Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Λυκοχαβιά

 


 

 

 

ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

ΤΗΣ ΛΥΚΟΧΑΒΙΑΣ

 

 

 

(Για τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση, Λυκοχαβιά, Κέδρος, 2022)

 

 

Στη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση Λυκοχαβιά (Κέδρος, 2022) ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως κάποιος αόρατος αφηγητής του παρελθόντος (ή πολλοί μαζί) μας αφηγείται τα γεγονότα. Ο Μπαρμπάτσης αξιοποιώντας αφηγήσεις τρίτων, ακούσματα, ήθη και δοξασίες ενός τμήματος της ελληνικής περιφέρειας που εντοπίζεται στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, στήνει έξι δυνατά διηγήματα, τόσο ως προς την πλοκή όσο και ως προς τη θεματολογία τους, που όλα τους διαδραματίζονται στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ποικίλα θέματα θίγονται σ’ αυτές τις ιστορίες: η μετανάστευση στη Γερμανία με όλα τα επακόλουθά της, η πατρική βία κατά των θυγατέρων που πάσχιζαν για μια στοιχειώδη αυτονομία και χειραφέτηση, οι σαλοί της επαρχίας που κάποιες ενέργειές τους και κάποιες αποφάσεις ζωής μάς αφήνουν έκπληκτους, τα ερωτικά αδιέξοδα που οδηγούν στην παράνοια, η σκληρότητα και ωμότητα του πολέμου της Αλβανίας, το αρμονικό συνταίριασμα των ανθρώπων της επαρχίας τη δεκαετία του ’50 και του ’60 με τα στοιχεία της φύσης.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο στο οπισθόφυλλο ως εξής: «Ιστορίες για την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής». Θα πρόσθετα: ο αχός, η βοή μιας σκληρής εποχής που φτάνει ως τις μέρες μας πεντακάθαρα, χάρη στην ντοπιολαλιά που συντηρεί και διασώζει διά των ιστοριών του ο συγγραφέας, πιστεύοντας πως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αλήθεια που αυτές εκφράζουν φτάνει πιο ευθύβολη, διαυγής και στιλπνή στο σημερινό αναγνώστη.

Ο Μπαρμπάτσης τόλμησε, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Ελλάδας, να σταθεί με επάρκεια απέναντι στον Σωτήρη Δημητρίου, τόσο ως προς τη νοστιμιά και γλύκα της γλώσσας του, όσο και ως προς τη ψυχογραφική δύναμη και τραγικότητα ζωής των ηρώων του.

 

(αδημοσίευτο κείμενο, γραμμένο το 2023)

 


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Το σύνθημα

 




 

 

 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ

 

 

 

Σαράντα και βάλε χρόνια, από τότε που θυμάται τον εαυτό του να ξεδίνει, τρεις ήταν οι σταθερές διέξοδοί του: Το ποτό, τα καψουροτράγουδα και η ΠΑΟΚάρα. Η σαββατιάτικη έξοδος σε κάποιο μπουζουκομάγαζο της φτωχομάνας ήταν επιβεβλημένη – άλλοτε με φίλους, άλλοτε με την εκάστοτε σχέση του. Και δεν ήταν και πολλές οι σύντομες σχέσεις του με γυναίκες. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η φιάλη ουίσκι να μοιράζεται στο τραπέζι από τα μέλη της παρέας, κι εκείνος να θερμαίνει το λαρύγγι του, θαρρείς και θα έβγαινε στην πίστα να τραγουδήσει. Και την Κυριακή, θύρα οχτώ στον «ναό», παρέα με τους ήσυχους, τους μαθητές και την οικογενειακή κερκίδα, όχι με τους φανατικούς τής τέσσερα, ποτέ μ’ αυτούς, που συχνά, στο παρελθόν, είχαν γίνει αιτία με τις ακρότητές τους να διακοπεί ένας αγώνας ή να μηδενιστεί η ομάδα. Πριν από το σαββατοκύριακο, βέβαια, μεσολαβούσε κοπιώδης εβδομάδα, γεμάτα καθημερινά δωδεκάωρα στο τιμόνι, αγώγια απανωτά με το ταξί, βρέξει-χιονίσει, στους δρόμους της πόλης.

