Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (1)

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 

 

ΠΑΡΙΣΙ (1)

 

 


 

Μόλις πάτησα το πόδι μου στο Παρίσι μία δύναμη με παρακινούσε να σκύψω στο δάπεδο του αεροδιαδρόμου και να το φιλήσω. Να προσκυνήσω τον Μολιέρο, τον Ουγκό, τον Προυστ, τον Ζισκίντ, τον Γκυ ντε Μωπασάν. Αλλά και τον Ουελμπέκ, την Ερνό, τον Πατρίκ Μοντιανό, τον Σαμπρόλ, τον Τρυφώ και όλη τη φάρα των κινηματογραφιστών της nouvelle vague, των Εγκυκλοπαιδιστών και των καταραμένων ποιητών. Την Κατρίν Ντενέβ και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, ανυπερθέτως. Και τόσες ακόμη μυθικές προσωπικότητες και αστέρες της τέχνης, του θεάματος και του πολιτισμού.

Όμως το ανέβαλα προσωρινά όλο αυτό, γιατί έπρεπε πρώτα, σέρνοντας την αποσκευή μου, να εντοπίσω τον αρχηγό του γκρουπ, που θα μας ξεναγούσε στα μαγικά και στα ωραία της πόλης.

Μα, πριν ακόμα κι απ’ αυτό, όφειλα να ξεφορτωθώ εκείνο το άδειο μπουκαλάκι από νερό, που είχα καταναλώσει στο αεροπλάνο, και που μου είχε ξεμείνει.

Το πετώ, πρόχειρα και βιαστικά, σ’ έναν κάδο και, πριν προλάβω να βαδίσω δύο μέτρα, με καρφώνει ο υπάλληλος του αεροδρομίου Charles De Gaulle, ένας έγχρωμος καλοντυμένος, με τη διαβάθμισή του να κρέμεται στο στήθος σαν σφυρίχτρα διαιτητή σε επίσημο αγώνα ποδοσφαίρου.

―Tu es stupide! Ce n’ est pas pour les plastiques! Voila Rubis! (Είσαι ανόητος! Αυτό δεν είναι για τα πλαστικά! Νά η Ρούμπη!)

Η παγερή φωνή του έκανε τα μέλη μου και την ψυχή μου να μουδιάσουν.

Παράλληλα, μου έδειχνε με το δάχτυλό του το ρομπότ της ανακύκλωσης πλαστικών αντικειμένων, που έτρεχε καταμεσής των εσωτερικών χώρων του αεροδρομίου σαν φρενιασμένο, καταπίνοντας ασταμάτητα μπουκαλάκια, ποτηράκια και συσκευασίες τροφίμων.

Ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Υπάρχουν πολλά σημεία στο κέντρο του Παρισιού για ν’ αντικρίσεις και ν’ απαθανατίσεις τον Πύργο του Άιφελ. Από την ταράτσα του ξενοδοχείου σου. Από το ρεστοράν του πολυκαταστήματος Lafayette. Από την άπλα του Τροκαντερό. Από την οδό με τις salles de thè. Από το κατάστρωμα των bateaux mouches.

Όμως το πιο αληθινό, το πιο δραματικό, το πιο χαμηλοθώρητο σημείο παραμένει το σημείο zero. Εκεί όπου, ξαπλωμένος ο κλοσάρ της ανατολικής όχθης του Σηκουάνα, αρνούμενος συνειδητά την κρατική επιχορήγηση για μια αξιοπρεπή διαβίωση σε γκαρσονιέρα με διατροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοιτάζει αδιάφορα το περιττό του μεγαλείο.

 

 

Ουρές επισκεπτών από όλα τα μέρη του κόσμου στριμώχνονται μπροστά στη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι, στο Μουσείο του Λούβρου. Τρεις σωματώδεις έγχρωμοι φύλακες του χώρου, με διαπίστευση στο στήθος, εμποδίζουν το κοινό να πλησιάσει περισσότερο του κανονικού για να το φωτογραφίσει με φλας ή να το προσεγγίσει πλαγίως για να το θαυμάσει. Η όλη κατάσταση παραπέμπει σε διαδήλωση, με τους ένθερμους διαδηλωτές ν’ αναχαιτίζονται από αστυνομικές δυνάμεις, που τηρούν απαρέγκλιτα τον νόμο και την τάξη. Ενώ, λίγα μέτρα παραπέρα, το ταπεινό μα άψογο πορτρέτο του «Κοντοτιέρο» του Αντονέλο ντα Μεσίνα, που έζησε και μεγαλούργησε την ίδια εποχή με τον Ντα Βίντσι, δεν μαγνητίζει βλέμματα ούτε προκαλεί σάλο. Κι ας σε καρφώνει ο Κοντοτιέρο με το δικό του βλέμμα, από όποιο σημείο της αίθουσας κι αν τον κοιτάξεις.

Κάθε εποχή (και κάθε τέχνη) έχει τους δικούς της μπεστ σελερίστες και τους δικούς της παραγκωνισμένους.

