Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

personal zoo

 



 

 

PERSONAL ZOO (2)

 

 

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.            

 

֎

 

 

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ

 

 


Βαρέθηκα τους κουλτουριάρηδες του «Σαντέ» και του «De facto», ανήμερα εθνικών επετείων, να χαζολογούν ασύστολα. Τους πρωινούς καφέδες, τα χουζουρέματα κάτω από το πάπλωμα. Τραβώ γραμμή για την παραλιακή, στην παρέλαση που μόλις αρχίζει.

Αεράκι επετειακό, στριμωξίδι κaι εθνική ανάταση. Ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Οι αδελφές  νοσοκόμες. Οι αψείς  λοκατζήδες με τις αρβύλες να βουλιάζουν στην άσφαλτο. Η κραυγή της ομάδας καταδρομέων. Οι ευέλπιδες με το άψογα συντονισμένο σηκωμένο χέρι και το σπαθάκι να χρυσίζει. Αρραβωνιαστικιές από την επαρχία που ήρθαν για να καμαρώσουν τους καλούς τους. Ηλικιωμένοι που αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία του έθνους μας και της ζωής τους.

Και ξαφνικά, λίγο πίσω από τους μαυροσκούφηδες, απρόσμενα, αναπάντεχα, εντελώς συμπτωματικά, πέντε σκυλιά του δρόμου περιφέρονται στον χώρο της παρέλασης. Μικρά παιδάκια χαχανίζουν βλέποντάς τα. Μανάδες τα δείχνουν με το δάχτυλο και υπομειδιούν. Μέχρι και οι επίσημοι παραξενεύονται. Εκείνα, σαν χαμένα, γυρίζουν εδώ και εκεί, κι εντέλει τρέχουν προς τη σωστή κατεύθυνση,  ατάκτως ερριμμένα. Τα πλησιάζει ένας βλοσυρός αστυφύλακας με το Ο Κ Ι στο χέρι και τα κλοτσάει. Αγριεύουν, απομακρύνονται για λίγο παραξενεμένα, συμμορφώνονται κάπως, μα επανέρχονται δριμύτερα. Με αδιακρισία και αναίδεια συνεχίζουν τη δική τους ασυνήθιστη παρέλαση.

Στημένος πίσω από τα σχοινιά του πεζοδρομίου, θαυμάζω τούτα τα κοπρόσκυλα που παρελαύνουν, δίχως να νιώθουν τίποτα από φρονήματα και επετείους.

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τεύχ. 131, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006)

 


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Έκθεση φωτογραφίας στο "Ανατόλια''

 


        




Η Βιβλιοθήκη Ελευθεριάδης στις εγκαταστάσεις του Anatolia High School ετοιμάζει μόνιμη έκθεση φωτογραφίας σημαντικών λογοτεχνών και εικαστικών της Θεσσαλονίκης, με δωρεά των Περικλή Σφυρίδη και Ανδρέα Σφυρίδη.




               



Δύο βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν

 



ΜΕ ΠΥΞΙΔΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Δύο από τα πρόσφατα πεζογραφικά βιβλία των εκδόσεων Βακχικόν που ξεχώρισα, είναι και τα παρακάτω:

 

 

Coffe time, νουβέλα της Γιώτας Ιωαννίδου

 

Μια παντρεμένη γυναίκα, πενήντα χρονών, με γιο στην εφηβεία, είναι διοικητική υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, στον τομέα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιχορηγούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε πρωί, την ίδια περίπου ώρα, πηγαίνει σε ένα coffee shop κοντά στον εργασιακό της χώρο και αγοράζει καφέ. Το θερμό βλέμμα του εργαζόμενου στο καφέ, του Δημήτρη, τη διεγείρει, την αναστατώνει, δημιουργώντας της παράλληλα αντιφατικά συναισθήματα. Ωστόσο, τα «πρέπει» της και η αφοσίωσή της στην οικογενειακή σύμβαση που ζει προτάσσουν ισχυρές αντιστάσεις στο να ενδώσει στο παρατεταμένο φλερτ του αγνώστου που την πολιορκεί.

