ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ
(1927-1985)
֎
ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
[σκέψεις με αφορμή τα 60 χρόνια
από τη συγγραφή του βιβλίου
Για ένα φιλότιμο (εκδ. Κέδρος),
του
Γιώργου Ιωάννου]
Ακριβώς
πριν από εξήντα χρόνια ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου άρχισε να γράφει το πρώτο
του πεζογραφικό πόνημα, που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο πεζογράφο – μιλώ φυσικά
για τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο, που ολοκληρώθηκε τρία
χρόνια αργότερα, το 1964, στο Καστρί Κυνουρίας, όπου είχε πρωτοδιορισθεί ο
συγγραφέας, αλλά και στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου στάλθηκε, κατόπιν, για δύο
χρόνια. Το βιβλίο αυτό, με το οποίο ο Ιωάννου εγκαινιάζει την βιωματικής γλώσσας
πεζογραφία του, υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα από τα πρώτα
αγαπημένα μου αναγνώσματα (μαζί με το Ζητείται ελπίς του Σαμαράκη και Το
τελευταίο αντίο του Βασιλικού), που προσδιόρισε και κατηύθυνε σε μεγάλο
βαθμό και τη δική μου πεζογραφική πορεία, τουλάχιστον των δύο πρώτων μου
βιβλίων. Όπως και ο Ιωάννου, απέφυγα κι εγώ να χαρακτηρίσω τα πρώτα κείμενά μου
ως «διηγήματα» (τα είπα «αφηγήματα»), ακολουθώντας το παράδειγμα και την
προβληματική του αγαπημένου μου συγγραφέα. Εδώ να διευκρινίσω πως ο
χαρακτηρισμός της συλλογής Για ένα φιλότιμο από τον ίδιο τον Ιωάννου ως
«πεζογραφήματα» υπήρξε εύστοχος και σοφός. Έγινε αντικείμενο συζητήσεων από
φιλολόγους και μελετητές ως προς το τι αντιπροσωπεύει αυτός ο όρος. Εν ολίγοις,
ο ουδέτερος χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» αποδίδει και αποτυπώνει θαυμάσια αυτό
το μικτό, τελείως προσωπικό στιλ και ιδιαίτερο ύφος των κειμένων – κάτι ανάμεσα
σε δοκίμιο, αφήγημα, εξομολόγηση, χρονικό και μαρτυρία, τίποτα απ’ όλα αυτά
αλλά και όλα μαζί τα παραπάνω, κάτι τελείως πρωτοποριακό για την εποχή του.
«Διψώ
για εξομολόγηση…»
Το
στίγμα του βιβλίου, που με πολλή συγκίνηση ξαναδιάβασα πρόσφατα για πολλοστή
φορά, νομίζω πως συμπυκνώνεται στην τελευταία παράγραφο του πεζογραφήματος «Ώρα
για το κουκούλι». Σας το μεταφέρω αυτούσιο:
«Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή
όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το
πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ
για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως.»
Τα είκοσι δύο κείμενα του βιβλίου
αποτελούν ένα μικρό βιωματικό ορυχείο. Κείμενα απλά (όχι απλοϊκά) αλλά
απαιτητικά στην προσέγγισή τους, αρσίζικα θα τα χαρακτήριζα δανειζόμενος τη
λέξη από ποίημα του Χριστιανόπουλου, γραμμένα από έναν άνθρωπο μοναχικό αλλά
όχι αποκομμένο από τη ζωή, που λατρεύει να καταγράφει τους λαϊκούς κι
αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, καυτηριάζει και στηλιτεύει τους
«χαλασμένους», κατά τη γνώμη του, αστούς, τους πλαδαρούς μορφωμένους και τους
άνοστους συγγραφείς, με τους οποίους αναγκαστικά συγχρωτίστηκε για μεγάλο μέρος
της ζωής του, ενώ παράλληλα αξιοποιεί θαυμάσια μνήμες από την Κατοχή, την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, τη φτώχεια, τη στέρηση, τις
εκτελέσεις νέων παιδιών από τους Γερμανούς, αλλά και τις συνήθειες και τις
συμπεριφορές των κατακτημένων. Παράλληλα, όμως, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ένα
ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης του ’50 και του ’60, της πόλης δηλαδή που μεγάλωσε
και ανδρώθηκε συγγραφικά ο Ιωάννου, γνωρίζοντας κάθε της γωνιά, κάθε της
εκκλησία, κάθε της πλατεία σπιθαμή προς σπιθαμή.
