Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον (τρία διηγήματα)

 


ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

(σχόλια για ένα διήγημα του F. S. Fitzgerald

και δύο διηγήματα του Joseph Conrad)

 

 

Τα καλοκαίρια, πάντα είχα μια αναγνωστική ροπή σε ολιγοσέλιδα βιβλία (μικρές νουβέλες ή διηγήματα). Όπως ένα ελαφρύ γεύμα ωφελεί τον οργανισμό, ιδίως τις πολύ ζεστές μέρες, το ίδιο νομίζω πως συμβαίνει και με τα βιβλία. Το ζήτημα είναι αν αυτό το «ελαφρύ» γεύμα περιέχει όλες τις χρήσιμες και απαραίτητες ουσίες για τον οργανισμό, να αποδίδει, εν ολίγοις, μέσα στις λίγες σελίδες του ανάγλυφη όλη την περιπέτεια της ζωής. Κι αυτό, λοιπόν, το καλοκαίρι επιλέγω, μεταξύ άλλων, δύο βιβλία κορυφαίων ξένων λογοτεχνών, τυπωμένα από μη εμπορικούς αλλά ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Τα βιβλία αυτά διαβάζονται απνευστί και κατορθώνουν με αξιοσημείωτη οικονομία λόγου να μας τα πουν όλα.

 

 

Επιστροφή στη Βαβυλώνα, του F. Scott Fitzgerald (εκδόσεις Οξύ)

 

Από τις εκδόσεις Οξύ, τον Σεπτέμβριο του 2024 και σε μετάφραση του Πάνου Τρομάρα, τυπώθηκε ίσως το σημαντικότερο διήγημα του F. S. Fitzgerald, το «Επιστροφή στη Βαβυλώνα». Μια ιστορία μόλις 62 αραιογραμμένων σελίδων, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που η «φράση-κλειδί» ή, αν προτιμάτε, το υπαρξιακό ρεζουμέ όλου του στόρι συμπυκνώνεται στην παρακάτω πρόταση: «Δεν γινόταν να τον κάνουν να το πληρώνει για πάντα» (σελ. 61).

Ο Αμερικανός Τσαρλς Γουέιλς (άλτερ έγκο του F. S. F.), αφού έζησε μποέμικη ζωή στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του ’20, δέκα χρόνια μετά, κι ενώ η σύζυγός του έχει πεθάνει (εν μέρει κι από δική του υπαιτιότητα), επιστρέφει στην πόλη του φωτός για να διεκδικήσει την κηδεμονία της εννιάχρονης κόρης του, που ζει με τους θείους της. Ελέγχει, πλέον, απόλυτα την εξάρτησή του από το αλκοόλ, έχει συνέλθει από την οικονομική του κατάρρευση, είναι ένας άλλος, υπεύθυνος και σοβαρός άνθρωπος, που άφησε πίσω τις επιπολαιότητες και τους δαίμονες του παρελθόντος. Όμως πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος δεν λένε να τον αφήσουν στην ησυχία του, δυναμιτίζοντας προσωρινά το όλο του εγχείρημα.

Το διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο φύλλο της Saturday Evening Post, τον Φεβρουάριο του 1931, είναι μια μικρή μαθητεία πάνω στις έννοιες «ενοχή» και «συγχώρεση». Ένα ολιγοσέλιδο αφηγηματικό διαμάντι, ενδεικτικό του ύφους και της τέχνης του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών από ανακοπή καρδιάς, έχοντας προηγουμένως αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα με το αλκοόλ.

 

Δείγμα γραφής (σς. 50-51)

 

Όταν έφτασε στο διαμέρισμά τους, κατάλαβε ότι η Μάριον είχε αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Τον υποδέχτηκε λες και ήταν ένας άσωτος συγγενής, όχι ένας απειλητικός παρείσακτος. Είχαν πει στην Ονόρια ότι θα πήγαινε μαζί του. Ο Τσάρλι χάρηκε όταν είδε πως η μικρή είχε τη λεπτότητα να κρύψει την υπέρμετρη αγαλλίασή της.

 

 

«Το κτήνος» και «Il Conde», δύο διηγήματα του Joseph Conrad (εκδόσεις Ευρασία-Στιγμός)

 

Ο πρώιμος μοντερνιστής Joseph Conrad (1857-1924) έζησε 16 χρόνια στη θάλασσα προτού εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Το ότι είναι άριστος γνώστης της θάλασσας και της ζωής των ναυτικών το αποδεικνύει περίτρανα (και) στο διήγημά του «Το κτήνος», που γράφτηκε το 1906. Στο διήγημα αυτό, που ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς το συγκαταλέγει μαζί με το «Il Conde», που ακολουθεί, μέσα στα δέκα καλύτερα του συγγραφέα, έχουμε μια ναυτική αφήγηση στο μπαρ «Τα τρία κοράκια», όπου βρίσκονται και πίνουν κάποιοι απόμαχοι ναυτικοί. Ένας απ’ αυτούς αφηγείται την ιστορία του «Κτήνους», ενός από τα πλοία της πλοιοκτήτριας εταιρείας Έιπς και Υιοί, που, πριν πέσει στα βράχια και αχρηστευτεί πλήρως, πρόλαβε να πάρει στον λαιμό του αρκετούς ναυτικούς αλλά και μία γυναίκα.

