Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Ιωάννου

 



 

 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ

ΓΙΩΡΓΟ  ΙΩΑΝΝΟΥ

(1927-1985)

 

֎

 

 

 

 

 

ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

[σκέψεις με αφορμή τα 60 χρόνια 

από τη συγγραφή του βιβλίου 

Για ένα φιλότιμο (εκδ. Κέδρος), 

του Γιώργου Ιωάννου]

 

 

Ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου άρχισε να γράφει το πρώτο του πεζογραφικό πόνημα, που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο πεζογράφο – μιλώ φυσικά για τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο, που ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1964, στο Καστρί Κυνουρίας, όπου είχε πρωτοδιορισθεί ο συγγραφέας, αλλά και στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου στάλθηκε, κατόπιν, για δύο χρόνια. Το βιβλίο αυτό, με το οποίο ο Ιωάννου εγκαινιάζει την βιωματικής γλώσσας πεζογραφία του, υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα από τα πρώτα αγαπημένα μου αναγνώσματα (μαζί με το Ζητείται ελπίς του Σαμαράκη και Το τελευταίο αντίο του Βασιλικού), που προσδιόρισε και κατηύθυνε σε μεγάλο βαθμό και τη δική μου πεζογραφική πορεία, τουλάχιστον των δύο πρώτων μου βιβλίων. Όπως και ο Ιωάννου, απέφυγα κι εγώ να χαρακτηρίσω τα πρώτα κείμενά μου ως «διηγήματα» (τα είπα «αφηγήματα»), ακολουθώντας το παράδειγμα και την προβληματική του αγαπημένου μου συγγραφέα. Εδώ να διευκρινίσω πως ο χαρακτηρισμός της συλλογής Για ένα φιλότιμο από τον ίδιο τον Ιωάννου ως «πεζογραφήματα» υπήρξε εύστοχος και σοφός. Έγινε αντικείμενο συζητήσεων από φιλολόγους και μελετητές ως προς το τι αντιπροσωπεύει αυτός ο όρος. Εν ολίγοις, ο ουδέτερος χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» αποδίδει και αποτυπώνει θαυμάσια αυτό το μικτό, τελείως προσωπικό στιλ και ιδιαίτερο ύφος των κειμένων – κάτι ανάμεσα σε δοκίμιο, αφήγημα, εξομολόγηση, χρονικό και μαρτυρία, τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά και όλα μαζί τα παραπάνω, κάτι τελείως πρωτοποριακό για την εποχή του.

 

 

«Διψώ για εξομολόγηση…»

 

Το στίγμα του βιβλίου, που με πολλή συγκίνηση ξαναδιάβασα πρόσφατα για πολλοστή φορά, νομίζω πως συμπυκνώνεται στην τελευταία παράγραφο του πεζογραφήματος «Ώρα για το κουκούλι». Σας το μεταφέρω αυτούσιο:

«Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως.»

Τα είκοσι δύο κείμενα του βιβλίου αποτελούν ένα μικρό βιωματικό ορυχείο. Κείμενα απλά (όχι απλοϊκά) αλλά απαιτητικά στην προσέγγισή τους, αρσίζικα θα τα χαρακτήριζα δανειζόμενος τη λέξη από ποίημα του Χριστιανόπουλου, γραμμένα από έναν άνθρωπο μοναχικό αλλά όχι αποκομμένο από τη ζωή, που λατρεύει να καταγράφει τους λαϊκούς κι αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, καυτηριάζει και στηλιτεύει τους «χαλασμένους», κατά τη γνώμη του, αστούς, τους πλαδαρούς μορφωμένους και τους άνοστους συγγραφείς, με τους οποίους αναγκαστικά συγχρωτίστηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του, ενώ παράλληλα αξιοποιεί θαυμάσια μνήμες από την Κατοχή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, τη φτώχεια, τη στέρηση, τις εκτελέσεις νέων παιδιών από τους Γερμανούς, αλλά και τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατακτημένων. Παράλληλα, όμως, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ένα ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης του ’50 και του ’60, της πόλης δηλαδή που μεγάλωσε και ανδρώθηκε συγγραφικά ο Ιωάννου, γνωρίζοντας κάθε της γωνιά, κάθε της εκκλησία, κάθε της πλατεία σπιθαμή προς σπιθαμή.

Κείμενα για τα κελιά της δημιουργικής απομόνωσης, για την απέχθειά του στις κότες, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραίικα μνήματα, τον φόβο του ύψους που συνοδευόταν από πανικό και αϋπνίες, τους σφάχτες ζώων που εύκολα τους διακρίνει ο φίλος του και οι οποίοι είναι πολύ προσεκτικοί με τα εκτεθειμένα μαχαίρια, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη ιστορία της πλατείας Δικαστηρίων, την ικανότητά του να διακρίνει την καταγωγή των ανθρώπων στους προσφυγικούς συνοικισμούς από τις κουβέντες ή τις κινήσεις τους, τον φίλο του τον Μπάτη, που οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει μπροστά στο σπίτι του προς παραδειγματισμό της γειτονιάς, τους ψύλλους της Βεγγάζης, που προτιμούν για αφαιμάξεις τρυφερά δέρματα λευκών παρά έγχρωμων ανθρώπων, μια σκληρή κατοχική μνήμη φόβου και στέρησης στον σταθμό του Άδενδρου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, μια ανακομιδή οστών ενός άτυχου νέου που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς και η οποία γίνεται παρουσία τουριστών, που αγνοούν τα γεγονότα και καγχάζουν, αλλά και αρκετά ακόμη θέματα περιλαμβάνονται σ’ αυτή τη συλλογή.

 

 

Ένας μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας

 

Ο Ιωάννου, ευρισκόμενος ακόμη στην πρώτη του συγγραφική φάση, εκεί όπου κυριαρχούν οι τύψεις, οι ενοχές και η εσωστρέφεια και όπου η ερωτική του κλίση είναι ακόμη έντεχνα καμουφλαρισμένη, επενδύει γόνιμα στη δύναμη της εξομολόγησης για να αξιοποιήσει το πλούσιο βιωματικό του νταμάρι και να καταγράψει τις τραυματικές μνήμες μιας σκληρής εποχής, όπου κυριαρχούν η στέρηση, ο φόβος και η απώλεια. Περιπλανιέται από τόπο σε τόπο κι από το παρελθόν στο παρόν ή και το αντίστροφο, πηδάει από τη μία παρατήρηση στην άλλη, από τη μία σκέψη και μνήμη στην άλλη, αποδεικνύοντάς μας πως ένας συγγραφέας γράφει καλύτερα για τον γενέθλιο τόπο του αν αντικρίζει πρόσωπα και καταστάσεις από απόσταση – τόσο τοπική όσο και χρονική. Η διεισδυτική του ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις, στους ανθρώπους της λαϊκής αλλά και της αστικής τάξης, αλλά και στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της είναι μοναδική. Γοητευτικός αφηγητής, βαθύς ψυχογράφος και, παράλληλα, καταγραφέας της ανθρώπινης ιστορίας διά της μνήμης, τρεις ιδιότητες συμπυκνωμένες σ’ εκείνην του συγγραφέα. Ενός συγγραφέα που, αν και μπαγιάτης1 (αφού γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες), έχει το διαχρονικό προνόμιο να μην μπαγιατεύουν ποτέ τα κείμενά του με τον χρόνο, αλλά να παραμένουν εύγεστα, φρέσκα και χυμώδη, προκαλώντας αναγνωστική απόλαυση. Και φυσικά ας μην ξεχνούμε ποτέ, μια που μιλάμε για τον Γιώργο Ιωάννου (το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, με τον οποίο οι δυο τους συνεργάστηκαν αρμονικά στα πρώτα τεύχη της «Διαγωνίου»), πως πέρα από τον υποκειμενισμό και τη μονομανία που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό με τα κείμενά του τον απλό, στερημένο και μοναχικό άνθρωπο της εποχής του, αντιδιαστέλλοντας εμφατικά τα προτερήματα και τα προσόντα της λαϊκής τάξης (όταν ακόμη αυτή υπήρχε) έναντι της αστικής, που, όντας ο ίδιος μορφωμένος αστός, την καυτηρίασε και την ειρωνεύτηκε σε απίστευτο βαθμό για τα καμώματα και την ημιμάθειά της. Τέλος, η συχνή αναφορά του στα πεζογραφήματά του σε πρόσφυγες και προσφυγικούς συνοικισμούς αλλά και η τρυφερή ματιά του απέναντι στους Εβραίους της πόλης, στη θυσία τους και στον «προγραμματισμένο» για τον χαμό βίο τους, μας αφήνουν να αντιληφθούμε πως ο Ιωάννου υπήρξε ένας ευαίσθητος, μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας και άνθρωπος.

