Την
Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στη Θεσσαλονίκη,
το βιβλίο του Γιώργου Χρονά Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς (εκδ. Οδός
Πανός, 2024). Για το βιβλίο μίλησαν κατά σειρά οι Βασίλης Ζηλάκος, Μαρία
Διαμαντοπούλου, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντόνισε ο
δημοσιογράφος και ποιητής Στέλιος Λουκάς. Της παρουσίασης προηγήθηκε μουσικό
πρόγραμμα με τους Ανδρέα Καρακότα (τραγούδι), Σάκη Κοντονικόλα (πιάνο) και
Κοσμά Παπαδόπουλο (κλαρινέτο), που ερμήνευσαν και εκτέλεσαν τραγούδια σε
στίχους Γιώργου Χρονά. Το δικό μου κείμενο ήταν το παρακάτω:
֎
Ο
ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς (1948), από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους
της ποιητικής γενιάς του ’70, μισόν αιώνα κι έναν χρόνο από το πρώτο του βιβλίο
(Βιβλίο 1, Οδός Πανός, 1973) αποφάσισε να τυπώσει την αυτοβιογραφία του. Ο
λόγος αυτής της απόφασης αναφέρεται εμμέσως στο οπισθόφυλλο της έκδοσης.
Αντιγράφω την πρώτη πρόταση του οπισθόφυλλου: «Προτού ο πανδαμάτωρ χρόνος τα
σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώμα, και εμείς επιστρέψουμε στη γη, για πάντα,
ας ξεφυλλίσουμε το παραμύθι από την ημέρα που είδαμε το φως, τη θάλασσα, τον
άνεμο να μας χτυπάει». Να ήταν άραγε η αγωνία για το άδηλο μέλλον που τον έβαλε
«σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα μολύβι» να περισώσει ό,τι περισώζεται από το πλούσιο
παρελθόν του ή ο φόβος μιας εξασθένησης ή απώλειας της λειτουργίας της μνήμης,
οπότε το πιθανό μαρτύριο τού να ζεις αλλά να μην θυμάσαι καθαρά τα περασμένα,
τον κινητοποίησε να καταθέσει με σπουδή τις μέρες, τις φράσεις, τα ονόματα, τις
ακριβείς διευθύνσεις κατοικιών, τις συναντήσεις, τα πρόσωπα, τις σκιές, προτού
όλα γίνουν σκοτάδι;
Όποιο
κι αν ήταν το κίνητρο του ποιητή, το εικοστό όγδοο βιβλίο του, που τυπώθηκε από
τις εκδόσεις Οδός Πανός, είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα, σχετικά ολιγοσέλιδη
(μόλις 125 σελίδων), κομψή και περιεκτική αυτοβιογραφία, μοιρασμένη σε 36
σύντομα κεφάλαια, στην οποία (εν περιλήψει και εν συντομία, ή, καλύτερα, λιτά
και ουσιαστικά, όπως αρμόζει σε μια αυτοβιογραφία ενός ποιητή) καταγράφονται
πρωτίστως τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο (άλλα μικρότερο, άλλα μεγαλύτερο) στη ζωή
του. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων –αν εξαιρέσουμε τα στενά
συγγενικά πρόσωπα– είναι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου – μουσικοί, ζωγράφοι,
πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, ποιητές, σκηνοθέτες ή
λαϊκοί τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδίστριες (Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου,
Τζένη Βάνου, Άκης Πάνου κ. ά.). Αλλά και πολλοί απλοί άνθρωποι, δίχως
καλλιτεχνικές περγαμηνές και ιδιαίτερη αναγνωρισιμότητα, με τους οποίους ο
ποιητής συγχρωτίστηκε. Ένας από αυτούς, που έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά και
είχαμε δουλέψει μαζί ως δάσκαλοι στο ίδιο σχολείο, ο μακαρίτης πλέον Μάκης
Τεφατζής, ένας πολύ ιδιαίτερος και λεπταίσθητος άνθρωπος, φίλος και συγκάτοικος
του Χρονά στη Θεσσαλονίκη – τον αναφέρει σε βιβλίο του και ο Χριστιανόπουλος,
αποδίδοντάς του ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια που, κάποτε, του είχε