Η νουβέλα είναι ολιγοσέλιδη, πυκνή και γραμμένη με έξυπνο τρόπο. Είναι αληθοφανής και αποπνέει φρεσκάδα και πηγαίο ερωτικό αίσθημα. Ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και στους ελάχιστους διαλόγους (που ωστόσο κρύβουν πολλά) παρεμβάλλονται με έντεχνο τρόπο όλες οι βασανιστικές σκέψεις και ανασφάλειες της ηρωίδας περί έρωτος, ανθρωπίνων σχέσεων, οικογενειακής κόπωσης, απιστίας, ένας χείμαρρος από αμφιβολίες και ενοχές που την κατακλύζουν. Και όλο αυτό, χωρίς καν να έχει προχωρήσει μία σχέση, ούτε καν να έχει ξεκινήσει, μόνο από την αποδοχή εκ μέρους της ηρωίδας του αντίλαλου μιας φωνής, από τη θέρμη ενός αντρικού βλέμματος, από το σάστισμά της στην αίσθηση μιας αναπάντεχης και συνεχούς αντρικής παρουσίας, που την ξεβολεύει ευχάριστα από το συζυγικό της βάλτωμα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη γυναικεία οπτική (πώς θα γινόταν αλλιώς), ωστόσο η συγγραφέας, μέσα σε λίγες σελίδες, προλαβαίνει και πετυχαίνει να θίξει με άμεσο και καίριο τρόπο ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων σχέσεων και του ερωτικού παιχνιδιού. Στην ουσία, αποτυπώνει ένα σπάνιο ερωτικό αίσθημα, διάχυτο και απλωμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, με σκηνοθετικό ντεκόρ ένα κοινότοπο, καθημερινό, σχεδόν παρακμιακό καφέ της πρωτεύουσας. Η Γιώτα Ιωαννίδου, παρότι το συγκεκριμένο θέμα έχει εξαντληθεί στο παρελθόν από αρκετούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, έγραψε ένα κομψό βιβλίο για τους έρωτες που δεν υλοποιούνται (ή που είναι ανοιχτοί προς υλοποίηση στο μέλλον), με ισορροπημένη εκ μέρους της αντιμετώπιση του αντρικού και του γυναικείου ρόλου σε μία σχέση, κάτι που, λόγω των ακροτήτων και των υπερβολών της μεταφεμινιστικής εποχής μας και των απαιτήσεών της, σπανίζει στη σημερινή ερωτική βιβλιοπαραγωγή. 

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 24)

 

Γύρισε. Δεν την κοιτούσε, αλλά την είχε περιβάλει με την αίσθησή του. Ο ανδρικός λαιμός. Το παράστημα. Η σιωπή. Η γεμάτη νόημα σιωπή. Το άδειο μαγαζί. Κοίταξε στον καθρέφτη το κουρασμένο της πρόσωπο. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαναγίνει αυτή. Ο εαυτός της. Πέρα απ’ τον άνδρα της, τον γιο της, τη δουλειά της, την κοινωνική της θέση. Ήθελε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και κανέναν, να μπει στο μπαρ και να αγκαλιάσει αυτόν τον ξένο άνδρα. Να μην του μιλήσει, απλώς να τον φιλήσει

 

 

Ψυχή από πέτρα, συλλογή διηγημάτων της Λεύκης Σαραντινού

 

 

Στο βιογραφικό αυτής της συλλογής διηγημάτων διαβάζουμε πως η συγγραφέας, μεταξύ άλλων, έχει κάνει και σπουδές Ιστορίας. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι σπουδές της να υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία (και) αυτού του βιβλίου της. Στην Κομοτηνή, μάλιστα, όπως μας λέει στο ωραίο διήγημά της «Η ματιά μου σε έναν άλλον κόσμο», προστέθηκε και η Εθνολογία, λόγω των εκεί σπουδών της. Αυτό το δέος και την αγάπη της για Ιστορία και Εθνολογία, η συγγραφέας την πρόβαλε, τη διοχέτευσε στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, το Ψυχή από πέτρα, που πάντως δεν είναι και το πρώτο της βιβλίο, αφού έχουν προηγηθεί τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα και αρκετά βιβλία για παιδιά.

Τα διηγήματα της Σαραντινού δεν νομίζω πως πρέπει να κριθούν με βάση την πλοκή, την ένταση της γραφής, τις αφηγηματικές κορυφώσεις ή ένα αναπάντεχο και δυνατό τέλος. Πρόκειται για δεκαοχτώ ιστορικά ενσταντανέ, απλωμένα σε ένα πλατύ χρονικό εύρος (από το 1492 μέχρι σήμερα), στα οποία, με ήσυχη, συχνά κουβεντιαστή γραφή, γίνεται ανάπλαση μιας παλαιότερης εποχής και αναπαράγεται το ιστορικό πλαίσιο κάποιου κορυφαίου ιστορικού γεγονότος. Η συγγραφέας, επιδιώκει να ταξιδέψει στον χωροχρόνο ακυρώνοντας τους νόμους του σύμπαντος, μόνο και μόνο για να ζωντανέψει κάποιες στιγμές του παρελθόντος και να τις αποδώσει όπως εκείνη φαντάζεται πως έχουν γίνει. Ο ρόλος που επιδιώκει είναι κάτι σαν ρεπόρτερ στο παρελθόν, όμως σε στιγμές εκλεκτές, που συζητήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου από πολλούς ανθρώπους. Ιστορικά γεγονότα όπως η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο, της αποβίβασης του πλοιάρχου Κουκ στο Νησί του Πάσχα, του ξεσπάσματος της Ελληνικής επανάστασης στα Βαλκάνια, της απελευθέρωσης της Θράκης από τους Βούλγαρους, της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αλλά και στιγμές προσωπικές από τη σύγχρονη εποχή, που αποτυπώνουν μικρές, ελάχιστες νησίδες μικροϊστορίας (το πώς μεγάλωσε η Σαραντινού στο Ρέθυμνο, τις σπουδές της και την όλη αίσθηση που απεκόμισε από τη φοιτητούπολη Κομοτηνή κ.τλ.) χαρακτηρίζουν κάποια από τα διηγήματα του βιβλίου, προσθέτοντας το απαραίτητο ιστορικό (ή σύγχρονο, σε κάποια κείμενα) φόντο.

