Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Παγκόσμια ημέρα τζαζ-Ένα διήγημα

 



ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ

ΤΖΑΖ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

 

[Η 30η Απριλίου έχει ανακηρυχθεί ως Διεθνής Ημέρα Τζαζ, ύστερα από Γενική Συνέλευση της ΟΥΝΕΣΚΟ, τον Νοέμβριο του 2011. Η πρωτοβουλία για την ανακήρυξη οφείλεται στον Αμερικανό τζαζίστα και πρέσβη καλής θελήσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ Χέρμπι Χάνκοκ. Επαναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το διήγημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Jazz & Τζαζ, τεύχ. 173/174, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007 (επιλογή και πρόλογος Σάκη Παπαδημητρίου).]

 

 

֎

 

 

 

Η ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

 

 

 

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε με λίγο Drambui, σε αναλογία τρία μέρη προς ένα, έβαλε στο πικάπ το δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Η τρομπέτα του διάσημου τζαζίστα θαρρείς ακαριαία τού έσβησε τη θλίψη. Άρχισε να τον ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Απόλυτα εναρμονισμένη με το πιάνο του Herbie Hancock, το διακριτικό, πλην σαφές, μπάσο του Ron Carter που «έκτιζε» ασταμάτητα, και τα αρσενικά τύμπανα του Tony Williams που σφυροκοπούσαν και κάρφωναν ανελέητα, όλα μαζί δημιουργούσαν ένα μαγικό ηχόχρωμα που τον είχε καθηλώσει.

 

 

Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το ομώνυμο «Nefertiti», ένιωσε ήδη να ίπταται ανεβασμένος σ’ ένα σύννεφο από πούπουλα. Η ιδέα τού σφηνώθηκε στο κεφάλι για τα καλά. Σήκωσε εκ νέου το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του εκδότη του.

—Κύριε Μαγδαλήνη, ο Βεργής είμαι πάλι. Διατίθεμαι να αγοράσω τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου μου, για να επισπεύσω την ολοκλήρωση της πρώτης έκδοσης. Πόσα ακριβώς μου είπατε προηγουμένως πως έχουν μείνει απούλητα;

—Περίπου χίλια…

—Είστε ικανοποιημένος από την έως τώρα κυκλοφορία του;

—Έτσι κι έτσι. Θα μπορούσε να πάει καλύτερα, αν ήσουν κι εσύ λίγο πιο δραστήριος και κινητικός…

—Σε περίπτωση που εξαντληθεί η πρώτη έκδοση;

—Ό, τι προβλέπει το συμβόλαιο…

—Δηλαδή;

—Θα τυπώσουμε δεύτερη.

—Μια παράκληση μόνο, κύριε Μαγδαλήνη.

—Σε ακούω…

—Θα ήθελα να διορθώσουμε μια λεπτομέρεια στο στόρι…

—Τι ακριβώς;

—Στο σημείο που ο ήρωάς μου είναι στο σαλόνι του σπιτιού του, νιώθει ανάλαφρος και βάζει να ακούσει στο πικάπ του μια τζαζ-ροκ μπάντα, τους Return to forever, και συγκεκριμένα τον δίσκο Light as a feather, πρέπει να γίνει μια μικρή αλλαγή.

—Τι θα βάλεις;

—Η επιλογή του δίσκου και του συγκροτήματος είναι μάλλον αποτυχημένη. Ο ήρωάς μου πρέπει οπωσδήποτε να ακούσει Miles Davis. Και συγκεκριμένα το κομμάτι Nefertiti.

Ο εκδότης γέλασε στην άλλη άκρη της γραμμής.

—Μακάρι να άλλαζαν όλα μ’ αυτό, ρε Βεργή, και να μεγάλωναν οι πωλήσεις …

—Βρίσκετε ότι πάσχει και αλλού το μυθιστόρημά μου;

—Κοίταξε, όταν με το καλό πάμε σε δεύτερη έκδοση, θα πρέπει με τον επιμελητή να δείτε και δυο τρία σοβαρά σημεία στην πλοκή, που πάσχουν πραγματικά.

—Πάντως αυτήν την αλλαγή που σας είπα προηγουμένως πρέπει να την κάνω οπωσδήποτε.

—Μωρέ, τα της μουσικής είναι όλα καλά. Εδώ κι η κριτικός του Βήματος σ’ το είχε επισημάνει: «Το μυθιστόρημα του Βεργή έχει αισθησιακές περιγραφές και άψογα επιμελημένη μουσική υπόκρουση». Έτσι δεν έγραψε; Αλλά αν πάλι επιμένεις…

—Όχι απλώς επιμένω, το κρίνω απαραίτητο, κύριε Μαγδαλήνη…

Ο εκδότης, ακούγοντας τον συγγραφέα να χρωματίζει ιδιαιτέρως τη λέξη «απαραίτητο», γέλασε και δεύτερη φορά.

