Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 


 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΣΙΝ ΣΤΟΝ ΚΟΤΑΡΣΚΙ

 

 

 

Με τον Λεωνίδα –Λεό τον φωνάζαμε στη γειτονιά– παίζαμε τη δεκαετία του ’70 μπάλα στις αλάνες του Χαριλάου. Η αγαπημένη του θέση ήταν αυτή του τερματοφύλακα. Είχε αγορασμένη την πλήρη εξάρτυση ενός γκολκήπερ της εποχής –καπελάκι, μπλούζα με το νούμερο 1 στην πλάτη, σορτάκι, γάντια, περικνημίδες– και κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό όνομα γνωστού κήπερ (το κοινοποιούσε στην υπόλοιπη παρέα), μιμούμενος τις κινήσεις και τις εκτινάξεις του. Άλλοτε γινόταν Γιασίν, άλλοτε Χρηστίδης, άλλοτε Σαββουλίδης, άλλοτε Στέφας. Έκανε βουτιές δεξιά αριστερά, ηρωικές εξόδους, έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Τα γκολ έπεφταν βροχή, οπότε, πριν ακόμα λήξει το ημίχρονο, οι αρχηγοί των ομάδων, που συνήθως ήταν κάτι μαχαλόμαγκες της περιοχής, κάποια χρόνια μεγαλύτεροί μας, τον πετούσαν έξω κακήν κακώς. Έβγαζε, τότε, ο Λεό τα γάντια του, τα πετούσε με θυμό στο χώμα, άφηνε την αλάνα και το ποδόσφαιρο και γυρνούσε τσαντισμένος σπίτι. Το άλλο απόγευμα, όμως, πάλι κατέβαινε στην αλάνα για τα σχετικά, διαλέγοντας συμπαίχτες για το διπλό της ημέρας. Εγώ, λίγα χρόνια μετά, θα ξεκινούσα την αθλητική «σταδιοδρομία» μου στα μικρά της Α.Ε.Χ., πολύ πριν καθιερωθώ ως «παγκίτης» και «ρεζέρβα» του δευτέρου ημιχρόνου στην πρώτη ομάδα του Χαριλάου, στη δύση της δεκαετίας του ’80.

Τον συνάντησα, μισόν αιώνα μετά, στην περιοχή του Κήπου του Καλού, στα όρια της Κάτω Τούμπας με το Χαριλάου. Περίμενε υπομονετικά μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μπροστά του ήταν σταματημένο με αναμμένη μηχανή ένα μαύρο τζιπ Καγιέν.

—Τι γίνεσαι, ρε Λεό; Χρόνια και ζαμάνια…

Δεν άργησε να με θυμηθεί. Επιστρέψαμε στην παλιά γειτονιά με συγκίνηση. Τα παλιά είναι πάντα γλυκά και νοσταλγικά, τα τωρινά είναι που μας ταλανίζουν με την πολυπλοκότητά τους. Περισσότερα χρόνια στην πλάτη μας, μεγαλύτερες έγνοιες και σκοτούρες.

—Είμαι υποδιευθυντής σε μεγάλη αλυσίδα τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα, μου είπε. Από λεφτά δεν έχω παράπονο, αν και το πόστο μου έχει άγχη και ευθύνες. Όμως στον γάμο μου τα θαλάσσωσα. Παίρνω τον μικρό κάθε Σάββατο πρωί και τον πηγαίνω στην Ακαδημία βετεράνου ποδοσφαιριστή της πόλης μας. Μου λένε ότι έχει ταλέντο. Τερματοφύλακας, δεν περνά ούτε κουνούπι απ’ την εστία. Την ερχόμενη βδομάδα θα παίξει σε τελικό κυπέλλου στα τσικό, στον Βόλο. Και τις Κυριακές, καμιά φορά, τον πηγαίνω στην Τούμπα να δούμε τον ΠΑΟΚ. Πατέρας του Σαββατοκύριακου, όπως θα έχεις καταλάβει. Όλα τ’ άλλα τα έχει αναλάβει η πρώην γυναίκα μου. Εσύ, πώς τα περνάς;

Ενώ του εξιστορούσα επί τροχάδην τα δικά μου, ανοίγει η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και βγαίνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οκτώ, με πεταχτά αυτιά και πλατύ μέτωπο – ο Λεό σε μικρογραφία. Φοράει καπελάκι, αθλητική μπλούζα, παντελονάκι, περικνημίδες και έχει στη μασχάλη τα γάντια του. Δείχνει ετοιμοπόλεμος. Στην πλάτη της μπλούζας του γραμμένο το όνομα του τωρινού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ: ΚOTARSKI.

«Το ανθρώπινο είδος σε εξέλιξη!» σκέφτηκα υπομειδιώντας και χάιδεψα στο μάγουλο το έκπληκτο πιτσιρίκι, που εξακολουθούσε να με κοιτάζει απορημένο.

