Ευχαριστούμε, Μαρία!
(το
κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, την
Τετάρτη 9 Μαΐου 2012, προς τιμήν της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου. Στο πάνελ ο
Τάσος Καλούτσας και η Μαρία Κουγιουμτζή)
●
Μαρία
Κέντρου-Αγαθοπούλου, Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι, διηγήματα,
Γαβριηλίδης, 2010, σελ.119
Πέμπτο
πεζογραφικό βιβλίο της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου που, αρχής γενομένης με το
αφήγημά της Συνοικισμός σιδηροδρομικών (Κέδρος, 1998), μοιράζει
ισοδύναμα και επιτυχώς το λογοτεχνικό της τάλαντο σε πεζό και ποιητικό λόγο.
Φαίνεται πως ο πεζός λόγος τής απελευθερώνει δυνάμεις που, πιθανόν, η ποίηση να
κρατούσε μέσα της εγκλωβισμένες ή να μην τις αναδείκνυε στον βαθμό που εκείνη
θα ήθελε. Το βιβλίο τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», έναν εκδοτικό οίκο
αισθητικά συναφή και αρμονικό με την απλότητα, την ποιότητα αλλά και τη
λογοτεχνικότητα των κειμένων της Αγαθοπούλου.
Στα νέα της κείμενα –26 τον αριθμό– που
αποτελούν ένα σύνολο προσωπικών ενσταντανέ, σκέψεις, μνήμες, περιγραφές,
αισθήσεις, περιστατικά, όλα εστιασμένα και φωτισμένα (υποφωτισμένα, καλύτερα)
κάτω από το ιδιαίτερο βλέμμα της, έχουμε τη συνέχεια και μετεξέλιξη, σε πιο
σύγχρονη μορφή, του πεζογραφικού ρεύματος της συνειδησιακής ροής, που βρήκε
πρόσφορο έδαφος στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του 30
μέχρι το 1950 περίπου. Εκεί πιστεύω βρίσκεται η πεζογραφική κοιτίδα της
Αγαθοπούλου. Παράλληλα, συγκαταλέγεται στην ομάδα λογοτεχνών (Βασιλικός,
Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου, Νικηφόρου κ.α.) που επηρεάστηκαν από τους
πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους μεταπολεμικούς, και όχι από το
γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα. Όλοι οι παραπάνω, στη γραφή τους, συνδυάζουν
ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά τους ο εσωτερικός χρόνος
υποκαθιστά τον συμβατικό. Ειδικά στην Αγαθοπούλου δύο στοιχεία εντοπίζονται στο
πεζογραφικό της έργο: Η μνήμη και το βίωμα. Γι’ αυτήν ακριβώς την ομάδα των θεσσαλονικιών
λογοτεχνών επισημαίνει, εύστοχα, ο Αλέξης Ζήρας: «Το ότι όλοι έδωσαν και δίνουν
ιδιαίτερη σημασία στην ανάδειξη της προσωπικής, βιωματικής σχέσης με τον χώρο
και τα πρόσωπα, ρέποντα προς την υποβολή των συναισθηματικών καταστάσεων παρά
προς την εξονυχιστική περιγραφή τους, δίνει το μέτρο του στίγματός τους στον
χάρτη της μεταπολεμικής λογοτεχνίας».* Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, πάλι, σε μια
γενική επισκόπησή της για το διήγημα στην μεταπολεμική πεζογραφία, κατατάσσει
την Αγαθοπούλου (μαζί με Ξεξάκη και Μάρκογλου) στην περίπτωση λογοτεχνών που
μεταπήδησαν από την ποίηση στην «νεορεαλιστική διηγηματογραφία». Στο παρόν βιβλίο, συχνά κάτι το ελάχιστο ή
το φαινομενικά ασήμαντο στέκεται αρκετό για να υφάνει, κάθε φορά, η συγγραφέας
–με μακροπερίοδο λόγο– μια μικρή ιστορία. Τα προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού
της που της ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, η μορφή της μητέρας της που
