ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Αρχικά
να επισημάνω πως ο Θανάσης Μαρκόπουλος, στο σύνολο τού έως τώρα κριτικού του
έργου (έξι συλλογές δοκιμίων, τρεις μελέτες και μία ποιητική ανθολογία) κουβαλά
μια γερή, τριπλή αρματωσιά. Είναι ποιητής, φιλόλογος και κριτικός ταυτόχρονα.
Αυτή η τριπλή του ιδιότητα προσδίδει στα κείμενά του (ιδιαίτερα όταν αυτά
αναφέρονται σε ποιητές) πρόσθετη βαρύτητα, εγκυρότητα και αξία. Στο τελευταίο
δοκιμιακό βιβλίο του Η λέξη της
λέξης-Λογοτέχνες και γραφές (Μελάνι, 2021) περιλαμβάνονται κείμενα για
μεγάλο αριθμό λογοτεχνών (πεζογράφων, ποιητών και κριτικών), πολλών από τους
οποίους εκτιμώ το έργο τους και απετέλεσαν στο παρελθόν σημεία αναφοράς και
δικών μου κριτικών δοκιμίων.
Ο Θ. Μ. στον σύντομο πρόλογό του μας
ξεκαθαρίζει τίμια πως η εκπόνηση των συγκεκριμένων κειμένων έχει να κάνει με
τις αισθητικές του προτιμήσεις, αλλά συχνά και με τις επαγγελματικές του
ανάγκες ή με αφιερώματα περιοδικών. Προς το τέλος του προλόγου μάς προετοιμάζει
για το τι πρόκειται να διαβάσουμε, πληροφορώντας μας πως η έκδοση θυμίζει
φιλολογικό και κριτικό καλειδοσκόπιο, και εικάζοντας πως, κάτω από αυτό το
πρίσμα, θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.
Η σειρά παράθεσης των προσώπων στα οποία
αναφέρονται τα κείμενα του Μαρκόπουλου δεν είναι αλφαβητική. Αναφέρω τα ονόματα
με τη σειρά που αναφέρονται στο βιβλίο: Κούλα Αδαλόγλου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Περικλής
Σφυρίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου, Ξενοφών Κοκόλης, Γιάννης Ρίτσος,
Τάσος Λειβαδίτης, Θανάσης Βαλτινός, Κώστας Καρυωτάκης, Δημήτρης Μίγγας, Τάσος Καλούτσας,
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Γιώργος Ζιόβας, Κώστας Κουτσουρέλης,
Αλέξης Ζήρας (για Τάσο Πορφύρη), Δημήτρης Κόκορης (για Νίκο Καζαντζάκη), Ηλίας Κεφάλας,
Ορέστης Αλεξάκης, Απόστολος Τάσσης, ενώ το καταληκτικό κείμενο του βιβλίου
αφορά τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1970 (ποιητές,
πεζογράφοι, λογοτεχνικά περιοδικά). Αν και η πρόθεση του Μ. υποθέτω πως ήταν περισσότερο
ο εστιασμός του σε κείμενα (ή σε συνανάγνωση κειμένων) και όχι τόσο σε πρόσωπα,
γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη πως, αφενός υπάρχει εύρος και πλούσια γκάμα
λογοτεχνικών τάσεων και ρευμάτων, αφετέρου πως η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς την
ποίηση, αφού ο αριθμός των κειμένων που αφορούν ποιητές είναι διπλάσιος εκείνων
που αφορούν πεζογράφους (14 έναντι 7).
ù
Ας
δούμε τώρα κάποιες ενδιαφέρουσες και εύστοχες κριτικές επισημάνσεις του Μ. από
επιλεγμένα κείμενα του τόμου:
Για τον ποιητικό λόγο του Αναγνωστάκη
(κείμενο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ»), γράφει ο Μαρκόπουλος (σελ. 23): «(Ως
ποιητής ο Αναγνωστάκης μίλησε)… με έναν λόγο λιτό, αντιλυρικό, υπαινικτικό ή
και ρητό, ειρωνικό έως σατιρικό και σαρκαστικό, υψηλής προφορικότητας, πολύ
κοντά στους τόνους και τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας, άλλοτε ψίθυρο,
εξομολόγηση και ημερολόγιο κι άλλοτε, σπανιότερα, κραυγή, κήρυγμα και
πολεμική.». Για τον διανοούμενο Αναγνωστάκη επισημαίνει (σελ. 25 του ίδιου
κειμένου): «Δεν ήταν μικρή υπόθεση, σε εποχές μισαλλοδοξίας και διχασμού, να
υποστηρίξει κανείς, και μάλιστα ένας οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς, ότι
σε κριτική υπόκεινται οι πάντες, ενώ το έργο τέχνης υπόκειται πρωτίστως στους
κανόνες της αισθητικής».
