ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ
(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)
֎
ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ
Επιστρέφω
νοερά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δεκαέξι στα δεκαεπτά, με ακμή, μακριά ως
τους ώμους μαλλιά και λιπόσαρκος, μ’ έναν αθλητικό σάκο στο χέρι, να περιμένω
όλο αγωνία τα πρωινά της Κυριακής στο γήπεδο της Α. Ε. Χ. για το αν
συμπεριληφθώ στην αποστολή της ομάδας για τον απογευματινό αγώνα. Το γήπεδο
ξερό, με χαλίκια και λακκούβες. Ένας φροντιστής της συμφοράς ασβέστωνε με ένα
σαραβαλιασμένο αναξιόπιστο μηχάνημα τις γραμμές του γηπέδου. Πίσω από τις
εστίες υπήρχε τρίμετρη περίφραξη από μεταλλική κατασκευή για να μη φεύγει η
μπάλα και την ψάχνουμε. Στη βόρεια εστία, στον ενδιάμεσο χώρο από το γήπεδο του
Άρη, υπήρχε ένα ερειπωμένο κτίσμα, πρώην εργοστάσιο, τίγκα στο σκουπίδι και στ’
αγριόχορτα. Αν έφευγε η μπάλα από κάποια τρύπα της περίφραξης –πράγμα που
γινόταν συχνά– και πήγαινε στο βρομερό ερείπιο, ο τερματοφύλακας είχε μπει σε
μεγάλους μπελάδες. Ο Λυκούργος, ο δεύτερος φροντιστής, κρεμούσε με μανταλάκια
τις φρεσκοπλυμένες κιτρινόμαυρες φανέλες μας σ’ ένα μακρύ σχοινί, δίπλα στ’
αποδυτήρια, για να στεγνώσουν. Η ομοιόμορφη μπουγάδα των εφηβικών μας χρόνων,
σε κοινή θέα. Ο Λυκούργος ήταν ένας ζόρικος τύπος, που αν τον εκνεύριζες και
άνοιγε το στόμα του, κοκκίνιζες από τις βρισιές και τις χριστοπαναγίες που σου
ξεστόμιζε. Κι όμως, σ’ αυτό το ξερό γηπεδάκι –σήμερα έχει γίνει πάρκο με
παιδική χαρά, η ομάδα όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχει ακόμα– αντικρίζαμε,
κυρίως τα απογεύματα της Τετάρτης, τους παίκτες του Άρη, της χρυσής εποχής του
Τσατσέφσκι. Όταν έρχονταν να τρέξουν για φυσική κατάσταση –κάτι βέβαια που
γινόταν, συχνά, και στο διπλανό αλσάκι της Νέας Ελβετίας– μαζεύαμε τις μπάλες
μας και αδειάζαμε τον χώρο σαν λαγοί. Παίρναμε μάτι, στα κρυφά, μέσα από τα
ταπεινά μας αποδυτήρια τον Παπαφλωράτο, τον Πάλλα, τον Φοιρό, τον Κούη, τον
Μπαλλή, τον Σεμερτζίδη να τρέχουν με τις χαρακτηριστικές μπλε φόρμες τους.
Καμιά φορά παίζαμε και φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, στο οποίο συμμετείχε και
κανένα αστέρι της πρώτης ομάδας που προερχόταν από τραυματισμό και δοκίμαζε το
πόδι του, και τότε πετούσαμε στα ουράνια από τη θεία συγκυρία. Προτιμούσαμε
ασυζητητί να συμμετέχουμε στο φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, κάποιες Τετάρτες,
παρά τη σίγουρη θέση στο κυριακάτικο ντέρμπι με τη Φλόγα Αναλήψεως, την
Προοδευτική Τούμπας, την Ελπίδα, τον Αριστοτέλη, τον Εθνικό Πυλαίας ή τη Νίκη
Διοικητηρίου.
Συνήθως έμενα εκτός αποστολής. Όταν
έμπαινα στη δεκαοκτάδα, ο κυρ Νίκος –παίκτης και προπονητής της ομάδας– μ’
έβαζε συχνά αλλαγή στο τελευταίο εικοσάλεπτο ή στο τελευταίο ημίωρο. Μου
χτυπούσε την πλάτη φιλικά, εγώ σηκωνόμουν από τον ξύλινο πάγκο των αναπληρωματικών,
έβγαζα την πάνω φόρμα μου κι έκανα διατάσεις για προθέρμανση. Ύστερα με
πλησίαζε, μου έδειχνε κάποιον επικίνδυνο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας, που
όφειλα να μαρκάρω στενά, καθότι μεσοαμυντικός, «βδέλλα στον κυνηγό τους,
πιτσιρίκο!» μου έλεγε εμπιστευτικά στ’ αυτί κι εγώ ξαμολιόμουν στο γήπεδο να
επιτελέσω το καθήκον μου. Στα λίγα λεπτά που αγωνιζόμουν τα έδινα όλα. Έτρεχα,
μάρκαρα, αναχαίτιζα, όσο αυτό ήταν εφικτό, τον αντίπαλο, μάτωνα αγκώνες και
γόνατα, ίδρωνα τη φανέλα. Για τη φανέλα άλλωστε παίζαμε τότε. Το πριμ
ανύπαρκτο, μέχρι και τον αθλητικό εξοπλισμό με δικά μας έξοδα τον αγοράζαμε.
Αραιά και πού η διοίκηση, σε κάποια ανέλπιστη επιτυχία μας, μας κερνούσε από
μία πάστα αμυγδάλου, στο «ΛΟΥΞ», στην καρδιά του Χαριλάου, αφού ο ιδιοκτήτης του
ζαχαροπλαστείου ήταν πατέρας ενός πρώην συμπαίχτη μας.
Από όλη εκείνη την περιπέτεια με το
ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μού έχει μείνει ως μακρινός απόηχος, ως αντιβούισμα της
εποχής, η παρότρυνση του κυρ Νίκου, το «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!».
Ήταν η φράση που με ενθάρρυνε, με διέγειρε, με κινητοποιούσε. Το σύνθημα για να
δώσω κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου για την ομάδα. Το σάλπισμα για μάχη αλλά και
για δημιουργία. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, και όλα, ομάδες, ιδεολογίες,
οράματα, φιλίες και όνειρα πήγανε στράφι, κάθομαι στον υπολογιστή μου και μόνο
αφηγούμενος ιστορίες νιώθω κάπως να αγγίζω την ουσία της ζωής και της ύπαρξης. «Βδέλλα στον
κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» λέω από μέσα μου και γράφω, γράφω, συνέχεια γράφω. Κι
όλο να προσπαθώ να μαρκάρω στενά τον Χρόνο που περνάει, τον άπιαστο κυνηγό που
ξετινάζει τα δίχτυα μας, βγάζοντάς του, με αναίδεια, γλώσσα όταν προσωρινά το
κατορθώνω.
(2017)