 

(2023)

 

 


         

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

"Ένα δικό του δωμάτιο" -προδημοσίευση

 



 

ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ

 

 

           



Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΡΩΜΗ η καινούρια συλλογή διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο. Πρόκειται για 14 διηγήματα, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα. Παρακάτω, παραθέτω απόσπασμα από το διήγημά μου «Η Αρμένισσα» καθώς και το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

 

 

 

Η ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ

(απόσπασμα)

 

……………………………………..

 

Εκείνη τη βροχερή μέρα ένιωθα από το πρωί ένα σφίξιμο στο στήθος. Σαν να δέθηκε κόμπος η ψυχή μου και πίεζε όλο το σώμα μου. Ένιωθα πως κάποιος μού πίεζε τον λαιμό και είχε σταματήσει η αναπνοή μου. Άνοιξα το παράθυρο να πάρω λίγο αέρα και άκουσα πίσω μου απαιτητική τη φωνή του:

—Κλείσε το παράθυρο!

Γύρισα και τον κοίταξα. Το εξασθενημένο του σώμα, ζαρωμένο σε μία γωνιά του δωματίου, τελείως ανίσχυρο και ασθενικό, ήταν χωμένο κάτω από μία κουβέρτα. Προεξείχαν μόνο τα πόδια του, δύο ισχνά, ολόλευκα, γερασμένα πόδια, ενώ τα βαθουλώματα στα μάγουλά του θύμιζαν νεκροζώντανο. Ανέπνεε βαριά, μέσα από τα σωληνάκια του ιατρικού μηχανήματος παροχής οξυγόνου, που χρησιμοποιούσε τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Και μόνο δύο κατάμαυρα επίμονα μάτια έλαμπαν στο ημίφως, καθηλωμένα πάνω μου, αμετακίνητα. Σαν δύο κάννες όπλου με σημάδευαν ανελέητα. Ούτε οι φίλοι του, ούτε ο γιος του από τον πρώτο του γάμο, ο φέρελπις επιχειρηματίας, ο αμετανόητος εργένης και μπον βιβέρ της πόλης, ούτε τα τυπωμένα βιβλία του και οι όποιες ενθαρρυντικές κριτικές είχε αποσπάσει, τίποτα δεν του έδιναν πλέον ζωή.

Πήρα από τη βιβλιοθήκη το Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι –ένα δικό του, παλιό αγαπημένο βιβλίο, από τα φοιτητικά του χρόνια– και άρχισα να του διαβάζω. Έκανα τη φωνή μου όσο πιο μαλακή και τρυφερή γινόταν. Του διάβασα αργά λίγες σελίδες. Τον είδα να γαληνεύει, να κλείνει ήσυχα τα μάτια του. Συνέχισα για λίγο ακόμη την ανάγνωση. Ένας ήρεμος ρόγχος, σαν ανεπαίσθητο σφύριγμα, βγήκε από το στόμα του. Πανικοβλήθηκα. Ζει ή έφυγε; Ζούσε ή φεύγει; αναρωτήθηκα, ενώ κρύος ιδρώτας με είχε περιλούσει. Ψηλάφησα με τα δάχτυλα τον σφυγμό του. Αδύναμος, μα σταθερός. Η ανάσα του ανεπαίσθητη, όμως την άκουγα, έστω με δυσκολία. Κοιμόταν. Όταν συνειδητοποίησα ότι τελικώς ζούσε, αισθάνθηκα ότι δεν είχε πια κανένα νόημα η δική μου ζωή. Εγώ ήμουν η πεθαμένη του διαμερίσματος, αυτός άντεχε, και δεν ήξερα για πόσο ακόμη. Έκλεισα μαλακά το βιβλίο και το έβαλα πάλι στη θέση του. Ξαναγύρισα, ύστερα από λίγα λεπτά, από το σαλόνι στο δωμάτιό του. Και τότε διαπίστωσα έκπληκτη ότι τα σωληνάκια από τη συσκευή παροχής οξυγόνου είχαν βγει από τα ρουθούνια του. Πάγωσα στη σκέψη να του τα ξανατοποθετήσω, έμεινα αδρανής και άπραγη. Έλεγξα εκ νέου τον σφυγμό του. Ήταν αργά. Ποιος αποσύνδεσε το μηχάνημα οδηγώντας τον στον θάνατο; Πρόλαβε να ξεπεράσει τα όριά του στην ελάχιστων λεπτών απουσία μου ή μήπως εγώ, σε κάποια ύπουλη συσκότιση του νου μου, προκάλεσα το αποτρόπαιο συμβάν, χωρίς να έχω συνείδηση της πράξης μου;

            

             ……………………………………..

 

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

 

 

Οι αντρικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του βιβλίου ισορροπούν δραματικά στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη στρωμένη και ευπρεπή ζωή τους και στην υπέρβασή της. Οι γυναίκες ηρωίδες, πάλι, προσπαθούν ν’ αποτινάξουν από πάνω τους όσα κρίματα η κοινωνία, η ζωή ή τα συγγενικά τους πρόσωπα τούς έχουν εναποθέσει. Όλοι τους -ευκολοπίστευτοι και πάντα προδομένοι, κατά τον σολωμικό στίχο -δεν έχουν σταθμίσει σωστά τα δεδομένα της ζωής τους και όλο κάτι τους διαφεύγει, ενώ στον αγώνα τους για επιβίωση πάντα το μάταιο καραδοκεί. Ένας αφανής κόσμος, που ζει και ανασαίνει δίπλα μας.





