ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ-99 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΟΚ
(Σαν
σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1926, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ’
αριθμόν 822 απόφασή του, ενέκρινε και επίσημα την ύπαρξη αθλητικού συλλόγου με
την επωνυμία Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Ο ΠΑΟΚ έγινε
99 χρονών, και του χρόνου τέτοια μέρα θα γιορτάζει τα 100 του χρόνια! Στη μνήμη
αυτής της επετείου ένα διήγημα για τον «Δωδέκατο παίκτη».)
֎
ΥΠΕΡΟΧΑ ΧΑΜΕΝΟΙ!
Είμαστε
από νωρίς με τον Φώτη στο καφενείο επί της Πόντου, στην Κάτω Τούμπα, για να
δούμε σε οθόνη σαράντα οχτώ ιντσών τον ημιτελικό κυπέλλου. Δυόμισι ώρες
καθηλωμένοι στα καθίσματά μας, κι ούτε να μπορούμε να καπνίσουμε πια, όπως
παλιά. Ο Σαμάτα, στο τελευταίο πέναλτι ενός αγώνα γκραν γκινιόλ, γλιστράει λίγο
πριν την επαφή με την μπάλα και τελικά αστοχεί. Το μοιραίο πέναλτι, ο μοιραίος
παίκτης του αγώνα. Η Λεωφόρος ξεσπά σε ουρανομήκεις πανηγυρισμούς, ενώ η
προσδοκία ενός ακόμα κυπέλλου για την ομάδα μας εξανεμίζεται. Στο καφενείο η
ατμόσφαιρα βαριά. Κανείς δεν σαλεύει, ούτε αρθρώνει κουβέντα. Απονευρωμένοι,
θλιμμένοι, βιδωμένοι στις θέσεις μας, αδύνατον να το χωνέψουμε. Ένα ματς που
έπρεπε να λήξει 1-4 ή 1-5 υπέρ ημών, έληξε μόλις 1-2. Πύρρειος νίκη. Τα εκτός
έδρας γκολ δεν μετρούν διπλά όπως άλλοτε. Εφιάλτης. Ο Φώτης, δίπλα μου,
δείχνει, παραδόξως, ήρεμος. Φωτίζεται το πρόσωπό του ενώ μου μιλάει:
—Αυτό είναι το μεγαλείο της ομάδας μας,
κατάλαβέ το! Τους κάναμε γιο-γιο μέσα στην έδρα τους για περισσότερο από δύο
ώρες, τους βάλαμε δύο γκολ χάρμα ιδέσθαι, χάσαμε δώδεκα επιπλέον ευκαιρίες,
εκείνοι ούτε μισή, αποχώρησε από το γήπεδο ο καλύτερός μας παίκτης με μάσκα
οξυγόνου και ασθενοφόρο στο τελευταίο δεκάλεπτο της παράτασης και μείναμε με
δέκα, έβαλαν γκολ στο 129΄, χάσαμε τρία ματς-μπολ πέναλτι και τελικά καταφέραμε
να αποκλειστούμε από υποδεέστερη αγωνιστικά ομάδα. Κι όλα αυτά, τρεις μόλις μέρες
μετά το κάζο που πάθαμε στην Τούμπα από τον Ολυμπιακό. Μόνο αυτή εδώ η ομάδα
μπορεί να αποκλειστεί με τόσο μεγαλοπρεπή και δραματικό τρόπο. Μόνο ο ΠΑΟΚ
μπορεί να πείσει τους αντιπάλους του ότι βγήκαν νικητές. Μα και η πόλη μας η
ίδια μήπως δεν λειτουργεί όπως αυτή η ομάδα; Εσύ, ως συγγραφέας, θα το
γνωρίζεις καλύτερα. Συμπρωτεύουσα μόνο στα λόγια, δίχως μετρό, δίχως δυο σοβαρά
θέατρα, δυο υπουργεία, δύο πρώτης γραμμής εκδοτικούς οίκους, δυο σύγχρονα
στάδια. Ηττημένη εδώ και χρόνια από τον συγκεντρωτισμό της Αθήνας αλλά και απ’
τον δικό της ραγιαδισμό, πολεμάει ολομόναχη, δίχως αντίκρισμα. Δον Κιχώτες
είμαστε της συμφοράς σ’ ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι – χώνεψέ το!