—Ας φτάσουμε, με το καλό, στη δεύτερη έκδοση και τότε τα ξαναλέμε…

—Όσο για τα εναπομείναντα αντίτυπα…

—Ναι…

—Θα τα αγοράσω σε τιμή βιβλιοπωλείου. Δεν θα κάνω χρήση του ποσοστού έκπτωσης που δικαιούμαι…

 

 

Έναν μήνα μετά το τύπωμα της δεύτερης έκδοσης,  του τηλεφωνεί ο ίδιος ο εκδότης.

—Βεργή, θρίαμβος! Τι λαμπρή ιδέα ήταν αυτή που είχες. Φαντάζει απίστευτο, τρομερό… Διακόσια αντίτυπα έχουν μείνει μόνο στις αποθήκες μας. Σε λίγο θα βάλουμε μπροστά την τρίτη έκδοση. Φυσικά και δεν πιστεύω πως με τις αλλαγές σου καλυτέρεψε το βιβλίο, αλλά, βρε αδελφέ, έφεραν γούρι οι ιδιοτροπίες σου…

—Δεν είναι ιδιοτροπίες, κύριε Μαγδαλήνη. Αυτό που σας ζήτησα να διορθωθεί ήταν θέμα ουσίας…

—Βεργή, άσε τα τρελά σου, που με μια αλλαγή ονόματος σε έναν μουσικό της τζαζ συγκίνησες τα πλήθη. Πάντως ήσουν τυχερός, ρε μπαγάσα! Μπράβο σου! Εύχομαι να γίνει και μπεστ σέλερ. Ετοίμασε να μου στείλεις και καμιά καινούργια δουλειά σου. Μυθιστόρημα κατά προτίμηση. Ό, τι και να μου δώσεις, όμως, θα το δω με άλλο μάτι…

 

 

Το βιβλίο έκανε σε έναν χρόνο είκοσι συνεχόμενες εκδόσεις. Το εμπορικότερο μυθιστόρημα της χρονιάς. Ο Βεργής, από τα ποσοστά των πωλήσεων, αγόρασε φουσκωτό θαλάσσης με μηχανή, για τα καλοκαίρια του στη Χαλκιδική. Ο Μαγδαλήνης έτριβε τα χέρια του με το κελεπούρι που του προέκυψε. Και μάλιστα σάρωσε στην ανάδειξη νέων δημιουργών, αφήνοντας πίσω, σ’ αυτό τον τομέα, τους άλλους εκδότες που πόνταραν στα παλιά, σίγουρα και δοκιμασμένα ονόματα. Όλα τα έντυπα της πρωτεύουσας είχαν αφιερώματα στον Βεργή και στο έργο του. Ο ίδιος διέδιδε πως το μυστικό της ανέλπιστης επιτυχίας του υπήρξε εκείνη η αλλαγή του συγκροτήματος και η αντικατάστασή του με το ηχηρό όνομα του διάσημου τρομπετίστα. Φυσικά κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά την επισήμανσή του. Όλοι την αντιμετώπιζαν σαν επίδειξη χιούμορ εκ μέρους ενός νέου ανερχόμενου μυθιστοριογράφου, που έγινε πρώτο θέμα συζήτησης μεταξύ λογοτεχνών και αναγνωστών για τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του.

 

 

 

Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε πάλι με Drambui, σε αναλογία τρία προς ένα, έβαλε στο πικάπ τον δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Λίγα λεπτά πριν, μιλώντας με τον εκδότη του, τον κύριο Μαγδαλήνη, είχε συνηγορήσει –με κρύα καρδιά– τα χίλια περίπου εναπομείναντα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματός του, που κυκλοφορούσε εδώ και εφτά χρόνια, να πολτοποιηθούν, λόγω μηδενικής –πλέον– εμπορικής ζήτησης.

 

2006


Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-99 χρόνια ΠΑΟΚ

 



ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ-99 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΟΚ

 

 

(Σαν σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1926, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθμόν 822 απόφασή του, ενέκρινε και επίσημα την ύπαρξη αθλητικού συλλόγου με την επωνυμία Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Ο ΠΑΟΚ έγινε 99 χρονών, και του χρόνου τέτοια μέρα θα γιορτάζει τα 100 του χρόνια! Στη μνήμη αυτής της επετείου ένα διήγημα για τον «Δωδέκατο παίκτη».)