 

 

 

Δείγμα γραφής του αλησμόνητου Γιώργου Ιωάννου (από το πεζογράφημα Για ένα φιλότιμο, σσ. 50-51)

 

Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε· ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις · κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’ ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.

Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ’κανες; του φώναξα.

Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά· εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσκημα δαμάσει.

 

________________________________________

 

1 ο βέρος Θεσσαλονικιός

 

(book press, Οκτώβριος 2021)

 

 

 

 

ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

 

Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.

Είναι και μια δικαίωση, κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.

Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;

Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους, και δη λογοτέχνες;

Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την Ιστορία και τα βιώματά του συνέθεσε τον μύθο της πόλης και, μέσω αυτού, τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο) οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαΐου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης, Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book  press τον Μάιο του 2014)

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ-ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

 

Έλενας Χουζούρη, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο), εκδόσεις Επίκεντρο, 2012

 

 

Το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι αυτό που δηλώνει ο υπότιτλός του, δηλαδή μία περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο, αναφορικά με το έργο (ποιητικό και πεζογραφικό) του σπουδαίου Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Πρόκειται για μια πυκνή, ευθύβολη (δεν ξεφεύγει σε κανένα σημείο από τον στόχο-αντικείμενο) και ολοκληρωμένη μελέτη, διαρθρωμένη σε πέντε ενότητες, που καταδεικνύουν την ερωτική-σωματική σχέση του συγγραφέα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, σε βαθμό τέτοιο ώστε με την ταύτιση αφηγητή και πόλης, να μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, όπως θα κάναμε λόγο για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Παρίσι του Μπαλζάκ, του Μπωντλέρ ή του Ουγκό, ή το Νιούαρκ του Φίλιπ Ροθ.

Στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟ, η Χ. διαχωρίζει την πραγματική πόλη από εκείνη που έγινε ανάμνηση. Οι πόλεις, μας λέει, ακολουθούν τη διαδρομή Πραγματικότητα-Μύθος-Λογοτεχνία, ενώ ο συγγραφέας, ως είθισται, ακούει τον λόγο της πόλης και τον μετατρέπει σε λόγο κειμένων. Ο χώρος της Θεσσαλονίκης, χώρος φορτωμένος από συλλογική μνήμη και ευαισθησία, με τις εθνολογικές διασταυρώσεις του και τις εθνικές-κοινωνικές-πολιτισμικές αντιφάσεις του, βρήκε στο πρόσωπο του Ιωάννου τον ιδανικό μεσολαβητή, τον ιδανικό δημιουργό που θα αφουγκραζόταν τον λόγο και την ιστορία της, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων.

Στη δεύτερη ενότητα, Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η Χ. περιγράφει ωραία τη διάβαση του Ιωάννου από την εποχή της αθωότητας, των φωτεινών εικόνων και της τρυφερότητας, στην εποχή της ερωτικής αναζήτησης, των ερωτικών ενοχών και φόβων, στη γενέθλια πόλη. Ο Ιωάννου θυμάται έντονα ένα κομμάτι της πόλης ως τα δεκαπέντε του, και πρόλαβε την ύπαρξη της γειτονιάς και των σχέσεων που αναπτύσσονταν σ’ αυτήν. Όπως μας επισημαίνει η Χ., ο Ι. αντλεί το υλικό του από τη Θεσσαλονίκη, είναι δηλ. βιωματικός λογοτέχνης και δεν πιστεύει στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Συνεχώς επιστρέφει στη γενέθλια πόλη κατά το η πόλις σε ακολουθεί του Καβάφη. Μια διακριτική ψηλάφηση τού αν η λογοτεχνία του Ι. είναι βιωματική ή αυτοβιογραφική μένει στα σπάργανα, αφού παρά το ερεθιστικό και ενδιαφέρον τού ζητήματος (παρατίθενται σχετικά απόψεις του Μάριο Βίτι και του Πάνου Μουλλά), μας διευκρινίζει η συγγραφέας πως δεν ήταν το ζητούμενο της μελέτης της.

Στην τρίτη ενότητα, Η ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, η X. εξετάζει τα δύο πρώτα ποιητικά του βιβλία και το πρώτο πεζογραφικό του, το Για ένα φιλότιμο, και πολύ εύστοχα κάνει λόγο για πόλη της μοναξιάς – έτσι σκιαγραφείται η πόλη στα Ηλιοτρόπια και στο Τα χίλια δέντρα, τις δύο ποιητικές συλλογές του Γ. Ιωάννου, που στάθηκαν πάντως αρκετές για να τον συμπεριλάβει ο Χριστιανόπουλος στην τριάδα των ερωτικών ποιητών της πόλης μαζί με τον ίδιο και τον Ασλάνογλου. Γενικά στα πρώτα έργα του Ιωάννου το προσωπικό βίωμα του αφηγητή κατακλύζει και υπερκαλύπτει την πόλη, που περισσότερο υπονοείται παρά περιγράφεται. Η πόλη ταυτίζεται με τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και την ενοχή. Χώροι και άνθρωποι αποκτούν κάτι το δαιμονικό. Ο συγγραφέας βρίσκεται ακόμα στο Εγώ – σταδιακά θα οδηγηθεί στο Εμείς, στα επόμενά του έργα.

Με τη Σαρκοφάγο και το Η μόνη κληρονομιά, η πόλη παύει να λειτουργεί ως πρόσχημα αλλά γίνεται ο χώρος ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής. Η πόλη διευρύνεται, οικοδομείται ο Μύθος της. Έχουμε πλέον εικόνες από συλλογικά βιώματα. Η περιπλάνηση του αφηγητή δεν υπαγορεύεται από την αναζήτηση του έρωτα και οι χώροι εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου. Προσωπικό και συλλογικό βίωμα συνυφαίνονται. Πάντα, βέβαια, η εστίαση και η αναφορά του Ιωάννου αφορούν λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες της πόλης. Στην περίοδο της συγγραφικής ωριμότητας που, πλέον, διανύει, ο χρόνος και ο τόπος αλλάζουν πολλές φορές μέσα σε ένα μόνο κείμενο. Η Χ. διακρίνει πως η πεζογραφία του Ι. είναι γεμάτη από δίπολα και σχήματα του στιλ χώρος-καθαριότητα, εξαγνισμός και σώμα-έρωτας-απελευθέρωση ή αμαρτία, ενοχή-κάθαρση, εξαγνισμός, ενώ και ο συγγραφέας, γράφοντας για την πόλη των αντιθέσεων, τη μεταμορφώνει και την αναπλάθει συνεχώς, πολλές φορές μέσα στο ίδιο κείμενο. Η πόλη της ομίχλης, της παρακμής και του θανάτου μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε πόλη του τραμ, των φώτων, της κίνησης των ανθρώπων.

Η τέταρτη ενότητα, Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, αφορά τα βιβλία Το δικό μας αίμα (μάλλον το κορυφαίο βιβλίο του Ιωάννου) και το Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Το πρώτο, επισημαίνει η Χ., περιέχει τα πλέον αποενοχοποιημένα πεζογραφήματα του Ι. Άλλες επισημάνσεις, εν τάχει, της μελετήτριας αναφορικά με αυτά τα βιβλία: Έχουμε πολλαπλή τοπογραφική εμφάνιση της πόλης. Η μνήμη του αφηγητή μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μνήμη συλλογική και η πόλη αποκτά διαστάσεις μέσα στον χρόνο. Οι χώροι της είναι πλέον φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Πάλι θα διακρίνουμε, πιο ευκρινή αυτήν τη φορά, τα αφηγηματικά άλματα του Ιωάννου στον χρόνο τόσο στην περιγραφή ενός καλντεριμιού της πόλης, της οδού Ευριπίδου ή της πλατείας του Αγίου Βαρδαρίου. Η πόλη εμφανίζεται άλλοτε αποσπασματική κι άλλοτε ολόκληρη. Πάλι προσλαμβάνει ποικίλες εκδοχές και σημασίες. Πόλη μάνα, πόλη καταφύγιο, πόλη πλατυτέρα, πόλη σκηνικό θανάτου (στο Το ξεκλήρισμα των Εβραίων), αλλά και πόλη της ορθοδοξίας, της βυζαντινής παράδοσης και του ακραιφνούς συντηρητισμού. Η πόλη συχνά μιλά ποιητικά (Σέιχ Σου, Με τα σημάδια της απάνω μου), ενώ στο εμβληματικό «Με τα σημάδια της απάνω μου» ο αφηγητής συνομιλώντας με την πόλη-σώμα του συνομιλεί με την Ιστορία.

