Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

personal zoo

 



PERSONAL ZOO (1)

 


Από παιδί, ένιωθα πως τα ζώα καταλάβαιναν κάτι που εμείς ξεχάσαμε μεγαλώνοντας. Μια γάτα που κουλουριαζόταν δίπλα μου τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ένα σκυλί που ακολουθούσε τη διαδρομή μου χωρίς να ζητά τίποτα, ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε τον κόσμο του στους ώμους.


Σε αυτή τη στήλη, θα βρίσκετε κείμενα –δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα– που γεννήθηκαν από τέτοιες μικρές συναντήσεις.


Σκυλιά, γάτες, φίδια, κουνούπια, πουλιά, τσούχτρες, αμνοερίφια και άλλα πλάσματα της ζωής, θα ξεδιπλωθούν εδώ με την απλότητα και τη μυστικότητα που τους ταιριάζει.


Ίσως, όπως λέει και ο Μίλαν Κούντερα, «τα ζώα δεν διώχθηκαν ποτέ από τον Παράδεισο».


 

 


֎

 

 

 

ΤΟ ΕΣΧΑΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ

 

 

 

Τα καλοκαίρια, το κατάλυμά μου στη Χαλκιδική είναι τίγκα στο κουνούπι. Ένα ρέμα, εκατό μέτρα στα αριστερά μας, όπου καταλήγουν τα πάσης φύσης νερά και απονέρια –τα δικά μας και των γειτόνων– αποτελεί το ορμητήριο των φτερωτών εχθρών. Από ’κει ξεκινούν τις πτήσεις τους, ιδίως τις βραδινές, τα κουνούπια. Κουνούπια καλοθρεμμένα και ισχνά, μικρά και μεγάλα, αναιδή και διακριτικά, όλων των ειδών και προελεύσεων, ντόπια και αλλοδαπά, εφορμούν για ανθρώπινο αίμα.

   Σήτες δεν έχω βάλει στις μπαλκονόπορτες. Έχω, όμως, όλο τον αντικουνουπικό οπλισμό που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Σπρέι, οικολογικά και μη, το κλασικό Αουτάν, ταμπλέτες, υγρό που απωθεί έντομα, συσκευή εντομοαπωθητική με μυρωδιά, ηλεκτρική συσκευή που απωθεί με ήχο και, φυσικά, το παραδοσιακό φιδάκι που καίγεται αργά και εξοντώνει σταθερά. Κάθε που βραδιάζει, βάζω όλες τις συσκευές σε λειτουργία σ' όλους τους χώρους του σπιτιού, δύο σε κάθε χώρο. Τα φιδάκια προορίζονται για τα μπαλκόνια. Αλείβομαι με Αουτάν ή κάτι άλλο πιο εύοσμο και περιμένω, πάνοπλος, την επίθεση του αντιπάλου.

   Πάντα βρίσκουν τρόπο να χωθούν και ίπτανται στο διαμέρισμα. Πιάνουν γωνίες, πηγαινοέρχονται στο μπαλκόνι, φλερτάρουν με τις αναμμένες λάμπες ή αράζουν στα ταβάνι καρτερικά, προγραμματίζοντας τα αιμοδιψή τους χτυπήματα. Κάνω πως δεν δίνω σημασία. Βασίζομαι στην τεχνολογία και στα γρήγορα αντανακλαστικά μου.

   Δύο με τρεις, το βράδυ, πυκνώνουν οι επιθέσεις. Ηχηρές πτήσεις, αδιάκριτες και θρασύτατες, από έντομα που παραβίασαν το ζωτικό μου χώρο, τα σύνορά μου και το F. I. R. του αέρα που ανασαίνω –επικυρωμένο με βούλα συμβολαιογράφου– επιζητώντας φορτικά μια ελάχιστη σταγόνα από το αίμα μου. Πολλά, καθ’ οδόν, ζαλίζονται, άλλα πεθαίνουν στον αέρα, άλλα στην παλάμη μου. Μερικά το κόβουν προς το μπαλκονάκι και από ’κει σε άλλο διαμέρισμα με πιο ανίσχυρο σύστημα αεράμυνας από το δικό μου. Κάποια, περισσότερο ανθεκτικά και αχόρταγα, τσιμπούν ανελέητα τα μπούτια, τον λαιμό μου, τα χέρια, τις πατούσες μου, τα μάγουλά μου, μέχρι κι απ’ το σλιπάκι μέσα διεισδύουν. Χραπ και χρουπ, κρότοι και παλαμίσματα ηχηρά, σφαλιάρες ξεγυρισμένες μες στη νύχτα, κάθε νύχτα.

