Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

100 χρόνια από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη

 



 

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ

ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

 


 




Φέτος κλείνουμε 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή και στοχαστή Μανόλη Αναγνωστάκη. Τον Μ. Αν. εκτός από την επιδραστική του ποίηση για τους κοινωνικούς αγώνες τον χαρακτηρίζει πρωτίστως η ηθική του στάση απέναντι σε πρόσωπα, καταστάσεις και καλλιτεχνική δημιουργία. Χαμηλότονος και αντιρρητορικός, πρόσθεσε το υπαρξιακό στοιχείο στην πολιτική ποίηση του καιρού του. Σταμάτησε να γράφει ποίηση το 1971, σε ηλικία μόλις 46 ετών, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν είχε κάτι καινούργιο να πει. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω ένα κείμενό μου, που γράφτηκε πριν από 12 χρόνια και δημοσιεύτηκε σε ηλεκτρονική εφημερίδα για το βιβλίο και τον πολιτισμό.

 

 

֎

 

 

 

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

  

   Οι λέξεις είναι απλώς το δοχείο.

   Η σιωπή είναι το περιεχόμενο 

   (Όσσο)

  

Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, κάποια στιγμή της ζωής του και επειδή δεν είχε κάτι καινούριο να γράψει, αποφάσισε να σιωπήσει. Και σταμάτησε να γράφει ποιήματα. Πολλοί ανεγκέφαλοι θαυμαστές του, δεν κατάλαβαν αυτήν την έντιμη στάση του και την παρερμήνευσαν. Τον θεώρησαν ηττοπαθή και του χρέωσαν έλλειψη αγωνιστικότητας. Πολλές φιλολογίνες και μελετήτριες του έργου του, τον πλησίασαν με πρόσχημα κάποια συνέντευξη, για να τον παροτρύνουν να συνεχίσει. «Μα αφού δεν έχω κάτι καινούριο να πω …» τις αποστόμωνε εκείνος, μένοντας συνεπής ως το τέλος στην απόφαση που είχε πάρει.

   Πρόσφατα, ένας μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας, ο Φίλιπ Ροθ, κλείνοντας τα ογδόντα του χρόνια ανακοίνωσε στα εκατομμύρια των αναγνωστών του ανά τον κόσμο πως «βιβλία τέλος!». Ο ίδιος κόλλησε σε διάφορα σημεία του διαμερίσματός του, στη Νέα Υόρκη, μικρά αυτοκόλλητα χαρτιά που έγραφαν τη φράση: «Ο αγώνας με το γράψιμο έχει τελειώσει». Ακούει, πλέον, τις ιστορίες που του διηγούνται οι φίλοι του και δεν νιώθει καμία ανάγκη να τις μεταποιήσει σε μυθιστορήματα, στο χαρτί· απλώς τις απολαμβάνει. Κάποιοι αδαείς δημοσιογράφοι που επιμένουν στα αφιερώματά τους να τον ρωτάνε επίμονα «μα γιατί δεν συνεχίζετε, αφού ακόμα αντέχετε, είστε αειθαλής κ.τλ», παίρνουν την ίδια περίπου απάντηση που έδινε παλιά και ο Αναγνωστάκης. «Δεν έχω να προσθέσω κάτι ουσιαστικό στο έργο μου. Νομίζω πως τα πήγα αρκετά καλά με όλα αυτά που έχω γράψει …»