Σπιτικό δεν τον φτούρησε ν’ ανοίξει. Κάνα δυο περιπτώσεις –κάτι κοπέλες που του προξένευαν κάτι καλοθελήτρες από τη γειτονιά, φιλενάδες της μάνας του– τις κλότσησε όπως αναποτελεσματικός σέντερ φορ που χάνει τ’ άχαστα. Τους γονείς του τους έθαψε και τους δύο, πάνε πέντε χρόνια τώρα. Μια αδελφή τον επισκέπτεται αραιά και πού, τα πρωινά του Σαββάτου, μαζί με τον άντρα της –έναν ξινό, της εκκλησίας– και πίνουν καφέ. Προσπαθούν να τον πείσουν να βρει πνευματικό, ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, όμως εκείνος κάνει πως δεν τους ακούει. Το ταξί τού έχει γίνει δεύτερο σπίτι. Ίσως πιο ζεστό και πιο οικείο από τη μικρή γκαρσονιέρα στην Τριανδρία, όπου φυτοζωεί. Στο κάτω κάτω, στο ταξί αλλάζεις και δυο κουβέντες με τους πελάτες σου. Στο σπίτι με ποιον να μιλήσεις; Με τα ντουβάρια;       

Τόσο στην γκαρσονιέρα όσο και στο ταξί σταθερό μουσικό μοτίβο τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά. Εκείνη η βροντώδης, στερεή φωνή, θαρρείς βγαλμένη από τα έγκατα της γης, τον κρατάει σε εγρήγορση. Η αισθηματολογία και τα αδιέξοδα του έρωτα τού δίνουν άλλοθι γερό για την απαξία που θρέφει για τις γυναίκες, χρόνια τώρα. Δεν είναι ότι τις μισεί ή τις σνομπάρει. Περισσότερο τις φοβάται. Νιώθει αδύναμος μπροστά τους, ακόμα και σε πελάτισσές του, στο ταξί, χαμηλώνει το βλέμμα στο ταξίμετρο ή κάτω απ’ αυτό όταν εκείνες του μιλούν. Με τους άντρες είναι διαφορετικά. Πάντα ήταν αλλιώς. Ιδίως με κάτι συνετούς ηλικιωμένους που μπαίνουν στο όχημα με μάσκα κι έχουν συνήθειο να εξομολογούνται το ένδοξο παρελθόν τους. Πατάει κι αυτός στο σιντί να παίξει ο Καρράς και το αγώγι αποκτά νόημα: «Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο / να μ’ αγαπάς δεν βρήκα τρόπο…»

Αυτός ο τελευταίος μήνας ήταν μια σκέτη απελπισία. Η ακρίβεια στην αγορά τον δυσκολεύει για τα προς το ζην. Τα αγώγια μετρημένα – ποιος σήμερα να βγει και πού να πάει; Ο κορονοϊός άρχισε πάλι να παίρνει την ανιούσα κλείνοντας τον κοσμάκη στα διαμερίσματα. Ο Βασίλης Καρράς άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ταγοί της χώρας είχαν τη φαεινή ιδέα να πατάξουν τη βία στα γήπεδα με το να απαγορεύσουν την είσοδο στους φιλάθλους για δύο ολόκληρους μήνες. Πάει στράφι και το διαρκείας του... Μα, ελάτε στα συγκαλά σας άνθρωποί μου, να τους πει. Έτσι θα σταματήσουν τα μαχαιρώματα και τα φονικά; Μαντρώνοντας τον κόσμο στα κλουβιά του;

