Τρίτη 15 Απριλίου 2025

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών..."

 



[Με αφορμή τις άγιες τούτες μέρες και την εβδομάδα των Παθών, αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου που γράφτηκε ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015)]

 


֎

 

 

«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ»

 

 

Με το «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» σφηνωμένο στο μυαλό, ο Χρήστος Βαλαβάνης –εξήντα οχτώ χρονών, συνταξιούχος σιδηροδρομικός και με μεταστατικό καρκίνο στα οστά– στηρίζεται στο μπράτσο της κόρης του, Ανθούλας, και περιμένει στην ουρά, έξω από την Αγία Κυριακή, να προσκυνήσει τον επιτάφιο.

Δέκα ολόκληρες μέρες είχε να ξεμυτίσει από το διαμέρισμά του. Μόλις ολοκλήρωσε ανεπιτυχώς την πρώτη φάση χημειοθεραπείας στο Θεαγένειο και βρισκόταν στο μεσοδιάστημα, στο δίμηνο αποχής από κάθε ουσία, για να ξαναμπεί σε καινούργιο συνδυασμό φαρμάκων.

Ακόμη δεν του έχουν εξηγήσει οι γιατροί για την κρισιμότητα της κατάστασής του, όμως εκείνος καταλαβαίνει. Το διαισθάνθηκε τις προάλλες στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου βλέποντας τους άλλους καρκινοπαθείς, με τα πεσμένα μαλλιά και τα άδεια μάτια, να περιμένουν απελπισμένοι. Βέβαια, δεν κάνει κουβέντα πουθενά, μιλιά για το τι του συμβαίνει. Θαρρείς το κακό αφορά όλους τους άλλους γύρω του εκτός απ’ τον ίδιο.

Για ένα ενάμιση χρόνο ζωής μίλησαν οι γιατροί στους δικούς του, υπό ευνοϊκές συνθήκες. Απαραίτητη προϋπόθεση η καλή ποιότητα ζωής που θα ακολουθήσει. Να τρώει, λένε, υγιεινά, να ξεκουράζεται. Να μην αγχώνεται με το παραμικρό. Προσοχή στις μετακινήσεις του και στους τραυματισμούς, τα κόκαλά του είναι πολύ εύθραυστα, μπορεί με το παραμικρό να προκληθεί κάταγμα σε χέρια και σε πόδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Μεγάλη προσοχή και στα μικρόβια, γιατί ο οργανισμός του είναι καταβεβλημένος κι ευπαθής. Ο ίδιος, πάντως, έχει ηθικό ακμαίο. Προγραμματίζει μάλιστα από τώρα την καινούργια παραγωγή τσίπουρου, που με τόσο μεράκι φτιάχνει κάθε χρόνο σε αποστακτήριο, στην Κατερίνη. Περιμένει πώς και πώς να συνέλθει, να του φύγει η ατονία κι η εξάντληση. Να βγει μια κοντινή βολτίτσα μέχρι την καφετέρια «Ο Φάρος», να κάνει και κανένα κομπλιμέντο σε καμιά μικρούλα, όπως παλιά.

Μεγάλη Παρασκευή, και από το πρωί κάτι τον τρώει. Το σπίτι δεν τον χωράει. Έχει μια λαχτάρα να προσκυνήσει το νεκρό σώμα του Θεανθρώπου, να πάρει ανάσα, ζωή από τη θεία ταφή Του. Να ψηλαφίσει τον άγιο τάφο νοερά. Μήπως κι έτσι απομακρυνθεί απ’ τον δικό του τάφο που άρχισε να τον βλέπει, πού και πού, στον ύπνο του, φρεσκοσκαμμένο.

Ντύθηκε στην τρίχα, φιγουρίνι. Φόρεσε το καλό του κοστούμι, την εμπριμέ μεταξωτή του γραβάτα, τα γυαλιστερά του σκαρπίνια. Έβαλε το μαύρο καπέλο στο κεφάλι να καλύπτει τα αραιωμένα μαλλιά του. Πρόσταξε την Ανθούλα να ετοιμαστεί. Κάτωχρος, μα αποφασισμένος όσο ποτέ, κίνησε από την Αλκαμένους για την Αγία Κυριακή.

Στην εκκλησία περίμεναν τη στιγμή εκείνη για να προσκυνήσουν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Πιάνοντας σφιχτά το μπράτσο της Ανθούλας, κοιτούσε στο βάθος το στολισμένο με λουλούδια κουβούκλιο, τους προσκόπους που ήταν στημένοι δεξιά αριστερά, το χοντρό σχοινί που ανεβοκατέβαινε.

Κι είχε μια γλύκα η μέρα εκείνη. Ηλιόλουστη, γαλήνια, όχι όπως τις προηγούμενες Μεγάλες Παρασκευές, που συνήθως έβρεχε. Τα παράθυρα του ναού χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν διεισδύσει αναπάντεχα. «Σαν την άλλη ζωή, τη μετά θάνατον ...» σκέφτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Το είδε η Ανθούλα και του έσφιξε περισσότερο το μπράτσο.

Με δυσκολία πλησίασε τον Μέγα Νεκρό. Το Ιερό Ευαγγέλιο, τα αγιασμένα άμφια με την αναπαράσταση της μέγιστης θλίψης. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έσκυψε να προσκυνήσει. Έξαφνα ένιωσε τα γόνατα κομμένα. Μια γνώριμη σουγλιά στο δεξί του ισχίο τον παρέλυσει. Σαν να έσκυψε σε ανοιγμένο  μνήμα, στην άβυσσο την ίδια. Αισθάνεται να καθεύδει στον Άδη. Ένα θολό  σύννεφο στον νου, μια σκοτοδίνη. Όμως μόνο για μια στιγμή. Με τη βοήθεια της Ανθούλας σηκώθηκε. Μια κοπελίτσα, ντυμένη στα μαύρα, του έβαλε λίγα λουλούδια στη χούφτα. «Καλή Ανάσταση!» του ψιθυρίζει σιγανά.

Βγαίνει από την εκκλησία με την κόρη πάντα στο πλευρό. Ο πόνος στο ισχίο του σαν να του έφυγε προσωρινά. Το πόδια του τα αισθάνεται πιο ελαφριά, πιο σίγουρα. Το ανοιξιάτικο αεράκι, γεμάτο ευωδιές από το διπλανό άλσος, του μπατσίζει ευχάριστα το πρόσωπο. Νιώθει άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος. «Θανάτω, θάνατον πατήσας...» στριφογυρίζει στη σκέψη του.

Περνάνε τώρα έξω από την καφετέρια «Ο Φάρος». Ένα μπουκέτο δροσερά κοριτσόπουλα, με χυμούς και καφέδες μπροστά τους, συζητούν και γελούν δυνατά. Τα χαϊδεύει για λίγο με το βλέμμα του, τσιμπολογώντας σφρίγος και νεότητα. Διακρίνει ανάμεσά τους και τη Δώρα, την εγγονή του παλιού συμμαθητή του, του Ιορδάνη, ξεπεταρούδι στα δεκάξι της χρόνια. 

—Πώς μεγάλωσες έτσι, βρε Θοδωρούλα; Κοπέλα της παντρειάς έγινες, της πετάει το κομπλιμάν, κι εκείνη χαμογελάει φιλάρεσκα.

Κι ήταν αυτή του η φράση κι εκείνη η αίσθηση της στιγμής μια μικρή παράταση ζωής, μια προσωρινή αναβολή ενός αναπόφευκτου τέλους. Ένα αχνό φως ελπίδας μέσα στους παγερούς λειμώνες του θανάτου.

 

                                                                       1995

 


Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Χάδια

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη αναδημοσιεύονται 

–ή δημοσιεύονται για πρώτη φορά– 

διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

ΧΑΔΙΑ

 

 

 

Μπορεί η ταύτιση της μπάλας με μια γυναίκα να είναι μια συσχέτιση πολύ κοινότοπη και πολυφορεμένη –ίσως, τώρα που το σκέφτεται, να έχει τις ρίζες της σε φροϋδικές καταβολές– όμως εκείνος έτεινε να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο από τα παιδικά του χρόνια και, σε ώριμη πλέον ηλικία, διέκρινε καθαρά την αφοσίωση των ποδοσφαιριστών στα καπρίτσια της στρόγγυλης θεάς, την ερωτική σχέση παικτών και φιλάθλων με τις καμπύλες και το θηλυκό της σχήμα, την προσμονή ενός ολόκληρου αντρικού σύμπαντος για το αν εκείνη, όμοια με αδάμαστη και δυσκολοκατάκτητη γυναίκα, θα του κάνει το χατίρι και φωλιάσει, αδρανής και ακινητοποιημένη, στα δίχτυα των ονείρων του. Συχνά σκεφτόταν πως ο ίδιος –στα παιδικά του χρόνια υπήρξε ένας άμπαλος χασογκόλης, που οι φίλοι του το σκέφτονταν πολύ να τον εντάξουν στα πρόχειρα διπλά που έστηναν στις αλάνες– δεν μπόρεσε ποτέ να «μιλήσει», να αγγίξει, να συμπεριφερθεί όπως θα άρμοζε, ούτε σε μία μπάλα ούτε σε μία οποιαδήποτε γυναίκα. Επίσης σκεφτόταν πως γενεές ολόκληρες ποδοσφαιριστών αλλά και γενιές ολόκληρες εραστών είχαν επιδείξει μια ανεξήγητη βία τόσο στις δερμάτινες μπάλες των γηπέδων όσο και στις γυναίκες. Κάποιοι άνδρες –αυτό το πίστευε ακράδαντα– δεν ήξεραν ούτε να κλοτσάνε την μπάλα ούτε να αγγίζουν μια γυναίκα. Τα βασικά όπλα ποδοσφαιριστών και εραστών, η δύναμη, η επιβολή και η κυριαρχία. Η υπέρμετρη σκληρότητα και η ταπείνωση. «Η μπάλα είναι πόρνη» είχε δηλώσει κάποτε με κυνισμό ένας Βόσνιος προπονητής ποδοσφαίρου, στα παραλειπόμενα ενός αγώνα. Αυτή η ταύτιση της στρόγγυλης θεάς με κοινή γυναίκα ήταν ό,τι χειρότερο, ό,τι απεχθέστερο, ό,τι ανακριβέστερο, κατά την αντίληψή του. Γενικά αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών, μπάλας και γυναίκας, τελευταία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κυρίως φανέρωνε δικές του ανεπάρκειες που χρόνιζαν, δίχως ο ίδιος να μπορεί να βρει την αιτία του κακού και να τις εξαλείψει.

 

 

Εκείνο το κρύο απόγευμα του Γενάρη παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στο «καφέ» της γειτονιάς του είδε στην οθόνη να λάμπει περίτρανα το ταλέντο ενός μεσοεπιθετικού ποδοσφαιριστή. Ο «Ντέλιας», όπως τον φώναζε μεγάλη μερίδα φιλάθλων της πόλης, είναι ένα ντελικάτο νεαρό παιδί είκοσι χρόνων, που έχει συγκεντρώσει πάνω του πολλά ποδοσφαιρικά στοιχεία του μεγάλου Μέσι, αλλά και του παλιού «στρατηγού» του Δικεφάλου, του Γιώργου Κούδα. Μικροκαμωμένος, με αδύναμο μυϊκό σύστημα, ιδιαίτερα αδύναμο σουτ, αδυναμία στο να τζαρτζάρει αποτελεσματικά τον αντίπαλο στο κέντρο του γηπέδου, όμως παίκτης με υψηλή τεχνική, αέρινος, επινοητικός, εκρηκτικός, που «μιλάει» στην μπάλα με τα μαγικά του αγγίγματα. Κάποιες ενέργειές του είναι τόσο αβίαστες και περίτεχνες, που συναρπάζουν και ξεσηκώνουν τους θεατές. Μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι του ποδιού του στη δερμάτινη σφαίρα, πετυχαίνει την τέλεια πάσα, την τέλεια τρίπλα, το τέλειο πλασεδάκι, συχνά το τέλειο γκολ. Αυτό συνέβη και σ’ εκείνο τον αγώνα κυπέλλου της ομάδας της Θεσσαλονίκης με την ομάδα του Βόλου. Ο «Ντέλιας», στις αρχές κιόλας του αγώνα, εφόρμησε σαν σίφουνας από τα άκρα, συνέκλινε προς το κέντρο της αμυντικής γραμμής του αντιπάλου, απέφυγε με ελιγμό το μαρκάρισμα ενός αμυντικού, και μ’ ένα χάδι του ποδιού του έστειλε την μπάλα, με περίτεχνο φάλτσο, στη δεξιά γωνία του αντίπαλου τερματοφύλακα. Ο μέσος θεατής, παρακολουθώντας τη φάση, έμενε με την εντύπωση πως η μπάλα από τα πολλά φάλτσα θα έφευγε άουτ, όμως εκείνη κούρνιασε στη γωνία, γλείφοντας το δοκάρι. Δοκάρι και μέσα. Τόσο απλό, τόσο φυσικό, τόσο αβίαστο! Το απαλό άγγιγμα ενός μικρού θεού. Όλο το υπόλοιπο ματς ήταν μια ανούσια παράσταση, μια ξαναζεσταμένη σούπα. Αν κάτι θα θυμούνταν οι φίλαθλοι από αυτό το ματς, θα ήταν μόνο το γκολ του «Ντέλια»…

—Ποπό, γκολάρα! αναφώνησε στο «καφέ» και σηκώθηκε όρθιος να χειροκροτήσει, παρότι δεν ήταν οπαδός της ομάδας που σκόραρε.

Κάποιοι τον κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Αυτή η μαγική ενέργεια του ντελικάτου ποδοσφαιριστή τον έκανε να αφυπνιστεί από λήθαργο αρκετών δεκαετιών. Χρόνια είχε να δει τόσο περίτεχνη ποδοσφαιρική ενέργεια, από την εποχή του Κρόιφ, του Μαραντόνα και του Τζορτζ Μπεστ είχε να απολαύσει τέτοιο γκολ. Ο Μέσι, βέβαια, είχε στο ρεπερτόριό του αρκετές τέτοιες περίτεχνες ενέργειες, όμως εκείνος ιερουργούσε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του κι από τη χώρα του.

Με μια γλύκα στο στόμα, πλήρωσε, με το τέλος του αγώνα, τον καφέ του και το κίνησε για το σπίτι του.