Με βλέπει σιωπηλό και κατσούφη, με έναν
αμήχανο καφέ ακόμη στο χέρι, και το γυρίζει πάλι στα ποδοσφαιρικά, θαρρείς για
να μ’ ανεβάσει το ηθικό διά της ομοιοπαθητικής συλλογιστικής του:
—Ξέχνα για λίγο τους θριάμβους μας και
στάσου για μία στιγμή στα χουνέρια μας. Θυμήσου το 3-5 της Παναχαϊκής στην
Τούμπα που μας στοίχισε, τότε, το πρωτάθλημα, τους τελικούς κυπέλλου που χάσαμε
στις λεπτομέρειες, τον αποκλεισμό μας το 1983 από τη μεγάλη Μπάγερν, στα
πέναλτι, ύστερα από 22 συνολικά εκτελέσεις, τις ευκαιρίες που έχασε ο Κλάους με
τον Άγιαξ, στάσου στα πρωταθλήματα που δικαιούμασταν και που ή τα κλοτσήσαμε
στραβά ή μας τα έκλεψαν. Στα σόλο του Γιώργου Κούδα δίχως αποτέλεσμα, στις
φανταιζί ενέργειες του Ντέλια, δίχως ουσία. Στους διασυρμούς από τον Ολυμπιακό
στα εντός έδρας. Όλα ήταν τραγωδίες ολκής. Όχι απλώς στραπάτσα, αλλά
υπερπαραγωγές φλυαρίας, ατυχίας ή ανικανότητας. Οι ήττες μας είχαν πάντα κάτι
το εκκωφαντικό. Το ποιος στ’ αλήθεια νίκησε σήμερα το φανερώνουν οι βαριές
σιωπές της Λεωφόρου όταν τους βάζαμε γκολ, η γκρίνια της εξέδρας σ’ όλη τη
διάρκεια του αγώνα για την απόδοση των παικτών τους, τα πέναλτι που
ετοιμαζόμασταν να πανηγυρίσουμε κι όλο αναβάλαμε τον θρίαμβο. Όλη η Ελλάδα είδε
τι έγινε. Και τελικώς τους χαρίσαμε απλόχερα τη νίκη. Έτσι απλά. Πάλι τους
ξεγελάσαμε. Χρήσαμε τους χαμένους νικητές. Κι εμείς, γι’ ακόμα μία φορά,
υπήρξαμε οι υπέροχα χαμένοι… Όπως υπέροχα χαμένη είναι κι αυτή εδώ η πόλη που
ζούμε…
Τον άκουγα εντυπωσιασμένος από τη διάσταση
που έδινε στο όλο ζήτημα. Ρομαντική εκδοχή, το δίχως άλλο. Γκρινιάρικη και
απολύτως υποκειμενική. Στον πυρήνα της εμπεριείχε κάποιον αφόρητο τοπικισμό, όμως
και μια άλλου τύπου αξιοπρόσεχτη γενναιότητα. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι
ο αποκλεισμός της ομάδας μας, μιας οποιαδήποτε ομάδας, μπορεί να κρύβει τέτοιο
ανυπέρβλητο μεγαλείο. Εμένα ΠΑΟΚτσή με είχε κάνει, τυχαία, ένας θείος μου που
μου πρωτομίλησε για την ιστορία της ομάδας, κι ο παππούς μου, ο Γιώργος, που με
πήγε πιτσιρίκι στην Τούμπα και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα χαζεύοντας την
όλη ατμόσφαιρα. Όσο για τις ήττες και τα χουνέρια, ακόμη και σήμερα περισσότερο
με θλίβουν παρά με κάνουν να νιώθω κάποιου είδους περηφάνια.
Άναψα τσιγάρο επιστρέφοντας στο σπίτι.
Ήμουν γεμάτος σκέψεις. Σκεφτόμουν συνέχεια τη φράση του Φώτη, εκείνο το
«υπέροχα χαμένοι». Το τραγικό το κουβαλάμε μέσα μας, σκέφτηκα. Αυτό δίνει νόημα
στη ζωή μας. Είναι το αλατοπίπερο της δημιουργίας. Αυτό ανατρέπει τις συμβάσεις
και τους κανόνες όλων των παιγνίων του ντουνιά, ανατρέποντας συχνά τους
φυσικούς νόμους. Το δράμα, η αρχαία και η σύγχρονη τραγωδία, η παντοδυναμία του
απρόοπτου.
Αντέγραψα τη φράση σ’ ένα σημειωματάριο.
Βλέποντας πως το τέλος της πρώτης λέξης και η αρχή της δεύτερης είναι η συλλαβή
-χα, διέκρινα έναν παρατεταμένο καγχασμό, έναν εξευτελιστικό γέλωτα, την
τραγική ειρωνεία της ίδιας της ζωής. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να αποτελέσει τον
τίτλο κάποιου διηγήματος. Όπως αυτό εδώ, που μόλις τώρα σας καταθέτω.
(2024)