Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025
Ταχυδρομικό κυτίο (2)-Με το βλέμμα σ' έναν στίχο
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (2)
(στη
στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά
καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)
●
Αυτόν
τον μήνα, μεταξύ άλλων, ο ταχυδρόμος μού έφερε και τον τόμο «Με το βλέμμα σ’
έναν στίχο», 50+2 βραβευμένα διηγήματα, ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ, 2025.
Κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους κριτικούς λογοτεχνίας και συγγραφείς Ευτυχία
Γιαννάκη, Τέσυ Μπάιλα και Κωνσταντίνο Μπούρα, επέλεξαν 52 διηγήματα από ένα
σύνολο 1003 διηγημάτων που έλαβαν. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται για όγδοη συνεχή χρονιά και, κατά την κριτική επιτροπή, φέτος "τα κείμενα ανέδειξαν τη ζωντάνια, τη φαντασία και το βαθύ συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί όταν η πεζογραφία συναντά την ποίηση". Αντί γενικού σχολίου, αναδημοσιεύω ένα από αυτά τα
διηγήματα του ενδιαφέροντος αυτού τόμου.
Αναπαράσταση ΙΙΙ
Της ΓΟΥΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ
Μα εγώ θα κάνω την αναπαράστασή του·
ο πιο μικρός του φίλος, μια σκιά
από το ποίημα του Γιώργου Ιωάννου
«Αναπαράσταση»,
Συλλογή Τα Χίλια Δέντρα, 1963
με αναφορά στον Γιάννη Χρήστου
Ο
Γρηγόρης Σεμιτέκολο περίμενε ακίνητος πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα έκανε δύο
τρία μικρά βήματα προτού ξεκινήσει να περπατά σαν υπνωτισμένος, κατευθυνόμενος
προς το πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής. Βημάτισε για λίγο αργά, επιβράδυνε
απότομα και συνέχισε να περπατά με ταχύτερο ρυθμό αυτήν τη φορά. Σε απόσταση
ενός μέτρου από το πιάνο σταμάτησε απροσδόκητα. Παρέμεινε εκεί ακίνητος και
ωχρός για μερικές στιγμές, που διήρκησαν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε και λιγότερο
απ’ όσο θα ήθελε, και, έπειτα από περισυλλογή, αποφάσισε πως θα το προσέγγιζε
επιφυλακτικά.
Την επόμενη στιγμή, χωρίς να το καταλάβει,
βρισκόταν μόλις μια ανάσα μακριά του. Έτσι ορθός ακόμα, άπλωσε το τρεμάμενο
χέρι, τεντώθηκε στοιχειωδώς και, με τα ακροδάχτυλα δειλά και το κορμί λοξό,
άγγιξε το άσπρο διερευνητικά. Ο πιανίστας Γρηγόρης Σεμιτέκολο δεν είχε άλλη
επιλογή από το να καθίσει. Με τα χέρια να κρέμονται άχαρα πλάι στα πλευρά του
και τον νου του σε επιφυλακή, κοίταξε ευθεία μπροστά του αμήχανα. Όποιος είχε
κλειστά τα μάτια θα έλεγε πως δεν ακουγόταν κανένας ήχος ως τότε, αλλά ο
Γρηγόρης Σεμιτέκολο γράπωσε εκείνη τη στιγμή το καπάκι του πιάνου και ξεκίνησε
να πνίγει έναν βουβό θρήνο μέσα σε βραχύφωνες συλλαβές, κουνώντας το κεφάλι του
ανεπαίσθητα μπρος και πίσω και φτιάχνοντας ολοένα και μεγαλύτερες κυφώσεις.
Σήκωσε το δεξί του χέρι, σκληρό σαν σε
τετανία, και το προσγείωσε ευγενικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, πάνω στο τελευταίο
δεξί πλήκτρο, ενώ ο καημός του μεγάλωνε. Το έκρουσε με ορμή, δεν γινόταν
αλλιώς. Το πελέκισε με την κόψη της παλάμης δυνατά και, στιγμιαία, ένιωσε μια
απέραντη ανακούφιση. Σχημάτισε ένα τόξο και κατευθύνθηκε αντιδιαμετρικά προς τα
μπάσα. Και πάλι πέτυχε την κρούση, με τις δύο παλάμες αυτή τη φορά, βίαια,
καλωσορίζοντας στην ψυχή του μια νέα αναζωογόνηση. Ίσιωσε την πλάτη του και
ξεκούρασε τα χέρια μπροστά, πάνω στα πλήκτρα, έπειτα από μία εκπλήρωση, με μία
ψευδαίσθηση υποταγής.
Τα δέκα βογκητά του Γρηγόρη Σεμιτέκολο δεν
μπορούσαν να σιγήσουν πλέον. Όταν ένιωσε έτοιμος, προετοίμασε το στόμα και το
κορμί του για τη διαπεραστική κραυγή του αβάστακτου πόνου, που διακόπηκε
θαρρείς στη μέση αφήνοντάς τον παγωμένο. Το χέρι σαν τσεκούρι άρχισε να πέφτει
άδικο και αδιάκριτο πάνω στα πλήκτρα. Το πιάνο αντέδρασε γκρεμίζοντας το
καπάκι, και ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο έπεσε στα γόνατα μπροστά του μετανοώντας,
εκλιπαρώντας, άλλες φορές εξαπολύοντας απειλές και ύβρεις. Όταν σηκώθηκε
ηττημένος, έγνεψε έντρομος προς κάθε κατεύθυνση με προτροπή για διαφυγή. Χρόνια
μετά, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο ακόμα γνέφει χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ρωγμή
στο κέλυφος.
