ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ
֎
(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για
πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά
με το ποδόσφαιρο)
●
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
Σαράντα
και βάλε χρόνια, από τότε που θυμάται τον εαυτό του να ξεδίνει, τρεις ήταν οι
σταθερές διέξοδοί του: Το ποτό, τα καψουροτράγουδα και η ΠΑΟΚάρα. Η
σαββατιάτικη έξοδος σε κάποιο μπουζουκομάγαζο της φτωχομάνας ήταν επιβεβλημένη
– άλλοτε με φίλους, άλλοτε με την εκάστοτε σχέση του. Και δεν ήταν και πολλές
οι σύντομες σχέσεις του με γυναίκες. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η
φιάλη ουίσκι να μοιράζεται στο τραπέζι από τα μέλη της παρέας, κι εκείνος να
θερμαίνει το λαρύγγι του, θαρρείς και θα έβγαινε στην πίστα να τραγουδήσει. Και
την Κυριακή, θύρα οχτώ στον «ναό», παρέα με τους ήσυχους, τους μαθητές και την
οικογενειακή κερκίδα, όχι με τους φανατικούς τής τέσσερα, ποτέ μ’ αυτούς, που
συχνά, στο παρελθόν, είχαν γίνει αιτία με τις ακρότητές τους να διακοπεί ένας
αγώνας ή να μηδενιστεί η ομάδα. Πριν από το σαββατοκύριακο, βέβαια, μεσολαβούσε
κοπιώδης εβδομάδα, γεμάτα καθημερινά δωδεκάωρα στο τιμόνι, αγώγια απανωτά με το
ταξί, βρέξει-χιονίσει, στους δρόμους της πόλης.
Σπιτικό δεν τον φτούρησε ν’ ανοίξει. Κάνα
δυο περιπτώσεις –κάτι κοπέλες που του προξένευαν κάτι καλοθελήτρες από τη
γειτονιά, φιλενάδες της μάνας του– τις κλότσησε όπως αναποτελεσματικός σέντερ
φορ που χάνει τ’ άχαστα. Τους γονείς του τους έθαψε και τους δύο, πάνε πέντε
χρόνια τώρα. Μια αδελφή τον επισκέπτεται αραιά και πού, τα πρωινά του Σαββάτου,
μαζί με τον άντρα της –έναν ξινό, της εκκλησίας– και πίνουν καφέ. Προσπαθούν να
τον πείσουν να βρει πνευματικό, ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, όμως εκείνος κάνει πως
δεν τους ακούει. Το ταξί τού έχει γίνει δεύτερο σπίτι. Ίσως πιο ζεστό και πιο
οικείο από τη μικρή γκαρσονιέρα στην Τριανδρία, όπου φυτοζωεί. Στο κάτω κάτω,
στο ταξί αλλάζεις και δυο κουβέντες με τους πελάτες σου. Στο σπίτι με ποιον να
μιλήσεις; Με τα ντουβάρια;
Τόσο στην γκαρσονιέρα όσο και στο ταξί
σταθερό μουσικό μοτίβο τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά. Εκείνη η βροντώδης,
στερεή φωνή, θαρρείς βγαλμένη από τα έγκατα της γης, τον κρατάει σε εγρήγορση.
Η αισθηματολογία και τα αδιέξοδα του έρωτα τού δίνουν άλλοθι γερό για την
απαξία που θρέφει για τις γυναίκες, χρόνια τώρα. Δεν είναι ότι τις μισεί ή τις
σνομπάρει. Περισσότερο τις φοβάται. Νιώθει αδύναμος μπροστά τους, ακόμα και σε
πελάτισσές του, στο ταξί, χαμηλώνει το βλέμμα στο ταξίμετρο ή κάτω απ’ αυτό
όταν εκείνες του μιλούν. Με τους άντρες είναι διαφορετικά. Πάντα ήταν αλλιώς.
Ιδίως με κάτι συνετούς ηλικιωμένους που μπαίνουν στο όχημα με μάσκα κι έχουν
συνήθειο να εξομολογούνται το ένδοξο παρελθόν τους. Πατάει κι αυτός στο σιντί
να παίξει ο Καρράς και το αγώγι αποκτά νόημα: «Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο /
να μ’ αγαπάς δεν βρήκα τρόπο…»
Αυτός ο τελευταίος μήνας ήταν μια σκέτη
απελπισία. Η ακρίβεια στην αγορά τον δυσκολεύει για τα προς το ζην. Τα αγώγια
μετρημένα – ποιος σήμερα να βγει και πού να πάει; Ο κορονοϊός άρχισε πάλι να
παίρνει την ανιούσα κλείνοντας τον κοσμάκη στα διαμερίσματα. Ο Βασίλης Καρράς
άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια. Και σαν να μην
έφταναν όλα αυτά, οι ταγοί της χώρας είχαν τη φαεινή ιδέα να πατάξουν τη βία
στα γήπεδα με το να απαγορεύσουν την είσοδο στους φιλάθλους για δύο ολόκληρους
μήνες. Πάει στράφι και το διαρκείας του... Μα, ελάτε στα συγκαλά σας άνθρωποί
μου, να τους πει. Έτσι θα σταματήσουν τα μαχαιρώματα και τα φονικά;
Μαντρώνοντας τον κόσμο στα κλουβιά του;
Εκείνο το πρωί κατέβασε τη σημαία του ταξί
από το μεσημέρι. Υποστολή σημαίας λόγω πένθους. Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι
και κατέβηκε με τα πόδια μέχρι την Αγία Σοφία να προσκυνήσει τον μεγάλο λαϊκό
βάρδο. Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, κι ο ίδιος, από το πρωί, είχε μια στυφή
γεύση στο στόμα. Λίγο προτού μπει στην εκκλησία, που την είχαν κατακλύσει
χιλιάδες θαυμαστών του τραγουδιστή, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν του τη
μίνι φιάλη ουίσκι και κατέβασε δυο γερές γουλιές για να στανιάρει. Σκουντουφλώντας
πλησίασε το φέρετρο. Τα μάτια του έλαμπαν αλλόκοτα τη στιγμή του προσκυνήματος.
Φιλώντας τη φωτογραφία του λαϊκού σταρ ένιωσε να μην τον βαστούν τα πόδια του.
Σαν να κατρακυλά σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό υπόγειο. Στο προαύλιο της εκκλησίας ο
κρύος αέρας ένιωσε να τον συνεφέρνει. Όμως το βαθύ κενό, η πελώρια πηγαδίσια
τρύπα –σαν τη φωνή του Βασίλη– είχε εγκατασταθεί στο στέρνο του. Περπάτησε μ’
αυτήν την αόρατη τρύπα στο στήθος για αρκετές ώρες, περιπλανήθηκε άσκοπα σε μία
κρύα πόλη χαζεύοντας δεξιά αριστερά τις βιτρίνες. Αίφνης τού φάνηκε αφόρητη η
ζωή, ένα περιττό ανεξήγητο βάρος. Έψαχνε ένα νόημα στη ζωή του, έστω στο
παραπέντε. Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο στο μυαλό του, ένα πλάνο για
το υπόλοιπο του βίου του. Μια σταθερά, ένα αποκούμπι. Του πέρασε σφήνα στο
μυαλό μια παλιά αφήγηση του πατέρα του για τις μέρες της εξέγερσης του
Πολυτεχνείου, τότε που οι φοιτητές έριχναν τη Χούντα. Για την ορμή τους, τα
νιάτα τους, τους αγώνες τους, τα συνθήματά τους. Ο πατέρας του ήταν ένας απ’
αυτούς, φοιτητής, τότε, της Παντείου, που εγκατέλειψε αργότερα κακήν κακώς.
Άφησε τις σπουδές του στο πτυχίο για να δουλέψει εργάτης σε εργοστάσιο
τσιμεντοποιίας, για τα προς το ζην. Όμως είχε πολιτικές ανησυχίες, διαδήλωνε,
εξεγειρόταν. Διάβαζε βιβλία κι εφημερίδες, είχε άποψη για τα κοινά. Ο ίδιος
ανίδεος από πολιτική και διαβάσματα. Καμιά αθλητική στη χάση και στη φέξη μόνο,
και κανένα ματς στην τηλεόραση. Το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του πατέρα του το
μετέτρεψε για πάρτη του σε «Αλκοόλ, καψουροτράγουδα και ποδόσφαιρο». Είναι
πρόοδος αυτό ή κατρακύλισμα, ποιος ξέρει; Ακόμη δεν το έχει μέσα του
ξεκαθαρίσει. Και τι θα εξυπηρετούσε ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα;
Λίγες μέρες μετά, σ’ ένα καφέ της
Τριανδρίας, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον κυριακάτικο αγώνα του ΠΑΟΚ σε
μια έρημη από φιλάθλους Τούμπα, αντίκρισε συμπυκνωμένη τη ζωή του σ’ ένα
αναρτημένο πανό των φανατικών της θύρας τέσσερα. Όλη του η ύπαρξη συγκεντρωμένη
σε επτά μόλις λεξούλες ενός οπαδικού συνθήματος. Ενός συνθήματος δίχως
βωμολοχίες, αυτή τη φορά, και αντιαθηναϊκό μένος.
Το διάβαζε, το ξαναδιάβαζε και δάκρυα τού
έρχονταν στα μάτια:
«ΠΑΟΚ, ΟΥΙΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΡΑ ΟΙ ΔΙΣΚΟΙ!»
Σκέφτηκε πως το εν λόγω σύνθημα αφορούσε
κι άλλους σαν κι αυτόν. Πως η ζωή του ίσως αντανακλούσε τις ζωές δεκάδων άλλων
ανθρώπων. Η σκέψη αυτή του έδωσε μια ώθηση, μια προσωρινή διέξοδο. Μια χλομή
προοπτική.
Ο Ντεσπότοφ με κεφαλιά τίναζε τα δίχτυα
του ΟΦΗ ανοίγοντας το σκορ κι εκείνος ξανάπιασε στο χέρι, αποφασιστικά, το
ποτήρι με το ουίσκι. Αυτός ήταν, έτσι θα το πήγαινε μέχρι τέλους. Μ’ αυτά και
με κείνα θα πορευόταν, κι όπου τον έβγαζε. Στο κάτω κάτω, δεν είχε να δώσει
αναφορά σε κανέναν για το πώς ζούσε. Ζωή του ήταν, ό,τι ήθελε την έκανε, και σ’
όποιους άρεσε. «Αλήτη με λένε κι αλήτης θα μείνω / ποτέ δεν θα βάλω μυαλό…»,
που λέει και ο Βασίλης.
Οι πανηγυρισμοί των θαμώνων –σάμπως να
συμφωνούσαν με την απόφασή του– δεν έλεγαν να κοπάσουν.
(αδημοσίευτο διήγημα, 2024)