 

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμά του του ήρθε στον νου όλο το παρελθόν του, όλος ο μίζερος πρότερος βίος του. Οι όλο εντάσεις και ασυνεννοησίες στιγμές με γυναίκες, με τις οποίες κατά καιρούς σχετίστηκε. Στην αρχή όλα ήταν ιδανικά, όλα ήταν ενθαρρυντικά, όμως πολύ σύντομα χαλούσε το γλυκό. Οι μικροπρέπειες και το ασήμαντο των διαφωνιών τους. Το αναπόφευκτο των συγκρούσεων και των χωρισμών του. Ο χαλασμένος γάμος του που ακολούθησε. Το ψυχοφθόρο διαζύγιό του. Ύστερα, τα κληρονομικά που τον έφεραν σε σύγκρουση με την αδελφή του, με την οποία ακόμα είναι στα μαχαίρια. Μια διαρκής ασυνεννοησία, ένας ατέλειωτος ψυχοφθόρος ανταγωνισμός, μια επιβουλή κυριαρχίας επί ματαίω όλο του το παρελθόν. Ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Το μαγικό άγγιγμα της μπάλας όμως από τον νεαρό ποδοσφαιριστή τού χάριζε πλέον μια φωτογενή διέξοδο. Του αποκάλυπτε τη δύναμη της απλότητας, της απαλότητας, την αξία ενός χαδιού, την ιαματική επίδραση της τέχνης. Γιατί τέχνη ήταν αυτό που έκανε ο μικρός. Είτε διάβαζες, εκείνη τη στιγμή, ένα εμπνευσμένο ποίημα, είτε απολάμβανες ένα ωραίο τραγούδι, είτε παρακολουθούσες το γκολ και την όλη χορευτική κίνηση του «Ντέλια», ήταν εν και το αυτό. Ισοδύναμη ανακούφιση, ηδονή ίσης έντασης, ισόποση πληρότητα. Ένιωθε άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Είχε αποθηκεύσει μέσα του τη θετική ενέργεια του ποδοσφαιριστή, το μαγικό, εύστοχο πλασεδάκι είχε γειωθεί εντός του ψάχνοντας απεγνωσμένα έκφραση, διέξοδο και παραλήπτη.

Πλησίασε τη γάτα του, τη Ρωξάνη, ένα αδέσποτο ζωντανό που περιμάζεψε πριν από έναν μήνα στη γειτονιά του, βλέποντάς το να τουρτουρίζει από το κρύο. Ναζιάρα, όπως κάθε θηλυκό, συνήθιζε να κουρνιάζει τα βράδια στα πόδια του και να εισπράττει τα μηχανικά και βαριεστημένα χάδια του. Άλλωστε, το τελευταίο διάστημα, ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.

Η Ρωξάνη νιαούρισε χαδιάρικα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Παράλληλα, του έδειχνε με το πόδι της το άδειο από τροφή πιατάκι της, εκλιπαρώντας τον για ένα αξιοπρεπές δείπνο.

—Έλα, έλα εδώ, όλα θα γίνουν όπως τα έχεις σχεδιάσει, της είπε γλυκά, χαρίζοντάς της το πιο τρυφερό, το πιο απαλό, το πιο ζεστό του χάδι.

 

(2024)

 

                             

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Το εμπόδιο της ζωής του

 



ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

 

 

(Με αφορμή την αυριανή επέτειο της 25ης Μαρτίου αναδημοσιεύω ένα διήγημά μου, που δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία έως τώρα τυπωμένη συλλογή διηγημάτων μου. Δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου του 2021 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», σε αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από την επέτειο της επανάστασης του 1821. Περιλαμβάνεται επίσης στην Ανθολογία 33 Ιστορίες για το 1821, εκδόσεις Gema, 2021.)

 

֎

 

 

Τον Οκτώβριο του 1984 ο εικοσιδυάχρονος, τότε, Οδυσσέας Τσελεπής παίρνει το τρένο από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στην Τρίπολη, να παρουσιαστεί στην 124 πτέρυγα μάχης ως νεοσύλλεκτος της Α84 ΕΣΟ. Το πελοποννησιακό τοπίο τού είναι οικείο, αφού στη Βυτίνα ζουν οι παππούδες του, από το σόι του πατέρα του. Δύο φορές στο παρελθόν επισκέφτηκε το όμορφο ορεινό χωριό της Αρκαδίας για να τους δει, όμως τότε ήταν ακόμη παιδί και τους θυμάται αμυδρά, σαν σε όνειρο. Κρατά στο δισάκι του –ένα πράσινο αθλητικό σακίδιο ώμου– το πορτοφόλι του, την αστυνομική του ταυτότητα, το χαρτί της κατάταξής του από το Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, μια ακτινογραφία θώρακος, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα και την Ασκητική του Καζαντζάκη. Στο βλέμμα του είναι χαραγμένη η απορία και ο φόβος για το τι θα συναντήσει. Όλα, όμως, πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Η στρατιωτική ζωή κυλά φυσιολογικά, δίχως εκπλήξεις και παρατράγουδα. Προσαρμόζεται σχετικά εύκολα στις επιθεωρήσεις, τις αγγαρείες, τα θαλαμοφυλίκια, τις πορείες και τις βολές. Συνηθίζει ακόμα και τις σκοπιές και το άνοστο φαγητό των μαγειρείων. Ανήκει στην τέταρτη μοίρα, την πιο ζόρικη του στρατοπέδου νεοσυλλέκτων, και τραγουδά δεκάδες φορές την ημέρα στα απανωτά προσκλητήρια το ίδιο πάντα στρατιωτικό σύνθημα:

«Είμαστε σκληροί και πειθαρχικοί

γιατ’ είμαστε στην Τέταρτη, τη δυναμική

Τέ-ταρ-τη, Τέ-ταρ-τη α-ε-τοί!»

 

 

Όμως μόνο σκληρός δεν είναι ο Οδυσσέας. Μοναχοπαίδι, καλομαθημένος από το σπίτι του, ήταν άψητος στις δυσκολίες της ζωής. Στο γυμνάσιο, στο μάθημα της Γυμναστικής, δεν μπορούσε να εκτελέσει σωστά ούτε απλή κυβίστηση επί στρώματος, αποσπώντας τη χλεύη και τις κοροϊδίες του γυμναστή αλλά και των συμμαθητών του. Ποδόσφαιρο δεν έπαιξε ποτέ του κι ούτε ήρθε ποτέ στα χέρια με κανέναν φίλο του. Ξύλο μόνο έτρωγε, ποτέ του δεν έδινε στις αλάνες της γειτονιάς του. Ωστόσο η βασική του εκπαίδευση στην αεροπορία κυλά μάλλον ομαλά, ανέλπιστα φυσιολογικά γι’ αυτόν τον νέο. Όμως υπάρχει ακόμα ο στίβος μάχης και η υπερπήδηση του τοιχίου που τον προβληματίζουν σφόδρα. Πώς θα τα βγάλει πέρα αυτός, ο άμαθος, ο καλοπερασάκιας; Μήπως γκρεμοτσακιστεί και γίνει των σκυλιών ο περίγελος, μήπως τα θαλασσώσει και του κοτσάρει καμιά ξεγυρισμένη κράτηση ή φυλακή εκείνος ο φωνακλάς δόκιμος, που τους έχει βγάλει το λάδι ενάμιση μήνα τώρα με τα παραγγέλματα και τις απειλές του;