Η γραφή αποπνέει ειλικρίνεια, η αναπαράσταση του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου (τόποι, απλοί άνθρωποι της εποχής, διάλογοι, γεγονότα) γίνεται με πειστικότητα και αληθοφάνεια, και η αφήγηση κυλά ήρεμα και ευχάριστα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Ωστόσο, στο μέλλον, για να αποκτήσουν οι ιστορίες της Σ. μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα πρέπει να μην αρκεστεί μόνο στην πιστή αναπαράσταση μιας παλαιότερης εποχής αλλά να αναζητήσει πιο έντονα τα αίτια και τα αποτελέσματα των ιστορικών γεγονότων. Εν ολίγοις θα πρέπει η συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί η ίδια από τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά, κρατώντας, ίσως, και κάποιες επιφυλάξεις για την απήχησή τους στη σύγχρονη εποχή μας.

 

 

Δείγμα γραφής (σελ. 119-120)

 

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε… Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτήν την πόλη, πολλά, όμως, έχουν παραμείνει ίδια, όπως τότε. Τα αρώματα και το πολύ ιδιαίτερο αυτό χρώμα στα δρομάκια της Κομοτηνής ανήκουν σε αυτά που παραμένουν αλώβητα και απρόσβλητα στον χρόνο. Οι ήχοι και τα ευτράπελα της νύχτας επίσης, με νέα στέκια να έχουν προστεθεί στον μακρύ κατάλογο της νυχτερινής διασκέδασης. Πάμπολλοι φοιτητές ήρθαν, άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους εδώ, κι έπειτα έφυγαν και πάλι, με μια γλυκιά νοσταλγία στις αποσκευές και στις καρδιές τους.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

Το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε και στην παρακάτω διεύθυνση:

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23405-giota-ioannidou-coffee-time-leyki-sarantinoy-psyxi-apo-petra-me-pyksida-ton-erota-kai-tin-istoria


Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Αρχείο Περικλή Σφυρίδη

 



ΑΡΧΕΙΟ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

 

Από τον Οκτώβριο του 2023, οπότε και επ’ αφορμή των 90ών γενεθλίων του  Περικλή Σφυρίδη έγιναν τα εγκαίνια της Συλλογής και του Αρχείου του γνωστού συγγραφέα, το παραπάνω υλικό στεγάζεται στη Βιβλιοθήκη Bissell του Κολλεγίου Ανατόλια. Ο συγγραφέας, άλλωστε, υπήρξε απόφοιτος της τάξης του 1952 του εν λόγω Κολλεγίου, οπότε, δικαιωματικά, όλα τα αντικείμενα που αφορούν το λογοτεχνικό του παρελθόν (βιβλία δικά του ή της προσωπικής του βιβλιοθήκης, πίνακες, φωτογραφίες του, πορτρέτα, προσωπικά αντικείμενα, κριτικογραφία οπτικοακουστικό υλικό, αλληλογραφία του συγγραφέα με λογοτέχνες κ.τλ.) βρίσκονται στον ιδανικό χώρο, προσιτά στους επισκέπτες για να τα δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν, αλλά και στους ερευνητές της λογοτεχνίας για να τα μελετήσουν.

                     


Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎

 

 


ΤΑ «ΨΟΦΙΜΙΑ» ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ

 

 

 

Από τη θητεία μου στη γηπεδική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη μου κάποια περιστατικά και εικόνες. Η πρώτη εικόνα έχει να κάνει με τα μαξιλαράκια από φελιζόλ των γηπέδων. Όλοι σχεδόν οι φίλαθλοι τα κρατούσαν στο χέρι με την είσοδό τους στο γήπεδο, για να κάθονται άνετα πάνω στις κρύες κερκίδες. Η εικόνα του φιλάθλου με το εισιτήριο προτεταμένο στο χέρι και το φελιζόλ υπό μάλης ήταν πολύ χαρακτηριστική εκείνη την εποχή, στις θύρες εισόδου των σταδίων. Ένας συμμαθητής μου από το Λύκειο Τούμπας πουλούσε συχνά φελιζόλ τόσο έξω από την Τούμπα όσο κι από το Καυτατζόγλειο. Ήταν άριστος μαθητής και ιδιαίτερα θρησκευόμενος – γνώριζε απέξω όλα τα τροπάρια και τις γιορτές των αγίων. Πέρασε σε κάποια αξιόλογη σχολή, όμως, ακόμη και στο πτυχίο εξακολουθούσε να πουλά έξω από γήπεδα μαξιλαράκια για να τονώνει οικονομικά τους γονείς του. Τον πέτυχα, αρκετά χρόνια μετά, να κάνει το ίδιο κι έξω από το Θέατρο Δάσους, σε καλοκαιρινή συναυλία, του μίλησα, και έκτοτε έχω χάσει τα ίχνη του. Διόλου απίθανο να συνέχιζε για χρόνια να βγάζει μεροκάματο, όχι έξω από γήπεδα, αλλά από συναυλιακούς χώρους της πόλης.

