Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Το εμπόδιο της ζωής του

 



ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

 

 

(Με αφορμή την αυριανή επέτειο της 25ης Μαρτίου αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία έως τώρα τυπωμένη συλλογή διηγημάτων μου. Δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου του 2021 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», σε αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από την επέτειο της επανάστασης του 1821. Περιλαμβάνεται επίσης στην Ανθολογία 33 Ιστορίες για το 1821, εκδόσεις Gema, 2021.)

 

֎

 

 

Τον Οκτώβριο του 1984 ο εικοσιδυάχρονος, τότε, Οδυσσέας Τσελεπής παίρνει το τρένο από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στην Τρίπολη, να παρουσιαστεί στην 124 πτέρυγα μάχης ως νεοσύλλεκτος της Α84 ΕΣΟ. Το πελοποννησιακό τοπίο τού είναι οικείο, αφού στη Βυτίνα ζουν οι παππούδες του, από το σόι του πατέρα του. Δύο φορές στο παρελθόν επισκέφτηκε το όμορφο ορεινό χωριό της Αρκαδίας για να τους δει, όμως τότε ήταν ακόμη παιδί και τους θυμάται αμυδρά, σαν σε όνειρο. Κρατά στο δισάκι του –ένα πράσινο αθλητικό σακίδιο ώμου– το πορτοφόλι του, την αστυνομική του ταυτότητα, το χαρτί της κατάταξής του από το Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, μια ακτινογραφία θώρακος, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα και την Ασκητική του Καζαντζάκη. Στο βλέμμα του είναι χαραγμένη η απορία και ο φόβος για το τι θα συναντήσει. Όλα, όμως, πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Η στρατιωτική ζωή κυλά φυσιολογικά, δίχως εκπλήξεις και παρατράγουδα. Προσαρμόζεται σχετικά εύκολα στις επιθεωρήσεις, τις αγγαρείες, τα θαλαμοφυλίκια, τις πορείες και τις βολές. Συνηθίζει ακόμα και τις σκοπιές και το άνοστο φαγητό των μαγειρείων. Ανήκει στην τέταρτη μοίρα, την πιο ζόρικη του στρατοπέδου νεοσυλλέκτων, και τραγουδά δεκάδες φορές την ημέρα στα απανωτά προσκλητήρια το ίδιο πάντα στρατιωτικό σύνθημα:

«Είμαστε σκληροί και πειθαρχικοί

γιατ’ είμαστε στην Τέταρτη, τη δυναμική

Τέ-ταρ-τη, Τέ-ταρ-τη α-ε-τοί!»

 

 

Όμως μόνο σκληρός δεν είναι ο Οδυσσέας. Μοναχοπαίδι, καλομαθημένος από το σπίτι του, ήταν άψητος στις δυσκολίες της ζωής. Στο γυμνάσιο, στο μάθημα της Γυμναστικής, δεν μπορούσε να εκτελέσει σωστά ούτε απλή κυβίστηση επί στρώματος, αποσπώντας τη χλεύη και τις κοροϊδίες του γυμναστή αλλά και των συμμαθητών του. Ποδόσφαιρο δεν έπαιξε ποτέ του κι ούτε ήρθε ποτέ στα χέρια με κανέναν φίλο του. Ξύλο μόνο έτρωγε, ποτέ του δεν έδινε στις αλάνες της γειτονιάς του. Ωστόσο η βασική του εκπαίδευση στην αεροπορία κυλά μάλλον ομαλά, ανέλπιστα φυσιολογικά γι’ αυτόν τον νέο. Όμως υπάρχει ακόμα ο στίβος μάχης και η υπερπήδηση του τοιχίου που τον προβληματίζουν σφόδρα. Πώς θα τα βγάλει πέρα αυτός, ο άμαθος, ο καλοπερασάκιας; Μήπως γκρεμοτσακιστεί και γίνει των σκυλιών ο περίγελος, μήπως τα θαλασσώσει και του κοτσάρει καμιά ξεγυρισμένη κράτηση ή φυλακή εκείνος ο φωνακλάς δόκιμος, που τους έχει βγάλει το λάδι ενάμιση μήνα τώρα με τα παραγγέλματα και τις απειλές του;

Πρωί εκείνης της κρύας μέρας του Δεκέμβρη κρύος ιδρώτας τον είχε περιλούσει. Κατάφερε κακήν κακώς την αναρρίχηση στα σχοινιά, σύρθηκε κιόλας στον βρεγμένο λάκκο με τις λάσπες και το Μ1 αγκαλιά, πέρασε σχετικά αργά και αγκομαχώντας τη λιμνούλα, όμως το τοιχίο; Εκείνο το ενάμιση μέτρου εμπόδιο, το φτιαγμένο από τούβλα και πέτρες για τις ανάγκες του στρατού, πώς θα το υπερπηδούσε; Μπα, αδύνατον να τα καταφέρει, του είχαν στερέψει και οι δυνάμεις άλλωστε. Θα σκοντάψει, θα γελοιοποιηθεί, θα φάει τα μούτρα του. Ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο, πανάθεμά το, που, αν το υπερπηδήσει, θα είναι σαν να τελειώνει το στρατιωτικό του. Κι αυτό γιατί, μετά την ορκωμοσία, ο πατέρας του θα τον τραβούσε με βύσμα στον Βορρά ως τηλεφωνητή στην αεροπορική βάση της Μίκρας. Μετά το τοιχίο, ζάχαρη η κατάσταση. Σε ένα μήνα από τώρα θα ανηφορίζει ανέμελος, με τον σάκο του, για τη Θεσσαλονίκη. Όμως προηγείται το τοιχίο. Πώς θα υπερπηδήσει το εμπόδιο αυτός, που στο σκάμμα του γυμναστηρίου του λυκείου του μπέρδευε τον βηματισμό του και προσγειωνόταν κακήν κακώς στην άμμο με απελπιστικές επιδόσεις;