Για τον Περικλή Σφυρίδη (κείμενο «ΠΕΡΙΚΛΗΣ
ΣΦΥΡΙΔΗΣ-Η χαρισματική αφήγηση μιας ζωής»), και αφού στη σελ. 27 τον αποκαλεί
«ακτιβιστή της τέχνης» και στη σελ. 30 τον χαρακτηρίζει ως «τον πιο ζωόφιλο
πεζογράφο των ημερών μας», κάνει λόγο για την τεχνική των αναδρομών που
εφάρμοσε στη μυθιστορία του Ψυχή μπλε και
κόκκινη (Καστανιώτης, 1996). Γράφει, λοιπόν, στη σελ. 34: «Οι ανάδρομες
αναφορές, που δεν είναι μονάχα συχνές αλλά και αιφνιδιαστικές, κρατούν σε
εγρήγορση τον αναγνώστη και, μαζί με τις κατάλληλες αυξομοιώσεις της
αφηγηματικής κίνησης, καθιστούν τη διήγηση εξόχως γοητευτική». Στην αμέσως
επόμενη σελίδα, για τον ίδιο πάλι συγγραφέα, πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Δεν είναι
λίγες οι φορές που τα ίδια πρόσωπα κυκλοφορούν από κείμενο σε κείμενο, πράγμα
που σημαίνει ότι η μήτρα που τα παράγει είναι βαθιά ριζωμένη στη ζωή και την
εποχή του συγγραφέα».
Στη σελ. 67, στο κείμενο που αφορά τον
Γιάννη Ρίτσο («ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΡΙΤΣΟ»), ο Μαρκόπουλος με αξιοσημείωτη λεκτική
οικονομία σκιαγραφεί θαυμάσια τόσο τις ποιητικές αντιθέσεις όσο και τα
προτερήματα του ποιητή: «Ποιητής της έκτασης και ποιητής του βάθους. Επικός και
λυρικός, ανανεωτής της παράδοσης και μοντερνιστής, ρεαλιστής και συμβολιστής,
με έξοχες υπερρεαλιστικές απογειώσεις, υψηλόφωνος και χαμηλόφωνος· αυτό
προπάντων: ο απλός, οικείος τόνος της καθημερινής κουβέντας».
Στη σελίδα 183 (κείμενο «ΜΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ
ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ»), ως απάντηση στην κάπως μονόπλευρη άποψη του ποιητή και
δοκιμιογράφου Κώστα Κουτσουρέλη περί της ευθύνης των ποιητών στο ότι η ποίηση
έχει καταντήσει ένα περιθωριακό είδος λόγου (διατυπωμένη στο βιβλίο του Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της
ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2019), ο Μαρκόπουλος βάζει τα
πράγματα σε σωστή βάση ως εξής: «Γι’ αυτό, επανέρχομαι, η κρίση της σημερινής
ποίησης, στον βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μονάχα στους ποιητές, αλλά σε
περισσότερους και πιο σύνθετους παράγοντες, που συναρτώνται με τον χαρακτήρα
των σύγχρονων κοινωνιών. Κι ως προς αυτό ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση;»
Τέλος, ο Μ., στις κριτικές του
επισημάνσεις, δείχνει να μη χαρίζεται ούτε σε νεότερους πεζογράφους (κείμενο
για τον Ιγνάτη Χουβαρδά, που, κατά κανόνα, βέβαια, είναι θετικό) αλλά ούτε και
σε έμπειρους και αναγνωρισμένους κριτικούς υψηλής εγκυρότητας, όπως ο Αλέξης
Ζήρας, αφού δεν διστάζει να διατυπώσει «ενστάσεις δομικού χαρακτήρα» στη
μονογραφή του τελευταίου αναφορικά με τον λογοτέχνη Τάσο Πορφύρη, σε ένα
κείμενο, που πάντως διακρίνει και αναγνωρίζει «την ωραία γραφή και τη βαθύτητα
της σκέψης» του έμπειρου και ιστορικού κριτικού. (σελ. 188-189)
Ο Μαρκόπουλος έχει τον τρόπο (τον μη
δογματικό, τον ήπιο αλλά και κατασταλαγμένο) να σε βάλει να σκεφτείς ακόμη και
για θέματα, που θα μπορούσες να έχεις σχετικές αντιρρήσεις. Για παράδειγμα στο
κείμενό του που αφορά τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου («ΕΝΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΥΨΕΙΣ ΣΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ»), παίρνει τη θέση πως ο Ν. Χ. εκτός από
ερωτικός είναι και κοινωνικός ποιητής, κι αυτό βασισμένος κυρίως σε δύο
ποιήματα του Θεσσαλονικιού ποιητή. Σκέφτομαι πως το κοινωνικό και το πολιτικό
στοιχείο στην ποίηση του Ν. Χ. είναι μάλλον χλομό, πρόκειται για έναν πρωτίστως
ερωτικό ποιητή και κάπως αντιδρώ στην προσπάθεια κάποιων κριτικών να θεωρήσουν
σημαντικό το έργο κάποιου, απαραίτητα αν αυτό έχει και κοινωνική ή πολιτική διάσταση. Ωστόσο ο τρόπος που το
διατυπώνει ο Μαρκόπουλος, νομίζω πως με καλύπτει και δεν μπορώ παρά να
συμφωνήσω σε μεγάλο βαθμό μαζί του: «Αναμφισβήτητα ο Χριστιανόπουλος είναι ο
κοινωνικότερος από τους ποιητές της Διαγωνίου,
όπως διαπιστώνεται από τη διεύρυνση του θεματικού πεδίου στα κείμενά του Αλλήθωρου και της Νεκρής Πιάτσας… Κι όμως θα έπρεπε να προσέξουμε νωρίτερα, από τον Ανυπεράσπιστο καημό ακόμα, την οξύτητα
της κοινωνικής του όρασης. Γιατί, αν κοινωνικότητα σημαίνει αλληλεγγύη προς τον
άλλο, ταύτιση στο επίπεδο της κοινωνικής θέσης και επίγνωση του προβλήματος,
τότε δεν μπορεί παρά ποιήματα σαν τα δύο επόμενα να είναι βαθύτερα κοινωνικά,
κι ας εφορμώνται από αίτια ερωτικά» (σελ. 44).