(σς. 32-34 του τόμου)
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025
Voyage, voyage-Βαλέτα
Η
στήλη «Voyage,
voyage»
είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του
εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.
֎
ΒΑΛΕΤΑ
ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ
Όταν μού το
πρότειναν οι ιππότες της Μάλτας, ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον νου μου ν’
αρνηθώ. Να ζωγραφίσω, μού είπαν, στο Ιερό της εκκλησίας τον αποκεφαλισμό του
Αγίου Ιωάννη, του Βαπτιστή. Έβαλα τα δυνατά μου, ξεδίπλωσα όλη την τέχνη μου,
τα έδωσα όλα. Όχι από υπέρμετρη θρησκευτικότητα, από ευλάβεια ή από υποταγή
στον Πάπα. Όχι, όχι γι’ αυτά! Έβαλα τα δυνατά μου όχι για τα χρήματα, ούτε για
να ενισχύσω την πίστη κανενός προσκυνητή του ιερού χώρου. Ό, τι έκανα, το έκανα
για να εξαγνιστώ εγώ ο ίδιος, για να διώξω μακριά τις τύψεις που λυσσαλέα με
καταδιώκουν. Δεν μπορούσα να το καταστήσω πιο ευκρινές, πιο αποκαλυπτικό.
Εκείνο το f μπροστά
στην υπογραφή μου, κάτω από την κηλίδα αίματος, υποδήλωνε την αδελφότητα που
ανήκα. Όχι, δεν θα ζωγράφιζα τον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή για χατίρι κανενός
τάγματος ιπποτών – ποτέ κάτι τόσο ρηχά θρησκευτικό δεν πέρασε από τη σκέψη μου.
Το έγκλημα τού 1606 θέλησα ν’ αναπαραστήσω, τον φόνο του Ρανούτσιο, που εγώ
προκάλεσα για ένα στοίχημα σ’ έναν αγώνα τένις.
•
Σ΄ ένα
στενάκι στους δρόμους της Βαλέτας, σώζεται μέχρι και σήμερα ένα από τα
αρχαιότερα πορνεία της Μάλτας. Η επιγραφή στην πόρτα αναφέρει το εξής: «Το
παλειό Ελληνικό Μπουρδέλλο.» Και από κάτω, μεταφρασμένο στα αγγλικά: «The old Greek Bordello». Η πόρτα
είναι σχεδόν ετοιμόρροπη, ένα κουδούνι φανερώνει το πώς καλούσαν οι πελάτες την
ιερόδουλο ν’ ανοίξει, ενώ διάφοροι τουρίστες έχουν χαράξει πάνω στην πόρτα
σχόλια, στιχάκια ή πικάντικες φράσεις.
Είναι, ίσως, το συγκινητικότερο σημείο της
παλιάς πόλης, σκέφτηκα. Μπορεί ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιπποτικά τάγματα και
παπική εκκλησία να φρόντισαν πλουσιοπάροχα για την καλλιτεχνική, πνευματική και
ψυχική ανύψωση των περιοίκων, όμως τη σωματική τους ανάταση την είχε αναλάβει
–σχεδόν εξ ολοκλήρου, για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως αναφέρεται στην
Ιστορία– μια απλή, ξεριζωμένη από το νησί της, Ροδίτισσα.
•
Ο κορμός
του υπέργηρου φίκου του Βασιλικού κήπου –σπόρος ριγμένος από βρετανικό χέρι,
από την εποχή της αποικιοκρατίας– κατευθύνεται ψηλά, ύστερα παίρνει απότομα
κλίση προς τη γη, διεισδύει στο χώμα ως ρίζα και ξαναφύεται στην επιφάνεια με
κατεύθυνση, ξανά, στον ουρανό. Ένα θέαμα αρκετά εντυπωσιακό και πρωτότυπο, που
καθηλώνει το βλέμμα.
Η πτώση και η ψυχική ανάταση του ανθρώπου,
σκέφτομαι, αναπαριστάμενες σ’ έναν πρώην αποικιοκρατικό κήπο, από τον κορμό και
τα κλαδιά ενός ταπεινού φίκου. Ίσως, όμως, κι ένα ανεπανάληπτο σύμπλεγμα
υποταγής κι ελευθερίας.
•
Η γάτα του
Βασιλικού κήπου –μία από τις ελάχιστες που συνολικά υπάρχουν στο νησί– μόνο από
τα χέρια της Μαλτέζας ξεναγού δέχεται χάδια. Σε όλους εμάς που την πλησιάζουμε
για να τη χαϊδέψουμε, μάς δείχνει τα νύχια της.
•
Πάνω στο
πάτωμα του Καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη, στη Βαλέτα, το καλυμμένο με
εντυπωσιακές μαρμάρινες ταφόπλακες (πάνω από τετρακόσιοι ιππότες είναι θαμμένοι
από κάτω), βαδίζει ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα, ευειδής νεαρή τουρίστρια.