προδημοσίευση του βιβλίου, που αναρτήθηκε στην book press


https://bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/23053-ena-diko-tou-domatio-tou-panagioti-goyta-prodimosiefsi

 








Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 



ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

 

֎

 

 

Με μεγάλη προσέλευση κόσμου και ιδιαίτερη επιτυχία διοργανώθηκε, το Σάββατο 10 Μαΐου, στο πλαίσιο της 21ης Διεθνής Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, στο Περίπτερο 12 της Αίθουσας «Φιλολογικό καφενείο», το τιμητικό αφιέρωμα για τον σημαντικό πεζογράφο και κριτικό Περικλή Σφυρίδη. Το δικό μου θέμα της ομιλίας μου είχε ως τίτλο «Η ιατρική ιδιότητα ως πεδίο έμπνευσης και δημιουργίας στο λογοτεχνικό έργο του Περικλή Σφυρίδη». Μίλησαν επίσης ο κριτικός λογοτεχνίας, γραμματολόγος και μεταφραστής Αλέξης Ζήρας, ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Θανάσης Μαρκόπουλος, ο δρ. Ιστορίας της Τέχνης και επιμελητής εκθέσεων στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. Miguel Fernández Belmonte και η συγγραφέας και πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης Δήμητρα Μήττα. Το επιμύθιο της δικής μου ομιλίας ήταν το παρακάτω κείμενο:

 

…………………………………….

 

Ο Περικής Σφυρίδης, που διετέλεσε επί δύο θητείες πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1975-1981), κατέγραψε με τόλμη και με τέχνη πτυχές του ιατρικού λειτουργήματος, καυτηριάζοντας συχνά τα κακώς κείμενα στον χώρο της υγείας. Επίσης, ως κατ’ εξοχήν βιωματικός πεζογράφος, κατέγραψε βιώματά του από τον ιατρικό στίβο, που είχαν αντίκτυπο σε άλλα μέλη της οικογένειάς του αλλά και στον ίδιο προσωπικά. Είναι από τους λίγους συγγραφείς πανελλαδικά που τόλμησαν να εκτεθούν, επικεντρώνοντας το βλέμμα τους στον εργασιακό τους χώρο, αφού η κοινωνική υποκρισία θριαμβεύει και η τακτική που κυριαρχεί γενικώς σ’ αυτή τη χώρα είναι να κουκουλώνουμε και όχι να φανερώνουμε πρόσωπα και καταστάσεις για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Μπορεί να πλήρωσε σκληρά το τίμημα αυτής της επιλογής του, όμως, παράλληλα, μας χάρισε πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα κείμενα αναφορικά με τον χώρο της υγείας αλλά και με την προσωπική του περιπέτεια ως ιατρού καρδιολόγου. Επιπροσθέτως, μάς έμαθε και τον τρόπο να κάνουμε τέχνη, όχι μόνο την προσωπική μας ζωή, αλλά και το επάγγελμά μας.

 

Φωτογραφίες εκδήλωσης







Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

21 Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης-Περικλής Σφυρίδης

 


                                               ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗ 

                         ΣΤΟ 21ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ                                                                   ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης τιμά τον συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη για το σύνολο του έργου του και για τη δράση και προσφορά του στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Για το συγγραφικό του έργο θα μιλήσουν οι:

Παναγιώτης Γούτας, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός

Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, γραμματολόγος, μεταφραστής, π. πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Θανάσης Μαρκόπουλος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας

Για τον Περικλή Σφυρίδη ως συλλέκτη έργων τέχνης θα μιλήσει ο:

Miguel Fernandez Belmonte, Δρ. Ιστορίας της Τέχνης, επιμελητής εκθέσεων στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.

Για το εκδοτικό του έργο η:

Δήμητρα Μήττα, συγγραφέας, πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης

Συντονισμός: Παναγιώτης Γούτας

Σάββατο 10 Μαΐου, ώρα 12:00,

Περίπτερο 12, Αίθουσα Φιλολογικό Καφενείο

       



       

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Παγκόσμια ημέρα τζαζ-Ένα διήγημα

 



ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ

ΤΖΑΖ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

 

[Η 30η Απριλίου έχει ανακηρυχθεί ως Διεθνής Ημέρα Τζαζ, ύστερα από Γενική Συνέλευση της ΟΥΝΕΣΚΟ, τον Νοέμβριο του 2011. Η πρωτοβουλία για την ανακήρυξη οφείλεται στον Αμερικανό τζαζίστα και πρέσβη καλής θελήσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ Χέρμπι Χάνκοκ. Επαναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το διήγημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Jazz & Τζαζ, τεύχ. 173/174, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007 (επιλογή και πρόλογος Σάκη Παπαδημητρίου).]

