Παρουσίαση
βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα
στο
βιβλιοπωλείο «Μεσιέ Σαρλό»
Την Παρασκευή 5
Δεκεμβρίου, στον φιλόξενο και ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου «Μεσιέ Σαρλό», στην
περιοχή Χαριλάου, έγινε η παρουσίαση της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων μου Ένα
δικό του δωμάτιο (εκδ. Ρώμη, 2025). Ομιλητές, εκτός του συγγραφέα, ο
εκδότης Γιάννης Κιντάπογλου και ο πεζογράφος Γιώργος Γκόζης. Παλιοί και νέοι
φίλοι, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί και αρκετοί ομότεχνοί μου με τίμησαν με την
παρουσία τους, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη.
Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς!
(αναδημοσίευση ενός
διηγήματος από τη συλλογή Ένα δικό του δωμάτιο)
ΔΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
Ο
αριθμός δέκα τον κυνηγούσε από τότε ανελέητα. Στα προσωπικά του, στις
καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, στις σχέσεις του. Θυμάται, αρχές της δεκαετίας
του ’90, ως δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφικής είχε ξετρυπώσει ένα μυθικό στέκι
της Θεσσαλονίκης, που το έλεγαν «Δέκα βήματα στην άμμο». Εκεί, συχνά, τα
Σάββατα, ξεσήκωνε τη συμφοιτήτριά του Μαρία Ν., που καταγόταν από την Αθήνα,
και πήγαιναν ν’ ακούσουν μουσική από μια παρέα μουσικών, που έμελλε να γράψει
ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Όλως τυχαίως –ή μήπως πάλι όχι;– η
κομπανία του μαγαζιού ήταν δέκα άτομα. Το ρεπερτόριό τους: πολιτικά τραγούδια
της εποχής, κάποια αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, πολύ Σαββόπουλος, έντεχνο και,
στο τέλος, πάλι λαϊκά. Το «Δέκα βήματα στην άμμο» στα καλύτερά του. Λένε πως εκεί
σύχναζε τακτικά και ο καθηγητής Μαρωνίτης – ο ίδιος πάντως δεν είχε την τύχη να
τον συναντήσει. Μια εξήγηση που είχε ακούσει τότε για την προέλευση του
ονόματος του μαγαζιού ήταν πως πάρθηκε από ένα παιχνίδι, που συνήθιζε να παίζει
η παρέα των μουσικών σε παραλία της Χαλκιδικής. Αλλά δεν είναι απολύτως βέβαιος
επ’ αυτού.
Θυμάται πως με τη Μαρία διαφωνούσαν συχνά
για τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές τους επιλογές. Εκείνος, ήπιος Ρηγάς,
αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής,
μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. Κάποτε,
μάλιστα, στην προσπάθειά του να χωρίσει έναν ΚΝίτη από έναν αναρχοαυτόνομο, που
είχαν πιαστεί στα χέρια στον περίγυρο της Φιλοσοφικής για ασήμαντη αφορμή, είχε
αποκτήσει ως παράσημα της «ειρηνευτικής του δράσης» μώλωπες από χτυπήματα και των
δύο, που έκαναν σχεδόν τρεις μήνες να φύγουν οριστικά από το σώμα του. Εκείνη
αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική συνδικαλίστρια και φοιτήτρια επί
πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα μαζί με τη διπλωματική της, και
σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.
Την ενοχλούσε που εκείνος διάβαζε το Δέκα
μικροί νέγροι της Άγκαθα Κρίστι με μεγάλο ενδιαφέρον, και χιμούσε εναντίον του
απροκάλυπτα:
—Μα, αστυνομική λογοτεχνία, άνθρωπέ μου…
Ελαφρότητες! Πού πήγε η ταξική σου συνείδηση; Οι επιλογές σου ανέκαθεν ήταν
συντηρητικές! τον έβαζε στη θέση του.
Έδινε τόπο στην οργή και ανεχόταν στωικά
την απολυτότητα της κρίσης της. Θα ερχόταν, άλλωστε, η στιγμή που θα τα
έβρισκαν οι δυο τους. Πρώτα με το «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου,
ύστερα με τον Μαρκές και τέλος… στο κρεβάτι της φοιτητικής εστίας, όπου
στέγαζαν τον έρωτά τους.
Κάποιο βράδυ, μέσα στην κάπνα του μαγαζιού
και στις στραγγισμένες Δεμέστιχες και Μαλαματίνες, η Μαρία σκέφτηκε να σηκωθεί
επί σκηνής και να τραγουδήσει. Στο εν λόγω μαγαζί, σχεδόν για ένα μισάωρο κάθε
βράδυ, είχε τη δυνατότητα ο καθένας να παίρνει το μικρόφωνο και να παρουσιάζει
το ταλέντο του στο κοινό, ερμηνεύοντας κάποιο τραγούδι της αρεσκείας του – ένα
είδος διαγωνισμού ταλέντων της εποχής. Η Μαρία ερμήνευσε το «Κάνε λιγάκι
υπομονή» του Τσιτσάνη. Το είπε μοναδικά, με λαγγεμένα τσακίσματα και σωστή τονικότητα
στη φωνή της. Χάλασε ο κόσμος. Όρθιοι οι θαμώνες επευφημούσαν, οι παρέες
ενθουσιασμένες τη χειροκροτούσαν, απαιτώντας επίμονα να πει κι άλλο τραγούδι.