Ανυποψίαστη για τις ιστορικές λεπτομέρειες του χώρου, έχει στραμμένο το βλέμμα
ψηλά και ασταμάτητα φωτογραφίζει με το κινητό της την οροφή της εκκλησίας. Για
το δάπεδο δεν δίνει δεκάρα. Το λεπτό φουστάνι της λικνίζεται στο πέρασμά της,
τραβώντας ουκ ολίγα βλέμματα τουριστών.
Κάτω από τα πόδια της οι θαμμένοι ιππότες
αρχίζουν να σαλεύουν. Ξυπνούν από ύπνο αιώνων, φορούν ξανά τις σκουριασμένες
πανοπλίες τους και κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιος θα την
πολιορκήσει.
•
Ο νεαρός
Ινδός εργαζόμενος του ξενοδοχείου στη Sliema, την ώρα
του πρωινού, ήταν υπέρμετρα ευγενικός. Αποκαλώντας με «sir», μου ετοίμασε στη στιγμή την κρέπα που του ζήτησα. Όταν την έβαλα
με τη λαβίδα στο πιάτο μου, θαρρώ πως μου έκανε και μια μικρή υπόκλιση. Προτού,
όμως, προλάβω ν’ απομακρυνθώ, άκουσα τον κρότο της λαβίδας και παραξενεύτηκα.
Είχε πάρει τη λαβίδα και την τοποθέτησε στο σωστό σημείο: επάνω σ’ ένα άδειο
πιάτο. Ένιωσα μέσα μου την ένταση και τον θυμό του γι’ αυτήν την μικρή
ατασθαλία που είχα προκαλέσει με το να εναποθέσω το σκεύος όχι στο ενδεδειγμένο
σημείο. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος. Πάντα χαμογελαστός, είχε στραφεί τώρα
στον επόμενο πελάτη του, που του είχε ζητήσει διπλή κρέπα με σοκολάτα,
αποκαλώντας τον κι εκείνον «sir».
•
―Τα καρπούζια εδώ είναι ακριβά.
Δεκατέσσερα, περίπου, ευρώ χρεώνουν το ένα, όσο και μία καλή μπλούζα σε καιρό
εκπτώσεων! Πληρώνετε και το νερό που χρειάζεται για να ποτιστεί, που είναι
δυσεύρετο!, μας αποκάλυψε ο αρχηγός της εκδρομής, δείχνοντάς μας τον μικροπωλητή,
στην άκρη του δρόμου, καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο.
Η μοναχική, καλοδιατηρημένη κυρία του γκρουπ,
«πο, πο, τρομερό!» αναφώνησε και, μη ανεχόμενη τη ζέστη και την υγρασία της
ημέρας, βγάζει από το σακίδιό της μια βεντάλια, σχεδιασμένη στις διαστάσεις και
στα χρώματα φέτας καρπουζιού, κι αρχίζει απεγνωσμένα να δροσίζεται.
(Αύγουστος 2024)
Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ στη Θεσσαλονίκη
Η ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΠΕΡ ΕΠΙΤΙΜΗ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΗ
ΤΟΥ 66ου ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ -ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ
ΤΡΕΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ
Δεν
ξέρω πώς μπορεί να δέσει η εν λόγω ανάρτηση σε ένα blog αμιγώς λογοτεχνικό. Ίσως μόνο και
μόνο, γιατί κάθε κινηματογραφική ερμηνεία τής επίτιμης προσκεκλημένης του 66ου
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ιζαμπέλ Ιπέρ (Isabelle Huppert), είναι, από μόνη της,
ένα ποίημα εν προόδω ή ένα ποίημα εν εξελίξει. Με αποκορύφωμα, πάντα, κάποιο
καταληκτικό πλάνο με τη Γαλλίδα πρωταγωνίστρια στο φινάλε των ταινιών της να
ισοδυναμεί με καταληκτικό στίχο
κορυφαίας ποιητικής δημιουργίας.
Η Ιπέρ, με καριέρα 40 ετών και με πάνω από
120 γυρισμένες ταινίες, υπήρξε ηρωίδα-μούσα σημαντικότατων σκηνοθετών όπως ο
Κλοντ Σαμπρόλ, ο Μίκαελ Χάνεκε, ο Πολ Βερχόφεν, οι αδελφοί Ταβιάνι κ. ά. Στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα παιχτούν, φέτος, συνολικά 15 ταινίες της. Για
τις τρεις, που είχα την τύχη να παρακολουθήσω (τις δύο πρώτες για πρώτη φορά,
την τρίτη για πολλοστή), σημειώνω τα παρακάτω:
«Copacabana» (του
Μαρκ Φιτουσί, 2010): Σ’ αυτήν την ευχάριστη κωμωδία, η Ιπέρ υποδύεται την
Μπαμπού, μια αδέσμευτη και αντισυμβατική γυναίκα, που η συνολική της εικόνα (ως
μητέρα αλλά και ως γυναίκα) κάνει την κόρη της να δυσφορεί. Προκαλεί εντύπωση
στον θεατή πως, αυτό το αντίρροπο ντουέτο (η μάνα σύγχρονη κι απελευθερωμένη-η
κόρη συμβατική και συντηρητική), έρχεται σε αντίθεση με ό,τι, κατά κανόνα,
συμβαίνει στις σύγχρονες οικογένειες. Η Μπαμπού, πάντως, με το ελεύθερο πνεύμα
της, την τρέλα της και την επιμονή της, βοηθούσης και της τύχης, θα αντιστρέψει
το κλίμα και θα επανασυνδεθεί με την κόρη της. Στον ρόλο της κόρης της Μπαμπού,
η πραγματική κόρη της Ιπέρ, Λολίτα Σαμά, που μαζί
με τη Γαλλίδα σταρ, παρουσίασαν προλογίζοντας την ταινία, στην αίθουσα «Σταύρος
Τορνές», στο Λιμάνι, το απόγευμα της Δευτέρας, 3 Νοεμβρίου.
