Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (3)

 



Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 




ΠΑΡΙΣΙ (3)

 

 

«Νησί της μοναρχίας» αποκαλούν οι Γάλλοι περιφρονητικά την Αγγλία, λόγω του πολιτεύματός της. Όμως αυτοί που, εδώ και σχεδόν δυόμισι αιώνες, κατέλυσαν εμφατικά τη μοναρχία, εξακολουθούν να διοργανώνουν μονοήμερες εκδρομές και επισκέψεις, με πανάκριβο αντίτιμο, στο παλάτι των Βερσαλλιών και στους Βασιλικούς κήπους, αφαιμάσσοντας οικονομικά τους τουρίστες, στο όνομα πάντα της δημοκρατίας.

 

 

Χάρηκα επειδή το κατάλυμά μου στο Παρίσι ήταν ένα από τα ξενοδοχεία της αλυσίδας Mercure. Θα με φιλοξενούσε για μία εβδομάδα το ίδιο ξενοδοχείο, όπου διαμένει κατά διαστήματα ο αγαπημένος μου Γάλλος συγγραφέας, ο Μισέλ Ουελμπέκ, (κάτι που συνηθίζουν να κάνουν, φυσικά, και κάποιοι ήρωές του), περιδιαβαίνοντας τη γαλλική ύπαιθρο και καταγράφοντας την κόπωση και τα αδιέξοδα των Γάλλων αγροτών αλλά και εν γένει του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου και του δυτικού πολιτισμού.

Παραγγείλαμε με τη γυναίκα μου, στο δωμάτιό μας, ποικιλία τυριών και τοπικό κρασί, όπως κάνει κατά καιρούς κι εκείνος, και το γιορτάσαμε δεόντως στην υγειά του.

Τώρα, το μόνο που μου μένει είναι να μάθω να γράφω όπως εκείνος.

 

Ο αρχηγός της εκδρομής -ικανός, ευφραδής και μόνιμος κάτοικος Παρισιού- στέλνει πάντα τα μέλη του γκρουπ που ξεναγεί σε γνωστή του Γαλλίδα, ιδιοκτήτρια αναψυκτήριου, στον χώρο των Βασιλικών κήπων των Βερσαλλιών, παρακάμπτοντας τις δύο άλλες υπαίθριες καντίνες. Εκείνη, σηκώνει παρέες Γάλλων από τα τραπεζάκια τους και τους αλλάζει θέσεις, για να δημιουργηθεί ο χώρος φιλοξενίας των συμπατριωτών του φίλου της. Μέχρι και χρέη σερβιτόρας εκτελεί για να εξυπηρετηθούν όλοι, δίχως παράπονα και καθυστερήσεις.

Το αθάνατο ελληνικό «μέσο», σκέφτηκα, διαπρέπει και εις Παρισίους!

 

 

Με συγκίνησε μία πληροφορία που έλαβα από τον ξεναγό, αναφορικά με τη Μονμάρτρη:

Δεκάδες, λέει, άσημοι (ή και καταξιωμένοι, πλέον) συγγραφείς και ζωγράφοι, από όλες τις μεριές του κόσμου, επιστρέφουν σε προχωρημένη ηλικία στη Μονμάρτρη για να επισκεφτούν τα μαγαζιά ή τα δωμάτια όπου έπιναν και κοιμούνταν στη μακρινή τους νιότη, αφήνοντας, συχνά, μεγάλα χρέη, για ν’ ανταποδώσουν τη φιλοξενία των ανθρώπων που τους υπέθαλψαν και τους ανέχτηκαν εκείνα τα χρόνια, ή για να συναντήσουν τους απόγονούς τους, αν οι προηγούμενοι έχουν πια πεθάνει.