Θυμάμαι πως πέντε-δέκα λεπτά πριν από τη λήξη κάθε αγώνα, σηκώνονταν όρθιοι οι θεατές στα γήπεδα και, σαν να είχαν λάβει κάποιο αναπάντεχο, υπερκόσμιο μήνυμα από άγνωστη και σκοτεινή δύναμη, εκσφενδόνιζαν τα μαξιλαράκια στον αέρα. Πάντα κάποιος ξεκινούσε αυτή τη ρυπαρή και αγενή συνήθεια, και οι υπόλοιποι, ως μιμητικά όντα, ακολουθούσαν. Ο ουρανός γινόταν πάλλευκος από τα διαχυμένα φελιζόλ, πολλά μαξιλαράκια ο αέρας τα έβγαζε έξω από το γήπεδο, όμως άλλα τόσα κατέληγαν στον αγωνιστικό χώρο και συχνά ο διαιτητής διέκοπτε τον αγώνα για να καθαριστεί το γήπεδο. Το δικό μου μαξιλαράκι πάντα ήταν μισοφαγωμένο από το άγχος για την εξέλιξη της αναμέτρησης, που μετέφεραν τα ανήσυχα δάχτυλά μου στην επιφάνειά του. Συχνά, στο τέλος των αγώνων, εκσφενδόνιζα κι εγώ στα ουράνια της Τούμπας ή του Καυτατζογλείου μισό ή ένα τέταρτο από το μαξιλαράκι, αφού το υπόλοιπο είχε φαγωθεί στις επιθέσεις των αντιπάλων, όταν δοκίμαζαν την αντοχή της αμυντικής μας γραμμής αλλά και τα όρια του νευρικού μου συστήματος.

Ένα άλλο γηπεδικό στιγμιότυπο εκείνης της εποχής ήταν οι κληρώσεις κάποιων γυρολόγων των κερκίδων, που πουλούσαν λαχνούς στους φιλάθλους με έπαθλο ένα μακρύ κομμάτι ξύλο, που είχε πάνω του κρεμασμένα με λαστιχάκια τρία, τέσσερα χιλιάρικα, δυο-τρία πακέτα Μάρλμπορο, μερικούς πάκους χαρτομάντιλα και κάποιες σοκολάτες και συσκευασίες με τσίχλες. Ο πιο γνωστός τύπος σε όλη τη Θεσσαλονίκη, ο μαιτρ των κληρώσεων, ήταν ο «Μαύρος», ένας μελαχρινός μεσήλικας, μονίμως ιδρωμένος και ανήσυχος.

—Πάρτε λαχνούς από τον Μαύρο, παοκτσάκια μου! έλεγε στην Τούμπα και, πάντα, πέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα (κάποιες φορές και στο ημίχρονο), έκανε την κλήρωση, δίνοντας το έπαθλο σε κάποιον τυχερό.

Συμμετείχα κι εγώ, στο παρελθόν, σε τέτοιες κληρώσεις, όμως δεν κέρδισα ποτέ ούτε τα λαστιχάκια από τον γηπεδικό μποναμά. Τον «Μαύρο» τον πετύχαινα εκείνη την εποχή και στο Χαριλάου και στο Καυτατζόγλειο. Η ίδια μπεσαλίδικη διαδικασία, τα νούμερα ανακατώνονταν έντιμα σε μια μαύρη κουκούλα –σαν εκείνες των δωσίλογων επί γερμανικής κατοχής–, ένα μικρό συνήθως παιδί, επιλεγμένο από το πλήθος, έβαζε δειλά το χεράκι του κι επέλεγε τον νικητήριο λαχνό και πάντα κάποιος έβγαινε κερδισμένος. Μονάχα η παρότρυνση του «Μαύρου» από γήπεδο σε γήπεδο ήταν διαφορετική. Το «παοκτσάκια μου» της Τούμπας, στο Χαριλάου γίνονταν «αρειανάκια μου», και στο Καυτατζόγλειο «ηρακλάκια μου». Κι όλοι, γαλάζιοι, κίτρινοι κι ασπρόμαυροι έτρεχαν να αγοράσουν λαχνούς από τον «Μαύρο», μπας κι αλλάξει η μαύρη τους τύχη.