 

 

Αυτά τα «όλε» των νεαρών στο κατάστρωμα του ποταμόπλοιου μού φάνηκαν γελοία. Όπως και οι χαιρετούρες και τα «bonjour» από τους θεατές των δύο όχθεων αλλά και των υπερυψωμένων γεφυρών. «Τι ελαφρόμυαλες ανοησίες! Τι τουριστικές υπερβολές!» αναρωτήθηκα σκεπτικός, και στωικά υπέμενα τη δοκιμασία της βόλτας στα νερά του Σηκουάνα.

Όταν, όμως, καταμεσής της διαδρομής, στο ύψος της όγδοης ή της ένατης γέφυρας, αντικρίζοντας στις όχθες το ολοένα αυξανόμενο πλήθος να μας κουνά με ενθουσιασμό τα χέρια, και ακούγοντας τα «όλε» των νεαρών από το κατάστρωμα να γιγαντώνονται, μη γνωρίζοντας από ποια δύναμη ορμώμενος, σήκωσα κι εγώ ασυναίσθητα τα χέρια στο ανέμελο πλήθος, φώναξα κι εγώ «όλε» και «bonjour» με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφήνοντας, έστω για μία στιγμή, τον εαυτό μου έρμαιο στη μαγγανεία του ποταμού.

 

 (συνεχίζεται)





Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

PERSONAL ZOO (4)

 


PERSONAL ZOO (4)

 

  

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.           

 

֎

 

 

Γάτα από σόι

 

 

 

Παρά τον φαινομενικό αντικομφορμισμό μου είμαι επιρρεπής στην καλή ζωή. Κρύβω μέσα μου βαθιά όπως τόσοι άλλωστε− έναν καλοπερασάκια που, υπό άλλες περιστάσεις, θα επιθυμούσε ολόψυχα να ήταν τουλάχιστον ο Νιάρχος ή ο Ωνάσης. Δεν το ’χω ψάξει περαιτέρω το ζήτημα − ίσως κάποιο χρωμόσωμα της αλυσίδας μου εκφυλίστηκε, ίσως φταίει που στην εφηβεία μου εξιδανίκευσα φίλους αριστερούς. Νομίζω πάντως πως η κατάσταση αυτή συχνά υποτροπιάζει λόγω του κλεισίματος που έχουμε τελευταία υποστεί με τη γυναίκα μου, καθότι με μικρό παιδί. Έτσι, όταν ο φίλος μου ο Μηνάς, εργένης και γλεντζές αμετανόητος, περνά τα καλοκαίρια με το αμάξι του από τη Νέα Φώκαια, δεν θέλω και πολύ να κουρντιστώ.

Πάμε στο Πόρτο Σάνι για ψαράκι; βάζει το φουρνέλο του, κι εγώ κομματιάζομαι.

― Άντε, ευκαιρία να ξεδώσετε και σεις λιγάκι..

   Το Πόρτο Σάνι είναι ό,τι πιο χλιδάτο υπάρχει σε ολόκληρη την Κασσάνδρεια. Μια ειδικά διαμορφωμένη πολιτεία σε πέτρινο παραδοσιακό στιλ − μαγαζιά με ρούχα, κεραμικά, χρυσαφικά, ταβέρνες, σούπερ μάρκετ, μέχρι και βιβλιοπωλείο επώνυμου εκδοτικού οίκου. Πίσω, οι μεζονέτες στις οποίες διανυκτερεύουν οι ματσό παραθεριστές. Και ευθεία μπροστά, στο λιμανάκι, αραγμένα κότερα πανάκριβα, που για το καθένα τους δεν φτάνουν οι μισθοί μιας ζωής τριών δασκάλων, μαζί με τα εφάπαξ τους, για να καλύψουν το κόστος αγοράς του.

   Καθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα που το μόνο ταπεινό πάνω της ήταν το όνομά της − κάποια σύνθεση αντρικού ονόματος με τη λέξη ψάρι, που παραπέμπει σε τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών ή άφθαρτους λαϊκούς ήρωες του παρελθόντος. Ενώ οι αστακοί, οι γαρίδες σαγανάκι και οι ακριβές ψαρούκλες δίναν και παίρναν, στάθηκα στο ύψος μου παραγγέλλοντας υγιεινή σαρδέλα σχάρας. Ο Μηνάς ζήτησε απ' το γκαρσόνι μία απλησίαστη για το βαλάντιό μου μάρκα κρασιού, προκαλώντας μου εφίδρωση. Ευτυχώς η μουσική υπόκρουση της συγκεκριμένης στιγμής λειτούργησε κατευναστικά. «Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;», παίζανε τα μεγάφωνα στη διαπασών κι εγώ το πήρα απόφαση να καμακώσω το πρώτο τυρομπουρεκάκι.

  Τότε ήταν που ανακάλυψα τη γατούλα. Μια παχουλή, ήρεμη γατούλα, άσπρη με μαύρα στίγματα σε πρόσωπο και σώμα, που ζάρωνε ευτυχισμένη κάτω από το διπλανό τραπέζι. Στο κάλεσμά μου ανταποκρίθηκε με περισσή αρχοντιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μαχμουρλίδικα κι έπειτα αδιαφόρησε παραμένοντας στη θέση της. Δεν φαινόταν σπιτίσια, γάτα του δρόμου ήταν αναμφίβολα, αλλά φερόταν σαν αριστοκράτισσα.

