ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (2)
(στη
στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά
καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)
●
Αυτόν
τον μήνα, μεταξύ άλλων, ο ταχυδρόμος μού έφερε και τον τόμο «Με το βλέμμα σ’
έναν στίχο», 50+2 βραβευμένα διηγήματα, ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ, 2025.
Κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους κριτικούς λογοτεχνίας και συγγραφείς Ευτυχία
Γιαννάκη, Τέσυ Μπάιλα και Κωνσταντίνο Μπούρα, επέλεξαν 52 διηγήματα από ένα
σύνολο 1003 διηγημάτων που έλαβαν. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται για όγδοη συνεχή χρονιά και, κατά την κριτική επιτροπή, φέτος "τα κείμενα ανέδειξαν τη ζωντάνια, τη φαντασία και το βαθύ συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί όταν η πεζογραφία συναντά την ποίηση". Αντί γενικού σχολίου, αναδημοσιεύω ένα από αυτά τα
διηγήματα του ενδιαφέροντος αυτού τόμου.
Αναπαράσταση ΙΙΙ
Της ΓΟΥΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ
Μα εγώ θα κάνω την αναπαράστασή του·
ο πιο μικρός του φίλος, μια σκιά
από το ποίημα του Γιώργου Ιωάννου
«Αναπαράσταση»,
Συλλογή Τα Χίλια Δέντρα, 1963
με αναφορά στον Γιάννη Χρήστου
Ο
Γρηγόρης Σεμιτέκολο περίμενε ακίνητος πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα έκανε δύο
τρία μικρά βήματα προτού ξεκινήσει να περπατά σαν υπνωτισμένος, κατευθυνόμενος
προς το πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής. Βημάτισε για λίγο αργά, επιβράδυνε
απότομα και συνέχισε να περπατά με ταχύτερο ρυθμό αυτήν τη φορά. Σε απόσταση
ενός μέτρου από το πιάνο σταμάτησε απροσδόκητα. Παρέμεινε εκεί ακίνητος και
ωχρός για μερικές στιγμές, που διήρκησαν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε και λιγότερο
απ’ όσο θα ήθελε, και, έπειτα από περισυλλογή, αποφάσισε πως θα το προσέγγιζε
επιφυλακτικά.
Την επόμενη στιγμή, χωρίς να το καταλάβει,
βρισκόταν μόλις μια ανάσα μακριά του. Έτσι ορθός ακόμα, άπλωσε το τρεμάμενο
χέρι, τεντώθηκε στοιχειωδώς και, με τα ακροδάχτυλα δειλά και το κορμί λοξό,
άγγιξε το άσπρο διερευνητικά. Ο πιανίστας Γρηγόρης Σεμιτέκολο δεν είχε άλλη
επιλογή από το να καθίσει. Με τα χέρια να κρέμονται άχαρα πλάι στα πλευρά του
και τον νου του σε επιφυλακή, κοίταξε ευθεία μπροστά του αμήχανα. Όποιος είχε
κλειστά τα μάτια θα έλεγε πως δεν ακουγόταν κανένας ήχος ως τότε, αλλά ο
Γρηγόρης Σεμιτέκολο γράπωσε εκείνη τη στιγμή το καπάκι του πιάνου και ξεκίνησε
να πνίγει έναν βουβό θρήνο μέσα σε βραχύφωνες συλλαβές, κουνώντας το κεφάλι του
ανεπαίσθητα μπρος και πίσω και φτιάχνοντας ολοένα και μεγαλύτερες κυφώσεις.
Σήκωσε το δεξί του χέρι, σκληρό σαν σε
τετανία, και το προσγείωσε ευγενικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, πάνω στο τελευταίο
δεξί πλήκτρο, ενώ ο καημός του μεγάλωνε. Το έκρουσε με ορμή, δεν γινόταν
αλλιώς. Το πελέκισε με την κόψη της παλάμης δυνατά και, στιγμιαία, ένιωσε μια
απέραντη ανακούφιση. Σχημάτισε ένα τόξο και κατευθύνθηκε αντιδιαμετρικά προς τα
μπάσα. Και πάλι πέτυχε την κρούση, με τις δύο παλάμες αυτή τη φορά, βίαια,
καλωσορίζοντας στην ψυχή του μια νέα αναζωογόνηση. Ίσιωσε την πλάτη του και
ξεκούρασε τα χέρια μπροστά, πάνω στα πλήκτρα, έπειτα από μία εκπλήρωση, με μία
ψευδαίσθηση υποταγής.
Τα δέκα βογκητά του Γρηγόρη Σεμιτέκολο δεν
μπορούσαν να σιγήσουν πλέον. Όταν ένιωσε έτοιμος, προετοίμασε το στόμα και το
κορμί του για τη διαπεραστική κραυγή του αβάστακτου πόνου, που διακόπηκε
θαρρείς στη μέση αφήνοντάς τον παγωμένο. Το χέρι σαν τσεκούρι άρχισε να πέφτει
άδικο και αδιάκριτο πάνω στα πλήκτρα. Το πιάνο αντέδρασε γκρεμίζοντας το
καπάκι, και ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο έπεσε στα γόνατα μπροστά του μετανοώντας,
εκλιπαρώντας, άλλες φορές εξαπολύοντας απειλές και ύβρεις. Όταν σηκώθηκε
ηττημένος, έγνεψε έντρομος προς κάθε κατεύθυνση με προτροπή για διαφυγή. Χρόνια
μετά, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο ακόμα γνέφει χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ρωγμή
στο κέλυφος.
(σς. 32-34 του τόμου)