«Η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου» (του Τιερί Κλιφά, 2025): Το ίδιο βράδυ (3/11/25), στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα «Ολύμπιον», προβλήθηκε σε ελληνική πρεμιέρα, η πιο πρόσφατη ταινία της Ιπέρ «Η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου». Βασισμένη στην υπόθεση Μπετανκούρ, ένα από τα πιο γνωστά σκάνδαλα της Γαλλίας, η Ιπέρ εντυπωσιάζει ως Μαριάν Φαρέρ, μια πλούσια κληρονόμο, που γνωρίζοντας έναν κατά πολύ νεότερο της φωτογράφο, με τα πολλά και ακριβά δώρα που του προσφέρει σκανδαλίζει τον περίγυρό της αλλά και το κοινό αίσθημα. Μια ιδιωτική υπόθεση που εξελίχτηκε σε εθνικό σκάνδαλο.
«Εκείνη» (του
Πολ Βερχόφεν, 2016): Την Τρίτη 4 Νοεμβρίου, στις 8 το βράδυ, στην αίθουσα
«Ολύμπιον», προβλήθηκε το αιχμηρό ψυχολογικό δράμα του Πολ Βερχόφεν, στο οποίο
η Ιπέρ ερμηνεύει τη διευθύντρια μιας παρισινής εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών, που
βιάζεται στο σπίτι της από έναν μασκοφόρο εισβολέα. Όμως τον τελευταίο λόγο θα
τον έχει πάλι εκείνη, ξεπερνώντας όσους ανθρώπους (γονείς, πρώην σύζυγο, ερωμένο,
βιαστή) στάθηκαν για κείνην τροχοπέδη στη ζωή της. Γι’ αυτήν της την ερμηνεία,
η Ιπέρ απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου. Πριν την προβολή
της ταινίας «Εκείνη» (Elle)
πραγματοποιήθηκε στον ίδιο χώρο (Ολύμπιον) τιμητική εκδήλωση για τη σπουδαία
Γαλλίδα ηθοποιό. Ο δήμος Θεσσαλονίκης, διά χειρός του δημάρχου κ. Αγγελούδη,
τίμησε την Ιπέρ με τιμητική πλακέτα. Της βράβευσης προηγήθηκε ολιγόλεπτο κλιπ
με στιγμιότυπα από κάποιους εμβληματικούς ρόλους της ηθοποιού και ηχητική
υπόκρουση τραγούδια της Φρανσουάζ Αρντί, για το οποίο η ηθοποιός σχολίασε πως
λείπει μία ταινία: εκείνη που θα ήθελε μελλοντικά να γυρίσει με κάποιον Έλληνα
σκηνοθέτη. Τέλος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ κ. Ορέστης Ανδρεαδάκης
τόνισε πως η ηθοποιός καταβυθίζεται στους ρόλους της στο σκοτάδι, για να
αναδυθεί στο φως.
Παναγιώτης Γούτας
Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στην παρακάτω διεύθυνση της book press
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025
Patrick Modiano-Η χορεύτρια
Η
ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚ ΜΟΝΤΙΑΝΟ
Ο
Ζαν Πατρίκ Μοντιανό (Jean Patrick Modiano, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1945),
γνωστός ως Πατρίκ Μοντιανό, είναι Γάλλος μυθιστοριογράφος, που βραβεύθηκε το
2014 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1978 είχε τιμηθεί και με το Βραβείο
Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του Οδός σκοτεινών μαγαζιών. Ο Μοντιανό έχει έργα
του μεταφρασμένα σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ωστόσο τα περισσότερα
μυθιστορήματά του δεν είχαν μεταφρασθεί στην αγγλική πριν πάρει το Βραβείο
Νόμπελ. Είναι από τους σπουδαιότερους εν ζωή Γάλλους συγγραφείς μαζί με τον
Μισέλ Ουελμπέκ, την Ανί Ερνό και τον συγγραφέα-διανοητή Πασκάλ Μπρυκνέρ.
Πρόσφατα, από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφόρησε η νουβέλα του Η χορεύτρια,
σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Κριτική μου για το εν λόγω βιβλίο του Μοντιανό
θα βρείτε στην παρακάτω διεύθυνση:
Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025
Θ. Μαρκόπουλος-Η λέξη της λέξης
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Αρχικά
να επισημάνω πως ο Θανάσης Μαρκόπουλος, στο σύνολο τού έως τώρα κριτικού του
έργου (έξι συλλογές δοκιμίων, τρεις μελέτες και μία ποιητική ανθολογία) κουβαλά
μια γερή, τριπλή αρματωσιά. Είναι ποιητής, φιλόλογος και κριτικός ταυτόχρονα.