Ένα μεσημέρι στην Τούμπα, σε αγώνα του ΠΑΟΚ –δεκατρία στα δεκατέσσερα εγώ–, στοιβαγμένοι στη θύρα 8, μαζί μ’ έναν συμμαθητή μου από το γυμνάσιο που είχε έφεση στο μάθημα της Έκθεσης, είχαμε πέσει στα χέρια του φοβερού και τρομερού, τότε, Μάκη Μανάβη, του μετέπειτα οργανωτή της Θύρας 4 του ΠΑΟΚ επί πολλές δεκαετίες. Άγνωστο πώς βρέθηκε σ’ εκείνο τον αγώνα στη συγκεκριμένη Θύρα για να οργανώσει εμάς, τα «ψοφίμια» κατά τη φρασεολογία του. Ίσως γιατί το ματς ήταν κρίσιμο για την ομάδα και οι φωνές μας υποτονικές και άχρωμες. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με το έτσι θέλω, μαζί με ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων (μαθητές, φοιτητές, φιλήσυχους μεσήλικες, καλοστεκούμενα γερόντια, γυναίκες κάθε ηλικίας και μικρά παιδιά) να βαράμε ρυθμικά παλαμάκια, να ουρλιάζουμε για την ΠΑΟΚάρα, χτυπώντας παράλληλα με λύσσα και τα πόδια μας στις κερκίδες για να δημιουργηθεί εκκωφαντικός θόρυβος και να τρομάξει ο αντίπαλος. Η προτροπή του γηπεδικού καθοδηγητή, ως προκαταρκτικό των όσων θα επακολουθούσαν, δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

—Χέρια-πόδια, ρε ψοφίμια! Ν’ ακουστείτε μέχρι την παραλία, γαμώ το κέρατό μου, μέσα!

Κι αμέσως μετά:

—ΠΑΟΚάρα, ολέ!

Το βράδυ, στο σπίτι, πονούσαν χέρια και πόδια από την οπαδική αυταπάρνηση και υπερπροσπάθεια. Ο ΠΑΟΚ πάλι είχε κερδίσει, και όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Το πιο ωραίο όμως είναι πως, λίγους μήνες μετά από το περιστατικό, η Θύρα 8 έκλεισε για λόγους στατικότητας. Κρίθηκε από ειδικούς μηχανικούς πως χρειαζόταν ενισχυτικά έργα για να λειτουργήσει ξανά, αφού δεν ήταν εγγυημένη μελλοντικά στο κοινό η στοιχειώδης ασφάλεια. Ύστερα απ’ αυτό, η Θύρα 8 έμεινε κλειστή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα έργα συντήρησής της είχαν καταντήσει σαν το γιοφύρι της Άρτας. Άραγε τα προστάγματα του συγχωρεμένου, πλέον, Μανάβη πόσο βοήθησαν στο πολυετή κλείσιμό της λόγω ρωγμών σε κερκίδες και σε υποστυλώματα;

Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το περιστατικό στη Θύρα 8, βλέπω τις αλλαγές στις συνήθειες των φιλάθλων και στη γηπεδική συμπεριφορά τους. Τα φελιζόλ είναι μάλλον περιττά, αφού όλα σχεδόν τα γήπεδα έχουν αποκτήσει πλαστικά καθίσματα. Κληρώσεις επιτήδειων γυρολόγων των κερκίδων δεν συμβαίνουν πια – ποιος περιμένει σήμερα να πλουτίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο; Η Θύρα 8 της Τούμπας, με λυμένο το θέμα της στατικότητάς της προ πολλού, φιλοξενεί συνήθως μαθητές από σχολεία, ενίοτε και οπαδούς ξένων ομάδων στους ευρωπαϊκούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Οι βίαιες αντιδράσεις των φιλάθλων (ρίψεις αντικειμένων, φτυσίματα σε αντιπάλους, ρατσιστικά συνθήματα κατά αντιπάλων κ.τλ.) έχουν μετριαστεί σημαντικά, αφού όλα πλέον ελέγχονται από τις εσωτερικές κάμερες των γηπέδων. Τζαμπατζήδες δεν υπάρχουν πια. Ούτε μικρά παιδιά που διπλαρώνουν στην είσοδο κάποιον μεσήλικα λέγοντάς του τη μαγική φράση «βάλε με κι εμένα, μπάρμπα!» για να δουν τζάμπα αγώνα. Τα εισιτήρια κόβονται κι ελέγχονται με ηλεκτρονικό τρόπο. Μέχρι και τα λαϊκά δικαστήρια, στο τέλος του αγώνα, χάθηκαν κι αυτά. Οι γκρίνιες, οι βρισιές, οι διαφωνίες και τα λογής πικαρίσματα εκφράζονται πλέον μέσω διαδικτύου. Όλα νοικοκυρεύτηκαν, εκσυγχρονίστηκαν, βελτιώθηκαν, απλοποιήθηκαν. Το άρωμα του παλιού οπαδικού πάθους έχει ξεθυμάνει σημαντικά. Κυρίως χάθηκε η αφελής πεποίθηση εκείνων των καιρών ότι μια τρίπλα του Κούδα ή του Δεληκάρη ή μια κεφαλιά του Αντωνιάδη μπορούν ν’ αλλάξουν το σύμπαν. Τι έμεινε αναλλοίωτο; Η μέτρια έως κακή ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί ακόμη να συναγωνιστεί τα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Και η αδιαπραγμάτευτη λατρεία των φιλάθλων για το έμβλημα της φανέλας, που υποστήριζαν από πιτσιρικάδες.