Εκείνο το πρωί κατέβασε τη σημαία του ταξί από το μεσημέρι. Υποστολή σημαίας λόγω πένθους. Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι και κατέβηκε με τα πόδια μέχρι την Αγία Σοφία να προσκυνήσει τον μεγάλο λαϊκό βάρδο. Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, κι ο ίδιος, από το πρωί, είχε μια στυφή γεύση στο στόμα. Λίγο προτού μπει στην εκκλησία, που την είχαν κατακλύσει χιλιάδες θαυμαστών του τραγουδιστή, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν του τη μίνι φιάλη ουίσκι και κατέβασε δυο γερές γουλιές για να στανιάρει. Σκουντουφλώντας πλησίασε το φέρετρο. Τα μάτια του έλαμπαν αλλόκοτα τη στιγμή του προσκυνήματος. Φιλώντας τη φωτογραφία του λαϊκού σταρ ένιωσε να μην τον βαστούν τα πόδια του. Σαν να κατρακυλά σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό υπόγειο. Στο προαύλιο της εκκλησίας ο κρύος αέρας ένιωσε να τον συνεφέρνει. Όμως το βαθύ κενό, η πελώρια πηγαδίσια τρύπα –σαν τη φωνή του Βασίλη– είχε εγκατασταθεί στο στέρνο του. Περπάτησε μ’ αυτήν την αόρατη τρύπα στο στήθος για αρκετές ώρες, περιπλανήθηκε άσκοπα σε μία κρύα πόλη χαζεύοντας δεξιά αριστερά τις βιτρίνες. Αίφνης τού φάνηκε αφόρητη η ζωή, ένα περιττό ανεξήγητο βάρος. Έψαχνε ένα νόημα στη ζωή του, έστω στο παραπέντε. Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο στο μυαλό του, ένα πλάνο για το υπόλοιπο του βίου του. Μια σταθερά, ένα αποκούμπι. Του πέρασε σφήνα στο μυαλό μια παλιά αφήγηση του πατέρα του για τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τότε που οι φοιτητές έριχναν τη Χούντα. Για την ορμή τους, τα νιάτα τους, τους αγώνες τους, τα συνθήματά τους. Ο πατέρας του ήταν ένας απ’ αυτούς, φοιτητής, τότε, της Παντείου, που εγκατέλειψε αργότερα κακήν κακώς. Άφησε τις σπουδές του στο πτυχίο για να δουλέψει εργάτης σε εργοστάσιο τσιμεντοποιίας, για τα προς το ζην. Όμως είχε πολιτικές ανησυχίες, διαδήλωνε, εξεγειρόταν. Διάβαζε βιβλία κι εφημερίδες, είχε άποψη για τα κοινά. Ο ίδιος ανίδεος από πολιτική και διαβάσματα. Καμιά αθλητική στη χάση και στη φέξη μόνο, και κανένα ματς στην τηλεόραση. Το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του πατέρα του το μετέτρεψε για πάρτη του σε «Αλκοόλ, καψουροτράγουδα και ποδόσφαιρο». Είναι πρόοδος αυτό ή κατρακύλισμα, ποιος ξέρει; Ακόμη δεν το έχει μέσα του ξεκαθαρίσει. Και τι θα εξυπηρετούσε ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα;

Λίγες μέρες μετά, σ’ ένα καφέ της Τριανδρίας, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον κυριακάτικο αγώνα του ΠΑΟΚ σε μια έρημη από φιλάθλους Τούμπα, αντίκρισε συμπυκνωμένη τη ζωή του σ’ ένα αναρτημένο πανό των φανατικών της θύρας τέσσερα. Όλη του η ύπαρξη συγκεντρωμένη σε επτά μόλις λεξούλες ενός οπαδικού συνθήματος. Ενός συνθήματος δίχως βωμολοχίες, αυτή τη φορά, και αντιαθηναϊκό μένος.

Το διάβαζε, το ξαναδιάβαζε και δάκρυα τού έρχονταν στα μάτια:

«ΠΑΟΚ, ΟΥΙΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΡΑ ΟΙ ΔΙΣΚΟΙ!»

Σκέφτηκε πως το εν λόγω σύνθημα αφορούσε κι άλλους σαν κι αυτόν. Πως η ζωή του ίσως αντανακλούσε τις ζωές δεκάδων άλλων ανθρώπων. Η σκέψη αυτή του έδωσε μια ώθηση, μια προσωρινή διέξοδο. Μια χλομή προοπτική.

Ο Ντεσπότοφ με κεφαλιά τίναζε τα δίχτυα του ΟΦΗ ανοίγοντας το σκορ κι εκείνος ξανάπιασε στο χέρι, αποφασιστικά, το ποτήρι με το ουίσκι. Αυτός ήταν, έτσι θα το πήγαινε μέχρι τέλους. Μ’ αυτά και με κείνα θα πορευόταν, κι όπου τον έβγαζε. Στο κάτω κάτω, δεν είχε να δώσει αναφορά σε κανέναν για το πώς ζούσε. Ζωή του ήταν, ό,τι ήθελε την έκανε, και σ’ όποιους άρεσε. «Αλήτη με λένε κι αλήτης θα μείνω / ποτέ δεν θα βάλω μυαλό…», που λέει και ο Βασίλης.

Οι πανηγυρισμοί των θαμώνων –σάμπως να συμφωνούσαν με την απόφασή του– δεν έλεγαν να κοπάσουν.

 

               (αδημοσίευτο διήγημα, 2024)


   
               

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Βαγγέλης Τασιόπουλος-Ο ελεγκτής

 



 

 

Ποιητική πρόζα που γεννά προσδοκίες

 

֎

 

 

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, διηγήματα, εκδ. ΑΩ, 2024.

