[ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ]
֎
Η
τραγική είδηση του δυστυχήματος με βρήκε στο ξενοδοχείο της Σόφιας ν’
αποστηθίζω τον καινούριο μου ρόλο. Είχα συνέλθει για τα καλά από την περιπέτεια
της υγείας μου, η Βασιλική ήταν για μένα παρελθόν παρά τις απεγνωσμένες
προσπάθειές της για επανασύνδεση, και είχα πέσει με τα μούτρα στις τελευταίες
λεπτομέρειες του νέου θεατρικού. Στο Ιφιγένεια –σκέτο, δίχως τοπωνύμια και
τοπικούς προσδιορισμούς– που θα ανεβάζαμε στο θεατράκι μας σε λίγες μέρες, εγώ
θα υποδυόμουν τον Αγαμέμνονα σε μία μεταμοντέρνα (και κάπως παράδοξη, για να
είμαι ειλικρινής) εκδοχή της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη. Επί σκηνής, εκτός
από την παρουσία μου, θα υπήρχε μία αλλόφρων, ξεμαλλιασμένη Κλυταιμνήστρα, η
Ιφιγένεια φυσικά, ο αδελφός μου Μενέλαος ντυμένος στα τζιν, ο Αχιλλέας κοντοκουρεμένος
με φωσφορούχες περικνημίδες και ο μάντης Κάλχας – όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα,
θεοί, θνητοί, αγγελιοφόροι και χορός θα έδιναν το παρών μόνο ηχητικά, κάποιοι
εξ αυτών και οπτικά, μέσω γιγαντοοθόνης, αφού οι χορηγοί μας δεν αντέχουν να
αποζημιώνουν οικονομικά πολυμελείς θιάσους.
Όταν το πρωί εκείνης της μέρας άκουσα την
είδηση σε κανάλι του CNN για τη σύγκρουση των δύο τρένων έξω από τα Τέμπη,
κοκάλωσα. Το δυστύχημα είχε γίνει γύρω στα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας.
Δύο τρένα πάνω στις ίδιες ράγες, σε δύο παράλογες τυφλές διαδρομές, δίχως σωστό
σχέδιο πορείας και μετακινήσεων, δίχως επιτήρηση, δίχως τίποτα, συγκρούστηκαν
μετωπικά στέλνοντας στον θάνατο δεκάδες ανυποψίαστους επιβάτες – νέους στην
πλειονότητά τους, παιδιά μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, που επέστρεφαν από
την αργία της Καθαράς Δευτέρας στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές τους. Ήταν
αδύνατο να παρατείνω τη διαμονή μου στη Σόφια, ενώ στην πατρίδα μου είχε συμβεί
αυτή η τραγωδία. Μάζεψα, άρον άρον, τα ρούχα μου, πλήρωσα το ξενοδοχείο και
κατευθύνθηκα στον σταθμό των λεωφορείων. Έπρεπε να επιστρέψω οπωσδήποτε στην
πόλη μου. Το αίμα των αθώων νέων με κατεύθυνε, με πρόσταζε να επιστρέψω.
Κι
όταν, απελπισμένοι, καταφύγαμε στον Κάλχα, εκείνος είπε πως πρέπει ν’
αφανίσουμε τα σπλάχνα μου: την κόρη μου, την Ιφιγένεια, να προσφέρουμε θυσία
στην Άρτεμη, πολιούχο της Αυλίδας, αν θέλουμε να φύγουμε από δω και να
ερειπώσουμε τα μέρη της Φρυγίας. Και μόλις το άκουσα αυτό, είπα στον Ταλθύβιο
να κραυγάσει πως διαλύω το στράτευμα, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να σκοτώσω το
παιδί μου. Αλλά ο αδελφός μου με άρπαξε στα λόγια και μ’ έπεισε, μ’ ανάγκασε να
κάνω το κακό.
Το κακό έγινε εν ριπή οφθαλμού, ακαριαία.