 

֎

 

 

 



ΥΠΕΡΟΧΑ ΧΑΜΕΝΟΙ!

 

 

 

Είμαστε από νωρίς με τον Φώτη στο καφενείο επί της Πόντου, στην Κάτω Τούμπα, για να δούμε σε οθόνη σαράντα οχτώ ιντσών τον ημιτελικό κυπέλλου. Δυόμισι ώρες καθηλωμένοι στα καθίσματά μας, κι ούτε να μπορούμε να καπνίσουμε πια, όπως παλιά. Ο Σαμάτα, στο τελευταίο πέναλτι ενός αγώνα γκραν γκινιόλ, γλιστράει λίγο πριν την επαφή με την μπάλα και τελικά αστοχεί. Το μοιραίο πέναλτι, ο μοιραίος παίκτης του αγώνα. Η Λεωφόρος ξεσπά σε ουρανομήκεις πανηγυρισμούς, ενώ η προσδοκία ενός ακόμα κυπέλλου για την ομάδα μας εξανεμίζεται. Στο καφενείο η ατμόσφαιρα βαριά. Κανείς δεν σαλεύει, ούτε αρθρώνει κουβέντα. Απονευρωμένοι, θλιμμένοι, βιδωμένοι στις θέσεις μας, αδύνατον να το χωνέψουμε. Ένα ματς που έπρεπε να λήξει 1-4 ή 1-5 υπέρ ημών, έληξε μόλις 1-2. Πύρρειος νίκη. Τα εκτός έδρας γκολ δεν μετρούν διπλά όπως άλλοτε. Εφιάλτης. Ο Φώτης, δίπλα μου, δείχνει, παραδόξως, ήρεμος. Φωτίζεται το πρόσωπό του ενώ μου μιλάει:

—Αυτό είναι το μεγαλείο της ομάδας μας, κατάλαβέ το! Τους κάναμε γιο-γιο μέσα στην έδρα τους για περισσότερο από δύο ώρες, τους βάλαμε δύο γκολ χάρμα ιδέσθαι, χάσαμε δώδεκα επιπλέον ευκαιρίες, εκείνοι ούτε μισή, αποχώρησε από το γήπεδο ο καλύτερός μας παίκτης με μάσκα οξυγόνου και ασθενοφόρο στο τελευταίο δεκάλεπτο της παράτασης και μείναμε με δέκα, έβαλαν γκολ στο 129΄, χάσαμε τρία ματς-μπολ πέναλτι και τελικά καταφέραμε να αποκλειστούμε από υποδεέστερη αγωνιστικά ομάδα. Κι όλα αυτά, τρεις μόλις μέρες μετά το κάζο που πάθαμε στην Τούμπα από τον Ολυμπιακό. Μόνο αυτή εδώ η ομάδα μπορεί να αποκλειστεί με τόσο μεγαλοπρεπή και δραματικό τρόπο. Μόνο ο ΠΑΟΚ μπορεί να πείσει τους αντιπάλους του ότι βγήκαν νικητές. Μα και η πόλη μας η ίδια μήπως δεν λειτουργεί όπως αυτή η ομάδα; Εσύ, ως συγγραφέας, θα το γνωρίζεις καλύτερα. Συμπρωτεύουσα μόνο στα λόγια, δίχως μετρό, δίχως δυο σοβαρά θέατρα, δυο υπουργεία, δύο πρώτης γραμμής εκδοτικούς οίκους, δυο σύγχρονα στάδια. Ηττημένη εδώ και χρόνια από τον συγκεντρωτισμό της Αθήνας αλλά και απ’ τον δικό της ραγιαδισμό, πολεμάει ολομόναχη, δίχως αντίκρισμα. Δον Κιχώτες είμαστε της συμφοράς σ’ ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι –  χώνεψέ το!

Με βλέπει σιωπηλό και κατσούφη, με έναν αμήχανο καφέ ακόμη στο χέρι, και το γυρίζει πάλι στα ποδοσφαιρικά, θαρρείς για να μ’ ανεβάσει το ηθικό διά της ομοιοπαθητικής συλλογιστικής του:

—Ξέχνα για λίγο τους θριάμβους μας και στάσου για μία στιγμή στα χουνέρια μας. Θυμήσου το 3-5 της Παναχαϊκής στην Τούμπα που μας στοίχισε, τότε, το πρωτάθλημα, τους τελικούς κυπέλλου που χάσαμε στις λεπτομέρειες, τον αποκλεισμό μας το 1983 από τη μεγάλη Μπάγερν, στα πέναλτι, ύστερα από 22 συνολικά εκτελέσεις, τις ευκαιρίες που έχασε ο Κλάους με τον Άγιαξ, στάσου στα πρωταθλήματα που δικαιούμασταν και που ή τα κλοτσήσαμε στραβά ή μας τα έκλεψαν. Στα σόλο του Γιώργου Κούδα δίχως αποτέλεσμα, στις φανταιζί ενέργειες του Ντέλια, δίχως ουσία. Στους διασυρμούς από τον Ολυμπιακό στα εντός έδρας. Όλα ήταν τραγωδίες ολκής. Όχι απλώς στραπάτσα, αλλά υπερπαραγωγές φλυαρίας, ατυχίας ή ανικανότητας. Οι ήττες μας είχαν πάντα κάτι το εκκωφαντικό. Το ποιος στ’ αλήθεια νίκησε σήμερα το φανερώνουν οι βαριές σιωπές της Λεωφόρου όταν τους βάζαμε γκολ, η γκρίνια της εξέδρας σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα για την απόδοση των παικτών τους, τα πέναλτι που ετοιμαζόμασταν να πανηγυρίσουμε κι όλο αναβάλαμε τον θρίαμβο. Όλη η Ελλάδα είδε τι έγινε. Και τελικώς τους χαρίσαμε απλόχερα τη νίκη. Έτσι απλά. Πάλι τους ξεγελάσαμε. Χρήσαμε τους χαμένους νικητές. Κι εμείς, γι’ ακόμα μία φορά, υπήρξαμε οι υπέροχα χαμένοι… Όπως υπέροχα χαμένη είναι κι αυτή εδώ η πόλη που ζούμε…

Τον άκουγα εντυπωσιασμένος από τη διάσταση που έδινε στο όλο ζήτημα. Ρομαντική εκδοχή, το δίχως άλλο. Γκρινιάρικη και απολύτως υποκειμενική. Στον πυρήνα της εμπεριείχε κάποιον αφόρητο τοπικισμό, όμως και μια άλλου τύπου αξιοπρόσεχτη γενναιότητα. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο αποκλεισμός της ομάδας μας, μιας οποιαδήποτε ομάδας, μπορεί να κρύβει τέτοιο ανυπέρβλητο μεγαλείο. Εμένα ΠΑΟΚτσή με είχε κάνει, τυχαία, ένας θείος μου που μου πρωτομίλησε για την ιστορία της ομάδας, κι ο παππούς μου, ο Γιώργος, που με πήγε πιτσιρίκι στην Τούμπα και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα χαζεύοντας την όλη ατμόσφαιρα. Όσο για τις ήττες και τα χουνέρια, ακόμη και σήμερα περισσότερο με θλίβουν παρά με κάνουν να νιώθω κάποιου είδους περηφάνια.

Άναψα τσιγάρο επιστρέφοντας στο σπίτι. Ήμουν γεμάτος σκέψεις. Σκεφτόμουν συνέχεια τη φράση του Φώτη, εκείνο το «υπέροχα χαμένοι». Το τραγικό το κουβαλάμε μέσα μας, σκέφτηκα. Αυτό δίνει νόημα στη ζωή μας. Είναι το αλατοπίπερο της δημιουργίας. Αυτό ανατρέπει τις συμβάσεις και τους κανόνες όλων των παιγνίων του ντουνιά, ανατρέποντας συχνά τους φυσικούς νόμους. Το δράμα, η αρχαία και η σύγχρονη τραγωδία, η παντοδυναμία του απρόοπτου.

Αντέγραψα τη φράση σ’ ένα σημειωματάριο. Βλέποντας πως το τέλος της πρώτης λέξης και η αρχή της δεύτερης είναι η συλλαβή -χα, διέκρινα έναν παρατεταμένο καγχασμό, έναν εξευτελιστικό γέλωτα, την τραγική ειρωνεία της ίδιας της ζωής. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να αποτελέσει τον τίτλο κάποιου διηγήματος. Όπως αυτό εδώ, που μόλις τώρα σας καταθέτω.

 

(2024)

 

 

 

               

 

 

 

 

 


Τρίτη 15 Απριλίου 2025

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών..."

 



[Με αφορμή τις άγιες τούτες μέρες και την εβδομάδα των Παθών, αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου που γράφτηκε ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015)]

 


֎

 

 

«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ»

 

 

Με το «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» σφηνωμένο στο μυαλό, ο Χρήστος Βαλαβάνης –εξήντα οχτώ χρονών, συνταξιούχος σιδηροδρομικός και με μεταστατικό καρκίνο στα οστά– στηρίζεται στο μπράτσο της κόρης του, Ανθούλας, και περιμένει στην ουρά, έξω από την Αγία Κυριακή, να προσκυνήσει τον επιτάφιο.