Η αφήγηση έχει έντονη δραματικότητα, φαντασία και ισχυρούς συμβολισμούς, στοιχεία που θα διακρίνουμε σε όλο το έργο του Conrad, που κυρίως είναι μυθιστορηματικό. Γενικά, τα διηγήματα που έγραψε ο Conrad, λειτούργησαν ως προπομπός αλλά και ως μαγιά για το μυθοπλαστικό του έργο. Στο εν λόγω διήγημα, το «Κτήνος», η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα μεταμορφώνει ένα άψυχο πλοίο σε ένα αδηφάγο και εκδικητικό στοιχείο της φύσης, προσδίδοντάς του ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Το δεύτερο διήγημα του βιβλίου, το «Il Conde», γράφτηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1908. Πρόκειται για μια άσκηση λεπτεπίλεπτου ύφους εκ μέρους του συγγραφέα, ένα αφηγηματικό κομψοτέχνημα, όπου και πάλι κυριαρχεί ένας απαισιόδοξος τόνος, η φαντασία και το έντονο δραματικό στοιχείο. Ο Conrad εδώ σκιαγραφεί περίτεχνα το πορτρέτο ενός εκλεπτυσμένου μεσήλικα, του Conde, όπως τον αποκαλεί ο περίγυρός του, τον οποίον ο αφηγητής συναντά και γνωρίζει σε ένα θέρετρο αναψυχής έξω από τη Νάπολη. Ο συγγραφέας-αφηγητής, πιάνοντας κουβέντα μαζί του, πληροφορείται πως βρίσκεται εκεί γιατί μόνο σ’ αυτό το σημείο της Γης, λόγω εξαιρετικού κλίματος, ο Conde αντιμετωπίζει την επίμονη ρευματοπάθειά του, ευελπιστώντας έτσι ν’ αυξήσει το προσδόκιμο της ζωής του. Όταν όμως ο Conde τού αφηγείται μια τραυματική εμπειρία που του συνέβη στη Νάπολη, σ’ ένα κοσμικό πάρκο δίπλα στη θάλασσα, ο αφηγητής νιώθει τον ήρωα να συγκλονίζεται και να γερνά πρόωρα. Αυτή η τραυματική εμπειρία αναγκάζει τον εκλεπτυσμένο μεσήλικα να προσγειωθεί και να αντιμετωπίσει κατάφατσα την αλήθεια της Νάπολης (κλοπές, απειλές, Μαφία), προσδίδοντας άκρως ειρωνική (στο όριο της κυριολεξίας) διάσταση στη ρήση του Γκαίτε «Vedi Napoli e poi mori» (Τη Νάπολη να δω κι ας πεθάνω), που ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί και ως μότο του διηγήματος.

 

Δείγμα γραφής (σ. 92)

 

Αν όντως όσα μου εξομολογήθηκε με αυτή την παντομίμα ήταν αληθινά, τότε η συμπεριφορά του ήταν απλώς εξαιρετική. Όχι δεν ήταν αυτό, δεν ένιωθε ντροπή. Είχε θιγεί όχι επειδή ήταν το επιλεγμένο θύμα μιας ληστείας, αλλά επειδή είχε γίνει αποδέκτης μιας τεράστιας απαξίωσης. Η προσωπική του γαλήνη είχε ευτελιστεί άδικα.

 

………………………..

 

  Τόσο ο F. S. Fitzgerald όσο και ο Joseph Conrad, μ’ αυτά τους τα διηγήματα αναπλάθουν περίτεχνα την εποχή, στην οποία αναφέρονται οι αφηγήσεις, και που οι ίδιοι είχαν ζήσει. Αν όμως κάτι είναι έντονα κοινό στις τρεις αυτές ιστορίες, είναι η έννοια του ανθρώπινου πεπρωμένου και του απρόοπτου της ζωής, που καταβάλλει τους ήρωές τους, θυμίζοντάς μας έντονα το αρχαίο απόφθεγμα: Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

 

Παναγιώτης Γούτας


 

                     Μπορείτε να διαβάσετε την κριτική και στην 

                   παρακάτω διεύθυνση της bookpress

                    https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/23555-epistrofi-sti-vavylona-tou-fitzeralnt-to-ktinos-il-conde-tou-konrant-to-pepromeno-fygein-adynaton

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

"Ένα δικό του δωμάτιο"-η πρώτη κριτική

 


                         





                          ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ

          

                      ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ 

                                 ΚΡΙΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ




Το πρώτο γραπτό κριτικό σχόλιο που έλαβα για το τελευταίο βιβλίο μου Ένα δικό του δωμάτιο (εκδόσεις Ρώμη, 2025) ήρθε από τη Βέροια, από τον έγκριτο ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Θανάση Μαρκόπουλο, που το δημοσίευσε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook). Το δημοσιεύω παρακάτω:

 

֎

 

Έμπειρος συγγραφέας ο Παναγιώτης Γούτας, ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, επανέρχεται στο προσκήνιο με μια σειρά 14 διηγημάτων υπό τον τίτλο «Ένα δικό του δωμάτιο» (2025).