Όσο για εμάς, τα «ψοφίμια» της Θύρας 8, ακόμη φωνάζουμε. Μια που δεν υπάρχει πια Μάκης Μανάβης να μας παροτρύνει και να μας συντονίσει, συνεχίζουμε να στηρίζουμε την ομάδα, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Άλλοι επιμένοντας γηπεδικά, άλλοι απλώς νοσταλγώντας τα περασμένα μεγαλεία, άλλοι σιωπώντας αλλά αγωνιώντας, άλλοι ενθαρρύνοντας τους παίκτες από τον καναπέ, και κάποιοι, πιο ρομαντικοί, σκαρώνοντας ποιήματα, διηγήματα και αφηγήσεις για το ένδοξο παρελθόν της ομάδας. Αιώνιοι κοινωνοί κι αμετανόητοι οπαδοί της θρησκείας των γηπέδων, αλλά και της ποίησης που εξ αυτών απορρέει.

 

                       (2024, αδημοσίευτο διήγημα)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

personal zoo

 



PERSONAL ZOO (1)

 


Από παιδί, ένιωθα πως τα ζώα καταλάβαιναν κάτι που εμείς ξεχάσαμε μεγαλώνοντας. Μια γάτα που κουλουριαζόταν δίπλα μου τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ένα σκυλί που ακολουθούσε τη διαδρομή μου χωρίς να ζητά τίποτα, ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε τον κόσμο του στους ώμους.


Σε αυτή τη στήλη, θα βρίσκετε κείμενα –δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα– που γεννήθηκαν από τέτοιες μικρές συναντήσεις.


Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει.


Ίσως, όπως λέει και ο Μίλαν Κούντερα, «τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο».


 

 


֎

 

 

 

ΤΟ ΕΣΧΑΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ

 

 

 

Τα καλοκαίρια, το κατάλυμά μου στη Χαλκιδική είναι τίγκα στο κουνούπι. Ένα ρέμα, εκατό μέτρα στα αριστερά μας, όπου καταλήγουν τα πάσης φύσης νερά και απονέρια –τα δικά μας και των γειτόνων– αποτελεί το ορμητήριο των φτερωτών εχθρών. Από ’κει ξεκινούν τις πτήσεις τους, ιδίως τις βραδινές, τα κουνούπια. Κουνούπια καλοθρεμμένα και ισχνά, μικρά και μεγάλα, αναιδή και διακριτικά, όλων των ειδών και προελεύσεων, ντόπια και αλλοδαπά, εφορμούν για ανθρώπινο αίμα.

   Σήτες δεν έχω βάλει στις μπαλκονόπορτες. Έχω, όμως, όλο τον αντικουνουπικό οπλισμό που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Σπρέι, οικολογικά και μη, το κλασικό Αουτάν, ταμπλέτες, υγρό που απωθεί έντομα, συσκευή εντομοαπωθητική με μυρωδιά, ηλεκτρική συσκευή που απωθεί με ήχο και, φυσικά, το παραδοσιακό φιδάκι που καίγεται αργά και εξοντώνει σταθερά. Κάθε που βραδιάζει, βάζω όλες τις συσκευές σε λειτουργία σ' όλους τους χώρους του σπιτιού, δύο σε κάθε χώρο. Τα φιδάκια προορίζονται για τα μπαλκόνια. Αλείβομαι με Αουτάν ή κάτι άλλο πιο εύοσμο και περιμένω, πάνοπλος, την επίθεση του αντιπάλου.

   Πάντα βρίσκουν τρόπο να χωθούν και ίπτανται στο διαμέρισμα. Πιάνουν γωνίες, πηγαινοέρχονται στο μπαλκόνι, φλερτάρουν με τις αναμμένες λάμπες ή αράζουν στα ταβάνι καρτερικά, προγραμματίζοντας τα αιμοδιψή τους χτυπήματα. Κάνω πως δεν δίνω σημασία. Βασίζομαι στην τεχνολογία και στα γρήγορα αντανακλαστικά μου.