 

 

֎

 

 

 

Η ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

 

 

 

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε με λίγο Drambui, σε αναλογία τρία μέρη προς ένα, έβαλε στο πικάπ το δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Η τρομπέτα του διάσημου τζαζίστα θαρρείς ακαριαία τού έσβησε τη θλίψη. Άρχισε να τον ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Απόλυτα εναρμονισμένη με το πιάνο του Herbie Hancock, το διακριτικό, πλην σαφές, μπάσο του Ron Carter που «έκτιζε» ασταμάτητα, και τα αρσενικά τύμπανα του Tony Williams που σφυροκοπούσαν και κάρφωναν ανελέητα, όλα μαζί δημιουργούσαν ένα μαγικό ηχόχρωμα που τον είχε καθηλώσει.

 

 

Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το ομώνυμο «Nefertiti», ένιωσε ήδη να ίπταται ανεβασμένος σ’ ένα σύννεφο από πούπουλα. Η ιδέα τού σφηνώθηκε στο κεφάλι για τα καλά. Σήκωσε εκ νέου το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του εκδότη του.

—Κύριε Μαγδαλήνη, ο Βεργής είμαι πάλι. Διατίθεμαι να αγοράσω τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου μου, για να επισπεύσω την ολοκλήρωση της πρώτης έκδοσης. Πόσα ακριβώς μου είπατε προηγουμένως πως έχουν μείνει απούλητα;

—Περίπου χίλια…

—Είστε ικανοποιημένος από την έως τώρα κυκλοφορία του;

—Έτσι κι έτσι. Θα μπορούσε να πάει καλύτερα, αν ήσουν κι εσύ λίγο πιο δραστήριος και κινητικός…

—Σε περίπτωση που εξαντληθεί η πρώτη έκδοση;

—Ό, τι προβλέπει το συμβόλαιο…

—Δηλαδή;

—Θα τυπώσουμε δεύτερη.

—Μια παράκληση μόνο, κύριε Μαγδαλήνη.

—Σε ακούω…

—Θα ήθελα να διορθώσουμε μια λεπτομέρεια στο στόρι…

—Τι ακριβώς;

—Στο σημείο που ο ήρωάς μου είναι στο σαλόνι του σπιτιού του, νιώθει ανάλαφρος και βάζει να ακούσει στο πικάπ του μια τζαζ-ροκ μπάντα, τους Return to forever, και συγκεκριμένα τον δίσκο Light as a feather, πρέπει να γίνει μια μικρή αλλαγή.

—Τι θα βάλεις;

—Η επιλογή του δίσκου και του συγκροτήματος είναι μάλλον αποτυχημένη. Ο ήρωάς μου πρέπει οπωσδήποτε να ακούσει Miles Davis. Και συγκεκριμένα το κομμάτι Nefertiti.

Ο εκδότης γέλασε στην άλλη άκρη της γραμμής.

—Μακάρι να άλλαζαν όλα μ’ αυτό, ρε Βεργή, και να μεγάλωναν οι πωλήσεις …

—Βρίσκετε ότι πάσχει και αλλού το μυθιστόρημά μου;

—Κοίταξε, όταν με το καλό πάμε σε δεύτερη έκδοση, θα πρέπει με τον επιμελητή να δείτε και δυο τρία σοβαρά σημεία στην πλοκή, που πάσχουν πραγματικά.

—Πάντως αυτήν την αλλαγή που σας είπα προηγουμένως πρέπει να την κάνω οπωσδήποτε.

—Μωρέ, τα της μουσικής είναι όλα καλά. Εδώ κι η κριτικός του Βήματος σ’ το είχε επισημάνει: «Το μυθιστόρημα του Βεργή έχει αισθησιακές περιγραφές και άψογα επιμελημένη μουσική υπόκρουση». Έτσι δεν έγραψε; Αλλά αν πάλι επιμένεις…

—Όχι απλώς επιμένω, το κρίνω απαραίτητο, κύριε Μαγδαλήνη…

Ο εκδότης, ακούγοντας τον συγγραφέα να χρωματίζει ιδιαιτέρως τη λέξη «απαραίτητο», γέλασε και δεύτερη φορά.

—Ας φτάσουμε, με το καλό, στη δεύτερη έκδοση και τότε τα ξαναλέμε…

—Όσο για τα εναπομείναντα αντίτυπα…

—Ναι…

—Θα τα αγοράσω σε τιμή βιβλιοπωλείου. Δεν θα κάνω χρήση του ποσοστού έκπτωσης που δικαιούμαι…

 

 

Έναν μήνα μετά το τύπωμα της δεύτερης έκδοσης,  του τηλεφωνεί ο ίδιος ο εκδότης.