Τέλος, στον επίλογο της μελέτης, η Χουζούρη καταθέτει συμπερασματικά την άποψή της πως η περιπλάνηση του αφηγητή Ιωάννου στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζεται και μετά θάνατον. Ο Ιωάννου, αυτό που επιτέλεσε κατά τη συγγραφέα ήταν πως έκανε την πόλη της Ιστορίας πόλη του Μύθου. Και καταλήγει πως όλα τα πεζογραφήματά του αποτελούν το μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης, που ήθελε αλλά δεν πρόλαβε, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, να γράψει. Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται με την ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ. Ι., με φωτογραφικό παράρτημα με μερικές αντιπροσωπευτικές (πάντα ασπρόμαυρες) φωτογραφίες του Θεσσαλονικιού λογοτέχνη, εμπλουτισμένη βιβλιογραφία και ευρετήριο.

Σκέφτομαι, ολοκληρώνοντας το βιβλίο της Χουζούρη, πως η ανατυπωμένη αυτή μελέτη της από τις εκδόσεις Επίκεντρο, είναι μια ουσιαστική και ανιδιοτελής προσφορά της που αφορά τόσο τη γενέθλιά της πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όσο και τον προσωπικό και πρωτότυπο (χρησιμοποιώ δύο επίθετα του κριτικού Γιώργου Αράγη για τον Ιωάννου) κορυφαίο πεζογράφο της. Παρότι πιστεύω πως η πόλη γενικά (άφυλη ούσα) παίρνει υπόσταση από τους ανθρώπους της, τη μνήμη, την ιστορία, το παρόν και το παρελθόν της και δεν είναι κτήμα κανενός συγγραφέα, δεν βρίσκω πιο πετυχημένη ταύτιση πόλης και δημιουργού από το δίπολο Θεσσαλονίκη και Ιωάννου. Αυτό που μένει, βέβαια, στα γραπτά κείμενα πέρα από προσωπικά ή συλλογικά βιώματα, και ξέχωρα απ’ την αφηγηματική μαστοριά, είναι το βλέμμα τού εκάστοτε συγγραφέα, που προσδίδει αυτό το κάτι ιδιαίτερο και εντελώς ξεχωριστό στην πόλη που γεννήθηκε ή για την οποία γράφει κείμενα. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε (και να μελετήσουμε) για τη Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, του Βαφόπουλου, του Αναγνωστάκη, του Μπακόλα, του Καζαντζή, του Χριστιανόπουλου, της Αγαθοπούλου, του Σφυρίδη. Δεν μπορώ όμως να μη συμφωνήσω πως αυτήν τη σωματική-ερωτική σχέση-επαφή της πόλης με τον δημιουργό, ή, για να το αντιστρέψω, έναν δημιουργό που θεωρεί την πόλη του όχι απλώς ως σωματική του προέκταση αλλά ως το ίδιο του το σώμα, μόνο στον Ιωάννου θα το συναντήσουμε, και μάλιστα στον πιο έντονο, εμφατικό, σχεδόν παράφορο, βαθμό.

Η μελέτη όμως της Έλενας, πέρα από τη ζωντάνια και φρεσκάδα που διατηρεί στο ακέραιο δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη της τύπωση, πέρα από χρήσιμο εγχειρίδιο μελέτης του συνολικού, σχεδόν, έργου του Ιωάννου, είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο. Καταδεικνύοντας αυτήν τη σωματική-ερωτική επαφή του δημιουργού Ιωάννου με την πόλη του, οδηγεί μοιραία –πιθανότατα παρά τη θέλησή της– σε συγκρίσεις και αποτιμήσεις για τη σχέση των νεώτερων δημιουργών με την πόλη όπου ζουν και δημιουργούν. Η πόλη στους σημερινούς πεζογράφους (καλώς ή κακώς, δεν είναι του παρόντος να το σχολιάσουμε), κατά τη γνώμη μου πάντα, ή θα είναι απούσα ολοκληρωτικά ή θα χρησιμεύει απλώς ως σκηνοθετικό φόντο ή θα ταυτίζεται αποκλειστικά με τους ήρωες των βιβλίων ή η ιστορία της, οι μνήμες και το παρελθόν της θα ανατέμνονται σε κάποιο λογοτεχνικό εργαστήρι, ψυχρά, εγκεφαλικά και αποστασιοποιημένα. Έχει χαθεί, νομίζω, η προσωπική σχέση, η αμεσότητα, η σωματική επαφή του δημιουργού με την πόλη. Άλλοι καιροί θα μου πείτε κι άλλες εποχές. Δεν αντιλέγω. Κι ούτε αυτή η (ίσως αυθαίρετη) διαπίστωση μειώνει τη λογοτεχνική αξία βιβλίων σύγχρονων πεζογράφων που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το αλλοπρόσαλλό της σήμερα με βάση τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ας μείνουμε όμως, προς το παρόν, στην επανέκδοση της μελέτης της Χουζούρη για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, που και γοητεύει και πληροφορεί και αποσαφηνίζει και ανοίγει δρόμους στην ανάγνωση και μελέτη του έργου ενός κορυφαίου πεζογράφου της νεοελληνικής μας γραμματείας.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε στην ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 27/5/2012, στην παρουσίαση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. Άλλοι ομιλητές: Βενετία Αποστολίδου και Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος)

 

 

 

 

 


Γιώργος Χρονάς-Οδός Πανός

 



 

 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ

ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ ΚΑΙ

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

 

֎

 

 

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»

 

 

Το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κυκλοφορεί ανελλιπώς εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια από το 1981 μέχρι σήμερα, από τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά. «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» το αποκαλεί ο εκδότης δημιουργός του, αφού κι ο ίδιος, απόλυτος, επιλεκτικός, εργασιομανής και συγκεντρωτικός χαρακτήρας ανθρώπου (τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που οφείλει να έχει κάθε σημαντικός άνθρωπος του καιρού του, αναφορικά με την ενασχόλησή του με την τέχνη) αισθάνεται ως εργάτης μιας φάμπρικας πολιτισμού, που παράγει και προξενεί εξαιρετικά αισθήματα και συναισθήματα στους αναγνώστες του, είτε με την ιδιότητα του ποιητή είτε με αυτήν του εκδότη. Η ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κερδίζει τον αναγνώστη για τους παρακάτω λόγους:

* Είναι κομψό σε σχήμα και μέγεθος περιοδικό, θυμίζει βιβλίο τσέπης και μπορεί άνετα να εισχωρήσει σε φαρδιά τσέπη δερμάτινου σακακιού, κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα, αγορασμένο από το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς.

* Εκφράζει και αντανακλά τις αισθητικές και καλλιτεχνικές αντιλήψεις, ανησυχίες και επιλογές του εκδότη του, δηλαδή αποτελεί μια συνέχεια, τρόπον τινά, της αντίληψης και της περί τέχνης άποψης σπουδαίων και γενικώς αποδεκτών προσωπικοτήτων που χάραξαν την πορεία και τη λογοτεχνική-καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Χρονά (Παζολίνι, Φελίνι, Τένεση Ουίλιαμς, Βισκόντι, Μαρία Κάλας, Όσκαρ Ουάιλντ, Τσαρούχης, Χατζιδάκης, Γκάτσος, Κατσαρός, Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος κ. α), όπερ σημαίνει εξασφαλισμένη ποιότητα λόγου και αισθητική-καλλιτεχνική αρτιότητα και αναγνωρισιμότητα.

* Δεν είναι αγκυλωμένο σε ιδεολογικά-πολιτικά μετερίζια αλλά ούτε έχει λογοτεχνικού τύπου προσκολλήσεις σε είδη γραφής, ύφη, λογοτεχνικές θεωρίες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Είναι ένα προσιτό, λαϊκό, συνάμα όμως και αριστοκρατικό έντυπο, προσιτό σε κάθε αναγνώστη που αποζητά την αισθητική ποιότητα και σέβεται πάνω απ’ όλα τον εαυτό του.

* Στη θεματολογία του βρίσκεις θέματα που ενδιαφέρουν από τους πολύ ψαγμένους αναγνώστες της λογοτεχνίας μέχρι κομμάτια της νεολαίας που πρωτίστως θα τους ενδιέφερε ένα μικρό αφιέρωμα σε ένα μουσικό συγκρότημα, σε κάποιο σκηνοθέτη ή σ’ ένα είδος σύγχρονης μουσικής.