 

Οι θεματικοί πυρήνες:

η αναζήτηση του προσωπικού χώρου και του χαμένου εαυτού,  η διεκδίκηση της συγγραφικής δόξας με αθέμιτους τρόπους, όπως η λογοκλοπή και η παραποίηση επωνύμου, η έλλειψη οράματος και η κάλυψή του από το υποκατάστατο του ποδοσφαίρου, οι πολιτικές και ιδεολογικές διαψεύσεις στο Μακεδονικό ή στο σοσιαλιστικό όραμα και τέλος ο έρωτας είτε ως σπινθήρας είτε ως στάχτη.

 

Με λόγο διαυγή και αφήγηση ρέουσα ο Γούτας διαπλάθει χαρακτήρες φυσικούς και θίγει ζητήματα που, όσο κι αν αγγίζονται, δεν εξαντλούνται.

 

Απόσπασμα από την «Αρμένισσα»

 

Σε τρία χειρουργεία τού παραστάθηκα, όµως «ευχαριστώ» δεν άκουσα από τα χείλη του. Συνήθιζε να ελέγχει κάθε τόσο την τσάντα µου, µήπως είχα ξοδέψει παραπάνω χρήµατα απ’ όσα εκείνος είχε υπολογίσει πως «δικαιούµουν». Έκανε τακτικό έλεγχο στις κλήσεις του κινητού µου για να βλέπει µε ποιον είχα µιλήσει ή µε ποιους είχα αλλάξει µηνύµατα. Τη µάνα µου δεν τόλµησα να τη φέρω ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι, µόνο φαγητό τής πήγαινα στο διαµέρισµά της, δύο τετράγωνα παρακάτω. Ο κύκλος των ανθρώπων που τον περιτριγύριζαν µε κοιτούσε πάντα αφ’ υψηλού. Η Αρµένισσα, µε φώναζαν υποτιµητικά, θαρρείς και δεν είχα όνοµα. Ο Αντώνης και η Αρµένισσα. Πάντα χαµήλωνα το βλέµµα όταν τους συναντούσα σε βιβλιοπαρουσιάσεις, σε εκδηλώσεις λόγου ή στον δρόµο. Κι όµως, µε δονούσαν σύγκορµη οι οµιλίες, οι απαγγελίες ποιηµάτων, οι αναγνώσεις των βιβλίων και οι συζητήσεις που ακολουθούσαν στο τέλος. Δινόµουν ολόκληρη στη λογοτεχνία. Θα µπορούσα να δουλέψω ως καθηγήτρια σε γυµνάσια και λύκεια της χώρας αξιοποιώντας το πτυχίο της φιλολογίας, που πήρα από το Α.Π.Θ., αλλά δεν αποδέχτηκα διορισµό, για να µένω σπίτι και να τον φροντίζω. Άλλωστε τα οικονοµικά του Αντώνη ήταν πολύ καλά, κι ας µην είχε δουλέψει ούτε µία µέρα στη ζωή του. Εισοδηµατίας εννέα ακινήτων - η περιουσία που κληρονόµησε από τον πατέρα του. Μόνο τρία τέσσερα ιδιαίτερα µαθήµατα κράτησα στη γειτονιά, έτσι, για το προσωπικό µου χαρτζιλίκι. Να πηγαίνω µία στις τόσες ένα κοµµωτήριο, να ψωνίζω καµία φούστα ή τίποτα παπούτσια, κανένα καλσόν ή καµιά καλή κολόνια. Και δυο τρία βιβλία τον µήνα απαραιτήτως, για τον ελεύθερο χρόνο µου. Μου το έλεγαν οι φίλες µου, η Σάρα και η Αρσίνη, µήπως και προλάβαιναν, τότε, εκείνον τον γάµο:

- Λενίγια, όταν αυτός θα εξηνταρίσει, εσύ θα είσαι ακόµα ένα λουλούδι τριάντα πέντε χρόνων! Σκέψου το!

Όµως δεν τις είχα, τότε, ακούσει ...  (σ. 37-38)

 

 

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

personal zoo

 



 

 

PERSONAL ZOO (2)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ

 

 


Βαρέθηκα τους κουλτουριάρηδες του «Σαντέ» και του «De facto», ανήμερα εθνικών επετείων, να χαζολογούν ασύστολα. Τους πρωινούς καφέδες, τα χουζουρέματα κάτω από το πάπλωμα. Τραβώ γραμμή για την παραλιακή, στην παρέλαση που μόλις αρχίζει.

Αεράκι επετειακό, στριμωξίδι κaι εθνική ανάταση. Ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Οι αδελφές  νοσοκόμες. Οι αψείς  λοκατζήδες με τις αρβύλες να βουλιάζουν στην άσφαλτο. Η κραυγή της ομάδας καταδρομέων. Οι ευέλπιδες με το άψογα συντονισμένο σηκωμένο χέρι και το σπαθάκι να χρυσίζει. Αρραβωνιαστικιές από την επαρχία που ήρθαν για να καμαρώσουν τους καλούς τους. Ηλικιωμένοι που αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία του έθνους μας και της ζωής τους.