προσφέρει συλλέγοντας στιχάκια για τον στρατό και τη στρατιωτική θητεία. Με την
ώσμωση και τον συγχρωτισμό, την ανθρώπινη και καλλιτεχνική επαφή με όλα αυτά τα
πρόσωπα του τόμου, ο Χρονάς έδωσε και πήρε, ωφέλησε και ωφελήθηκε, φώτισε και
φωτίστηκε. Έτσι, αυτό το βιβλίο, στο τέλος του, καταλήγει ως ένα είδος
πνευματικού (και υλικού) αντίδωρου, μια απόδοση ευγνωμοσύνης εκ μέρους του
ποιητή για την ύπαρξή τους. Αυτή η στάση του Χρονά, που είναι τίμια και
ανθρώπινη, περιορίζει δραστικά τον έντονο ναρκισσισμό που, μοιραία, εκφύεται
από τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, χαμηλώνει αναγκαστικά το εγώ του,
δίνοντας θέση και φωνή στα πρόσωπα του θιάσου που τον περιβάλλουν και που τον
βοήθησαν (με τη φιλία τους, τη στήριξή τους, αλλά κάποιες φορές και με την
αρνητική τους στάση απέναντί του) να κτίσει ο ίδιος τον μύθο του.
Όλες
οι ενότητες του βιβλίου αναδίδουν άρωμα άλλης εποχής. Μποέμικος τρόπος ζωής,
πολλά ταξίδια, ανθρώπινες σχέσεις πέραν των κοινωνικών στερεοτύπων, ευκαιριακές
ερωτικές επαφές, ζωγράφοι που ερωτεύονται τα μοντέλα τους, τα πρώτα τεύχη της
Οδού Πανός και τα πρώτα ποιήματα, ο Φλόκας, το Jonarr’s, ο Λουμίδης στη
Σταδίου, ο Ζυγός, παλιά εστιατόρια με στητά γκαρσόνια με παπιγιόν και λευκά
τραπεζομάντιλα στα τραπέζια. Ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και τα
ταξίδια του στην Ευρώπη με τον ποιητή, ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, ο
Λαμπράκης, ο Μαμαγκάκης, ο εκ των δασκάλων του ποιητή Μιχάλης Κατσαρός, ο
Μαρωνίτης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος, είναι κάποια από τα
βαρυσήμαντα ονόματα που δεσπόζουν στις εξομολογήσεις του Χρονά. Βρήκα πολύ
ενδιαφέρουσα την αφήγηση για το όλο παρασκήνιο της ανάθεσης του ένθετου της
Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη» εκ μέρους της εκδότριας Μάνιας Τεγοπούλου στον
Χρονά, που φανερώνει τη διάθεση της εκδότριας αλλά και του Χρονά για ένα πνεύμα
ανανέωσης του συγκεκριμένου έντυπου, αναθέτοντας κείμενα λόγου και
βιβλιοκρισίες σε νέους ανθρώπους και νέες φωνές, μακριά από εκδοτικά κυκλώματα,
συγγραφικά κατεστημένα και παγιωμένες καταστάσεις. Μια ανανέωση που δεν
διήρκεσε όσο θα έπρεπε, αφού όπως μας θυμίζει ο ίδιος ο Χρονάς: «Η εφημερίδα
κυκλοφόρησε μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2011. Μετά σταμάτησε. Ανέστειλε την
κυκλοφορία της». Βρήκα επίσης κομψά εξομολογητική και δεόντως αυτοσαρκαστική
την ενότητα 26, που αφορά το τέλος του Κώστα Ταχτσή. Μόλις ο Χρονάς
πληροφορήθηκε από ραδιοφωνικό σταθμό ότι ο Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στο σπίτι
του, επικοινώνησε με τον Μένη Κουμανταρέα. Συζητώντας τη φριχτή είδηση
επιβεβαίωναν και οι δύο ότι είχαν μαντέψει αυτό το τέλος. Ο Χρονάς κλείνει
αυτήν την ενότητα ως εξής: «Τον Ταχτσή νεκρό δεν τον έχω φανταστεί ποτέ. Πάντα
εδώ είναι. Λίγο αργότερα άκουσα το νυχτερινό τηλέφωνο να χτυπά, και η φωνή από
την άλλη μεριά να μου λέει: “Η σειρά σου”. Για φαντάσου…». Η ειρωνεία που
υπονοείται απ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο επόμενος που ακολούθησε τον Ταχτσή,
με παρόμοιο άγριο τρόπο θανάτου λόγω της ερωτικής του κλίσης, τελικώς δεν ήταν
ο Χρονάς, αλλά ο Κουμανταρέας.