επανέρχεται μετά θάνατον με όλα τα προτερήματα και τις ιδιορρυθμίες της –κυρίως
την αυστηρότητά της, μιαν αυστηρότητα που καθόρισε και χάραξε την πορεία ζωής
της συγγραφέως-κόρης–, πρόσωπα της γειτονιάς ή αποδεκατισμένοι μετανάστες, το πρώτο
ερωτικό σκίρτημα, στιγμές προσωπικής ευδαιμονίας και πολύτιμης μοναξιάς στα
καφέ της πόλης, η μουσική που άκουγε παλιά, και πάλι η μητέρα της –απούσα πια,
αλλά ζωντανή μέσα από έντονους διαλόγους της συγγραφέως με την αδελφή της–, ο
καπνός των τσιγάρων, ο θρίαμβος του καλοκαιριού και η ελευθερία του σώματος,
ένας διψασμένος άνδρας που μαγνητίζει το βλέμμα μιας γυναίκας με απρόβλεπτη,
όμως, για κείνην απόληξη, η «απρέπεια» μιας αριστοκράτισσας όταν περιδιαβαίνει
μια φτωχική συνοικία, ένα άκαμπτο αντρικό στόμα που, επιτέλους, γελά, ένα
ερωτικό ραντεβού που πηγαίνει στράφι από μία άστοχη κουβέντα, όλα μεταποιούνται
με τη γραφίδα της Κέντρου-Αγαθοπούλου σε μικρά πολύτιμα δομικά υλικά
συνειδητοποίησης του κόσμου που την περιβάλλει. Γιατί, αν στην Παραίτηση
(Κέδρος, 2002) βρίσκει τη δύναμη και τον μοχλό ύπαρξης και μη παραίτησής της
από την ζωή και τις δυσκολίες της, αν στις Μικρές χαρές (Μεταίχμιο,
2005) λάμπει η αναγεννητική και σωτήρια δύναμη του ελάχιστου, κάνοντάς την να
νιώθει κάθε μέρα και κάθε στιγμή της ζωής της σαν μια εξ άνωθεν ευλογία, στο Η
Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι αναλύει, συνειδητοποιεί βαθιά,
αποδέχεται με σοφία, γνώση και αίσθηση το προσωπικό της (εντέλει πανανθρώπινο)
σύμπαν.
Η καθαρότητα του βλέμματος κι αυτό που ο
Άλντους Χάξλεϊ όρισε στα βιβλία του ως «διευρυμένη συνείδηση», είναι τα όπλα
της συγγραφέως για να μοιράζεται και να σκορπά απλόχερα τα ιδιωτικά της
κεκτημένα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τους λογισμούς της, στους γύρω, που την
περιβάλλουν, στον άλλο, στον διπλανό, στην ετερότητα. Αντιγράφω από το διήγημα
«Το νόημα της ζωής της»: Πολλές φορές δεν συνέτρεχε λόγος ν’ ανοίξει τη
σιφονιέρα της κρεβατοκάμαράς της, αλλά το ’κανε για ν’ απολαύσει μες στα
συρτάρια της την αρμονία της άσπρης επιφάνειας των σεντονιών, σαν να ’ναι ένα
χιονισμένο τοπίο, τους ποικίλους χρωματισμούς στις πετσέτες του προσώπου, τα
μεταξωτά, κεντημένα εσώρουχα, όλη εκείνη την «προίκα» που της είχαν ετοιμάσει
ερήμην της, επειδή η αδιαφορία της τότε ξεπερνούσε, εξοργιστικά για τους
άλλους, κάθε όριο. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να εκτιμήσει στο έπακρον ό,τι
περιείχε το σπίτι της · θησαυρό και περιουσία ανεκτίμητης αξίας τα ’βλεπε όλα
εκεί μέσα, κι ας ήταν απλά και λιτά αντικείμενα μιας αναγκαίας διαβίωσης….
Και παρακάτω: Ένα πάπλωμα από βαμβάκι με
επένδυση κομμάτια υφάσματος χρωματιστά, λουλουδάτα, διαφορετικά το ένα από το
άλλο, ήταν για εκείνη ένα πολύχρωμο λιβάδι όπου ξάπλωνε από κάτω του, σαν να
είχε σκάψει ολόκληρα εκτάρια μιας ζεστής μυρωδάτης γης που την σκεπαζόταν ως το
κεφάλι της για να βλέπει μες στα σκοτεινά τη μυστική διεργασία της δημιουργίας,
τον οργασμό του χώματος με τις δροσερές φύτρες, τα υπόγεια αυλακώματα του νερού
να προχωρούν ήσυχα κι αθόρυβα εκεί όπου τα είχαν ανάγκη για βλαστήσεις και φυτρώματα
στο φως της ημέρας.