Αυτή η τριπλή του ιδιότητα προσδίδει στα κείμενά του (ιδιαίτερα όταν αυτά
αναφέρονται σε ποιητές) πρόσθετη βαρύτητα, εγκυρότητα και αξία. Στο τελευταίο
δοκιμιακό βιβλίο του Η λέξη της
λέξης-Λογοτέχνες και γραφές (Μελάνι, 2021) περιλαμβάνονται κείμενα για
μεγάλο αριθμό λογοτεχνών (πεζογράφων, ποιητών και κριτικών), πολλών από τους
οποίους εκτιμώ το έργο τους και απετέλεσαν στο παρελθόν σημεία αναφοράς και
δικών μου κριτικών δοκιμίων.
Ο Θ. Μ. στον σύντομο πρόλογό του μας
ξεκαθαρίζει τίμια πως η εκπόνηση των συγκεκριμένων κειμένων έχει να κάνει με
τις αισθητικές του προτιμήσεις, αλλά συχνά και με τις επαγγελματικές του
ανάγκες ή με αφιερώματα περιοδικών. Προς το τέλος του προλόγου μάς προετοιμάζει
για το τι πρόκειται να διαβάσουμε, πληροφορώντας μας πως η έκδοση θυμίζει
φιλολογικό και κριτικό καλειδοσκόπιο, και εικάζοντας πως, κάτω από αυτό το
πρίσμα, θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.
Η σειρά παράθεσης των προσώπων στα οποία
αναφέρονται τα κείμενα του Μαρκόπουλου δεν είναι αλφαβητική. Αναφέρω τα ονόματα
με τη σειρά που αναφέρονται στο βιβλίο: Κούλα Αδαλόγλου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Περικλής
Σφυρίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου, Ξενοφών Κοκόλης, Γιάννης Ρίτσος,
Τάσος Λειβαδίτης, Θανάσης Βαλτινός, Κώστας Καρυωτάκης, Δημήτρης Μίγγας, Τάσος Καλούτσας,
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Γιώργος Ζιόβας, Κώστας Κουτσουρέλης,
Αλέξης Ζήρας (για Τάσο Πορφύρη), Δημήτρης Κόκορης (για Νίκο Καζαντζάκη), Ηλίας Κεφάλας,
Ορέστης Αλεξάκης, Απόστολος Τάσσης, ενώ το καταληκτικό κείμενο του βιβλίου
αφορά τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1970 (ποιητές,
πεζογράφοι, λογοτεχνικά περιοδικά). Αν και η πρόθεση του Μ. υποθέτω πως ήταν περισσότερο
ο εστιασμός του σε κείμενα (ή σε συνανάγνωση κειμένων) και όχι τόσο σε πρόσωπα,
γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη πως, αφενός υπάρχει εύρος και πλούσια γκάμα
λογοτεχνικών τάσεων και ρευμάτων, αφετέρου πως η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς την
ποίηση, αφού ο αριθμός των κειμένων που αφορούν ποιητές είναι διπλάσιος εκείνων
που αφορούν πεζογράφους (14 έναντι 7).
ù
Ας
δούμε τώρα κάποιες ενδιαφέρουσες και εύστοχες κριτικές επισημάνσεις του Μ. από
επιλεγμένα κείμενα του τόμου:
Για τον ποιητικό λόγο του Αναγνωστάκη
(κείμενο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ»), γράφει ο Μαρκόπουλος (σελ. 23): «(Ως
ποιητής ο Αναγνωστάκης μίλησε)… με έναν λόγο λιτό, αντιλυρικό, υπαινικτικό ή
και ρητό, ειρωνικό έως σατιρικό και σαρκαστικό, υψηλής προφορικότητας, πολύ
κοντά στους τόνους και τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας, άλλοτε ψίθυρο,
εξομολόγηση και ημερολόγιο κι άλλοτε, σπανιότερα, κραυγή, κήρυγμα και
πολεμική.». Για τον διανοούμενο Αναγνωστάκη επισημαίνει (σελ. 25 του ίδιου
κειμένου): «Δεν ήταν μικρή υπόθεση, σε εποχές μισαλλοδοξίας και διχασμού, να
υποστηρίξει κανείς, και μάλιστα ένας οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς, ότι
σε κριτική υπόκεινται οι πάντες, ενώ το έργο τέχνης υπόκειται πρωτίστως στους
κανόνες της αισθητικής».
Για τον Περικλή Σφυρίδη (κείμενο «ΠΕΡΙΚΛΗΣ
ΣΦΥΡΙΔΗΣ-Η χαρισματική αφήγηση μιας ζωής»), και αφού στη σελ. 27 τον αποκαλεί
«ακτιβιστή της τέχνης» και στη σελ. 30 τον χαρακτηρίζει ως «τον πιο ζωόφιλο
πεζογράφο των ημερών μας», κάνει λόγο για την τεχνική των αναδρομών που
εφάρμοσε στη μυθιστορία του Ψυχή μπλε και
κόκκινη (Καστανιώτης, 1996). Γράφει, λοιπόν, στη σελ. 34: «Οι ανάδρομες
αναφορές, που δεν είναι μονάχα συχνές αλλά και αιφνιδιαστικές, κρατούν σε
εγρήγορση τον αναγνώστη και, μαζί με τις κατάλληλες αυξομοιώσεις της
αφηγηματικής κίνησης, καθιστούν τη διήγηση εξόχως γοητευτική». Στην αμέσως
επόμενη σελίδα, για τον ίδιο πάλι συγγραφέα, πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Δεν είναι
λίγες οι φορές που τα ίδια πρόσωπα κυκλοφορούν από κείμενο σε κείμενο, πράγμα
που σημαίνει ότι η μήτρα που τα παράγει είναι βαθιά ριζωμένη στη ζωή και την
εποχή του συγγραφέα».