* Καλύπτει μια μεγάλη γκάμα καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων: ελληνική και ξένη πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, κινηματογράφο, εικαστικά, κριτική βιβλίου αλλά και θεάτρου, αφιερώματα σε προσωπικότητες της ελληνικής ή της παγκόσμιας τέχνης, πολιτιστική ατζέντα, σχόλια από εφημερίδες και πολλά άλλα

*  Το βρίσκεις όχι μόνο σε ψαγμένα και γνωστά βιβλιοπωλεία, αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στη Θεσσαλονίκη ή και σε άλλες πόλεις, πωλείται ακόμα και σε περίπτερα ή χώρους διανομής έντυπων μέσων (στη Χαλκιδική το βρίσκω εύκολα ακόμα και στο ψιλικατζίδικο του χωριού, όπου περνώ τα καλοκαίρια μου)

Κάτι που με συγκινεί ιδιαιτέρως και πρέπει να το αναφέρω είναι και η σύνδεση της τέχνης με την καθημερινότητα και τον κόσμο των ειδήσεων, που σχεδόν σε κάθε τεύχος θα το δούμε μέσα από κάποια συνήθως τραγική είδηση, απ’ αυτές που σπανίως γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες και στον «κίτρινο» Τύπο που μας κατακλύζει, ειδήσεις όμως που κρύβουν σπαραγμό, τραγικότητα και θλίψη, και που οι τίτλοι, από μόνοι τους, αποτελούν στίχους ποιημάτων ή σπαραχτικών σεναρίων: Διαβάζω μερικούς τέτοιους τίτλους ειδήσεων που ο Χρονάς, αποθησαυρίζοντας, εντάσσει στο περιοδικό του, φαντάζομαι όχι μόνο ως απλές ειδήσεις, αλλά ως δραματικά θραύσματα-σχόλια ζωής, ως σπαραχτικά, ποιητικά συμβάντα: Ιερόδουλες κατέλαβαν εκκλησία. Έριξαν από γέφυρα τα 6 παιδιά τους και έπειτα αυτοκτόνησαν. Πατέρας εγκατέλειψε το ανάπηρο διανοητικά παιδί του. Αποπειράθηκε να βιάσει την αδελφή του. Έσφαξε τη γυναίκα έγκυο τεσσάρων μηνών και μάνα 5 παιδιών. Σκότωσε τη γυναίκα του και μετά αυτοκτόνησε. Δηλητηριάστηκαν με ηρεμιστικά 20χρονη μητέρα και 4χρονη κόρη. Σκότωσε τον άνδρα της μπροστά στα παιδιά της. Τον δολοφόνησαν και έκαψαν το πτώμα του με λάστιχο κ.τλ.

Το περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, εκτός των άλλων, αποτέλεσε και αποτελεί κατάλυμα δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων, συνεργατών, Θεσσαλονικιών ή γενικότερα από τον Βορειοελλαδίτικο χώρο, που συνεργάστηκαν ή εξακολουθούν να συνεργάζονται με κείμενα, δοκίμια, ποιήματα, συμμετοχή σε αφιερώματα, ποίηση ή κριτική βιβλίου ή θεάτρου στις σελίδες του. Κάνοντας μια μικρή έρευνα στα πρώτα 100 τεύχη του περιοδικού (δηλαδή περίπου στα δύο τρίτα της συνολικής έως τώρα παραγωγής του) κατέληξα ότι τα κείμενα που σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη, αφορούν χοντρικά τρεις μεγάλες κατηγορίες.

1) Συνεργασίες Θεσσαλονικιών δημιουργών (κυρίως πεζογράφων, ποιητών ή κριτικών). Αναφέρω κάποια ονόματα με επιπρόσθετα διευκρινιστικά στοιχεία: Ζυράννα Ζατέλη (εκ Σοχού Θεσσαλονίκης ορμώμενη) 7 συνεργασίες μόλις στα πρώτα 17 τεύχη του περιοδικού. Διονύσης Στεργιούλας (μάλλον ο σταθερότερος Βορειοελλαδίτης συνεργάτης του περιοδικού με τις περισσότερες συνολικά συνεργασίες, 17 μόνο στα πρώτα 100 τεύχη, και συνολικά έως σήμερα περί τις 50, κυρίως με ποιητικά δοκίμια, συμμετοχή σε αφιερώματα και κριτικές βιβλίων. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν μόλις στα τελευταία τεύχη της Οδού Πανός.), Θωμάς Κοροβίνης (πρώτη του συνεργασία με το σπαραχτικό «Ένα γράμμα στον Κώστα Ταχτσή», τεύχ. 39, ακολουθούν άλλες 5 συνεργασίες ως τα 100 τεύχη, σε κάποια από αυτά, κείμενα για το μετέπειτα βιβλίο του «Κανάλ ντ’ αμούρ»), Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Καβαλιώτης πεζογράφος, 5 συνεργασίες), Γιάννης Παλαμιώτης (ηθοποιός και πεζογράφος, 3 συνεργασίες), Σπύρος Λαζαρίδης (ποιητής, δοκιμιογράφος) 2 συνεργασίες, Ζωή Σαμαρά (ποιήτρια, πανεπιστημιακός, πρόεδρος της ΕΛΘ) (15 οι συνολικές της παρουσίες μέχρι τώρα, με ποιήματα, κριτική θεάτρου, βιβλιοκρισίες, δύο επιπλέον δοκίμια για τον Τηλέμαχο Αλαβέρα και τον Οδυσσέα Ελύτη, συν μία επιμέλεια αφιερώματος στον Μίλτο Σαχτούρη), Ιγνάτης Χουβαρδάς (ποιητής, πεζογράφος) 2 συνεργασίες, Δημήτρης Χορόσκελης (ποιητής) 2 συνεργασίες, Πάρις Παρασχόπουλος (κιθαρίστας, συνθέτης και δημοσιογράφος) 2 συνεργασίες, και οι: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (πεζογράφος), Σάκης Σερέφας (ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, θεατρικός συγγραφέας), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (ποιήτρια, δοκιμιογράφος) και Ξενοφών Κοκκόλης (πανεπιστημιακός) από 1 συνεργασία ο καθένας.

2) Η κατηγορία αυτή αφορά αφιερώματα σε σπουδαία πρόσωπα της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Δύο αφιερώματα στον Γιώργο Ιωάννου (τεύχ. 18, λίγο μετά τον θάνατό του, αλλά και στο τεύχ. 86-87 –, 10 χρόνια μετά τον θάνατό του, πλήρες αφιέρωμα, ίσως το πληρέστερο έως τώρα σε λογοτεχνικό περιοδικό · εδώ δεν πρέπει να αδικηθεί και το περιοδικό «Εντευκτήριο» που κατά καιρούς παρουσίασε αφιερώματα ή σημαντικές σελίδες για τον σπουδαίο πεζογράφο της πόλης μας). Ένα πλήρες αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (τεύχ. 90-92), ένα μικρό αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο (τεύχ. 96, ενώ το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού στο τεύχ. 165, Μάρτιος 2015, είναι σαφώς πληρέστερο και αναλυτικότερο) και ένα αφιέρωμα στην ποιήτρια Ζωή Σαμαρά (τεύχ. 97-98)

3) Η τρίτη κατηγορία αφορά κείμενα για Θεσσαλονικιούς δημιουργούς ή για την πόλη της Θεσσαλονίκης που γράφτηκαν από μη Θεσσαλονικιούς ή και από Θεσσαλονικιούς δημιουργούς: Γιώργος Χρονάς, τεύχ. 20-21 για τον Τόλη Καζαντζή, Γιώργος Χρονάς, τεύχ. 77, Φθινοπωρινά στάσιμα για τη Θεσσαλονίκη, Χρύσα Σπυροπούλου, τεύχ. 73-74, Οι γυναικείες μυθικές μορφές στο έργο της Ζωής Καρέλλη, Τάσος Κόρφης για τον Ασλάνογλου (τεύχ. 65), Αντώνης Περαντωνάκης για τον Γιώργο Ιωάννου (τεύχ. 18) κ. τλ.

Από το 101 τεύχος του περιοδικού μέχρι το πιο πρόσφατο, οι Θεσσαλονικείς συνεργάτες ολοένα αυξάνονται και πληθύνονται, σε διάφορους τομείς. Σ’ αυτό έπαιξε τον ρόλο του και το σημαντικό αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο Διονύσης Στεργιούλας για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, για το οποίο θα σας μιλήσει ο ίδιος, και η διαμεσολάβησή του για συνεργασίες Θεσσαλονικιών δημιουργών αναφορικά με αυτό το αφιέρωμα (τεύχ. 133, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006). Αναφέρω απλώς μερικά ακόμη ονόματα νέων Θεσσαλονικιών συνεργατών, που προστέθηκαν στους ήδη παλιούς, με σημαντικές συνεργασίες: Ντίνος Χριστιανόπουλος (με ποιήματα και με μια μαρτυρία για τον Καβάφη στο τεύχ. 147), οι πανεπιστημιακοί Δημήτρης Κόκορης, Βασίλης Σαρρής, Χρήστος Δανιήλ και Αναστάσιος Πολυχρονιάδης (με δοκίμιά τους), ο συγγραφέας-τραγουδοποιός Μανόλης Ρασούλης (κείμενο για τον Καλδάρα), η ποιήτρια-δοκιμιογράφος Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (κυρίως με δοκίμια και βιβλιοκρισίες), ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης με δοκίμιό του, οι ποιητές και κριτικοί Θανάσης Μαρκόπουλος και Βασίλης Ιωαννίδης με δοκίμιά τους, ο πεζογράφος Γιώργος Καρτέρης με διηγήματα, ο πεζογράφος και δοκιμιογράφος Παναγιώτης Γούτας με μικρά πεζά, διηγήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες, ο Γιάννης Ατζακάς, βραβευμένος πεζογράφος, με βιβλιοκρισίες, οι ποιητές Βαγγέλης Τασιόπουλος και Παναγιώτης Μαυρίδης (δοκίμιο ο πρώτος, ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων ο δεύτερος), ο Πέτρος Θεοδωρίδης με ποιήματα, ο Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους με συμμετοχή σε αφιερώματα, η Ελευθερία Ντανούρα και ο Νίκος Παπατζέλος με δοκίμια, ο Μπάμπης Ιμβρίδης, κυρίως με ανταποκρίσεις από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά και αρκετοί ακόμη που για οικονομία χρόνου παραλείπω.

Το περιοδικό, χρόνο με το χρόνο εξελίσσεται γραφιστικά, η ύλη του συνεχώς πυκνώνει και ανανεώνεται σύμφωνα με την εποχή και τις απαιτήσεις της, τα αφιερώματα συνεχίζονται το ίδιο πάντα ενδιαφέροντα, και το καλλιτεχνικό στίγμα του Γιώργου Χρονά, μέσα στο χρόνο, παραμένει αναλλοίωτο.

Ανάμεσα στους Θεσσαλονικιούς δημιουργούς και, παράλληλα, συνεργάτες της Οδού Πανός (είτε ευκαιριακούς είτε ταχτικούς) και στον Γιώργο Χρονά νομίζω πως διαμορφώθηκε, σε βάθος χρόνου, μια πολύ εποικοδομητική και χρήσιμη ώσμωση, τόσο για τους ίδιους τους δημιουργούς όσο και για τον εκδότη και το περιοδικό του. Αυτό το δούναι και λαβείν νομίζω πως υπήρξε αμοιβαίο, ισότιμο και ωφέλιμο και για τις δύο πλευρές. Άλλωστε ο Χρονάς και η Οδός Πανός θεωρούν τη Θεσσαλονίκη κομμάτι του εαυτού τους και της ζωής τους, όπως και αρκετοί Θεσσαλονικείς δημιουργοί έβρισκαν (και εξακολουθούν να βρίσκουν) ένα σταθερό κατάλυμα για να στεγάσουν τα κείμενά τους και τις συνεργασίες τους σ’ αυτό το περιοδικό. Ο Χρονάς πάντα μας εξομολογούνταν –το έχει γράψει μάλιστα κατ’ επανάληψη– πως, αν και Πειραιώτης, θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δεύτερη πατρίδα του. Θέλω να του ευχηθώ από καρδιάς υγεία, δημιουργικότητα, καλή δύναμη και συνέχεια στον δύσκολο αγώνα του. Και επειδή μια ευχή του τύπου «να χιλιάσουν τα τεύχη του περιοδικού» είναι οπωσδήποτε υπερβολική, ανεδαφική και ανέφικτη, του εύχομαι ολόψυχα να φτάσει στο μεγαλύτερο δυνατό τριψήφιο νούμερο έκδοσής του, πάντα με την ίδια ποιότητα και απλότητα στην οποία επενδύει εδώ και ολόκληρες δεκαετίες, αναφορικά με την όλη εικόνα του και τις πάντα ενδιαφέρουσες συνεργασίες του.

 

(το κείμενο αναγνώσθηκε σε εκδήλωση της ΔΕΒΘ, την Κυριακή 10 Μαΐου, 2015, με τίτλο: ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»)

 

 




 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ

 

 

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε / πριν από τη δύση του ήλιου / στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες / γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία / που θ’ αράξουν μια νύχτα του χειμώνα / απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς / θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες / της Βηρυτού, της Όστιας

 

 

Με χαρά και τιμή υποδεχόμαστε στη Θεσσαλονίκη τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά. Κάθε φορά που ο ίδιος ανηφορίζει στον Βορρά, είτε για την παρουσίαση βιβλίου του είτε για το περιοδικό του είτε για κάποια θεατρική παράσταση με αφορμή κάποιο έργο του, η πόλη πάντα τον υποδέχεται θερμά ως δικό της παιδί, αφού η σχέση του μαζί της είναι πολύχρονη, βαθιά και αγαπητική.

Ο Χρονάς, ένας από τους σημαντικότερους και πιο χαρισματικούς ποιητές της γενιάς του, ευτύχησε να συναναστραφεί πνευματικά με προσωπικότητες μεγάλου βεληνεκούς, τους οποίους και ο ίδιος κατονομάζει (και προς τιμήν του) ως δασκάλους του. Τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Μεγάλη παρακαταθήκη η φιλία, η άμεση επικοινωνία, ο συγχρωτισμός μαζί τους, που του φανέρωσαν την κοίτη της αληθινής ζωής και της αληθινής τέχνης, κάνοντάς τον να ασπασθεί το μεγαλείο μιας Ελλάδας, που σήμερα πολύ δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε γύρω μας. Με τη λάμψη των δασκάλων του, λοιπόν, στα μάτια, με τέχνη αλλά και αγάπη και ενσυναίσθηση για τους απλούς, λαϊκούς ανθρώπους, συνέθεσε και συνθέτει αληθινά ποιήματα. Ποιήματα ολιγόστιχα ή μεγαλύτερα σε έκταση, ερωτικά και βαθιά ανθρώπινα, με αφαιρετική γραφή, ελλειπτικότητα, αμεσότητα, συχνά σκηνοθετική ματιά, που μίλησαν και μιλάνε στις ψυχές πολλών αναγνωστών. Επιρροές του οι αρχαίοι τραγικοί, τα ερωτικά επιγράμματα, οι Ιταλοί νεορεαλιστές (ποιητές και σκηνοθέτες), ο Καβάφης. Θυμάμαι έντονα, αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, πρωτοετής στη Νομική Κομοτηνής, τη λατρεία που του είχαν πολλοί φοιτητές, αφού από τότε στα μάτια τους ήταν ένα μυθικό πρόσωπο, υπό την έννοια ότι η ποιητική του μυθολογία είχε αρχίσει ήδη να διαγράφεται. Η ποίηση του Χ. άγγιζε βαθιά τους νέους ανθρώπους, που ψάχνονταν σε προσωπικό, πολιτικό και ερωτικό επίπεδο, αναζητώντας τον εαυτό τους. Ως νέος Μακεδών πραματευτής που βρέθηκε σε λιμάνι της Κρήτης ή της αρχαίας Φοινίκης, αντάλλασσα βιβλιαράκια με ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου (στην παλιά τους έκδοση, της Διαγωνίου), υπό μορφή δανεισμού πάντα, για να ξεφυλλίσω τα Αρχαία βρέφη του άγνωστού μου ακόμη ποιητή Χρονά, που απλά κορίτσια από το Πέραμα, τα Σεπόλια, το Ηράκλειο, την Αθήνα, και νέα παιδιά από την Πάτρα, το Αίγιο και την Ευρυτανία, που σπούδαζαν, τότε, δικηγόροι, έπιναν νερό (ή και κρασί) στο όνομά του.

Ο ποιητικός κόσμος του Χρονά είναι λαϊκός και αριστοκρατικός συνάμα. Όπως στον βίο του έτσι και στην ποιητική του τέχνη, το απλό, το λαϊκό, το καθημερινό, το φαινομενικά ευτελές, γίνεται εξαίσιο, άριστο, μεγαλειώδες, σημαντικό. Στο κλείσιμο ενός κειμένου του ποιητή, που τιτλοφορείται «Η Αθήνα μου ανοχύρωτη φαντασία» (Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου), ο Χρονάς μάς καταθέτει ένα υποδειγματικής λιτότητας και περιεκτικότητας βιογραφικό, στο οποίο προσδιορίζεται ως εξής: «Γεννήθηκα στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1948. Δεν είχα πολλές επιλογές. Ήμουν αυστηρός στον τρόπο μου. Συμβαίνει στους Πειραιώτες». Επίσης, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής του συλλογής «Τα αρχαία βρέφη» (εκδ. 1980), ο Χρονάς μάς συστήνει τους ήρωές του ως εξής: «Ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Στις συλλογές Αρχαία βρέφη, Αναιδής θρίαμβος και Κίτρινη όχθη Β΄ τα κρεβάτια στα οποία ξαπλώνουν οι ήρωές του είναι γεμάτα ιδρώτα, σπέρμα και οσμές προσώπων. Παιδιά από μηχανουργεία, τύποι λαϊκοί, πόρνες, τσακισμένες φιγούρες, θαμώνες γηπέδων ή κινηματογράφων πορνό, λεηλατημένοι φαντάροι, λαϊκές τραγουδίστριες, παρελαύνουν σε ξενοδοχεία Δ΄ τάξεως, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων. Τα κρεβάτια του είναι από φτηνό υλικό, ξένοι τα επισκέπτονται και πλαγιάζουν πάνω τους, φιλοξενούν ηρωίδες που μοιάζουν με εκείνες των ποιημάτων του Τσεζάρε Παβέζε, που αργοπεθαίνουν καπνίζοντας σε φτηνά ξενοδοχεία και αποτυπώνουν τον θάνατο. Αποπνέουν αίσθημα φθοράς, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη ανθρώπων χαμένων από χέρι, που όμως ο ποιητής τους αγκαλιάζει τρυφερά με τη ζεστή ματιά του κι εντέλει τους σώζει, δίνοντας νόημα και ουσία στην ύπαρξή τους.