Πρωί εκείνης της κρύας μέρας του Δεκέμβρη κρύος ιδρώτας τον είχε περιλούσει. Κατάφερε κακήν κακώς την αναρρίχηση στα σχοινιά, σύρθηκε κιόλας στον βρεγμένο λάκκο με τις λάσπες και το Μ1 αγκαλιά, πέρασε σχετικά αργά και αγκομαχώντας τη λιμνούλα, όμως το τοιχίο; Εκείνο το ενάμιση μέτρου εμπόδιο, το φτιαγμένο από τούβλα και πέτρες για τις ανάγκες του στρατού, πώς θα το υπερπηδούσε; Μπα, αδύνατον να τα καταφέρει, του είχαν στερέψει και οι δυνάμεις άλλωστε. Θα σκοντάψει, θα γελοιοποιηθεί, θα φάει τα μούτρα του. Ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο, πανάθεμά το, που, αν το υπερπηδήσει, θα είναι σαν να τελειώνει το στρατιωτικό του. Κι αυτό γιατί, μετά την ορκωμοσία, ο πατέρας του θα τον τραβούσε με βύσμα στον Βορρά ως τηλεφωνητή στην αεροπορική βάση της Μίκρας. Μετά το τοιχίο, ζάχαρη η κατάσταση. Σε ένα μήνα από τώρα θα ανηφορίζει ανέμελος, με τον σάκο του, για τη Θεσσαλονίκη. Όμως προηγείται το τοιχίο. Πώς θα υπερπηδήσει το εμπόδιο αυτός, που στο σκάμμα του γυμναστηρίου του λυκείου του μπέρδευε τον βηματισμό του και προσγειωνόταν κακήν κακώς στην άμμο με απελπιστικές επιδόσεις;

Την κρίσιμη στιγμή μια ακαθόριστη δύναμη τον οδήγησε, του έδωσε ανέλπιστη ώθηση. Με σφιγμένα τα δόντια και απέραντη αποφασιστικότητα, κρατώντας στα χέρια το Μ1 –προς στιγμή τού φάνηκε πούπουλο– έτρεξε, και σαν έμπειρος εμποδιστής υπερπήδησε άνετα το εμπόδιο. Η προσγείωσή του, μάλιστα, ήταν τόσο ομαλή, ώστε κάτι σμηνίτες, πίσω του, από τον ίδιο θάλαμο, που, διακρίνοντας την έμφυτη δειλία του, περίμεναν πώς και πώς να φάει τα μούτρα του για να του κάνουν καζούρα, έμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο να τον θαυμάζουν. «Μπράβο, λεβέντη!» άκουσε πλάι του τον σμηνία εκπαίδευσης να τον ενθαρρύνει, και με φτερά στα πόδια, έτρεξε να ολοκληρώσει το υπόλοιπο μέρος του στίβου μάχης που του είχε απομείνει. Αυτήν την ανέλπιστη εμπειρία διηγείται ο Οδυσσέας, χρόνια τώρα, σε γνωστούς και φίλους, που, γνωρίζοντας τον ήπιο και φοβισμένο χαρακτήρα του, δυσκολεύονται να την πιστέψουν. Για να λέμε την αλήθεια ούτε ο ίδιος ακόμη μπορεί να πιστέψει πόσο εύκολα τα κατάφερε τότε σε κάτι που του φαινόταν βουνό.

 

 

Είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε, Φλεβάρη του 2008, τον ειδοποιούν να κατέβει στη Βυτίνα γιατί πέθανε ο τελευταίος πρόγονός του, ο παππούς Θόδωρος, στα ενενήντα έξι του χρόνια. Παίρνει με το αμάξι τους γονείς του, που ακόμη καλοστέκονται, και κατηφορίζουν στην Πελοπόννησο. Στο χωριό παγωνιά, στρωμένο το χιόνι κοντά στο μέτρο. Μετά την εξόδιο ακολουθία και την ταφή στα κοιμητήρια, τον πλευρίζει στο καφενείο του χωριού ένας υπερήλικας, φίλος του μακαρίτη, και αρχίζει να του λέει μια ιστορία:

—Στην Τριπολιτσά, γιε μου, είχε την έδρα του τότε ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής όλης της Πελοποννήσου. Την υπερασπιζόταν μεγάλος αριθμός ενόπλων σωμάτων. Οι Έλληνες έπρεπε να την καταλάβουν για να πιάσει τόπο ο αγώνας τους. Είδε κι έπαθε ο Κολοκοτρώνης να πείσει τους οπλαρχηγούς για το σχέδιό του. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνουν νους του σχεδίου ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Αρχές Μαΐου του ’21 πλακώνει από τα Γιάννινα ο Μουσταφάμπεης με τρεισήμισι χιλιάδες άντρες να κυνηγήσει τους Έλληνες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε και η πόλη υπέφερε. Τριάντα πέντε χιλιάδες ψυχές μέσα στην πόλη, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι. Με κόλπα της συμφοράς ο Μουσταφάμπεης καθυστερούσε την πολιορκία. Θα παραδίδονταν αργά ή γρήγορα, αλλά τους πρόλαβε ένας δικός μας, ο Μανώλης Δούνιας. Μαζί με δύο παλικάρια της περιοχής μας σκαρφάλωσαν στα τείχη της πόλης που έφταναν τα πεντέμισι μέτρα, και, εξουδετερώνοντας τον φύλακα, άνοιξαν την Πύλη του Μυστρά και όρμησαν οι Έλληνες στην πόλη. Έτσι έπεσε η Τριπολιτσά. Σκότωσαν οι Έλληνες πολλούς, έβγαλαν μεγάλο θυμό και λύσσα, πάνω από τριάντα χιλιάδες μακελεύτηκαν, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Για το καλό του Αγώνα… Αυτά γράφει, γιε μου, η Ιστορία…

—Και γιατί μου τα λες όλα αυτά, μπαρμπα-Θύμιο; απόρησε ο Οδυσσέας.

—Το ένα από τα δύο παλικάρια που ανέβηκαν στα τείχη μαζί με τον Μανώλη Δούνια λεγόταν κι αυτός Οδυσσέας Τσελεπής. Είχε το όνομα του παππού σου και το δικό σου. Μακρινός σου πρόγονος. Μου το διαβεβαίωσε τις προάλλες ο δάσκαλος του χωριού που καταγίνεται πολύ με την Ιστορία. Μελέτησε κάποια παλιά κιτάπια της κοινότητας, διασταύρωσε αρχεία και από το Ληξιαρχείο της Τρίπολης και από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Να είσαι περήφανος, γιε μου, για τους προγόνους σου και να γνωρίζεις πως το σόι σας έβγαλε παλικάρια που το έλεγε η καρδιά τους.

Ο Οδυσσέας άκουγε το γλυκομίλητο γεροντάκι αποσβολωμένος. Είκοσι τέσσερα χρόνια από εκείνη την παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη, είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή να ξεδιαλύνει μέσα του τι ήταν εκείνο που του έδωσε, τότε, ώθηση να ξεπεράσει μ’ ένα ανάλαφρο σάλτο το εμπόδιο.

 

                                                                                   Π. Γ.

 

 


                     



Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Φραντς Κάφκα, ο δάσκαλος του Φίλιπ Ροθ

 



 

Σαν σήμερα, στις 19 Μαρτίου του 1933, είχε γεννηθεί ο Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ, που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 2018, σε ηλικία 85 χρονών. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω μια μικρή μελέτη μου για την επίδραση του Φραντς Κάφκα στο συνολικό του έργο. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην book press στις 7 Φεβρουαρίου 2025.

