Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)