Έχω αφήσει κατά μέρος τον ρόλο μου και έχω καθηλωθεί στο τηλεοπτικό δελτίο
ειδήσεων. Στη δημοσιογραφική κάλυψη του αποτρόπαιου συμβάντος. Οι εικόνες
καθηλωτικές. Κομμένα μέλη δεξιά αριστερά, μέσα ή έξω από την αμαξοστοιχία,
επιτείνουν τη φρίκη αυτού του συμβάντος που πάγωσε όλη τη χώρα. Η λίστα των
νεκρών συνεχώς μεγαλώνει. Είκοσι, είκοσι πέντε, είκοσι οχτώ, τριάντα πέντε, ο
βωμός των θυμάτων ψηλώνει. Ένας ανεύθυνος σταθμάρχης φαίνεται πως θα επωμιστεί
το βάρος ενός ανεύθυνου κι ανύπαρκτου κράτους. Είχαν, λέει, συστήματα
ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των τρένων εδώ και είκοσι τόσα χρόνια
σε αχρησία. Οικονομικά συμφέροντα, μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονται κέρδη,
συνδικαλιστικές μικρότητες και ευκολίες, θανάσιμες κωλυσιεργίες. Το εθνικό μας
χόμπι: η αιώνια βραδύτητα των πραγμάτων. Αν, έστω, λειτουργούσε το απαρχαιωμένο
σύστημα με τη σηματοδότηση και τους σταθμάρχες που σήκωναν πάνω απ’ τους ώμους
τους πινακίδες και καρτελάκια, η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί. Όμως δεν
λειτούργησαν ούτε αυτά…
Ξέρουν
τι κάνουν οι θεοί· μπορούν να διακρίνουν τον όρκο απ’ τον εκβιασμό. Δεν θα
σκοτώσω εγώ τα παιδιά μου για να πάρεις εσύ πρόστυχη εκδίκηση από μια πρόστυχη
γυναίκα. Δεν σκοπεύω να στοιχειώσω τη ζωή μου με το ίδιο μου το αίμα. Αυτό κι
αν είναι προστυχιά. Ορθά κοφτά σου λέω: σύνελθε – αλλιώς, ξέρω εγώ πώς θα σε
συνεφέρω.
Πώς να συνεφέρει κανείς τους τραγικούς
γονείς, πώς να τους βοηθήσει, με ποιο τρόπο να τους δώσει κουράγιο. Όλη η χώρα
μουδιασμένη αλλά και θυμωμένη παρακολουθεί τις εξελίξεις. Οι δημοσιογράφοι στον
βωμό της ενημέρωσης κανιβαλίζουν δείχνοντας προσωπικές στιγμές τραγικών
ανθρώπων. Όλα στη φόρα. Προτού κηδέψουν ακόμα τα σπλάχνα τους, συντετριμμένοι
άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, απαντούν στις αδιάκριτες ερωτήσεις των ημιμαθών με
τα μικρόφωνα, χάριν της τηλεθέασης. Ο σταθμάρχης απολογείται στις αρχές.
Κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος. Ένας μαραμένος πρωθυπουργός ζητά μπροστά
στις κάμερες συγνώμη εν ονόματι όλων των έως τώρα κυβερνήσεων, όλων των μέχρι
τώρα πρωθυπουργών. Η ιταλική εταιρεία, που χορηγεί τους συρμούς, νίβει, άμωμη,
τας χείρας. Η ταυτοποίηση των νεκρών συνεχίζεται. Κάποιοι γονείς δεν βρίσκουν
πτώμα να κηδέψουν. Κάποιοι επιβάτες κάηκαν στα βαγόνια του χαμού, δεν βρέθηκε
ούτε η στάχτη τους. Μια μάνα, με δάκρυα στα μάτια, αποκαλύπτει πως από άντρα
και γιο δεν της επέστρεψαν ούτε στάχτη. Πού βρίσκονται τα αγαπημένα της
πρόσωπα, αναρωτιέται. Προσπαθώ να ασχοληθώ με άλλα πράγματα για να ξεφύγει
κάπως η σκέψη μου. Επικοινωνώ τηλεφωνικώς με τον θιασάρχη μήπως μάθω την
ημερομηνία έναρξης της παράστασης. Μου εξηγεί πως η ημερομηνία της πρεμιέρας θα
πέσει πίσω. «Προέχει η εθνική τραγωδία» μου εξηγεί. «Η δική μας ιλαροτραγωδία
μπορεί να περιμένει». Η μπίλια στη ρουλέτα των νεκρών, εν τω μεταξύ, έχει
καθίσει στον τραγικό αριθμό 57. Πενήντα εφτά μαύρο. Υπάρχει κι ένα πτώμα που
δεν το αναζήτησε κανείς. Κι ένα ακόμη αταυτοποίητο.
Τώρα
πια είναι αργά. Εξάλλου πώς διώχνεις μια μητέρα από τον γάμο του παιδιού της –
του παιδιού μου, του δύστυχου παιδιού μου, της μικρής παρθένας μου. Μικρή – ε,
όχι δα! Αυτή είναι ολόκληρη γυναίκα πια· σε λίγο θα την παντρέψει με τον Άδη ο
πατέρας. Ο πατέρας! Πώς θ’ αντέξω τις ικεσίες της, πώς δεν θ’ ακούσω να μου
λέει: «Με σκοτώνεις, πατέρα μου; Αυτός δεν είναι γάμος· είναι η κατάρα. Απάνω
σου να πέσει· απάνω σου κι απάνω σ’ αυτούς που αγαπάς». Και θα κλαίει ο
μικρούλης μου Ορέστης, δίχως να ξέρει ακόμα αυτό που ξέρουν καλά τα δάκρυά του
από την πρώτη στιγμή που είδε το φως του κόσμου. Ανάθεμα τον Πάρι, την κακιά
σπορά του Πρίαμου – παράσιτα κι αυτός και η Ελένη· έπνιξαν την οικογένειά μου.
Ένα παρασιτικό, ανίκανο κράτος έπνιξε,
ρήμαξε, εξόντωσε πενήντα επτά οικογένειες, βυθίζοντάς τες στο πένθος. Διαβάζω
στις εφημερίδες για ένα παλικάρι, που μαζί με τη φίλη του επιβιβάστηκαν στο
μοιραίο τρένο για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Κάποιος ονόματι Ν. Κ.,
πυροσβέστης και σπουδαστής, από την Αθήνα. Στη συνέχεια του άρθρου διαβάζω
πληροφορίες για τον τραγικό πατέρα και πέφτω από τα σύννεφα. Το ονοματεπώνυμό
του Σ. Κ., δάσκαλος χορού σε χορευτικά συγκροτήματα, παλιότερα στο Λύκειο
Ελληνίδων Θεσσαλονίκης. Γύρισα νοερά τριάντα χρόνια πίσω και τον θυμήθηκα.