Οι ήρωες του Χρονά είναι συφιλιδικοί και ξαπλώνουν σε αχυρένια στρώματα, δεν ντρέπονται για την αμάθειά τους, είναι ναύτες του θωρηκτού Ποτέμκιν και πλαγιάζουν σε τρίκλινα ξενοδοχείων. Γυναίκες και άντρες μιλούν χαμηλόφωνα, λένε λόγια συνηθισμένα, κάνουν κινήσεις και χειρονομίες απλών ανθρώπων (βγάζουν αργά τις φουρκέτες από τα μαλλιά τους, σβήνουν τα φώτα, γέρνουν στο κρεβάτι) ή διαιωνίζουν το είδος σε διπλά κρεβάτια, καθαρά σεντόνια, κάτω από καθρέφτες. Θα λέγαμε πως λειτουργούν όπως οι ηθοποιοί κάποιου αόρατου θιάσου που παίζουν τον ρόλο τους, τηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ή πράττουν όπως οι αυτοκράτορες του Καβάφη στα ιστορικά και ιστορικοφανή του ποιήματα.

Ο Χρονάς, όντας διάσημος, δεν αγαπά πολύ τα φώτα της δημοσιότητας – και καλά κάνει. Δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, δεν κόβει και ράβει σε ύποπτης εγκυρότητας λογοτεχνικές επιτροπές, δεν είναι καν στην πρώτη γραμμή των επάλξεων, όπου, συνήθως κάποιοι μέτριοι και καπάτσοι, διαφεντεύουν τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα. Κινείται πίσω από τις φανταχτερές βιτρίνες και τις εκκωφαντικές κραυγές της τέχνης που υπηρετεί, λιτά, ουσιαστικά και χαμηλόφωνα, τρόπος απόλυτα συναφής και συνεπής με την αρκαδική καταγωγή του. Είναι σπουδαίος με το έργο του, τον μύθο που δημιούργησε (έναν μύθο που πλέκεται αξεδιάλυτα με την προσωπική του αλήθεια), τις εμμονές του, τη σιωπή του. Γράφει ποιήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα και εκδίδει το σημαντικό (και μακροβιότερο στη δική μου συνείδηση) περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, δίνοντας στέγη και σελίδες σε πολλούς ανέστιους των γραμμάτων, από κάθε μεριά της Ελλάδας. Η ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, το «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί, κυκλοφορεί με σταθερή περιοδικότητα εδώ και 34 περίπου χρόνια. Ένα περιοδικό που χάραξε γενιές ολόκληρες αναγνωστών, καθόρισε ένα ύφος και ένα ήθος γραφής, ένα λαϊκό και συνάμα απαιτητικό έντυπο, που θα το βρει κανείς ακόμα και στα περίπτερα της πρωτεύουσας, και που το εμπορικό δαιμόνιο του εκδότη του σε συνδυασμό με την εργατικότητά του, το έκανε ευπώλητο στις μεγάλες αναγνωστικές μάζες.

Θα ήθελα να κλείσω αυτό το κείμενο διαβάζοντας δυο αγαπημένα σ’ εμένα ποιήματα του Γιώργου Χρονά. Δεν θα μπω στη διαδικασία να τα κρίνω με λογοτεχνικά κριτήρια, δεν ξέρω αν είναι από τα καλύτερά του. Σχετίζονται με τα πρώτα μου ποιητικά διαβάσματα και ανατρέχω συχνά στους στίχους τους γιατί αναδεικνύουν και σώζουν μια παλιότερη, αγαπημένη εποχή, με την οποία ψάχνω να βρω γέφυρες επικοινωνίας, κυρίως μέσω της τέχνης. Ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος έδωσε μάλιστα και τον τίτλο σε ένα δικό μου, σχετικά πρόσφατο, μυθιστόρημα.

 

 (Διαβάστηκαν τα ποιήματα «Τετάρτη» και «Πάντα είναι Αύγουστος», από τη συλλογή του Γιώργου Χρονά Αρνητικά ειδώλων)

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του ποιητή Γιώργου Χρονά στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 22 /1 /2014. Άλλοι ομιλητές της βραδιάς ο Διονύσης Στεργιούλας και ο Ιορδάνης Κουμασίδης)

 

 

 

 

 


 

Περιοδικό Οδός Πανός, τ.147, αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010

 

 

Με ένα χορταστικό αφιέρωμα 176 πυκνογραμμένων σελίδων για τον Καβάφη κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός, που διευθύνει ο πάντα εργατικός και ακούραστος ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. Το αφιέρωμα, όπως ο ίδιος ο Χρονάς δηλώνει, «ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη», αφού επιμελητής του είναι ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Διονύσης Στεργιούλας, ο οποίος συμμετέχει και με πρωτότυπο κείμενο τριάντα οκτώ σελίδων αναφορικά με το τελευταίο ποίημα του Καβάφη, ενώ παράλληλα ανθολογεί είκοσι επτά ποιήματα του Μεγάλου Αλεξανδρινού. Άλλες σημαντικές υπογραφές αυτού του τεύχους, εκείνες των: Ντίνου Χριστιανόπουλου, Μένη Κουμανταρέα, Ανδρέα Παγουλάτου, Δημήτρη Κόκορη και Γιώργου Χρονά.

Η συμμετοχή των συνεργατών της Θεσσαλονίκης αφορά έξι κείμενα των Χριστιανόπουλου, Στεργιούλα, Κόκορη, Ντανούρα, Ιωαννίδη και Γούτα. Ο Χριστιανόπουλος, με το κείμενό του «Το χωριό της μητέρας μου και ολίγα καβαφικά» αναφέρεται στο Χαράκι της Κυζίκου, ένα χωριό έξω από την Πόλη το οποίο επισκέφτηκε ο Καβάφης τα χρόνια που έζησε στην Κωνσταντινούπολη, και το αναφέρει σε μία μελέτη του δημοσιευμένη στην αλεξανδρινή εφημερίδα «Τηλέγραφος». Από το κείμενο του Χριστανόπουλου φαίνεται πως τον Καβάφη τον απασχολούσαν και γλωσσολογικά ζητήματα.

Ο Στεργιούλας με «Το τελευταίο ποίημα του Καβάφη» –πρόκειται για το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», που ολοκληρώθηκε λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, το 1933– σπάει τους καβαφικούς κώδικες, και ύστερα από πολύχρονη και κοπιαστική πολύπλευρη μελέτη καταλήγει πως ο Ιουλιανός τού ποιήματος αφορά διάσημη πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας εκείνων των χρόνων. Υποδεικνύει νέους τρόπους προσέγγισης και ανάγνωσης των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη, που πιθανότατα σχετίζονταν με ιστορικά γεγονότα της εποχής του, στα οποία ο Καβάφης αναφερόταν υπαινικτικά. Ο Στεργιούλας με τη μελέτη του αυτή διευρύνει τις μελέτες του Σεφέρη και του Τσίρκα για το καβαφικό έργο.

Ο Δημήτρης Κόκορης στο δικό του κείμενο αναφέρεται στη μεταστροφή της γνώμης ενός ελάσσονα ποιητή, του Καίσαρα Εμμανουήλ, για τον Κ. Π. Καβάφη. Ο Καίσαρ Εμμανουήλ ξεκίνησε με αρνητική άποψη για την καβαφική ποίηση, για να γράψει τελικά επαινετικά σχόλια.