   Ξημερώνει. Μια λωρίδα ανατέλλοντος ηλίου τρυπώνει ανάμεσα παράθυρο και στόρι και με ξυπνά. Με μισάνοιχτο μάτι το βλέπω, το παρακολουθώ στην πτήση του. Το μόνο που απέμεινε από το χθεσινό σμήνος, από τη βραδινή αδυσώπητη αερομαχία του δωματίου μου. Ένα κουνούπι παραζαλισμένο από σπρέι και αντικουνουπικό υλικό εν γένει, ίπταται πτήση χαμηλή, μ’ έναν ήχο αλλόκοτο, σιγανό, ξεθυμασμένο. Εντελώς αδύναμο, σαν υπνωτισμένο, συνεχίζει να πετά παίρνοντας την κατιούσα. Θα ήταν εύκολη λεία  να το αποτελειώσω. Μ’ ένα απλό, ανεπαίσθητο χτυπηματάκι να το βυθίσω στην ανυπαρξία.

  Δεν το αγγίζω, μόνο το καμαρώνω. Θαυμάζω το έσχατο κουνούπι της πρωίας που άντεξε στις αδίστακτες μεθόδους μου. Πρόλαβε, τάχα, να αξιωθεί το αίμα μου και να χορτάσει ή περιφέρεται άσκοπα σαν νησιώτικο καμάκι του Σεπτέμβρη που, όλο το καλοκαίρι, δεν σταύρωσε μήτε ντόπιο γκομενάκι;

   Ανοίγω, πλέον, και τα δύο μάτια, ανοίγω διάπλατα και τα παράθυρα. Αποτίνω ύστατο χαιρετισμό στον καταρρέοντα αιχμάλωτο. Ύστερα του επιτρέπω, αν μπορεί, να δραπετεύσει. Ή να πεθάνει, τέλος πάντων, όπου και όπως επιθυμεί.

 

(αδημοσίευτο διήγημα)


Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Η πρώτη μου γραφομηχανή

 




PACO 2200 dlx.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ

 

֎

 

 

              
  


Την αγόρασα το 1988, τρία χρόνια προτού αρχίσω να δουλεύω στην εκπαίδευση. Το κόστος της το ανέλαβα ο ίδιος, χάρη στα ιδιαίτερα κατ’ οίκον μαθήματα που παρέδιδα σε μαθητές δημοτικού εκείνο το διάστημα. Πρόλαβα να γράψω με τα πλήκτρα της τα πρώτα μου αδέξια ποιήματα και τα πρωτόλεια διηγήματά μου. Κείμενα που έδειξα στον Γιώργο Κάτο, στον Περικλή Σφυρίδη, στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για ν’ ακούσω τη γνώμη τους. Το σατιρικό αφήγημα για τις εμπειρίες μου από την ιδιωτική εκπαίδευση, που δεν τόλμησα ποτέ να εκδώσω. Την πρώτη μου δημοσίευση στο περιοδικό «Παραφυάδα» των Κάτου-Σφυρίδη. Αργότερα, το 2002, η ίδια γραφομηχανή, σε συνδυασμό με τη σύλληψη των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη, μου έδωσε την έμπνευση να συνθέσω ένα από τα καλύτερα διηγήματά μου, το «Παλιά γραφομηχανή», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων μου Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά (Κέδρος, 2015). Το μοντέλο της: Paco 2200 Dlx.

Πάνω στη δεκαετία την αντικατέστησα με ηλεκτρική γραφομηχανή, και λίγο αργότερα με τον πρώτο μου υπολογιστή. Την κρατώ, ωστόσο, στο θερινό μου κατάλυμα, στη Χαλκιδική, σαν ιερό κειμήλιο, σαν αντικείμενο ανυπολόγιστης αξίας. Καμιά φορά βάζω το παλιό δίχρωμο καρουλάκι στα σπλάχνα της, τη στήνω στο παλιό μπλε τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο του γειτονικού διαμερίσματος που μένει χρόνια ακατοίκητο και χτυπώ ξανά τα πλήκτρα της. Ίσως για να νιώσω εκ νέου τον παλιό ίλιγγο και την έξαψη της γραφής, τον σφυγμό της παλιάς εποχής, τη θύελλα των εικόνων και των εμπνεύσεων που με πετούσαν σαν καρυδότσουφλο, μαγεμένο, εδώ κι εκεί, τις παλιές προσδοκίες. Εκείνος ο χτύπος των πλήκτρων της ήταν συντονισμένος με τον χτύπο της καρδιάς μου. Ήταν ο σωστός, ο ενδεδειγμένος ήχος για να γράφω και να δημιουργώ. Τότε.