 

 

֎

 

 

 

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ,

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ

(μικρή μελέτη)

 

 

 

Ο Φραντς Κάφκα, κατά πρώτο λόγο, και ακολούθως ο Σαίξπηρ, ο Τζόις και οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, αποτελούν τους θεμελιώδεις άξονες (ή έστω τους σημαντικότερους) όχι μόνο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας αλλά και ολόκληρου του, κατά Χάρολντ Μπλουμ, Δυτικού Κανόνα. Πάνω σ’ αυτούς βασίστηκε κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Φίλιπ Ροθ, παρότι κάνει πολλές αναφορές σε σαιξπηρικά έργα και ήρωες σε αρκετά μυθιστορήματά του (κυρίως στην Ταπείνωση), έχει πρωτίστως μελετήσει κι αφομοιώσει τον Κάφκα, την αγάπη για το έργο του οποίου την έχει εκφράσει ποικιλοτρόπως. Τον θεωρεί δάσκαλό του, κάτι που, κατά δήλωσή τους, συμβαίνει και με άλλους μεγάλους Αμερικανούς συγγραφείς (Όστερ, Τσίβερ, Χέμινγουεϊ κ. α). Και αν, συνοπτικά και απλοϊκά, προσδιορίσουμε το έργο του γερμανόφωνου Τσέχου συγγραφέα με το τετράπτυχο: παραδοξότητα, ειρωνεία, ενοχικότητα και τραγικότητα (δραματικότητα), ο Ροθ «πάτησε» στα παραπάνω συστατικά γραφής του Κάφκα στο ακέραιο, μετεξελίσσοντάς τα κατά το δοκούν.

 

 

Από τον Πόρτνοϊ μέχρι τον Μπάκυ Κάντορ

 

Το στοιχείο της παραδοξότητας στο έργο του Κάφκα είναι ιδιαιτέρως εμφανές στο πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του Ροθ (πάντως όχι από τα καλύτερά του), που τιτλοφορείται Το βυζί. Εδώ, ο καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας Νταίηβιντ Κέπες ξυπνά κάποιο πρωί με αφύσικα συμπτώματα. Διαπιστώνει, χαμηλά, στην περιοχή των γεννητικών του οργάνων, κάποια αλλαγή χρώματος και μια περίεργη αναγέννηση του δέρματός του. Είναι η απαρχή μιας ορμονικής μετάλλαξης, που, σύντομα, θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο βυζί. Τελικώς, η ηρεμία και η αποκατάσταση αυτής της αφύσικης κατάστασης θα επέλθει όχι με την απεγνωσμένη ερμηνεία του παράλογου διά της λογικής, αλλά με την ανάλυση, την ερμηνεία της νέας κατάστασης και τελικώς με την αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Ο Ροθ, εδώ, μας αποκαλύπτει την υπαρκτή συγγραφική επίδραση που δέχτηκε από έργα όπως Η μεταμόρφωση του Κάφκα αλλά και από το Η μύτη του Γκόγκολ. Εντούτοις αυτή του η επίδραση φαντάζει προσχηματική. Το βιβλίο στερείται της υπαρξιακής έντασης και του βάθους του Γκρέγκορ Σάμσα, που μεταμφιέζεται διά χειρός Κάφκα σε κατσαρίδα, ωστόσο είναι μια προσέγγιση παιγνιώδης και χιουμοριστική από μεριάς του Ροθ πάνω στο στοιχείο της παραδοξότητας. Η σκοτεινή και ανερμήνευτη παραδοξότητα του Κάφκα μεταλλάσσεται στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ροθ σ’ ένα φωτεινό αστείο. Ένα αστείο με λυτρωτικές, ωστόσο, συνέπειες για τον ήρωά του αλλά και για τον περίγυρό του.

Άλλο σημείο επίδρασης του έργου του Κάφκα στον Ροθ είναι το στίγμα του ενοχικού. Εύστοχα ο μελετητής (και μεταφραστής) του Ροθ, Ηλίας Μαγκλίνης, επισημαίνει στο επίμετρο του Ανθρώπινου στίγματος (Πόλις, 2003, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) πως το στίγμα του ενοχικού που κουβαλούν αρκετοί ήρωες του Ροθ, ανάγεται απευθείας (και πρωτίστως) στον Κάφκα. Ως παραδείγματα, μάλιστα, ακραίων ενοχικών ηρώων του Ροθ αναφέρει τον Μίκι Σάμπαθ (Το θέατρο του Σάμπαθ, Πόλις, 2013, μτφρ. Ανδρέας Βαχλιώτης), που όταν κάνει έρωτα, δέχεται επισκέψεις απ’ το φάντασμα της νεκρής μάνας του, αλλά και τον Εβραίο Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, Πόλις, 2008, μτφρ. Αλέξανδρος Κυριακίδης), που νιώθει ενοχικά απέναντι στη μητέρα του, μετά το σεξ με χριστιανές, «σίκσα» κατά την εβραϊκή ορολογία. Ανάλογα ενοχικά συναισθήματα παιδιών προς τους γονείς τους θα συναντήσουμε και στην Μπρέντα Πάτιμκιν (Αντίο Κολόμπους) αλλά και στον Ζούκερμαν-Τάρνοπολ, που η κακή συναισθηματική κατάσταση των γονιών του για τον ολέθριο γάμο του επιστρέφει ακέραια και στον ίδιον (Η ζωή μου ως άντρα). Σκέφτομαι πως και πολλοί ακόμη τραγικοί ήρωες του Ροθ, που ήρθαν στη ζωή τους αντιμέτωποι με την «αυτοκρατορία του απρόοπτου», ανάγονται απευθείας στο τραγικό στοιχείο της γραφής (και γραμμής) Κάφκα. Ο Σιμούρ Λιβόβ (Αμερικανικό ειδύλλιο), ο Μάρκους Μέσνερ (Αγανάκτηση), ο Άιρα Ρίνγκολντ (Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή) και ο Μπάκυ Κάντορ (Νέμεσις) είναι δομημένοι και σφυρηλατημένοι με καφκικού τύπου σκοτεινή ύλη. Στην περίπτωση, μάλιστα, των τεσσάρων παραπάνω προσώπων δεν υπάρχει φίλτρο (και περιθώρια) διακωμώδησης, ειρωνείας ή βιτριολικού χιούμορ (περίπτωση Σάμπαθ και Πόρτνοϊ) για να μιλήσουμε για συνειδητή μετεξέλιξη από το τραγικό προς το ιλαροτραγικό ή προς το κωμικό. Ο Λιβόβ, ο Μέσνερ, ο Ρίνγκολντ και ο Κάνταρ είναι ατόφια τραγικοί, καφκικού τύπου ήρωες, που δεν σηκώνουν εκ μέρους του Ροθ διακωμώδηση ή χιούμορ, ούτε στο ελάχιστο.

Τέλος, για να αναλύσουμε περαιτέρω την καφκική επίδραση στο λογοτεχνικό έργο του Ροθ, χρειάζεται νομίζω μια αναφορά και στο πατρικό πρότυπο, που ο Ροθ ξεδιπλώνει κι αναπτύσσει σε πολλά του βιβλία. Κατά κύριο λόγο στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Πατρική κληρονομιά (Πόλις, 2012, μτφρ. Τάκης Κιρκής) και δευτερευόντως σε πολλά άλλα βιβλία του (Ζούκερμαν Δεσμώτης, Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, Αγανάκτηση κ. ά.). Εδώ, το πατρικό πρότυπο παρουσιάζεται αρχέγονο, αυστηρό, ιδιότροπο, απόλυτο, εμμονικό, οριακά χειριστικό μέσα στην οικογένεια, κι απέναντί του έχει, σχεδόν πάντα, έναν γιο επιφυλακτικό, υπομονετικό, ανεκτικό, αναποφάσιστο, συχνά φοβικό κι ενοχικό, στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στην πεζογραφία του Κάφκα. Ακόμα κι αν οι πατεράδες των βιβλίων του Ροθ δεν τιμωρούν και δεν οδηγούν στη παράνοια ή στην αυτοκτονία τα παιδιά τους, όπως συμβαίνει στο έργο του Κάφκα.

 

 

Αναφορές στον Κάφκα μέσα από βιβλία του Φίλιπ Ροθ

 

Εκτενείς αναφορές στον Κάφκα εντόπισα σε 5 λογοτεχνικά βιβλία του Ροθ. Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι περίπου 33 συνολικά σελίδες τού Ο καθηγητής του πόθου (Πόλις, 2006, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), που αφορούν αποκλειστικά τον Κάφκα. Ο καθηγητής Κέπες (που πρωταγωνιστεί και στο Βυζί), που μελετά και διδάσκει τον Κάφκα στους φοιτητές του (όρα Ροθ), επισκέπτεται την Πράγα όταν έχει καταπνιγεί η «Άνοιξη της Πράγας» κι όταν έχει, ήδη, ολοκληρωθεί η σοβιετική εισβολή. Ταξιδεύει για να αποτίσει φόρο τιμής στον αγαπημένο του Κάφκα κι όχι τόσο για να κριτικάρει ή να σχολιάσει το πολιτικό καθεστώς της, τότε, Τσεχοσλοβακίας. Γράφει ο Ροθ (σ. 209): «Από τότε που οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τσεχοσλοβακία, ο Κάφκα είναι ένας παράνομος συγγραφέας, ο παράνομος συγγραφέας». Ο Κέπες ηρεμεί από τον ολοκληρωτικό εφιάλτη της Πράγας μόνο όταν επισκέπτεται τον τάφο του Κάφκα. Λυτρώνεται μ’ αυτήν του την επίσκεψη, όπως λυτρώνεται κάποιος από μια παλιά ερωτική σχέση. Αυτή η επίσκεψη στον τάφο του αγαπημένου του συγγραφέα, παρότι υπονοείται από τον συγγραφέα πως το όνομα του Κάφκα εμπορευματοποιήθηκε ακόμη και από τους υποστηρικτές της κομμουνιστικής ιδεολογίας, του δίνει το κίνητρο και την ώθηση να συνειδητοποιήσει, στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, το οδυνηρό τέλος της ερωτικής του σχέσης με την Κλερ. Ο Κάφκα, δηλαδή, γίνεται καταλύτης για την αυτογνωσία του ήρωα-αφηγητή. Επιπροσθέτως, η μορφή και η ψυχή του Εβραίου Κάφκα (η καρδιά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, θα τολμούσα να πω) συνηγόρησε τα μέγιστα στην εκ θεμελίων μεταμόρφωση του Ροθ απέναντι στους ομοθρήσκους του, σε σχέση με το Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, όπου ο είρωνας και καυστικός Πόρτνοϊ βρίσκεται στον αντίποδα τού ευσεβή, παραδοσιακού Εβραίου Ροθ-Κέπες τού Καθηγητή του πόθου. Εν κατακλείδι, ο Κάφκα και το ταξίδι τού Ροθ-Κέπες στην Πράγα είναι το αλατοπίπερο που νοστιμίζει και αναδεικνύει σε σημαντικό το εν λόγω μυθιστόρημα.

Στις σσ. 211-212 του μυθιστορήματος Ο καθηγητής του πόθου γράφει ο Ροθ:

«Τάφοι αμέτρητοι, αλλά μονάχα εκείνος του Κάφκα μοιάζει φροντισμένος. Οι άλλοι νεκροί μοιάζει να μην έχουν επιζώντες εδώ γύρω να ξεχορταριάσουν τους τάφους τους και να κόψουν τον κισσό που αγκαλιάζει τα κλαριά των δέντρων, σχηματίζοντας μια πυκνή κρεβατίνα που συνδέει το μνήμα τού ενός αφανισμένου εβραίου με το διπλανό του. Μονάχα ο άκληρος εργένης φαίνεται να ’χει ζωντανούς απογόνους. Πού θα ’βρισκε πιο πρόσφορο έδαφος η ειρωνεία, αν όχι στον τάφο του Franze Kafky;».

Στο βιβλίο Το ζώο που ξεψυχά (Πόλις, 2002, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς) ο καθηγητής Κέπες προσεγγίζει ερωτικά την Κονσουέλα, την εικοσιτετράχρονη φοιτήτριά του που θα φέρει τα πάνω κάτω στην ερωτική του ζωή, αφήνοντάς την να πιάσει στα χέρια της ένα χειρόγραφο του Κάφκα. Λίγο μετά τη γνωριμία τους, η Κονσουέλα στέλνει σημείωμα στον καθηγητή και του γράφει, μεταξύ άλλων (σ.25):

«Ήταν πολύ ωραία που με καλέσατε στο πάρτι, που είδα το υπέροχο διαμέρισμά σας, την εκπληκτική βιβλιοθήκη σας, που κράτησα στα χέρια μου το χειρόγραφο του ίδιου του Φραντς Κάφκα…»

Στο βιβλίο Ο συγγραφέας φάντασμα (σσ.167-168) ο Νέιθαν Ζούκερμαν (άλλο προσωπείο του Ροθ) σκέφτεται για την Έιμυ Μπέλετ, που σχετίζεται με τον συγγραφέα Λόνοφ, στο σπίτι του οποίου ο ίδιος διαμένει:

«…Είναι σαν μια παθιασμένη μικρότερη αδελφή του Κάφκα, σαν τη χαμένη του κορούλα – υπάρχει συγγένεια ακόμη και στο πρόσωπο. Νομίζω. Τα πατάρια και οι ντουλάπες του Κάφκα, οι κρυμμένες σοφίτες όπου αποδίδονται τα κατηγορητήρια, οι συγκαλυμμένες πόρτες – καθετί που εκείνος είχε ονειρευτεί στην Πράγα ήταν για εκείνη πραγματικότητα, αληθινή ζωή στο Άμστερνταμ. Αυτά που εκείνος επινόησε, εκείνη τα υπέστη. Θυμάστε την πρώτη πρόταση από τη Δίκη; Μιλούσαμε γι’ αυτήν χθες βράδυ, ο κ. Λόνοφ κι εγώ. Θα μπορούσε να είναι το επίγραμμα του βιβλίου της. “Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει την Άννα Φ., διότι ένα πρωί, χωρίς να έχει κάνει τίποτα το επιλήψιμο, βρέθηκε υπό κράτηση”».

Στο Μάθημα ανατομίας (σ. 543) γράφει ο Ροθ:

«Η Νταϊάνα είναι εξυπνότερη, η Τζένη είναι καλλιτέχνις, η Γιάγκα στ’ αλήθεια υποφέρει. Και με την Γκλόρια αισθάνομαι στην κυριολεξία σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα να περιμένει όρθιος κάτω απ’ το ντουλάπι της κουζίνας να του δώσει η αδελφή του το μπολ με την άνοστη σούπα».

Τέλος, πολλές αναφορές στο όνομα του Κάφκα και της Πράγας έχουμε και στο Το όργιο της Πράγας, κυρίως διά στόματος της Όλγκας, μιας παρακμιακής   Τσέχας καλλιτέχνιδας, από την οποία ο Νέιθαν Ζούκερμαν φιλοδοξεί να πάρει πίσω το βιβλίο του πρώην άντρα της, που ήταν γραμμένο στα γίντις, στη γλώσσα, δηλαδή, των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης. Αντιγράφω ενδεικτικά από τη σ. 696. Μιλά ο Ζντένεκ Σισόφσκι:

«Η αίσθηση που είχε ο Κάφκα, αν μου επιτρέπεται, ότι δεν είχε πατρίδα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε ό,τι ένιωθε ο πατέρας μου. Ο Κάφκα είχε τουλάχιστον τον δέκατο ένατο αιώνα μες στο αίμα του – όλοι οι Εβραίοι της Πράγας τον είχαν. Ο Κάφκα ανήκε στη λογοτεχνία, αν μη τι άλλο. Ο πατέρας μου δεν ανήκε πουθενά».