   Θέλει ήθος, γενναιότητα, συνέπεια και δύναμη ψυχής, το να πάρεις την απόφαση να σταματήσεις το γράψιμο. Προϋποθέτει επίγνωση των ορίων σου και αυτογνωσία. Πάνω απ’ όλα θέλει να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και προσγειωμένος. Να τσαλαπατήσεις το εγώ και τη ματαιοδοξία σου. Και προϋπόθεση όλων των παραπάνω, ο σεβασμός του έργου σου και των αναγνωστών σου. Η συγγραφή είναι ένας σκληρός αγώνας, μια φθοροποιός ενασχόληση, ένα αιώνιο σαράκι. Μια καθημερινή μάχη σώμα με σώμα, με ελάχιστες στιγμές εκεχειρίας. Κατατρώει τον λογοτέχνη μια ζωή. Και ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα, όταν αυτός νομίζει, να δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν τη μάχη. Να κηρύξει ειρήνη με τον εαυτό του και με τον κόσμο. Ν’ αποχωριστεί τα χαρακώματα των λέξεων, με ψηλά το κεφάλι. Ένας συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να μιλά και με τη σιωπή του. Η σιωπή του συγγραφέα, κάποιες φορές, ισοδυναμεί με δεκάδες καλογραμμένα βιβλία. Ίσως και με περισσότερα. Ειδικά όταν ο ίδιος έχει εξαντλήσει προ πολλού το νταμάρι των συναισθημάτων του και της θεματολογίας του, και νιώθει πως, από βιβλίο σε βιβλίο, επαναλαμβάνεται.

 Ζηλεύω τους συγγραφείς που, ύστερα από μακροχρόνια, εξουθενωτική μάχη με τα χειρόγραφα, είχαν τα κότσια να αποστρατευτούν. Σιώπησαν συνειδητά, περνώντας στην απέναντι όχθη. Θα ήθελα, κάποτε, ν’ αξιωθώ να ζήσω κι εγώ αυτό το ώριμο στάδιο τού πραγματικού λογοτέχνη. Να ζω μόνο την πραγματική ζωή κι όχι εκείνη των βιβλίων και των επινοημένων ιστοριών. Και λυπάμαι όλους εκείνους που, είτε δεν κατάλαβαν πως έπρεπε να σταματήσουν έγκαιρα και συνεχίζουν να γελοιοποιούνται και να εκτίθενται, αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια, είτε έπεσαν άδοξα στο πεδίο άνισης μάχης, όντες θύματα της ματαιοδοξίας τους ή κάποιας στρατευμένης ιδεολογίας, που εξακολουθεί να τους σέρνει από τον λαιμό, μέχρι τα υστερνά τους.

  

(από τη στήλη «Επωνύμως» της book press, Οκτώβριος 2013)


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Βιγλάτορας, επί ματαίω.

 


ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ, ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ

 

 

 

Στο παρατηρητήριο του ορεινού χωριού Βίγλα της Χαλκιδικής, σε υψόμετρο 1050 μέτρων, στέκω, ανήσυχος και ασάλευτος, όπως, θαρρώ, έκανε και ο Ρωμαίος χιλίαρχος, που έκτισε αυτή τη σκοπιά πριν από αιώνες.

Μ’ ένα ζευγάρι κιάλια στο χέρι ατενίζω τον ομιχλώδη ορίζοντα, αναμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, την άφιξη του εχθρού.

Ιστορίες, εντωμεταξύ, κουδουνίζουν στη σκέψη μου. Ιστορίες που τις συζητάνε ακόμη και σήμερα στο χωριό.

Για την άνοδο και την πτώση ενός εκδότη, που γεννήθηκε, πριν από χρόνια, σ’ αυτά εδώ τα μέρη.

Για τις μνήμες και το τέλος μιας δασκάλας, που δούλεψε, στο παρελθόν, στο σχολείο του χωριού, επί τουλάχιστον επτά χρόνια.

Για τον βίο και την πολιτεία ενός ηθοποιού, που αποσύρεται τακτικά στην πανσιόν «Σταυραετός», για ν’ αποστηθίσει τους ρόλους του.

Εντωμεταξύ, ο αέρας μοσχοβολάει πάντα ρίγανη και θυμάρι. Κάτω, στην πεδιάδα, η οργιώδης ανθοφορία των κερασιών με συνεπαίρνει. Και ο καπνός από τις στέγες των ελάχιστων, πλέον, κατοικημένων σπιτιών του χωριού ανηφορίζει ειρηνικά.

Κατοπτεύω, επισημαίνω, εποφθαλμιώ. Κιαλάρω σχολαστικά όλα τα σημεία του ορίζοντα, όμως ο εχθρός ακόμη δεν λέει να εμφανιστεί. Και μένω, τελικώς, μόνος με τις ιστορίες μου, ένας βιγλάτορας επί ματαίω.