   Δύο με τρεις, το βράδυ, πυκνώνουν οι επιθέσεις. Ηχηρές πτήσεις, αδιάκριτες και θρασύτατες, από έντομα που παραβίασαν το ζωτικό μου χώρο, τα σύνορά μου και το F. I. R. του αέρα που ανασαίνω –επικυρωμένο με βούλα συμβολαιογράφου– επιζητώντας φορτικά μια ελάχιστη σταγόνα από το αίμα μου. Πολλά, καθ’ οδόν, ζαλίζονται, άλλα πεθαίνουν στον αέρα, άλλα στην παλάμη μου. Μερικά το κόβουν προς το μπαλκονάκι και από ’κει σε άλλο διαμέρισμα με πιο ανίσχυρο σύστημα αεράμυνας από το δικό μου. Κάποια, περισσότερο ανθεκτικά και αχόρταγα, τσιμπούν ανελέητα τα μπούτια, τον λαιμό μου, τα χέρια, τις πατούσες μου, τα μάγουλά μου, μέχρι κι απ’ το σλιπάκι μέσα διεισδύουν. Χραπ και χρουπ, κρότοι και παλαμίσματα ηχηρά, σφαλιάρες ξεγυρισμένες μες στη νύχτα, κάθε νύχτα.

   Ξημερώνει. Μια λωρίδα ανατέλλοντος ηλίου τρυπώνει ανάμεσα παράθυρο και στόρι και με ξυπνά. Με μισάνοιχτο μάτι το βλέπω, το παρακολουθώ στην πτήση του. Το μόνο που απέμεινε από το χθεσινό σμήνος, από τη βραδινή αδυσώπητη αερομαχία του δωματίου μου. Ένα κουνούπι παραζαλισμένο από σπρέι και αντικουνουπικό υλικό εν γένει, ίπταται πτήση χαμηλή, μ’ έναν ήχο αλλόκοτο, σιγανό, ξεθυμασμένο. Εντελώς αδύναμο, σαν υπνωτισμένο, συνεχίζει να πετά παίρνοντας την κατιούσα. Θα ήταν εύκολη λεία  να το αποτελειώσω. Μ’ ένα απλό, ανεπαίσθητο χτυπηματάκι να το βυθίσω στην ανυπαρξία.

  Δεν το αγγίζω, μόνο το καμαρώνω. Θαυμάζω το έσχατο κουνούπι της πρωίας που άντεξε στις αδίστακτες μεθόδους μου. Πρόλαβε, τάχα, να αξιωθεί το αίμα μου και να χορτάσει ή περιφέρεται άσκοπα σαν νησιώτικο καμάκι του Σεπτέμβρη που, όλο το καλοκαίρι, δεν σταύρωσε μήτε ντόπιο γκομενάκι;

   Ανοίγω, πλέον, και τα δύο μάτια, ανοίγω διάπλατα και τα παράθυρα. Αποτίνω ύστατο χαιρετισμό στον καταρρέοντα αιχμάλωτο. Ύστερα του επιτρέπω, αν μπορεί, να δραπετεύσει. Ή να πεθάνει, τέλος πάντων, όπου και όπως επιθυμεί.

 

(αδημοσίευτο διήγημα)


Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Η πρώτη μου γραφομηχανή

 




PACO 2200 dlx.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ

 

֎

 

 

              
  


Την αγόρασα το 1988, τρία χρόνια προτού αρχίσω να δουλεύω στην εκπαίδευση. Το κόστος της το ανέλαβα ο ίδιος, χάρη στα ιδιαίτερα κατ’ οίκον μαθήματα που παρέδιδα σε μαθητές δημοτικού εκείνο το διάστημα. Πρόλαβα να γράψω με τα πλήκτρα της τα πρώτα μου αδέξια ποιήματα και τα πρωτόλεια διηγήματά μου. Κείμενα που έδειξα στον Γιώργο Κάτο, στον Περικλή Σφυρίδη, στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για ν’ ακούσω τη γνώμη τους. Το σατιρικό αφήγημα για τις εμπειρίες μου από την ιδιωτική εκπαίδευση, που δεν τόλμησα ποτέ να εκδώσω. Την πρώτη μου δημοσίευση στο περιοδικό «Παραφυάδα» των Κάτου-Σφυρίδη. Αργότερα, το 2002, η ίδια γραφομηχανή, σε συνδυασμό με τη σύλληψη των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη, μου έδωσε την έμπνευση να συνθέσω ένα από τα καλύτερα διηγήματά μου, το «Παλιά γραφομηχανή», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων μου Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το μοντέλο της: Paco 2200 Dlx.

Πάνω στη δεκαετία την αντικατέστησα με ηλεκτρική γραφομηχανή, και λίγο αργότερα με τον πρώτο μου υπολογιστή. Την κρατώ, ωστόσο, στο θερινό μου κατάλυμα, στη Χαλκιδική, σαν ιερό κειμήλιο, σαν αντικείμενο ανυπολόγιστης αξίας. Καμιά φορά βάζω το παλιό δίχρωμο καρουλάκι στα σπλάχνα της, τη στήνω στο παλιό μπλε τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο του γειτονικού διαμερίσματος που μένει χρόνια ακατοίκητο και χτυπώ ξανά τα πλήκτρα της. Ίσως για να νιώσω εκ νέου τον παλιό ίλιγγο και την έξαψη της γραφής, τον σφυγμό της παλιάς εποχής, τη θύελλα των εικόνων και των εμπνεύσεων που με πετούσαν σαν καρυδότσουφλο, μαγεμένο, εδώ κι εκεί, τις παλιές προσδοκίες. Εκείνος ο χτύπος των πλήκτρων της ήταν συντονισμένος με τον χτύπο της καρδιάς μου. Ήταν ο σωστός, ο ενδεδειγμένος ήχος για να γράφω και να δημιουργώ. Τότε.