 Τι μέσο να ’χει άραγε αυτή η γατούλα, σκέφτηκα, και ξεκαλοκαιριάζει σ’ αυτήν την πολυτελή ψαροταβέρνα; Ποια φανταστική γατίσια επετηρίδα παρέκαμψε στις δωρεάν διακοπές της; Ποια θεία τύχη βόλεψε κι αυτήν και τα παιδιά της; Κάνω να της πετάξω ψαροκόκκαλα και με σνομπάρει επιδεικτικά. Έχει, φαίνεται, ακριβά γούστα. Καρφί δεν της καίγεται αν θα της ρίξεις ατόφια ραχοκοκαλιά. Και ψάρια ολόκληρα τ’ αφήνει άθικτα στο τσιμέντο. Μήπως χόρτασε, τους δυο προηγούμενους μήνες, αποφάγια και τώρα κάνει την αυγουστιάτική της δίαιτα;

  Έφερα στον νου μου άλλες γατούλες σε λαϊκές ταβέρνες που στη ζωή μου επισκέφτηκα. Κάτι κοκκαλιάρες, συνήθως μονόφθαλμες ή κουτσές, που νιαούριζαν παραπονιάρικα δίπλα ή κάτω στο τραπέζι μου, ικετεύοντας την παραμικρή προσφορά. Βολεύονταν με μια πατατούλα, ένα αγγουράκι, λίγο λαδωμένο ψωμάκι. Και αν τις έριχνα ψαροκόκαλο, γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Τρεις-τέσσερις ορμούσαν επάνω του και το εξαφάνιζαν στη στιγμή. Κι ύστερα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Νιαούριζαν κι αυτές και οι φίλες τους εν χορώ, τόσο που, νιώθοντας τύψεις για το φαγητό που έτρωγα, μου ερχόταν να κατεβάσω όλη την πιατέλα με τα ψάρια στο πάτωμα, να χορτάσει σύσσωμο το γατομάνι της περιοχής.

   Η γάτα από σόι ανοιγόκλεισε άλλη μια φορά τα μάτια της, σνόμπαρε επιδεικτικά και τη δεύτερη σαρδέλα που πέταξα μπροστά της, τεντώθηκε και πήγε σ’ άλλο τραπέζι να κουρνιάσει. Δίπλα σε κάποιους λιγότερους ενοχλητικούς από μένα.

 

(συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων μου Τα λάφυρα του Αυγούστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 52-55)


Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης (9)

 


ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎


 

 

 

ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ

 

 

 

Επιστρέφω νοερά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δεκαέξι στα δεκαεπτά, με ακμή, μακριά ως τους ώμους μαλλιά και λιπόσαρκος, μ’ έναν αθλητικό σάκο στο χέρι, να περιμένω όλο αγωνία τα πρωινά της Κυριακής στο γήπεδο της Α. Ε. Χ. για το αν συμπεριληφθώ στην αποστολή της ομάδας για τον απογευματινό αγώνα. Το γήπεδο ξερό, με χαλίκια και λακκούβες. Ένας φροντιστής της συμφοράς ασβέστωνε με ένα σαραβαλιασμένο αναξιόπιστο μηχάνημα τις γραμμές του γηπέδου. Πίσω από τις εστίες υπήρχε τρίμετρη περίφραξη από μεταλλική κατασκευή για να μη φεύγει η μπάλα και την ψάχνουμε. Στη βόρεια εστία, στον ενδιάμεσο χώρο από το γήπεδο του Άρη, υπήρχε ένα ερειπωμένο κτίσμα, πρώην εργοστάσιο, τίγκα στο σκουπίδι και στ’ αγριόχορτα. Αν έφευγε η μπάλα από κάποια τρύπα της περίφραξης –πράγμα που γινόταν συχνά– και πήγαινε στο βρομερό ερείπιο, ο τερματοφύλακας είχε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Ο Λυκούργος, ο δεύτερος φροντιστής, κρεμούσε με μανταλάκια τις φρεσκοπλυμένες κιτρινόμαυρες φανέλες μας σ’ ένα μακρύ σχοινί, δίπλα στ’ αποδυτήρια, για να στεγνώσουν. Η ομοιόμορφη μπουγάδα των εφηβικών μας χρόνων, σε κοινή θέα. Ο Λυκούργος ήταν ένας ζόρικος τύπος, που αν τον εκνεύριζες και άνοιγε το στόμα του, κοκκίνιζες από τις βρισιές και τις χριστοπαναγίες που σου ξεστόμιζε. Κι όμως, σ’ αυτό το ξερό γηπεδάκι –σήμερα έχει γίνει πάρκο με παιδική χαρά, η ομάδα όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχει ακόμα– αντικρίζαμε, κυρίως τα απογεύματα της Τετάρτης, τους παίκτες του Άρη, της χρυσής εποχής του Τσατσέφσκι. Όταν έρχονταν να τρέξουν για φυσική κατάσταση –κάτι βέβαια που γινόταν, συχνά, και στο διπλανό αλσάκι της Νέας Ελβετίας– μαζεύαμε τις μπάλες μας και αδειάζαμε τον χώρο σαν λαγοί. Παίρναμε μάτι, στα κρυφά, μέσα από τα ταπεινά μας αποδυτήρια τον Παπαφλωράτο, τον Πάλλα, τον Φοιρό, τον Κούη, τον Μπαλλή, τον Σεμερτζίδη να τρέχουν με τις χαρακτηριστικές μπλε φόρμες τους. Καμιά φορά παίζαμε και φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, στο οποίο συμμετείχε και κανένα αστέρι της πρώτης ομάδας που προερχόταν από τραυματισμό και δοκίμαζε το πόδι του, και τότε πετούσαμε στα ουράνια από τη θεία συγκυρία. Προτιμούσαμε ασυζητητί να συμμετέχουμε στο φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, κάποιες Τετάρτες, παρά τη σίγουρη θέση στο κυριακάτικο ντέρμπι με τη Φλόγα Αναλήψεως, την Προοδευτική Τούμπας, την Ελπίδα, τον Αριστοτέλη, τον Εθνικό Πυλαίας ή τη Νίκη Διοικητηρίου.

Συνήθως έμενα εκτός αποστολής. Όταν έμπαινα στη δεκαοκτάδα, ο κυρ Νίκος –παίκτης και προπονητής της ομάδας– μ’ έβαζε συχνά αλλαγή στο τελευταίο εικοσάλεπτο ή στο τελευταίο ημίωρο. Μου χτυπούσε την πλάτη φιλικά, εγώ σηκωνόμουν από τον ξύλινο πάγκο των αναπληρωματικών, έβγαζα την πάνω φόρμα μου κι έκανα διατάσεις για προθέρμανση. Ύστερα με πλησίαζε, μου έδειχνε κάποιον επικίνδυνο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας, που όφειλα να μαρκάρω στενά, καθότι μεσοαμυντικός, «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» μου έλεγε εμπιστευτικά στ’ αυτί κι εγώ ξαμολιόμουν στο γήπεδο να επιτελέσω το καθήκον μου. Στα λίγα λεπτά που αγωνιζόμουν τα έδινα όλα. Έτρεχα, μάρκαρα, αναχαίτιζα, όσο αυτό ήταν εφικτό, τον αντίπαλο, μάτωνα αγκώνες και γόνατα, ίδρωνα τη φανέλα. Για τη φανέλα άλλωστε παίζαμε τότε. Το πριμ ανύπαρκτο, μέχρι και τον αθλητικό εξοπλισμό με δικά μας έξοδα τον αγοράζαμε. Αραιά και πού η διοίκηση, σε κάποια ανέλπιστη επιτυχία μας, μας κερνούσε από μία πάστα αμυγδάλου, στο «ΛΟΥΞ», στην καρδιά του Χαριλάου, αφού ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου ήταν πατέρας ενός πρώην συμπαίχτη μας.

Από όλη εκείνη την περιπέτεια με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μού έχει μείνει ως μακρινός απόηχος, ως αντιβούισμα της εποχής, η παρότρυνση του κυρ Νίκου, το «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!». Ήταν η φράση που με ενθάρρυνε, με διέγειρε, με κινητοποιούσε. Το σύνθημα για να δώσω κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου για την ομάδα. Το σάλπισμα για μάχη αλλά και για δημιουργία. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, και όλα, ομάδες, ιδεολογίες, οράματα, φιλίες και όνειρα πήγανε στράφι, κάθομαι στον υπολογιστή μου και μόνο αφηγούμενος ιστορίες νιώθω κάπως να αγγίζω την ουσία της ζωής και της ύπαρξης. «Βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» λέω από μέσα μου και γράφω, γράφω, συνέχεια γράφω. Κι όλο να προσπαθώ να μαρκάρω στενά τον Χρόνο που περνάει, τον άπιαστο κυνηγό που ξετινάζει τα δίχτυα μας, βγάζοντάς του, με αναίδεια, γλώσσα όταν προσωρινά το κατορθώνω.

 

(2017)

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

"Voyage, voyage"- Στρασβούργο

 


Ξεκινώ μία καινούρια στήλη στο blog, που θα ονομάζεται:

"Voyage, voyage"

 Ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν. Ο τίτλος της στήλης πάρθηκε από ξεχασμένο γαλλικό τραγουδάκι περασμένων δεκαετιών (1986), που, κάποτε, έγινε επιτυχία και που μπορείτε να ακούσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://youtu.be/wb_K0Omdfg0?feature=shared


֎




 

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

 

 