Κείμενα για τα κελιά της δημιουργικής
απομόνωσης, για την απέχθειά του στις κότες, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραίικα
μνήματα, τον φόβο του ύψους που συνοδευόταν από πανικό και αϋπνίες, τους
σφάχτες ζώων που εύκολα τους διακρίνει ο φίλος του και οι οποίοι είναι πολύ
προσεκτικοί με τα εκτεθειμένα μαχαίρια, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη ιστορία
της πλατείας Δικαστηρίων, την ικανότητά του να διακρίνει την καταγωγή των
ανθρώπων στους προσφυγικούς συνοικισμούς από τις κουβέντες ή τις κινήσεις τους,
τον φίλο του τον Μπάτη, που οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει μπροστά στο σπίτι του
προς παραδειγματισμό της γειτονιάς, τους ψύλλους της Βεγγάζης, που προτιμούν
για αφαιμάξεις τρυφερά δέρματα λευκών παρά έγχρωμων ανθρώπων, μια σκληρή
κατοχική μνήμη φόβου και στέρησης στον σταθμό του Άδενδρου, έξω από τη
Θεσσαλονίκη, μια ανακομιδή οστών ενός άτυχου νέου που σκοτώθηκε από τους
Γερμανούς και η οποία γίνεται παρουσία τουριστών, που αγνοούν τα γεγονότα και
καγχάζουν, αλλά και αρκετά ακόμη θέματα περιλαμβάνονται σ’ αυτή τη συλλογή.
Ένας
μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας
Ο
Ιωάννου, ευρισκόμενος ακόμη στην πρώτη του συγγραφική φάση, εκεί όπου
κυριαρχούν οι τύψεις, οι ενοχές και η εσωστρέφεια και όπου η ερωτική του κλίση
είναι ακόμη έντεχνα καμουφλαρισμένη, επενδύει γόνιμα στη δύναμη της
εξομολόγησης για να αξιοποιήσει το πλούσιο βιωματικό του νταμάρι και να
καταγράψει τις τραυματικές μνήμες μιας σκληρής εποχής, όπου κυριαρχούν η
στέρηση, ο φόβος και η απώλεια. Περιπλανιέται από τόπο σε τόπο κι από το
παρελθόν στο παρόν ή και το αντίστροφο, πηδάει από τη μία παρατήρηση στην άλλη,
από τη μία σκέψη και μνήμη στην άλλη, αποδεικνύοντάς μας πως ένας συγγραφέας
γράφει καλύτερα για τον γενέθλιο τόπο του αν αντικρίζει πρόσωπα και καταστάσεις
από απόσταση – τόσο τοπική όσο και χρονική. Η διεισδυτική του ματιά στις
ανθρώπινες σχέσεις, στους ανθρώπους της λαϊκής αλλά και της αστικής τάξης, αλλά
και στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της είναι μοναδική.
Γοητευτικός αφηγητής, βαθύς ψυχογράφος και, παράλληλα, καταγραφέας της
ανθρώπινης ιστορίας διά της μνήμης, τρεις ιδιότητες συμπυκνωμένες σ’ εκείνην
του συγγραφέα. Ενός συγγραφέα που, αν και μπαγιάτης1 (αφού γεννήθηκε
στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες), έχει το διαχρονικό προνόμιο
να μην μπαγιατεύουν ποτέ τα κείμενά του με τον χρόνο, αλλά να παραμένουν
εύγεστα, φρέσκα και χυμώδη, προκαλώντας αναγνωστική απόλαυση. Και φυσικά ας μην
ξεχνούμε ποτέ, μια που μιλάμε για τον Γιώργο Ιωάννου (το ίδιο ακριβώς ισχύει
και για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, με τον οποίο οι δυο τους συνεργάστηκαν
αρμονικά στα πρώτα τεύχη της «Διαγωνίου»), πως πέρα από τον υποκειμενισμό και
τη μονομανία που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό με τα
κείμενά του τον απλό, στερημένο και μοναχικό άνθρωπο της εποχής του,
αντιδιαστέλλοντας εμφατικά τα προτερήματα και τα προσόντα της λαϊκής τάξης
(όταν ακόμη αυτή υπήρχε) έναντι της αστικής, που, όντας ο ίδιος μορφωμένος
αστός, την καυτηρίασε και την ειρωνεύτηκε σε απίστευτο βαθμό για τα καμώματα
και την ημιμάθειά της. Τέλος, η συχνή αναφορά του στα πεζογραφήματά του σε
πρόσφυγες και προσφυγικούς συνοικισμούς αλλά και η τρυφερή ματιά του απέναντι
στους Εβραίους της πόλης, στη θυσία τους και στον «προγραμματισμένο» για τον
χαμό βίο τους, μας αφήνουν να αντιληφθούμε πως ο Ιωάννου υπήρξε ένας
ευαίσθητος, μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας και άνθρωπος.