Όλα είναι απλωμένα πάνω στα υλικά σώματα,
μέχρι και στη σκόνη που τα περιβάλλει. Όλα τα αντικείμενα είναι διαποτισμένα
από το παρελθόν. Αρκεί να τα δούνε τα μάτια της ψυχής, να τα εντοπίσει η έσω
όραση, και η διευρυμένη συνείδησή μας να νιώσει, να αισθανθεί, να πονέσει, να
θυμηθεί.
Ιστορίες ειλικρινείς, αληθινές,
προσωπικές, άλλοτε εξομολογητικές άλλοτε πιο κρυπτικές, γραμμένες με τέχνη και
αίσθημα, που συνδυάζουν τη σχολαστική παρατήρηση και ακρίβεια της πεζογράφου με
την ευαισθησία της ποιήτριας. Μια ανέλπιστη αλήθεια φτερουγίζει,
απελευθερωμένη, στο τέλος κάθε κειμένου. Ίσως να είναι η κρυμμένη ποίηση, που
φανερώνεται μέσ’ από τις λέξεις, σε βαθμό που να την περιμένουμε σε κάθε
ανάγνωση που ακολουθεί.
Η
Αγαθοπούλου γράφει δίχως διάθεση εντυπωσιασμού, δίχως συμβιβασμούς στις
απαιτήσεις των καιρών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής της, χωρίς
ευκολίες και σκοπιμότητες. Καθαρή λογοτεχνία, κρυστάλλινα κείμενα, με σοφία και
αίσθημα.
(περ. Οδός Πανός, τχ. 151,
Ιανουάριος-Μάρτιος 2011)
___________________________________________
⃰ λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, ΛΕΞΙΚΟ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, σ. 1273
●
Μαρία
Κέντρου-Αγαθοπούλου, Μικρές χαρές, διηγήματα, εκδ. Μεταίχμιο, 2005, σελ.
195
Τι
είναι αυτό που κάνει μια ποιήτρια με 13 αξιόπιστες ποιητικές συλλογές να
στρέφεται στον πεζό λόγο; Ποια βαθύτερη ανάγκη της προσπαθεί να ικανοποιήσει;
Μήπως –έστω περιστασιακά– ισχύει το χριστιανοπουλικό «εγκαταλείπω την ποίηση»
λόγω κάποιου απαυδίσματος, κάποιας προσωπικής της εξουθένωσης, εξ αιτίας της
πολυετούς ενασχόλησής της με τις λέξεις; Όμως η Κ. Α. ούτε εγκατέλειψε την
ποίηση ούτε διακατέχεται από τη ματαιοδοξία να διαπρέψει και σ’ άλλα «εδάφη»,
να οργώσει κι άλλα λογοτεχνικά «χωράφια». Ως αυθεντική δημιουργός που είναι,
ξέρει πολύ καλά πως, πέρα από την ευδαιμονία της προσωπικής έκφρασης, μάλλον
εξουθενώνεσαι και συνθλίβεσαι από το ανελέητο κυνηγητό της λέξης. Παράλληλα,
διόλου δεν της διαφεύγει πως η ποιητική δημιουργία είναι απείρως δυσκολότερη,
σημαντικότερη και ουσιωδέστερη της αντίστοιχης πεζογραφικής. Και εξακολουθεί να
γράφει ποιήματα – έχει στα σκαριά και νέα συλλογή. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και
δεν βολεύεται με τον χαρακτηρισμό «αντιπροσωπευτική ποιητική φωνή της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς», και –από το 1998– εκδίδει δοκίμια, εκτενή αφηγήματα,
ποιητικά αφηγήματα ή διηγήματα;
Προτού καταθέσω τη δική μου –αυθαίρετη
ίσως– εκδοχή στην περίπτωση Αγαθοπούλου που –ως λογοτεχνική περίπτωση– τη θεωρώ
σημαντική και ιδιάζουσα, θα πάρω τα πράγματα με κάποια σειρά. Θα επικεντρωθώ
στα δύο τελευταία της πεζογραφικά βιβλία (Η παραίτηση, Κέδρος, 2002 και Οι
μικρές χαρές, Μεταίχμιο, 2005), επειδή κρίνω πως είναι αυτά που την
καθιστούν και την αναδεικνύουν και σε σημαντική πεζογράφο.