Δεν νομίζω πως θα αντέξω ποτέ να την αποχωριστώ. Η ιερότητά της με υπερβαίνει. Κι ας μην έρθουν ποτέ πια οι παλιές εμπνεύσεις, κι ας έχουν ξεθυμάνει οι αλλοτινές προσδοκίες. Η πρωτόγνωρη γλύκα στο στόμα και στην ψυχή από τα πρώτα διηγήματα και τα πρώτα ποιήματα ξαναζωντανεύει όταν την ακουμπώ. Paco 2200 dlx και 1988, μια ιστορία 37 πλέον χρόνων. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Και συνεχίζονται.

 

 

           




Ιδού και ένα ποίημα του 1988, γραμμένο στην παλιά γραφομηχανή. Πάνω αριστερά μόλις που διακρίνεται αχνά το «ναι» του δύσκολου σε καλή κουβέντα και θετικό σχόλιο Χριστιανόπουλου. Όπερ εσήμαινε, τεφαρίκι! Το ποίημα περιλαμβάνεται στη μοναδική ποιητική συλλογή που τύπωσα ως τώρα, τα Ντόρτια (ποιήματα των φίλων, Αθήνα, 2012, σε επιμέλεια Κώστα Ριτσώνη)



                                   


"Πλυντήρια" και εθνικά βαφτιστήρια

 




         "ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ" ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΒΑΦΤΙΣΤΗΡΙΑ

            ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΤΖΑΚΑ

                  ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΚΛΕΡ ΚΙΓΚΑΝ





       


(στιγμιότυπο από την ταινία "Θολός βυθός" που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Ατζακά)





[Με όχημα και γέφυρα το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (Μεταίχμιο, 2022), σχολιάζω τέσσερα βιβλία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά]

 

 

Η κάπως αναπάντεχη επιτυχία που είχε, τελευταία, στη χώρα μας το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο, 2022), όπου η συγγραφέας, με λιτή και αφαιρετική αφήγηση, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα διαβόητα «Πλυντήρια» της Αγίας Μαγδαληνής, ένα εκ των οποίων σε τμήμα κάποιου Μοναστηριού και σε απόσταση αναπνοής από το καθολικό σχολείο μιας μικρής πόλης στην Ιρλανδία (φοιτούσαν εκεί τα κορίτσια της περιοχής), συνειρμικά μάς παραπέμπει και σε κάποια παλιότερα βιβλία του Γιάννη Ατζακά.

Σε κάποια μυθιστορήματα του γνωστού συγγραφέα γίνεται αναφορά στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, όπου ο ίδιος έζησε έγκλειστος στο παρελθόν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Δίχως να αμφισβητώ τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου της Κίγκαν, που η ιστορία της ξετυλίγεται το 1985 στην Ιρλανδία και ως προς δομή και ύφος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και  στον Ντίκενς (κορίτσια «ηθικώς παραστρατημένα», που οδηγούνταν διά της βίας από το σχολείο στο Μοναστήρι, με εκβιασμούς και απειλές, και δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά παράλληλα και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία όπου προσεγγίζεται στο τέλος το βαθύτερο νόημα της αγάπης), θα έλεγα πως τα βιβλία του Ατζακά αναφορικά με το ζήτημα των Παιδουπόλεων παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για δύο λόγους: Αφενός γιατί αναφέρονται σε μια όχι και τόσο μακρινή ελληνική πραγματικότητα, πάνω σε ένα σχετικά συναφές θέμα (Ιδρύματα ελεγχόμενα από την εκκλησία, στην περίπτωση της Κίγκαν-Ιδρύματα ελεγχόμενα από τους μονάρχες που στήριζαν, θεωρητικά, τα ορφανά της εποχής, στην περίπτωση του Ατζακά), αφετέρου γιατί στα βιβλία του ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας, παρά τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί μυθοπλαστικά του ευρήματα, αναφέρεται στις Παιδουπόλεις αυτοβιογραφούμενος. Επομένως μπορούμε να κάνουμε λόγο για αφηγήσεις πρωτογενούς βιώματος, με βάση ένα επώδυνο παιδικό τραύμα, και όχι για βιβλία αποστασιοποιημένου βλέμματος σ’ ένα σκάνδαλο πρώτης γραμμής, όπως συμβαίνει  με την περίπτωση της Ιρλανδής συγγραφέως.


 ....................................................................................