Δέκα ολόκληρες μέρες είχε να ξεμυτίσει από το διαμέρισμά του. Μόλις ολοκλήρωσε ανεπιτυχώς την πρώτη φάση χημειοθεραπείας στο Θεαγένειο και βρισκόταν στο μεσοδιάστημα, στο δίμηνο αποχής από κάθε ουσία, για να ξαναμπεί σε καινούργιο συνδυασμό φαρμάκων.

Ακόμη δεν του έχουν εξηγήσει οι γιατροί για την κρισιμότητα της κατάστασής του, όμως εκείνος καταλαβαίνει. Το διαισθάνθηκε τις προάλλες στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου βλέποντας τους άλλους καρκινοπαθείς, με τα πεσμένα μαλλιά και τα άδεια μάτια, να περιμένουν απελπισμένοι. Βέβαια, δεν κάνει κουβέντα πουθενά, μιλιά για το τι του συμβαίνει. Θαρρείς το κακό αφορά όλους τους άλλους γύρω του εκτός απ’ τον ίδιο.

Για ένα ενάμιση χρόνο ζωής μίλησαν οι γιατροί στους δικούς του, υπό ευνοϊκές συνθήκες. Απαραίτητη προϋπόθεση η καλή ποιότητα ζωής που θα ακολουθήσει. Να τρώει, λένε, υγιεινά, να ξεκουράζεται. Να μην αγχώνεται με το παραμικρό. Προσοχή στις μετακινήσεις του και στους τραυματισμούς, τα κόκαλά του είναι πολύ εύθραυστα, μπορεί με το παραμικρό να προκληθεί κάταγμα σε χέρια και σε πόδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μεγάλη προσοχή και στα μικρόβια, γιατί ο οργανισμός του είναι καταβεβλημένος κι ευπαθής. Ο ίδιος, πάντως, έχει ηθικό ακμαίο. Προγραμματίζει μάλιστα από τώρα την καινούργια παραγωγή τσίπουρου, που με τόσο μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο σε αποστακτήριο, στην Κατερίνη. Περιμένει πώς και πώς να συνέλθει, να του φύγει η ατονία κι η εξάντληση. Να βγει μια κοντινή βολτίτσα μέχρι την καφετέρια «Ο Φάρος», να κάνει και κανένα κομπλιμέντο σε καμιά μικρούλα, όπως παλιά.

Μεγάλη Παρασκευή, και από το πρωί κάτι τον τρώει. Το σπίτι δεν τον χωράει. Έχει μια λαχτάρα να προσκυνήσει το νεκρό σώμα του Θεανθρώπου, να πάρει ανάσα, ζωή από τη θεία ταφή Του. Να ψηλαφίσει τον άγιο τάφο νοερά. Μήπως κι έτσι απομακρυνθεί απ’ τον δικό του τάφο που άρχισε να τον βλέπει, πού και πού, στον ύπνο του, φρεσκοσκαμμένο.

Ντύθηκε στην τρίχα, φιγουρίνι. Φόρεσε το καλό του κοστούμι, την εμπριμέ μεταξωτή του γραβάτα, τα γυαλιστερά του σκαρπίνια. Έβαλε το μαύρο καπέλο στο κεφάλι να καλύπτει τα αραιωμένα μαλλιά του. Πρόσταξε την Ανθούλα να ετοιμαστεί. Κάτωχρος, μα αποφασισμένος όσο ποτέ, κίνησε από την Αλκαμένους για την Αγία Κυριακή.

Στην εκκλησία περίμεναν τη στιγμή εκείνη για να προσκυνήσουν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Πιάνοντας σφιχτά το μπράτσο της Ανθούλας, κοιτούσε στο βάθος το στολισμένο με λουλούδια κουβούκλιο, τους προσκόπους που ήταν στημένοι δεξιά αριστερά, το χοντρό σχοινί που ανεβοκατέβαινε.

Κι είχε μια γλύκα η μέρα εκείνη. Ηλιόλουστη, γαλήνια, όχι όπως τις προηγούμενες Μεγάλες Παρασκευές, που συνήθως έβρεχε. Τα παράθυρα του ναού χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν διεισδύσει αναπάντεχα. «Σαν την άλλη ζωή, τη μετά θάνατον ...» σκέφτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Το είδε η Ανθούλα και του έσφιξε περισσότερο το μπράτσο.

Με δυσκολία πλησίασε τον Μέγα Νεκρό. Το Ιερό Ευαγγέλιο, τα αγιασμένα άμφια με την αναπαράσταση της μέγιστης θλίψης. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έσκυψε να προσκυνήσει. Έξαφνα ένιωσε τα γόνατα κομμένα. Μια γνώριμη σουγλιά στο δεξί του ισχίο τον παρέλυσει. Σαν να έσκυψε σε ανοιγμένο  μνήμα, στην άβυσσο την ίδια. Αισθάνεται να καθεύδει στον Άδη. Ένα θολό  σύννεφο στον νου, μια σκοτοδίνη. Όμως μόνο για μια στιγμή. Με τη βοήθεια της Ανθούλας σηκώθηκε. Μια κοπελίτσα, ντυμένη στα μαύρα, του έβαλε λίγα λουλούδια στη χούφτα. «Καλή Ανάσταση!» του ψιθυρίζει σιγανά.

Βγαίνει από την εκκλησία με την κόρη πάντα στο πλευρό. Ο πόνος στο ισχίο του σαν να του έφυγε προσωρινά. Το πόδια του τα αισθάνεται πιο ελαφριά, πιο σίγουρα. Το ανοιξιάτικο αεράκι, γεμάτο ευωδιές από το διπλανό άλσος, του μπατσίζει ευχάριστα το πρόσωπο. Νιώθει άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος. «Θανάτω, θάνατον πατήσας...» στριφογυρίζει στη σκέψη του.

Περνάνε τώρα έξω από την καφετέρια «Ο Φάρος». Ένα μπουκέτο δροσερά κοριτσόπουλα, με χυμούς και καφέδες μπροστά τους, συζητούν και γελούν δυνατά. Τα χαϊδεύει για λίγο με το βλέμμα του, τσιμπολογώντας σφρίγος και νεότητα. Διακρίνει ανάμεσά τους και τη Δώρα, την εγγονή του παλιού συμμαθητή του, του Ιορδάνη, ξεπεταρούδι στα δεκάξι της χρόνια. 

—Πώς μεγάλωσες έτσι, βρε Θοδωρούλα; Κοπέλα της παντρειάς έγινες, της πετάει το κομπλιμάν, κι εκείνη χαμογελάει φιλάρεσκα.

Κι ήταν αυτή του η φράση κι εκείνη η αίσθηση της στιγμής μια μικρή παράταση ζωής, μια προσωρινή αναβολή ενός αναπόφευκτου τέλους. Ένα αχνό φως ελπίδας μέσα στους παγερούς λειμώνες του θανάτου.

 

                                                                       1995

 


Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)

 

                             

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Το εμπόδιο της ζωής του

 



ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

 

 

(Με αφορμή την αυριανή επέτειο της 25ης Μαρτίου αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία έως τώρα τυπωμένη συλλογή διηγημάτων μου. Δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου του 2021 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», σε αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από την επέτειο της επανάστασης του 1821. Περιλαμβάνεται επίσης στην Ανθολογία 33 Ιστορίες για το 1821, εκδόσεις Gema, 2021.)

 

֎

 

 

Τον Οκτώβριο του 1984 ο εικοσιδυάχρονος, τότε, Οδυσσέας Τσελεπής παίρνει το τρένο από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στην Τρίπολη, να παρουσιαστεί στην 124 πτέρυγα μάχης ως νεοσύλλεκτος της Α84 ΕΣΟ. Το πελοποννησιακό τοπίο τού είναι οικείο, αφού στη Βυτίνα ζουν οι παππούδες του, από το σόι του πατέρα του. Δύο φορές στο παρελθόν επισκέφτηκε το όμορφο ορεινό χωριό της Αρκαδίας για να τους δει, όμως τότε ήταν ακόμη παιδί και τους θυμάται αμυδρά, σαν σε όνειρο. Κρατά στο δισάκι του –ένα πράσινο αθλητικό σακίδιο ώμου– το πορτοφόλι του, την αστυνομική του ταυτότητα, το χαρτί της κατάταξής του από το Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, μια ακτινογραφία θώρακος, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα και την Ασκητική του Καζαντζάκη. Στο βλέμμα του είναι χαραγμένη η απορία και ο φόβος για το τι θα συναντήσει. Όλα, όμως, πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Η στρατιωτική ζωή κυλά φυσιολογικά, δίχως εκπλήξεις και παρατράγουδα. Προσαρμόζεται σχετικά εύκολα στις επιθεωρήσεις, τις αγγαρείες, τα θαλαμοφυλίκια, τις πορείες και τις βολές. Συνηθίζει ακόμα και τις σκοπιές και το άνοστο φαγητό των μαγειρείων. Ανήκει στην τέταρτη μοίρα, την πιο ζόρικη του στρατοπέδου νεοσυλλέκτων, και τραγουδά δεκάδες φορές την ημέρα στα απανωτά προσκλητήρια το ίδιο πάντα στρατιωτικό σύνθημα:

«Είμαστε σκληροί και πειθαρχικοί

γιατ’ είμαστε στην Τέταρτη, τη δυναμική

Τέ-ταρ-τη, Τέ-ταρ-τη α-ε-τοί!»

 

 

Όμως μόνο σκληρός δεν είναι ο Οδυσσέας. Μοναχοπαίδι, καλομαθημένος από το σπίτι του, ήταν άψητος στις δυσκολίες της ζωής. Στο γυμνάσιο, στο μάθημα της Γυμναστικής, δεν μπορούσε να εκτελέσει σωστά ούτε απλή κυβίστηση επί στρώματος, αποσπώντας τη χλεύη και τις κοροϊδίες του γυμναστή αλλά και των συμμαθητών του. Ποδόσφαιρο δεν έπαιξε ποτέ του κι ούτε ήρθε ποτέ στα χέρια με κανέναν φίλο του. Ξύλο μόνο έτρωγε, ποτέ του δεν έδινε στις αλάνες της γειτονιάς του. Ωστόσο η βασική του εκπαίδευση στην αεροπορία κυλά μάλλον ομαλά, ανέλπιστα φυσιολογικά γι’ αυτόν τον νέο. Όμως υπάρχει ακόμα ο στίβος μάχης και η υπερπήδηση του τοιχίου που τον προβληματίζουν σφόδρα. Πώς θα τα βγάλει πέρα αυτός, ο άμαθος, ο καλοπερασάκιας; Μήπως γκρεμοτσακιστεί και γίνει των σκυλιών ο περίγελος, μήπως τα θαλασσώσει και του κοτσάρει καμιά ξεγυρισμένη κράτηση ή φυλακή εκείνος ο φωνακλάς δόκιμος, που τους έχει βγάλει το λάδι ενάμιση μήνα τώρα με τα παραγγέλματα και τις απειλές του;

Πρωί εκείνης της κρύας μέρας του Δεκέμβρη κρύος ιδρώτας τον είχε περιλούσει. Κατάφερε κακήν κακώς την αναρρίχηση στα σχοινιά, σύρθηκε κιόλας στον βρεγμένο λάκκο με τις λάσπες και το Μ1 αγκαλιά, πέρασε σχετικά αργά και αγκομαχώντας τη λιμνούλα, όμως το τοιχίο; Εκείνο το ενάμιση μέτρου εμπόδιο, το φτιαγμένο από τούβλα και πέτρες για τις ανάγκες του στρατού, πώς θα το υπερπηδούσε; Μπα, αδύνατον να τα καταφέρει, του είχαν στερέψει και οι δυνάμεις άλλωστε. Θα σκοντάψει, θα γελοιοποιηθεί, θα φάει τα μούτρα του. Ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο, πανάθεμά το, που, αν το υπερπηδήσει, θα είναι σαν να τελειώνει το στρατιωτικό του. Κι αυτό γιατί, μετά την ορκωμοσία, ο πατέρας του θα τον τραβούσε με βύσμα στον Βορρά ως τηλεφωνητή στην αεροπορική βάση της Μίκρας. Μετά το τοιχίο, ζάχαρη η κατάσταση. Σε ένα μήνα από τώρα θα ανηφορίζει ανέμελος, με τον σάκο του, για τη Θεσσαλονίκη. Όμως προηγείται το τοιχίο. Πώς θα υπερπηδήσει το εμπόδιο αυτός, που στο σκάμμα του γυμναστηρίου του λυκείου του μπέρδευε τον βηματισμό του και προσγειωνόταν κακήν κακώς στην άμμο με απελπιστικές επιδόσεις;

Την κρίσιμη στιγμή μια ακαθόριστη δύναμη τον οδήγησε, του έδωσε ανέλπιστη ώθηση. Με σφιγμένα τα δόντια και απέραντη αποφασιστικότητα, κρατώντας στα χέρια το Μ1 –προς στιγμή τού φάνηκε πούπουλο– έτρεξε, και σαν έμπειρος εμποδιστής υπερπήδησε άνετα το εμπόδιο. Η προσγείωσή του, μάλιστα, ήταν τόσο ομαλή, ώστε κάτι σμηνίτες, πίσω του, από τον ίδιο θάλαμο, που, διακρίνοντας την έμφυτη δειλία του, περίμεναν πώς και πώς να φάει τα μούτρα του για να του κάνουν καζούρα, έμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο να τον θαυμάζουν. «Μπράβο, λεβέντη!» άκουσε πλάι του τον σμηνία εκπαίδευσης να τον ενθαρρύνει, και με φτερά στα πόδια, έτρεξε να ολοκληρώσει το υπόλοιπο μέρος του στίβου μάχης που του είχε απομείνει. Αυτήν την ανέλπιστη εμπειρία διηγείται ο Οδυσσέας, χρόνια τώρα, σε γνωστούς και φίλους, που, γνωρίζοντας τον ήπιο και φοβισμένο χαρακτήρα του, δυσκολεύονται να την πιστέψουν. Για να λέμε την αλήθεια ούτε ο ίδιος ακόμη μπορεί να πιστέψει πόσο εύκολα τα κατάφερε τότε σε κάτι που του φαινόταν βουνό.