(Εχθρός είναι μόνο ο Χρόνος. Αόρατος και σιωπηλός, θα φτάσει τη στιγμή που εκείνος θα κρίνει, και θα μας συνθλίψει.)

                  

 (απόσπασμα από αδημοσίευτο βιβλίο μου)

 


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (1)

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 

 

ΠΑΡΙΣΙ (1)

 

 


 

Μόλις πάτησα το πόδι μου στο Παρίσι μία δύναμη με παρακινούσε να σκύψω στο δάπεδο του αεροδιαδρόμου και να το φιλήσω. Να προσκυνήσω τον Μολιέρο, τον Ουγκό, τον Προυστ, τον Ζισκίντ, τον Γκυ ντε Μωπασάν. Αλλά και τον Ουελμπέκ, την Ερνό, τον Πατρίκ Μοντιανό, τον Σαμπρόλ, τον Τρυφώ και όλη τη φάρα των κινηματογραφιστών της nouvelle vague, των Εγκυκλοπαιδιστών και των καταραμένων ποιητών. Την Κατρίν Ντενέβ και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, ανυπερθέτως. Και τόσες ακόμη μυθικές προσωπικότητες και αστέρες της τέχνης, του θεάματος και του πολιτισμού.

Όμως το ανέβαλα προσωρινά όλο αυτό, γιατί έπρεπε πρώτα, σέρνοντας την αποσκευή μου, να εντοπίσω τον αρχηγό του γκρουπ, που θα μας ξεναγούσε στα μαγικά και στα ωραία της πόλης.

Μα, πριν ακόμα κι απ’ αυτό, όφειλα να ξεφορτωθώ εκείνο το άδειο μπουκαλάκι από νερό, που είχα καταναλώσει στο αεροπλάνο, και που μου είχε ξεμείνει.

Το πετώ, πρόχειρα και βιαστικά, σ’ έναν κάδο και, πριν προλάβω να βαδίσω δύο μέτρα, με καρφώνει ο υπάλληλος του αεροδρομίου Charles De Gaulle, ένας έγχρωμος καλοντυμένος, με τη διαβάθμισή του να κρέμεται στο στήθος σαν σφυρίχτρα διαιτητή σε επίσημο αγώνα ποδοσφαίρου.

―Tu es stupide! Ce n’ est pas pour les plastiques! Voila Rubis! (Είσαι ανόητος! Αυτό δεν είναι για τα πλαστικά! Νά η Ρούμπη!)

Η παγερή φωνή του έκανε τα μέλη μου και την ψυχή μου να μουδιάσουν.

Παράλληλα, μου έδειχνε με το δάχτυλό του το ρομπότ της ανακύκλωσης πλαστικών αντικειμένων, που έτρεχε καταμεσής των εσωτερικών χώρων του αεροδρομίου σαν φρενιασμένο, καταπίνοντας ασταμάτητα μπουκαλάκια, ποτηράκια και συσκευασίες τροφίμων.

Ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Υπάρχουν πολλά σημεία στο κέντρο του Παρισιού για ν’ αντικρίσεις και ν’ απαθανατίσεις τον Πύργο του Άιφελ. Από την ταράτσα του ξενοδοχείου σου. Από το ρεστοράν του πολυκαταστήματος Lafayette. Από την άπλα του Τροκαντερό. Από την οδό με τις salles de thè. Από το κατάστρωμα των bateaux mouches.

Όμως το πιο αληθινό, το πιο δραματικό, το πιο χαμηλοθώρητο σημείο παραμένει το σημείο zero. Εκεί όπου, ξαπλωμένος ο κλοσάρ της ανατολικής όχθης του Σηκουάνα, αρνούμενος συνειδητά την κρατική επιχορήγηση για μια αξιοπρεπή διαβίωση σε γκαρσονιέρα με διατροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοιτάζει αδιάφορα το περιττό του μεγαλείο.

 

 

Ουρές επισκεπτών από όλα τα μέρη του κόσμου στριμώχνονται μπροστά στη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι, στο Μουσείο του Λούβρου. Τρεις σωματώδεις έγχρωμοι φύλακες του χώρου, με διαπίστευση στο στήθος, εμποδίζουν το κοινό να πλησιάσει περισσότερο του κανονικού για να το φωτογραφίσει με φλας ή να το προσεγγίσει πλαγίως για να το θαυμάσει. Η όλη κατάσταση παραπέμπει σε διαδήλωση, με τους ένθερμους διαδηλωτές ν’ αναχαιτίζονται από αστυνομικές δυνάμεις, που τηρούν απαρέγκλιτα τον νόμο και την τάξη. Ενώ, λίγα μέτρα παραπέρα, το ταπεινό μα άψογο πορτρέτο του «Κοντοτιέρο» του Αντονέλο ντα Μεσίνα, που έζησε και μεγαλούργησε την ίδια εποχή με τον Ντα Βίντσι, δεν μαγνητίζει βλέμματα ούτε προκαλεί σάλο. Κι ας σε καρφώνει ο Κοντοτιέρο με το δικό του βλέμμα, από όποιο σημείο της αίθουσας κι αν τον κοιτάξεις.

Κάθε εποχή (και κάθε τέχνη) έχει τους δικούς της μπεστ σελερίστες και τους δικούς της παραγκωνισμένους.

 

 

Αυτά τα «όλε» των νεαρών στο κατάστρωμα του ποταμόπλοιου μού φάνηκαν γελοία. Όπως και οι χαιρετούρες και τα «bonjour» από τους θεατές των δύο όχθεων αλλά και των υπερυψωμένων γεφυρών. «Τι ελαφρόμυαλες ανοησίες! Τι τουριστικές υπερβολές!» αναρωτήθηκα σκεπτικός, και στωικά υπέμενα τη δοκιμασία της βόλτας στα νερά του Σηκουάνα.

Όταν, όμως, καταμεσής της διαδρομής, στο ύψος της όγδοης ή της ένατης γέφυρας, αντικρίζοντας στις όχθες το ολοένα αυξανόμενο πλήθος να μας κουνά με ενθουσιασμό τα χέρια, και ακούγοντας τα «όλε» των νεαρών από το κατάστρωμα να γιγαντώνονται, μη γνωρίζοντας από ποια δύναμη ορμώμενος, σήκωσα κι εγώ ασυναίσθητα τα χέρια στο ανέμελο πλήθος, φώναξα κι εγώ «όλε» και «bonjour» με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφήνοντας, έστω για μία στιγμή, τον εαυτό μου έρμαιο στη μαγγανεία του ποταμού.

 

 (συνεχίζεται)





Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

PERSONAL ZOO (4)

 


PERSONAL ZOO (4)

 

  

 

Στη στήλη αυτή θα βρίσκετε δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενα αναφορικά με τα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αμνοερίφια, τσούχτρες, κουνούπια, φίδια, πουλιά, μυρμήγκια και άλλα ζωντανά θα παρελάσουν στις οθόνες σας. Και ας θυμόμαστε πάντα τη φράση του Μίλαν Κούντερα, που θέτει τα ζώα σε ανώτερη θέση σε σχέση με τον άνθρωπο: Τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο.           

 

֎

 

 

Γάτα από σόι

 

 

 

Παρά τον φαινομενικό αντικομφορμισμό μου είμαι επιρρεπής στην καλή ζωή. Κρύβω μέσα μου βαθιά όπως τόσοι άλλωστε− έναν καλοπερασάκια που, υπό άλλες περιστάσεις, θα επιθυμούσε ολόψυχα να ήταν τουλάχιστον ο Νιάρχος ή ο Ωνάσης. Δεν το ’χω ψάξει περαιτέρω το ζήτημα − ίσως κάποιο χρωμόσωμα της αλυσίδας μου εκφυλίστηκε, ίσως φταίει που στην εφηβεία μου εξιδανίκευσα φίλους αριστερούς. Νομίζω πάντως πως η κατάσταση αυτή συχνά υποτροπιάζει λόγω του κλεισίματος που έχουμε τελευταία υποστεί με τη γυναίκα μου, καθότι με μικρό παιδί. Έτσι, όταν ο φίλος μου ο Μηνάς, εργένης και γλεντζές αμετανόητος, περνά τα καλοκαίρια με το αμάξι του από τη Νέα Φώκαια, δεν θέλω και πολύ να κουρντιστώ.

Πάμε στο Πόρτο Σάνι για ψαράκι; βάζει το φουρνέλο του, κι εγώ κομματιάζομαι.

― Άντε, ευκαιρία να ξεδώσετε και σεις λιγάκι..

   Το Πόρτο Σάνι είναι ό,τι πιο χλιδάτο υπάρχει σε ολόκληρη την Κασσάνδρεια. Μια ειδικά διαμορφωμένη πολιτεία σε πέτρινο παραδοσιακό στιλ − μαγαζιά με ρούχα, κεραμικά, χρυσαφικά, ταβέρνες, σούπερ μάρκετ, μέχρι και βιβλιοπωλείο επώνυμου εκδοτικού οίκου. Πίσω, οι μεζονέτες στις οποίες διανυκτερεύουν οι ματσό παραθεριστές. Και ευθεία μπροστά, στο λιμανάκι, αραγμένα κότερα πανάκριβα, που για το καθένα τους δεν φτάνουν οι μισθοί μιας ζωής τριών δασκάλων, μαζί με τα εφάπαξ τους, για να καλύψουν το κόστος αγοράς του.

   Καθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα που το μόνο ταπεινό πάνω της ήταν το όνομά της − κάποια σύνθεση αντρικού ονόματος με τη λέξη ψάρι, που παραπέμπει σε τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών ή άφθαρτους λαϊκούς ήρωες του παρελθόντος. Ενώ οι αστακοί, οι γαρίδες σαγανάκι και οι ακριβές ψαρούκλες δίναν και παίρναν, στάθηκα στο ύψος μου παραγγέλλοντας υγιεινή σαρδέλα σχάρας. Ο Μηνάς ζήτησε απ' το γκαρσόνι μία απλησίαστη για το βαλάντιό μου μάρκα κρασιού, προκαλώντας μου εφίδρωση. Ευτυχώς η μουσική υπόκρουση της συγκεκριμένης στιγμής λειτούργησε κατευναστικά. «Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;», παίζανε τα μεγάφωνα στη διαπασών κι εγώ το πήρα απόφαση να καμακώσω το πρώτο τυρομπουρεκάκι.

  Τότε ήταν που ανακάλυψα τη γατούλα. Μια παχουλή, ήρεμη γατούλα, άσπρη με μαύρα στίγματα σε πρόσωπο και σώμα, που ζάρωνε ευτυχισμένη κάτω από το διπλανό τραπέζι. Στο κάλεσμά μου ανταποκρίθηκε με περισσή αρχοντιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μαχμουρλίδικα κι έπειτα αδιαφόρησε παραμένοντας στη θέση της. Δεν φαινόταν σπιτίσια, γάτα του δρόμου ήταν αναμφίβολα, αλλά φερόταν σαν αριστοκράτισσα.

 Τι μέσο να ’χει άραγε αυτή η γατούλα, σκέφτηκα, και ξεκαλοκαιριάζει σ’ αυτήν την πολυτελή ψαροταβέρνα; Ποια φανταστική γατίσια επετηρίδα παρέκαμψε στις δωρεάν διακοπές της; Ποια θεία τύχη βόλεψε κι αυτήν και τα παιδιά της; Κάνω να της πετάξω ψαροκόκκαλα και με σνομπάρει επιδεικτικά. Έχει, φαίνεται, ακριβά γούστα. Καρφί δεν της καίγεται αν θα της ρίξεις ατόφια ραχοκοκαλιά. Και ψάρια ολόκληρα τ’ αφήνει άθικτα στο τσιμέντο. Μήπως χόρτασε, τους δυο προηγούμενους μήνες, αποφάγια και τώρα κάνει την αυγουστιάτική της δίαιτα;

  Έφερα στον νου μου άλλες γατούλες σε λαϊκές ταβέρνες που στη ζωή μου επισκέφτηκα. Κάτι κοκκαλιάρες, συνήθως μονόφθαλμες ή κουτσές, που νιαούριζαν παραπονιάρικα δίπλα ή κάτω στο τραπέζι μου, ικετεύοντας την παραμικρή προσφορά. Βολεύονταν με μια πατατούλα, ένα αγγουράκι, λίγο λαδωμένο ψωμάκι. Και αν τις έριχνα ψαροκόκαλο, γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Τρεις-τέσσερις ορμούσαν επάνω του και το εξαφάνιζαν στη στιγμή. Κι ύστερα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Νιαούριζαν κι αυτές και οι φίλες τους εν χορώ, τόσο που, νιώθοντας τύψεις για το φαγητό που έτρωγα, μου ερχόταν να κατεβάσω όλη την πιατέλα με τα ψάρια στο πάτωμα, να χορτάσει σύσσωμο το γατομάνι της περιοχής.

   Η γάτα από σόι ανοιγόκλεισε άλλη μια φορά τα μάτια της, σνόμπαρε επιδεικτικά και τη δεύτερη σαρδέλα που πέταξα μπροστά της, τεντώθηκε και πήγε σ’ άλλο τραπέζι να κουρνιάσει. Δίπλα σε κάποιους λιγότερους ενοχλητικούς από μένα.

 

(συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων μου Τα λάφυρα του Αυγούστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σς. 52-55)


Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης (9)

 


ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

֎


 

 

 

ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ

 

 

 

Επιστρέφω νοερά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δεκαέξι στα δεκαεπτά, με ακμή, μακριά ως τους ώμους μαλλιά και λιπόσαρκος, μ’ έναν αθλητικό σάκο στο χέρι, να περιμένω όλο αγωνία τα πρωινά της Κυριακής στο γήπεδο της Α. Ε. Χ. για το αν συμπεριληφθώ στην αποστολή της ομάδας για τον απογευματινό αγώνα. Το γήπεδο ξερό, με χαλίκια και λακκούβες. Ένας φροντιστής της συμφοράς ασβέστωνε με ένα σαραβαλιασμένο αναξιόπιστο μηχάνημα τις γραμμές του γηπέδου. Πίσω από τις εστίες υπήρχε τρίμετρη περίφραξη από μεταλλική κατασκευή για να μη φεύγει η μπάλα και την ψάχνουμε. Στη βόρεια εστία, στον ενδιάμεσο χώρο από το γήπεδο του Άρη, υπήρχε ένα ερειπωμένο κτίσμα, πρώην εργοστάσιο, τίγκα στο σκουπίδι και στ’ αγριόχορτα. Αν έφευγε η μπάλα από κάποια τρύπα της περίφραξης –πράγμα που γινόταν συχνά– και πήγαινε στο βρομερό ερείπιο, ο τερματοφύλακας είχε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Ο Λυκούργος, ο δεύτερος φροντιστής, κρεμούσε με μανταλάκια τις φρεσκοπλυμένες κιτρινόμαυρες φανέλες μας σ’ ένα μακρύ σχοινί, δίπλα στ’ αποδυτήρια, για να στεγνώσουν. Η ομοιόμορφη μπουγάδα των εφηβικών μας χρόνων, σε κοινή θέα. Ο Λυκούργος ήταν ένας ζόρικος τύπος, που αν τον εκνεύριζες και άνοιγε το στόμα του, κοκκίνιζες από τις βρισιές και τις χριστοπαναγίες που σου ξεστόμιζε. Κι όμως, σ’ αυτό το ξερό γηπεδάκι –σήμερα έχει γίνει πάρκο με παιδική χαρά, η ομάδα όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχει ακόμα– αντικρίζαμε, κυρίως τα απογεύματα της Τετάρτης, τους παίκτες του Άρη, της χρυσής εποχής του Τσατσέφσκι. Όταν έρχονταν να τρέξουν για φυσική κατάσταση –κάτι βέβαια που γινόταν, συχνά, και στο διπλανό αλσάκι της Νέας Ελβετίας– μαζεύαμε τις μπάλες μας και αδειάζαμε τον χώρο σαν λαγοί. Παίρναμε μάτι, στα κρυφά, μέσα από τα ταπεινά μας αποδυτήρια τον Παπαφλωράτο, τον Πάλλα, τον Φοιρό, τον Κούη, τον Μπαλλή, τον Σεμερτζίδη να τρέχουν με τις χαρακτηριστικές μπλε φόρμες τους. Καμιά φορά παίζαμε και φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, στο οποίο συμμετείχε και κανένα αστέρι της πρώτης ομάδας που προερχόταν από τραυματισμό και δοκίμαζε το πόδι του, και τότε πετούσαμε στα ουράνια από τη θεία συγκυρία. Προτιμούσαμε ασυζητητί να συμμετέχουμε στο φιλικό με τα δεύτερα του Άρη, κάποιες Τετάρτες, παρά τη σίγουρη θέση στο κυριακάτικο ντέρμπι με τη Φλόγα Αναλήψεως, την Προοδευτική Τούμπας, την Ελπίδα, τον Αριστοτέλη, τον Εθνικό Πυλαίας ή τη Νίκη Διοικητηρίου.

Συνήθως έμενα εκτός αποστολής. Όταν έμπαινα στη δεκαοκτάδα, ο κυρ Νίκος –παίκτης και προπονητής της ομάδας– μ’ έβαζε συχνά αλλαγή στο τελευταίο εικοσάλεπτο ή στο τελευταίο ημίωρο. Μου χτυπούσε την πλάτη φιλικά, εγώ σηκωνόμουν από τον ξύλινο πάγκο των αναπληρωματικών, έβγαζα την πάνω φόρμα μου κι έκανα διατάσεις για προθέρμανση. Ύστερα με πλησίαζε, μου έδειχνε κάποιον επικίνδυνο επιθετικό της αντίπαλης ομάδας, που όφειλα να μαρκάρω στενά, καθότι μεσοαμυντικός, «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» μου έλεγε εμπιστευτικά στ’ αυτί κι εγώ ξαμολιόμουν στο γήπεδο να επιτελέσω το καθήκον μου. Στα λίγα λεπτά που αγωνιζόμουν τα έδινα όλα. Έτρεχα, μάρκαρα, αναχαίτιζα, όσο αυτό ήταν εφικτό, τον αντίπαλο, μάτωνα αγκώνες και γόνατα, ίδρωνα τη φανέλα. Για τη φανέλα άλλωστε παίζαμε τότε. Το πριμ ανύπαρκτο, μέχρι και τον αθλητικό εξοπλισμό με δικά μας έξοδα τον αγοράζαμε. Αραιά και πού η διοίκηση, σε κάποια ανέλπιστη επιτυχία μας, μας κερνούσε από μία πάστα αμυγδάλου, στο «ΛΟΥΞ», στην καρδιά του Χαριλάου, αφού ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου ήταν πατέρας ενός πρώην συμπαίχτη μας.

Από όλη εκείνη την περιπέτεια με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μού έχει μείνει ως μακρινός απόηχος, ως αντιβούισμα της εποχής, η παρότρυνση του κυρ Νίκου, το «βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!». Ήταν η φράση που με ενθάρρυνε, με διέγειρε, με κινητοποιούσε. Το σύνθημα για να δώσω κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου για την ομάδα. Το σάλπισμα για μάχη αλλά και για δημιουργία. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, και όλα, ομάδες, ιδεολογίες, οράματα, φιλίες και όνειρα πήγανε στράφι, κάθομαι στον υπολογιστή μου και μόνο αφηγούμενος ιστορίες νιώθω κάπως να αγγίζω την ουσία της ζωής και της ύπαρξης. «Βδέλλα στον κυνηγό τους, πιτσιρίκο!» λέω από μέσα μου και γράφω, γράφω, συνέχεια γράφω. Κι όλο να προσπαθώ να μαρκάρω στενά τον Χρόνο που περνάει, τον άπιαστο κυνηγό που ξετινάζει τα δίχτυα μας, βγάζοντάς του, με αναίδεια, γλώσσα όταν προσωρινά το κατορθώνω.

 

(2017)