Στον καθεδρικό ναό του Στρασβούργου, τη Notre Dame, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επικρατεί αρκετή φασαρία και οχλοβοή. Όχι από τους πιστούς προσκυνητές που έρχονται να προσευχηθούν αφήνοντας κάποιο κεράκι, αλλά κυρίως από τα γκρουπ των τουριστών, Ελλήνων, Ισπανών, Ιταλών και άλλων εξωστρεφών φυλών, που, με τις ξέχειλες από ψώνια σακούλες από τα γειτονικά πολυκαταστήματα, κάνουν μία στάση για να θαυμάσουν τον επιβλητικό ναό αλλά και να εκφράσουν φωναχτά και θορυβωδώς αυτόν τον θαυμασμό τους. Τότε, από τα ηχεία του ναού, ακούγεται ένα υποβλητικό και παρατεταμένο «Σσσσσσσσσσςςςςςςςςςςς!», που ξενίζει τους φωνασκούντες τουρίστες. Θορυβημένοι οι τελευταίοι σταματούν την κουβέντα, στρέφουν ακαριαία το κεφάλι στην οροφή του ναού, μένοντας με την εντύπωση πως αυτήν την προτροπή και απαίτηση για ησυχία την επιβάλλει, από ψηλά, από τον θόλο, ο ίδιος ο Θεός.

 

Κάνοντας ζάπινγκ, ένα βράδυ, στην τηλεόραση του ξενοδοχείου, εντυπωσιάστηκα που τρεις τηλεοπτικοί σταθμοί της πόλης είχαν ζωντανή αναμετάδοση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων μέσα από καθολικούς ναούς. Μία συναυλία τζαζ, ένα ορατόριο και μία συναυλία κλασικής μουσικής με έγχορδα και πνευστά. Το κοινό, καθισμένο σε καρέκλες, παρακολουθούσε με την κατάνυξη και τη σοβαρότητα που επέβαλε ο χώρος. Σκέφτηκα πως η καθολική εκκλησία ανοίγει τις πόρτες της στις τέχνες και στον πολιτισμό, κάτι που σπάνια να συμβεί στις ορθόδοξες εκκλησίες. Εκεί, δυστυχώς, ακόμα κυριαρχεί το στεγνό, από άμβωνος κήρυγμα, η μισαλλοδοξία στους αλλόθρησκους και ο ρατσισμός σε μετανάστες και διαφορετικούς.


                     (Στρασβούργο, Σεπτέμβριος 2023)

 

 

 

 


Personal zoo (3)-Τα σκυλιά

 

 

 

PERSONAL ZOO (3)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

 

 

 

Δυο κοπρόσκυλα κατηφορίζουν κάθε πρωί στην παραλία της Ποτίδαιας. Δεν ανέχονται το αυγουστιάτικο καμίνι, παίρνουν το γνώριμο χωμάτινο μονοπατάκι και βουτούν στα καθαρά νερά να δροσιστούν. Ύστερα, βρεγμένα όπως είναι, τινάζονται ευτυχισμένα και περιφέρονται ανέμελα στην πλαζ, σπέρνοντας τον πανικό. Μικρά παιδιά τρομάζουν στη θέα τους. Πετάνε, όπου βρουν, φτυάρια και κουβαδάκια και τρέχουν τσιρίζοντας στις ομπρέλες των γονιών τους για να προφυλαχτούν. Άντρες και γυναίκες τα κυνηγούν με πέτρες ανελέητα. Κάποιοι τα βάζουν με τον πρόεδρο της κοινότητας που αδιαφορεί για το γεγονός και δεν τα μαζεύει. Τα σκυλιά, έκπληκτα, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, κι εντέλει βρίσκουν κατάλυμα και σωτήρια στην απομονωμένη ομπρέλα δύο τουριστριών, που τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τ’ αφήνουν και να ξαπλώσουν δίπλα τους, στην αμμουδιά. Αφού κυνηγήθηκαν με λύσσα από τους περισσότερους λουόμενους, βρήκαν παρηγοριά και θαλπωρή στην άκρη της παραλίας.

Από την τρίτη κιόλας μέρα, έμαθαν να πηγαίνουν κατευθείαν στις τουρίστριες. Ξετρύπωσαν ένα πιο σύντομο δρομάκι που τα κάνει να γλιτώνουν το αφρισμένο μωρομάνι και τα βγάζει μπροστά στις καλαμιές, δέκα μόλις μέτρα από το επιθυμητό σημείο. Οι κοπέλες το διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Θαρρείς κι έχουν καθημερινά ραντεβού μαζί τους. Γίνονται ολοένα και πιο διαχυτικές με τα σκυλιά, μέχρι και λουκουμά τα αγοράζουν απ’ τον πλανόδιο λουκουματζή και τα ταΐζουν στο στόμα. Ένα εικοσαήμερο τώρα, ανελλιπώς, κάτω από τη θαλασσιά ομπρέλα τους.

Τα παίρνω μάτι, απ’ το σημείο που βρίσκομαι, και ζηλεύω. Σκέφτομαι όμως πως τ’ όνειρο κάποτε θα τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα φύγουν οι τουρίστριες για την πατρίδα τους και θ’ αρχίσει πάλι η σκυλίσια ζωή τους. Αν τα δεχτούν, φυσικά, τα άλλα κοπρόσκυλα στο σινάφι τους, στην πλατεία, έτσι που καλόμαθαν απ’ την ανθρώπινη φροντίδα.