Δείγμα
γραφής του αλησμόνητου Γιώργου Ιωάννου (από το πεζογράφημα Για ένα φιλότιμο,
σσ. 50-51)
Ένα
σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε· ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως
κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’
αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε
εντούτοις · κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.
Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’
ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.
Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας
απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ’κανες; του φώναξα.
Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και
κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά· εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε
άσκημα δαμάσει.
________________________________________
1 ο βέρος Θεσσαλονικιός
(book press, Οκτώβριος 2021)
●
ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η
επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη
γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό
γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο
του.
Είναι και μια δικαίωση, κατά κάποιο τρόπο,
έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία
και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες
άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του
προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά
του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται
σε χώρο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της
αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο
ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά
της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα
της πόλης.
Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του
αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου
τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί
αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι
συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά
αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει
να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση
της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο
Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν
αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός
του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε
τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής
εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να
διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;
Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη
σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες
που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως,
άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο
Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι
απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή
πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται
πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να
απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται;
Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν,
οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το
εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες
τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος,
γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους
πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας
Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’
αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη
εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι
εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους, και δη λογοτέχνες;
Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου,
είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της
Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που
αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο
κειμένων. Με όχημα την Ιστορία και τα βιώματά του συνέθεσε τον μύθο της πόλης
και, μέσω αυτού, τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που,
όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο
και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα,
γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο
πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό
αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που
γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη
προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια
όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο
του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη
νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο)
οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό
και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση
στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των
πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός
Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της
πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια
της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το
Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν
ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα
Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά,
η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των
μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από
τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση
βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαΐου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης,
Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης
Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης
δημοσιεύτηκε στην book press τον Μάιο
του 2014)
●
Η ΕΡΩΤΙΚΗ-ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ
Έλενας
Χουζούρη, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (περιπλάνηση στο χώρο και το
χρόνο), εκδόσεις Επίκεντρο, 2012
Το
βιβλίο της Έλενας Χουζούρη Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι αυτό
που δηλώνει ο υπότιτλός του, δηλαδή μία περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο,
αναφορικά με το έργο (ποιητικό και πεζογραφικό) του σπουδαίου Θεσσαλονικιού
πεζογράφου. Πρόκειται για μια πυκνή, ευθύβολη (δεν ξεφεύγει σε κανένα σημείο
από τον στόχο-αντικείμενο) και ολοκληρωμένη μελέτη, διαρθρωμένη σε πέντε
ενότητες, που καταδεικνύουν την ερωτική-σωματική σχέση του συγγραφέα με την
πόλη της Θεσσαλονίκης, σε βαθμό τέτοιο ώστε με την ταύτιση αφηγητή και πόλης,
να μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, όπως θα
κάναμε λόγο για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε,
το Παρίσι του Μπαλζάκ, του Μπωντλέρ ή του Ουγκό, ή το Νιούαρκ του Φίλιπ Ροθ.
Στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται Η
ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟ, η Χ. διαχωρίζει την πραγματική πόλη από εκείνη που έγινε
ανάμνηση. Οι πόλεις, μας λέει, ακολουθούν τη διαδρομή
Πραγματικότητα-Μύθος-Λογοτεχνία, ενώ ο συγγραφέας, ως είθισται, ακούει τον λόγο
της πόλης και τον μετατρέπει σε λόγο κειμένων. Ο χώρος της Θεσσαλονίκης, χώρος
φορτωμένος από συλλογική μνήμη και ευαισθησία, με τις εθνολογικές διασταυρώσεις
του και τις εθνικές-κοινωνικές-πολιτισμικές αντιφάσεις του, βρήκε στο πρόσωπο
του Ιωάννου τον ιδανικό μεσολαβητή, τον ιδανικό δημιουργό που θα αφουγκραζόταν
τον λόγο και την ιστορία της, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων.
Στη δεύτερη ενότητα, Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ Η
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η Χ. περιγράφει ωραία τη διάβαση του Ιωάννου από την εποχή της
αθωότητας, των φωτεινών εικόνων και της τρυφερότητας, στην εποχή της ερωτικής
αναζήτησης, των ερωτικών ενοχών και φόβων, στη γενέθλια πόλη. Ο Ιωάννου θυμάται
έντονα ένα κομμάτι της πόλης ως τα δεκαπέντε του, και πρόλαβε την ύπαρξη της
γειτονιάς και των σχέσεων που αναπτύσσονταν σ’ αυτήν. Όπως μας επισημαίνει η
Χ., ο Ι. αντλεί το υλικό του από τη Θεσσαλονίκη, είναι δηλ. βιωματικός λογοτέχνης
και δεν πιστεύει στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Συνεχώς
επιστρέφει στη γενέθλια πόλη κατά το η πόλις σε ακολουθεί του Καβάφη. Μια
διακριτική ψηλάφηση τού αν η λογοτεχνία του Ι. είναι βιωματική ή αυτοβιογραφική
μένει στα σπάργανα, αφού παρά το ερεθιστικό και ενδιαφέρον τού ζητήματος
(παρατίθενται σχετικά απόψεις του Μάριο Βίτι και του Πάνου Μουλλά), μας
διευκρινίζει η συγγραφέας πως δεν ήταν το ζητούμενο της μελέτης της.
Στην τρίτη ενότητα, Η ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, η X. εξετάζει τα δύο πρώτα ποιητικά του βιβλία και το πρώτο
πεζογραφικό του, το Για ένα φιλότιμο, και πολύ εύστοχα κάνει λόγο για
πόλη της μοναξιάς – έτσι σκιαγραφείται η πόλη στα Ηλιοτρόπια και στο Τα
χίλια δέντρα, τις δύο ποιητικές συλλογές του Γ. Ιωάννου, που στάθηκαν
πάντως αρκετές για να τον συμπεριλάβει ο Χριστιανόπουλος στην τριάδα των
ερωτικών ποιητών της πόλης μαζί με τον ίδιο και τον Ασλάνογλου. Γενικά στα
πρώτα έργα του Ιωάννου το προσωπικό βίωμα του αφηγητή κατακλύζει και
υπερκαλύπτει την πόλη, που περισσότερο υπονοείται παρά περιγράφεται. Η πόλη
ταυτίζεται με τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και την ενοχή. Χώροι και
άνθρωποι αποκτούν κάτι το δαιμονικό. Ο συγγραφέας βρίσκεται ακόμα στο Εγώ –
σταδιακά θα οδηγηθεί στο Εμείς, στα επόμενά του έργα.
