Η
στήλη «Voyage,
voyage»
είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του
εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.
֎
ΠΑΡΙΣΙ (1)
Μόλις
πάτησα το πόδι μου στο Παρίσι μία δύναμη με παρακινούσε να σκύψω στο δάπεδο του
αεροδιαδρόμου και να το φιλήσω. Να προσκυνήσω τον Μολιέρο, τον Ουγκό, τον
Προυστ, τον Ζισκίντ, τον Γκυ ντε Μωπασάν. Αλλά και τον Ουελμπέκ, την Ερνό, τον Πατρίκ Μοντιανό, τον
Σαμπρόλ, τον Τρυφώ και όλη τη φάρα των κινηματογραφιστών της nouvelle vague,
των Εγκυκλοπαιδιστών και των καταραμένων ποιητών. Την Κατρίν Ντενέβ και την
Ιζαμπέλ Ιπέρ, ανυπερθέτως. Και τόσες ακόμη μυθικές προσωπικότητες και αστέρες
της τέχνης, του θεάματος και του πολιτισμού.
Όμως το ανέβαλα προσωρινά όλο αυτό, γιατί
έπρεπε πρώτα, σέρνοντας την αποσκευή μου, να εντοπίσω τον αρχηγό του γκρουπ,
που θα μας ξεναγούσε στα μαγικά και στα ωραία της πόλης.
Μα, πριν ακόμα κι απ’ αυτό, όφειλα να
ξεφορτωθώ εκείνο το άδειο μπουκαλάκι από νερό, που είχα καταναλώσει στο
αεροπλάνο, και που μου είχε ξεμείνει.
Το πετώ, πρόχειρα και βιαστικά, σ’ έναν
κάδο και, πριν προλάβω να βαδίσω δύο μέτρα, με καρφώνει ο υπάλληλος του
αεροδρομίου Charles De Gaulle, ένας έγχρωμος καλοντυμένος, με τη διαβάθμισή του
να κρέμεται στο στήθος σαν σφυρίχτρα διαιτητή σε επίσημο αγώνα ποδοσφαίρου.
―Tu es
stupide! Ce n’ est pas pour les plastiques! Voila Rubis! (Είσαι
ανόητος! Αυτό δεν είναι για τα πλαστικά! Νά η Ρούμπη!)
Η παγερή φωνή του έκανε τα μέλη μου και
την ψυχή μου να μουδιάσουν.
Παράλληλα, μου έδειχνε με το δάχτυλό του
το ρομπότ της ανακύκλωσης πλαστικών αντικειμένων, που έτρεχε καταμεσής των
εσωτερικών χώρων του αεροδρομίου σαν φρενιασμένο, καταπίνοντας ασταμάτητα
μπουκαλάκια, ποτηράκια και συσκευασίες τροφίμων.
Ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να
επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.
●
Υπάρχουν
πολλά σημεία στο κέντρο του Παρισιού για ν’ αντικρίσεις και ν’ απαθανατίσεις
τον Πύργο του Άιφελ. Από την ταράτσα του ξενοδοχείου σου. Από το ρεστοράν του
πολυκαταστήματος Lafayette. Από την άπλα του Τροκαντερό. Από την οδό με τις
salles de thè. Από το κατάστρωμα των bateaux mouches.
Όμως το πιο αληθινό, το πιο δραματικό, το
πιο χαμηλοθώρητο σημείο παραμένει το σημείο zero. Εκεί όπου, ξαπλωμένος ο
κλοσάρ της ανατολικής όχθης του Σηκουάνα, αρνούμενος συνειδητά την κρατική
επιχορήγηση για μια αξιοπρεπή διαβίωση σε γκαρσονιέρα με διατροφή και
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοιτάζει αδιάφορα το περιττό του μεγαλείο.
●
Ουρές
επισκεπτών από όλα τα μέρη του κόσμου στριμώχνονται μπροστά στη «Μόνα Λίζα» του
Ντα Βίντσι, στο Μουσείο του Λούβρου. Τρεις σωματώδεις έγχρωμοι φύλακες του
χώρου, με διαπίστευση στο στήθος, εμποδίζουν το κοινό να πλησιάσει περισσότερο
του κανονικού για να το φωτογραφίσει με φλας ή να το προσεγγίσει πλαγίως για να
το θαυμάσει. Η όλη κατάσταση παραπέμπει σε διαδήλωση, με τους ένθερμους
διαδηλωτές ν’ αναχαιτίζονται από αστυνομικές δυνάμεις, που τηρούν απαρέγκλιτα
τον νόμο και την τάξη. Ενώ, λίγα μέτρα παραπέρα, το ταπεινό μα άψογο πορτρέτο
του «Κοντοτιέρο» του Αντονέλο ντα Μεσίνα, που έζησε και μεγαλούργησε την ίδια
εποχή με τον Ντα Βίντσι, δεν μαγνητίζει βλέμματα ούτε προκαλεί σάλο. Κι ας σε
καρφώνει ο Κοντοτιέρο με το δικό του βλέμμα, από όποιο σημείο της αίθουσας κι
αν τον κοιτάξεις.
Κάθε εποχή (και κάθε τέχνη) έχει τους
δικούς της μπεστ σελερίστες και τους δικούς της παραγκωνισμένους.
●
Αυτά
τα «όλε» των νεαρών στο κατάστρωμα του ποταμόπλοιου μού φάνηκαν γελοία. Όπως
και οι χαιρετούρες και τα «bonjour» από τους θεατές των δύο όχθεων αλλά και των
υπερυψωμένων γεφυρών. «Τι ελαφρόμυαλες ανοησίες! Τι τουριστικές υπερβολές!»
αναρωτήθηκα σκεπτικός, και στωικά υπέμενα τη δοκιμασία της βόλτας στα νερά του
Σηκουάνα.
Όταν, όμως, καταμεσής της διαδρομής, στο
ύψος της όγδοης ή της ένατης γέφυρας, αντικρίζοντας στις όχθες το ολοένα
αυξανόμενο πλήθος να μας κουνά με ενθουσιασμό τα χέρια, και ακούγοντας τα «όλε»
των νεαρών από το κατάστρωμα να γιγαντώνονται, μη γνωρίζοντας από ποια δύναμη
ορμώμενος, σήκωσα κι εγώ ασυναίσθητα τα χέρια στο ανέμελο πλήθος, φώναξα κι εγώ
«όλε» και «bonjour» με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφήνοντας, έστω για μία
στιγμή, τον εαυτό μου έρμαιο στη μαγγανεία του ποταμού.
(συνεχίζεται)