Τα 19 κείμενα της Παραίτησης
προσιδιάζουν περισσότερο στον όρο ποιητικά αφηγήματα. Το ποιητικό στοιχείο τα
διαπερνά –σχεδόν ολοκληρωτικά– κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στα
επιμύθιά τους. Η αφήγηση της Παραίτησης –πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη–
είναι λιτή και περιεκτική, το χιούμορ ρέει διακριτικά, υπάρχει πληθώρα λέξεων
βασισμένων στο μικρασιάτικο ιδίωμα, ενώ συναντούμε πολλά σημεία χλευασμού ή
παρωδίας του θανάτου. Χαρακτηριστικό της γραφής της Αγαθοπούλου η ποιητική
διατύπωση και η οικονομία λόγου, ιδιαίτερα στα «κλεισίματα» των κειμένων, που
συχνά απολήγουν σε ηχοποίητες φράσεις ή σε προτάσεις-κουβέντες, διατυπωμένες
από το στόμα κάποιου ήρωα της συγγραφέως. Ο φιλοσοφικός-υπαρξιακός πυρήνας του
βιβλίου έχει να κάνει με τον τίτλο του αλλά και με το ομότιτλο διήγημα, που
αντιπροσωπεύει θαυμάσια το περιεχόμενο όλων των κειμένων, δίνοντας το στίγμα
της Αγαθοπούλου. Η ηρωίδα-αφηγήτρια νιώθει –προς στιγμήν– παραιτημένη από τη
ζωή, παροπλισμένη, απόμαχη, όμως μόνο για λίγο, μόνο προσωρινά, αφού δεν θα
αφεθεί οριστικά στην απομόνωση και στην απόσυρση, αλλά θα κάνει τα ένα-δύο
γενναία βήματα που απαιτούνται για να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, και να μπει
και πάλι, θαρρετά, στο παιχνίδι της ζωής. Είναι τελικά η ίδια η τέχνη της
συγγραφέως, που, λειτουργώντας ιαματικά, σώζει την ηρωίδα-αφηγήτρια κάνοντάς
την να επανακάμψει από την πρόσκαιρη θλίψη που νιώθει και τις αναποδιές που
βιώνει. Παράλληλα την οπλίζει μ’ ένα σπουδαίο εφόδιο: την επίγνωση των ορίων
του εαυτού της αλλά και του κόσμου που την περιβάλλει. Για την ιστορία, αναφέρω
πως η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων της Κέντρου-Αγαθοπούλου βραβεύτηκε, το
2003, από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη.
Και έρχομαι τώρα στο τελευταίο πόνημα της
ποιήτριας και πεζογράφου, στις Μικρές χαρές. Εδώ ο όρος «διηγήματα»
είναι πιο εύστοχος απ’ ό,τι στην Παραίτηση. Κι αυτό γιατί τα νέα κείμενα
της Κ. Α. –δίχως να έχουν πάψει να διατηρούν την ποιητικότητά τους– είναι πιο…
διηγήματα ως προς τη σύνθεση, την έκταση, την πλοκή, το όλο στήσιμό τους.
Κάποια υπόγεια σύνδεση που υπάρχει ανάμεσά τους θα μπορούσε να συνηγορήσει ώστε
το υπάρχον υλικό να πάρει και μυθιστορηματική έκταση ή τουλάχιστον να σταθεί
και σαν εκτενής αφήγηση. Διαβάζοντας κάποιος τις 24 ιστορίες του βιβλίου έχει
την αίσθηση πως συντέθηκαν από μια ώριμη πεζογράφο. Κι αν δεν γνωρίζει και το
«ιστορικό» της συγγραφέως αναφορικά με την ποιητική της δράση, θα κατέληγε στο
συμπέρασμα πως πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν πεζογράφο που κατέχει άριστα τους
μηχανισμούς της γλώσσας, μπολιάζοντας τα κείμενά της με στοιχεία ποιητικά. Πώς,
όμως, από την Παραίτηση η Αγαθοπούλου οδηγήθηκε στις Μικρές χαρές;
Και ποιες είναι τελικά αυτές οι Μικρές χαρές που, ως τίτλος και
περιεχόμενο, αντιπροσωπεύουν την καινούρια της συλλογή;
Η Κέντρου-Αγαθοπούλου στο απόγειο της
συγγραφικής της ωριμότητας, παρακάμπτοντας την αγωνία του θανάτου, τον φόβο της
παραίτησης και του παραγκωνισμού από τη ζωή, που την απασχόλησε –με δημιουργικό
τρόπο– στην προηγούμενη συλλογή της, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα. Μας καταθέτει
μιαν αλήθεια που, πολλοί από εμάς, ίσως δεν είμαστε ακόμα σε θέση να νιώσουμε.
Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι μια νεφέλη, ένα πουκάμισο αδειανό. Ίσως η
προσδοκία της να σχετίζεται με τη νεότητα – αυτό είναι απολύτως θεμιτό και δικαιολογημένο.
Όμως με το διάβα του χρόνου διαπιστώνει κανείς πως κυνηγάει χίμαιρες. Η ευτυχία
είναι άπιαστο πουλί. Δύο τινά, πλέον, μπορούν να συμβούν. Ή θα απελπιστεί, θα
μελαγχολήσει και θα μαραζώσει ή θα αποδεχτεί τη ζωή όπως είναι, όπως του
έρχεται, με τα βάσανα, τις αποκοτιές αλλά και τις μικρές χαρές της. Είναι τα
τελικά ψυχολογικά στάδια του Έρικσον στη θεωρία του για τις αναπτυξιακές
κρίσεις του «εγώ» –για να θυμηθούμε λίγο την εξελικτική ψυχολογία– που
βασίζονται στα δίπολα «Πανανθρώπινο ενδιαφέρον-αυτοαπορρόφηση» και
«αποδοχή-απόρριψη» και που αφορούν μεσήλικες ανθρώπους, δίχως ο συγκεκριμένος
ψυχολόγος να θεωρεί υποχρεωτικό και απαραίτητο το να φτάσουν όλοι οι
συνάνθρωποί μας κάποτε σ’ αυτά τα στάδια – πόσο μάλλον στους θετικούς όρους των
δίπολων που προανέφερα. Είναι πάντως βάλσαμο αυτές οι μικρές χαρές, είναι
πολύτιμες αν θέλουμε να οδηγηθούμε στην αποδοχή των πεπραγμένων μας, είναι
λυτρωτική η αναπόλησή τους, ιαματική, σαν δροσερό νεράκι από γάργαρη πηγή που
ξεδιψά τον αποκαμωμένο οδοιπόρο.
Ας δούμε, τώρα, κάποιες από τις «μικρές
χαρές» της Αγαθοπούλου που προσφέρουν πληρότητα στην ίδια, και σε μας την
αναγνωστική απόλαυση: Η αναπόληση της οσμής ενός αγαπημένου εξαδέλφου –άρωμα
μελιού ανάμικτο με κολόνια και μυρωδιά σώματος– που αναδίδει το άδειο παλτό
του. Ο μαρασμός μιας πολύχρονης σχέσης που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί
απ’ τις στάχτες της. Ένα πρωινό αφιερωμένο στον εαυτό μας. Το κοίταγμα των
πουλιών μέσα από ένα κλειστό παράθυρο. Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Ένα τραγούδι
–έστω λυπημένο– στο ραδιόφωνο. Η παρατήρηση άγνωστων ανθρώπων σ’ ένα καφέ-μπαρ.
Η κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή μιας τραγουδίστριας κέλτικων
τραγουδιών. Το κατάλυμα που προσφέρει η τέχνη, ιδίως σ’ εκείνους που είχαν
εμπειρία θανάτου. Ο μαγευτικός χορός ενός άσχημου –στην όψη– χορευτή σε μια
ταβέρνα. Παιδικές μνήμες –έστω τραυματικές– από τα χρόνια της Κατοχής και του
Εμφυλίου. Η αναπόληση της μορφής και της προσωπικότητας της πεθαμένης νουνάς
της αφηγήτριας. Η μυρωδιά ενός βρέφους σε κρεβάτι νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται
η μάνα, με επιλόχειο πυρετό…
Μινιμαλιστική, λοιπόν, διάθεση και
χαμηλόφωνη γραφή από την Κ. Α., σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο αφήγησης, άλλοτε με
αφηγηματικά προσωπεία κι άλλοτε άμεσα, προσωπικά, αποκαλυπτικά. Κείμενα
ισορροπημένα στη γραφή τους, σμιλεμένα με
μαστοριά, που τα χαρακτηρίζουν από τη μία η λιτή και ακριβής διατύπωση,
κι από την άλλη το αίσθημα και η νοσταλγία. Λάμπει το ελάχιστο, αναδεικνύεται
σε μείζον, και το μικρό, το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο –μα εντέλει
τόσο σημαντικό –το κατ’ επίφασιν ευτελές, εξακτινώνεται στις σφαίρες της
τέχνης.