Με τη Σαρκοφάγο και το Η μόνη
κληρονομιά, η πόλη παύει να λειτουργεί ως πρόσχημα αλλά γίνεται ο χώρος
ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής. Η πόλη διευρύνεται, οικοδομείται ο Μύθος
της. Έχουμε πλέον εικόνες από συλλογικά βιώματα. Η περιπλάνηση του αφηγητή δεν
υπαγορεύεται από την αναζήτηση του έρωτα και οι χώροι εμφανίζονται ως σημεία
απώλειας και θανάτου. Προσωπικό και συλλογικό βίωμα συνυφαίνονται. Πάντα,
βέβαια, η εστίαση και η αναφορά του Ιωάννου αφορούν λαϊκές και προσφυγικές
συνοικίες της πόλης. Στην περίοδο της συγγραφικής ωριμότητας που, πλέον,
διανύει, ο χρόνος και ο τόπος αλλάζουν πολλές φορές μέσα σε ένα μόνο κείμενο. Η
Χ. διακρίνει πως η πεζογραφία του Ι. είναι γεμάτη από δίπολα και σχήματα του
στιλ χώρος-καθαριότητα, εξαγνισμός και σώμα-έρωτας-απελευθέρωση ή αμαρτία,
ενοχή-κάθαρση, εξαγνισμός, ενώ και ο συγγραφέας, γράφοντας για την πόλη των
αντιθέσεων, τη μεταμορφώνει και την αναπλάθει συνεχώς, πολλές φορές μέσα στο
ίδιο κείμενο. Η πόλη της ομίχλης, της παρακμής και του θανάτου μεταμορφώνεται
ως διά μαγείας σε πόλη του τραμ, των φώτων, της κίνησης των ανθρώπων.
Η τέταρτη ενότητα, Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ,
αφορά τα βιβλία Το δικό μας αίμα (μάλλον το κορυφαίο βιβλίο του Ιωάννου)
και το Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Το πρώτο, επισημαίνει η Χ., περιέχει
τα πλέον αποενοχοποιημένα πεζογραφήματα του Ι. Άλλες επισημάνσεις, εν τάχει,
της μελετήτριας αναφορικά με αυτά τα βιβλία: Έχουμε πολλαπλή τοπογραφική
εμφάνιση της πόλης. Η μνήμη του αφηγητή μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε
μνήμη συλλογική και η πόλη αποκτά διαστάσεις μέσα στον χρόνο. Οι χώροι της
είναι πλέον φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Πάλι θα διακρίνουμε, πιο
ευκρινή αυτήν τη φορά, τα αφηγηματικά άλματα του Ιωάννου στον χρόνο τόσο στην
περιγραφή ενός καλντεριμιού της πόλης, της οδού Ευριπίδου ή της πλατείας του
Αγίου Βαρδαρίου. Η πόλη εμφανίζεται άλλοτε αποσπασματική κι άλλοτε ολόκληρη.
Πάλι προσλαμβάνει ποικίλες εκδοχές και σημασίες. Πόλη μάνα, πόλη καταφύγιο,
πόλη πλατυτέρα, πόλη σκηνικό θανάτου (στο Το ξεκλήρισμα των Εβραίων), αλλά και
πόλη της ορθοδοξίας, της βυζαντινής παράδοσης και του ακραιφνούς συντηρητισμού.
Η πόλη συχνά μιλά ποιητικά (Σέιχ Σου, Με τα σημάδια της απάνω μου), ενώ στο
εμβληματικό «Με τα σημάδια της απάνω μου» ο αφηγητής συνομιλώντας με την
πόλη-σώμα του συνομιλεί με την Ιστορία.
Τέλος, στον επίλογο της μελέτης, η
Χουζούρη καταθέτει συμπερασματικά την άποψή της πως η περιπλάνηση του αφηγητή
Ιωάννου στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζεται και μετά θάνατον. Ο Ιωάννου,
αυτό που επιτέλεσε κατά τη συγγραφέα ήταν πως έκανε την πόλη της Ιστορίας πόλη
του Μύθου. Και καταλήγει πως όλα τα πεζογραφήματά του αποτελούν το μυθιστόρημα
της Θεσσαλονίκης, που ήθελε αλλά δεν πρόλαβε, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του,
να γράψει. Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται με την ποσοτική εμφάνιση της
Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ. Ι., με φωτογραφικό παράρτημα με μερικές
αντιπροσωπευτικές (πάντα ασπρόμαυρες) φωτογραφίες του Θεσσαλονικιού λογοτέχνη,
εμπλουτισμένη βιβλιογραφία και ευρετήριο.
Σκέφτομαι, ολοκληρώνοντας το βιβλίο της
Χουζούρη, πως η ανατυπωμένη αυτή μελέτη της από τις εκδόσεις Επίκεντρο, είναι
μια ουσιαστική και ανιδιοτελής προσφορά της που αφορά τόσο τη γενέθλιά της
πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όσο και τον προσωπικό και πρωτότυπο (χρησιμοποιώ δύο
επίθετα του κριτικού Γιώργου Αράγη για τον Ιωάννου) κορυφαίο πεζογράφο της.