 

Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:

 

https://bookpress.gr/stiles/eponimos/23164-plyntiria-kai-ethnika-vaptistiria-diavazontas-ton-gianni-atzaka-dipla-stin-kler-kigkan


Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Δωδέκατος παίκτης

 


 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΣΙΝ ΣΤΟΝ ΚΟΤΑΡΣΚΙ

 

 

 

Με τον Λεωνίδα –Λεό τον φωνάζαμε στη γειτονιά– παίζαμε τη δεκαετία του ’70 μπάλα στις αλάνες του Χαριλάου. Η αγαπημένη του θέση ήταν αυτή του τερματοφύλακα. Είχε αγορασμένη την πλήρη εξάρτυση ενός γκολκήπερ της εποχής –καπελάκι, μπλούζα με το νούμερο 1 στην πλάτη, σορτάκι, γάντια, περικνημίδες– και κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό όνομα γνωστού κήπερ (το κοινοποιούσε στην υπόλοιπη παρέα), μιμούμενος τις κινήσεις και τις εκτινάξεις του. Άλλοτε γινόταν Γιασίν, άλλοτε Χρηστίδης, άλλοτε Σαββουλίδης, άλλοτε Στέφας. Έκανε βουτιές δεξιά αριστερά, ηρωικές εξόδους, έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Τα γκολ έπεφταν βροχή, οπότε, πριν ακόμα λήξει το ημίχρονο, οι αρχηγοί των ομάδων, που συνήθως ήταν κάτι μαχαλόμαγκες της περιοχής, κάποια χρόνια μεγαλύτεροί μας, τον πετούσαν έξω κακήν κακώς. Έβγαζε, τότε, ο Λεό τα γάντια του, τα πετούσε με θυμό στο χώμα, άφηνε την αλάνα και το ποδόσφαιρο και γυρνούσε τσαντισμένος σπίτι. Το άλλο απόγευμα, όμως, πάλι κατέβαινε στην αλάνα για τα σχετικά, διαλέγοντας συμπαίχτες για το διπλό της ημέρας. Εγώ, λίγα χρόνια μετά, θα ξεκινούσα την αθλητική «σταδιοδρομία» μου στα μικρά της Α.Ε.Χ., πολύ πριν καθιερωθώ ως «παγκίτης» και «ρεζέρβα» του δευτέρου ημιχρόνου στην πρώτη ομάδα του Χαριλάου, στη δύση της δεκαετίας του ’80.

Τον συνάντησα, μισόν αιώνα μετά, στην περιοχή του Κήπου του Καλού, στα όρια της Κάτω Τούμπας με το Χαριλάου. Περίμενε υπομονετικά μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Μπροστά του ήταν σταματημένο με αναμμένη μηχανή ένα μαύρο τζιπ Καγιέν.

—Τι γίνεσαι, ρε Λεό; Χρόνια και ζαμάνια…

Δεν άργησε να με θυμηθεί. Επιστρέψαμε στην παλιά γειτονιά με συγκίνηση. Τα παλιά είναι πάντα γλυκά και νοσταλγικά, τα τωρινά είναι που μας ταλανίζουν με την πολυπλοκότητά τους. Περισσότερα χρόνια στην πλάτη μας, μεγαλύτερες έγνοιες και σκοτούρες.

—Είμαι υποδιευθυντής σε μεγάλη αλυσίδα τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα, μου είπε. Από λεφτά δεν έχω παράπονο, αν και το πόστο μου έχει άγχη και ευθύνες. Όμως στον γάμο μου τα θαλάσσωσα. Παίρνω τον μικρό κάθε Σάββατο πρωί και τον πηγαίνω στην Ακαδημία βετεράνου ποδοσφαιριστή της πόλης μας. Μου λένε ότι έχει ταλέντο. Τερματοφύλακας, δεν περνά ούτε κουνούπι απ’ την εστία. Την ερχόμενη βδομάδα θα παίξει σε τελικό κυπέλλου στα τσικό, στον Βόλο. Και τις Κυριακές, καμιά φορά, τον πηγαίνω στην Τούμπα να δούμε τον ΠΑΟΚ. Πατέρας του Σαββατοκύριακου, όπως θα έχεις καταλάβει. Όλα τ’ άλλα τα έχει αναλάβει η πρώην γυναίκα μου. Εσύ, πώς τα περνάς;

Ενώ του εξιστορούσα επί τροχάδην τα δικά μου, ανοίγει η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και βγαίνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οκτώ, με πεταχτά αυτιά και πλατύ μέτωπο – ο Λεό σε μικρογραφία. Φοράει καπελάκι, αθλητική μπλούζα, παντελονάκι, περικνημίδες και έχει στη μασχάλη τα γάντια του. Δείχνει ετοιμοπόλεμος. Στην πλάτη της μπλούζας του γραμμένο το όνομα του τωρινού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ: ΚOTARSKI.

«Το ανθρώπινο είδος σε εξέλιξη!» σκέφτηκα υπομειδιώντας και χάιδεψα στο μάγουλο το έκπληκτο πιτσιρίκι, που εξακολουθούσε να με κοιτάζει απορημένο.

 

(2023)