Επανέρχομαι –ίσως με εκνευριστική επιμονή–
στο αρχικό ερώτημα. Τι είναι αυτό που κάνει μια φτασμένη ποιήτρια να γράφει και
διηγήματα; Η ερώτηση φαντάζει ρητορική, όχι υπό την έννοια του αυτονόητου ή του
εντελώς περιττού της απάντησης, αλλά επειδή είναι πολύ προσωπική. Θα μπορούσε
να τεθεί και σε μια πλειάδα ζώντων, καταξιωμένων ποιητών που επέλεξαν –κάποιοι
νωρίτερα, κάποιοι εκ των υστέρων– την οδό της Αγαθοπούλου (Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Νίκος Δαββέτας, Κώστας Ριτσώνης, Πρόδρομος Μάρκογλου, Μάρκος
Μέσκος, Τόλης Νικηφόρου, Σάκης Σερέφας κ. ά.). Οι απαντήσεις που θα συλλέγαμε
ίσως να ήταν πολλαπλές, οι τοποθετήσεις ποικίλες και αποκαλυπτικές, κι όχι
απαραιτήτως του στιλ «ε, μην την ψάχνεις, όλοι γράφουν απ’ όλα», φράση που
–διατυπωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο– αφενός θα φανέρωνε κυνική απαξίωση, αφετέρου
θα μας έλεγε τη μισή αλήθεια. Σύμφωνοι, αρκετοί λογοτέχνες καταγίνονται με
πολλά, τα καταφέρνουν όμως το ίδιο ικανοποιητικά, όλοι τους και πάντοτε, με
ό,τι καταγίνονται; Επιστρέφω, όμως, στην περίπτωση Αγαθοπούλου. Παρόλο το
θράσος και την αδιακρισία που κρύβει μια
απόπειρα ερμηνείας των πράξεων μιας σπουδαίας δημιουργού από πλευράς
μου, θα τολμήσω μόνο κάποιες –ελπίζω όχι αυθαίρετες– διαπιστώσεις, ακόμα κι αν
δεν καταφέρω με αυτές να οδηγηθώ στον πυρήνα του αρχικού μου ερωτήματος: Η Κ.
Α. είναι βέβαιο ότι τολμά. Δεν βολεύεται με ετικέτες, ταμπέλες και
χαρακτηρισμούς. Δεν έχει αγκυλώσεις και κολλήματα στην τέχνη της. Ρισκάρει με
απόλυτη επιτυχία. Δοκιμάζει τα συγγραφικά της όρια. Ανανεώνεται διαρκώς.
Διοχετεύει το ταλέντο της και σε άλλες μορφές λόγου, πέραν της ποιήσεως. Μέσα
από τα ζουμερά, περιεκτικά και ευανάγνωστα διηγήματά της μας παραδίδει απλά
μαθήματα οικονομίας του λόγου. Μας διδάσκει το συγγραφικό μέτρο. Μας μαθαίνει
πως «αίσθημα» και «λιτή διατύπωση» κάλλιστα μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά σε
ένα κείμενο. Δεν γνωρίζω αν αυτά τα λίγο άχαρα ρήματα που προανέφερα, «μαθαίνω»
και «διδάσκω», ήταν στις προθέσεις της, πάντως προσωπικά της χρωστώ ευγνωμοσύνη
για όσα μού έμαθε διαβάζοντας και τα διηγήματά της.