Εκείνη πετούσε στους επτά ουρανούς. Δεν τόλμησε να συνεχίσει. Παράτησε το
μικρόφωνο και κούρνιασε δίπλα του σαν γατί.
—Λες να γίνω ποτέ τραγουδίστρια; τον
ρώτησε γλυκά, με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία.
—Γιατί όχι; Τι παραπάνω, δηλαδή, έχουν οι
άλλες; την ενθάρρυνε, θαυμάζοντας κρυφά το πάθος της με το τραγούδι.
Κόλλησε αυθόρμητα τα χείλη της στα δικά
του σε ένα βαθύ φιλί, δίχως τελειωμό.
Δύο μήνες από εκείνο το βράδυ, από εκείνο
το ανέλπιστο φιλί, χώρισαν. Εκείνη, ενθαρρυμένη από έναν κάπως γνωστό συνθέτη
της πόλης που την είχε πλησιάσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, στο τραπέζι τους,
τάζοντάς της λαγούς με πετραχήλια, παράτησε και τη Φιλοσοφική και τη
Θεσσαλονίκη και τον ίδιο. Έγινε τραγουδίστρια, αλλά ποτέ πρώτο όνομα. Βγάζει,
απ’ ό,τι μαθαίνει από κοινούς φίλους, τα προς το ζην φυτοζωώντας, τριάντα πέντε
χρόνια τώρα, σε συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Η νυχτερινή ζωή τσάκισε και τη
φωνή της και την όψη της.
Περνάει συχνά από τον αριθμό 16 της οδού
Φλέμινγκ. Από το 2014, στον ίδιο ακριβώς χώρο, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση,
στεγάζεται το θέατρο Τ. Ένα μικρό θεατράκι, ογδόντα περίπου θέσεων, που
λειτουργεί ως κατάλυμα σε άστεγες θεατρικές ομάδες της πόλης και σε
φιλοξενούμενες παραστάσεις. Θυμάται τα περασμένα. Το Δέκα μικροί νέγροι από τις
εκδόσεις Λυχνάρι και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του αγαπημένου του Νιόνιου. Το
Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Μαρκές. Την Αριστερά, που «είδε τον κόσμο σαν
έργο τέχνης»5 και τη Μαρία Ν., που ήθελε απεγνωσμένα, από τότε, να γίνει
τραγουδίστρια. Και το δέκα το καλό, τον Γιώργο Κούδα, που αλώνιζε εκείνα τα
χρόνια τα γήπεδα, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να επιστρατεύουν ακόμη και
αθέμιτα μέσα για να ανακόψουν τις μεγαλειώδεις επελάσεις του, με την μπάλα στα
πόδια. «Πώς να περνά τα βράδια της;» αναρωτιέται συχνά. «Τι να περνά αυτή τη
στιγμή από τη σκέψη της; Όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει, θα θυμάται
καμιά φορά τις βραδιές μας στο “Δέκα βήματα στην άμμο” ή τα έχει διαγράψει όλα
από τις κυψέλες της μνήμης της;»
Πρόσφατα, είδε το παλιό του αίσθημα
αποτυπωμένο σε μια ρεπροντιξιόν ενός ζωγραφικού πίνακα του Πάνου Παπανάκου.
Έργο με τέμπερα, μικρών διαστάσεων –μόλις 17x20 cm–, με τον τίτλο: «Οι
αλησμόνητοι πανηγυρισμοί της νεότητος». Ζωγραφισμένος τρία ολόκληρα χρόνια πριν
από τη γνωριμία του με τη Μαρία, τον είχε καθηλώσει με τη θέρμη των χρωμάτων
του αλλά και με τον συμβολισμό του. Έμεινε να τον κοιτά σαν μαγεμένος στο σπίτι
ενός φίλου του, όπου ήταν αναρτημένος.
—Τόσο πολύ σ’ αρέσει αυτός ο πίνακας; τον
ρώτησε με νόημα ο φίλος του. Αν θέλεις, μπορώ και να σ’ τον χαρίσω.
Ακαριαία, σκέφτηκε πόσο επώδυνη θα του
ήταν μια ισοβίως καθημερινή ενατένιση του πίνακα, αν αυτός γινόταν κτήμα του. Η
μόνιμη αίσθηση εκείνου του πικρού αποχωρισμού.
—Προσέχω τον συνδυασμό των χρωμάτων και
την τεχνική του καλλιτέχνη, δικαιολογήθηκε στον φίλο του, κρύβοντας, όπως όπως,
την ταραχή του.
2019
Στην παρακάτω διεύθυνση μπορείτε να
παρακολουθήσετε βίντεο ελάχιστων λεπτών από την εκδήλωση:


