Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Δωδέκατος παίκτης-Καναρίνια σε κουρείο

 




 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

(σ' αυτή τη στήλη δημοσιεύονται -ή αναδημοσιεύονται -ανέκδοτα διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)



֎

 

 

 

 

 

 

ΚΑΝΑΡΙΝΙΑ ΣΕ ΚΟΥΡΕΙΟ

 


 

                               Σαν καναρίνι σε παλιό κουρείο

                               την ομορφιά που πέρασε θυμάμαι.

 

                                   Αλέξ. Φερέντης–Αρώνης

 

 

  

          


                 —Κυρ Νίκο, πώς τα καταφέρνεις και ξεχωρίζεις τα εφτά 
                καναρίνια σου;

—Α, εύκολο πράγμα, αγόρι μου. Άμα ζεις μαζί τους τόσο καιρό, μαθαίνεις τα χούγια τους.

—Δηλαδή;

—Ε, να… Το τρίτο αριστερά, έχει μια μικρή μαύρη βούλα στον λαιμό του. Είναι και το πιο ευαίσθητο. Το τέταρτο αριστερά είναι τεμπέλικο, βαριέται που ζει… Στα κάτω κλουβιά έχω τους τενόρους. Εδώ ν’ ακούσεις κελαηδήματα…

—Και δεν σου παίρνουν το κεφάλι;

'Έβαλε λίγο σαπουνάκι σ’ ένα κύπελλο, το έλιωσε και πήρε με το δάχτυλο λίγο αφρό, ακουμπώντας τον στις φαβορίτες μου.

—Να μου πάρουν το κεφάλι; Τι είναι αυτά που λες, αγόρι μου; Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω, αν δεν τ’ ακούσω… Αν είναι κακόκεφα και σιωπηρά, δεν αποδίδω… Βαραίνει το χέρι μου…

—Κι οι πελάτες, τι λένε;

—Οι πελάτες… Τι να πουν οι πελάτες… Πολλοί τους βιάζονται, δεν δίνουν σημασία. Οι μερακλήδες, βέβαια, καταλαβαίνουν. Διότι δεν νοείται κουρείο δίχως το καναρίνι του. Όπως δεν νοείται σχολείο χωρίς πίνακα και θρανία.

Τώρα, με ανάλαφρες ψαλιδιές μού αδειάζει τον σβέρκο. Τα καναρίνια τιτιβίζουν, η ατμόσφαιρα ευωδιάζει πούδρες και κολόνιες, κι ο κυρ Νίκος βάζει όλη τη μαστοριά του στο κεφάλι μου. Κάπου-κάπου σταματά, θαρρείς εμπνέεται από τα άκοπα μαλλιά μου και συνεχίζει. Σαν γλύπτης ή σαν ζωγράφος που δουλεύει αργά, ολοκληρώνοντας το καλλιτέχνημά του.

Κοιτάζω ένα γύρο το μαγαζί του, μέσα από τα πολλαπλά είδωλα του μεγάλου του καθρέφτη. Αριστερά αναρτημένη η Εθνική Βραζιλίας με τον Πελέ στη σύνθεσή της. Δίπλα, η ποδοσφαιρική ομάδα του Άρεως Θεσσαλονίκης, κυπελλούχου Ελλάδος 1970. Πιο πέρα κάτι παλιές διαφημίσεις σιγαρέτων «Άσου φίλτρο» και ρετσίνας «Μαλαματίνα». Κι απέναντι, κρεμασμένο στον τοίχο, ένα περσινό ημερολόγιο, άκοπο στην πρώτη σελίδα, από κάποιο προσκοπικό σύλλογο της περιοχής. Το μεγάλο ξύλινο ρολόι σταματημένο. Οι δύο του δείχτες κολλημένοι στον αριθμό εφτά. Χρόνια τώρα, όσα τουλάχιστον μπορώ να θυμηθώ, στο κουρείο «Το χρυσό ψαλίδι» είναι πάντα εφτά παρά είκοσι πέντε. Ο χρόνος υποκλίνεται στην τέχνη και σταματά.

Τώρα ο κυρ Νίκος, μερακλωμένος θαρρείς από τη μυσταγωγία της τέχνης του, αρχίζει να τραγουδά:

 

Άρη, γλυκιά μου ομάδα, μεγάλη

Έχεις φιλάθλους που σε αγαπούν

Είν’ Αρειανοί και το έχουν καμάρι

Και το κεφάλι ψηλά το κρατούν!

 

Άρη, Άρη, εσύ είσαι το καμάρι

Άρη, Άρη, ομάδα ξακουστή

Κι όποιος έρθει αντίπαλος με σένα

Πρέπει πρώτα καλά να το σκεφτεί!

 

Δεν απαντώ στην πρόκληση. Κάνω πως δεν άκουσα τίποτα. Το σέβεται αυτό ο κυρ Νίκος και σταματά τις μπηχτές. Το ξέρει καλά, άλλωστε, χρόνια τώρα, πως ήταν της μοίρας του να κουρεύει δεκαετίες ολόκληρες, μες στην καρδιά του Χαριλάου, έναν αμετανόητο, βαμμένο από τα οχτώ του χρόνια ΠΑΟΚτζή.

Ξάφνου, το ένα απ’ τα δύο καναρίνια της κάτω σειράς, πιάνει σκοπό θεάρεστο, μελωδικό. Το ακούς και νομίζεις πως ακούς τον ικανότερο σολίστα να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στην όπερα. Ασύλληπτες οκτάβες ξεπηδούν απ’ τον λαιμό του.

—Ο τενόρος μου, το καμάρι μου, ξεκίνησε! Άκου, τώρα θα σεγκοντάρουν και τα υπόλοιπα.

Όλα, λίγο-πολύ, τα καναρίνια άρχισαν να τιτιβίζουν, συνοδεύοντας το πρώτο. Το χέρι του κουρέα έγινε ακόμα ελαφρύτερο. Ψαλίδι και χτένα εναλλάσσονταν με απίστευτη ταχύτητα, σ’ ένα κούρεμα σωστό ποίημα.

'Έβαλε ταλκ στον σβέρκο μου και το άπλωσε μ’ ένα πινέλο. Τράβηξε με ταχυδαχτυλουργικές κινήσεις την πετσέτα και την τίναξε παραδίπλα, δίχως να με λερώσει. Ύστερα έβαλε στα χέρια κολόνια, γνήσια Tabac κι όχι νοθευμένη, και την άπλωσε πλουσιοπάροχα στο κουρεμένο κεφάλι μου.

—Με τις υγείες σου! μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

Σηκώθηκα απ’ την παλιά πολυθρόνα με το γδαρμένο πετσί στα πλάγια, στο σημείο που ακουμπούν οι αγκώνες των πελατών, κι ένιωσα αυτοκράτορας που σηκώνεται από τον θρόνο του.

Πλήρωσα κι ετοιμάστηκα να βγω έξω, στο σήμερα και στην ασχήμια. Τα καναρίνια από το βάθος, με χαιρετούσαν αφιερώνοντάς μου τις πιο περίτεχνες τρίλιες τους.

(2002)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχ. 126, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004· εδώ με μικροαλλαγές)