Τα τρία παραπάνω βιβλία του Ροθ (Ο συγγραφέας-φάντασμα, Μάθημα ανατομίας και Το όργιο της Πράγας) μαζί με το Ζούκερμαν λυόμενος, συναποτελούν τον Ζούκερμαν δεσμώτη (τριλογία και επίλογος) [Πόλις, 2004, μτφρ. Σπύρος Βρετός]. Το Όργιο της Πράγας, σ’ αυτό το βιβλίο, ενέχει θέση επιλόγου.

Φαίνεται πάντως πως η εμμονή του Ροθ με τον Κάφκα γιγαντώθηκε την περίοδο που χρησιμοποιούσε ο ίδιος το προσωπείο του καθηγητή Κέπες (Το βυζί, Ο καθηγητής του πόθου και Το ζώο που ξεψυχά). Ίσως γιατί αυτό του το προσωπείο ταυτίστηκε περισσότερο με την ακαδημαϊκή καριέρα του στο πανεπιστήμιο, όπου ο ίδιος δίδασκε τον Κάφκα στους φοιτητές του, αλλά και με την εποχή που έγραφε τα δοκίμιά του για τον Κάφκα.

 

 

Αναφορές στον Κάφκα μέσα από δοκίμια του Ροθ

 

Ο Ροθ σε συνέντευξή του του 1969 στον Τζωρτζ Πλίμπτον αναφορικά με το Σύνδρομο Πόρτνοϊ (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, δοκίμια, Πόλις, 2014, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) μας πληροφορεί πως το χρονικό διάστημα που εκκολαπτόταν το παραπάνω βιβλίο στο μυαλό του, δίδασκε Κάφκα κάθε εβδομάδα στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας. Αναφέρει πως «μόνο όταν συνέλαβα την ενοχή ως κωμική ιδέα, άρχισα να αισθάνομαι ότι είχα απελευθερωθεί για τα καλά από το τελευταίο μου βιβλίο και από τις παλιές μέριμνες» (σ. 37)

Σε άλλη, πάλι, συνέντευξή του αναφορικά με το Βυζί, αντιπαραβάλει τον τρόπο γραφής της νουβέλας του μ’ εκείνον της Μεταμόρφωσης, λέγοντας πως ενώ ο Κάφκα μάς λέει από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του πως «δεν είναι όνειρο», ο ίδιος προχωρεί μέσα από το Βυζί «μέσα από την προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις που ενδέχεται να προβάλει ένας σκεπτικιστής αναγνώστης στο κλίμα του φανταστικού, το οποίο έχω δημιουργήσει» (σ. 87). Άλλωστε, κατά Ροθ: «Η διαύγεια της Μεταμόρφωσης είναι το στοιχείο εκείνο που της προσδίνει τη δύναμή της. Η στρατηγική (και η ευφυΐα) του Κάφκα είναι ότι αντιστέκεται στην ερμηνεία, ακόμη και της υψηλότερης τάξης, την ίδια ακριβώς στιγμή που την προκαλεί. Οποιοδήποτε διανοητικό εργαλείο και αν χρησιμοποιήσεις για να προσεγγίσεις την ιστορία του Κάφκα, ποτέ δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη γοητεία της» (σ. 88). Σκέψεις και απόψεις του Ροθ, που ωστόσο δεν τον απέτρεψαν από το να γίνει διδακτικός και κάπως ηθικολόγος στις τελευταίες σελίδες του Βυζιού.

Τέλος, δύο δοκίμια του Ροθ, που περιέχονται στο ίδιο βιβλίο (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους) περιστρέφονται, το πρώτο εμμέσως, το δεύτερο σχεδόν αποκλειστικά, γύρω από το πρόσωπο και το έργο του Κάφκα.

Το πρώτο, που τιτλοφορείται «Ο δικός μας Πύργος», υπαγορεύτηκε από την ανακοίνωση του προέδρου Φορντ (8/9/1974) ότι παρέχει ανεπιφύλακτα συγγνώμη στον προκάτοχό του (Νίξον) για οποιοδήποτε αδίκημα ενδεχομένως είχε διαπράξει όταν ήταν πρόεδρος των Η.Π.Α. Ο Ροθ θεώρησε αυτήν την απόφαση του προέδρου Φορντ εξωφρενική κι ακατανόητη. Γράφει: «Βρισκόμαστε μέσα σε κάτι που θυμίζει τον κόσμο του καφκικού Πύργου» (σ. 301). Ενώ παρακάτω αναφωνεί σαρκαστικά: «Κάφκα! Διατί να μη ζείτε σήμερον! Ο Λευκός Οίκος έχει άμεσον χρείαν νέου Γενικού Γραμματέως Τύπου και Πληροφοριών» (σ. 303). Γενικά το δοκίμιο αυτό του Ροθ παίζει με την, τότε, ιλαρή πολιτική πραγματικότητα των Η.Π.Α., παραλληλίζοντας την με τη Δίκη και τον Πύργο του Κάφκα, αναδεικνύοντας, έτσι, τον γελοίο αλλά και σκοτεινό χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας. Ποιος να γνωρίζει τι θα σκεφτόταν και τι θα έγραφε σήμερα ο Ροθ για τη δεύτερη θητεία του προέδρου Τραμπ και για τη φιέστα της ορκωμοσίας του, που, λόγω θανάτου, δεν είχε την «τύχη» να τα απολαύσει;

Το δεύτερο δοκίμιο έχει έκταση περίπου 30 σελίδων, τιτλοφορείται «Ήθελα πάντα να θαυμάζετε τη νηστεία μου ή Μια ματιά στον Κάφκα», γράφτηκε το 1973 για τους φοιτητές Αγγλικής Λογοτεχνίας, τάξη 275, στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και μπορεί να σταθεί και ως εκτενές διήγημα, κομματιασμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αυτού του δοκιμίου έχουμε μια γλαφυρή, διά στόματος Ροθ, αναπαράσταση της ζωής, των ερώτων και του έργου του Κάφκα. Ξεχωρίζει η εκπληκτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του προσώπου του Κάφκα, όπως είναι διατυπωμένη στην πρώτη παράγραφο της σ. 367. Στο δεύτερο μέρος ο Ροθ φαντάζεται τον Κάφκα, εν έτει 1942, να μην έχει πεθάνει, να είναι πενήντα εννέα ετών και να τον έχει δάσκαλο στο Νιούαρκ. Οι συμμαθητές του θα του είχαν βγάλει κάποιο αστείο παρατσούκλι, όπως για παράδειγμα δρ. Κίσκα, που, στα εβραϊκά, σημαίνει «εντόσθια». Ο πρόσφυγας καθηγητής θα συγχρωτιζόταν με τα παιδιά του σχολείου και θα γνώριζε την οικογένεια Ροθ. Μυθοπλαστικό εύρημα, συναφές με την παραδοξότητα της ζωής και με το έργο του Κάφκα, γραμμένο με την τεχνική του «what if….», που ο Ροθ χρησιμοποίησε σε κάποια του κείμενα αλλά και σε ολόκληρα βιβλία του (Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής).