—Βεργή, θρίαμβος! Τι λαμπρή ιδέα ήταν αυτή που είχες. Φαντάζει απίστευτο, τρομερό… Διακόσια αντίτυπα έχουν μείνει μόνο στις αποθήκες μας. Σε λίγο θα βάλουμε μπροστά την τρίτη έκδοση. Φυσικά και δεν πιστεύω πως με τις αλλαγές σου καλυτέρεψε το βιβλίο, αλλά, βρε αδελφέ, έφεραν γούρι οι ιδιοτροπίες σου…

—Δεν είναι ιδιοτροπίες, κύριε Μαγδαλήνη. Αυτό που σας ζήτησα να διορθωθεί ήταν θέμα ουσίας…

—Βεργή, άσε τα τρελά σου, που με μια αλλαγή ονόματος σε έναν μουσικό της τζαζ συγκίνησες τα πλήθη. Πάντως ήσουν τυχερός, ρε μπαγάσα! Μπράβο σου! Εύχομαι να γίνει και μπεστ σέλερ. Ετοίμασε να μου στείλεις και καμιά καινούργια δουλειά σου. Μυθιστόρημα κατά προτίμηση. Ό, τι και να μου δώσεις, όμως, θα το δω με άλλο μάτι…

 

 

Το βιβλίο έκανε σε έναν χρόνο είκοσι συνεχόμενες εκδόσεις. Το εμπορικότερο μυθιστόρημα της χρονιάς. Ο Βεργής, από τα ποσοστά των πωλήσεων, αγόρασε φουσκωτό θαλάσσης με μηχανή, για τα καλοκαίρια του στη Χαλκιδική. Ο Μαγδαλήνης έτριβε τα χέρια του με το κελεπούρι που του προέκυψε. Και μάλιστα σάρωσε στην ανάδειξη νέων δημιουργών, αφήνοντας πίσω, σ’ αυτό τον τομέα, τους άλλους εκδότες που πόνταραν στα παλιά, σίγουρα και δοκιμασμένα ονόματα. Όλα τα έντυπα της πρωτεύουσας είχαν αφιερώματα στον Βεργή και στο έργο του. Ο ίδιος διέδιδε πως το μυστικό της ανέλπιστης επιτυχίας του υπήρξε εκείνη η αλλαγή του συγκροτήματος και η αντικατάστασή του με το ηχηρό όνομα του διάσημου τρομπετίστα. Φυσικά κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά την επισήμανσή του. Όλοι την αντιμετώπιζαν σαν επίδειξη χιούμορ εκ μέρους ενός νέου ανερχόμενου μυθιστοριογράφου, που έγινε πρώτο θέμα συζήτησης μεταξύ λογοτεχνών και αναγνωστών για τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του.

 

 

 

Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έβαλε στο ποτήρι ένα διπλό ουίσκι, το αραίωσε πάλι με Drambui, σε αναλογία τρία προς ένα, έβαλε στο πικάπ τον δίσκο του Miles Davis Nefertiti και κάρφωσε το απορημένο βλέμμα του στον πίνακα του απέναντι τοίχου – έναν πίνακα εποχής, με δυο φρεγάδες να ανταλλάσσουν πυρά στα νερά μιας μανιασμένης, κατάμαυρης θάλασσας.

Λίγα λεπτά πριν, μιλώντας με τον εκδότη του, τον κύριο Μαγδαλήνη, είχε συνηγορήσει –με κρύα καρδιά– τα χίλια περίπου εναπομείναντα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματός του, που κυκλοφορούσε εδώ και εφτά χρόνια, να πολτοποιηθούν, λόγω μηδενικής –πλέον– εμπορικής ζήτησης.

 

2006


Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-99 χρόνια ΠΑΟΚ

 



ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ-99 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΟΚ

 

 

(Σαν σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1926, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθμόν 822 απόφασή του, ενέκρινε και επίσημα την ύπαρξη αθλητικού συλλόγου με την επωνυμία Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Ο ΠΑΟΚ έγινε 99 χρονών, και του χρόνου τέτοια μέρα θα γιορτάζει τα 100 του χρόνια! Στη μνήμη αυτής της επετείου ένα διήγημα για τον «Δωδέκατο παίκτη».)

 

֎

 

 

 



ΥΠΕΡΟΧΑ ΧΑΜΕΝΟΙ!

 

 

 

Είμαστε από νωρίς με τον Φώτη στο καφενείο επί της Πόντου, στην Κάτω Τούμπα, για να δούμε σε οθόνη σαράντα οχτώ ιντσών τον ημιτελικό κυπέλλου. Δυόμισι ώρες καθηλωμένοι στα καθίσματά μας, κι ούτε να μπορούμε να καπνίσουμε πια, όπως παλιά. Ο Σαμάτα, στο τελευταίο πέναλτι ενός αγώνα γκραν γκινιόλ, γλιστράει λίγο πριν την επαφή με την μπάλα και τελικά αστοχεί. Το μοιραίο πέναλτι, ο μοιραίος παίκτης του αγώνα. Η Λεωφόρος ξεσπά σε ουρανομήκεις πανηγυρισμούς, ενώ η προσδοκία ενός ακόμα κυπέλλου για την ομάδα μας εξανεμίζεται. Στο καφενείο η ατμόσφαιρα βαριά. Κανείς δεν σαλεύει, ούτε αρθρώνει κουβέντα. Απονευρωμένοι, θλιμμένοι, βιδωμένοι στις θέσεις μας, αδύνατον να το χωνέψουμε. Ένα ματς που έπρεπε να λήξει 1-4 ή 1-5 υπέρ ημών, έληξε μόλις 1-2. Πύρρειος νίκη. Τα εκτός έδρας γκολ δεν μετρούν διπλά όπως άλλοτε. Εφιάλτης. Ο Φώτης, δίπλα μου, δείχνει, παραδόξως, ήρεμος. Φωτίζεται το πρόσωπό του ενώ μου μιλάει:

—Αυτό είναι το μεγαλείο της ομάδας μας, κατάλαβέ το! Τους κάναμε γιο-γιο μέσα στην έδρα τους για περισσότερο από δύο ώρες, τους βάλαμε δύο γκολ χάρμα ιδέσθαι, χάσαμε δώδεκα επιπλέον ευκαιρίες, εκείνοι ούτε μισή, αποχώρησε από το γήπεδο ο καλύτερός μας παίκτης με μάσκα οξυγόνου και ασθενοφόρο στο τελευταίο δεκάλεπτο της παράτασης και μείναμε με δέκα, έβαλαν γκολ στο 129΄, χάσαμε τρία ματς-μπολ πέναλτι και τελικά καταφέραμε να αποκλειστούμε από υποδεέστερη αγωνιστικά ομάδα. Κι όλα αυτά, τρεις μόλις μέρες μετά το κάζο που πάθαμε στην Τούμπα από τον Ολυμπιακό. Μόνο αυτή εδώ η ομάδα μπορεί να αποκλειστεί με τόσο μεγαλοπρεπή και δραματικό τρόπο. Μόνο ο ΠΑΟΚ μπορεί να πείσει τους αντιπάλους του ότι βγήκαν νικητές. Μα και η πόλη μας η ίδια μήπως δεν λειτουργεί όπως αυτή η ομάδα; Εσύ, ως συγγραφέας, θα το γνωρίζεις καλύτερα. Συμπρωτεύουσα μόνο στα λόγια, δίχως μετρό, δίχως δυο σοβαρά θέατρα, δυο υπουργεία, δύο πρώτης γραμμής εκδοτικούς οίκους, δυο σύγχρονα στάδια. Ηττημένη εδώ και χρόνια από τον συγκεντρωτισμό της Αθήνας αλλά και απ’ τον δικό της ραγιαδισμό, πολεμάει ολομόναχη, δίχως αντίκρισμα. Δον Κιχώτες είμαστε της συμφοράς σ’ ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι –  χώνεψέ το!

Με βλέπει σιωπηλό και κατσούφη, με έναν αμήχανο καφέ ακόμη στο χέρι, και το γυρίζει πάλι στα ποδοσφαιρικά, θαρρείς για να μ’ ανεβάσει το ηθικό διά της ομοιοπαθητικής συλλογιστικής του:

—Ξέχνα για λίγο τους θριάμβους μας και στάσου για μία στιγμή στα χουνέρια μας. Θυμήσου το 3-5 της Παναχαϊκής στην Τούμπα που μας στοίχισε, τότε, το πρωτάθλημα, τους τελικούς κυπέλλου που χάσαμε στις λεπτομέρειες, τον αποκλεισμό μας το 1983 από τη μεγάλη Μπάγερν, στα πέναλτι, ύστερα από 22 συνολικά εκτελέσεις, τις ευκαιρίες που έχασε ο Κλάους με τον Άγιαξ, στάσου στα πρωταθλήματα που δικαιούμασταν και που ή τα κλοτσήσαμε στραβά ή μας τα έκλεψαν. Στα σόλο του Γιώργου Κούδα δίχως αποτέλεσμα, στις φανταιζί ενέργειες του Ντέλια, δίχως ουσία. Στους διασυρμούς από τον Ολυμπιακό στα εντός έδρας. Όλα ήταν τραγωδίες ολκής. Όχι απλώς στραπάτσα, αλλά υπερπαραγωγές φλυαρίας, ατυχίας ή ανικανότητας. Οι ήττες μας είχαν πάντα κάτι το εκκωφαντικό. Το ποιος στ’ αλήθεια νίκησε σήμερα το φανερώνουν οι βαριές σιωπές της Λεωφόρου όταν τους βάζαμε γκολ, η γκρίνια της εξέδρας σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα για την απόδοση των παικτών τους, τα πέναλτι που ετοιμαζόμασταν να πανηγυρίσουμε κι όλο αναβάλαμε τον θρίαμβο. Όλη η Ελλάδα είδε τι έγινε. Και τελικώς τους χαρίσαμε απλόχερα τη νίκη. Έτσι απλά. Πάλι τους ξεγελάσαμε. Χρήσαμε τους χαμένους νικητές. Κι εμείς, γι’ ακόμα μία φορά, υπήρξαμε οι υπέροχα χαμένοι… Όπως υπέροχα χαμένη είναι κι αυτή εδώ η πόλη που ζούμε…

Τον άκουγα εντυπωσιασμένος από τη διάσταση που έδινε στο όλο ζήτημα. Ρομαντική εκδοχή, το δίχως άλλο. Γκρινιάρικη και απολύτως υποκειμενική. Στον πυρήνα της εμπεριείχε κάποιον αφόρητο τοπικισμό, όμως και μια άλλου τύπου αξιοπρόσεχτη γενναιότητα. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο αποκλεισμός της ομάδας μας, μιας οποιαδήποτε ομάδας, μπορεί να κρύβει τέτοιο ανυπέρβλητο μεγαλείο. Εμένα ΠΑΟΚτσή με είχε κάνει, τυχαία, ένας θείος μου που μου πρωτομίλησε για την ιστορία της ομάδας, κι ο παππούς μου, ο Γιώργος, που με πήγε πιτσιρίκι στην Τούμπα και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα χαζεύοντας την όλη ατμόσφαιρα. Όσο για τις ήττες και τα χουνέρια, ακόμη και σήμερα περισσότερο με θλίβουν παρά με κάνουν να νιώθω κάποιου είδους περηφάνια.

Άναψα τσιγάρο επιστρέφοντας στο σπίτι. Ήμουν γεμάτος σκέψεις. Σκεφτόμουν συνέχεια τη φράση του Φώτη, εκείνο το «υπέροχα χαμένοι». Το τραγικό το κουβαλάμε μέσα μας, σκέφτηκα. Αυτό δίνει νόημα στη ζωή μας. Είναι το αλατοπίπερο της δημιουργίας. Αυτό ανατρέπει τις συμβάσεις και τους κανόνες όλων των παιγνίων του ντουνιά, ανατρέποντας συχνά τους φυσικούς νόμους. Το δράμα, η αρχαία και η σύγχρονη τραγωδία, η παντοδυναμία του απρόοπτου.

Αντέγραψα τη φράση σ’ ένα σημειωματάριο. Βλέποντας πως το τέλος της πρώτης λέξης και η αρχή της δεύτερης είναι η συλλαβή -χα, διέκρινα έναν παρατεταμένο καγχασμό, έναν εξευτελιστικό γέλωτα, την τραγική ειρωνεία της ίδιας της ζωής. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να αποτελέσει τον τίτλο κάποιου διηγήματος. Όπως αυτό εδώ, που μόλις τώρα σας καταθέτω.

 

(2024)

 

 

 

               

 

 

 

 

 


Τρίτη 15 Απριλίου 2025

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών..."

 



[Με αφορμή τις άγιες τούτες μέρες και την εβδομάδα των Παθών, αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου που γράφτηκε ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015)]

 


֎

 

 

«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ»

 

 

Με το «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» σφηνωμένο στο μυαλό, ο Χρήστος Βαλαβάνης –εξήντα οχτώ χρονών, συνταξιούχος σιδηροδρομικός και με μεταστατικό καρκίνο στα οστά– στηρίζεται στο μπράτσο της κόρης του, Ανθούλας, και περιμένει στην ουρά, έξω από την Αγία Κυριακή, να προσκυνήσει τον επιτάφιο.

Δέκα ολόκληρες μέρες είχε να ξεμυτίσει από το διαμέρισμά του. Μόλις ολοκλήρωσε ανεπιτυχώς την πρώτη φάση χημειοθεραπείας στο Θεαγένειο και βρισκόταν στο μεσοδιάστημα, στο δίμηνο αποχής από κάθε ουσία, για να ξαναμπεί σε καινούργιο συνδυασμό φαρμάκων.

Ακόμη δεν του έχουν εξηγήσει οι γιατροί για την κρισιμότητα της κατάστασής του, όμως εκείνος καταλαβαίνει. Το διαισθάνθηκε τις προάλλες στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου βλέποντας τους άλλους καρκινοπαθείς, με τα πεσμένα μαλλιά και τα άδεια μάτια, να περιμένουν απελπισμένοι. Βέβαια, δεν κάνει κουβέντα πουθενά, μιλιά για το τι του συμβαίνει. Θαρρείς το κακό αφορά όλους τους άλλους γύρω του εκτός απ’ τον ίδιο.

Για ένα ενάμιση χρόνο ζωής μίλησαν οι γιατροί στους δικούς του, υπό ευνοϊκές συνθήκες. Απαραίτητη προϋπόθεση η καλή ποιότητα ζωής που θα ακολουθήσει. Να τρώει, λένε, υγιεινά, να ξεκουράζεται. Να μην αγχώνεται με το παραμικρό. Προσοχή στις μετακινήσεις του και στους τραυματισμούς, τα κόκαλά του είναι πολύ εύθραυστα, μπορεί με το παραμικρό να προκληθεί κάταγμα σε χέρια και σε πόδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μεγάλη προσοχή και στα μικρόβια, γιατί ο οργανισμός του είναι καταβεβλημένος κι ευπαθής. Ο ίδιος, πάντως, έχει ηθικό ακμαίο. Προγραμματίζει μάλιστα από τώρα την καινούργια παραγωγή τσίπουρου, που με τόσο μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο σε αποστακτήριο, στην Κατερίνη. Περιμένει πώς και πώς να συνέλθει, να του φύγει η ατονία κι η εξάντληση. Να βγει μια κοντινή βολτίτσα μέχρι την καφετέρια «Ο Φάρος», να κάνει και κανένα κομπλιμέντο σε καμιά μικρούλα, όπως παλιά.