 

 

Από την ποίηση στην πεζογραφία

 

Πολλοί από τους πεζογράφους της γενιάς μου, αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι ηλικιακά πεζογράφοι, ξεκίνησαν γράφοντας ποιήματα ή τυπώνοντας μία ή και δύο ποιητικές συλλογές. Γενικά, η δόκιμη πορεία της γραφής ήταν (και μάλλον παραμένει) αυτή: στην αρχή ποιήματα, κατόπιν σύντομα πεζά (διηγήματα ή αφηγήματα) και τέλος απάγκιο στο μυθιστόρημα. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα μιας συγγραφικής εξέλιξης ενός πεζογράφου, σε γενικές γραμμές, όμως, παραμένει η πεπατημένη οδός. Προσωπικά δεν γνωρίζω πεζογράφους που, ύστερα από πολύχρονη θητεία στον πεζό λόγο, να στράφηκαν με διάρκεια και επιτυχία στην ποίηση. Κι αν αυτό συνέβη ποτέ, θα επρόκειτο για κάποια παλιά λησμονημένη συλλογή ποιημάτων τους, που έσκασε σαν αναλαμπή, σαν πυροτέχνημα στο μεσοδιάστημα, στην ανάπαυλα της συγγραφής κάποιων μυθιστορημάτων τους, για ψυχική εκτόνωση. Γνωρίζω όμως ποιητές και ποιήτριες που ύστερα από μια γόνιμη και πολύχρονη τριβή με την ποίηση και την ποιητική φόρμα, το «γύρισαν» στην πεζογραφία. Κλασική περίπτωση ο Νίκος Δαββέτας, που ύστερα από μακρά θητεία στην ποίηση, με επτά ποιητικά βιβλία, αντιστάθμισε το συγγραφικό του ισοζύγιο με επτά καλογραμμένα πεζογραφικά βιβλία, στη συντριπτική τους πλειονότητα μυθιστορήματα, κατακτώντας επάξια και την ιδιότητα του πεζογράφου. Φυσικά υπάρχουν (ή υπήρχαν) πάντα και οι ποιητές-πεζογράφοι, που μοιράζουν (μοίραζαν) ισόποσα την τέχνη και το ενδιαφέρον τους και στα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη, τυπώνοντας εναλλάξ ποίηση και πεζογραφία – ας αναφέρω, τελείως πρόχειρα και μόνο από τον βορειοελλαδίτικο χώρο, τις περιπτώσεις της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, του Τόλη Νικηφόρου, του Μάρκου Μέσκου και του Γιώργου Ιωάννου.

Η περίπτωση του ποιητή Βαγγέλη Τασιόπουλου (1959) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με δέκα ποιητικά βιβλία στο γυλιό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, που τυπώθηκαν σε κομψή έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, το 2024, και συνοδεύονται από δύο σκίτσα (εξώφυλλο, οπισθόφυλλο) του εικαστικού Ι. Α. Πρώιου. Για τον Τασιόπουλο δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα έχει διάρκεια και επιτυχία στο νέο του εγχείρημα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως κρατάμε στα χέρια ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα-βιβλίο, που έχει όλες τις προδιαγραφές ώστε ο συγγραφέας του όχι μόνο να κατακτήσει μελλοντικά την ιδιότητα του πεζογράφου, αλλά να εξελιχθεί και σημαντικά αναφορικά μ’ αυτήν.

 

 

Ο έρωτας, το τελευταίο καταφύγιο

 

Η συλλογή περιλαμβάνει ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) κι άλλα δώδεκα διηγήματα μικρότερης έκτασης. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει το σύνολο αυτών των ιστοριών, ενώ στην πλειονότητα των κειμένων κάποια επαγγελματίας του έρωτα ή απλώς ερωτική γυναίκα στηρίζει, ικανοποιεί ή αναγεννά με ερωτικές υπηρεσίες της κάποιον τσακισμένο ή εξουθενωμένο από τη ζωή άντρα – δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα, φερέλπιδα δημοσιογράφο, φωτογράφο, οδοκαθαριστή ή υπάλληλο στα τρένα. Εδώ, βέβαια, τα όρια ανάμεσα στον πληρωμένο έρωτα και την εθελούσια ερωτική προσφορά δεν είναι ευδιάκριτα. Υπάρχουν δοτικές γυναίκες-ηρωίδες, που, ό,τι προσφέρουν, το προσφέρουν από περίσσιο ψυχής, από μοναξιά ή από εσωτερική ανάγκη. Επομένως, ο υπότιτλος της συλλογής «άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» ας μην εκληφθεί απαραίτητα ως οικονομική ή συμφεροντολογικού τύπου συναλλαγή για κάποιες προσφερόμενες ερωτικές υπηρεσίες. Όπως και να έχει, ο έρωτας παντού και πάντα δεσπόζει ως ένα τελευταίο καταφύγιο, ως άμυνα σε μια ανάπηρη ζωή, όπου οι πίκρες και οι απογοητεύσεις πλεονάζουν, ενώ η προσωπική ή η συλλογική ευτυχία ολοένα και συρρικνώνονται ως έννοιες.

