ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ
(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για
πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)
֎
ΤΑ «ΨΟΦΙΜΙΑ» ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ
Από
τη θητεία μου στη γηπεδική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα
χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη μου κάποια περιστατικά και εικόνες. Η πρώτη εικόνα
έχει να κάνει με τα μαξιλαράκια από φελιζόλ των γηπέδων. Όλοι σχεδόν οι
φίλαθλοι τα κρατούσαν στο χέρι με την είσοδό τους στο γήπεδο, για να κάθονται
άνετα πάνω στις κρύες κερκίδες. Η εικόνα του φιλάθλου με το εισιτήριο
προτεταμένο στο χέρι και το φελιζόλ υπό μάλης ήταν πολύ χαρακτηριστική εκείνη
την εποχή, στις θύρες εισόδου των σταδίων. Ένας συμμαθητής μου από το Λύκειο
Τούμπας πουλούσε συχνά φελιζόλ τόσο έξω από την Τούμπα όσο κι από το
Καυτατζόγλειο. Ήταν άριστος μαθητής και ιδιαίτερα θρησκευόμενος – γνώριζε απέξω
όλα τα τροπάρια και τις γιορτές των αγίων. Πέρασε σε κάποια αξιόλογη σχολή,
όμως, ακόμη και στο πτυχίο εξακολουθούσε να πουλά έξω από γήπεδα μαξιλαράκια
για να τονώνει οικονομικά τους γονείς του. Τον πέτυχα, αρκετά χρόνια μετά, να
κάνει το ίδιο κι έξω από το Θέατρο Δάσους, σε καλοκαιρινή συναυλία, του μίλησα,
και έκτοτε έχω χάσει τα ίχνη του. Διόλου απίθανο να συνέχιζε για χρόνια να
βγάζει μεροκάματο, όχι έξω από γήπεδα, αλλά από συναυλιακούς χώρους της πόλης.
Θυμάμαι πως πέντε-δέκα λεπτά πριν από τη
λήξη κάθε αγώνα, σηκώνονταν όρθιοι οι θεατές στα γήπεδα και, σαν να είχαν λάβει
κάποιο αναπάντεχο, υπερκόσμιο μήνυμα από άγνωστη και σκοτεινή δύναμη,
εκσφενδόνιζαν τα μαξιλαράκια στον αέρα. Πάντα κάποιος ξεκινούσε αυτή τη ρυπαρή
και αγενή συνήθεια, και οι υπόλοιποι, ως μιμητικά όντα, ακολουθούσαν. Ο ουρανός
γινόταν πάλλευκος από τα διαχυμένα φελιζόλ, πολλά μαξιλαράκια ο αέρας τα έβγαζε
έξω από το γήπεδο, όμως άλλα τόσα κατέληγαν στον αγωνιστικό χώρο και συχνά ο
διαιτητής διέκοπτε τον αγώνα για να καθαριστεί το γήπεδο. Το δικό μου
μαξιλαράκι πάντα ήταν μισοφαγωμένο από το άγχος για την εξέλιξη της
αναμέτρησης, που μετέφεραν τα ανήσυχα δάχτυλά μου στην επιφάνειά του. Συχνά,
στο τέλος των αγώνων, εκσφενδόνιζα κι εγώ στα ουράνια της Τούμπας ή του Καυτατζογλείου
μισό ή ένα τέταρτο από το μαξιλαράκι, αφού το υπόλοιπο είχε φαγωθεί στις
επιθέσεις των αντιπάλων, όταν δοκίμαζαν την αντοχή της αμυντικής μας γραμμής
αλλά και τα όρια του νευρικού μου συστήματος.
Ένα άλλο γηπεδικό στιγμιότυπο εκείνης της
εποχής ήταν οι κληρώσεις κάποιων γυρολόγων των κερκίδων, που πουλούσαν λαχνούς
στους φιλάθλους με έπαθλο ένα μακρύ κομμάτι ξύλο, που είχε πάνω του κρεμασμένα
με λαστιχάκια τρία, τέσσερα χιλιάρικα, δυο-τρία πακέτα Μάρλμπορο, μερικούς
πάκους χαρτομάντιλα και κάποιες σοκολάτες και συσκευασίες με τσίχλες. Ο πιο
γνωστός τύπος σε όλη τη Θεσσαλονίκη, ο μαιτρ των κληρώσεων, ήταν ο «Μαύρος»,
ένας μελαχρινός μεσήλικας, μονίμως ιδρωμένος και ανήσυχος.
—Πάρτε λαχνούς από τον Μαύρο, παοκτσάκια
μου! έλεγε στην Τούμπα και, πάντα, πέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα
(κάποιες φορές και στο ημίχρονο), έκανε την κλήρωση, δίνοντας το έπαθλο σε
κάποιον τυχερό.
Συμμετείχα κι εγώ, στο παρελθόν, σε
τέτοιες κληρώσεις, όμως δεν κέρδισα ποτέ ούτε τα λαστιχάκια από τον γηπεδικό
μποναμά. Τον «Μαύρο» τον πετύχαινα εκείνη την εποχή και στο Χαριλάου και στο
Καυτατζόγλειο. Η ίδια μπεσαλίδικη διαδικασία, τα νούμερα ανακατώνονταν έντιμα
σε μια μαύρη κουκούλα –σαν εκείνες των δωσίλογων επί γερμανικής κατοχής–, ένα
μικρό συνήθως παιδί, επιλεγμένο από το πλήθος, έβαζε δειλά το χεράκι του κι
επέλεγε τον νικητήριο λαχνό και πάντα κάποιος έβγαινε κερδισμένος. Μονάχα η
παρότρυνση του «Μαύρου» από γήπεδο σε γήπεδο ήταν διαφορετική. Το «παοκτσάκια
μου» της Τούμπας, στο Χαριλάου γίνονταν «αρειανάκια μου», και στο Καυτατζόγλειο
«ηρακλάκια μου». Κι όλοι, γαλάζιοι, κίτρινοι κι ασπρόμαυροι έτρεχαν να
αγοράσουν λαχνούς από τον «Μαύρο», μπας κι αλλάξει η μαύρη τους τύχη.
Ένα μεσημέρι στην Τούμπα, σε αγώνα του
ΠΑΟΚ –δεκατρία στα δεκατέσσερα εγώ–, στοιβαγμένοι στη θύρα 8, μαζί μ’ έναν
συμμαθητή μου από το γυμνάσιο που είχε έφεση στο μάθημα της Έκθεσης, είχαμε
πέσει στα χέρια του φοβερού και τρομερού, τότε, Μάκη Μανάβη, του μετέπειτα
οργανωτή της Θύρας 4 του ΠΑΟΚ επί πολλές δεκαετίες. Άγνωστο πώς βρέθηκε σ’
εκείνο τον αγώνα στη συγκεκριμένη Θύρα για να οργανώσει εμάς, τα «ψοφίμια» κατά
τη φρασεολογία του. Ίσως γιατί το ματς ήταν κρίσιμο για την ομάδα και οι φωνές
μας υποτονικές και άχρωμες. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με το έτσι θέλω, μαζί με ένα ετερόκλητο
πλήθος ανθρώπων (μαθητές, φοιτητές, φιλήσυχους μεσήλικες, καλοστεκούμενα
γερόντια, γυναίκες κάθε ηλικίας και μικρά παιδιά) να βαράμε ρυθμικά παλαμάκια,
να ουρλιάζουμε για την ΠΑΟΚάρα, χτυπώντας παράλληλα με λύσσα και τα πόδια μας
στις κερκίδες για να δημιουργηθεί εκκωφαντικός θόρυβος και να τρομάξει ο
αντίπαλος. Η προτροπή του γηπεδικού καθοδηγητή, ως προκαταρκτικό των όσων θα
επακολουθούσαν, δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
—Χέρια-πόδια, ρε ψοφίμια! Ν’ ακουστείτε
μέχρι την παραλία, γαμώ το κέρατό μου, μέσα!
Κι αμέσως μετά:
—ΠΑΟΚάρα, ολέ!
Το βράδυ, στο σπίτι, πονούσαν χέρια και
πόδια από την οπαδική αυταπάρνηση και υπερπροσπάθεια. Ο ΠΑΟΚ πάλι είχε
κερδίσει, και όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Το πιο ωραίο όμως είναι πως, λίγους
μήνες μετά από το περιστατικό, η Θύρα 8 έκλεισε για λόγους στατικότητας.
Κρίθηκε από ειδικούς μηχανικούς πως χρειαζόταν ενισχυτικά έργα για να
λειτουργήσει ξανά, αφού δεν ήταν εγγυημένη μελλοντικά στο κοινό η στοιχειώδης
ασφάλεια. Ύστερα απ’ αυτό, η Θύρα 8 έμεινε κλειστή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα έργα συντήρησής της είχαν καταντήσει σαν το γιοφύρι της Άρτας. Άραγε τα
προστάγματα του συγχωρεμένου, πλέον, Μανάβη πόσο βοήθησαν στο πολυετή κλείσιμό
της λόγω ρωγμών σε κερκίδες και σε υποστυλώματα;
Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το περιστατικό
στη Θύρα 8, βλέπω τις αλλαγές στις συνήθειες των φιλάθλων και στη γηπεδική
συμπεριφορά τους. Τα φελιζόλ είναι μάλλον περιττά, αφού όλα σχεδόν τα γήπεδα
έχουν αποκτήσει πλαστικά καθίσματα. Κληρώσεις επιτήδειων γυρολόγων των κερκίδων
δεν συμβαίνουν πια – ποιος περιμένει σήμερα να πλουτίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Η Θύρα 8 της Τούμπας, με λυμένο το θέμα της στατικότητάς της προ πολλού,
φιλοξενεί συνήθως μαθητές από σχολεία, ενίοτε και οπαδούς ξένων ομάδων στους
ευρωπαϊκούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Οι βίαιες αντιδράσεις των φιλάθλων (ρίψεις
αντικειμένων, φτυσίματα σε αντιπάλους, ρατσιστικά συνθήματα κατά αντιπάλων
κ.τλ.) έχουν μετριαστεί σημαντικά, αφού όλα πλέον ελέγχονται από τις εσωτερικές
κάμερες των γηπέδων. Τζαμπατζήδες δεν υπάρχουν πια. Ούτε μικρά παιδιά που
διπλαρώνουν στην είσοδο κάποιον μεσήλικα λέγοντάς του τη μαγική φράση «βάλε με
κι εμένα, μπάρμπα!» για να δουν τζάμπα αγώνα. Τα εισιτήρια κόβονται κι
ελέγχονται με ηλεκτρονικό τρόπο. Μέχρι και τα λαϊκά δικαστήρια, στο τέλος του
αγώνα, χάθηκαν κι αυτά. Οι γκρίνιες, οι βρισιές, οι διαφωνίες και τα λογής
πικαρίσματα εκφράζονται πλέον μέσω διαδικτύου. Όλα νοικοκυρεύτηκαν,
εκσυγχρονίστηκαν, βελτιώθηκαν, απλοποιήθηκαν. Το άρωμα του παλιού οπαδικού
πάθους έχει ξεθυμάνει σημαντικά. Κυρίως χάθηκε η αφελής πεποίθηση εκείνων των
καιρών ότι μια τρίπλα του Κούδα ή του Δεληκάρη ή μια κεφαλιά του Αντωνιάδη
μπορούν ν’ αλλάξουν το σύμπαν. Τι έμεινε αναλλοίωτο; Η μέτρια έως κακή ποιότητα
του ελληνικού ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί ακόμη να συναγωνιστεί τα περισσότερα
ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Και η αδιαπραγμάτευτη λατρεία των φιλάθλων για το
έμβλημα της φανέλας, που υποστήριζαν από πιτσιρικάδες.
Όσο για εμάς, τα «ψοφίμια» της Θύρας 8,
ακόμη φωνάζουμε. Μια που δεν υπάρχει πια Μάκης Μανάβης να μας παροτρύνει και να
μας συντονίσει, συνεχίζουμε να στηρίζουμε την ομάδα, ο καθένας με τον δικό του
τρόπο. Άλλοι επιμένοντας γηπεδικά, άλλοι απλώς νοσταλγώντας τα περασμένα
μεγαλεία, άλλοι σιωπώντας αλλά αγωνιώντας, άλλοι ενθαρρύνοντας τους παίκτες από
τον καναπέ, και κάποιοι, πιο ρομαντικοί, σκαρώνοντας ποιήματα, διηγήματα και
αφηγήσεις για το ένδοξο παρελθόν της ομάδας. Αιώνιοι κοινωνοί κι αμετανόητοι
οπαδοί της θρησκείας των γηπέδων, αλλά και της ποίησης που εξ αυτών απορρέει.
(2024, αδημοσίευτο διήγημα)