Στη σελ. 67, στο κείμενο που αφορά τον
Γιάννη Ρίτσο («ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΡΙΤΣΟ»), ο Μαρκόπουλος με αξιοσημείωτη λεκτική
οικονομία σκιαγραφεί θαυμάσια τόσο τις ποιητικές αντιθέσεις όσο και τα
προτερήματα του ποιητή: «Ποιητής της έκτασης και ποιητής του βάθους. Επικός και
λυρικός, ανανεωτής της παράδοσης και μοντερνιστής, ρεαλιστής και συμβολιστής,
με έξοχες υπερρεαλιστικές απογειώσεις, υψηλόφωνος και χαμηλόφωνος· αυτό
προπάντων: ο απλός, οικείος τόνος της καθημερινής κουβέντας».
Στη σελίδα 183 (κείμενο «ΜΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ
ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ»), ως απάντηση στην κάπως μονόπλευρη άποψη του ποιητή και
δοκιμιογράφου Κώστα Κουτσουρέλη περί της ευθύνης των ποιητών στο ότι η ποίηση
έχει καταντήσει ένα περιθωριακό είδος λόγου (διατυπωμένη στο βιβλίο του Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της
ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2019), ο Μαρκόπουλος βάζει τα
πράγματα σε σωστή βάση ως εξής: «Γι’ αυτό, επανέρχομαι, η κρίση της σημερινής
ποίησης, στον βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μονάχα στους ποιητές, αλλά σε
περισσότερους και πιο σύνθετους παράγοντες, που συναρτώνται με τον χαρακτήρα
των σύγχρονων κοινωνιών. Κι ως προς αυτό ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση;»
Τέλος, ο Μ., στις κριτικές του
επισημάνσεις, δείχνει να μη χαρίζεται ούτε σε νεότερους πεζογράφους (κείμενο
για τον Ιγνάτη Χουβαρδά, που, κατά κανόνα, βέβαια, είναι θετικό) αλλά ούτε και
σε έμπειρους και αναγνωρισμένους κριτικούς υψηλής εγκυρότητας, όπως ο Αλέξης
Ζήρας, αφού δεν διστάζει να διατυπώσει «ενστάσεις δομικού χαρακτήρα» στη
μονογραφή του τελευταίου αναφορικά με τον λογοτέχνη Τάσο Πορφύρη, σε ένα
κείμενο, που πάντως διακρίνει και αναγνωρίζει «την ωραία γραφή και τη βαθύτητα
της σκέψης» του έμπειρου και ιστορικού κριτικού. (σελ. 188-189)
Ο Μαρκόπουλος έχει τον τρόπο (τον μη
δογματικό, τον ήπιο αλλά και κατασταλαγμένο) να σε βάλει να σκεφτείς ακόμη και
για θέματα, που θα μπορούσες να έχεις σχετικές αντιρρήσεις. Για παράδειγμα στο
κείμενό του που αφορά τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου («ΕΝΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΥΨΕΙΣ ΣΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ»), παίρνει τη θέση πως ο Ν. Χ. εκτός από
ερωτικός είναι και κοινωνικός ποιητής, κι αυτό βασισμένος κυρίως σε δύο
ποιήματα του Θεσσαλονικιού ποιητή. Σκέφτομαι πως το κοινωνικό και το πολιτικό
στοιχείο στην ποίηση του Ν. Χ. είναι μάλλον χλομό, πρόκειται για έναν πρωτίστως
ερωτικό ποιητή και κάπως αντιδρώ στην προσπάθεια κάποιων κριτικών να θεωρήσουν
σημαντικό το έργο κάποιου, απαραίτητα αν αυτό έχει και κοινωνική ή πολιτική διάσταση. Ωστόσο ο τρόπος που το
διατυπώνει ο Μαρκόπουλος, νομίζω πως με καλύπτει και δεν μπορώ παρά να
συμφωνήσω σε μεγάλο βαθμό μαζί του: «Αναμφισβήτητα ο Χριστιανόπουλος είναι ο
κοινωνικότερος από τους ποιητές της Διαγωνίου,
όπως διαπιστώνεται από τη διεύρυνση του θεματικού πεδίου στα κείμενά του Αλλήθωρου και της Νεκρής Πιάτσας… Κι όμως θα έπρεπε να προσέξουμε νωρίτερα, από τον Ανυπεράσπιστο καημό ακόμα, την οξύτητα
της κοινωνικής του όρασης. Γιατί, αν κοινωνικότητα σημαίνει αλληλεγγύη προς τον
άλλο, ταύτιση στο επίπεδο της κοινωνικής θέσης και επίγνωση του προβλήματος,
τότε δεν μπορεί παρά ποιήματα σαν τα δύο επόμενα να είναι βαθύτερα κοινωνικά,
κι ας εφορμώνται από αίτια ερωτικά» (σελ. 44).