Η
Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στις μνήμες και στις εξομολογήσεις του Χρονά,
αφού, ως αναφορά ή πεδίο γεγονότων και καταστάσεων, καταλαμβάνει σημαντικό
αριθμό κειμένων στη συνολική αυτοβιογραφία του. Ο καθηγητής Μαρωνίτης να
διδάσκει στη Φιλοσοφική κι ο Χρονάς, ακροατής του, να του σηκώνει με θράσος
φωνή, λέγοντάς του πως «δεν είμαι μαθητής σας!», ο Ασλάνογλου με τα
συναισθηματικά του σκαμπανεβάσματα και την ποιητική του ευφυΐα, η γνωριμία του
με τον Χριστιανόπουλο και οι συχνές συναντήσεις τους (από τις ελάχιστες φορές
που τσούγκρισε ποτήρι με κρασί ο Χριστιανόπουλος ήταν, κατά Χρονά, όταν ήπιαν
στη μνήμη της Μαλβίνας Κάραλη, ένα πρόσωπο που εκτιμούσαν και οι δύο), ο
Μανόλης Μπαρμπουνάκης με την υπόγα του και τον παπαγάλο να δεσπόζει στο ταμείο,
ο Κορδομενίδης της «νεότητάς του», η Κατερίνα Γιαννούλη του καφέ «Γαζία» –πλέον
το στέκι αυτό έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση–, όπου διοργανώνονταν εκδηλώσεις
λόγου και θεατρικά βραδινά, με παρόντα συχνά τον Χρονά, το «Μπανάλ» του Ηρακλή
Δούκα επί της Προξένου Κορομηλά, τα ξενοδοχεία επί της Κολόμβου, είναι κάποια
από τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια της συμπρωτεύουσας που μνημονεύονται στο
βιβλίο. Είναι, άλλωστε, γνωστό το δέσιμο του Χρονά με τη Θεσσαλονίκη – Μιλάνο
και Νέα Υόρκη της Ελλάδας την έχει αποκαλέσει στο παρελθόν κατ’ επανάληψη.
Συνοψίζοντας,
το βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς είναι μια περιεκτική, πυκνή και
ποιητικού, σε πολλά σημεία, ύφους αυτοβιογραφία ενός σημαντικού ανθρώπου των
γραμμάτων μας, με έμφαση στους ανθρώπους της ζωής του. Για τους οποίους
αναφέρει χαρακτηριστικά στη σ. 123: «Να θυμηθώ πως δεν πρέπει να παραλείψω στον
βίο μου πολλά μαγικά πρόσωπα που είχα την τύχη να συναναστραφώ να μάθω, να
πάθω. Όσα άντεξα.». Με βάση τα γεγονότα που εξιστορούνται και τη σημαντικότητα
των προσώπων που αναφέρονται στο βιβλίο, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την
αυτοβιογραφία του Χρονά ως ένα συνοπτικό εγχειρίδιο ιστορίας του νεοελληνικού
πολιτισμού, ιδωμένης μέσα από το προσωπικό βλέμμα του ποιητή, που εκτός των
όσων αναφέρει, είναι προφανές πως άλλα τόσα, εντέχνως, μας τα αποσιωπά. Κι αυτό
όχι από φόβο μην εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις ή μην εκτεθεί περισσότερο ο
ίδιος, αλλά λόγω της υψηλής αίσθησης του μέτρου και της οξυδέρκειάς του να
αξιολογεί τη σημαντικότητα των πραγμάτων, αρετές που, ο συγγραφέας αυτού του
βιβλίου, διαθέτει στο ακέραιο.
Παναγιώτης Γούτας
(το παραπάνω κείμενο, σε μια πρώτη γραφή, θα το βρείτε δημοσιευμένο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο