Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

 



 

                   [ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ]

 

֎

 

 



Η τραγική είδηση του δυστυχήματος με βρήκε στο ξενοδοχείο της Σόφιας ν’ αποστηθίζω τον καινούριο μου ρόλο. Είχα συνέλθει για τα καλά από την περιπέτεια της υγείας μου, η Βασιλική ήταν για μένα παρελθόν παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της για επανασύνδεση, και είχα πέσει με τα μούτρα στις τελευταίες λεπτομέρειες του νέου θεατρικού. Στο Ιφιγένεια –σκέτο, δίχως τοπωνύμια και τοπικούς προσδιορισμούς– που θα ανεβάζαμε στο θεατράκι μας σε λίγες μέρες, εγώ θα υποδυόμουν τον Αγαμέμνονα σε μία μεταμοντέρνα (και κάπως παράδοξη, για να είμαι ειλικρινής) εκδοχή της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη. Επί σκηνής, εκτός από την παρουσία μου, θα υπήρχε μία αλλόφρων, ξεμαλλιασμένη Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια φυσικά, ο αδελφός μου Μενέλαος ντυμένος στα τζιν, ο Αχιλλέας κοντοκουρεμένος με φωσφορούχες περικνημίδες και ο μάντης Κάλχας – όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, θεοί, θνητοί, αγγελιοφόροι και χορός θα έδιναν το παρών μόνο ηχητικά, κάποιοι εξ αυτών και οπτικά, μέσω γιγαντοοθόνης, αφού οι χορηγοί μας δεν αντέχουν να αποζημιώνουν οικονομικά πολυμελείς θιάσους.

Όταν το πρωί εκείνης της μέρας άκουσα την είδηση σε κανάλι του CNN για τη σύγκρουση των δύο τρένων έξω από τα Τέμπη, κοκάλωσα. Το δυστύχημα είχε γίνει γύρω στα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας. Δύο τρένα πάνω στις ίδιες ράγες, σε δύο παράλογες τυφλές διαδρομές, δίχως σωστό σχέδιο πορείας και μετακινήσεων, δίχως επιτήρηση, δίχως τίποτα, συγκρούστηκαν μετωπικά στέλνοντας στον θάνατο δεκάδες ανυποψίαστους επιβάτες – νέους στην πλειονότητά τους, παιδιά μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, που επέστρεφαν από την αργία της Καθαράς Δευτέρας στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές τους. Ήταν αδύνατο να παρατείνω τη διαμονή μου στη Σόφια, ενώ στην πατρίδα μου είχε συμβεί αυτή η τραγωδία. Μάζεψα, άρον άρον, τα ρούχα μου, πλήρωσα το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα στον σταθμό των λεωφορείων. Έπρεπε να επιστρέψω οπωσδήποτε στην πόλη μου. Το αίμα των αθώων νέων με κατεύθυνε, με πρόσταζε να επιστρέψω.

 

 

Κι όταν, απελπισμένοι, καταφύγαμε στον Κάλχα, εκείνος είπε πως πρέπει ν’ αφανίσουμε τα σπλάχνα μου: την κόρη μου, την Ιφιγένεια, να προσφέρουμε θυσία στην Άρτεμη, πολιούχο της Αυλίδας, αν θέλουμε να φύγουμε από δω και να ερειπώσουμε τα μέρη της Φρυγίας. Και μόλις το άκουσα αυτό, είπα στον Ταλθύβιο να κραυγάσει πως διαλύω το στράτευμα, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να σκοτώσω το παιδί μου. Αλλά ο αδελφός μου με άρπαξε στα λόγια και μ’ έπεισε, μ’ ανάγκασε να κάνω το κακό.

 

 

Το κακό έγινε εν ριπή οφθαλμού, ακαριαία. Έχω αφήσει κατά μέρος τον ρόλο μου και έχω καθηλωθεί στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Στη δημοσιογραφική κάλυψη του αποτρόπαιου συμβάντος. Οι εικόνες καθηλωτικές. Κομμένα μέλη δεξιά αριστερά, μέσα ή έξω από την αμαξοστοιχία, επιτείνουν τη φρίκη αυτού του συμβάντος που πάγωσε όλη τη χώρα. Η λίστα των νεκρών συνεχώς μεγαλώνει. Είκοσι, είκοσι πέντε, είκοσι οχτώ, τριάντα πέντε, ο βωμός των θυμάτων ψηλώνει. Ένας ανεύθυνος σταθμάρχης φαίνεται πως θα επωμιστεί το βάρος ενός ανεύθυνου κι ανύπαρκτου κράτους. Είχαν, λέει, συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των τρένων εδώ και είκοσι τόσα χρόνια σε αχρησία. Οικονομικά συμφέροντα, μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονται κέρδη, συνδικαλιστικές μικρότητες και ευκολίες, θανάσιμες κωλυσιεργίες. Το εθνικό μας χόμπι: η αιώνια βραδύτητα των πραγμάτων. Αν, έστω, λειτουργούσε το απαρχαιωμένο σύστημα με τη σηματοδότηση και τους σταθμάρχες που σήκωναν πάνω απ’ τους ώμους τους πινακίδες και καρτελάκια, η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί. Όμως δεν λειτούργησαν ούτε αυτά…

 

 

Ξέρουν τι κάνουν οι θεοί· μπορούν να διακρίνουν τον όρκο απ’ τον εκβιασμό. Δεν θα σκοτώσω εγώ τα παιδιά μου για να πάρεις εσύ πρόστυχη εκδίκηση από μια πρόστυχη γυναίκα. Δεν σκοπεύω να στοιχειώσω τη ζωή μου με το ίδιο μου το αίμα. Αυτό κι αν είναι προστυχιά. Ορθά κοφτά σου λέω: σύνελθε – αλλιώς, ξέρω εγώ πώς θα σε συνεφέρω.

 

 

Πώς να συνεφέρει κανείς τους τραγικούς γονείς, πώς να τους βοηθήσει, με ποιο τρόπο να τους δώσει κουράγιο. Όλη η χώρα μουδιασμένη αλλά και θυμωμένη παρακολουθεί τις εξελίξεις. Οι δημοσιογράφοι στον βωμό της ενημέρωσης κανιβαλίζουν δείχνοντας προσωπικές στιγμές τραγικών ανθρώπων. Όλα στη φόρα. Προτού κηδέψουν ακόμα τα σπλάχνα τους, συντετριμμένοι άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, απαντούν στις αδιάκριτες ερωτήσεις των ημιμαθών με τα μικρόφωνα, χάριν της τηλεθέασης. Ο σταθμάρχης απολογείται στις αρχές. Κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος. Ένας μαραμένος πρωθυπουργός ζητά μπροστά στις κάμερες συγνώμη εν ονόματι όλων των έως τώρα κυβερνήσεων, όλων των μέχρι τώρα πρωθυπουργών. Η ιταλική εταιρεία, που χορηγεί τους συρμούς, νίβει, άμωμη, τας χείρας. Η ταυτοποίηση των νεκρών συνεχίζεται. Κάποιοι γονείς δεν βρίσκουν πτώμα να κηδέψουν. Κάποιοι επιβάτες κάηκαν στα βαγόνια του χαμού, δεν βρέθηκε ούτε η στάχτη τους. Μια μάνα, με δάκρυα στα μάτια, αποκαλύπτει πως από άντρα και γιο δεν της επέστρεψαν ούτε στάχτη. Πού βρίσκονται τα αγαπημένα της πρόσωπα, αναρωτιέται. Προσπαθώ να ασχοληθώ με άλλα πράγματα για να ξεφύγει κάπως η σκέψη μου. Επικοινωνώ τηλεφωνικώς με τον θιασάρχη μήπως μάθω την ημερομηνία έναρξης της παράστασης. Μου εξηγεί πως η ημερομηνία της πρεμιέρας θα πέσει πίσω. «Προέχει η εθνική τραγωδία» μου εξηγεί. «Η δική μας ιλαροτραγωδία μπορεί να περιμένει». Η μπίλια στη ρουλέτα των νεκρών, εν τω μεταξύ, έχει καθίσει στον τραγικό αριθμό 57. Πενήντα εφτά μαύρο. Υπάρχει κι ένα πτώμα που δεν το αναζήτησε κανείς. Κι ένα ακόμη αταυτοποίητο.

 

 

Τώρα πια είναι αργά. Εξάλλου πώς διώχνεις μια μητέρα από τον γάμο του παιδιού της – του παιδιού μου, του δύστυχου παιδιού μου, της μικρής παρθένας μου. Μικρή – ε, όχι δα! Αυτή είναι ολόκληρη γυναίκα πια· σε λίγο θα την παντρέψει με τον Άδη ο πατέρας. Ο πατέρας! Πώς θ’ αντέξω τις ικεσίες της, πώς δεν θ’ ακούσω να μου λέει: «Με σκοτώνεις, πατέρα μου; Αυτός δεν είναι γάμος· είναι η κατάρα. Απάνω σου να πέσει· απάνω σου κι απάνω σ’ αυτούς που αγαπάς». Και θα κλαίει ο μικρούλης μου Ορέστης, δίχως να ξέρει ακόμα αυτό που ξέρουν καλά τα δάκρυά του από την πρώτη στιγμή που είδε το φως του κόσμου. Ανάθεμα τον Πάρι, την κακιά σπορά του Πρίαμου – παράσιτα κι αυτός και η Ελένη· έπνιξαν την οικογένειά μου.

 

 

Ένα παρασιτικό, ανίκανο κράτος έπνιξε, ρήμαξε, εξόντωσε πενήντα επτά οικογένειες, βυθίζοντάς τες στο πένθος. Διαβάζω στις εφημερίδες για ένα παλικάρι, που μαζί με τη φίλη του επιβιβάστηκαν στο μοιραίο τρένο για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Κάποιος ονόματι Ν. Κ., πυροσβέστης και σπουδαστής, από την Αθήνα. Στη συνέχεια του άρθρου διαβάζω πληροφορίες για τον τραγικό πατέρα και πέφτω από τα σύννεφα. Το ονοματεπώνυμό του Σ. Κ., δάσκαλος χορού σε χορευτικά συγκροτήματα, παλιότερα στο Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης. Γύρισα νοερά τριάντα χρόνια πίσω και τον θυμήθηκα. Σχολικό έτος 1992-1993. Διδάσκαμε και οι δύο στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο της πόλης. Εκείνος, που ήταν και εκπαιδευτικός, δίδασκε παραδοσιακούς χορούς στα μεταμεσημβρινά κλαμπ της Παρασκευής και της Τετάρτης, εγώ τις αντίστοιχες μέρες δίδασκα θεατρική αγωγή – σε έναν χρόνο από τότε θα διοριζόμουν υπάλληλος σε τράπεζα. Δύο με τέσσερις το μεσημέρι το αντικείμενο διδασκαλίας μας. Ωραίο, ψηλό παιδί, με κατσαρά μαλλιά και λεβέντικο παράστημα. Μου φερόταν ευγενικά, ήταν φιλικός και ομιλητικός μαζί μου. Κάποιοι δάσκαλοι μάς αντιμετώπιζαν υπεροπτικά, ίσως λόγω της πρόσθετης ενασχόλησής μας στον χώρο του σχολείου, που προμήνυε μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας εκ μέρους μας, εκείνος όμως ήταν διαφορετικός. Κοιτάζω στις εφημερίδες τη φωτογραφία του μοιραίου παλικαριού και διαπιστώνω πόσο πολύ έμοιαζε με τον πατέρα του. Προσπαθώ να έρθω στη θέση του πατέρα – δεν το αντέχω. Δεν αντέχω ούτε με τη σκέψη. Ένα τηλέφωνο να χτυπά κάποια προχωρημένη νυχτερινή ώρα για να του μεταφέρει το τραγικό μαντάτο. Μια ζάλη, μια σκοτοδίνη, ένα κενό, ένας σκοτεινός Καιάδας στο άκουσμα της είδησης. Ένα ηχηρό γαμώτο, ένα σπαραχτικό γιατί. Δεν έζησε ούτε το αγόρι ούτε η κοπέλα. Το σφάλμα τους ότι εμπιστεύτηκαν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο –το τρένο, το πιο ασφαλές μέσο!– για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Ο σεναριογράφος της ζωής, ο μέγας αρχιτέκτων του σύμπαντος, ο ζαράκιας με τα χουφτωμένα ζάρια που καιροφυλακτεί πάντα και παντού δεν σηκώνει εκπλήξεις. Τι να σου κάνει, όμως, κι αυτός; Νιώθει τόσο μικρός κι αδύναμος μπροστά στην ελληνική γραφειοκρατία, στον ωχαδερφισμό, στη διάχυτη ημεδαπή ανοησία, στο ανυπέρβλητο μεγαλείο της κρατικής μηχανής, που, πάντα και παντού, δουλεύει ρολόι. Που διορίζει εξηντάχρονους σταθμάρχες –πρώην αχθοφόρους ή πλασιέ βιβλίων– ύστερα από ολιγοήμερη εκπαίδευση, για να στείλουν, ελαφριά τη καρδία, δύο τρένα αντίθετης κατεύθυνσης στη μία και μοναδική γραμμή του εθνικού μας δικτύου. Το κράτος που έβλεπε τα τρένα να συγκρούονται. Κοιτάζω πάλι τη φωτογραφία του αγοριού. Ήταν μόλις 23 ετών.

 

 

Αχ να μην ήξερα κι εγώ όσα δεν ξέρεις, αθώο μου παιδί. Πήγαινε μέσα τώρα· δεν κάνει να σε βλέπουν οι άνδρες τέτοιες ώρες. Στάσου, δώσ’ μου το χέρι σου κι ένα φιλί – πικρό φιλί, του αποχαιρετισμού. Αφήνεις τον πατέρα σου, παιδί μου, κορίτσι μου, αγκαλιά μου, πρόσωπό μου γλυκό, μαλλάκια μου όμορφα... Με τσάκισαν, σε τσάκισαν οι Φρύγες κι η Ελένη. Μπα, τι μ’ έπιασε – τι λόγια είναι αυτά; Όχι, δεν θα κλάψω, εδώ μπροστά σου, τέτοιαν ώρα. Εμπρός, πήγαινε μέσα.

 

 

Εμπρός, πήγαινε στην κηδεία! Τουλάχιστον κάνε αυτό! Άσε τα πολλά λόγια και πήγαινε! Μια επιτακτική φωνή με καλεί να πάω στον Ιερό Ναό του Σωτήρος, στην Καλαμαριά, όπου, στη μιάμιση το μεσημέρι, θα τελεστεί η κηδεία του παλικαριού. Δεν το αντέχω. Παραλύω. Τι να του πω, τι να πω σ’ αυτόν και στη μητέρα των παιδιών που δεν γνωρίζω; Ποια λόγια παρηγοριάς να ξεστομίσω μετά από τόσο χρόνια; Ποιον ρόλο τεθλιμμένου φίλου να υποδυθώ; Ντρέπομαι για όλα αυτά και είμαι οργισμένος. Τον αφήνω στο βαρύ του πένθος, νοερά και εν σιωπή είμαι μαζί του. Προσπαθώ γι’ ακόμη μία φορά να φανταστώ τα γεγονότα. Βλέπω το αναποδογυρισμένο, μισοδιαλυμένο βαγόνι στην οθόνη και μεταφέρομαι νοερά μέσα του. Δύο νέα παιδιά, ερωτευμένα, κάθονται στις πίσω θέσεις του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε, συζητούν, κάνουν όνειρα. Πέρασε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και έχουν ετοιμάσει ένα δώρο στους γονείς του αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Την απρόσμενη παρουσία τους. Το κορίτσι ίσως δίψασε ή πείνασε στο τρένο. Μπορεί και το αγόρι. Εκείνος σηκώθηκε να πάει στο μπαρ, στο πρώτο βαγόνι, να πάρει νερά και κανένα σάντουιτς. Και τότε έγινε η τρομερή σύγκρουση. Κρότος, λάμψη, φωτιά και τρόμος. Θερμοκρασίες άνω των χιλίων βαθμών σε ελάχιστο χρόνο. Μια οσμή καμένου πλανάται παντού, μία φρίκη. Το αγόρι ίσως πετάχτηκε, εκσφενδονίστηκε από κάποιο παράθυρο. Και το κορίτσι, παραπίσω, δεν τα κατάφερε. Θα τον αναζήτησε μέσα στην απελπισία της, ίσως έκανε να πάει μπροστά. Τι σκεφτόταν άραγε η κοπέλα εκείνες τις στιγμές, τι ένιωθε; Είχε στα χείλη της το όνομά του; Ο θάνατος τη βρήκε αργά ή ακαριαία; Το σχέδιο της απρόσμενης παρουσίας μετατρέπεται ακαριαία σε ολοκληρωτική απουσία. Όμως σαν να διακρίνω μέσα στο έρημο βαγόνι ακόμη την παρουσία τους. Ο τρόμος, η έκπληξή τους, τα όνειρά τους, το μέλλον τους, η ζωή τους έχουν αποτυπωθεί στο αναποδογυρισμένο βαγόνι, στα λιωμένα σίδερα. Δεν έχω το κουράγιο να πάω στην κηδεία τους. Δεν το μπορώ, δεν δύναμαι…

 

 

Η Αφροδίτη κυβερνάει και τον στρατό και τα καράβια μας. Αυτή ή κάποιος δαίμονας ολόιδιος μ’ αυτή τους μέθυσε, τους τρέλανε και βιάζονται να πάνε στα μέρη των βαρβάρων να τους μάθουν με το δόρυ να μην εισβάλλουν στα κρεβάτια των Ελλήνων. Αν αγνοήσω τη θεά και τη θεά τους, θα ρημάξουν το Άργος, θα σκοτώσουν τα κορίτσια μου και μένα κι εσάς μαζί. Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου. Ούτε κάνω ό,τι κάνω επειδή το θέλει αυτός. Η Ελλάδα με προστάζει να θυσιαστείς γι’ αυτήν – θέλω δεν θέλω. Η πατρίδα είναι μεγάλη κι εμείς μικροί, παιδί μου· πολύ μικροί μπροστά της. Και όταν κινδυνεύει η ελευθερία της, εσύ κι εγώ πρέπει να κάνουμε το χρέος μας, να δώσουμε και τη ζωή μας για να μην λεηλατούν οι βάρβαροι τα νυφικά κρεβάτια Ελλήνων.

 

 

Στο κρεβάτι του δωματίου μου ξαπλωμένος αποφασίζω να αποκοπώ οριστικά από το συμβάν. Κλείνω την τηλεόραση κι ανοίγω τις σημειώσεις του έργου. Σαν ψυχολογικό διέξοδο ξαναρχίζω ν’ απαγγέλλω τον ρόλο μου. Οι μέρες περνούν, ο χρόνος –λένε– στέκεται σύντροφος σε παρόμοιες καταστάσεις, όμως κάπου νιώθω το ίδιο παγωμένος κι άβουλος, όπως την πρώτη μέρα, στη Σόφια, όταν πληροφορήθηκα το γεγονός. Είμαι βέβαιος πως οι τραγικοί γονείς δεν θα ξεπεράσουν ποτέ αυτό το συμβάν. Σαν ουλή ανεξίτηλη στις ψυχές τους θα τους ακολουθεί για πάντα. Οι μέρες περνούν, οι πρόβες στο θεατράκι ξαναρχίζουν. Ορίστηκε το χρονοδιάγραμμα των παραστάσεων. Φέρνω ξανά στον νου τον παλιό συνάδελφό μου. Τον φαντάζομαι, χρόνια μετά, να έρχεται στο θέατρο «Ουτοπία», να κάθεται στα μπροστινά καθίσματα, με το πένθος αποτυπωμένο ακόμη στα μάτια και στις ρυτίδες του προσώπου του, για να παρακολουθήσει την «Ιφιγένεια», που, ποιος ξέρει γιατί, ο θιασάρχης μας σκέφτηκε να επαναφέρει στη μνήμη των Θεσσαλονικέων μέσα από σειρά νέων παραστάσεων. Κι εγώ, χρόνια μετά από εκείνη τη μοιραία σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, να υποδύομαι πάλι τον Αγαμέμνονα, σ’ αυτή τη μεταμοντέρνα, προχώ θεατρική παράσταση, την «πειραγμένη» από ανοιχτόμυαλο, δημιουργικό σκηνοθέτη τραγωδία του Ευριπίδη, όπου μόνο εγώ, ως Αγαμέμνων, θα αποδίδω πιστά το αρχικό κείμενο, όπως δηλαδή το συνέλαβε και το έγραψε πριν από αιώνες ο αρχαίος δραματουργός. Να έχει καθηλωθεί το βλέμμα του, όπως κι εκείνο της γυναίκας του, πάνω μου, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να κρατηθούν από τη δική μου τραγική κατάσταση για να απαλυνθεί κάπως το βάρος της ψυχής τους, που ακόμη δεν λέει να ελαφρύνει. Κι εγώ, πάντα άβουλος κι αδύναμος ως χαρακτήρας, με μάλλον μέτριες υποκριτικές ικανότητες, να γνωρίζω καλά πως, όσο πειστικά κι αν αποδώσω τον ρόλο μου, όση τέχνη και μαστοριά κι αν εναποθέσω σε κινήσεις, λόγια και εκφράσεις προσώπου, όσο άμεσα και δραστικά κι αν μεταφέρω στο κοινό τα πανάρχαια και πανανθρώπινα διδάγματα του Ευριπίδη στους σύγχρονους θεατές, όση συνολική προσπάθεια εντέλει κι αν καταβάλω, θα είμαι τελικώς κάτι υποδεέστερο μπροστά τους, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη και βολεμένη, προφυλαγμένη και ασφαλής από τον σκληρό ρεαλισμό της ζωής. Ένας ηθοποιός που υποκρίνεται πως θυσίασε ένα ανύπαρκτο παιδί, μπροστά σ’ εκείνους που έθαψαν στ’ αλήθεια το δικό τους.

 

(το απόσπασμα αποτελεί μέρος της αδημοσίευτης νουβέλας μου «Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ», και γράφτηκε μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023· τα κείμενα με τα πλάγια γράμματα πάρθηκαν από μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα)

 

Π. Γ.


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Ιωάννου-40 χρόνια από τον θάνατό του

 




 

40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

 

Σαν σήμερα, πριν από 40 χρόνια (16 Φεβρουαρίου του 1985), έφυγε από τη ζωή ο σημαντικός Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω ένα κείμενο, που έγραψα το 2014, και αφορά την επιστροφή του αρχείου του στη γενέτειρα πόλη. Το κείμενο υπάρχει και στη σελίδα «Γιώργος Ιωάννου» αυτού του blog, αναρτημένη τον Οκτώβριο του 2024

 

 

֎

 

 

 

ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

  

 

 

Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.

Είναι και μια δικαίωση, κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου πνευματικού κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. «Το δικό μας αίμα» επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.

Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;

Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους και δη λογοτέχνες;

Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την ιστορία και τα βιώματά του σύνθεσε τον μύθο της πόλης και, μέσω αυτού, τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό, αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο) οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαΐου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης, Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book press τον Μάιο του 2014)

 

 

 

 


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Ο Γιώργος Χρονάς στον "Ιανό"

 



       "ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ"

 



Την Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο του Γιώργου Χρονά Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς (εκδ. Οδός Πανός, 2024). Για το βιβλίο μίλησαν κατά σειρά οι Βασίλης Ζηλάκος, Μαρία Διαμαντοπούλου, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντόνισε ο δημοσιογράφος και ποιητής Στέλιος Λουκάς. Της παρουσίασης προηγήθηκε μουσικό πρόγραμμα με τους Ανδρέα Καρακότα (τραγούδι), Σάκη Κοντονικόλα (πιάνο) και Κοσμά Παπαδόπουλο (κλαρινέτο), που ερμήνευσαν και εκτέλεσαν τραγούδια σε στίχους Γιώργου Χρονά. Το δικό μου κείμενο ήταν το παρακάτω:

 


֎

 

Ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς (1948), από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του ’70, μισόν αιώνα κι έναν χρόνο από το πρώτο του βιβλίο (Βιβλίο 1, Οδός Πανός, 1973) αποφάσισε να τυπώσει την αυτοβιογραφία του. Ο λόγος αυτής της απόφασης αναφέρεται εμμέσως στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Αντιγράφω την πρώτη πρόταση του οπισθόφυλλου: «Προτού ο πανδαμάτωρ χρόνος τα σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώμα, και εμείς επιστρέψουμε στη γη, για πάντα, ας ξεφυλλίσουμε το παραμύθι από την ημέρα που είδαμε το φως, τη θάλασσα, τον άνεμο να μας χτυπάει». Να ήταν άραγε η αγωνία για το άδηλο μέλλον που τον έβαλε «σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα μολύβι» να περισώσει ό,τι περισώζεται από το πλούσιο παρελθόν του ή ο φόβος μιας εξασθένησης ή απώλειας της λειτουργίας της μνήμης, οπότε το πιθανό μαρτύριο τού να ζεις αλλά να μην θυμάσαι καθαρά τα περασμένα, τον κινητοποίησε να καταθέσει με σπουδή τις μέρες, τις φράσεις, τα ονόματα, τις ακριβείς διευθύνσεις κατοικιών, τις συναντήσεις, τα πρόσωπα, τις σκιές, προτού όλα γίνουν σκοτάδι;

Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο του ποιητή, το εικοστό όγδοο βιβλίο του, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Οδός Πανός, είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα, σχετικά ολιγοσέλιδη (μόλις 125 σελίδων), κομψή και περιεκτική αυτοβιογραφία, μοιρασμένη σε 36 σύντομα κεφάλαια, στην οποία (εν περιλήψει και εν συντομία, ή, καλύτερα, λιτά και ουσιαστικά, όπως αρμόζει σε μια αυτοβιογραφία ενός ποιητή) καταγράφονται πρωτίστως τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο (άλλα μικρότερο, άλλα μεγαλύτερο) στη ζωή του. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων –αν εξαιρέσουμε τα στενά συγγενικά πρόσωπα– είναι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου – μουσικοί, ζωγράφοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, ποιητές, σκηνοθέτες ή λαϊκοί τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδίστριες (Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Τζένη Βάνου, Άκης Πάνου κ. ά.). Αλλά και πολλοί απλοί άνθρωποι, δίχως καλλιτεχνικές περγαμηνές και ιδιαίτερη αναγνωρισιμότητα, με τους οποίους ο ποιητής συγχρωτίστηκε. Ένας από αυτούς, που έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά και είχαμε δουλέψει μαζί ως δάσκαλοι στο ίδιο σχολείο, ο μακαρίτης πλέον Μάκης Τεφατζής, ένας πολύ ιδιαίτερος και λεπταίσθητος άνθρωπος, φίλος και συγκάτοικος του Χρονά στη Θεσσαλονίκη – τον αναφέρει σε βιβλίο του και ο Χριστιανόπουλος, αποδίδοντάς του ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια που, κάποτε, του είχε προσφέρει συλλέγοντας στιχάκια για τον στρατό και τη στρατιωτική θητεία. Με την ώσμωση και τον συγχρωτισμό, την ανθρώπινη και καλλιτεχνική επαφή με όλα αυτά τα πρόσωπα του τόμου, ο Χρονάς έδωσε και πήρε, ωφέλησε και ωφελήθηκε, φώτισε και φωτίστηκε. Έτσι, αυτό το βιβλίο, στο τέλος του, καταλήγει ως ένα είδος πνευματικού (και υλικού) αντίδωρου, μια απόδοση ευγνωμοσύνης εκ μέρους του ποιητή για την ύπαρξή τους. Αυτή η στάση του Χρονά, που είναι τίμια και ανθρώπινη, περιορίζει δραστικά τον έντονο ναρκισσισμό που, μοιραία, εκφύεται από τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, χαμηλώνει αναγκαστικά το εγώ του, δίνοντας θέση και φωνή στα πρόσωπα του θιάσου που τον περιβάλλουν και που τον βοήθησαν (με τη φιλία τους, τη στήριξή τους, αλλά κάποιες φορές και με την αρνητική τους στάση απέναντί του) να κτίσει ο ίδιος τον μύθο του.

Όλες οι ενότητες του βιβλίου αναδίδουν άρωμα άλλης εποχής. Μποέμικος τρόπος ζωής, πολλά ταξίδια, ανθρώπινες σχέσεις πέραν των κοινωνικών στερεοτύπων, ευκαιριακές ερωτικές επαφές, ζωγράφοι που ερωτεύονται τα μοντέλα τους, τα πρώτα τεύχη της Οδού Πανός και τα πρώτα ποιήματα, ο Φλόκας, το Jonarr’s, ο Λουμίδης στη Σταδίου, ο Ζυγός, παλιά εστιατόρια με στητά γκαρσόνια με παπιγιόν και λευκά τραπεζομάντιλα στα τραπέζια. Ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και τα ταξίδια του στην Ευρώπη με τον ποιητή, ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Λαμπράκης, ο Μαμαγκάκης, ο εκ των δασκάλων του ποιητή Μιχάλης Κατσαρός, ο Μαρωνίτης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος, είναι κάποια από τα βαρυσήμαντα ονόματα που δεσπόζουν στις εξομολογήσεις του Χρονά. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αφήγηση για το όλο παρασκήνιο της ανάθεσης του ένθετου της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη» εκ μέρους της εκδότριας Μάνιας Τεγοπούλου στον Χρονά, που φανερώνει τη διάθεση της εκδότριας αλλά και του Χρονά για ένα πνεύμα ανανέωσης του συγκεκριμένου έντυπου, αναθέτοντας κείμενα λόγου και βιβλιοκρισίες σε νέους ανθρώπους και νέες φωνές, μακριά από εκδοτικά κυκλώματα, συγγραφικά κατεστημένα και παγιωμένες καταστάσεις. Μια ανανέωση που δεν διήρκεσε όσο θα έπρεπε, αφού όπως μας θυμίζει ο ίδιος ο Χρονάς: «Η εφημερίδα κυκλοφόρησε μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2011. Μετά σταμάτησε. Ανέστειλε την κυκλοφορία της». Βρήκα επίσης κομψά εξομολογητική και δεόντως αυτοσαρκαστική την ενότητα 26, που αφορά το τέλος του Κώστα Ταχτσή. Μόλις ο Χρονάς πληροφορήθηκε από ραδιοφωνικό σταθμό ότι ο Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, επικοινώνησε με τον Μένη Κουμανταρέα. Συζητώντας τη φριχτή είδηση επιβεβαίωναν και οι δύο ότι είχαν μαντέψει αυτό το τέλος. Ο Χρονάς κλείνει αυτήν την ενότητα ως εξής: «Τον Ταχτσή νεκρό δεν τον έχω φανταστεί ποτέ. Πάντα εδώ είναι. Λίγο αργότερα άκουσα το νυχτερινό τηλέφωνο να χτυπά, και η φωνή από την άλλη μεριά να μου λέει: “Η σειρά σου”. Για φαντάσου…». Η ειρωνεία που υπονοείται απ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο επόμενος που ακολούθησε τον Ταχτσή, με παρόμοιο άγριο τρόπο θανάτου λόγω της ερωτικής του κλίσης, τελικώς δεν ήταν ο Χρονάς, αλλά ο Κουμανταρέας.

Η Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στις μνήμες και στις εξομολογήσεις του Χρονά, αφού, ως αναφορά ή πεδίο γεγονότων και καταστάσεων, καταλαμβάνει σημαντικό αριθμό κειμένων στη συνολική αυτοβιογραφία του. Ο καθηγητής Μαρωνίτης να διδάσκει στη Φιλοσοφική κι ο Χρονάς, ακροατής του, να του σηκώνει με θράσος φωνή, λέγοντάς του πως «δεν είμαι μαθητής σας!», ο Ασλάνογλου με τα συναισθηματικά του σκαμπανεβάσματα και την ποιητική του ευφυΐα, η γνωριμία του με τον Χριστιανόπουλο και οι συχνές συναντήσεις τους (από τις ελάχιστες φορές που τσούγκρισε ποτήρι με κρασί ο Χριστιανόπουλος ήταν, κατά Χρονά, όταν ήπιαν στη μνήμη της Μαλβίνας Κάραλη, ένα πρόσωπο που εκτιμούσαν και οι δύο), ο Μανόλης Μπαρμπουνάκης με την υπόγα του και τον παπαγάλο να δεσπόζει στο ταμείο, ο Κορδομενίδης της «νεότητάς του», η Κατερίνα Γιαννούλη του καφέ «Γαζία» –πλέον το στέκι αυτό έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση–, όπου διοργανώνονταν εκδηλώσεις λόγου και θεατρικά βραδινά, με παρόντα συχνά τον Χρονά, το «Μπανάλ» του Ηρακλή Δούκα επί της Προξένου Κορομηλά, τα ξενοδοχεία επί της Κολόμβου, είναι κάποια από τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια της συμπρωτεύουσας που μνημονεύονται στο βιβλίο. Είναι, άλλωστε, γνωστό το δέσιμο του Χρονά με τη Θεσσαλονίκη – Μιλάνο και Νέα Υόρκη της Ελλάδας την έχει αποκαλέσει στο παρελθόν κατ’ επανάληψη.

Συνοψίζοντας, το βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς είναι μια περιεκτική, πυκνή και ποιητικού, σε πολλά σημεία, ύφους αυτοβιογραφία ενός σημαντικού ανθρώπου των γραμμάτων μας, με έμφαση στους ανθρώπους της ζωής του. Για τους οποίους αναφέρει χαρακτηριστικά στη σ. 123: «Να θυμηθώ πως δεν πρέπει να παραλείψω στον βίο μου πολλά μαγικά πρόσωπα που είχα την τύχη να συναναστραφώ να μάθω, να πάθω. Όσα άντεξα.». Με βάση τα γεγονότα που εξιστορούνται και τη σημαντικότητα των προσώπων που αναφέρονται στο βιβλίο, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την αυτοβιογραφία του Χρονά ως ένα συνοπτικό εγχειρίδιο ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού, ιδωμένης μέσα από το προσωπικό βλέμμα του ποιητή, που εκτός των όσων αναφέρει, είναι προφανές πως άλλα τόσα, εντέχνως, μας τα αποσιωπά. Κι αυτό όχι από φόβο μην εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις ή μην εκτεθεί περισσότερο ο ίδιος, αλλά λόγω της υψηλής αίσθησης του μέτρου και της οξυδέρκειάς του να αξιολογεί τη σημαντικότητα των πραγμάτων, αρετές που, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, διαθέτει στο ακέραιο.

Παναγιώτης Γούτας

 

(το παραπάνω κείμενο, σε μια πρώτη γραφή, θα το βρείτε δημοσιευμένο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο

https://bookpress.gr/kritikes/biografies/21936-to-onoma-mou-einai-giorgos-xronas-kritiki-boemikos-tropos-zois-taksidia-stekia-prosopa  )


Όλη την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του Γιώργου Χρονά στον Ιανό μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο παρακάτω link:

https://youtu.be/Pnc1t8RoOkE?si=BiI20tZ1kjLMU1Nu 

 

           

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Παρουσίαση του "Ελεγκτή" στο Monsieur Sarlo

 




 

֎

 

Τη Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2025, στο βιβλιοπωλείο Monsieur Sarlo του Γιώργου Γκόζη, μαζί με τον εικαστικό Ιωάννη Πρώιο παρουσιάσαμε το αξιόλογο βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα (εκδόσεις ΑΩ, 2024). Παραθέτω την τελευταία παράγραφο της ομιλίας μου, σκέψεις της τελευταίας στιγμής για το βιβλίο του Τασιόπουλου. Κείμενο-κριτική για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/21823-o-elegktis-kai-alles-istories-vioporistikoy-erota-tou-vaggeli-tasiopoulou-kritiki

 

 

»Και κάποιες τελευταίες σκέψεις μου, τώρα, για το βιβλίο του Τασιόπουλου. Η λογοτεχνική αρτιότητα της συλλογής Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο συγγραφέας, σαν έτοιμος από καιρό, έστησε τις ιστορίες του με γνώση και με τέχνη. Τουλάχιστον τέσσερις παράγοντες συνηγόρησαν, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτό: Η ιδιότητα του Τ. ως εκπαιδευτικού, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, σωστή χρήση της γλώσσας αλλά και σωστή διαχείρισή της. Η συγγραφή, στο παρελθόν, από μεριάς του πεζογραφικών βιβλίων παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας είτε με τη μορφή νουβελών είτε με τη μορφή διηγημάτων. Η επί χρόνια ιδιότητά του ως επιμελητής κειμένων σε εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάστηκε. Τέλος, η συμμετοχή του σε προγράμματα δημιουργικής γραφής και η γόνιμη ώσμωσή του με κείμενα ανθρώπων, στους οποίους ο ίδιος δίδασκε (και εξακολουθεί να διδάσκει) τα μυστικά της γραφής. Κάτι άλλο αξιοσημείωτο στο συνολικό έργο του Τ. είναι η ύπαρξη μιας στέρεης, συγκροτημένης και ευδιάκριτης κοσμοθεωρίας, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας στενού τύπου ιδεολογίας ή ενός ευκαιριακής χρήσης πολιτικού μηνύματος. Πρόκειται για έναν διάχυτο ουμανισμό, μια ανθρωπιστική στάση που διακρίνεται και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και στα ποιήματά του, η τρυφερή, συμπονετική και ευαίσθητη ματιά του απέναντι στους μοναχικούς και αδύναμους ανθρώπους αλλά και στους αδικημένους της ζωής, με τους οποίους συμπάσχει και στέκεται δίπλα τους. Είναι η έμπρακτη και μαχητική στάση του απέναντι στις αναπηρίες και στις ανορθογραφίες αυτού του κόσμου, τις οποίες, διά της γραφής, ευελπιστεί να διορθώσει ή έστω να καλυτερέψει. Με μεγάλο ενδιαφέρον θα αναμένω το επόμενο λογοτεχνικό του βήμα, είτε αυτό θα είναι επιστροφή στα κεκτημένα της ποίησης είτε ένα καινούριο πεζογραφικό βιβλίο, ακόμη πιο ώριμο και κατασταλαγμένο».

 

 

Παναγιώτης Γούτας





Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Είμαι Άλκης!

 




 

 

 

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎

 

(σ’ αυτή τη στήλη δημοσιεύονται για πρώτη φορά –ή αναδημοσιεύονται– διηγήματά μου αναφορικά

με το ποδόσφαιρο)

 

 

 

 

(Τρία χρόνια έκλεισαν από την άνανδρη και άδικη δολοφονία του Άλκη Καμπανού από αδίστακτα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Στη μνήμη του άτυχου παιδιού αναδημοσιεύω κείμενο, που έχει δημοσιευτεί στην book press, στις 6 Φεβρουαρίου του 2022.) 

 

 

 

ΕΙΜΑΙ ΑΛΚΗΣ!

 

 

 

μνήμη Άλκη Καμπανού

 

 

 

Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον φόνο του δεκαεννιάχρονου οπαδού του Άρη, του Άλκη, από τον αδίσταχτο εικοσιτριάχρονο μακελάρη, επί της οδού Πλαστήρα, στου Χαριλάου, γύρισα νοερά σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω, στο παρκάκι της οδού Μαρασλή, δεκάχρονο σχεδόν αγόρι, γυρνούσα από το γήπεδο του Άρη με το ασπρόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, όταν μου την έπεσαν τρεις γνώριμοί μου αληταράδες, γνωστοί νταήδες στις αλάνες και στα σφαιριστήρια της γειτονιάς, αρκετά χρόνια μεγαλύτεροί μου. Μου άρπαξαν τότε το κασκόλ, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα κι ο δεύτερος τέντωνε το κασκόλ για να το κάψει. Ο τρίτος μου ’ριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα λέγοντάς μου:

–Αυτό, κωλότουρκε, για να μάθεις να γυρνάς έτσι στου Χαριλάου!

Έβαλα τα κλάματα. Δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε αν δεν εμφανιζόταν στη στιγμή κι ο τέταρτος της παρέας, ένα φτωχόπαιδο, κάποια χρόνια μεγαλύτερος μου, που ο παππούς μου ο Γιώργος τού έδινε συχνά χρήματα και, κάποιες φορές, έστελνε τρόφιμα στην άνεργη, χήρα μητέρα του, που φυτοζωούσε σε μια χαμοκέλα σε μία πάροδο της Μαρασλή. Με αναγνώρισε, «αφήστε το παιδί, είναι γνωστός μου!» είπε και οι νταήδες σταμάτησαν τη δράση τους. Πήρα το μισοκαμένο κασκόλ στα χέρια και, με δάκρυα στα μάτια, επέστρεψα στο σπίτι μου, που ήταν διακόσια μέτρα παρακάτω, διηγούμενος στους γονείς μου το τι είχε συμβεί. Το παραπάνω περιστατικό το κατέγραψα, εδώ και είκοσι χρόνια, σε αφήγημα, στο δεύτερό μου βιβλίο, όμως σαν παλιά πληγή και σαν ουλή που κακοφορμίζει με τον καιρό, ακόμα με βασανίζει. Ιδίως όταν συναντώ και σήμερα τους τότε νταήδες στην ίδια γειτονιά να περιφέρονται αμέριμνοι ή να ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα που ψωνίζω κι εγώ.

Τότε, βέβαια, τα χρόνια, τουλάχιστον αναφορικά με την εξωγηπεδική βία, ήταν πιο ανώδυνα σε σχέση με τα τωρινά. Κάποια ηχηρή σφαλιάρα, μια ξώφαλτση μπουνιά, πολλά φτυσίματα, πετροπόλεμος, καφέδες να εκτοξεύονται στα απέναντι διαζώματα των γηπέδων και οι γνώριμες βρισιές –κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου– δονούσαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όλη η ένταση και η βία εξαντλούνταν στις ιαχές «μωαμεθανοί!» ή «σκουλήκια!», σε κάποιες οπαδικές συρράξεις, σε εικονικές κηδείες με συγχωροχάρτι του τύπου «Κηδεύομε σήμερα τον προσφιλή συντοπίτη Άρη…» ή εν χορώ αναφωνήσεις «Εδώ εις τον Βορρά, σήμερα κηδεύουμε τη λαχαναγορά!» και «δέκα χρόνια γκόμενες!» ως ανταπάντηση από το αντίπαλο πέταλο, αρκετές σπασμένες τζαμαρίες καταστημάτων και κανένα αναποδογυρισμένο ή καμένο αυτοκίνητο. Αυτά όλα κι όλα. Όμως, την επομένη, στην πόλη, αρειανοί και παοκτσήδες μονοιασμένοι. Τότε η αλητεία ήταν ακόμη χύμα και ανοργάνωτη. Δεν υπήρχαν οργανωμένοι στρατοί οπαδών και τάγματα εφόδου, όπως σήμερα, και μάλιστα με την ανοχή, συχνά, των παραγόντων κάποιων ομάδων.

Σοκαρίστηκα με τον νεκρό έφηβο, γιατί το τέλος του ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Και αποτρόπαιο. Κόπηκε από δρεπάνι η μηριαία αρτηρία του και πέθανε αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, δωδεκάμισι η ώρα το βράδυ, σ’ ένα ευρύχωρο πεζούλι πολυκατοικίας. Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία. Το σημείο των ραντεβού των εφήβων της περιοχής. Εκεί ο ανυποψίαστος Άλκης αντάμωσε τον Χάρο. Ο Χάρος ο ίδιος, προσωποποιημένος, με κουκούλα και δρεπάνι στο χέρι, όπως παριστάνεται σε ασπρόμαυρες γκραβούρες του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα, ήρθε ύπουλα και τον αφάνισε. Κι εκεί το αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή από ανθρωποειδή που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Οι θαυμαστές και οι λάτρεις της ιστορίας του προσφυγικού σωματείου της πόλης μας που ξέρει καλά από πόνο, εγκατάλειψη, δυστυχία και ξεριζωμό, ξερίζωσαν τη ζωή ενός νέου παιδιού, εγκαταλείποντάς τον στην πεζούλα των ονείρων και των ερώτων του, και σκορπώντας πόνο και δυστυχία στην οικογένειά του και στους αγαπημένους του φίλους.

Τρεις μέρες μετά το μακελειό, το νεαρό αγόρι ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανο, με όλη τη φλόγα της νιότης του να λαμπυρίζει στα μάτια του:

–Γιατί δεν ήσουν εκεί να τους εμποδίσεις; με ρώτησε με ένα παράπονο στη φωνή του.

Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

Όταν ξύπνησα, το πρωί, ήμουν ράκος. Δεν είχα το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά μου.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρήκα σ’ ένα συρτάρι το παλιό, μισοκαμένο κασκόλ, το έχωσα στον κόρφο μου και κίνησα για το γνωστό σημείο. Κάπως έτσι βάδιζα και πριν από μισό αιώνα, έξω από το γήπεδο του Άρη, για να δω την αγαπημένη μου ομάδα, από φόβο μη μου την πέσουν από τα γύρω στενά οι «αλήτες με τα κίτρινα».

Στο σημείο του θανάτου του Άλκη, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κίτρινα κασκόλ, κι άλλα τόσα αναμμένα κεράκια και δεκάδες σημειώματα, είχαν σχηματίσει ένα ιδιότυπο μνημείο πόνου, σπαραγμού και οδύνης για το αδικοχαμένο παιδί.

Έσκυψα ευλαβικά στον σωρό και απίθωσα στη μνήμη του το καψαλισμένο κασκόλ του παρελθόντος. Στο σημείο που θερίστηκαν τα νιάτα ενός αθώου ανθρώπου, εναπόθεσα τα δικά μου νιάτα. Το κασκόλ ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα – ασπρόμαυρο και παλιό σε μια στοίβα ολοκαίνουριων κίτρινων λαβάρων. Με μαγκωμένη καρδιά έγραψα με στιλό στο χοντρό βιβλίο των αφιερώσεων: «Άλκη, θα είμαι πάντα εδώ!». Αμίλητος το κίνησα για το σπίτι μου.

Αν, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, μου την έπεφτε σε κανένα στενό κάποιος μυστήριος και σκοτεινός τύπος ζητώντας επίμονα να μάθει τι ομάδα είμαι, ίσως με τα χείλη του ανυποψίαστου αγοριού και να του απαντούσα:

– Είμαι Άλκης!

 

(book press, Φεβρουάριος 2022)


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Λυκοχαβιά

 


 

 

 

ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

ΤΗΣ ΛΥΚΟΧΑΒΙΑΣ

 

 

 

(Για τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση, Λυκοχαβιά, Κέδρος, 2022)

 

 

Στη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Μπαρμπάτση Λυκοχαβιά (Κέδρος, 2022) ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως κάποιος αόρατος αφηγητής του παρελθόντος (ή πολλοί μαζί) μας αφηγείται τα γεγονότα. Ο Μπαρμπάτσης αξιοποιώντας αφηγήσεις τρίτων, ακούσματα, ήθη και δοξασίες ενός τμήματος της ελληνικής περιφέρειας που εντοπίζεται στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, στήνει έξι δυνατά διηγήματα, τόσο ως προς την πλοκή όσο και ως προς τη θεματολογία τους, που όλα τους διαδραματίζονται στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ποικίλα θέματα θίγονται σ’ αυτές τις ιστορίες: η μετανάστευση στη Γερμανία με όλα τα επακόλουθά της, η πατρική βία κατά των θυγατέρων που πάσχιζαν για μια στοιχειώδη αυτονομία και χειραφέτηση, οι σαλοί της επαρχίας που κάποιες ενέργειές τους και κάποιες αποφάσεις ζωής μάς αφήνουν έκπληκτους, τα ερωτικά αδιέξοδα που οδηγούν στην παράνοια, η σκληρότητα και ωμότητα του πολέμου της Αλβανίας, το αρμονικό συνταίριασμα των ανθρώπων της επαρχίας τη δεκαετία του ’50 και του ’60 με τα στοιχεία της φύσης.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο στο οπισθόφυλλο ως εξής: «Ιστορίες για την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής». Θα πρόσθετα: ο αχός, η βοή μιας σκληρής εποχής που φτάνει ως τις μέρες μας πεντακάθαρα, χάρη στην ντοπιολαλιά που συντηρεί και διασώζει διά των ιστοριών του ο συγγραφέας, πιστεύοντας πως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αλήθεια που αυτές εκφράζουν φτάνει πιο ευθύβολη, διαυγής και στιλπνή στο σημερινό αναγνώστη.

Ο Μπαρμπάτσης τόλμησε, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Ελλάδας, να σταθεί με επάρκεια απέναντι στον Σωτήρη Δημητρίου, τόσο ως προς τη νοστιμιά και γλύκα της γλώσσας του, όσο και ως προς τη ψυχογραφική δύναμη και τραγικότητα ζωής των ηρώων του.

 

(αδημοσίευτο κείμενο, γραμμένο το 2023)