ù
Στον
παρόντα τόμο, όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας αποφεύγει
τις ομαδοποιήσεις των κειμένων, ακολουθώντας τον χρόνο της δημοσίευσης, κάτι
που απηχεί και τις πραγματικές συνθήκες γραφής τους. Στην πλειονότητα των
κειμένων ο Μ. παραθέτει αυτούσια ποιήματα ή στίχους ποιητών (ή, αντίστοιχα,
πεζών αποσπασμάτων για πεζογράφους), ακολουθώντας έτσι ένα άτυπο είδος
αποδεικτικής κριτικής ή σχολιασμού. Σε αρκετά επίσης κείμενά του αναφέρει
σχόλια ή κριτικές αποτιμήσεις άλλων σημαντικών κριτικών της χώρας (Αργυρίου, Μουλλάς,
Βαγενάς, Θεοδοσοπούλου, Ζήρας κ. ά.) – με κάποιους εξ αυτών συνδιαλέγεται άνω
της μίας φοράς. Κριτικές επισημάνσεις και απόψεις του Αλέξανδρου Αργυρίου θα
συναντήσουμε σε αρκετά από τα κείμενα του βιβλίου, πράγμα που σημαίνει πως, για
τον Μαρκόπουλο, ο εν λόγω κριτικός αποτελεί σημείο αναφοράς έγκυρου λόγου. Κάποια,
πάλι, κείμενα του Μαρκόπουλου έχουν στη γραφή τους ένα είδος φιλολογικής
κωδικοποίησης (εργοβιογραφικά στοιχεία λογοτέχνη, αφηγηματικοί τόποι-χρόνοι,
ήρωες, αφηγηματικοί τρόποι, συμπεράσματα κ.τλ.), πετυχαίνοντας, κατ’ αυτόν τον
τρόπο, μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ανάλυση κειμένου ή κειμένων με
γλωσσική οικονομία, υπό μορφή φιλολογικών σημειώσεων (π.χ. κείμενα για
Σκαμπαρδώνη, Καλούτσα, Μίγγα). Από τα κείμενα του Μ. δεν λείπουν οι
διακειμενικές αναφορές, ενώ το κείμενο «Τα σπίτια που γέρνουν» αποτελεί μια
άκρως ενδιαφέρουσα συνανάγνωση ποιημάτων του Ηλία Κεφάλα και του Ορέστη Αλεξάκη,
αλλά και μια εν δυνάμει μικρή μελέτη για το σπίτι στην νεοελληνική ποίηση, που θα
μπορούσε στο μέλλον να εμπλουτιστεί και με άλλες αναφορές ποιητών και ποιημάτων
αναφορικά μ’ αυτό το θέμα. Σε κάποια κείμενα, πάλι, θα ακούσουμε και τις
απόψεις των υπό σχολιασμού ή κριτικής λογοτεχνών, μέσα από απόσπασμα κάποιας
συνέντευξής τους σε εφημερίδα ή περιοδικό (π.χ. Βαλτινός) ή μέσα από ολοκληρωμένες
συνεντεύξεις τους (π.χ. οι εν Θεσσαλονίκη συνεντεύξεις του Ασλάνογλου στην
Ελένη Λαζαρίδου, στον Νίκο Μπακόλα και σε περιοδικά της πόλης, οι οποίες σχολιάζονται
διεξοδικά από τον Μαρκόπουλο). Τέλος, στα συν του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί
και η ανάδειξη, διά των κειμένων του Μαρκόπουλου, φρέσκων προσώπων της ποίησης
και της πεζογραφίας, όχι πολύ γνωστών στο πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας,
ωστόσο ταλαντούχων και σημαντικών, όπως των ποιητών (-τριών) Γιώργου Ζιόβα και
Κούλας Αδαλόγλου αλλά και των πεζογράφων Απόστολου Τάσση και Ιγνάτη Χουβαρδά.
Παναγιώτης Γούτας
(δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «απόπλους». τχ. 103, καλοκαίρι 2025, σς. 377-381)