ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ
Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΡΩΜΗ η καινούρια συλλογή διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο. Πρόκειται για 14 διηγήματα, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα. Παρακάτω, παραθέτω απόσπασμα από το διήγημά μου «Η Αρμένισσα» καθώς και το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Η ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ
(απόσπασμα)
Εκείνη τη βροχερή μέρα ένιωθα από το πρωί
ένα σφίξιμο στο στήθος. Σαν να δέθηκε κόμπος η ψυχή μου και πίεζε όλο το σώμα
μου. Ένιωθα πως κάποιος μού πίεζε τον λαιμό και είχε σταματήσει η αναπνοή μου.
Άνοιξα το παράθυρο να πάρω λίγο αέρα και άκουσα πίσω μου απαιτητική τη φωνή του:
—Κλείσε το παράθυρο!
Γύρισα και τον κοίταξα. Το εξασθενημένο
του σώμα, ζαρωμένο σε μία γωνιά του δωματίου, τελείως ανίσχυρο και ασθενικό,
ήταν χωμένο κάτω από μία κουβέρτα. Προεξείχαν μόνο τα πόδια του, δύο ισχνά,
ολόλευκα, γερασμένα πόδια, ενώ τα βαθουλώματα στα μάγουλά του θύμιζαν
νεκροζώντανο. Ανέπνεε βαριά, μέσα από τα σωληνάκια του ιατρικού μηχανήματος
παροχής οξυγόνου, που χρησιμοποιούσε τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες το
εικοσιτετράωρο. Και μόνο δύο κατάμαυρα επίμονα μάτια έλαμπαν στο ημίφως,
καθηλωμένα πάνω μου, αμετακίνητα. Σαν δύο κάννες όπλου με σημάδευαν ανελέητα.
Ούτε οι φίλοι του, ούτε ο γιος του από τον πρώτο του γάμο, ο φέρελπις
επιχειρηματίας, ο αμετανόητος εργένης και μπον βιβέρ της πόλης, ούτε τα
τυπωμένα βιβλία του και οι όποιες ενθαρρυντικές κριτικές είχε αποσπάσει, τίποτα
δεν του έδιναν πλέον ζωή.
Πήρα από τη βιβλιοθήκη το Αναμνήσεις
από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι –ένα δικό του, παλιό αγαπημένο
βιβλίο, από τα φοιτητικά του χρόνια– και άρχισα να του διαβάζω. Έκανα τη φωνή
μου όσο πιο μαλακή και τρυφερή γινόταν. Του διάβασα αργά λίγες σελίδες. Τον
είδα να γαληνεύει, να κλείνει ήσυχα τα μάτια του. Συνέχισα για λίγο ακόμη την
ανάγνωση. Ένας ήρεμος ρόγχος, σαν ανεπαίσθητο σφύριγμα, βγήκε από το στόμα του.
Πανικοβλήθηκα. Ζει ή έφυγε; Ζούσε ή φεύγει; αναρωτήθηκα, ενώ κρύος ιδρώτας με
είχε περιλούσει. Ψηλάφησα με τα δάχτυλα τον σφυγμό του. Αδύναμος, μα σταθερός.
Η ανάσα του ανεπαίσθητη, όμως την άκουγα, έστω με δυσκολία. Κοιμόταν. Όταν
συνειδητοποίησα ότι τελικώς ζούσε, αισθάνθηκα ότι δεν είχε πια κανένα νόημα η
δική μου ζωή. Εγώ ήμουν η πεθαμένη του διαμερίσματος, αυτός άντεχε, και δεν
ήξερα για πόσο ακόμη. Έκλεισα μαλακά το βιβλίο και το έβαλα πάλι στη θέση του.
Ξαναγύρισα, ύστερα από λίγα λεπτά, από το σαλόνι στο δωμάτιό του. Και τότε
διαπίστωσα έκπληκτη ότι τα σωληνάκια από τη συσκευή παροχής οξυγόνου είχαν βγει
από τα ρουθούνια του. Πάγωσα στη σκέψη να του τα ξανατοποθετήσω, έμεινα αδρανής
και άπραγη. Έλεγξα εκ νέου τον σφυγμό του. Ήταν αργά. Ποιος αποσύνδεσε το
μηχάνημα οδηγώντας τον στον θάνατο; Πρόλαβε να ξεπεράσει τα όριά του στην
ελάχιστων λεπτών απουσία μου ή μήπως εγώ, σε κάποια ύπουλη συσκότιση του νου
μου, προκάλεσα το αποτρόπαιο συμβάν, χωρίς να έχω συνείδηση της πράξης μου;
……………………………………..
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Οι αντρικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του
βιβλίου ισορροπούν δραματικά στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη στρωμένη και ευπρεπή
ζωή τους και στην υπέρβασή της. Οι γυναίκες ηρωίδες, πάλι, προσπαθούν ν’ αποτινάξουν
από πάνω τους όσα κρίματα η κοινωνία, η ζωή ή τα συγγενικά τους πρόσωπα τούς
έχουν εναποθέσει. Όλοι τους -ευκολοπίστευτοι και πάντα προδομένοι, κατά
τον σολωμικό στίχο -δεν έχουν σταθμίσει σωστά τα δεδομένα της ζωής τους και όλο
κάτι τους διαφεύγει, ενώ στον αγώνα τους για επιβίωση πάντα το μάταιο
καραδοκεί. Ένας αφανής κόσμος, που ζει και ανασαίνει δίπλα μας.
προδημοσίευση του βιβλίου, που αναρτήθηκε στην book press