Παρότι πιστεύω πως η πόλη γενικά (άφυλη ούσα) παίρνει υπόσταση από τους
ανθρώπους της, τη μνήμη, την ιστορία, το παρόν και το παρελθόν της και δεν
είναι κτήμα κανενός συγγραφέα, δεν βρίσκω πιο πετυχημένη ταύτιση πόλης και
δημιουργού από το δίπολο Θεσσαλονίκη και Ιωάννου. Αυτό που μένει, βέβαια, στα
γραπτά κείμενα πέρα από προσωπικά ή συλλογικά βιώματα, και ξέχωρα απ’ την
αφηγηματική μαστοριά, είναι το βλέμμα τού εκάστοτε συγγραφέα, που προσδίδει
αυτό το κάτι ιδιαίτερο και εντελώς ξεχωριστό στην πόλη που γεννήθηκε ή για την
οποία γράφει κείμενα. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε (και να
μελετήσουμε) για τη Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, του Βαφόπουλου, του Αναγνωστάκη,
του Μπακόλα, του Καζαντζή, του Χριστιανόπουλου, της Αγαθοπούλου, του Σφυρίδη.
Δεν μπορώ όμως να μη συμφωνήσω πως αυτήν τη σωματική-ερωτική σχέση-επαφή της
πόλης με τον δημιουργό, ή, για να το αντιστρέψω, έναν δημιουργό που θεωρεί την
πόλη του όχι απλώς ως σωματική του προέκταση αλλά ως το ίδιο του το σώμα, μόνο
στον Ιωάννου θα το συναντήσουμε, και μάλιστα στον πιο έντονο, εμφατικό, σχεδόν
παράφορο, βαθμό.
Η μελέτη όμως της Έλενας, πέρα από τη
ζωντάνια και φρεσκάδα που διατηρεί στο ακέραιο δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά
την πρώτη της τύπωση, πέρα από χρήσιμο εγχειρίδιο μελέτης του συνολικού,
σχεδόν, έργου του Ιωάννου, είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο.
Καταδεικνύοντας αυτήν τη σωματική-ερωτική επαφή του δημιουργού Ιωάννου με την
πόλη του, οδηγεί μοιραία –πιθανότατα παρά τη θέλησή της– σε συγκρίσεις και
αποτιμήσεις για τη σχέση των νεώτερων δημιουργών με την πόλη όπου ζουν και
δημιουργούν. Η πόλη στους σημερινούς πεζογράφους (καλώς ή κακώς, δεν είναι του
παρόντος να το σχολιάσουμε), κατά τη γνώμη μου πάντα, ή θα είναι απούσα
ολοκληρωτικά ή θα χρησιμεύει απλώς ως σκηνοθετικό φόντο ή θα ταυτίζεται
αποκλειστικά με τους ήρωες των βιβλίων ή η ιστορία της, οι μνήμες και το
παρελθόν της θα ανατέμνονται σε κάποιο λογοτεχνικό εργαστήρι, ψυχρά, εγκεφαλικά
και αποστασιοποιημένα. Έχει χαθεί, νομίζω, η προσωπική σχέση, η αμεσότητα, η
σωματική επαφή του δημιουργού με την πόλη. Άλλοι καιροί θα μου πείτε κι άλλες
εποχές. Δεν αντιλέγω. Κι ούτε αυτή η (ίσως αυθαίρετη) διαπίστωση μειώνει τη
λογοτεχνική αξία βιβλίων σύγχρονων πεζογράφων που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη,
επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το αλλοπρόσαλλό της σήμερα με βάση τις αμαρτίες του
παρελθόντος. Ας μείνουμε όμως, προς το παρόν, στην επανέκδοση της μελέτης της
Χουζούρη για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, που και γοητεύει και
πληροφορεί και αποσαφηνίζει και ανοίγει δρόμους στην ανάγνωση και μελέτη του
έργου ενός κορυφαίου πεζογράφου της νεοελληνικής μας γραμματείας.
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε στην ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 27/5/2012, στην
παρουσίαση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. Άλλοι ομιλητές: Βενετία Αποστολίδου
και Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος)