ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ
֎
(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για
πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)
●
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΣΙΝ ΣΤΟΝ ΚΟΤΑΡΣΚΙ
Με
τον Λεωνίδα –Λεό τον φωνάζαμε στη γειτονιά– παίζαμε τη δεκαετία του ’70 μπάλα
στις αλάνες του Χαριλάου. Η αγαπημένη του θέση ήταν αυτή του τερματοφύλακα.
Είχε αγορασμένη την πλήρη εξάρτυση ενός γκολκήπερ της εποχής –καπελάκι, μπλούζα
με το νούμερο 1 στην πλάτη, σορτάκι, γάντια, περικνημίδες– και κάθε φορά
διάλεγε ένα διαφορετικό όνομα γνωστού κήπερ (το κοινοποιούσε στην υπόλοιπη
παρέα), μιμούμενος τις κινήσεις και τις εκτινάξεις του. Άλλοτε γινόταν Γιασίν,
άλλοτε Χρηστίδης, άλλοτε Σαββουλίδης, άλλοτε Στέφας. Έκανε βουτιές δεξιά
αριστερά, ηρωικές εξόδους, έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του, αλλά το
αποτέλεσμα μηδέν. Τα γκολ έπεφταν βροχή, οπότε, πριν ακόμα λήξει το ημίχρονο,
οι αρχηγοί των ομάδων, που συνήθως ήταν κάτι μαχαλόμαγκες της περιοχής, κάποια
χρόνια μεγαλύτεροί μας, τον πετούσαν έξω κακήν κακώς. Έβγαζε, τότε, ο Λεό τα
γάντια του, τα πετούσε με θυμό στο χώμα, άφηνε την αλάνα και το ποδόσφαιρο και
γυρνούσε τσαντισμένος σπίτι. Το άλλο απόγευμα, όμως, πάλι κατέβαινε στην αλάνα
για τα σχετικά, διαλέγοντας συμπαίχτες για το διπλό της ημέρας. Εγώ, λίγα
χρόνια μετά, θα ξεκινούσα την αθλητική «σταδιοδρομία» μου στα μικρά της Α.Ε.Χ.,
πολύ πριν καθιερωθώ ως «παγκίτης» και «ρεζέρβα» του δευτέρου ημιχρόνου στην
πρώτη ομάδα του Χαριλάου, στη δύση της δεκαετίας του ’80.
Τον συνάντησα, μισόν αιώνα μετά, στην
περιοχή του Κήπου του Καλού, στα όρια της Κάτω Τούμπας με το Χαριλάου. Περίμενε
υπομονετικά μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μπροστά του ήταν
σταματημένο με αναμμένη μηχανή ένα μαύρο τζιπ Καγιέν.
—Τι γίνεσαι, ρε Λεό; Χρόνια και ζαμάνια…
Δεν άργησε να με θυμηθεί. Επιστρέψαμε στην
παλιά γειτονιά με συγκίνηση. Τα παλιά είναι πάντα γλυκά και
νοσταλγικά, τα τωρινά είναι που μας ταλανίζουν με την πολυπλοκότητά τους.
Περισσότερα χρόνια στην πλάτη μας, μεγαλύτερες έγνοιες και σκοτούρες.
—Είμαι υποδιευθυντής σε μεγάλη αλυσίδα
τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα, μου είπε. Από λεφτά δεν έχω παράπονο, αν και το
πόστο μου έχει άγχη και ευθύνες. Όμως στον γάμο μου τα θαλάσσωσα. Παίρνω τον
μικρό κάθε Σάββατο πρωί και τον πηγαίνω στην Ακαδημία βετεράνου ποδοσφαιριστή
της πόλης μας. Μου λένε ότι έχει ταλέντο. Τερματοφύλακας, δεν περνά ούτε
κουνούπι απ’ την εστία. Την ερχόμενη βδομάδα θα παίξει σε τελικό κυπέλλου στα
τσικό, στον Βόλο. Και τις Κυριακές, καμιά φορά, τον πηγαίνω στην Τούμπα να
δούμε τον ΠΑΟΚ. Πατέρας του Σαββατοκύριακου, όπως θα έχεις καταλάβει. Όλα τ’
άλλα τα έχει αναλάβει η πρώην γυναίκα μου. Εσύ, πώς τα περνάς;
Ενώ του εξιστορούσα επί τροχάδην τα δικά
μου, ανοίγει η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και βγαίνει ένα πιτσιρίκι γύρω
στα οκτώ, με πεταχτά αυτιά και πλατύ μέτωπο – ο Λεό σε μικρογραφία. Φοράει
καπελάκι, αθλητική μπλούζα, παντελονάκι, περικνημίδες και έχει στη μασχάλη τα
γάντια του. Δείχνει ετοιμοπόλεμος. Στην πλάτη της μπλούζας του γραμμένο το
όνομα του τωρινού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ: ΚOTARSKI.
«Το ανθρώπινο είδος σε εξέλιξη!» σκέφτηκα
υπομειδιώντας και χάιδεψα στο μάγουλο το έκπληκτο πιτσιρίκι, που εξακολουθούσε
να με κοιτάζει απορημένο.
(2023)