PERSONAL ZOO (1)
Από παιδί, ένιωθα πως τα ζώα καταλάβαιναν κάτι που εμείς ξεχάσαμε μεγαλώνοντας. Μια γάτα που κουλουριαζόταν δίπλα μου τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ένα σκυλί που ακολουθούσε τη διαδρομή μου χωρίς να ζητά τίποτα, ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε τον κόσμο του στους ώμους.
Σε αυτή τη στήλη, θα βρίσκετε κείμενα –δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα– που γεννήθηκαν από τέτοιες μικρές συναντήσεις.
Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει.
Ίσως, όπως λέει και ο Μίλαν Κούντερα, «τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο».
֎
ΤΟ
ΕΣΧΑΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ
Τα
καλοκαίρια, το κατάλυμά μου στη Χαλκιδική είναι τίγκα στο κουνούπι. Ένα ρέμα,
εκατό μέτρα στα αριστερά μας, όπου καταλήγουν τα πάσης φύσης νερά και απονέρια
–τα δικά μας και των γειτόνων– αποτελεί το ορμητήριο των φτερωτών εχθρών. Από
’κει ξεκινούν τις πτήσεις τους, ιδίως τις βραδινές, τα κουνούπια. Κουνούπια
καλοθρεμμένα και ισχνά, μικρά και μεγάλα, αναιδή και διακριτικά, όλων των ειδών
και προελεύσεων, ντόπια και αλλοδαπά, εφορμούν για ανθρώπινο αίμα.
Σήτες δεν έχω βάλει στις μπαλκονόπορτες.
Έχω, όμως, όλο τον αντικουνουπικό οπλισμό που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Σπρέι, οικολογικά και μη, το κλασικό Αουτάν, ταμπλέτες, υγρό που απωθεί έντομα,
συσκευή εντομοαπωθητική με μυρωδιά, ηλεκτρική συσκευή που απωθεί με ήχο και,
φυσικά, το παραδοσιακό φιδάκι που καίγεται αργά και εξοντώνει σταθερά. Κάθε που
βραδιάζει, βάζω όλες τις συσκευές σε λειτουργία σ' όλους τους χώρους του
σπιτιού, δύο σε κάθε χώρο. Τα φιδάκια προορίζονται για τα μπαλκόνια. Αλείβομαι
με Αουτάν ή κάτι άλλο πιο εύοσμο και περιμένω, πάνοπλος, την επίθεση του
αντιπάλου.
Πάντα βρίσκουν τρόπο να χωθούν και ίπτανται
στο διαμέρισμα. Πιάνουν γωνίες, πηγαινοέρχονται στο μπαλκόνι, φλερτάρουν με τις
αναμμένες λάμπες ή αράζουν στα ταβάνι καρτερικά, προγραμματίζοντας τα αιμοδιψή
τους χτυπήματα. Κάνω πως δεν δίνω σημασία. Βασίζομαι στην τεχνολογία και στα
γρήγορα αντανακλαστικά μου.
Δύο με τρεις, το βράδυ, πυκνώνουν οι
επιθέσεις. Ηχηρές πτήσεις, αδιάκριτες και θρασύτατες, από έντομα που παραβίασαν
το ζωτικό μου χώρο, τα σύνορά μου και το F. I. R. του αέρα που ανασαίνω –επικυρωμένο
με βούλα συμβολαιογράφου– επιζητώντας φορτικά μια ελάχιστη σταγόνα από το αίμα
μου. Πολλά, καθ’ οδόν, ζαλίζονται, άλλα πεθαίνουν στον αέρα, άλλα στην παλάμη
μου. Μερικά το κόβουν προς το μπαλκονάκι και από ’κει σε άλλο διαμέρισμα με πιο
ανίσχυρο σύστημα αεράμυνας από το δικό μου. Κάποια, περισσότερο ανθεκτικά και
αχόρταγα, τσιμπούν ανελέητα τα μπούτια, τον λαιμό μου, τα χέρια, τις πατούσες
μου, τα μάγουλά μου, μέχρι κι απ’ το σλιπάκι μέσα διεισδύουν. Χραπ και χρουπ,
κρότοι και παλαμίσματα ηχηρά, σφαλιάρες ξεγυρισμένες μες στη νύχτα, κάθε νύχτα.
Ξημερώνει. Μια λωρίδα ανατέλλοντος ηλίου
τρυπώνει ανάμεσα παράθυρο και στόρι και με ξυπνά. Με μισάνοιχτο μάτι το βλέπω,
το παρακολουθώ στην πτήση του. Το μόνο που απέμεινε από το χθεσινό σμήνος, από
τη βραδινή αδυσώπητη αερομαχία του δωματίου μου. Ένα κουνούπι παραζαλισμένο από
σπρέι και αντικουνουπικό υλικό εν γένει, ίπταται πτήση χαμηλή, μ’ έναν ήχο
αλλόκοτο, σιγανό, ξεθυμασμένο. Εντελώς αδύναμο, σαν υπνωτισμένο, συνεχίζει να
πετά παίρνοντας την κατιούσα. Θα ήταν εύκολη λεία να το αποτελειώσω. Μ’ ένα απλό, ανεπαίσθητο
χτυπηματάκι να το βυθίσω στην ανυπαρξία.
Δεν το αγγίζω, μόνο το καμαρώνω. Θαυμάζω το
έσχατο κουνούπι της πρωίας που άντεξε στις αδίστακτες μεθόδους μου. Πρόλαβε,
τάχα, να αξιωθεί το αίμα μου και να χορτάσει ή περιφέρεται άσκοπα σαν νησιώτικο
καμάκι του Σεπτέμβρη που, όλο το καλοκαίρι, δεν σταύρωσε μήτε ντόπιο γκομενάκι;
Ανοίγω, πλέον, και τα δύο μάτια, ανοίγω
διάπλατα και τα παράθυρα. Αποτίνω ύστατο χαιρετισμό στον καταρρέοντα αιχμάλωτο.
Ύστερα του επιτρέπω, αν μπορεί, να δραπετεύσει. Ή να πεθάνει, τέλος πάντων,
όπου και όπως επιθυμεί.
(αδημοσίευτο διήγημα)