 

(Τα λάφυρα του Αυγούστου, αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 37-38)

 

 

 

 


Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Ποιήματα που φέρνει ο Βαρδάρης (ΙΙΙ)

 


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ (ΙΙΙ)-

ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΞΑΝΑ

 

 

(Τρεις πρόσφατες ποιητικές συλλογές, γραμμένες από ποιητές που έλκουν την καταγωγή τους από τη Βόρεια Ελλάδα: Τόλης Νικηφόρου, Διονύσης Στεργιούλας και Ρία Φελεκίδου.)

 

Τόλης Νικηφόρου, μια νύχτα κι ένα όνειρο, ποίηση, Μανδραγόρας, 2025

 

Συχνά, έτυχε ν’ αναρωτηθώ στο παρελθόν γιατί ο Τόλης Νικηφόρου, ένας σημαντικότατος λογοτέχνης και από τις πιο ολοκληρωμένες και ευδιάκριτες ποιητικές φωνές της γενιάς του, τυπώνει τα τελευταία 5 χρόνια με καταιγιστικούς ρυθμούς (το 2022 τύπωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές, το 2024 τρεις συλλογές και το 2023 δύο συλλογές). Για την υστεροφημία του δεν υπάρχει λόγος ν’ αγωνιά· την έχει κατακτήσει προ πολλού με το πλούσιο έργο του. Δεν τον ενοχλεί αυτή η υπερέκθεση στο κοινό του, ούτε ανησυχεί μήπως τυχόν, μοιραία, με τόση παραγωγή, υποπέσει στο ατόπημα της ποιητικής επανάληψης αισθημάτων, σκέψεων και ιδεών; Μια δική μου εξήγηση, που έχω καταθέσει εδώ και καιρό σε σχόλιό μου για τα βιβλία του, είναι ότι ο Τ. Ν. δεν είναι δυνατόν να μην τυπώνει συχνά, γιατί γράφει όπως ακριβώς ανασαίνει. Ακμαίος και ποιητικά δημιουργικός, στην ένατη δεκαετία της ζωής του, όχι μόνο δεν επαναλαμβάνεται, αλλά πάντα κάτι νέο και ενδιαφέρον έχει να μας χαρίσει.

 

          κεραυνός

 

φιλιούνται κι αγαπιούνται

τρυφερά και παθιασμένα

απελπισμένα

ο τελευταίος άνδρας

η τελευταία γυναίκα

την τελευταία μέρα του κόσμου

 

Οι στίχοι του Τ. Ν. είναι ιδιαίτερες στιγμές έκλαμψης του νου και της τέχνης του. Το ύφος, η αρμονία των λέξεων, η καταγραφή των αισθήσεων και των αισθημάτων, η μνήμη των πραγμάτων, ο φόβος απέναντι στο αβέβαιο μέλλον, η αναψηλάφηση της γυναίκας στην ολότητά της, η παιδική αθωότητα, αλλά και η τέχνη της ποιήσεως, τα μικρά και τα ασήμαντα της ζωής, όλα λάμπουν ανεξίτηλα, από βιβλίο σε βιβλίο, με νέες ποιητικές δημιουργίες και ιδέες, με νέα ποιητική ορμή, με νέες αλήθειες, που ο χρόνος τού εμφανίζει απρόσμενα στη συνείδησή του. Και όλα τα παραπάνω γίνονται ποίηση, ποιήματα ολιγόστιχα (σπανίως άνω της μίας σελίδας), ευανάγνωστα και θελκτικά, δίχως τη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων και, ηθελημένα, δίχως στίξη.

 

     άλλο μη ζητάς

 

μες στο σκοτάδι ένα φως

μια μουσική μες στη σιγή

άλλο δεν έχει

άλλο δεν είναι

η ψυχή

 

Σε κάθε βιβλίο του Τ. Ν. ένα μέρος των ποιημάτων του αφορά την ποιητική τέχνη. Πολλοί ποιητές, γενικά, αναρωτιούνται στα βιβλία τους το πώς και το γιατί της ποιητικής δημιουργίας, και ο Ν. το κάνει με ειλικρίνεια και γνώση. Απ’ αυτήν την κατηγορία ποιημάτων ξεχωρίζω, από την πρόσφατη συλλογή του, τα ποιήματα «εντολοδόχοι», «ποίηση, 2», «γραφική ύλη», «γραφική ύλη, 2» και «άγριος ποταμός».

 

         εντολοδόχοι

 

γράφουμε πάνω στο νερό

και στον άνεμο

όπως προβλέπεται

από την κυρίαρχη του κόσμου

ματαιοδοξία

 

Το μεγαλύτερο σε έκταση ποίημα της συλλογής, το «πάθος», που καταλαμβάνει τρεις σελίδες, είναι ένας ύμνος στη γυναικεία δοτικότητα. Η γυναίκα που δίνεται με πάθος στο αρσενικό, κάνοντάς το ν’ αποκτήσει ουσία και νόημα η ζωή του. Μια τολμηρή κατάθεση για το αιώνιο σμίξιμο του αρσενικού με το θηλυκό, που, παρά την στιχουργική του τόλμη, αποπνέει τρυφερότητα (σς. 17-19)

Τέλος, επιστρέφοντας στην αρχική μου αναρώτηση περί της συχνής, τελευταία, παρουσίας του Τ. Ν. μέσα από αλλεπάλληλες τυπώσεις ποιητικών βιβλίων, ας ακούσουμε και την άποψη του ίδιου του ποιητή, μέσα από ένα ξεχωριστό του ποίημα, που και χιούμορ αναβλύζει, και περιέχει βιωματικό υπόστρωμα και αποκαλύπτει την υπαρξιακή αγωνία που εμπεριέχει πάντα η γραφή και, εν γένει, κάθε καλλιτεχνική δημιουργία:

 

     μπροστά στη μεγάλη πύλη

 

βρήκα και χτύπησα με δέος

τη μεγάλη πύλη μέσα στην ομίχλη

και μου άνοιξε ο ίδιος ο άγιος

—τι θέλεις από τώρα εδώ; ρώτησε σκυθρωπός

—είχα αλλεπάλληλα εμφράγματα, άγιε Πέτρο,

και έκρινα ότι έπρεπε να παρουσιαστώ

—άκουσε καλά, δεν σε στείλαμε εκεί κάτω

για να τα παρατήσεις με την πρώτη δυσκολία

άσε λοιπόν τα εμφράγματα στους γιατρούς

γράψε είκοσι-τριάντα βιβλία ακόμη

κι έλα μετά να εξετάσουμε την περίπτωσή σου.

 

 

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, αναρωτήθηκα. Μήπως, εκ των πραγμάτων, ο ποιητής είναι ταγμένος από κάποια αδιευκρίνιστη άνωθεν δύναμη, να γράφει ποιήματα (γιατί όχι και να τα τυπώνει;) μέχρι την τελευταία του πνοή;

 

Διονύσης Στεργιούλας, Ακραία λεκτικά φαινόμενα, ποιήματα, Νησίδες, 2025

 

Και μια που γίνεται λόγος περί ποιημάτων της ποιητικής τέχνης (ή της εναγώνιας αναζήτησης της ουσίας των λέξεων και των ποιημάτων διά της ποιήσεως) δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής ενός υποψιασμένου αναγνώστη το τελευταίο βιβλίο του ποιητή, μελετητή και δοκιμιογράφου Διονύση Στεργιούλα (1967), που τιτλοφορείται Ακραία λεκτικά φαινόμενα (Νησίδες, 2025). Δεν γνωρίζω αν αρχική πρόθεση του Στ. ήταν να συνθέσει ένα ενιαίο ποίημα, αποτελούμενο από σπονδύλους-σπαράγματα, των 5 ή των 6 περίπου στίχων έκαστο, όμως νομίζω πως αυτή του η υποτιθέμενη πρόθεση θα αποδυνάμωνε το συνολικό αποτέλεσμα και θα τον αδικούσε, γιατί το βασικό θέμα της συλλογής (η βυθοσκόπηση στο τι είναι λέξη και τι ποίημα, σε συνδυασμό με το ξεπέρασμα κάποιων στερεοτυπικών αντιλήψεων περί τέχνης και ζωής), είναι ένα θεματικό πεδίο αρκετά γενικό και αόριστο, πολλές φορές σκοτεινό και απλησίαστο από όσους μέχρι τώρα επιχείρησαν να το εξαντλήσουν διεξοδικά. Εξέλαβα, λοιπόν, το εν λόγω βιβλίο του Στ. ως μία συλλογή ολιγόστιχων ποιητικών σκέψεων, αναρωτήσεων,  φιλοσοφικών και ενορατικών στοχασμών, που, απομακρυσμένα από τον καβαφικό απόηχο προγενέστερων ποιημάτων του, παραπέμπουν ευθέως στην Παλατινή ανθολογία, στα αρχαία αποφθέγματα και επιγράμματα, στα γνωμικά του Λάο Τσε, στην φιλοσοφία του ταοϊσμού, και εν γένει στην τεχνική των μικροποιημάτων, που, πέρα απ’ αυτό που σημασιοδοτούν οι στίχοι τους, αφήνουν να διαφανεί και μία άλλη εκδοχή της αλήθειας, μια διαφορετική αντίληψη της ζωής, μια καινούρια θέαση των πραγμάτων.

Αν μπορούσα να συμπυκνώσω σε μία μόνο φράση, σε ένα μότο, αυτό που κάνει ο Στεργιούλας σ’ αυτό του το βιβλίο με τα περίπου 130 ποιητικά σπαράγματα, θα χρησιμοποιούσα τον στίχο του Γιάννη Υφαντή (ποιητή, που γνωρίζω πως έχει διαβάσει ο Στ. και πως τον εκτιμά), από τη συλλογή του Μανθρασπέντα (Κέδρος, 1980, β΄ ανατύπωση): «Πρέπει να ξαναβρούμε τα ονόματα των πραγμάτων»1. Αυτό κάνει και ο Στ. σ’ αυτά του τα ποιήματα: Αναζητά την αλήθεια των λέξεων και των πραγμάτων.