 

 

Συμπερασματικά

 

Ο μεγάλος Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019), στο σύγγραμμά του Πώς και γιατί διαβάζουμε (Τυπωθήτω, 2004, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου) συγκαταλέγει τον Ροθ (μαζί με τον Κόρμαν Μακάρθυ) στους σαιξπηρικούς μυθιστοριογράφους που πλάθουν χαρακτήρες που αλλάζουν (σ. 207). Ο χαρακτηρισμός «σαιξπηρικός μυθιστοριογράφος» θεωρείται τίτλος τιμής για κάθε συγγραφέα, αν συνυπολογίσουμε πως ο Μπλουμ θεωρεί τον Σαίξπηρ μεταξύ των βασικών θεμελιωτών αυτού που ο ίδιος είχε ορίσει ως Δυτικό Κανόνα – ίσως τον σημαντικότερο. Θα τολμούσα να προσθέσω για την περίπτωση του Ροθ και τον χαρακτηρισμό «καφκικός μυθιστοριογράφος», δίχως αυτό να αναιρεί ή να αποδυναμώνει την αναφορά και την εκτίμηση του Μπλουμ, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Ροθ θεωρούσε όλα τα φραστικά δίπολα με τη λέξη «καφκικός» ως φιλολογικά κλισέ. Ίσως, πάντως, αυτό το «κλισέ», λειτουργώντας συμπληρωματικά, να προσδιορίζει ακριβέστερα και να εμπλουτίζει τα συστατικά γραφής του Αμερικανού συγγραφέα, αλλά και τις εμμονές που ο τελευταίος είχε αναφορικά με τη ζωή και τα «αλλόκοτα» γεγονότα των βιβλίων του Τσέχου συγγραφέα.

 

Παναγιώτης Γούτας

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

Φίλιπ Ροθ, Ζούκερμαν Δεσμώτης (τριλογία και επίλογος), μυθιστόρημα, μτφρ. Σπύρος Βρετός, Πόλις, 2004

Φίλιπ Ροθ, Το βυζί, γράμματα, μτφρ. Αλεξάνδρα Κοντού, 1984

Φίλιπ Ροθ, Ο καθηγητής του πόθου, μυθιστόρημα, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Πόλις, 2006

Φίλιπ Ροθ, Πατρική κληρονομιά (μια αληθινή ιστορία), μτφρ. Τάκης Κιρκής, Πόλις, 2012

Φίλιπ Ροθ, Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, δοκίμια, μτφρ.-σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, Πόλις, 2014

Ηλίας Μαγκλίνης, «Ο Φίλιπ Ροθ και το στίγμα του περιπλανώμενου Ιουδαίου», επίμετρο στο Το ανθρώπινο στίγμα, σσ. 457-491 του βιβλίου

Harold Bloom, Πώς και γιατί διαβάζουμε, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, Τυπωθήτω, 2004

Παναγιώτης Γούτας, Κήπος βιβλίων-Διαβάζοντας Θεσσαλονικείς και Αμερικανούς πεζογράφους, δοκίμια, Νησίδες, 2023

 

(δημοσιεύτηκε στην book press στις 7 Φεβρουαρίου 2025· μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο https://bookpress.gr/stiles/eponimos/22140-frants-kafka-o-daskalos-tou-filip-roth )


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης








«ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΑΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ…

ΟΜΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ ΣΠΟΡΟΣ»

 

֎

 

 

(Το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ3 για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στο 27ο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)

 







Εχτές, 11 Μαρτίου, στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ3 για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε… όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος», σε σενάριο και σκηνοθεσία της Βούλας Κωστάκη. Η ταινία προβλήθηκε στο πλαίσιο της ενότητας «Ανοιχτοί Ορίζοντες», στην Αποθήκη Δ΄ στο Λιμάνι, στην αίθουσα «Φρίντα Λιάππα».

Το ντοκιμαντέρ παρουσίασε την περιπλάνηση του ποιητή στη Θεσσαλονίκη, φωτίζοντας τη σχέση του με την πόλη και τον διαρκή απόηχο του έργου του στη νέα γενιά. Αν μη τι άλλο, η ταινία πέτυχε στα παρακάτω: Μίλησε για τον εμβληματικό ποιητή της πόλης δίχως να δείξει το πρόσωπό του ούτε σε ένα πλάνο, ούτε καν με μία φωτογραφία του. Ανέδειξε τη διείσδυση που έχει ο ποιητής στα νέα παιδιά, σε εφήβους και φοιτητές, αλλά και σε μερίδα εικαστικών καλλιτεχνών, που εμπνεόμενοι από στίχους ή ποιήματά του, δημιούργησαν ζωγραφικούς πίνακες ή εικαστικά θέματα. Παράλληλα έκανε γνωστό μέρος του έργου του, μέσω μελοποιημένων ποιημάτων του από δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Νικολούδης και ο Αντρέας Καρακότας. Για την επιθετικότητα και εριστικότητα του ποιητή (κάποιοι έκαναν λόγο για συγκαλυμμένη άμυνα) αλλά και για την τρυφερή πτυχή του χαρακτήρα του μίλησαν οι δύο παραπάνω τραγουδοποιοί, αλλά και ο Γάλλος ελληνιστής Μισέλ Βολκοβίτς (μεταφραστής του Χριστιανόπουλου), όπως και άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από μια ιδέα του εκδότη και λογοτέχνη της πόλης Γιώργου Κορδομενίδη, που έδωσε το ερέθισμα στην σκηνοθέτιδα να εξετάσει το γκελ που έχει ο ποιητής στους εφήβους και στη νέα γενιά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ είχε ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας Κώστας Σάντας, που ενσάρκωσε τον ποιητή, κυρίως τον βηματισμό του στην πόλη, δίχως να δούμε σε κάποιο πλάνο το πρόσωπό του. Ο Χριστιανόπουλος, κάποτε, έλεγε πως το να σε θυμούνται δύο γενιές μετά τον θάνατό σου είναι επιτυχία, τρεις γενιές είναι θρίαμβος. Η απήχηση που έχει το έργο του στα νέα παιδιά, φαίνεται, πως αν όχι τον θρίαμβο, θα γευτεί οπωσδήποτε στο μέλλον αυτήν την επιτυχία.

Για την ιστορία, ας αναφερθούν οι συντελεστές αυτού του ντοκιμαντέρ: Τη διεύθυνση παραγωγής ανέλαβε ο Δημήτρης Φράστανλης, ενώ την εικονοληψία επιμελήθηκαν οι Κώστας Σιδηρόπουλος και Ανδρέας Κοτσίρης. Η ηχοληψία πραγματοποιήθηκε από τον Ιωάννη Τσιτιρίδη, το μοντάζ έγινε από τη Σοφία Μπαμπάμη και τα γραφικά σχεδιάστηκαν από την Έλενα Κανακίδου. Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, ακολούθησε μουσική εκδήλωση στην Αποθήκη Γ΄ στο Λιμάνι. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο μουσικός παραγωγός του 95,8fm της ΕΡΤ3, Γιάννης Σημαντήρας, παρουσίασε μια επιλογή από μουσικά θέματα, τα οποία εναλλάσσονταν με απαγγελίες ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου από ηθοποιούς του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Παράλληλα, ερμηνεύτηκαν γνωστά τραγούδια, όπως η «Εγνατία», το «Ενός λεπτού σιγή», ο «Βαρδάρης», το «Καραμπουρνάκι» και άλλα, από τους Δημήτρη Νικολούδη, Ανδρέα Καρακότα και Παναγιώτη Καραδημήτρη, με τη συνοδεία του Σάκη Λάιου στο πιάνο. Στην εκδήλωση συμμετείχαν και ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε.

 

                                                                            Π. Γ.