Σχολικό έτος 1992-1993. Διδάσκαμε και οι δύο στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο της
πόλης. Εκείνος, που ήταν και εκπαιδευτικός, δίδασκε παραδοσιακούς χορούς στα
μεταμεσημβρινά κλαμπ της Παρασκευής και της Τετάρτης, εγώ τις αντίστοιχες μέρες
δίδασκα θεατρική αγωγή – σε έναν χρόνο από τότε θα διοριζόμουν υπάλληλος σε
τράπεζα. Δύο με τέσσερις το μεσημέρι το αντικείμενο διδασκαλίας μας. Ωραίο,
ψηλό παιδί, με κατσαρά μαλλιά και λεβέντικο παράστημα. Μου φερόταν ευγενικά,
ήταν φιλικός και ομιλητικός μαζί μου. Κάποιοι δάσκαλοι μάς αντιμετώπιζαν
υπεροπτικά, ίσως λόγω της πρόσθετης ενασχόλησής μας στον χώρο του σχολείου, που
προμήνυε μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας εκ μέρους μας, εκείνος όμως ήταν
διαφορετικός. Κοιτάζω στις εφημερίδες τη φωτογραφία του μοιραίου παλικαριού και
διαπιστώνω πόσο πολύ έμοιαζε με τον πατέρα του. Προσπαθώ να έρθω στη θέση του
πατέρα – δεν το αντέχω. Δεν αντέχω ούτε με τη σκέψη. Ένα τηλέφωνο να χτυπά
κάποια προχωρημένη νυχτερινή ώρα για να του μεταφέρει το τραγικό μαντάτο. Μια
ζάλη, μια σκοτοδίνη, ένα κενό, ένας σκοτεινός Καιάδας στο άκουσμα της είδησης.
Ένα ηχηρό γαμώτο, ένα σπαραχτικό γιατί. Δεν έζησε ούτε το αγόρι ούτε η κοπέλα.
Το σφάλμα τους ότι εμπιστεύτηκαν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο –το τρένο,
το πιο ασφαλές μέσο!– για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Ο
σεναριογράφος της ζωής, ο μέγας αρχιτέκτων του σύμπαντος, ο ζαράκιας με τα
χουφτωμένα ζάρια που καιροφυλακτεί πάντα και παντού δεν σηκώνει εκπλήξεις. Τι
να σου κάνει, όμως, κι αυτός; Νιώθει τόσο μικρός κι αδύναμος μπροστά στην
ελληνική γραφειοκρατία, στον ωχαδερφισμό, στη διάχυτη ημεδαπή ανοησία, στο
ανυπέρβλητο μεγαλείο της κρατικής μηχανής, που, πάντα και παντού, δουλεύει
ρολόι. Που διορίζει εξηντάχρονους σταθμάρχες –πρώην αχθοφόρους ή πλασιέ
βιβλίων– ύστερα από ολιγοήμερη εκπαίδευση, για να στείλουν, ελαφριά τη καρδία,
δύο τρένα αντίθετης κατεύθυνσης στη μία και μοναδική γραμμή του εθνικού μας
δικτύου. Το κράτος που έβλεπε τα τρένα να συγκρούονται. Κοιτάζω πάλι τη
φωτογραφία του αγοριού. Ήταν μόλις 23 ετών.
Αχ
να μην ήξερα κι εγώ όσα δεν ξέρεις, αθώο μου παιδί. Πήγαινε μέσα τώρα· δεν
κάνει να σε βλέπουν οι άνδρες τέτοιες ώρες. Στάσου, δώσ’ μου το χέρι σου κι ένα
φιλί – πικρό φιλί, του αποχαιρετισμού. Αφήνεις τον πατέρα σου, παιδί μου,
κορίτσι μου, αγκαλιά μου, πρόσωπό μου γλυκό, μαλλάκια μου όμορφα... Με
τσάκισαν, σε τσάκισαν οι Φρύγες κι η Ελένη. Μπα, τι μ’ έπιασε – τι λόγια είναι
αυτά; Όχι, δεν θα κλάψω, εδώ μπροστά σου, τέτοιαν ώρα. Εμπρός, πήγαινε μέσα.
Εμπρός, πήγαινε στην κηδεία! Τουλάχιστον
κάνε αυτό! Άσε τα πολλά λόγια και πήγαινε! Μια επιτακτική φωνή με καλεί να πάω
στον Ιερό Ναό του Σωτήρος, στην Καλαμαριά, όπου, στη μιάμιση το μεσημέρι, θα
τελεστεί η κηδεία του παλικαριού. Δεν το αντέχω. Παραλύω. Τι να του πω, τι να
πω σ’ αυτόν και στη μητέρα των παιδιών που δεν γνωρίζω; Ποια λόγια παρηγοριάς
να ξεστομίσω μετά από τόσο χρόνια; Ποιον ρόλο τεθλιμμένου φίλου να υποδυθώ;
Ντρέπομαι για όλα αυτά και είμαι οργισμένος. Τον αφήνω στο βαρύ του πένθος, νοερά
και εν σιωπή είμαι μαζί του. Προσπαθώ γι’ ακόμη μία φορά να φανταστώ τα
γεγονότα. Βλέπω το αναποδογυρισμένο, μισοδιαλυμένο βαγόνι στην οθόνη και
μεταφέρομαι νοερά μέσα του. Δύο νέα παιδιά, ερωτευμένα, κάθονται στις πίσω
θέσεις του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε, συζητούν, κάνουν όνειρα. Πέρασε
το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και έχουν ετοιμάσει ένα δώρο στους γονείς του
αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Την απρόσμενη παρουσία τους. Το κορίτσι ίσως δίψασε ή
πείνασε στο τρένο. Μπορεί και το αγόρι. Εκείνος σηκώθηκε να πάει στο μπαρ, στο
πρώτο βαγόνι, να πάρει νερά και κανένα σάντουιτς. Και τότε έγινε η τρομερή
σύγκρουση. Κρότος, λάμψη, φωτιά και τρόμος. Θερμοκρασίες άνω των χιλίων βαθμών
σε ελάχιστο χρόνο. Μια οσμή καμένου πλανάται παντού, μία φρίκη. Το αγόρι ίσως
πετάχτηκε, εκσφενδονίστηκε από κάποιο παράθυρο. Και το κορίτσι, παραπίσω, δεν
τα κατάφερε. Θα τον αναζήτησε μέσα στην απελπισία της, ίσως έκανε να πάει
μπροστά. Τι σκεφτόταν άραγε η κοπέλα εκείνες τις στιγμές, τι ένιωθε; Είχε στα
χείλη της το όνομά του; Ο θάνατος τη βρήκε αργά ή ακαριαία; Το σχέδιο της
απρόσμενης παρουσίας μετατρέπεται ακαριαία σε ολοκληρωτική απουσία. Όμως σαν να
διακρίνω μέσα στο έρημο βαγόνι ακόμη την παρουσία τους. Ο τρόμος, η έκπληξή
τους, τα όνειρά τους, το μέλλον τους, η ζωή τους έχουν αποτυπωθεί στο
αναποδογυρισμένο βαγόνι, στα λιωμένα σίδερα. Δεν έχω το κουράγιο να πάω στην
κηδεία τους. Δεν το μπορώ, δεν δύναμαι…
Η
Αφροδίτη κυβερνάει και τον στρατό και τα καράβια μας. Αυτή ή κάποιος δαίμονας
ολόιδιος μ’ αυτή τους μέθυσε, τους τρέλανε και βιάζονται να πάνε στα μέρη των
βαρβάρων να τους μάθουν με το δόρυ να μην εισβάλλουν στα κρεβάτια των Ελλήνων.
Αν αγνοήσω τη θεά και τη θεά τους, θα ρημάξουν το Άργος, θα σκοτώσουν τα
κορίτσια μου και μένα κι εσάς μαζί. Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου.
Ούτε κάνω ό,τι κάνω επειδή το θέλει αυτός. Η Ελλάδα με προστάζει να θυσιαστείς
γι’ αυτήν – θέλω δεν θέλω. Η πατρίδα είναι μεγάλη κι εμείς μικροί, παιδί μου·
πολύ μικροί μπροστά της. Και όταν κινδυνεύει η ελευθερία της, εσύ κι εγώ πρέπει
να κάνουμε το χρέος μας, να δώσουμε και τη ζωή μας για να μην λεηλατούν οι
βάρβαροι τα νυφικά κρεβάτια Ελλήνων.