Και ξαφνικά, λίγο πίσω από τους μαυροσκούφηδες, απρόσμενα, αναπάντεχα, εντελώς συμπτωματικά, πέντε σκυλιά του δρόμου περιφέρονται στον χώρο της παρέλασης. Μικρά παιδάκια χαχανίζουν βλέποντάς τα. Μανάδες τα δείχνουν με το δάχτυλο και υπομειδιούν. Μέχρι και οι επίσημοι παραξενεύονται. Εκείνα, σαν χαμένα, γυρίζουν εδώ και εκεί, κι εντέλει τρέχουν προς τη σωστή κατεύθυνση,  ατάκτως ερριμμένα. Τα πλησιάζει ένας βλοσυρός αστυφύλακας με το Ο Κ Ι στο χέρι και τα κλοτσάει. Αγριεύουν, απομακρύνονται για λίγο παραξενεμένα, συμμορφώνονται κάπως, μα επανέρχονται δριμύτερα. Με αδιακρισία και αναίδεια συνεχίζουν τη δική τους ασυνήθιστη παρέλαση.

Στημένος πίσω από τα σχοινιά του πεζοδρομίου, θαυμάζω τούτα τα κοπρόσκυλα που παρελαύνουν, δίχως να νιώθουν τίποτα από φρονήματα και επετείους.

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τεύχ. 131, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006)

 


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Έκθεση φωτογραφίας στο "Ανατόλια''

 


        




Η Βιβλιοθήκη Ελευθεριάδης στις εγκαταστάσεις του Anatolia High School ετοιμάζει μόνιμη έκθεση φωτογραφίας σημαντικών λογοτεχνών και εικαστικών της Θεσσαλονίκης, με δωρεά των Περικλή Σφυρίδη και Ανδρέα Σφυρίδη.




               



Δύο βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν

 



ΜΕ ΠΥΞΙΔΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Δύο από τα πρόσφατα πεζογραφικά βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν που ξεχώρισα, είναι και τα παρακάτω:

 

 

Coffe time, νουβέλα της Γιώτας Ιωαννίδου

 

Μια παντρεμένη γυναίκα, πενήντα χρονών, με γιο στην εφηβεία, είναι διοικητική υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, στον τομέα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιχορηγούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε πρωί, την ίδια περίπου ώρα, πηγαίνει σε ένα coffee shop κοντά στον εργασιακό της χώρο και αγοράζει καφέ. Το θερμό βλέμμα του εργαζόμενου στο καφέ, του Δημήτρη, τη διεγείρει, την αναστατώνει, δημιουργώντας της παράλληλα αντιφατικά συναισθήματα. Ωστόσο, τα «πρέπει» της και η αφοσίωσή της στην οικογενειακή σύμβαση που ζει προτάσσουν ισχυρές αντιστάσεις στο να ενδώσει στο παρατεταμένο φλερτ του αγνώστου που την πολιορκεί.

Η νουβέλα είναι ολιγοσέλιδη, πυκνή και γραμμένη με έξυπνο τρόπο. Είναι αληθοφανής και αποπνέει φρεσκάδα και πηγαίο ερωτικό αίσθημα. Ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και στους ελάχιστους διαλόγους (που ωστόσο κρύβουν πολλά) παρεμβάλλονται με έντεχνο τρόπο όλες οι βασανιστικές σκέψεις και ανασφάλειες της ηρωίδας περί έρωτος, ανθρωπίνων σχέσεων, οικογενειακής κόπωσης, απιστίας, ένας χείμαρρος από αμφιβολίες και ενοχές που την κατακλύζουν. Και όλο αυτό, χωρίς καν να έχει προχωρήσει μία σχέση, ούτε καν να έχει ξεκινήσει, μόνο από την αποδοχή εκ μέρους της ηρωίδας του αντίλαλου μιας φωνής, από τη θέρμη ενός αντρικού βλέμματος, από το σάστισμά της στην αίσθηση μιας αναπάντεχης και συνεχούς αντρικής παρουσίας, που την ξεβολεύει ευχάριστα από το συζυγικό της βάλτωμα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη γυναικεία οπτική (πώς θα γινόταν αλλιώς), ωστόσο η συγγραφέας, μέσα σε λίγες σελίδες, προλαβαίνει και πετυχαίνει να θίξει με άμεσο και καίριο τρόπο ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων σχέσεων και του ερωτικού παιχνιδιού. Στην ουσία, αποτυπώνει ένα σπάνιο ερωτικό αίσθημα, διάχυτο και απλωμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, με σκηνοθετικό ντεκόρ ένα κοινότοπο, καθημερινό, σχεδόν παρακμιακό καφέ της πρωτεύουσας. Η Γιώτα Ιωαννίδου, παρότι το συγκεκριμένο θέμα έχει εξαντληθεί στο παρελθόν από αρκετούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, έγραψε ένα κομψό βιβλίο για τους έρωτες που δεν υλοποιούνται (ή που είναι ανοιχτοί προς υλοποίηση στο μέλλον), με ισορροπημένη εκ μέρους της αντιμετώπιση του αντρικού και του γυναικείου ρόλου σε μία σχέση, κάτι που, λόγω των ακροτήτων και των υπερβολών της μεταφεμινιστικής εποχής μας και των απαιτήσεών της, σπανίζει στη σημερινή ερωτική βιβλιοπαραγωγή. 

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 24)

 

Γύρισε. Δεν την κοιτούσε, αλλά την είχε περιβάλει με την αίσθησή του. Ο ανδρικός λαιμός. Το παράστημα. Η σιωπή. Η γεμάτη νόημα σιωπή. Το άδειο μαγαζί. Κοίταξε στον καθρέφτη το κουρασμένο της πρόσωπο. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαναγίνει αυτή. Ο εαυτός της. Πέρα απ’ τον άνδρα της, τον γιο της, τη δουλειά της, την κοινωνική της θέση. Ήθελε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και κανέναν, να μπει στο μπαρ και να αγκαλιάσει αυτόν τον ξένο άνδρα. Να μην του μιλήσει, απλώς να τον φιλήσει

 

 

Ψυχή από πέτρα, συλλογή διηγημάτων της Λεύκης Σαραντινού

 

 

Στο βιογραφικό αυτής της συλλογής διηγημάτων διαβάζουμε πως η συγγραφέας, μεταξύ άλλων, έχει κάνει και σπουδές Ιστορίας. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι σπουδές της να υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία (και) αυτού του βιβλίου της. Στην Κομοτηνή, μάλιστα, όπως μας λέει στο ωραίο διήγημά της «Η ματιά μου σε έναν άλλον κόσμο», προστέθηκε και η Εθνολογία, λόγω των εκεί σπουδών της. Αυτό το δέος και την αγάπη της για Ιστορία και Εθνολογία, η συγγραφέας την πρόβαλε, τη διοχέτευσε στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, το Ψυχή από πέτρα, που πάντως δεν είναι και το πρώτο της βιβλίο, αφού έχουν προηγηθεί τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα και αρκετά βιβλία για παιδιά.

Τα διηγήματα της Σαραντινού δεν νομίζω πως πρέπει να κριθούν με βάση την πλοκή, την ένταση της γραφής, τις αφηγηματικές κορυφώσεις ή ένα αναπάντεχο και δυνατό τέλος. Πρόκειται για δεκαοχτώ ιστορικά ενσταντανέ, απλωμένα σε ένα πλατύ χρονικό εύρος (από το 1492 μέχρι σήμερα), στα οποία, με ήσυχη, συχνά κουβεντιαστή γραφή, γίνεται ανάπλαση μιας παλαιότερης εποχής και αναπαράγεται το ιστορικό πλαίσιο κάποιου κορυφαίου ιστορικού γεγονότος. Η συγγραφέας, επιδιώκει να ταξιδέψει στον χωροχρόνο ακυρώνοντας τους νόμους του σύμπαντος, μόνο και μόνο για να ζωντανέψει κάποιες στιγμές του παρελθόντος και να τις αποδώσει όπως εκείνη φαντάζεται πως έχουν γίνει. Ο ρόλος που επιδιώκει είναι κάτι σαν ρεπόρτερ στο παρελθόν, όμως σε στιγμές εκλεκτές, που συζητήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου από πολλούς ανθρώπους. Ιστορικά γεγονότα όπως η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο, της αποβίβασης του πλοιάρχου Κουκ στο Νησί του Πάσχα, του ξεσπάσματος της Ελληνικής επανάστασης στα Βαλκάνια, της απελευθέρωσης της Θράκης από τους Βούλγαρους, της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αλλά και στιγμές προσωπικές από τη σύγχρονη εποχή, που αποτυπώνουν μικρές, ελάχιστες νησίδες μικροϊστορίας (το πώς μεγάλωσε η Σαραντινού στο Ρέθυμνο, τις σπουδές της και την όλη αίσθηση που απεκόμισε από τη φοιτητούπολη Κομοτηνή κ.τλ.) χαρακτηρίζουν κάποια από τα διηγήματα του βιβλίου, προσθέτοντας το απαραίτητο ιστορικό (ή σύγχρονο, σε κάποια κείμενα) φόντο.

Η γραφή αποπνέει ειλικρίνεια, η αναπαράσταση του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου (τόποι, απλοί άνθρωποι της εποχής, διάλογοι, γεγονότα) γίνεται με πειστικότητα και αληθοφάνεια, και η αφήγηση κυλά ήρεμα και ευχάριστα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Ωστόσο, στο μέλλον, για να αποκτήσουν οι ιστορίες της Σ. μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα πρέπει να μην αρκεστεί μόνο στην πιστή αναπαράσταση μιας παλαιότερης εποχής αλλά να αναζητήσει πιο έντονα τα αίτια και τα αποτελέσματα των ιστορικών γεγονότων. Εν ολίγοις θα πρέπει η συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί η ίδια από τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά, κρατώντας, ίσως, και κάποιες επιφυλάξεις για την απήχησή τους στη σύγχρονη εποχή μας.