Τα μικροποιήματα του Στεργιούλα, παρά το έντονα φιλοσοφικό και υπαρξιακό περίβλημά τους, έχουν κάτι το παιγνιώδες, διαβάζονται ευχάριστα, κινητοποιούν τη σκέψη, απελευθερώνοντάς την από τα τετριμμένα και τα παγιωμένα, κι οδηγώντας την σε μια κατάσταση τύπου ζεν. Πρωτίστως, βέβαια, ο ίδιος ο ποιητής ένιωσε την ανάγκη αυτής της απελευθέρωσης της σκέψης του γράφοντας αυτούς τους στίχους, που είναι φαινομενικά απλοί, όμως κρύβουν συχνά κάποιο ιδιαίτερο και βαθύτερο νόημα.

 

      Δείγμα γραφής

 

Συνεννοούνται δίχως λέξεις

κι όμως συνεννοούνται τέλεια.

Φαίνεται πως μιλούν την ίδια γλώσσα!

Χωρίζω το οκτώ στα δύο.

Ένα έψιλον κι ένα τρία φανερώνονται

που ήταν κρυμμένα μες στον αριθμό.

(Πέντε και τρία, σκέφτομαι,

κάνουν και πάλι οκτώ.)

 

Αυτό το ποίημα το έγραψα για σένα.

Αν κάποτε απομακρυνθείς

οι λέξεις του θα σε αναζητούν.

Έγραψα μία προσευχή ανορθόγραφη

κι ούτε που ξέρω αν εισακούστηκε.

Λαμβάνει άραγε υπόψη του ο Θεός

τις ανορθογραφίες;

Πάντα στο τέλος θα έρχεται

η σκέψη που δεν ήρθε στην αρχή.

Πάντα στο τέλος θα έρχεται

η λέξη που δεν ήρθε στην αρχή.

 

 

Ρία Φελεκίδου, Ο ασφαλής ποιητής, εκδ. Κουκκίδα, 2025

 

Ενδιαφέρουσα η πέμπτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Ρίας Φελεκίδου (μεταξύ άλλων εξέδωσε δεκατρία παιδικά βιβλία και μία νουβέλα), που τιτλοφορείται Ο ασφαλής ποιητής και τυπώθηκε το 2025 από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Ποιήματα για την αλληλουχία των εποχών, την πανανθρώπινη πορεία της γυναίκας στη γη, την ερωτική αγωνία, τις ασύλληπτες μικρές χαρές της ζωής, για τις δενδροφυτεύσεις έρημων ζωών, για παιδιά που έρχονται από μακριά δοκιμάζοντας ν’ αντιγράψουν τη φωνή των πουλιών.

Από τις επιμέρους ποιητικές συστάδες (ενότητες) του βιβλίου ξεχώρισα το ΠΟΙΗΤΙΚΟΛΟΓΩ (κυρίως για την αίσθηση της μη βεβαιότητας και της μη ποιητικής ασφάλειας, που χαρακτηρίζουν το γράψιμο της ποιήτριας), με πέντε συνολικά ποιήματα, που προσιδιάζουν στη στόχευση με εκείνα του βιβλίου του Στεργιούλα, αλλά και με κάποια ποιήματα του βιβλίου του Νικηφόρου. Αντιγράφω από τη σ. 45 το τελευταίο κομμάτι του ποιήματος «Χανς, ένας ασφαλής ποιητής», που, κατά τα φαινόμενα, χάρισε τον τίτλο και σ’ ολόκληρη τη συλλογή.

 

-----------------------------------------------------------

 

Ο Χανς τίποτα δραστικό δεν αποφασίζει.

Δε συνιστούν ύλη ποιητική οι αποφάσεις.

Μόνο να γράφει και να σβήνει και να αγωνιά.

Η Ποίηση μέγγενη, μαγίστρα και μαυλίστρα

Στο δωμάτιό του τον κρατά περήφανα να ιππεύει

ίππους αόρατους σαν πέφτει η νύχτα

και να μαζεύει ολόγυρά του ωδικά πουλιά

το φως να διαλαλούν που επιστρέφει. Όμως

παραμένει πάντα ζωντανή η σιγουριά του

κι οι στίχοι του βέλη να σημαδεύουνε τους τοίχους

 

Μ’ απ’ τις ποιητικές βολές του ο κόσμος μένει απείραχτος.

 

 


Δεν γνωρίζω, τελικά, πόσο... απείραχτος μένει ο κόσμος από τη συγγραφή των τριών παραπάνω ποιητικών βιβλίων, που σας τα συστήνω ανεπιφύλακτα. Η ανάγνωσή τους, όμως, ακόμα κι αν δεν μεταμορφώσει τον περίγυρό μας προς το καλύτερο και το ευγενέστερο, το λιγότερο θα αλλάξει, έστω προσώρας, τον τρόπο σκέψης μας, θα μας ωφελήσει ως οντότητες και ως συνειδήσεις.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

_______________________________________________

1 Στίχος από το ποίημα του Γιάννη Υφαντή «Το μυστικό του χαμένου παραδείσου των ποιητών» (Μανθρασπέντα, Κέδρος, 1980, β΄ ανατύπωση).

 



Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στην παρακάτω διεύθυνση της bookpress:


                 https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/23603-poiimata-pou-fernei-o-vardaris-iii-treis-fones-apo-ti-voreia-ellada-akoygontai-ksana