ù
Στον
παρόντα τόμο, όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας αποφεύγει
τις ομαδοποιήσεις των κειμένων, ακολουθώντας τον χρόνο της δημοσίευσης, κάτι
που απηχεί και τις πραγματικές συνθήκες γραφής τους. Στην πλειονότητα των
κειμένων ο Μ. παραθέτει αυτούσια ποιήματα ή στίχους ποιητών (ή, αντίστοιχα,
πεζών αποσπασμάτων για πεζογράφους), ακολουθώντας έτσι ένα άτυπο είδος
αποδεικτικής κριτικής ή σχολιασμού. Σε αρκετά επίσης κείμενά του αναφέρει
σχόλια ή κριτικές αποτιμήσεις άλλων σημαντικών κριτικών της χώρας (Αργυρίου, Μουλλάς,
Βαγενάς, Θεοδοσοπούλου, Ζήρας κ. ά.) – με κάποιους εξ αυτών συνδιαλέγεται άνω
της μίας φοράς. Κριτικές επισημάνσεις και απόψεις του Αλέξανδρου Αργυρίου θα
συναντήσουμε σε αρκετά από τα κείμενα του βιβλίου, πράγμα που σημαίνει πως, για
τον Μαρκόπουλο, ο εν λόγω κριτικός αποτελεί σημείο αναφοράς έγκυρου λόγου. Κάποια,
πάλι, κείμενα του Μαρκόπουλου έχουν στη γραφή τους ένα είδος φιλολογικής
κωδικοποίησης (εργοβιογραφικά στοιχεία λογοτέχνη, αφηγηματικοί τόποι-χρόνοι,
ήρωες, αφηγηματικοί τρόποι, συμπεράσματα κ.τλ.), πετυχαίνοντας, κατ’ αυτόν τον
τρόπο, μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ανάλυση κειμένου ή κειμένων με
γλωσσική οικονομία, υπό μορφή φιλολογικών σημειώσεων (π.χ. κείμενα για
Σκαμπαρδώνη, Καλούτσα, Μίγγα). Από τα κείμενα του Μ. δεν λείπουν οι
διακειμενικές αναφορές, ενώ το κείμενο «Τα σπίτια που γέρνουν» αποτελεί μια
άκρως ενδιαφέρουσα συνανάγνωση ποιημάτων του Ηλία Κεφάλα και του Ορέστη Αλεξάκη,
αλλά και μια εν δυνάμει μικρή μελέτη για το σπίτι στην νεοελληνική ποίηση, που θα
μπορούσε στο μέλλον να εμπλουτιστεί και με άλλες αναφορές ποιητών και ποιημάτων
αναφορικά μ’ αυτό το θέμα. Σε κάποια κείμενα, πάλι, θα ακούσουμε και τις
απόψεις των υπό σχολιασμού ή κριτικής λογοτεχνών, μέσα από απόσπασμα κάποιας
συνέντευξής τους σε εφημερίδα ή περιοδικό (π.χ. Βαλτινός) ή μέσα από ολοκληρωμένες
συνεντεύξεις τους (π.χ. οι εν Θεσσαλονίκη συνεντεύξεις του Ασλάνογλου στην
Ελένη Λαζαρίδου, στον Νίκο Μπακόλα και σε περιοδικά της πόλης, οι οποίες σχολιάζονται
διεξοδικά από τον Μαρκόπουλο). Τέλος, στα συν του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί
και η ανάδειξη, διά των κειμένων του Μαρκόπουλου, φρέσκων προσώπων της ποίησης
και της πεζογραφίας, όχι πολύ γνωστών στο πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας,
ωστόσο ταλαντούχων και σημαντικών, όπως των ποιητών (-τριών) Γιώργου Ζιόβα και
Κούλας Αδαλόγλου αλλά και των πεζογράφων Απόστολου Τάσση και Ιγνάτη Χουβαρδά.
Παναγιώτης Γούτας
(δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «απόπλους». τχ. 103, καλοκαίρι 2025, σς. 377-381)
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025
Η λογοτεχνία των αλγορίθμων
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΑΛΓΟΡΙΘΜΩΝ
Οι αλγόριθμοι έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας. Τα οικονομικά προγράμματα των κυβερνήσεων των κρατών, τα υπό διαφήμιση προϊόντα των εταιρειών, οι τάσεις της μόδας, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων, μέχρι και η φαρμακευτική αγωγή που θα πρέπει ένας ασθενής να ακολουθήσει ή όχι, όλα αποφασίζονται από τους αλγόριθμους. Με τη λογοτεχνία όμως τι συμβαίνει; Μπορούν οι αλγόριθμοι να μας υποδείξουν ποια λογοτεχνία θα πρέπει να διαφημιστεί για να διαβαστεί και ποια όχι;
Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο ένα πρόσφατο δικό μου κείμενο άποψης που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα για το βιβλίο και τον πολιτισμό book press, και που θίγει ακριβώς το παραπάνω φλέγον θέμα.
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025
Το μεγαλείο της jazz
ΤΟ
ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ JAZZ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Σήμερα
το πρωί διάβασα στη στήλη Ο ΦΙΛΙΣΤΩΡ της εφημερίδας Η Καθημερινή, μια είδηση δημοσιευμένη
στην εν λόγω εφημερίδα στις 17/ 10/1935, δηλαδή ακριβώς πριν από 90 χρόνια. Την
αντιγράφω αυτούσια:
«Οι
εθνικοσοσιαλισταί εις την Γερμανίαν εκήρυξαν τον πόλεμον κατά της τζαζ την
οποίαν απέκλεισαν από τα ραδιοφωνικάς συναυλίας, ως απάδουσαν εις τον
χιτλερικόν πολιτισμόν. Η απαγόρευσις ανηγγέλθη εις σύσκεψιν των διευθυντών των
μεγάλων ραδιοφωνικών σταθμών γενομένην εν Μονάχω. Κατ’ αυτούς η μουσική της τζαζ
οφείλεται εις “επιδράσεις των μπολσεβίκων και των Εβραίων”».
