[Με
αφορμή τις άγιες τούτες μέρες και την εβδομάδα των Παθών, αναδημοσιεύω ένα
διήγημά μου που γράφτηκε ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Περιλαμβάνεται στη συλλογή
διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος,
2015)]
֎
«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ»
Με
το «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»
σφηνωμένο στο μυαλό, ο Χρήστος Βαλαβάνης –εξήντα οχτώ χρονών, συνταξιούχος
σιδηροδρομικός και με μεταστατικό καρκίνο στα οστά– στηρίζεται στο μπράτσο της
κόρης του, Ανθούλας, και περιμένει στην ουρά, έξω από την Αγία Κυριακή, να
προσκυνήσει τον επιτάφιο.
Δέκα ολόκληρες μέρες είχε να ξεμυτίσει από
το διαμέρισμά του. Μόλις ολοκλήρωσε ανεπιτυχώς την πρώτη φάση χημειοθεραπείας
στο Θεαγένειο και βρισκόταν στο μεσοδιάστημα, στο δίμηνο αποχής από κάθε ουσία,
για να ξαναμπεί σε καινούργιο συνδυασμό φαρμάκων.
Ακόμη δεν του έχουν εξηγήσει οι γιατροί για
την κρισιμότητα της κατάστασής του, όμως εκείνος καταλαβαίνει. Το διαισθάνθηκε
τις προάλλες στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου βλέποντας τους άλλους
καρκινοπαθείς, με τα πεσμένα μαλλιά και τα άδεια μάτια, να περιμένουν
απελπισμένοι. Βέβαια, δεν κάνει κουβέντα πουθενά, μιλιά για το τι του
συμβαίνει. Θαρρείς το κακό αφορά όλους τους άλλους γύρω του εκτός απ’ τον ίδιο.
Για ένα ενάμιση χρόνο ζωής μίλησαν οι
γιατροί στους δικούς του, υπό ευνοϊκές συνθήκες. Απαραίτητη προϋπόθεση η καλή
ποιότητα ζωής που θα ακολουθήσει. Να τρώει, λένε, υγιεινά, να ξεκουράζεται. Να
μην αγχώνεται με το παραμικρό. Προσοχή στις μετακινήσεις του και στους
τραυματισμούς, τα κόκαλά του είναι πολύ εύθραυστα, μπορεί με το παραμικρό να
προκληθεί κάταγμα σε χέρια και σε πόδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μεγάλη
προσοχή και στα μικρόβια, γιατί ο οργανισμός του είναι καταβεβλημένος κι
ευπαθής. Ο ίδιος, πάντως, έχει ηθικό ακμαίο. Προγραμματίζει μάλιστα από τώρα
την καινούργια παραγωγή τσίπουρου, που με τόσο μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο σε
αποστακτήριο, στην Κατερίνη. Περιμένει πώς και πώς να συνέλθει, να του φύγει η
ατονία κι η εξάντληση. Να βγει μια κοντινή βολτίτσα μέχρι την καφετέρια «Ο
Φάρος», να κάνει και κανένα κομπλιμέντο σε καμιά μικρούλα, όπως παλιά.
Μεγάλη Παρασκευή, και από το πρωί κάτι τον
τρώει. Το σπίτι δεν τον χωράει. Έχει μια λαχτάρα να προσκυνήσει το νεκρό σώμα
του Θεανθρώπου, να πάρει ανάσα, ζωή από τη θεία ταφή Του. Να ψηλαφίσει τον άγιο
τάφο νοερά. Μήπως κι έτσι απομακρυνθεί απ’ τον δικό του τάφο που άρχισε να τον
βλέπει, πού και πού, στον ύπνο του, φρεσκοσκαμμένο.