 

 

Είχαμε αγοράσει με τη γυναίκα μου δύο κρύα σάντουιτς από το Carrefoor και, προτού καταλήξουμε στο δωμάτιό μας για να τα φάμε, σκεφτήκαμε ν’ ανεβούμε στην ταράτσα του ξενοδοχείου, στον 12ο όροφο, να κοιτάζαμε τη θέα, μήπως πίναμε εκεί ένα ποτό το βράδυ έχοντας στα πόδια μας το βραδινό Παρίσι. Η σερβιτόρα του μπαρ αρνήθηκε να μας επιτρέψει την είσοδο, λέγοντάς μας πως έχουμε μαζί μας προϊόντα αγορασμένα από άλλο κατάστημα και πως αυτό απαγορευόταν. Της εξήγησα στη γλώσσα της πως είμαστε πελάτες του ξενοδοχείου, πως θα βλέπαμε μόνο τον χώρο, με προοπτική να το επισκεφτούμε ξανά αργότερα. Η σερβιτόρα ανένδοτη. Αφήσαμε στην άκρη τα προϊόντα μας, της δείξαμε ταυτότητα και αριθμό δωματίου, όμως… Άρνηση και πάλι…

     Της είπα πως αυτό που κάνει δεν είναι ευγενικό, κάτι παρόμοιο τής επισήμανε και η γυναίκα μου στα αγγλικά, όμως η υπάλληλος το τροπάριο το γνωστό. Ρητή θέση του ξενοδοχείου κτλ. κτλ. Πήραμε την κρυάδα και τα κρύα μας σάντουιτς και επιστρέψαμε στο δωμάτιο. Φυσικά ακυρώσαμε την αρχική μας σκέψη για βραδινό ποτό στην ταράτσα.

Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε σε γειτονικό του ξενοδοχείου πάρκο, στην περιοχή της Defense. Ζευγάρια κάθονταν ήσυχα στα παγκάκια, μικρά παιδιά ακόμη έπαιζαν ξένοιαστα, μελαμψοί νεαροί χαριεντίζοντας μεταξύ τους, ένα σιντριβάνι πετούσε ψηλά το νερό με εντυπωσιακούς εναλλασσόμενους σχηματισμούς. Τότε είδαμε τον χοντρό αρουραίο να ξεπροβάλει από ένα παρτέρι του πάρκου και να τρέχει προς τη μεριά του δρόμου, σκορπίζοντας τον τρόμο σε αρκετούς θαμώνες.

―Άνθρωποι και ποντίκια, μονολόγησε η γυναίκα μου κι εγώ χαμογέλασα.

Ήταν η πιο πετυχημένη ατάκα για να συνοψίσει τα όσα είχαν προηγηθεί και, έτσι, να ολοκληρωθεί αυτό το μικρό πεζό.

 

Ένα μπουκέτο δροσερές Γιαπωνεζούλες, δεκάξι στα δεκαεπτά, με πουά ανάλαφρες φουστίτσες της αθωότητας να ανεμίζουν από το ελαφρύ αεράκι, φωτογραφίζουν, ενθουσιασμένες, από επιλεγμένο σημείο της πόλης τον φωταγωγημένο Πύργο του Άιφελ, ενώ από πίσω τους, μες στο στριμωξίδι και τον συνωστισμό, το επιτήδειο χέρι ψαχουλεύει αδίστακτα στα μισάνοιχτα σακίδια πλάτης, ξαφρίζοντας τα πορτοφόλια τους.

 

 

Το μαύρο ταξί τρέχει στο ίδιο μοιραίο τούνελ της πόλης όπως και τότε. Η θλιμμένη πριγκίπισσα αδημονεί να γλιτώσει από τους αδίστακτους παπαράτσι. Αδημονεί να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή της. Η γυναίκα μου με κοιτάζει με παράπονο κι εγώ ανησυχώ. Ιδρώνω, συστέλλομαι, οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν απρόσμενα. Το μαύρο ταξί συνεχίζει τον ξέφρενο ρυθμό του θαρρείς ακυβέρνητο. Προσπερνάμε το σκοτεινό σημείο, το τούνελ επιτέλους τελειώνει, βγαίνουμε πάλι στο φως. Αναπνέουμε και οι δύο ξανά, φανερά ανακουφισμένοι, ανάβοντας νοερά ένα κερί στη μνήμη της αδικοχαμένης πριγκίπισσας.

 

(συνεχίζεται)