Στο κρεβάτι του δωματίου μου ξαπλωμένος
αποφασίζω να αποκοπώ οριστικά από το συμβάν. Κλείνω την τηλεόραση κι ανοίγω τις
σημειώσεις του έργου. Σαν ψυχολογικό διέξοδο ξαναρχίζω ν’ απαγγέλλω τον ρόλο
μου. Οι μέρες περνούν, ο χρόνος –λένε– στέκεται σύντροφος σε παρόμοιες
καταστάσεις, όμως κάπου νιώθω το ίδιο παγωμένος κι άβουλος, όπως την πρώτη
μέρα, στη Σόφια, όταν πληροφορήθηκα το γεγονός. Είμαι βέβαιος πως οι τραγικοί
γονείς δεν θα ξεπεράσουν ποτέ αυτό το συμβάν. Σαν ουλή ανεξίτηλη στις ψυχές
τους θα τους ακολουθεί για πάντα. Οι μέρες περνούν, οι πρόβες στο θεατράκι
ξαναρχίζουν. Ορίστηκε το χρονοδιάγραμμα των παραστάσεων. Φέρνω ξανά στον νου
τον παλιό συνάδελφό μου. Τον φαντάζομαι, χρόνια μετά, να έρχεται στο θέατρο
«Ουτοπία», να κάθεται στα μπροστινά καθίσματα, με το πένθος αποτυπωμένο ακόμη
στα μάτια και στις ρυτίδες του προσώπου του, για να παρακολουθήσει την «Ιφιγένεια»,
που, ποιος ξέρει γιατί, ο θιασάρχης μας σκέφτηκε να επαναφέρει στη μνήμη των
Θεσσαλονικέων μέσα από σειρά νέων παραστάσεων. Κι εγώ, χρόνια μετά από εκείνη
τη μοιραία σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, να υποδύομαι πάλι τον Αγαμέμνονα, σ’
αυτή τη μεταμοντέρνα, προχώ θεατρική παράσταση, την «πειραγμένη» από
ανοιχτόμυαλο, δημιουργικό σκηνοθέτη τραγωδία του Ευριπίδη, όπου μόνο εγώ, ως
Αγαμέμνων, θα αποδίδω πιστά το αρχικό κείμενο, όπως δηλαδή το συνέλαβε και το
έγραψε πριν από αιώνες ο αρχαίος δραματουργός. Να έχει καθηλωθεί το βλέμμα του,
όπως κι εκείνο της γυναίκας του, πάνω μου, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να
κρατηθούν από τη δική μου τραγική κατάσταση για να απαλυνθεί κάπως το βάρος της
ψυχής τους, που ακόμη δεν λέει να ελαφρύνει. Κι εγώ, πάντα άβουλος κι αδύναμος
ως χαρακτήρας, με μάλλον μέτριες υποκριτικές ικανότητες, να γνωρίζω καλά πως,
όσο πειστικά κι αν αποδώσω τον ρόλο μου, όση τέχνη και μαστοριά κι αν εναποθέσω
σε κινήσεις, λόγια και εκφράσεις προσώπου, όσο άμεσα και δραστικά κι αν
μεταφέρω στο κοινό τα πανάρχαια και πανανθρώπινα διδάγματα του Ευριπίδη στους
σύγχρονους θεατές, όση συνολική προσπάθεια εντέλει κι αν καταβάλω, θα είμαι
τελικώς κάτι υποδεέστερο μπροστά τους, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη και βολεμένη,
προφυλαγμένη και ασφαλής από τον σκληρό ρεαλισμό της ζωής. Ένας ηθοποιός που
υποκρίνεται πως θυσίασε ένα ανύπαρκτο παιδί, μπροστά σ’ εκείνους που έθαψαν στ’
αλήθεια το δικό τους.
(το
απόσπασμα αποτελεί μέρος της αδημοσίευτης νουβέλας μου «Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ», και
γράφτηκε μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023· τα
κείμενα με τα πλάγια γράμματα πάρθηκαν από μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα)
Π. Γ.