Ένα συνολικό πορτρέτο του Καβάφη, πολύπλευρο και πολυπρισματικό, αποτελεί το κείμενο του ποιητή και θεσσαλονικιού εικαστικού Βασίλη Ιωαννίδη. Ο αναγνώστης θα συναντήσει στις σελίδες του ένα χρονολόγιο του Καβάφη εμπλουτισμένο με προσωπικά, βιογραφικά, ψυχογραφικά και λογοτεχνικά στοιχεία για το έργο του και τη σημασία του, ενώ προς το τέλος του κειμένου του ο Ιωαννίδης μιλάει διεξοδικά για τα πορτρέτα, τις ελάχιστες φωτογραφίες αλλά και τα σκίτσα του ποιητή που διασώθηκαν.

Η Ελευθερία Ντανούρα στη δική της συνεργασία που τιτλοφορείται «Η Αντιόχεια στο έργο του Καβάφη», τονίζει πως η Αντιόχεια θα είναι πάντα η πόλις που θα ακολουθεί τον Αλεξανδρινό.

Τέλος, ο υπογράφων αυτό το κείμενο, αναζητά την ερωτική διάσταση των ποιημάτων του Καβάφη μέσα από τα λήμματα κλίνη και κρεββάτι, που συναντούμε πάντα σε υποφωτισμένες κάμαρες, γεμάτες ερωτική αναπόληση και ηδυπάθεια.

Ένα αφιέρωμα για τον Καβάφη είναι πάντα ζωντανό και επίκαιρο, αφού το έργο του ποιητή, παρά το πέρασμα του χρόνου, παραμένει αρυτίδωτο. Ο Καβάφης, ο μετρ της υπαινικτικότητας, ο σκοτεινός, κρυψίνους και εσωστρεφής ποιητής, ο οικουμενικός δημιουργός που πατά σε τρεις ηπείρους και το έργο του αφορά πλέον όλον τον κόσμο, η κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα μαζί με τον Έλιοτ και τον Πάουντ, ο ποιητής των μόλις 154 ποιημάτων, εξακολουθεί να διαβρώνει την εποχή μας και να συναρπάζει. Πολλοί του στίχοι έχουν γίνει μότο βιβλίων, κορυφαίοι ποιητές έγραψαν ποιήματα για τον ίδιο ή με τον δικό του τρόπο, μέχρι και σε επιφυλλίδες ή ελαφρολαϊκά αναγνώσματα πέρασαν ως ατάκες οι στίχοι του. Σε μια εποχή που εξακολουθεί να συσχετίζει κουτά, στην εποχή της pax Americana και της υποτίμησης των ανθρώπων από άλλους ανθρώπους, σε κοινωνίες κρίσης, αναξιοπρέπειας, ανέχειας και παρακμής όπως οι σημερινές, «ο Καβάφης καλπάζει» κατά τη ρήση του Χριστιανόπουλου.

Κλείνω με λίγες σκέψεις για την Οδό Πανός και τον Γιώργο Χρονά. Είναι άξιο θαυμασμού πώς κατορθώνει ένα λογοτεχνικό περιοδικό, όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά σε κάποια τεύχη του να προχωρεί και σε ανατυπώσεις, αγγίζοντας νούμερα που θα τα ζήλευε και ένας πετυχημένος μυθιστοριογράφος. Ο Χρονάς χάρη στο ένστικτό του, το ταλέντο του και το εκδοτικό του δαιμόνιο, πέτυχε αυτό που κατόρθωσε κάποτε ο Μουρσελάς στο μυθιστόρημα, ο Σκαμπαρδώνης στο διήγημα και η Δημουλά στην ποίηση. Αγγίζοντας τις μεγάλες μάζες αναγνωστών έκανε ευπώλητο στην Ελλάδα ένα λογοτεχνικό περιοδικό.

 

(περιοδ. INDEX,  τχ. 38, Μάρτιος 2010)

 

 

 

 

 

 


ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

 

 

1) Τα πράγματά του όλα που είναι στο δωμάτιο / και κείνα που πρόκειται κάποτε εδώ να φτάσουν / από φορμάικα είναι. / Κρεβάτια, τραπέζια κι εταζέρες, /  καρέκλες και ντουλάπα.

2) Υπήρχε χώρος τότε στα δωμάτια /  για κάθε ξένο ένα κρεβάτι.

3) Όχι στα κρεβάτια, μήτε στις χαμηλές κουβέντες / που λέγονται κάτω από σβυσμένες λάμπες / αλλά μαζί σου θα ’βγαινε στα καφενεία και στους στρατώνες / στα σινεμά πορνό και στα γήπεδα.

4) Κι έπειτα να πέθαινε σαν ηρωίδα του / Τσέζαρε Παβέζε που ξέχασε / να πάρει Veronal πριν κοιμηθεί κι έτσι ποτέ δεν κοιμήθηκε / αλλά απλώς έπεσε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου το βράδυ.

5)  Γι’ αυτό ελαφρά διαφωνούν [τα νέα πρόσωπα] / το πρωί βγαίνοντας δεν μιλούν στον ξενοδόχο /  στον ξένο που πλαγιάζει στο τρίκλινο.

6) Αργά το Σάββατο παρατηρώ το θάνατο /  όπως αποτυπώνεται στα παλιά πράγματα, στα ξύλινα / ταβάνια, στα πρόστυχα κρεβάτια, στα βαμμένα με / κίτρινη ώχρα ξύλινα πατώματα.

7) Δεν ξέρω πώς παντρεύτηκα. Πώς γέννησα. / Σε ποιο κρεβάτι μετά τα χωράφια /  κοιμήθηκα.

8) Έτσι μόνη τα βράδια βλέπω τη μάνα μου στον καθρέφτη / αργά τις φουρκέτες της να βγάζει. /  Να σβήνει τα φώτα / να γέρνει στο κρεβάτι.

9) Σκέφτηκα να το σκεπάσω με μια πετσέτα / ένα σάλι για την πλάτη /  για να το δει ο Νίκος /  στο κρεβάτι.

10) Τον έβλεπα μέχρι που χάθηκα / στους διαδρόμους / κι αυτός είχε σηκωθεί στο κρεβάτι /  όσο μπορούσε / και με χαιρέταγε.

11) Υψώνω την αμάθειά μου πάνω από πόλεις / γκρεμισμένες. / Πάνω από άρρωστα παιδιά / που κλαίνε σε άδεια κρεβάτια.

12) Σε τρίκλινα ξενοδοχεία / πλαγιάζουν οι τελευταίοι ναύτες του θωρηκτού /  Ποτέμκιν.

13) Και πάνω σε διπλά κρεβάτια, σε καθαρά στρώματα / κάτω από καθρέφτες. / Πώς αποφασίζουνε τη διαιώνιση του είδους τους. / Μετά πώς βάζουνε στα δάχτυλα κολώνιες.

14) Πάνω σε γυμνά / Σε αχυρένια στρώματα /  Ξαπλώνουν κάτι αγόρια /  Κάτι άντρες που ’χουνε σύφιλη.

15)  Με ποιο κρασί θ’ αλείψετε το σώμα σας / και σε τι στρώματα  θα γείρετε / θα γείρετε / το βράδυ να πλαγιάσετε;   

16)  Ο τελευταίος φίλος μου θυμάμαι / είχε ένα όνομα παράξενο. / Έφτανε ώρες που κανείς δεν γνώριζε / μάζευε τα πόδια του στο ντιβάνι / μέχρι που χανότανε.

 

 

-----------------------------------------

 

 

Στα κρεβάτια του περιθωρίου δεσπόζει ο ποιητής Γιώργος Χρονάς με στίχους  από τις συλλογές του Αρχαία βρέφη, Αναιδής θρίαμβος και Κίτρινη όχθη Β΄. Τα κρεβάτια του είναι γεμάτα ιδρώτα, σπέρμα και οσμές προσώπων που –όπως ο ίδιος επισημαίνει– «ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Παιδιά από μηχανουργεία, τύποι λαϊκοί, πόρνες, τσακισμένες φιγούρες, θαμώνες γηπέδων ή κινηματογράφων πορνό, λεηλατημένοι φαντάροι, παρελαύνουν σε ξενοδοχεία Δ΄ τάξεως, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων.