Στο διήγημα «Το άρωμα» (σ. 62) γράφει ο Τασιόπουλος: «Σε λίγο ο οδοκαθαριστής, ένα παιδάκι είκοσι χρονών με εμφανή δυσκολία στην κίνηση, θα έφτανε για να αποκαταστήσει την τάξη στη γειτονιά». Και μόνο αυτή η πρόταση αρκεί για ν’ αντιληφθούμε το εφαλτήριο της σύνθεσης του συγκεκριμένου βιβλίου, το κίνητρο του συγγραφέα. Η ειρωνεία είναι οξύτατη και εμφανής. Ένας κόσμος ελλιπής, ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα. Στο τέλος του διηγήματος, ο συγγραφέας θα ανταμείψει αυτόν τον φιλότιμο νεαρό με το να τον συγχρωτίσει με την Αϊσέ, τη νέα ερωμένη του ανθοπώλη Αχμέτ, ο οποίος νοιάζεται μόνο για υλικές απολαβές και όχι για συναισθήματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο ενθουσιώδης χαρταετός», όπου κυριαρχεί το τρίο: άνδρας με αναπηρία που δεν κατονομάζεται, η Χριστίνα που εκδίδεται από ανάγκη και ένας επαγγελματίας χορευτής, ο Λίο. Η Χριστίνα ικανοποιεί ερωτικά τον πρώτο από συμπόνια και αγάπη, ονειρεύεται όμως τον έρωτα με τον εντυπωσιακό και ευγενή Λίο, που, με την παρουσία του, έχει αναστατώσει τη γειτονιά. Σκόπιμα στάθηκα σ’ αυτά τα δύο διηγήματα για να επισημάνω την ιδιαίτερη ευαισθησία του Τασιόπουλου απέναντι στους ανθρώπους με ειδικές ικανότητες και κινητικά προβλήματα, λόγω και του επαγγέλματός του ως ειδικού παιδαγωγού, μια ευαισθησία που μεταποιήθηκε, στο παρελθόν, σε λογοτεχνία μέσα από ποιήματα ή διηγήματά του για παιδιά και εφήβους.

Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη, φωτίζοντας τον αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών έχουν κάτι το κατανυκτικό και το λυτρωτικό. Οι εκδιδόμενες γυναίκες εξαγνίζονται, οι πράξεις τους αποβαίνουν κατευναστικές, ζωογόνες. Η ματιά του συγγραφέα πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες είναι τρυφερή και συμπονετική. Παρότι η θέση του Τασιόπουλου στο να αποδώσει –κάποιες φορές– τον τρόπο ζωής αυτών των γυναικών και τις επιλογές τους στην κοινωνική ασπλαχνία και σκληρότητα ενέχει τον κίνδυνο μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατήχησης, οι ηρωίδες των ιστοριών του πείθουν και γοητεύουν με τη δοτικότητα, την αποφασιστικότητα και την ανθρωπιά τους.

 

 

Επιρροές-σκέψεις

 

Στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο ενός έμπειρου ποιητή, έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς κάποιες λογοτεχνικές επιρροές και επιδράσεις. Να αναρωτηθεί, δηλαδή, ποιους λογοτέχνες είχε ενδεχομένως ο συγγραφέας στο μυαλό του όταν έγραφε, ποια ευαίσθητα και αισθαντικά λογοτεχνικά βλέμματα τον συντρόφευαν στη συγγραφή των ιστοριών του. Στον Τασιόπουλο αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, ίσως γιατί το ύφος και η γραφή του είναι απόλυτα προσωπικά και η φωνή του ευδιάκριτη και καθαρή. Διέκρινα ωστόσο στη νουβέλα «Ο ελεγκτής» εκλεκτική συγγένεια με τον Σαμαράκη, όσον αφορά τη σχέση των ηρώων με τα τρένα –αγαπημένο θέμα του Σαμαράκη– αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ματιά του τελευταίου, ενώ στο διήγημα «Λήθη», το σκληρό και τραυματικό γεγονός που υπέστη στο παρελθόν ο ήρωας αλλά και η όλη δομή και το στήσιμο της ιστορίας με παρέπεμψαν στη διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή – δύο συγγραφείς που γνωρίζω πως εκτιμά ο Τασιόπουλος και διαβάζει. Σημασία έχει πως στον Τ. η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία έγινε ομαλά και πετυχημένα. Το βιβλίο μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου έργου του. Ο ποιητής διοχετεύει και προβάλει, πλέον, το ποιητικό του υπόβαθρο μέσα από διηγήματα, πολλά από τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία της ποιητικής πρόζας. Μακάρι όλο αυτό να μη μείνει ως ένα ευκαιριακού τύπου πείραμα εκ μέρους του συγγραφέα, ως ένα αναζωογονητικό διάλειμμα από τη βάσανο της ποιητική γραφής, αλλά η όλη σκέψη και απόφαση να αποκτήσει διάρκεια και πρόθεση εξέλιξης σε κάτι καινούριο και διαφορετικό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

«Ο Λίο είναι επαγγελματίας χορευτής από τα βάθη της Ανατολής. Με την προσωρινή άδεια παραμονής που του εξασφάλισε ένας επιτήδειος ατζέντης κατάφερε να ορθοποδήσει κάπως. Δεν ανήκει στους πεσόντες. Μένει εδώ και κάποιους μήνες σ’ ένα μικρό διαμέρισμα Κονίτσης κι Ασπροποτάμου. Το ξεχωριστό παρουσιαστικό του προκαλεί εντύπωση, όπως και η ευγένειά του. Τα σπασμένα ελληνικά του μάλλον γοητεία ασκούν παρά το γέλιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται στον μικρόκοσμο της γειτονιάς τον ανέδειξαν ως κορυφαίο και συλλογικό πόθο των κοριτσιών και των στερημένων νοικοκυρών». (σ. 57)

 

 (Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο στην book press, στην παρακάτω διεύθυνση:


https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/21823-o-elegktis-kai-alles-istories-vioporistikoy-erota-tou-vaggeli-tasiopoulou-kritiki  )



Το βιβλίο που ξεχώρισα το 2024

 



 

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑ

ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2024

 

֎

 

(Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, οι συντάκτες κι οι σταθεροί αναγνώστες της Book Press επέλεξαν το βιβλίο της χρονιάς. Εν προκειμένω, το βιβλίο που ξεχώρισαν μέσα στο 2024. Η δική μου επιλογή καταγράφεται παρακάτω. Για όποιον θέλει να διαβάσει ολόκληρη την ανάρτηση με τις επιλογές και των υπολοίπων συνεργατών, μπορεί να χρησιμοποιήσει τον παρακάτω σύνδεσμο:

https://bookpress.gr/stiles/protaseis/21863-to-agapimeno-mou-tou-2024-20-syntaktes-tis-book-press-ksexorizoun-ena-vivlio )


 

Από τα βιβλία που διάβασα το 2024 ξεχωρίζω το κύκνειο άσμα του Αμερικανού στυλίστα της πρόζας, Paul Auster, το σχετικά ευσύνοπτο μυθιστόρημά του «ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ» (εκδ. Μεταίχμιο). Ο Auster (έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2024), με εξαιρετική μαεστρία, πύκνωση λόγου, με απλά αφηγηματικά υλικά και με εγκιβωτισμό μικρότερης έκτασης κειμένων στο όλο κείμενό του, προσεγγίζει, μέσα από μικρά, καθημερινά στιγμιότυπα ζωής, έννοιες όπως η αγάπη, το πένθος, η μνήμη, η απώλεια. Ο Μπάουμγκαρτνερ αναδεικνύεται από την πένα του συγγραφέα σε πρώτης γραμμής τραγικό ήρωα, που μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του «είναι ένα ανθρώπινο κολόβωμα τώρα, ένας μισός άνθρωπος που έχει απολέσει εκείνο το μισό του που τον έκανε ολόκληρο…» (σ. 38). Ένα μικρό, στοχαστικό διαμαντάκι.

Παναγιώτης Γούτας