Την κρίσιμη στιγμή μια ακαθόριστη δύναμη τον οδήγησε, του έδωσε ανέλπιστη ώθηση. Με σφιγμένα τα δόντια και απέραντη αποφασιστικότητα, κρατώντας στα χέρια το Μ1 –προς στιγμή τού φάνηκε πούπουλο– έτρεξε, και σαν έμπειρος εμποδιστής υπερπήδησε άνετα το εμπόδιο. Η προσγείωσή του, μάλιστα, ήταν τόσο ομαλή, ώστε κάτι σμηνίτες, πίσω του, από τον ίδιο θάλαμο, που, διακρίνοντας την έμφυτη δειλία του, περίμεναν πώς και πώς να φάει τα μούτρα του για να του κάνουν καζούρα, έμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο να τον θαυμάζουν. «Μπράβο, λεβέντη!» άκουσε πλάι του τον σμηνία εκπαίδευσης να τον ενθαρρύνει, και με φτερά στα πόδια, έτρεξε να ολοκληρώσει το υπόλοιπο μέρος του στίβου μάχης που του είχε απομείνει. Αυτήν την ανέλπιστη εμπειρία διηγείται ο Οδυσσέας, χρόνια τώρα, σε γνωστούς και φίλους, που, γνωρίζοντας τον ήπιο και φοβισμένο χαρακτήρα του, δυσκολεύονται να την πιστέψουν. Για να λέμε την αλήθεια ούτε ο ίδιος ακόμη μπορεί να πιστέψει πόσο εύκολα τα κατάφερε τότε σε κάτι που του φαινόταν βουνό.

 

 

Είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε, Φλεβάρη του 2008, τον ειδοποιούν να κατέβει στη Βυτίνα γιατί πέθανε ο τελευταίος πρόγονός του, ο παππούς Θόδωρος, στα ενενήντα έξι του χρόνια. Παίρνει με το αμάξι τους γονείς του, που ακόμη καλοστέκονται, και κατηφορίζουν στην Πελοπόννησο. Στο χωριό παγωνιά, στρωμένο το χιόνι κοντά στο μέτρο. Μετά την εξόδιο ακολουθία και την ταφή στα κοιμητήρια, τον πλευρίζει στο καφενείο του χωριού ένας υπερήλικας, φίλος του μακαρίτη, και αρχίζει να του λέει μια ιστορία:

—Στην Τριπολιτσά, γιε μου, είχε την έδρα του τότε ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής όλης της Πελοποννήσου. Την υπερασπιζόταν μεγάλος αριθμός ενόπλων σωμάτων. Οι Έλληνες έπρεπε να την καταλάβουν για να πιάσει τόπο ο αγώνας τους. Είδε κι έπαθε ο Κολοκοτρώνης να πείσει τους οπλαρχηγούς για το σχέδιό του. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνουν νους του σχεδίου ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Αρχές Μαΐου του ’21 πλακώνει από τα Γιάννινα ο Μουσταφάμπεης με τρεισήμισι χιλιάδες άντρες να κυνηγήσει τους Έλληνες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε και η πόλη υπέφερε. Τριάντα πέντε χιλιάδες ψυχές μέσα στην πόλη, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι. Με κόλπα της συμφοράς ο Μουσταφάμπεης καθυστερούσε την πολιορκία. Θα παραδίδονταν αργά ή γρήγορα, αλλά τους πρόλαβε ένας δικός μας, ο Μανώλης Δούνιας. Μαζί με δύο παλικάρια της περιοχής μας σκαρφάλωσαν στα τείχη της πόλης που έφταναν τα πεντέμισι μέτρα, και, εξουδετερώνοντας τον φύλακα, άνοιξαν την Πύλη του Μυστρά και όρμησαν οι Έλληνες στην πόλη. Έτσι έπεσε η Τριπολιτσά. Σκότωσαν οι Έλληνες πολλούς, έβγαλαν μεγάλο θυμό και λύσσα, πάνω από τριάντα χιλιάδες μακελεύτηκαν, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Για το καλό του Αγώνα… Αυτά γράφει, γιε μου, η Ιστορία…

—Και γιατί μου τα λες όλα αυτά, μπαρμπα-Θύμιο; απόρησε ο Οδυσσέας.

—Το ένα από τα δύο παλικάρια που ανέβηκαν στα τείχη μαζί με τον Μανώλη Δούνια λεγόταν κι αυτός Οδυσσέας Τσελεπής. Είχε το όνομα του παππού σου και το δικό σου. Μακρινός σου πρόγονος. Μου το διαβεβαίωσε τις προάλλες ο δάσκαλος του χωριού που καταγίνεται πολύ με την Ιστορία. Μελέτησε κάποια παλιά κιτάπια της κοινότητας, διασταύρωσε αρχεία και από το Ληξιαρχείο της Τρίπολης και από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Να είσαι περήφανος, γιε μου, για τους προγόνους σου και να γνωρίζεις πως το σόι σας έβγαλε παλικάρια που το έλεγε η καρδιά τους.

Ο Οδυσσέας άκουγε το γλυκομίλητο γεροντάκι αποσβολωμένος. Είκοσι τέσσερα χρόνια από εκείνη την παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη, είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή να ξεδιαλύνει μέσα του τι ήταν εκείνο που του έδωσε, τότε, ώθηση να ξεπεράσει μ’ ένα ανάλαφρο σάλτο το εμπόδιο.

 

                                                                                   Π. Γ.