Τα κρεβάτια του Χρονά είναι από φτηνό υλικό (φορμάικα, περ. 1), ξένοι τα επισκέπτονται και πλαγιάζουν πάνω τους (περ. 2), φιλοξενούν ηρωίδες που μοιάζουν με εκείνες των ποιημάτων του Τσεζάρε Παβέζε, που αργοπεθαίνουν καπνίζοντας σε φτηνά ξενοδοχεία (περ. 4) και είναι πρόστυχα αποτυπώνοντας τον θάνατο (περ. 6). Αποπνέουν ένα αίσθημα φθοράς, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη ανθρώπων χαμένων από χέρι, που όμως ο ποιητής τούς αγκαλιάζει τρυφερά με την πένα του κι εντέλει τους σώζει, δίνοντας νόημα στην ύπαρξή τους.                                               

Οι ήρωες του Χρονά είναι συφιλιδικοί και ξαπλώνουν σε αχυρένια στρώματα (περ. 14), δεν ντρέπονται για την αμάθειά τους (περ. 11), είναι ναύτες του θωρηκτού Ποτέμκιν και πλαγιάζουν σε τρίκλινα ξενοδοχείων (περ. 12). Στις περ. 8, 9, 10, 13 και 16 οι ηρωίδες και οι ήρωές του μιλούν χαμηλόφωνα, λένε λόγια συνηθισμένα, κάνουν κινήσεις και χειρονομίες απλών ανθρώπων (βγάζουν αργά τις φουρκέτες, σβήνουν τα φώτα, γέρνουν στο κρεβάτι κ. τλ.) ή διαιωνίζουν το είδος σε διπλά κρεβάτια, καθαρά σεντόνια, κάτω από καθρέφτες. Θα λέγαμε πως λειτουργούν όπως οι ηθοποιοί κάποιου αόρατου θιάσου που παίζουν τον ρόλο τους τηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ή πράττουν όπως οι αυτοκράτορες του Καβάφη στα ιστορικά και ιστορικοφανή του ποιήματα. Ο Χρονάς, πάντα με σκηνοθετικό τρόπο γραφής, ανακαλύπτει ποίηση και στο πιο απλό, ασήμαντο και ευτελές.

 

Επίλογος

 

«Το κρεβάτι είναι ο σταυρός του καθενός», λέει σε κάποιο ποίημά του ο Κωστής Γκιμοσούλης. Πάνω του επιτελούνται τα δύο μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής: ο έρωτας κι ο θάνατος. Πάνω του οι ποιητές υποφέρουν, νοσταλγούν, θλίβονται, περιμένουν, αγαπιούνται. Καπνίζουν ατέλειωτα τσιγάρα ατενίζοντας το ταβάνι. Μετρούν τις στιγμές που φύγανε, τους έρωτες που προσπεράσανε, τις ουλές του παρελθόντος, το αύριο που καραδοκεί αβέβαιο. Μετρούν την ίδια την ανάσα τους. Και τα κρεβάτια, αποθεώνονται απ' την αγωνία, την οδύνη, τη θλίψη, το σπέρμα των ηρώων τους. Γίνονται πλοία ολόφωτα που ταξιδεύουν στους γαλαξίες του σύμπαντος.

                       

  (2006)

 

 

[Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη μελέτη μου ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011. Το απόσπασμα της μελέτης που αφορά τον Καβάφη δημοσιεύτηκε στην Οδό Πανός, τχ. 147, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010 (αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, σε επιμέλεια Δ. Στεργιούλα), ενώ το απόσπασμα της μελέτης που αφορά τον Χρονά στο περιοδικό Πόρφυρας, τχ. 135, Απρίλιος-Ιούνιος 2010 (αφιέρωμα στον Γιώργο Χρονά)]

 



 


 

Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΧΑΡΑΞΑΝ

                                                 

 

Γιώργος Χρονάς, Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου, Οδός Πανός εκδόσεις, Αθήνα, 2005, σελ. 261

 

Το 1980, στο οπισθόφυλλο της συλλογής ποιημάτων Τα αρχαία βρέφη, ο Γιώργος Χρονάς μάς σύστηνε τους ήρωές του ως εξής: «Ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Στο διάστημα των είκοσι πέντε χρόνων που μεσολάβησε, κυκλοφόρησε πολλές σημαντικές ποιητικές συλλογές αλλά και συλλογές πεζών κειμένων. Πάντα μακριά από τους προβολείς της  δημοσιότητας, τα εκτυφλωτικά φώτα και το εκκωφαντικά κενό λογοτεχνικό αλισβερίσι, ο Χρονάς καλλιεργεί ένα ιδιαίτερο, μοναχικό προφίλ, απόλυτα προσωπικό και ευδιάκριτο, «χτυπώντας» όταν κρίνει σκόπιμο πως έχει κάτι να πει. Και πάντα έχει να πει κάτι ουσιαστικό και ενδιαφέρον, αφού κρατάει τον πήχη ψηλά, μην κάνοντας εκπτώσεις στον λόγο και στη γραφή του. Κάθε νέα του δουλειά λειτουργεί για τους αναγνώστες του ως ευχάριστη έκπληξη και ως αναγνωστική πρόκληση μα και απόλαυση.

Στα Κοκόρια της οδού Αισχύλου –το τελευταίο του πόνημα από τις εκδόσεις Οδός Πανός– περιέχονται κείμενα που εκτείνονται χρονικά από το 1979 μέχρι το 2005 (τεύχος 128 του περιοδικού Οδός Πανός). Άλλα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, η Αυγή), άλλα σε τεύχη της Οδού Πανός, σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά ή σε περιοδικά ποικίλης ύλης (Μελωδία, Κλικ, Δίφωνο κ. τλ.). Τέλος, υπάρχουν και κάποια ανέκδοτα κείμενα.

Ένας θίασος προσώπων παρελαύνει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Προσώπων διάσημων ή άλλων που έζησαν στο περιθώριο της ζωής. Ανθρώπων που χάραξαν, με την πορεία τους και με τη στάση ζωής τους, την πατρίδα αλλά και τον ίδιο τον ποιητή, αποκαλύπτοντάς μας ένα «ήθος ζωής» μοναδικό. Κάτι που σπανίζει στις μέρες μας και που με το μικροσκόπιο θα μπορούσε κανείς να το εντοπίσει, πλέον, σε λιγοστές φωτεινές εξαιρέσεις.

Η Σεβάς Χανούμ, ο Ηλίας του Λευκού Πύργου, η Σουζάνα Γιακάρ, η κυρία με την πάπια που νοικιάζει αποκριάτικες στολές στη Θεσσαλονίκη, ο Παζολίνι, η Κάλλας, ο Τσαρούχης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Χριστιανόπουλος, ο Ασλάνογλου, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Ελία Καζάν, είναι μερικά μόνο από τα πρόσωπα του θιάσου του Χρονά, τα οποία, «μες στην βουή του κόσμου, λένε τα δικά τους». Οι ιστορίες του θυμίζουν τα κοκόρια της οδού Αισχύλου που λαλούν πίσω από αυλές, ανεβασμένα πάνω σε καφάσια αναγγέλλοντας την άφιξη της κάθε νέας αυγής. Ο πολύς κόσμος, αδιάφορος, συχνά τα προσπερνά. Έτσι βιαστικά που κινείται στους δρόμους αρνείται να τα ακούσει. Όμως εκείνα είναι εκεί λαλώντας ασταμάτητα και θριαμβικά. Ζητούν μονάχα λίγους σπόρους, χώμα και νερό για να ραντίσουν πλουσιοπάροχα με το αίμα τους τα θεμέλια των σπιτιών εκείνων που τα παραβλέπουν.

Τα κείμενα του Χρονά δεν έχουν ενιαίο ύφος, αλλά αυτό το «άναρχο» ψηφιδωτό που συνθέτουν, τα κάνει πιο γοητευτικά και αυθεντικά. Μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης θα συναντήσει σκέψεις, σημειώσεις, επιστολές, ποιητικές αφηγήσεις, δοκίμια, ποιήματα σε πεζή μορφή, συνεντεύξεις, μια επιλογή από τη στήλη «Δευτέρα» της Οδού Πανός, ποιητικά ρεπορτάζ βασισμένα σε ειδήσεις εφημερίδων, μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα. Όλο αυτό το εύοσμο και δυνατό χαρμάνι λόγου, εμπλουτισμένο με φωτογραφίες, αφιερώσεις, χειρόγραφα και σχέδια των: Αργυράκη, Λαλέτα, Γιακουμίδη, Μελισσανίδη και Μελά, απαρτίζουν τα Κοκόρια της οδού Αισχύλου. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να κάνετε «ενός λεπτού σιγή» –όπως λέει κι ο Χριστιανόπουλος– για ν’ ακούσετε τη φωνή τους.

Και μια τελευταία επισήμανση: πρόκειται για το μοναδικό βιβλίο του Χρονά που περικλείει μέσα του τόση Θεσσαλονίκη. Δεκάδες κειμένων για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη και τους ιδιαίτερους ανθρώπους της από κάποιον που, στο κλείσιμο ενός γραπτού του («Η Αθήνα μου ανοχύρωτη φαντασία»), συστήνεται ως εξής: «Γεννήθηκα στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1948. Δεν είχα πολλές επιλογές. Ήμουν αυστηρός στον τρόπο μου. Συμβαίνει στους Πειραιώτες».

 

(«Πανσέληνος» εφημ. Μακεδονία, τεύχ. της 2/ 10/ 2005)