Στην εποχή που όλα μετρώνται,
προσμετρώνται και συνυπολογίζονται, η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική θα πρέπει
–κατά την ταπεινή μου γνώμη– να συνυπολογίσει στη λογοτεχνικότητα των κειμένων,
δύο σημαντικές παραμέτρους, αναφορικά με την αξιολόγηση του έργου κάποιου
δημιουργού. Τη βαθύτερη ανάγκη που ωθεί τον δημιουργό στη γραφή –ή αλλιώς το
«ζόρι» που τραβάει, ή δεν τραβάει, έκαστος– και επίσης, το πόσο καλά τα
καταφέρνει κάποιος λογοτέχνης σε διαφορετικές μορφές λόγου. Επειδή το πρώτο
φαντάζει σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και δύσκολο στο να μετρηθεί, στέκομαι στο
δεύτερο, που και εφικτό είναι και μετρήσιμο. Η περίπτωση της
Κέντρου-Αγαθοπούλου μάς αποκαλύπτει μια ισοδύναμα εξαιρετική ποιήτρια και
πεζογράφο. Και αυτό, από μόνο του, είναι σημαντικό.
(το
κείμενο αναγνώσθηκε στο Underground Εντευκτήριο σε εκδήλωση προς τιμήν της Μ.
Κ. Αγαθοπούλου στις 14 Νοεμβρίου 2005, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν,
τχ. 4, καλοκαίρι του 2006, με τίτλο "Το πεζογραφικό έργο της Μ. Κ. Αγαθοπούλου".
Οι άλλοι δύο ομιλητές ήταν ο Τάσος Καλούτσας και η Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ)
●
ΜΙΑ «ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ»
ΜΕ ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Μαρία
Κέντρου-Αγαθοπούλου, Η παραίτηση, διηγήματα, εκδ. Κέδρος, 2002, σελ. 149
Η
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, σημαντική ποιήτρια της Θεσσαλονίκης, έχοντας στο
γυλιό της ένδεκα ποιητικές συλλογές, καταθέτει το τρίτο βιβλίο της με πεζά
κείμενα –διηγήματα τα χαρακτηρίζει η ίδια, ποιητικά αφηγήματα ίσως να ταίριαζε
σε αρκετά απ’ αυτά– που έχει τον τίτλο Η παραίτηση. Πρόκειται για ένα
βιβλίο με 19 τον αριθμό κείμενα, τα οποία, όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλο, τα
συνθέτουν «η ανθρώπινη αναμέτρηση με το χρόνο, πάθη και παθήματα σε ατομικό
επίπεδο, εκφρασμένα πότε με αυτοσαρκασμό και πότε με χιουμοριστική διάθεση».
Τα πεζά της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου
είναι μικρά σε έκταση –μερικά, μόλις μιάμιση σελίδα–, άλλα γραμμένα σε πρώτο κι
άλλα σε τρίτο πρόσωπο. Τη συγγραφέα την απασχολεί η καθημερινότητα. Τη
φιλτράρει μέσα από τον προσωπικό ευρυγώνιο φακό της και τελικά την ανάγει στο
«γνώθι σαυτόν» των αρχαίων, φτάνοντας έτσι στο κουκούτσι της ατομικής ύπαρξης.
Οι ιστορίες της –ακόμη και με τριτοπρόσωπη αφήγηση– λειτουργούν ως ένα είδος
διαλόγου με τον εαυτό της. Ανακαλύπτει τη γλύκα και το νόημα της ζωής ακόμα και
σε περιπτώσεις που η ίδια νιώθει τσακισμένη ή εξωθείται σε παραίτηση. Το
θρυμμάτισμά της αυτό λειτουργεί λυτρωτικά, ιαματικά, γίνεται η υπέρβαση και
βρίσκει εντέλει ουσία και στηρίγματα σε πράγματα απλά, φαινομενικά ασήμαντα.
Τουλάχιστον σε τρία της αφηγήματα –«Οι άπιστες», «Η γάτα», «Στο μνημόσυνο»–
παρωδείται με εξαιρετική μαεστρία ο θάνατος, και ξορκίζεται από θλιβερό και
αποτρόπαιο γεγονός.