Μεγάλη Παρασκευή, και από το πρωί κάτι τον τρώει. Το σπίτι δεν τον χωράει. Έχει μια λαχτάρα να προσκυνήσει το νεκρό σώμα του Θεανθρώπου, να πάρει ανάσα, ζωή από τη θεία ταφή Του. Να ψηλαφίσει τον άγιο τάφο νοερά. Μήπως κι έτσι απομακρυνθεί απ’ τον δικό του τάφο που άρχισε να τον βλέπει, πού και πού, στον ύπνο του, φρεσκοσκαμμένο.

Ντύθηκε στην τρίχα, φιγουρίνι. Φόρεσε το καλό του κοστούμι, την εμπριμέ μεταξωτή του γραβάτα, τα γυαλιστερά του σκαρπίνια. Έβαλε το μαύρο καπέλο στο κεφάλι να καλύπτει τα αραιωμένα μαλλιά του. Πρόσταξε την Ανθούλα να ετοιμαστεί. Κάτωχρος, μα αποφασισμένος όσο ποτέ, κίνησε από την Αλκαμένους για την Αγία Κυριακή.

Στην εκκλησία περίμεναν τη στιγμή εκείνη για να προσκυνήσουν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Πιάνοντας σφιχτά το μπράτσο της Ανθούλας, κοιτούσε στο βάθος το στολισμένο με λουλούδια κουβούκλιο, τους προσκόπους που ήταν στημένοι δεξιά αριστερά, το χοντρό σχοινί που ανεβοκατέβαινε.

Κι είχε μια γλύκα η μέρα εκείνη. Ηλιόλουστη, γαλήνια, όχι όπως τις προηγούμενες Μεγάλες Παρασκευές, που συνήθως έβρεχε. Τα παράθυρα του ναού χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν διεισδύσει αναπάντεχα. «Σαν την άλλη ζωή, τη μετά θάνατον ...» σκέφτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Το είδε η Ανθούλα και του έσφιξε περισσότερο το μπράτσο.

Με δυσκολία πλησίασε τον Μέγα Νεκρό. Το Ιερό Ευαγγέλιο, τα αγιασμένα άμφια με την αναπαράσταση της μέγιστης θλίψης. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έσκυψε να προσκυνήσει. Έξαφνα ένιωσε τα γόνατα κομμένα. Μια γνώριμη σουγλιά στο δεξί του ισχίο τον παρέλυσει. Σαν να έσκυψε σε ανοιγμένο  μνήμα, στην άβυσσο την ίδια. Αισθάνεται να καθεύδει στον Άδη. Ένα θολό  σύννεφο στον νου, μια σκοτοδίνη. Όμως μόνο για μια στιγμή. Με τη βοήθεια της Ανθούλας σηκώθηκε. Μια κοπελίτσα, ντυμένη στα μαύρα, του έβαλε λίγα λουλούδια στη χούφτα. «Καλή Ανάσταση!» του ψιθυρίζει σιγανά.

Βγαίνει από την εκκλησία με την κόρη πάντα στο πλευρό. Ο πόνος στο ισχίο του σαν να του έφυγε προσωρινά. Το πόδια του τα αισθάνεται πιο ελαφριά, πιο σίγουρα. Το ανοιξιάτικο αεράκι, γεμάτο ευωδιές από το διπλανό άλσος, του μπατσίζει ευχάριστα το πρόσωπο. Νιώθει άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος. «Θανάτω, θάνατον πατήσας...» στριφογυρίζει στη σκέψη του.

Περνάνε τώρα έξω από την καφετέρια «Ο Φάρος». Ένα μπουκέτο δροσερά κοριτσόπουλα, με χυμούς και καφέδες μπροστά τους, συζητούν και γελούν δυνατά. Τα χαϊδεύει για λίγο με το βλέμμα του, τσιμπολογώντας σφρίγος και νεότητα. Διακρίνει ανάμεσά τους και τη Δώρα, την εγγονή του παλιού συμμαθητή του, του Ιορδάνη, ξεπεταρούδι στα δεκάξι της χρόνια. 

—Πώς μεγάλωσες έτσι, βρε Θοδωρούλα; Κοπέλα της παντρειάς έγινες, της πετάει το κομπλιμάν, κι εκείνη χαμογελάει φιλάρεσκα.

Κι ήταν αυτή του η φράση κι εκείνη η αίσθηση της στιγμής μια μικρή παράταση ζωής, μια προσωρινή αναβολή ενός αναπόφευκτου τέλους. Ένα αχνό φως ελπίδας μέσα στους παγερούς λειμώνες του θανάτου.

 

                                                                       1995