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 119-120)

 

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε… Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτήν την πόλη, πολλά, όμως, έχουν παραμείνει ίδια, όπως τότε. Τα αρώματα και το πολύ ιδιαίτερο αυτό χρώμα στα δρομάκια της Κομοτηνής ανήκουν σε αυτά που παραμένουν αλώβητα και απρόσβλητα στον χρόνο. Οι ήχοι και τα ευτράπελα της νύχτας επίσης, με νέα στέκια να έχουν προστεθεί στον μακρύ κατάλογο της νυχτερινής διασκέδασης. Πάμπολλοι φοιτητές ήρθαν, άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους εδώ, κι έπειτα έφυγαν και πάλι, με μια γλυκιά νοσταλγία στις αποσκευές και στις καρδιές τους.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

Το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε και στην παρακάτω διεύθυνση:

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23405-giota-ioannidou-coffee-time-leyki-sarantinoy-psyxi-apo-petra-me-pyksida-ton-erota-kai-tin-istoria


Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Αρχείο Περικλή Σφυρίδη

 



ΑΡΧΕΙΟ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

 

Από τον Οκτώβριο του 2023, οπότε και επ’ αφορμή των 90ών γενεθλίων του  Περικλή Σφυρίδη έγιναν τα εγκαίνια της Συλλογής και του Αρχείου του γνωστού συγγραφέα, το παραπάνω υλικό στεγάζεται στη Βιβλιοθήκη Bissell του Κολλεγίου Ανατόλια. Ο συγγραφέας, άλλωστε, υπήρξε απόφοιτος της τάξης του 1952 του εν λόγω Κολλεγίου, οπότε, δικαιωματικά, όλα τα αντικείμενα που αφορούν το λογοτεχνικό του παρελθόν (βιβλία δικά του ή της προσωπικής του βιβλιοθήκης, πίνακες, φωτογραφίες του, πορτρέτα, προσωπικά αντικείμενα, κριτικογραφία οπτικοακουστικό υλικό, αλληλογραφία του συγγραφέα με λογοτέχνες κ.τλ.) βρίσκονται στον ιδανικό χώρο, προσιτά στους επισκέπτες για να τα δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν, αλλά και στους ερευνητές της λογοτεχνίας για να τα μελετήσουν.

                     


Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎

 

 


ΤΑ «ΨΟΦΙΜΙΑ» ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ

 

 

 

Από τη θητεία μου στη γηπεδική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη μου κάποια περιστατικά και εικόνες. Η πρώτη εικόνα έχει να κάνει με τα μαξιλαράκια από φελιζόλ των γηπέδων. Όλοι σχεδόν οι φίλαθλοι τα κρατούσαν στο χέρι με την είσοδό τους στο γήπεδο, για να κάθονται άνετα πάνω στις κρύες κερκίδες. Η εικόνα του φιλάθλου με το εισιτήριο προτεταμένο στο χέρι και το φελιζόλ υπό μάλης ήταν πολύ χαρακτηριστική εκείνη την εποχή, στις θύρες εισόδου των σταδίων. Ένας συμμαθητής μου από το Λύκειο Τούμπας πουλούσε συχνά φελιζόλ τόσο έξω από την Τούμπα όσο κι από το Καυτατζόγλειο. Ήταν άριστος μαθητής και ιδιαίτερα θρησκευόμενος – γνώριζε απέξω όλα τα τροπάρια και τις γιορτές των αγίων. Πέρασε σε κάποια αξιόλογη σχολή, όμως, ακόμη και στο πτυχίο εξακολουθούσε να πουλά έξω από γήπεδα μαξιλαράκια για να τονώνει οικονομικά τους γονείς του. Τον πέτυχα, αρκετά χρόνια μετά, να κάνει το ίδιο κι έξω από το Θέατρο Δάσους, σε καλοκαιρινή συναυλία, του μίλησα, και έκτοτε έχω χάσει τα ίχνη του. Διόλου απίθανο να συνέχιζε για χρόνια να βγάζει μεροκάματο, όχι έξω από γήπεδα, αλλά από συναυλιακούς χώρους της πόλης.

Θυμάμαι πως πέντε-δέκα λεπτά πριν από τη λήξη κάθε αγώνα, σηκώνονταν όρθιοι οι θεατές στα γήπεδα και, σαν να είχαν λάβει κάποιο αναπάντεχο, υπερκόσμιο μήνυμα από άγνωστη και σκοτεινή δύναμη, εκσφενδόνιζαν τα μαξιλαράκια στον αέρα. Πάντα κάποιος ξεκινούσε αυτή τη ρυπαρή και αγενή συνήθεια, και οι υπόλοιποι, ως μιμητικά όντα, ακολουθούσαν. Ο ουρανός γινόταν πάλλευκος από τα διαχυμένα φελιζόλ, πολλά μαξιλαράκια ο αέρας τα έβγαζε έξω από το γήπεδο, όμως άλλα τόσα κατέληγαν στον αγωνιστικό χώρο και συχνά ο διαιτητής διέκοπτε τον αγώνα για να καθαριστεί το γήπεδο. Το δικό μου μαξιλαράκι πάντα ήταν μισοφαγωμένο από το άγχος για την εξέλιξη της αναμέτρησης, που μετέφεραν τα ανήσυχα δάχτυλά μου στην επιφάνειά του. Συχνά, στο τέλος των αγώνων, εκσφενδόνιζα κι εγώ στα ουράνια της Τούμπας ή του Καυτατζογλείου μισό ή ένα τέταρτο από το μαξιλαράκι, αφού το υπόλοιπο είχε φαγωθεί στις επιθέσεις των αντιπάλων, όταν δοκίμαζαν την αντοχή της αμυντικής μας γραμμής αλλά και τα όρια του νευρικού μου συστήματος.

Ένα άλλο γηπεδικό στιγμιότυπο εκείνης της εποχής ήταν οι κληρώσεις κάποιων γυρολόγων των κερκίδων, που πουλούσαν λαχνούς στους φιλάθλους με έπαθλο ένα μακρύ κομμάτι ξύλο, που είχε πάνω του κρεμασμένα με λαστιχάκια τρία, τέσσερα χιλιάρικα, δυο-τρία πακέτα Μάρλμπορο, μερικούς πάκους χαρτομάντιλα και κάποιες σοκολάτες και συσκευασίες με τσίχλες. Ο πιο γνωστός τύπος σε όλη τη Θεσσαλονίκη, ο μαιτρ των κληρώσεων, ήταν ο «Μαύρος», ένας μελαχρινός μεσήλικας, μονίμως ιδρωμένος και ανήσυχος.

—Πάρτε λαχνούς από τον Μαύρο, παοκτσάκια μου! έλεγε στην Τούμπα και, πάντα, πέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα (κάποιες φορές και στο ημίχρονο), έκανε την κλήρωση, δίνοντας το έπαθλο σε κάποιον τυχερό.

Συμμετείχα κι εγώ, στο παρελθόν, σε τέτοιες κληρώσεις, όμως δεν κέρδισα ποτέ ούτε τα λαστιχάκια από τον γηπεδικό μποναμά. Τον «Μαύρο» τον πετύχαινα εκείνη την εποχή και στο Χαριλάου και στο Καυτατζόγλειο. Η ίδια μπεσαλίδικη διαδικασία, τα νούμερα ανακατώνονταν έντιμα σε μια μαύρη κουκούλα –σαν εκείνες των δωσίλογων επί γερμανικής κατοχής–, ένα μικρό συνήθως παιδί, επιλεγμένο από το πλήθος, έβαζε δειλά το χεράκι του κι επέλεγε τον νικητήριο λαχνό και πάντα κάποιος έβγαινε κερδισμένος. Μονάχα η παρότρυνση του «Μαύρου» από γήπεδο σε γήπεδο ήταν διαφορετική. Το «παοκτσάκια μου» της Τούμπας, στο Χαριλάου γίνονταν «αρειανάκια μου», και στο Καυτατζόγλειο «ηρακλάκια μου». Κι όλοι, γαλάζιοι, κίτρινοι κι ασπρόμαυροι έτρεχαν να αγοράσουν λαχνούς από τον «Μαύρο», μπας κι αλλάξει η μαύρη τους τύχη.

Ένα μεσημέρι στην Τούμπα, σε αγώνα του ΠΑΟΚ –δεκατρία στα δεκατέσσερα εγώ–, στοιβαγμένοι στη θύρα 8, μαζί μ’ έναν συμμαθητή μου από το γυμνάσιο που είχε έφεση στο μάθημα της Έκθεσης, είχαμε πέσει στα χέρια του φοβερού και τρομερού, τότε, Μάκη Μανάβη, του μετέπειτα οργανωτή της Θύρας 4 του ΠΑΟΚ επί πολλές δεκαετίες. Άγνωστο πώς βρέθηκε σ’ εκείνο τον αγώνα στη συγκεκριμένη Θύρα για να οργανώσει εμάς, τα «ψοφίμια» κατά τη φρασεολογία του. Ίσως γιατί το ματς ήταν κρίσιμο για την ομάδα και οι φωνές μας υποτονικές και άχρωμες. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με το έτσι θέλω, μαζί με ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων (μαθητές, φοιτητές, φιλήσυχους μεσήλικες, καλοστεκούμενα γερόντια, γυναίκες κάθε ηλικίας και μικρά παιδιά) να βαράμε ρυθμικά παλαμάκια, να ουρλιάζουμε για την ΠΑΟΚάρα, χτυπώντας παράλληλα με λύσσα και τα πόδια μας στις κερκίδες για να δημιουργηθεί εκκωφαντικός θόρυβος και να τρομάξει ο αντίπαλος. Η προτροπή του γηπεδικού καθοδηγητή, ως προκαταρκτικό των όσων θα επακολουθούσαν, δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

—Χέρια-πόδια, ρε ψοφίμια! Ν’ ακουστείτε μέχρι την παραλία, γαμώ το κέρατό μου, μέσα!

Κι αμέσως μετά:

—ΠΑΟΚάρα, ολέ!

Το βράδυ, στο σπίτι, πονούσαν χέρια και πόδια από την οπαδική αυταπάρνηση και υπερπροσπάθεια. Ο ΠΑΟΚ πάλι είχε κερδίσει, και όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Το πιο ωραίο όμως είναι πως, λίγους μήνες μετά από το περιστατικό, η Θύρα 8 έκλεισε για λόγους στατικότητας. Κρίθηκε από ειδικούς μηχανικούς πως χρειαζόταν ενισχυτικά έργα για να λειτουργήσει ξανά, αφού δεν ήταν εγγυημένη μελλοντικά στο κοινό η στοιχειώδης ασφάλεια. Ύστερα απ’ αυτό, η Θύρα 8 έμεινε κλειστή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα έργα συντήρησής της είχαν καταντήσει σαν το γιοφύρι της Άρτας. Άραγε τα προστάγματα του συγχωρεμένου, πλέον, Μανάβη πόσο βοήθησαν στο πολυετή κλείσιμό της λόγω ρωγμών σε κερκίδες και σε υποστυλώματα;

Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το περιστατικό στη Θύρα 8, βλέπω τις αλλαγές στις συνήθειες των φιλάθλων και στη γηπεδική συμπεριφορά τους. Τα φελιζόλ είναι μάλλον περιττά, αφού όλα σχεδόν τα γήπεδα έχουν αποκτήσει πλαστικά καθίσματα. Κληρώσεις επιτήδειων γυρολόγων των κερκίδων δεν συμβαίνουν πια – ποιος περιμένει σήμερα να πλουτίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο; Η Θύρα 8 της Τούμπας, με λυμένο το θέμα της στατικότητάς της προ πολλού, φιλοξενεί συνήθως μαθητές από σχολεία, ενίοτε και οπαδούς ξένων ομάδων στους ευρωπαϊκούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Οι βίαιες αντιδράσεις των φιλάθλων (ρίψεις αντικειμένων, φτυσίματα σε αντιπάλους, ρατσιστικά συνθήματα κατά αντιπάλων κ.τλ.) έχουν μετριαστεί σημαντικά, αφού όλα πλέον ελέγχονται από τις εσωτερικές κάμερες των γηπέδων. Τζαμπατζήδες δεν υπάρχουν πια. Ούτε μικρά παιδιά που διπλαρώνουν στην είσοδο κάποιον μεσήλικα λέγοντάς του τη μαγική φράση «βάλε με κι εμένα, μπάρμπα!» για να δουν τζάμπα αγώνα. Τα εισιτήρια κόβονται κι ελέγχονται με ηλεκτρονικό τρόπο. Μέχρι και τα λαϊκά δικαστήρια, στο τέλος του αγώνα, χάθηκαν κι αυτά. Οι γκρίνιες, οι βρισιές, οι διαφωνίες και τα λογής πικαρίσματα εκφράζονται πλέον μέσω διαδικτύου. Όλα νοικοκυρεύτηκαν, εκσυγχρονίστηκαν, βελτιώθηκαν, απλοποιήθηκαν. Το άρωμα του παλιού οπαδικού πάθους έχει ξεθυμάνει σημαντικά. Κυρίως χάθηκε η αφελής πεποίθηση εκείνων των καιρών ότι μια τρίπλα του Κούδα ή του Δεληκάρη ή μια κεφαλιά του Αντωνιάδη μπορούν ν’ αλλάξουν το σύμπαν. Τι έμεινε αναλλοίωτο; Η μέτρια έως κακή ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί ακόμη να συναγωνιστεί τα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Και η αδιαπραγμάτευτη λατρεία των φιλάθλων για το έμβλημα της φανέλας, που υποστήριζαν από πιτσιρικάδες.

Όσο για εμάς, τα «ψοφίμια» της Θύρας 8, ακόμη φωνάζουμε. Μια που δεν υπάρχει πια Μάκης Μανάβης να μας παροτρύνει και να μας συντονίσει, συνεχίζουμε να στηρίζουμε την ομάδα, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Άλλοι επιμένοντας γηπεδικά, άλλοι απλώς νοσταλγώντας τα περασμένα μεγαλεία, άλλοι σιωπώντας αλλά αγωνιώντας, άλλοι ενθαρρύνοντας τους παίκτες από τον καναπέ, και κάποιοι, πιο ρομαντικοί, σκαρώνοντας ποιήματα, διηγήματα και αφηγήσεις για το ένδοξο παρελθόν της ομάδας. Αιώνιοι κοινωνοί κι αμετανόητοι οπαδοί της θρησκείας των γηπέδων, αλλά και της ποίησης που εξ αυτών απορρέει.

 

                       (2024, αδημοσίευτο διήγημα)