Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Βαγγέλης Τασιόπουλος-Ο ελεγκτής

 



 

 

Ποιητική πρόζα που γεννά προσδοκίες

 

֎

 

 

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, διηγήματα, εκδ. ΑΩ, 2024.

 

 

Από την ποίηση στην πεζογραφία

 

Πολλοί από τους πεζογράφους της γενιάς μου, αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι ηλικιακά πεζογράφοι, ξεκίνησαν γράφοντας ποιήματα ή τυπώνοντας μία ή και δύο ποιητικές συλλογές. Γενικά, η δόκιμη πορεία της γραφής ήταν (και μάλλον παραμένει) αυτή: στην αρχή ποιήματα, κατόπιν σύντομα πεζά (διηγήματα ή αφηγήματα) και τέλος απάγκιο στο μυθιστόρημα. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα μιας συγγραφικής εξέλιξης ενός πεζογράφου, σε γενικές γραμμές, όμως, παραμένει η πεπατημένη οδός. Προσωπικά δεν γνωρίζω πεζογράφους που, ύστερα από πολύχρονη θητεία στον πεζό λόγο, να στράφηκαν με διάρκεια και επιτυχία στην ποίηση. Κι αν αυτό συνέβη ποτέ, θα επρόκειτο για κάποια παλιά λησμονημένη συλλογή ποιημάτων τους, που έσκασε σαν αναλαμπή, σαν πυροτέχνημα στο μεσοδιάστημα, στην ανάπαυλα της συγγραφής κάποιων μυθιστορημάτων τους, για ψυχική εκτόνωση. Γνωρίζω όμως ποιητές και ποιήτριες που ύστερα από μια γόνιμη και πολύχρονη τριβή με την ποίηση και την ποιητική φόρμα, το «γύρισαν» στην πεζογραφία. Κλασική περίπτωση ο Νίκος Δαββέτας, που ύστερα από μακρά θητεία στην ποίηση, με επτά ποιητικά βιβλία, αντιστάθμισε το συγγραφικό του ισοζύγιο με επτά καλογραμμένα πεζογραφικά βιβλία, στη συντριπτική τους πλειονότητα μυθιστορήματα, κατακτώντας επάξια και την ιδιότητα του πεζογράφου. Φυσικά υπάρχουν (ή υπήρχαν) πάντα και οι ποιητές-πεζογράφοι, που μοιράζουν (μοίραζαν) ισόποσα την τέχνη και το ενδιαφέρον τους και στα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη, τυπώνοντας εναλλάξ ποίηση και πεζογραφία – ας αναφέρω, τελείως πρόχειρα και μόνο από τον βορειοελλαδίτικο χώρο, τις περιπτώσεις της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, του Τόλη Νικηφόρου, του Μάρκου Μέσκου και του Γιώργου Ιωάννου.

Η περίπτωση του ποιητή Βαγγέλη Τασιόπουλου (1959) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με δέκα ποιητικά βιβλία στο γυλιό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, που τυπώθηκαν σε κομψή έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, το 2024, και συνοδεύονται από δύο σκίτσα (εξώφυλλο, οπισθόφυλλο) του εικαστικού Ι. Α. Πρώιου. Για τον Τασιόπουλο δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα έχει διάρκεια και επιτυχία στο νέο του εγχείρημα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως κρατάμε στα χέρια ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα-βιβλίο, που έχει όλες τις προδιαγραφές ώστε ο συγγραφέας του όχι μόνο να κατακτήσει μελλοντικά την ιδιότητα του πεζογράφου, αλλά να εξελιχθεί και σημαντικά αναφορικά μ’ αυτήν.

 

 

Ο έρωτας, το τελευταίο καταφύγιο

 

Η συλλογή περιλαμβάνει ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) κι άλλα δώδεκα διηγήματα μικρότερης έκτασης. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει το σύνολο αυτών των ιστοριών, ενώ στην πλειονότητα των κειμένων κάποια επαγγελματίας του έρωτα ή απλώς ερωτική γυναίκα στηρίζει, ικανοποιεί ή αναγεννά με ερωτικές υπηρεσίες της κάποιον τσακισμένο ή εξουθενωμένο από τη ζωή άντρα – δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα, φερέλπιδα δημοσιογράφο, φωτογράφο, οδοκαθαριστή ή υπάλληλο στα τρένα. Εδώ, βέβαια, τα όρια ανάμεσα στον πληρωμένο έρωτα και την εθελούσια ερωτική προσφορά δεν είναι ευδιάκριτα. Υπάρχουν δοτικές γυναίκες-ηρωίδες, που, ό,τι προσφέρουν, το προσφέρουν από περίσσιο ψυχής, από μοναξιά ή από εσωτερική ανάγκη. Επομένως, ο υπότιτλος της συλλογής «άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» ας μην εκληφθεί απαραίτητα ως οικονομική ή συμφεροντολογικού τύπου συναλλαγή για κάποιες προσφερόμενες ερωτικές υπηρεσίες. Όπως και να έχει, ο έρωτας παντού και πάντα δεσπόζει ως ένα τελευταίο καταφύγιο, ως άμυνα σε μια ανάπηρη ζωή, όπου οι πίκρες και οι απογοητεύσεις πλεονάζουν, ενώ η προσωπική ή η συλλογική ευτυχία ολοένα και συρρικνώνονται ως έννοιες.

Στο διήγημα «Το άρωμα» (σ. 62) γράφει ο Τασιόπουλος: «Σε λίγο ο οδοκαθαριστής, ένα παιδάκι είκοσι χρονών με εμφανή δυσκολία στην κίνηση, θα έφτανε για να αποκαταστήσει την τάξη στη γειτονιά». Και μόνο αυτή η πρόταση αρκεί για ν’ αντιληφθούμε το εφαλτήριο της σύνθεσης του συγκεκριμένου βιβλίου, το κίνητρο του συγγραφέα. Η ειρωνεία είναι οξύτατη και εμφανής. Ένας κόσμος ελλιπής, ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα. Στο τέλος του διηγήματος, ο συγγραφέας θα ανταμείψει αυτόν τον φιλότιμο νεαρό με το να τον συγχρωτίσει με την Αϊσέ, τη νέα ερωμένη του ανθοπώλη Αχμέτ, ο οποίος νοιάζεται μόνο για υλικές απολαβές και όχι για συναισθήματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο ενθουσιώδης χαρταετός», όπου κυριαρχεί το τρίο: άνδρας με αναπηρία που δεν κατονομάζεται, η Χριστίνα που εκδίδεται από ανάγκη και ένας επαγγελματίας χορευτής, ο Λίο. Η Χριστίνα ικανοποιεί ερωτικά τον πρώτο από συμπόνια και αγάπη, ονειρεύεται όμως τον έρωτα με τον εντυπωσιακό και ευγενή Λίο, που, με την παρουσία του, έχει αναστατώσει τη γειτονιά. Σκόπιμα στάθηκα σ’ αυτά τα δύο διηγήματα για να επισημάνω την ιδιαίτερη ευαισθησία του Τασιόπουλου απέναντι στους ανθρώπους με ειδικές ικανότητες και κινητικά προβλήματα, λόγω και του επαγγέλματός του ως ειδικού παιδαγωγού, μια ευαισθησία που μεταποιήθηκε, στο παρελθόν, σε λογοτεχνία μέσα από ποιήματα ή διηγήματά του για παιδιά και εφήβους.

Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη, φωτίζοντας τον αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών έχουν κάτι το κατανυκτικό και το λυτρωτικό. Οι εκδιδόμενες γυναίκες εξαγνίζονται, οι πράξεις τους αποβαίνουν κατευναστικές, ζωογόνες. Η ματιά του συγγραφέα πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες είναι τρυφερή και συμπονετική. Παρότι η θέση του Τασιόπουλου στο να αποδώσει –κάποιες φορές– τον τρόπο ζωής αυτών των γυναικών και τις επιλογές τους στην κοινωνική ασπλαχνία και σκληρότητα ενέχει τον κίνδυνο μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατήχησης, οι ηρωίδες των ιστοριών του πείθουν και γοητεύουν με τη δοτικότητα, την αποφασιστικότητα και την ανθρωπιά τους.

 

 

Επιρροές-σκέψεις

 

Στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο ενός έμπειρου ποιητή, έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς κάποιες λογοτεχνικές επιρροές και επιδράσεις. Να αναρωτηθεί, δηλαδή, ποιους λογοτέχνες είχε ενδεχομένως ο συγγραφέας στο μυαλό του όταν έγραφε, ποια ευαίσθητα και αισθαντικά λογοτεχνικά βλέμματα τον συντρόφευαν στη συγγραφή των ιστοριών του. Στον Τασιόπουλο αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, ίσως γιατί το ύφος και η γραφή του είναι απόλυτα προσωπικά και η φωνή του ευδιάκριτη και καθαρή. Διέκρινα ωστόσο στη νουβέλα «Ο ελεγκτής» εκλεκτική συγγένεια με τον Σαμαράκη, όσον αφορά τη σχέση των ηρώων με τα τρένα –αγαπημένο θέμα του Σαμαράκη– αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ματιά του τελευταίου, ενώ στο διήγημα «Λήθη», το σκληρό και τραυματικό γεγονός που υπέστη στο παρελθόν ο ήρωας αλλά και η όλη δομή και το στήσιμο της ιστορίας με παρέπεμψαν στη διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή – δύο συγγραφείς που γνωρίζω πως εκτιμά ο Τασιόπουλος και διαβάζει. Σημασία έχει πως στον Τ. η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία έγινε ομαλά και πετυχημένα. Το βιβλίο μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου έργου του. Ο ποιητής διοχετεύει και προβάλει, πλέον, το ποιητικό του υπόβαθρο μέσα από διηγήματα, πολλά από τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία της ποιητικής πρόζας. Μακάρι όλο αυτό να μη μείνει ως ένα ευκαιριακού τύπου πείραμα εκ μέρους του συγγραφέα, ως ένα αναζωογονητικό διάλειμμα από τη βάσανο της ποιητική γραφής, αλλά η όλη σκέψη και απόφαση να αποκτήσει διάρκεια και πρόθεση εξέλιξης σε κάτι καινούριο και διαφορετικό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

«Ο Λίο είναι επαγγελματίας χορευτής από τα βάθη της Ανατολής. Με την προσωρινή άδεια παραμονής που του εξασφάλισε ένας επιτήδειος ατζέντης κατάφερε να ορθοποδήσει κάπως. Δεν ανήκει στους πεσόντες. Μένει εδώ και κάποιους μήνες σ’ ένα μικρό διαμέρισμα Κονίτσης κι Ασπροποτάμου. Το ξεχωριστό παρουσιαστικό του προκαλεί εντύπωση, όπως και η ευγένειά του. Τα σπασμένα ελληνικά του μάλλον γοητεία ασκούν παρά το γέλιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται στον μικρόκοσμο της γειτονιάς τον ανέδειξαν ως κορυφαίο και συλλογικό πόθο των κοριτσιών και των στερημένων νοικοκυρών». (σ. 57)

 

 (Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο στην book press, στην παρακάτω διεύθυνση:


https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/21823-o-elegktis-kai-alles-istories-vioporistikoy-erota-tou-vaggeli-tasiopoulou-kritiki  )



Το βιβλίο που ξεχώρισα το 2024

 



 

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑ

ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2024

 

֎

 

(Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, οι συντάκτες κι οι σταθεροί αναγνώστες της Book Press επέλεξαν το βιβλίο της χρονιάς. Εν προκειμένω, το βιβλίο που ξεχώρισαν μέσα στο 2024. Η δική μου επιλογή καταγράφεται παρακάτω. Για όποιον θέλει να διαβάσει ολόκληρη την ανάρτηση με τις επιλογές και των υπολοίπων συνεργατών, μπορεί να χρησιμοποιήσει τον παρακάτω σύνδεσμο:

https://bookpress.gr/stiles/protaseis/21863-to-agapimeno-mou-tou-2024-20-syntaktes-tis-book-press-ksexorizoun-ena-vivlio )


 

Από τα βιβλία που διάβασα το 2024 ξεχωρίζω το κύκνειο άσμα του Αμερικανού στυλίστα της πρόζας, Paul Auster, το σχετικά ευσύνοπτο μυθιστόρημά του «ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ» (εκδ. Μεταίχμιο). Ο Auster (έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2024), με εξαιρετική μαεστρία, πύκνωση λόγου, με απλά αφηγηματικά υλικά και με εγκιβωτισμό μικρότερης έκτασης κειμένων στο όλο κείμενό του, προσεγγίζει, μέσα από μικρά, καθημερινά στιγμιότυπα ζωής, έννοιες όπως η αγάπη, το πένθος, η μνήμη, η απώλεια. Ο Μπάουμγκαρτνερ αναδεικνύεται από την πένα του συγγραφέα σε πρώτης γραμμής τραγικό ήρωα, που μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του «είναι ένα ανθρώπινο κολόβωμα τώρα, ένας μισός άνθρωπος που έχει απολέσει εκείνο το μισό του που τον έκανε ολόκληρο…» (σ. 38). Ένα μικρό, στοχαστικό διαμαντάκι.

Παναγιώτης Γούτας


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Η ιστορία ενός αφηγήματος

 



 

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΣ

֎

 

 

[Φαίνεται πως υπήρξε το πιο προβεβλημένο έως τώρα αφήγημά μου. Μιλώ για το μόλις 227 λέξεων αφήγημα με τον τίτλο «Η εκδρομή» (προγενέστερος τίτλος «Προς οικίαν Αλ. Παπαδιαμάντη»). Το αφήγημα αυτό το ξεχώρισε από το 1997 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, χαρακτηρίζοντάς το άρτιο, και με δική του προτροπή κι επιμονή εστάλη προς δημοσίευση στα «Παπαδιαμαντικά τετράδια», όπου και δημοσιεύτηκε (τχ. 4, φθινόπωρο του 1998, σ. 83, στην κατηγορία ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ). Στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στη συλλογή αφηγημάτων μου Τα λάφυρα του Αυγούστου (Αλεξάνδρεια, 2001). Την ίδια χρονιά μού ζητήθηκε προς δημοσίευση από τον εκδότη Βασίλη Δημητράκο για το περιοδικό «Μπιλιέτο» (τχ. 1, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2001, σ. 67), εδώ με τον τίτλο «Η εκδρομή», συνοδευόμενο από σκίτσο του αείμνηστου Γιάννη Δημητράκη. Δέκα χρόνια μετά ακολούθησε μια νέα δημοσίευση του εν λόγω αφηγήματος στο βιβλίο Ο Παπαδιαμάντης με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών, σε επιμέλεια-ανθολόγηση Ηλία Γκρη (Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, Μάιος 2011, σ. 119). Σήμερα, το εν λόγω αφήγημα επανακυκλοφορεί στον δεύτερο τόμο της εφημερίδας «Η Εφημερίδα των Συντακτών», μαζί με άλλα κείμενα πεζογράφων για τον Παπαδιαμάντη, με τίτλο του τόμου Ο Παπαδιαμάντης με τα μάτια νεότερων πεζογράφων. Πάλι με ανθολόγηση-εισαγωγή τού ποιητή και δημοσιογράφου Ηλία Γκρη. Το αφήγημα μπορείτε να το βρείτε και στην ετικέτα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Οκτώβριος 2024) του blog Λάφυρα του Αυγούστου.]

 

 

 

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

 

 

 

Στη Σκιάθο πεταχτήκαμε με τον Θωμά για μονοήμερη εκδρομή από παραθαλάσσιο χωριό του Πηλίου. Αύγουστος προχωρημένος, πνιγηρός. Κατευθυνόμασταν προς το Κτελ με προορισμό τις Κουκουναριές. Ήμασταν αξύριστοι, φορούσαμε γυαλιά, καπέλα, σορτσάκια, σαγιονάρες και είχαμε κρεμασμένα σακίδια στους ώμους.

Κάποια στιγμή αντικρίσαμε μια ταμπέλα που έγραφε «Προς οικίαν Αλ. Παπαδιαμάντη». Δέκα μέτρα παραπέρα, ένα παλιό διώροφο με ξύλινο μπαλκονάκι και δεκάδες τουρίστες –κυρίως ξένοι– που περίμεναν καρτερικά στην είσοδο.

–Πάμε, Θωμά, να δούμε το σπίτι του Παπαδιαμάντη; Έχει γίνει κάτι σαν μουσείο. Ας καθυστερήσουμε λίγο στην παραλία.

–Θα αστειεύεσαι, φίλε. Εγώ δεν γίνομαι ένα μ’ αυτούς εκεί κάτω. Κείνοι είναι καθολικοί και ’γω ορθόδοξος. Εσύ μπαίνεις σε εκκλησία με σορτσάκι και σαγιονάρες;

–Δεν σε καταλαβαίνω.

–Με την αμφίεση που έχουμε, μόνο για το σπίτι του μπαρμπα-Αλέξανδρου δεν είμαστε.

–Έλα, ρε Θωμά, πώς κάνεις έτσι;

–Τι πώς κάνω; Είναι σοβαρά πράγματα; Πάμε σήμερα στην παραλία, επιστρέφουμε τ’ απόγευμα Μηλίνα και αύριο, αν θέλεις, ξανακάνουμε την εκδρομή ντυμένοι καλύτερα.

Στην επιστροφή ήμουν γεμάτος σκέψεις. Ο Θωμάς είχε δίκιο. Δεν ήταν σωστό να περιφέρουμε τη γύμνια και τα αντηλιακά μας σ’ έναν τέτοιο χώρο. Και παρότι είχα φάει τον Παπαδιαμάντη με το κουτάλι, έδειξε πως σέβεται κι εκτιμά περισσότερο από μένα τ’ όνομά του.

Την επομένη, φορώντας μακρύ παντελόνι, μακρομάνικο πουκάμισο και κλειστό παπούτσι, επαναλάβαμε την εκδρομή στη Σκιάθο, τιμώντας, όπως άρμοζε, τη μνήμη ενός αγίου των γραμμάτων μας.

 

[περιλαμβάνεται ως αφήγημα στο βιβλίο μου Τα λάφυρα του Αυγούστου (Αλεξάνδρεια, 2001) και υπάρχει ως αφηγηματικός σπόνδυλος στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο (Κέδρος, 2008)]


Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Δωδέκατος παίκτης-Καναρίνια σε κουρείο

 




 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

(σ' αυτή τη στήλη δημοσιεύονται -ή αναδημοσιεύονται -ανέκδοτα διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)



֎

 

 

 

 

 

 

ΚΑΝΑΡΙΝΙΑ ΣΕ ΚΟΥΡΕΙΟ

 


 

                               Σαν καναρίνι σε παλιό κουρείο

                               την ομορφιά που πέρασε θυμάμαι.

 

                                   Αλέξ. Φερέντης–Αρώνης

 

 

  

          


                 —Κυρ Νίκο, πώς τα καταφέρνεις και ξεχωρίζεις τα εφτά 
                καναρίνια σου;

—Α, εύκολο πράγμα, αγόρι μου. Άμα ζεις μαζί τους τόσο καιρό, μαθαίνεις τα χούγια τους.

—Δηλαδή;

—Ε, να… Το τρίτο αριστερά, έχει μια μικρή μαύρη βούλα στον λαιμό του. Είναι και το πιο ευαίσθητο. Το τέταρτο αριστερά είναι τεμπέλικο, βαριέται που ζει… Στα κάτω κλουβιά έχω τους τενόρους. Εδώ ν’ ακούσεις κελαηδήματα…

—Και δεν σου παίρνουν το κεφάλι;

'Έβαλε λίγο σαπουνάκι σ’ ένα κύπελλο, το έλιωσε και πήρε με το δάχτυλο λίγο αφρό, ακουμπώντας τον στις φαβορίτες μου.

—Να μου πάρουν το κεφάλι; Τι είναι αυτά που λες, αγόρι μου; Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω, αν δεν τ’ ακούσω… Αν είναι κακόκεφα και σιωπηρά, δεν αποδίδω… Βαραίνει το χέρι μου…

—Κι οι πελάτες, τι λένε;

—Οι πελάτες… Τι να πουν οι πελάτες… Πολλοί τους βιάζονται, δεν δίνουν σημασία. Οι μερακλήδες, βέβαια, καταλαβαίνουν. Διότι δεν νοείται κουρείο δίχως το καναρίνι του. Όπως δεν νοείται σχολείο χωρίς πίνακα και θρανία.

Τώρα, με ανάλαφρες ψαλιδιές μού αδειάζει τον σβέρκο. Τα καναρίνια τιτιβίζουν, η ατμόσφαιρα ευωδιάζει πούδρες και κολόνιες, κι ο κυρ Νίκος βάζει όλη τη μαστοριά του στο κεφάλι μου. Κάπου-κάπου σταματά, θαρρείς εμπνέεται από τα άκοπα μαλλιά μου και συνεχίζει. Σαν γλύπτης ή σαν ζωγράφος που δουλεύει αργά, ολοκληρώνοντας το καλλιτέχνημά του.

Κοιτάζω ένα γύρο το μαγαζί του, μέσα από τα πολλαπλά είδωλα του μεγάλου του καθρέφτη. Αριστερά αναρτημένη η Εθνική Βραζιλίας με τον Πελέ στη σύνθεσή της. Δίπλα, η ποδοσφαιρική ομάδα του Άρεως Θεσσαλονίκης, κυπελλούχου Ελλάδος 1970. Πιο πέρα κάτι παλιές διαφημίσεις σιγαρέτων «Άσου φίλτρο» και ρετσίνας «Μαλαματίνα». Κι απέναντι, κρεμασμένο στον τοίχο, ένα περσινό ημερολόγιο, άκοπο στην πρώτη σελίδα, από κάποιο προσκοπικό σύλλογο της περιοχής. Το μεγάλο ξύλινο ρολόι σταματημένο. Οι δύο του δείχτες κολλημένοι στον αριθμό εφτά. Χρόνια τώρα, όσα τουλάχιστον μπορώ να θυμηθώ, στο κουρείο «Το χρυσό ψαλίδι» είναι πάντα εφτά παρά είκοσι πέντε. Ο χρόνος υποκλίνεται στην τέχνη και σταματά.

Τώρα ο κυρ Νίκος, μερακλωμένος θαρρείς από τη μυσταγωγία της τέχνης του, αρχίζει να τραγουδά:

 

Άρη, γλυκιά μου ομάδα, μεγάλη

Έχεις φιλάθλους που σε αγαπούν

Είν’ Αρειανοί και το έχουν καμάρι

Και το κεφάλι ψηλά το κρατούν!

 

Άρη, Άρη, εσύ είσαι το καμάρι

Άρη, Άρη, ομάδα ξακουστή

Κι όποιος έρθει αντίπαλος με σένα

Πρέπει πρώτα καλά να το σκεφτεί!

 

Δεν απαντώ στην πρόκληση. Κάνω πως δεν άκουσα τίποτα. Το σέβεται αυτό ο κυρ Νίκος και σταματά τις μπηχτές. Το ξέρει καλά, άλλωστε, χρόνια τώρα, πως ήταν της μοίρας του να κουρεύει δεκαετίες ολόκληρες, μες στην καρδιά του Χαριλάου, έναν αμετανόητο, βαμμένο από τα οχτώ του χρόνια ΠΑΟΚτζή.

Ξάφνου, το ένα απ’ τα δύο καναρίνια της κάτω σειράς, πιάνει σκοπό θεάρεστο, μελωδικό. Το ακούς και νομίζεις πως ακούς τον ικανότερο σολίστα να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στην όπερα. Ασύλληπτες οκτάβες ξεπηδούν απ’ τον λαιμό του.

—Ο τενόρος μου, το καμάρι μου, ξεκίνησε! Άκου, τώρα θα σεγκοντάρουν και τα υπόλοιπα.

Όλα, λίγο-πολύ, τα καναρίνια άρχισαν να τιτιβίζουν, συνοδεύοντας το πρώτο. Το χέρι του κουρέα έγινε ακόμα ελαφρύτερο. Ψαλίδι και χτένα εναλλάσσονταν με απίστευτη ταχύτητα, σ’ ένα κούρεμα σωστό ποίημα.

'Έβαλε ταλκ στον σβέρκο μου και το άπλωσε μ’ ένα πινέλο. Τράβηξε με ταχυδαχτυλουργικές κινήσεις την πετσέτα και την τίναξε παραδίπλα, δίχως να με λερώσει. Ύστερα έβαλε στα χέρια κολόνια, γνήσια Tabac κι όχι νοθευμένη, και την άπλωσε πλουσιοπάροχα στο κουρεμένο κεφάλι μου.

—Με τις υγείες σου! μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

Σηκώθηκα απ’ την παλιά πολυθρόνα με το γδαρμένο πετσί στα πλάγια, στο σημείο που ακουμπούν οι αγκώνες των πελατών, κι ένιωσα αυτοκράτορας που σηκώνεται από τον θρόνο του.

Πλήρωσα κι ετοιμάστηκα να βγω έξω, στο σήμερα και στην ασχήμια. Τα καναρίνια από το βάθος, με χαιρετούσαν αφιερώνοντάς μου τις πιο περίτεχνες τρίλιες τους.

(2002)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχ. 126, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004· εδώ με μικροαλλαγές)

 

 

 

 

 

 

 


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Δύο ποιητικές συλλογές

 






ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ

 

֎

                                                

 

 

(Σκέψεις για δύο ποιητικές συλλογές που έφτασαν στα χέρια μου, κατά το διάστημα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και εμμέσως σχετίζονται μ’ αυτήν. Σχεδόν τρία χρόνια από τότε, δυστυχώς, ο πόλεμος αυτός –κατά κάποιους, γενοκτονία– δεν έχει κοπάσει.)

 

 

«Με λένε Φόβο»

 

Στο Με λένε Φόβο (Κέδρος, 2021), την τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του ποιητή και δημοσιογράφου Στέλιου Λουκά (εδώ και 35 χρόνια, από το 1989, παρουσιάζει στο κανάλι TV100 της Θεσσαλονίκης, με συνέπεια και ήθος, εκπομπή για το βιβλίο) προσωποποιείται η έννοια του φόβου. Ο Φόβος με Φ κεφαλαίο διαπερνά την πλειοψηφία των ποιημάτων του και ο ποιητής με τόλμη, ειλικρίνεια, φυσικότητα αλλά και μεγάλη ευαισθησία, τον αναλύει, τον κατανοεί, τον ξορκίζει, τον αποδομεί και τελικώς τον υπερνικά. Εδώ, φυσικά, δεν μιλάμε για τον «χρήσιμο» φόβο, εκείνο το συναίσθημα δηλαδή που μπορεί να αποβεί αποτελεσματικό και να μας σώσει τη ζωή (όρα πανδημία, με τα μέτρα προφύλαξης και τη χρήση των εμβολίων για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου ιού), αλλά για μια παγιωμένη κατάσταση αδράνειας, απάθειας, στασιμότητας και μιζέριας, που παραλύει τον άνθρωπο (το ανθρώπινο είδος, καλύτερα) εμποδίζοντάς τον ν’ ανοίξει τις φτερούγες του και να πετάξει, ανερχόμενος σε προσωπικό, ηθικό, συλλογικό και δημιουργικό-καλλιτεχνικό επίπεδο.

Το μοτίβο σε αρκετά ποιήματα επαναλαμβάνεται: Υπάρχει το τέρας του Φόβου που μας καθηλώνει και μας τρομοκρατεί, ενώ ως αντίδοτο, ως λύτρωση και σωτηρία υπάρχουν οι «κήποι του σύμπαντος», η παιδική αθωότητα, το φως και η καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτή η ποιητική εκδοχή μπορεί να φαντάζει κάπως ουτοπική και ρομαντική, ωστόσο διαπνέεται από γνήσια ευαισθησία και ποιητική ειλικρίνεια. Τα ποιήματα έχουν άψογη τεχνική και πετυχαίνουν τον στόχο τους – είναι απόλυτα εναρμονισμένα με την κοσμοθεωρία του Λουκά και τη γενικότερη αντίληψή του για τη ζωή και την τέχνη. Ο επίλογος του βιβλίου, γραμμένος υπό στιλ συμπυκνωμένου υπαρξιακού-φιλοσοφικού μανιφέστου, ίσως δεν είναι απολύτως αναγκαίος, καθώς το ίδιο το ποιητικό έργο  αρκεί να αποδείξει τις προθέσεις του ποιητή και την όλη στάση του απέναντι στα πράγματα. Ο Στέλιος Λουκάς, δεν διστάζει, μέσα στο έργο του, να φανερώσει τις ποιητικές του αγάπες και επιρροές του, όπως δείχνει και το παρακάτω ποίημα, που επιλέγω και ως δείγμα γραφής:

 

 

σ. 35, «Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης»

 

Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης / Κλαδεύει το αμπέλι του / Μνήμες απ’ τα χώματα / Υψώνονται τριγύρω του / Σιγά σιγά, απαλά απαλά / Τυλίγουν το σώμα του / Και το βυθίζουν / Σε μια θάλασσα από όνειρα και σιωπές / Εκείνος συνεχίζει το κλάδεμα / Αμέριμνος, ανυπεράσπιστος / Τα αρχέγονα νερά τραγουδούν / Το παραμύθι της ζωής ανθίζει / Σε όλο το σώμα / Συνεχίζει το κλάδεμα / Κι όταν η άβυσσος τον καταπίνει μ’ ένα της φιλί / Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης / Λείπει πέντε χρόνια / Στη χώρα την παράξενη / Κι όλο κλαδεύει μέσα του / Εκείνα τα πελώρια δέντρα / Με τα σπάνια πουλιά / Τ’ ανεξήγητα και μυστικά.

 

 

 

 

«Ο ήρωας πέφτει»

 

 

Η Έλσα Κορνέτη σε πολλά προηγούμενα βιβλία της κατέγραψε και ανέδειξε τον αλλοτριωμένο άνθρωπο του καιρού μας. Στο Ο ήρωας πέφτει (Οι εκδόσεις των φίλων, 2021), πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ασχολείται με τη ματαιότητα των πράξεων του ηρωικού ανθρώπου της εποχής μας. Ο ήρωας σε κατάσταση πτώσης. Οι λόγοι που, συνήθως εν αγνοία του, τον οδήγησαν στην πτώση. Οι συγκυρίες της παράλογης ζωής. Το γελοίο και συνάμα τραγικό τού όλου συμβάντος. Μια γενναία συνήθως πτώση, που ενισχύει τον μύθο της ύπαρξης της μεγάλης μάζας των αντιηρώων, που δεν σκαμπάζουν γρι από ηρωισμούς. Τα μετάλλια που (σε πρωθύστερο χρόνο) αγγίζουν πρώτα το έδαφος, πολύ πριν από την επαφή του ήρωα μ’ αυτό.

Όλο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως ενιαία ποιητική σύνθεση, αλλά και ως δεκάδες ποιητικών σπαραγμάτων, που ξεκινούν με τη φράση «ο ήρωας πέφτει», και τα δένουν οι κρίκοι μιας αόρατης αλυσίδας. Εδώ, με την επανάληψη του στίχου «ο ήρωας πέφτει», και μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο, υπάρχει κοινό σημείο πλεύσης και στόχευσης με το προηγούμενο βιβλίο του Λουκά (στο οποίο ο προσωποποιημένος Φόβος υπάρχει στα περισσότερά του ποιήματα). Και τα δύο, άλλωστε, βιβλία θίγουν υπαρξιακά ή φιλοσοφικά αδιέξοδα του καιρού μας. Και κάτι ακόμα: Τόσο το βιβλίο του Λουκά όσο και αυτό της Κορνέτη, παραπέμπουν σημειολογικά στα γεγονότα της Ουκρανίας, παρότι γράφτηκαν και τα δύο πριν από την εισβολή. Ο φόβος πλανάται πάνω από τα ουκρανικά χαλάσματα –αλλά και σε όλη την υφήλιο για το ζοφερό μέλλον του πλανήτη– ενώ οι ήρωες –όσοι ενεπλάκησαν άθελά τους σ’ αυτό το ακατανόητο αιματοκύλισμα– αφθονούν και, έκπληκτοι πάντα, καταρρέουν

Στο βιβλίο της Κ. (το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο του Λ.) η υπαρξιακή και φιλοσοφική ενατένιση δεν υπερκαλύπτει ούτε ακυρώνει την ποιητικότητα του κειμένου. Το τέλος μάς επιφυλάσσει μια μεγαλόπρεπη ανάληψη του ανώνυμου πεπτωκότος, ανάλογη της πράξης του, χάρη στην ευαισθησία της ποιήτριας.

 

Δείγμα γραφής       

 

Ο ήρωας πέφτει

γιατί ήταν / ένας υπολογιστής / με ανθρώπινο /  λογισμικό

Ο ήρωας πέφτει 

γιατί δεν ήταν τολμηρός / δεν ήταν ριψοκίνδυνος

μα ασφαλής / ασφαλής και προσεχτικός

Ο ήρωας πέφτει

κι η αθωότητά του / ενοχοποιείται

Ο ήρωας πέφτει

όταν συνειδητοποιεί / πως ούτε με μια τελευταία αρχή / μπορείς να γίνεις / ήρωας της ζωής σου 



Τελικές Σκέψεις


Τα έργα του Λουκά και της Κορνέτη, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, αγγίζουν βαθιά τις σύγχρονες υπαρξιακές αγωνίες, με αφετηρία τον φόβο και την πτώση. Με αλληγορική και φιλοσοφική διάθεση, και οι δύο ποιητές δημιουργούν έργα που, πέρα από την εποχή τους, αντικατοπτρίζουν διαχρονικές αγωνίες της ανθρώπινης ύπαρξης.




                                                    Παναγιώτης Γούτας

 

 

 

 

 

 

 

 



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024)

 



ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΑ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ

(1930-2024)

֎

 

Έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες, ο κορυφαίος διηγηματογράφος μας Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, σε ηλικία 94 ετών. Με το λιτό και απέριττο αφηγηματικό του ύφος και τα μόλις 88 δημοσιευμένα διηγήματά μου, χάραξε την πεζογραφία αυτής της χώρας. Τις πρώτες του σπουδές ως στρατιωτικός γιατρός τις έκανε στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη τυπώθηκε από τις εκδόσεις Τραμ, το 1973, ενώ και η συλλογή του Θερμά θαλάσσια λουτρά τυπώθηκε το 1980, επίσης από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις Εγνατία. Έγραφε πάντα στον κλειστό χώρο του γραφείου του, συνοδεία τζαζ μουσικής, ενώ όλα του τα βιβλία ήταν αφιερωμένα στη σύζυγό του, Νιόβη. Επ’ αφορμή του θανάτου του αναδημοσιεύω μία παλιότερη κριτική μου για τη συλλογή διηγημάτων του Ο θησαυρός των αηδονιών, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό INDEX, τχ. 37, τον Φεβρουάριο του 2010. Το κείμενο θα το βρείτε και στην ανάρτηση με τις κριτικές μου για Έλληνες πεζογράφους.

 

 

 

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ

 

 

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των Αηδονιών, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, σελ. 105

 

Ο μαιτρ της μικρής φόρμας και καθαρόαιμος διηγηματογράφος Ηλ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, καταθέτει το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Ο θησαυρός των Αηδονιών, από τις καλαίσθητες εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ας κάνουμε μια μικρή περιδιάβαση στις ιστορίες του: Το «Πλασμώδιο falciparum» αποτελεί αμυδρή παιδική και νεανική μνήμη του συγγραφέα για τον γιο της θείας του, τον Άγγελο, για τον οποίον πληροφορείται, δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα που ξετυλίγονται στο διήγημα, από τη μάνα του, ότι πέθανε. Ο τίτλος παραπέμπει σε πάθηση της εποχής που διέγνωσε κάποιος γιατρός εξετάζοντας τον ασθενή-αφηγητή, όταν ήταν μικρός, και στεγάζει τη διαφορετικότητα της εποχής του. Στο «Η δεκαοχτούρα» έχουμε πάλι μια κατοχική μνήμη. Η επίταξη του πατρικού σπιτιού της μάνας τού αφηγητή γίνεται η αιτία να πεθάνει ο πατέρας του από καρδιακό επεισόδιο και να ξενιτευτούν σε άλλο σπίτι. Την καταστροφή τους, όπως την αποκαλούσε η μάνα του αφηγητή, την επιτείνει κι ένας καταστρεπτικός σεισμός. Το παράξενο –στα όρια του μεταφυσικού– στοιχείο του διηγήματος, η ύπαρξη μιας δεκαοχτούρας στα χαλάσματα της μισογκρεμισμένης αποθήκης. Το «Πρωτοχρονιά!» αποτελεί μία τραυματική εμπειρία-μνήμη του αφηγητή για μία πρωτοχρονιάτικη έξοδό του ως σπουδαστής στρατιωτικής ιατρικής σχολής στη Θεσσαλονίκη. Στάθηκε η αιτία να μισήσει, ή έστω να μην εξιδανικεύσει, τις χριστουγεννιάτικες αργίες, όπως αναφέρεται στην αρχή του διηγήματος. Το διήγημα –αιχμηρό και καυστικό σε κάποια σημεία για τη Θεσσαλονίκη και τους Θεσσαλονικείς– μπορεί να αντιπαραβληθεί με το διήγημα του Χριστιανόπουλου «Διακοπές στην Αθήνα», αναγνωσμένο… από την ανάποδη. Στο «Λιούμπιτελ 2» ο αφηγητής αφιερώνει τρεις ολόκληρες σελίδες για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά και τη χρήση μιας παλιάς ρώσικης φωτογραφικής μηχανής. Ανακαλεί στη μνήμη του διάφορες φωτογραφίες που τράβηξε στο Παγγαίο, στην Ορεστιάδα, στον Πύργο, έξω από τα Φιλιατρά, στο Αίγιο και στο Τουρκολίμανο. Σε κάποιες στάσεις ποζάρουν στον φακό ο Καββαδίας, ο Κοτζιάς και ο Τάκης Σινόπουλος. Στο «Άροτρο» έχουμε την ιστορία ενός ξύλινου αρότρου, με το οποίο όργωναν ένας πατέρας με την κόρη του. Χρόνια μετά, κι αφού ο πατέρας έχει πεθάνει από πνιγμό, η κόρη το παραδίδει στον αφηγητή-γιατρό, αφού οργώνει πλέον με σύγχρονο τρακτέρ. Η επιτυχία του διηγήματος έγκειται στην αποκάλυψη του θανάτου του πατέρα μόλις στις τελευταίες σειρές του. Ακολουθεί το διήγημα «Αντιπαροχή». Μέσα σε λίγες γραμμές έχουμε την καταγραφή μιας εποχής, το πέρασμα από τα χαμηλά σπιτάκια στην αντιπαροχή, μέσα από τις συνήθειες ενός ιδιόρρυθμου ανθρώπου, που δεν εξαλείφθηκαν αλλά μεταλλάχθηκαν μέσα στον χρόνο. Ακολουθεί το ομότιτλο διήγημα της συλλογής «Ο θησαυρός των Αηδονιών». Πηγαίνοντας εκδρομή στο Μουσείο της Νεμέας ο αφηγητής για να θαυμάσει τον θησαυρό των Αηδονιών, πληροφορείται από κάποιον άγνωστο οδηγό που σταθμεύει σ’ ένα ξωκλήσι, δίπλα σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής, για τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τις «Παιδαριώδεις ιστορίες». Είναι πέντε τον αριθμό κι η καθεμία έχει ως τίτλο κάποιο κατοικίδιο ζώο. Οι τρεις από αυτές, που αναφέρονται σε γαϊδούρια, χοίρο και τράγο αντίστοιχα, είναι σκληρές και έχουν ως απόληξη το βίαιο τέλος αυτών των ζώων που σοκάρει τον αναγνώστη. Μία ιστορία αφορά την αλλαγή στη συμπεριφορά ενός σκύλου απέναντι στο αφεντικό του, όταν εκείνος προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί, ενώ στην τελευταία θαυμάζουμε τη βαθιά αγάπη ενός ηλικιωμένου για το μουλάρι του, που, σε ώρα ανάγκης, περιέθαλψε ο αφηγητής-γιατρός του βιβλίου.

Ο Θησαυρός των Αηδονιών –όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε βιβλία του συγγραφέα– κερδίζει τον αναγνώστη με τη λιτή, απέριττη και αφτιασίδωτη αφήγηση. Τα κείμενα, μιας παλάμης τα περισσότερα, είναι γυμνά, ευθύβολα και ειλικρινή, πυκνά και ουσιαστικά, που αντλούν την ύπαρξή τους από πραγματικά γεγονότα-βιώματα του συγγραφέα. Αναδεικνύουν το ασήμαντο, το ελάχιστο, το ευτελές και το καθημερινό, σε μείζoν και σημαντικό. Στα διηγήματα, το τέλος συνήθως είναι καθοριστικής σημασίας για τον αναγνώστη, και είτε αποκαλύπτει κάτι σκληρό είτε κάτι αναπάντεχο είτε μας δίνεται μια πολύ καθοριστική πληροφορία. Είναι σύντομες και μεστές ιστορίες που δεν υπολείπονται σε σοφία ή σε αίσθημα, και διαβάζονται με μιαν ανάσα. Γνήσια λογοτεχνία από έναν αυθεντικό δημιουργό.

 

(περ. ΙNDEX, τχ. 37, Φεβρουάριος 2010)