Δίχως
περαιτέρω σχόλια, για όσους εξακολουθούν ν’ ακούν αυτό το είδος της μουσικής,
παραθέτω σύνδεσμο με το κομμάτι των Λέστερ Γιανγκ και Όσκαρ Πίτερσον «There will never be another you», από τον δίσκο του 1956 «The President Plays with the Oscar Peterson trio».
https://youtu.be/SsekKA-_FNw?si=ZqvkEoulUueefzmg
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025
Voyage, voyage-Παρίσι (2)
Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.
֎
ΠΑΡΙΣΙ (2)
Ο άστεγος του κέντρου του Παρισιού προτίμησε να
κατασκηνώσει στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο ενός παρακείμενου κτηρίου από το σκιερό
πλατύσκαλο του «Πανθέου των αθανάτων», όπου ξαποσταίνουν οι κατάκοποι, από τις
περιηγήσεις, τουρίστες.
Αυτόν, δεν
τον ενδιαφέρει η αθανασία!
●
Ένα τμήμα της πρόσοψης της Όπερας Garnier του Παρισιού καλύπτεται από γιγαντοαφίσα που
διαφημίζει επώνυμο οίκο μόδας.
Σε μία από
τις εισόδους του Λούβρου, δίπλα στην ατέλειωτη ουρά των επισκεπτών και
παραπλεύρως της μπουτίκ με τα αναμνηστικά, ξεπροβάλλει μεγαλεπήβολη αίθουσα
προϊόντων της Lacoste.
Ο λογότυπος
της Nike έχει παρθεί από το
άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης.
Ο καπιταλισμός, σκέφτομαι, ελίσσεται σαν φίδι.
Βρίσκει πάντα τον τρόπο να χωθεί ξεδιάντροπα στην καρδιά του πολιτισμού.
●
Έξω από τον κήπο του Palais Royal,
απέναντι από το Λούβρο, άκουσα εκείνο το πρωί έναν μεσήλικα να σφυρίζει ανέμελα
το «L’ hymne
á l’amour» της
Εντίθ Πιάφ. Η μελωδία σφηνώθηκε στον νου μου για αρκετές ώρες, φτιάχνοντάς μου
τη διάθεση
«Le ciel bleu sur nous peut s’ effondrer…»
Κι ας ήταν
όλη μέρα ο ουρανός συννεφιασμένος.
●
Από τον έκτο όροφο του πολυκαταστήματος Lafayette, στο Παρίσι, έχεις άμεση οπτική πρόσβαση στην
Όπερα Garnier. Από την ταράτσα,
μάλιστα, του έβδομου ορόφου φωτογραφίζεις το αέτωμα του εμβληματικού κτηρίου.
Εκεί ψηλά,
ο επισκέπτης του πολυκαταστήματος έχει τη απατηλή εντύπωση πως το βλέμμα του
είναι ισοϋψές του κτηρίου. Στην πραγματικότητα όμως, για λίγες δεκάδες μέτρα, η
Τέχνη υπερβαίνει της ματαιοδοξίας του.
●
Το ταξί Uber που προπλήρωσα για να επιστρέψω στο ξενοδοχείο
το οδηγούσε ένας μελαψός νεαρός, μάλλον αλγερινής καταγωγής. Άκουγε μουσική
τζαζ από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό και φορούσε μπλούζα αθλητική, που έγραφε
πίσω «Miguel, 5, ΑΛΜΩΠΟΣ». Του
εξήγησα με τα μετριότατα γαλλικά μου ότι η λέξη «Αλμωπός» είναι ελληνική και
τον ρώτησα από πού βρήκε αυτήν την μπλούζα.
―Μου την έδωσε ο άντρας της αδελφής μου, μου
είπε. Έπαιζε, παλιά, ποδόσφαιρο στην Ελλάδα…
Όπου και να
ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε εκπλήσσει!
●
Όσο και να προσπαθούν να αλλοιώσουν τη συνοικία
La Defense,
με τα επιχειρηματικά γραφεία, τις πολυεθνικές εταιρείες, τους γυάλινους,
επιθετικούς ουρανοξύστες και τον εν γένει απρόσωπο χαρακτήρα των σύγχρονων
κτηρίων, δεν θα μπορέσουν ποτέ να το πετύχουν. Ούτε θα καταφέρουν να αμαυρώσουν
και να αναιρέσουν τη ζηλευτή ισορροπία και αρμονία των παλιών κτηρίων, τα
ευθυγραμμισμένα οικοδομικά τετράγωνα, την αριστουργηματική ρυμοτομία της πόλης.
Τα λεπτά φορέματα των γυναικών στην avenue de
l’ Opera
πάντα θα θροΐζουν μαυλιστικά στο πέρασμά τους, το δυνατό άρωμα της Ιστορίας
πάντα θα συνεπαίρνει τον επισκέπτη και το ασταμάτητο μουρμουρητό του Σηκουάνα
θα εκλεπτύνει αενάως τη συνείδησή μας, σε πείσμα των επιχειρήσεων και των
πολυεθνικών.
(συνεχίζεται)