Δεν νομίζω πως θα αντέξω ποτέ να την αποχωριστώ. Η ιερότητά της με υπερβαίνει. Κι ας μην έρθουν ποτέ πια οι παλιές εμπνεύσεις, κι ας έχουν ξεθυμάνει οι αλλοτινές προσδοκίες. Η πρωτόγνωρη γλύκα στο στόμα και στην ψυχή από τα πρώτα διηγήματα και τα πρώτα ποιήματα ξαναζωντανεύει όταν την ακουμπώ. Paco 2200 dlx και 1988, μια ιστορία 37 πλέον χρόνων. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Και συνεχίζονται.

 

 

           




Ιδού και ένα ποίημα του 1988, γραμμένο στην παλιά γραφομηχανή. Πάνω αριστερά μόλις που διακρίνεται αχνά το «ναι» του δύσκολου σε καλή κουβέντα και θετικό σχόλιο Χριστιανόπουλου. Όπερ εσήμαινε, τεφαρίκι! Το ποίημα περιλαμβάνεται στη μοναδική ποιητική συλλογή που τύπωσα ως τώρα, τα Ντόρτια (ποιήματα των φίλων, Αθήνα, 2012, σε επιμέλεια Κώστα Ριτσώνη)



                                   


"Πλυντήρια" και εθνικά βαφτιστήρια

 




         "ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ" ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΒΑΦΤΙΣΤΗΡΙΑ

            ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΤΖΑΚΑ

                  ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΚΛΕΡ ΚΙΓΚΑΝ





       


(στιγμιότυπο από την ταινία "Θολός βυθός" που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Ατζακά)





[Με όχημα και γέφυρα το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (Μεταίχμιο, 2022), σχολιάζω τέσσερα βιβλία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά]

 

 

Η κάπως αναπάντεχη επιτυχία που είχε, τελευταία, στη χώρα μας το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο, 2022), όπου η συγγραφέας, με λιτή και αφαιρετική αφήγηση, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα διαβόητα «Πλυντήρια» της Αγίας Μαγδαληνής, ένα εκ των οποίων σε τμήμα κάποιου Μοναστηριού και σε απόσταση αναπνοής από το καθολικό σχολείο μιας μικρής πόλης στην Ιρλανδία (φοιτούσαν εκεί τα κορίτσια της περιοχής), συνειρμικά μάς παραπέμπει και σε κάποια παλιότερα βιβλία του Γιάννη Ατζακά.

Σε κάποια μυθιστορήματα του γνωστού συγγραφέα γίνεται αναφορά στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, όπου ο ίδιος έζησε έγκλειστος στο παρελθόν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Δίχως να αμφισβητώ τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου της Κίγκαν, που η ιστορία της ξετυλίγεται το 1985 στην Ιρλανδία και ως προς δομή και ύφος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και  στον Ντίκενς (κορίτσια «ηθικώς παραστρατημένα», που οδηγούνταν διά της βίας από το σχολείο στο Μοναστήρι, με εκβιασμούς και απειλές, και δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά παράλληλα και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία όπου προσεγγίζεται στο τέλος το βαθύτερο νόημα της αγάπης), θα έλεγα πως τα βιβλία του Ατζακά αναφορικά με το ζήτημα των Παιδουπόλεων παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για δύο λόγους: Αφενός γιατί αναφέρονται σε μια όχι και τόσο μακρινή ελληνική πραγματικότητα, πάνω σε ένα σχετικά συναφές θέμα (Ιδρύματα ελεγχόμενα από την εκκλησία, στην περίπτωση της Κίγκαν-Ιδρύματα ελεγχόμενα από τους μονάρχες που στήριζαν, θεωρητικά, τα ορφανά της εποχής, στην περίπτωση του Ατζακά), αφετέρου γιατί στα βιβλία του ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας, παρά τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί μυθοπλαστικά του ευρήματα, αναφέρεται στις Παιδουπόλεις αυτοβιογραφούμενος. Επομένως μπορούμε να κάνουμε λόγο για αφηγήσεις πρωτογενούς βιώματος, με βάση ένα επώδυνο παιδικό τραύμα, και όχι για βιβλία αποστασιοποιημένου βλέμματος σ’ ένα σκάνδαλο πρώτης γραμμής, όπως συμβαίνει  με την περίπτωση της Ιρλανδής συγγραφέως.


 ....................................................................................

 

Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:

 

https://bookpress.gr/stiles/eponimos/23164-plyntiria-kai-ethnika-vaptistiria-diavazontas-ton-gianni-atzaka-dipla-stin-kler-kigkan