 

 

Είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε, Φλεβάρη του 2008, τον ειδοποιούν να κατέβει στη Βυτίνα γιατί πέθανε ο τελευταίος πρόγονός του, ο παππούς Θόδωρος, στα ενενήντα έξι του χρόνια. Παίρνει με το αμάξι τους γονείς του, που ακόμη καλοστέκονται, και κατηφορίζουν στην Πελοπόννησο. Στο χωριό παγωνιά, στρωμένο το χιόνι κοντά στο μέτρο. Μετά την εξόδιο ακολουθία και την ταφή στα κοιμητήρια, τον πλευρίζει στο καφενείο του χωριού ένας υπερήλικας, φίλος του μακαρίτη, και αρχίζει να του λέει μια ιστορία:

—Στην Τριπολιτσά, γιε μου, είχε την έδρα του τότε ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής όλης της Πελοποννήσου. Την υπερασπιζόταν μεγάλος αριθμός ενόπλων σωμάτων. Οι Έλληνες έπρεπε να την καταλάβουν για να πιάσει τόπο ο αγώνας τους. Είδε κι έπαθε ο Κολοκοτρώνης να πείσει τους οπλαρχηγούς για το σχέδιό του. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνουν νους του σχεδίου ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Αρχές Μαΐου του ’21 πλακώνει από τα Γιάννινα ο Μουσταφάμπεης με τρεισήμισι χιλιάδες άντρες να κυνηγήσει τους Έλληνες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε και η πόλη υπέφερε. Τριάντα πέντε χιλιάδες ψυχές μέσα στην πόλη, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι. Με κόλπα της συμφοράς ο Μουσταφάμπεης καθυστερούσε την πολιορκία. Θα παραδίδονταν αργά ή γρήγορα, αλλά τους πρόλαβε ένας δικός μας, ο Μανώλης Δούνιας. Μαζί με δύο παλικάρια της περιοχής μας σκαρφάλωσαν στα τείχη της πόλης που έφταναν τα πεντέμισι μέτρα, και, εξουδετερώνοντας τον φύλακα, άνοιξαν την Πύλη του Μυστρά και όρμησαν οι Έλληνες στην πόλη. Έτσι έπεσε η Τριπολιτσά. Σκότωσαν οι Έλληνες πολλούς, έβγαλαν μεγάλο θυμό και λύσσα, πάνω από τριάντα χιλιάδες μακελεύτηκαν, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Για το καλό του Αγώνα… Αυτά γράφει, γιε μου, η Ιστορία…

—Και γιατί μου τα λες όλα αυτά, μπαρμπα-Θύμιο; απόρησε ο Οδυσσέας.

—Το ένα από τα δύο παλικάρια που ανέβηκαν στα τείχη μαζί με τον Μανώλη Δούνια λεγόταν κι αυτός Οδυσσέας Τσελεπής. Είχε το όνομα του παππού σου και το δικό σου. Μακρινός σου πρόγονος. Μου το διαβεβαίωσε τις προάλλες ο δάσκαλος του χωριού που καταγίνεται πολύ με την Ιστορία. Μελέτησε κάποια παλιά κιτάπια της κοινότητας, διασταύρωσε αρχεία και από το Ληξιαρχείο της Τρίπολης και από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Να είσαι περήφανος, γιε μου, για τους προγόνους σου και να γνωρίζεις πως το σόι σας έβγαλε παλικάρια που το έλεγε η καρδιά τους.

Ο Οδυσσέας άκουγε το γλυκομίλητο γεροντάκι αποσβολωμένος. Είκοσι τέσσερα χρόνια από εκείνη την παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη, είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή να ξεδιαλύνει μέσα του τι ήταν εκείνο που του έδωσε, τότε, ώθηση να ξεπεράσει μ’ ένα ανάλαφρο σάλτο το εμπόδιο.

 

                                                                                   Π. Γ.