Ντύθηκε στην τρίχα, φιγουρίνι. Φόρεσε το
καλό του κοστούμι, την εμπριμέ μεταξωτή του γραβάτα, τα γυαλιστερά του
σκαρπίνια. Έβαλε το μαύρο καπέλο στο κεφάλι να καλύπτει τα αραιωμένα μαλλιά
του. Πρόσταξε την Ανθούλα να ετοιμαστεί. Κάτωχρος, μα αποφασισμένος όσο ποτέ,
κίνησε από την Αλκαμένους για την Αγία Κυριακή.
Στην εκκλησία περίμεναν τη στιγμή εκείνη
για να προσκυνήσουν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Πιάνοντας σφιχτά το μπράτσο της
Ανθούλας, κοιτούσε στο βάθος το στολισμένο με λουλούδια κουβούκλιο, τους
προσκόπους που ήταν στημένοι δεξιά
αριστερά, το χοντρό σχοινί που ανεβοκατέβαινε.
Κι είχε μια γλύκα η μέρα εκείνη.
Ηλιόλουστη, γαλήνια, όχι όπως τις προηγούμενες Μεγάλες Παρασκευές, που συνήθως
έβρεχε. Τα παράθυρα του ναού χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν
διεισδύσει αναπάντεχα. «Σαν την άλλη ζωή, τη μετά θάνατον ...» σκέφτηκε κι ένα
δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Το είδε η Ανθούλα και του έσφιξε περισσότερο το
μπράτσο.
Με δυσκολία πλησίασε τον Μέγα Νεκρό. Το Ιερό
Ευαγγέλιο, τα αγιασμένα άμφια με την αναπαράσταση της μέγιστης θλίψης.
Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έσκυψε να προσκυνήσει. Έξαφνα ένιωσε τα γόνατα
κομμένα. Μια γνώριμη σουγλιά στο δεξί του ισχίο τον παρέλυσει. Σαν να έσκυψε σε
ανοιγμένο μνήμα, στην άβυσσο την ίδια.
Αισθάνεται να καθεύδει στον Άδη. Ένα
θολό σύννεφο στον νου, μια σκοτοδίνη. Όμως μόνο για
μια στιγμή. Με τη βοήθεια της Ανθούλας σηκώθηκε. Μια κοπελίτσα, ντυμένη στα
μαύρα, του έβαλε λίγα λουλούδια στη χούφτα. «Καλή Ανάσταση!» του ψιθυρίζει
σιγανά.
Βγαίνει από την εκκλησία με την κόρη πάντα
στο πλευρό. Ο πόνος στο ισχίο του σαν να του έφυγε προσωρινά. Το πόδια του τα
αισθάνεται πιο ελαφριά, πιο σίγουρα. Το ανοιξιάτικο αεράκι, γεμάτο ευωδιές από
το διπλανό άλσος, του μπατσίζει ευχάριστα το πρόσωπο. Νιώθει άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος. «Θανάτω, θάνατον πατήσας...» στριφογυρίζει στη σκέψη του.
Περνάνε τώρα έξω από την καφετέρια «Ο
Φάρος». Ένα μπουκέτο δροσερά κοριτσόπουλα, με χυμούς και καφέδες μπροστά τους,
συζητούν και γελούν δυνατά. Τα χαϊδεύει για λίγο με το βλέμμα του,
τσιμπολογώντας σφρίγος και νεότητα. Διακρίνει ανάμεσά τους και τη Δώρα, την
εγγονή του παλιού συμμαθητή του, του Ιορδάνη, ξεπεταρούδι στα δεκάξι της χρόνια.
—Πώς μεγάλωσες έτσι, βρε Θοδωρούλα; Κοπέλα
της παντρειάς έγινες, της πετάει το κομπλιμάν, κι εκείνη χαμογελάει φιλάρεσκα.
Κι ήταν αυτή του η φράση κι εκείνη η
αίσθηση της στιγμής μια μικρή παράταση ζωής, μια προσωρινή αναβολή ενός
αναπόφευκτου τέλους. Ένα αχνό φως ελπίδας μέσα στους παγερούς λειμώνες του
θανάτου.
1995