Η Αγαθοπούλου χρησιμοποιεί συχνά μεγάλες
προτάσεις-παραγράφους (μακροπερίοδος λόγος), θαρρείς γραμμένες με μιαν ανάσα,
στις οποίες μεταφέρθηκαν με απόλυτη επιτυχία οι ποιητικές αρετές της. Το
επιμύθιο –ποιητικό σε όλα τα αφηγήματα– κλείνει αβίαστα και φυσικά την ιστορία,
ενώ γίνεται ιδιαίτερα πρωτότυπο και γοητευτικό όταν το αφήγημα καταλήγει σε
παραγγέλματα ή ηχοποίητες φράσεις («εν δυο εν δυο», «τακατάκ τακ… τακατάκ τακ…»
κ. τλ.). Ξεχώρισα δύο εξαιρετικά «κλεισίματα» δύο κειμένων («Η παραίτηση» και
«Το φωτεινό τρένο», από τα καλύτερα της συλλογής), στα οποία, εκτός της μεγάλης
και βαθιάς αναπνοής της συγγραφέως, ο προσεχτικός αναγνώστης μπορεί να
διακρίνει και την ποιητική χρήση του λόγου σε τέτοιο βαθμό, που να αισθάνεται
πως βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον ποιητικό και στον πεζό λόγο. Αντιγράφω
από την «Παραίτηση»:
«Καλύτερα απ’ το μπαλκόνι μου ν’
απολαμβάνω την υγρή ομορφιά, εκ του ασφαλούς, είναι μια αφοσίωση κι αυτό, μια
αγάπη ήσυχη κι ακίνδυνη, που μπορώ, άμα θέλω, να μην τη στερηθώ όσο έχω το
βλέμμα μου και τις αισθήσεις μου ζωντανές, όσο δύναμαι ν’ αγναντεύω τα μακρινά
καράβια, τις άσπρες απαστράπτουσες κι από τον ήλιο ξεξασπρότερες βαρκούλες, και
το ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τον Όλυμπο, και το βράδυ, ως αργά, τ’ αυγουστιάτικο
φεγγάρι με τα μάτια, μύτη, στόμα, όταν γίνεται πανσέληνος».
Οι κορυφαίες στιγμές της Αγαθοπούλου
πιστεύω πως βρίσκονται στις ιστορίες όπου αυτοσαρκάζεται (π.χ. στο διήγημα «Στο
δρόμο», που κατά τη γνώμη μου είναι από τα καλύτερά της). Το χιούμορ αναβλύζει
πηγαίο σε στιγμές απρόσμενες (η κυρία Ρωξάνη που τη φώναζαν Ρωξ τα παιδιά της
γειτονιάς και τους τρέχαν τα σάλια, ζητώντας μοκασίνι νούμερο 39 τής έρχεται
στον νου το παλιό φιλμ «Δεσποινίς ετών 39» και ντρέπεται σαν μικρό παιδί,
μπροστά στη θάλασσα έχει μια δική της σεξπιρική παράφραση στον νου της «να μπει
κανείς ή να μην μπει», ο κύριος Ζ έχει μια μύτη σαν περισκόπιο υποβρυχίου που
δεν καταδύεται ποτέ, κ. τλ.). Επίσης η χρήση λέξεων μικρασιάτικης προέλευσης,
προφανώς λόγω της καταγωγής των γονιών της και των δικών της ακουσμάτων
(«γιαβράκια», «τουρβάδες», «ζεβζεκιές», «μαστραπαδάκι», «κατά το αντέτι»,
«κιτάπια», «γιαβρίκα», «κουζούμ», «γιαβρούμ» κτλ.), προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία
και πολυχρωμία στη γραφή της.
Η Αγαθοπούλου, ακολουθώντας το παράδειγμα
καταξιωμένων ποιητών που έγραψαν και αξιολογότατα πεζά (Χριστιανόπουλος,
Δαββέτας, Ριτσώνης, Σερέφας, Μάρκογλου, Μέσκος, Νικηφόρου κ. ά.), συνεχίζει την
πεζογραφική της πορεία –παράλληλα με την ποιητική της– με ιδιαίτερη επιτυχία.
Με την Παραίτηση κατεβαίνει από το ποιητικό της βάθρο για να μας δώσει,
συν τοις άλλοις, απλά μαθήματα οικονομίας του λόγου, που πιστεύω πως τα
χρειάζονται πολλοί σημερινοί πεζογράφοι ογκωδέστατων αλλά φλύαρων αναγνωσμάτων.
Ελπίζουμε πως δεν θα… παραιτηθεί στο μέλλον από το να μας χαρίσει κι άλλα
ώριμα, περιεκτικά και ειλικρινή βιβλία, σαν κι αυτό.
(«Πανσέληνος» της εφημ. Μακεδονία,
τεύχ. της 28/12/03)